ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΔιαιτΑπόφ.Δ.Σ.Α.
23/2019
Η § 7 του άρθρου 54 του
Κώδικα Δικηγόρων καθιερώνει μία υποχρεωτική ιδιότυπη θεσμική διαιτησία του
οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και εισάγει μία ex lege
διαιτητική
ρήτρα, κατά την οποία αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση όλων των ενδοεταιρικών διαφορών δικηγορικής εταιρείας είναι το
θεσπιζόμενο διαιτητικό δικαστήριο. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εμπίπτουν
και οι διαφορές από τη λύση της δικηγορικής εταιρείας. Εφόσον δεν υφίσταται
Κανονισμός Διαιτησίας του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφαρμόζονται ευθέως τα
άρθρο 867-900 ΚΠολΔ, στο βαθμό που δεν υπάρχουν
αντίθετες ειδικότερες διατάξεις στον Κώδικα Δικηγόρων. Όταν τα διάδικα μέρη με όρο του καταστατικού της δικηγορικής
εταιρείας έχουν υπαχθεί στην διαιτησία της § 7 του άρθρου 54 του Κώδικα
Δικηγόρων, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 872, 873 ΚΠολΔ,
αλλά οι διαιτητές ορίζονται από κατάλογο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και,
επειδή κατά το άρθρο 871 §1 ΚΠολΔ μπορεί να είναι
ένας ή περισσότεροι, νομίμως συγκροτήθηκε το Διαιτητικό Δικαστήριο με ένα
διαιτητή. Η καταγγελία της διαιτητικής διαδικασίας συνιστά ένσταση ελλείψεως
δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου, επιτρέπεται δε μόνο για σπουδαίο
λόγο, που πρέπει να αναφέρεται ρητά, σε κάθε δε περίπτωση η υποχρεωτική επίλυση
των διαφορών στη διαιτησία καθιερώνεται κυριαρχικά στην § 7 του άρθρου 54 του
Κώδικα Δικηγόρων. Η επί εξάμηνο αδράνεια της διαιτητικής διαδικασίας του
οικείου Δικηγορικού Συλλόγου δεν συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της
διαιτητικής συμφωνίας, επειδή εκκρεμούσε η κατάρτιση καταλόγου διαιτητών και ο
χρόνος κρίνεται εύλογος σε σχέση με το γενικότερο χρόνο απονομής της
δικαιοσύνης. Η καθυστέρηση προόδου της δίκης δεν συνιστά υπόνοια αμεροληψίας
του δικαστή και δεν θεμελιώνει λόγο εξαίρεσης του διαιτητικού δικαστή.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
[ΑΡΘΡΟΥ
54 ΠΑΡ. 7 Ν. 4194/2013]
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Αριθμός
23/2019
Ι.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ - ΔΙΑΔΙΚΟΙ - ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ - ΔΙΑΣΚΕΨΕΙΣ
Το
Διαιτητικό Δικαστήριο, συγκροτήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 7 Ν.
4194/2013, το άρθρο 13 του Καταστατικού της Δικηγορικής Εταιρείας με την
επωνυμία «
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με αρ. μητρώου Δ.Σ.Α.
(εφεξής η «Δικηγορική Εταιρεία» ή η «Β' των Καθ' ων» ), όπως ισχύει
κωδικοποιημένο, και την από 11.3.2019 και αρ. πρωτ.
./27.3.2019 πράξη του εντεταλμένου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α.
Συμβούλου Φωτίου Κωτσή, από τον Μενέλαο Καρπαθάκη, Δικηγόρο Αθηνών, ως Διαιτητή, για να δικάσει την
από 14.12.2018 αίτηση - προσφυγή (εφεξής «Προσφυγή»)
της
δικηγόρου Αθηνών
, κατοίκου Αθηνών, οδός
και εταίρου της Δικηγορικής
Εταιρείας, με ΑΦΜ
(εφεξής «Προσφεύγουσα»)
κατά
1) της
δικηγόρου Αθηνών
, κατοίκου Αθηνών, οδός
, με ΑΦΜ
, εταίρου της Δικηγορικής
Εταιρείας, ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της Δικηγορικής
Εταιρείας (εφεξής «Α' των Καθ' ων»), και
2) της
Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία «
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»
με αρ. μητρώου Δ.Σ.Α
και ΑΦΜ
, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός
, και
εκπροσωπείται νόμιμα (εφεξής «Β' των Καθ' ων» και αμφότερες «Καθ' ων η Αίτηση -
Προσφυγή» ή «Καθ' ων»).
Συνεδρίασε
α. Στις
29 Ιουνίου 2019 (Πρακτικό 1) στα Γραφεία της Δικηγορικής Εταιρίας «
και Συνεργάτες
Δικηγορική Εταιρεία» στην οδό
στην
Αττικής, κατά την οποία διόρισε ως
γραμματέα του την δικηγόρο Αθηνών Ρουμπίνη Καραχάλιου του Μιχαήλ, κάτοικο
Αττικής, οδός
, και
κάλεσε τα διάδικα μέρη να παραστούν σε επόμενη
συνεδρίαση.
β. στις
4 Ιουλίου 2019 (Πρακτικό 2) στην αίθουσα ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
(Ακαδημίας 60), κατά την οποία συζητήθηκε μόνο το θέμα της συγκρότησής του με
την έγερση ενστάσεων εκ μέρους της Προσφεύγουσας περί μη νόμιμης συγκρότησης
του Διαιτητικού Δικαστηρίου και υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως του Διαιτητή.
Ενόψει τούτου, αμφότερα τα διάδικα μέρη δήλωσαν ότι
δεν θα τοποθετηθούν επί της ουσίας και το Διαιτητικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι
προτού προχωρήσει στην εκδίκαση ουσία της διαφοράς θα πρέπει πρώτα να επιληφθεί
τόσο για τα θέματα που ετέθησαν από την Προσφεύγουσα και άπτονται της
συγκρότησης και της δικαιοδοσίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου, όσο και επί του
υποβληθέντος από την Προσφεύγουσα αιτήματος εξαίρεσης, με έκδοση επι μέρους αποφάσεως. Η Προσφεύγουσα δήλωσε ότι εμμένει στα
αιτήματά της, όπως αυτά περιέχονται στην υπό κρίση Προσφυγή της στην παρούσα
Διαιτησία. Συμφωνήθηκαν το χρονοδιάγραμμα υποβολής εκατέρωθεν υπομνημάτων επί
των ενστάσεων και των αιτημάτων που αναπτύχθηκαν προφορικά κατά τη συνεδρίαση
του Δικαστηρίου και τα της υποβολής των υπομνημάτων αυτών, τα οποία και
κατατέθηκαν από τα διάδικα μέρη εμπρόθεσμα κατά τον
ορισθέντα χρόνο. Κατά τη συνεδρίαση αυτή τα διάδικα
μέρη παρέστησαν ως εξής: η μεν Προσφεύγουσα παρέστη αυτοπροσώπως μετά των
πληρεξουσίων δικηγόρων της κ.κ. Ν.Αγαπηνού, Μ.Μαργώνη και η μεν πρώτη των Καθ'ων
η Προσφυγή παρέστη μετά, η δε δεύτερη των Καθ'ων η
προσφυγή εκπροσωπήθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων Α.Βαρλάμη,
Ι.Στεφανάκη και Ι.Κωνσταντίνου.
Διασκέφθηκε
στις 12 Νοεμβρίου 2019 στα άνω Γραφεία της Δικηγορικής Εταιρίας «
και
Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» και εξέδωσε την παρούσα επιμέρους απόφαση:
ΙΙ.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ - ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΙΤΗΤΗ - ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑΣ - ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ
1
Με
την από 14.12.2018 αίτηση - προσφυγή, που απηύθυνε προς τις Καθ' ων, η
Προσφεύγουσα, εταίρος της Β' των Καθ' ων, προσέφυγε στην Διαιτησία του
Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (εφεξής «Δ.Σ.Α») κατά της Α' των Καθ'ων, εταίρου της Β' των Καθ'ων,
και της Β' των Καθ' ων, προκειμένου να λυθεί και να τεθεί η Β' των Καθ'ων δικηγορική εταιρεία σε καθεστώς εκκαθάρισης, σύμφωνα
με τα οριζόμενα στο ισχύον κωδικοποιημένο καταστατικό της. Κατόπιν, με την από
11.3.2019 και αρ. πρωτ. ./27.3.2019 πράξη του
εντεταλμένου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α. Συμβούλου Φωτίου Κωτσή, ορίσθηκε ο Δικηγόρος Αθηνών Μενέλαος Καρπαθάκης ως Διαιτητής. Η πράξη αυτή διαβιβάσθηκε από τον
Δ.Σ.Α. προς τον εν λόγω Διαιτητή την 28.6.2019 (αρ. πρωτ.
./28.6.2019 Γραφείου Διαιτησίας Δικηγορικών Εταιρειών ΔΣΑ) και παρελήφθη από
εκείνον αυθημερόν, μαζί με τα λοιπά έγγραφα του φακέλου της Διαιτησίας (από
28.6.2019 Πρακτικό Παράδοσης - Παραλαβής).
2. Στο
άρθρο 13 του Καταστατικού της Β' των Καθ' ων , όπως ισχύει μετά την τροποποίησή
του από την απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των εταίρων της 21ης
Νοεμβρίου 2016, ορίζεται ότι «Κάθε διαφορά μεταξύ των εταίρων ή αυτών και της
Δικηγορικής Εταιρείας απορρέουσα από την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων
του παρόντος θα επιλύεται με φιλικό διακανονισμό και σε περίπτωση αποτυχίας
αυτού, αμετάκλητα από την Διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στο Π.Δ. 81/2005 και στο Ν. 4194/2013, όπως σήμερα ισχύουν». Με το
από 29.6.2019 Πρακτικό του Διαιτητικού Δικαστηρίου ορίσθηκε ως γραμματέας του
Διαιτητικού Δικαστηρίου η Ρουμπίνη Καραχάλιου, δικηγόρος Αθηνών και το Διαιτητικό Δικαστήριο
συγκροτήθηκε σε σώμα.
3.
Αμέσως μετά τη συγκρότησή του σε σώμα, το Διαιτητικό Δικαστήριο επελήφθη του
έργου του και κάλεσε με το Πρακτικό του υπ' αριθμ.
./29-6-2019 την Προσφεύγουσας και τις Καθ'ων (τα Διάδικα Μέρη) μετά ή διά των πληρεξουσίων αυτών δικηγόρων
και νομικών παραστατών, να προσέλθουν την Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019, ημέρα Πέμπτη,
και ώρα 10:00 π.μ. στην αίθουσα συνεδριάσεων ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου
Αθηνών, προκειμένου α) να αναπτύξουν προφορικά και ευσύνοπτα τα εκατέρωθεν
αιτήματα που δικαιολόγησαν την προσφυγή στην διαιτητική διαδικασία, β) να
εγκρίνουν τη συγκρότηση του Διαιτητικού Δικαστηρίου σε Σώμα, γ) να καθοριστεί
χρονοδιάγραμμα διεξαγωγής της Διαιτησίας, υποβολής υπομνημάτων, και δ) να καθορισθεί
η διαδικασία που θα τηρηθεί.
4.
Σύμφωνα με το πρακτικό ./4-7-2019 του Διαιτητικού Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος
δικηγόρος της προσφεύγουσας Νικόλαος Αγαπηνός υπέβαλε
και ανέπτυξε εν συντομία προφορικώς τις κάτωθι ενστάσεις/αιτήματα:
α.
Ένσταση μη νόμιμης συγκρότησης του Διαιτητικού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης
Κανονισμού Διαιτησίας ή σχετικού Π.Δ. και ισχυρισμός περί διορισμού τριμελούς
Διαιτησίας.
β.
Αίτημα εξαίρεσης του διαιτητή δια το λόγο ότι η καθυστέρηση ανάληψης των
καθηκόντων του έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας και έχει
προκαλέσει υπόνοιες ως προς την αμεροληψία του.
Τις
ανωτέρω ενστάσεις και αιτήματά της Προσφεύγουσας υπέβαλε ο άνω πληρεξούσιος
δικηγόρος της Προσφεύγουσας και εγγράφως και ζήτησε να καταχωρισθούν στο
Πρακτικό 2, όπου και πράγματι καταχωρίσθηκαν. Τον λόγο πήρε κατόπιν ο
πληρεξούσιος Δικηγόρος των Καθ'ων κ. Βαρλάμης, ο
οποίος απάντησε επί των ενστάσεων/αιτημάτων της προσφεύγουσας και συγκεκριμένα:
α. επί της ενστάσεως της μη νόμιμης συγκρότησης του Διαιτητικού Δικαστηρίου ο
πληρεξούσιος ισχυρίστηκε ότι η έλλειψη Κανονισμού Διαιτησίας ή σχετικού Π.Δ. αναπληρούται από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.
β. επί του αιτήματος εξαίρεσης ότι: i) δεν τίθεται θέμα εξαίρεσης του δεδομένου
ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της καθυστέρησης έναρξης της
διαδικασίας με το πρόσωπο του Διαιτητή, ii) δεν προβλέπεται πουθενά η σύνθεση
του Διαιτητικού Δικαστηρίου να είναι τριμελής. Επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί
συμπληρωματικώς και εγγράφως. Τον λόγο πήρε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των Καθ'ων κ. Ιωάννης Κωνσταντίνου, ο οποίος εξέθεσε ότι: α. η
ένσταση εξαίρεσης ουσία αβάσιμη και αόριστη και νόμω ανεπέρειστη. Η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία για άσκηση
προσφυγής δεν αφορά την διαδικασία του Διαιτητικού Δικαστηρίου. Ο διορισμός
είναι νόμιμος. β. η ενστάση μη νόμιμης συγκρότησης
του Δ.Δ. είναι επίσης νόμω ανεπέρειστη
και αβάσιμη, και η συγκρότηση μονομελούς διαιτητικού δικαστηρίου είναι καθόλα
νόμιμη. Δεν είναι απαραίτητη η έκδοση προεδρικού διατάγματος, αρκεί η διαιτησία
του Δικηγορικού Συλλόγου. Ομοίως επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί συμπληρωματικώς.
5. Το
Διαιτητικό Δικαστήριο προτού προχωρήσει στην ουσία της διαφοράς επιφυλάχθηκε να
αποφανθεί επί των ανωτέρω ζητημάτων που ετέθησαν από την Προσφεύγουσα και
άπτονται της συγκρότησης και της δικαιοδοσίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου, όσο
και επί του υποβληθέντος από την Προσφεύγουσα αιτήματος εξαίρεσης, με έκδοση με
επιμέρους απόφαση. Επίσης επιφυλάχθηκε να καθορίσει την αμοιβή του και όρισε το
κάτωθι χρονοδιάγραμμα για την υποβολή των υπομνημάτων και των σχετικών από τους
διαδίκους επί των ενστάσεων - αιτημάτων της Προσφεύγουσας:
Για την
Προσφεύγουσα: καταληκτική προθεσμία κατάθεσης υπομνήματος και σχετικών η
09η.07.2019, κατά την οποία έλαβε χώρα εμπρόθεσμα η κατάθεση των ως άνω
δικογράφων με τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα που αναφέρονται σε αυτά.
Για τις Καθ'ών η Προσφυγή: καταληκτική προθεσμία κατάθεσης
υπομνήματος και σχετικών η 23η.07.2019, κατά την οποία έλαβε χώρα εμπρόθεσμα η
κατάθεση των ως άνω δικογράφων με τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα που
αναφέρονται σε αυτά.
ΙΙΙ.
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ΜΕΡΩΝ
1.
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑΣ
Α. Η
Προσφεύγουσα υπέβαλε κατά την συνεδρίαση της 4.7.2019 προς καταχώριση στα Πρακτικά
το από 4.7.2019 έγγραφό της που απευθύνεται στο παρόν Διαιτητικό Δικαστήριο και
φέρει τον τίτλο «Ενσταση μη νόμιμης συγκρότησης του
Διαιτητικού Δικαστηρίου», την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ανέπτυξαν εν
συντομία και προφορικά, ενώ κατέθεσε εμπρόθεσμα στο Διαιτητικό Δικαστήριο και
το από 9.7.2019 συναφές Υπόμνημά της, καθώς και τα αναφερόμενα σε αυτό σχετικά
έγγραφα. Με τα έγγραφα αυτά υπομνήματά της και κατ' ορθή εκτίμησή τους η
Προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως εταίρου της Β' των Καθ' ων Δικηγορικής
Εταιρείας, εκθέτει, μεταξύ άλλων, ότι:
(i).Η Προσφεύγουσα, η Α' των Καθ' ων, ο
και ο
ίδρυσαν την Β'
των Καθ' ων Δικηγορική Εταιρεία, η οποία συνεστήθη με απόφαση του Δ.Σ.Α την
19.6.2013, εγκριθέντος του Καταστατικού αυτής και δημοσιεύθηκε στο Νομικό Βημα, όπως ορίζει ο νόμος (τόμος ., τ. ., ., σ. .), έλαβε
δε αριθμό μητρώου Δ.Σ.Α .. Κατόπιν διαδοχικών εξόδων από την Β' των Καθ'ων Δικηγορική Εταιρεία των ιδρυτών και εταίρων
, αλλά
και του εν τω μεταξύ εισελθόντος εταίρου
, μοναδικοί εταίροι της Β' των Καθ'
ων τυγχάνουν η Προσφεύγουσα, με μερίδα και ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη και
στις ζημίες 32%, και η Α' των Καθ' ων, με μερίδα και ποσοστό συμμετοχής στα
κέρδη και στις ζημίες 68%. Σύμφωνα με το Καταστατικό της Β' των Καθ' ων, η
διάρκεια της εταιρείας ορίστηκε δεκαετής, λήγουσα την 19.6.2023, ενώ από την
7.11.2014 και εντεύθεν μοναδική διαχειρίστρια τυγχάνει η Α' των Καθ' ων.
(ii) H
Διαιτησία των άρθρου 54 παρ. 7 του Ν. 4194/2013 συνιστά μία ιδιότυπη μόνιμη
αναγκαστική (ex lege)
Διαιτησία του άρθρου 902 του ΚΠολΔ, αποκλειστικά και
μόνον για την επίλυση διαφορών μεταξύ εταίρων δικηγορικής εταιρείας του Ν.
4194/2013, ή μεταξύ εταίρου και δικηγορικής εταιρείας του Ν. 4194/2013.
(iii)
Για να λειτουργήσει νόμιμα η άνω Διαιτησία θα έπρεπε σύμφωνα με τις διατάξεις
των άρθρων 902 ΚΠολΔ και 131, 132 Ν. 4194/2013 να
έχει εκδοθεί σχετικό ΠΔ μόνιμης διαιτησίας, άλλως Κανονισμός Διαιτησίας του ΔΣΑ
για τις δικηγορικές εταιρείες, που θα ρυθμίζουν θεμελιώδη ζητήματα της
διαιτητικής διαδικασίας μεταξύ Δικηγόρων, όπως π.χ. τον ορισμό Διαιτητών, τη
συγκρότηση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, το περιεχόμενο της αίτησης Διαιτησίας
και της διαιτητικής απόφασης, την έγγραφη προδικασία, τις αμοιβές των Διαιτητών
κλπ.. Εντούτοις, μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί ούτε ΠΔ, ούτε τέτοιος Κανονισμός
Διαιτησίας, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμόν ./29-03-2019 Βεβαίωση της
Νομικής Υπηρεσίας του ΔΣΑ, την οποία προσκόμιζει
νόμιμα η Προσφεύγουσα.
(iv) Δεν
υφίσταται ειδικότερη πρόβλεψη στο Καταστατικό της Β' των Καθ'ων
η Προσφυγή δικηγορικής εταιρείας (άρθρο 13) για τον τρόπο ορισμού διαιτητών,
τους όρους και τη διαδικασία της Διαιτησίας.
(v)
Ενόψει της μη εκδόσεως ΠΔ μόνιμης διαιτησίας, άλλως Κανονισμού Διαιτησίας του
ΔΣΑ, σε συνδυασμό με την έλλειψη ειδικότερης συμφωνίας των Διαδίκων υπό μορφή
προβλέψεων στο Καταστατικό της Εταιρείας, τα του ορισμού των διαιτητών για την
υπό κρίση διαφορά ρυθμίζονται από τα εξής άρθρα του ΚΠολΔ:
αν με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζονται οι διαιτητές ή ο τρόπος ορισμού
τους, το κάθε μέρος ορίζει Διαιτητή (872 ΚΠολΔ). Αν
οι διαιτητές δεν ορίζονται με τη συμφωνία για τη Διαιτησίας, αλλά είτε κατά τη
συμφωνία είτε κατά το άρθρο 872 τους διαιτητές ορίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, το
καθένα μπορεί να καλέσει το άλλο εγγράφως να ορίσει το Διαιτητή ή τους
Διαιτητές μέσα σε προθεσμία οκτώ τουλάχιστον ημερών (873 εδ.
α ΚΠολΔ). Αν δεν οριστεί εμπρόθεσμα ο διαιτητής ή οι
διαιτητές ή ο επιδιαιτητής και η συμφωνία για τη διαιτησία δεν ορίζει
διαφορετικά τους ορίζει με αίτηση το μονομελές πρωτοδικείο (878 ΚΠολΔ).
(vi)
Ενόψει των ανωτέρω υπό (iv), ο διορισμός του Μ. Καρπαθάκη
ως μόνου Διαιτητή με την από 11.3.2019 πράξη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
είναι ανυπόστατος, άλλως πάσχει απόλυτης ακυρότητος,
καθώς (α) δεν ερείδεται σε καμία διάταξη νόμου, (β) επικουρικά, αν ήθελε
υποτεθεί ότι τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής οι διατάξεις του ΚΠολΔ, δεν ακολουθήθηκε και έχει παραβιαστεί η διαδικασία
των άρθρων 872, 873 και 878 ΚΠολΔ, ο δε επακόλουθος
περιορισμός των δικαιωμάτων και ευχερειών αυτών που παρέχει ο ΚΠολΔ αναιρεί τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής
προστασίας και παραβιάζει τη θεμελιώδη δικονομική αρχή του άρθρου 108 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία οι διαδικαστικές πράξεις
ενεργούνται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, καθώς και τη θεμελιώδη
δικονομική αρχή του άρθρου 109 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με
την οποία δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν ο δικαστής που ορίζει ο
Νόμος γι' αυτόν, ενώ δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Προσφεύγουσα η κατάρτιση από
τον ΔΣΑ λίστας Διαιτητών για τρία (3) έτη κατ' άρθρο 54 παρ. 7 του Ν.
4194/2013, η οποία καταρτίστηκε την 18-02-2019, ώστε να ασκήσει τα προβλεπόμενα
από τα άρθρα 872 επ. ΚΠολΔ
δικαιώματά της.
(vii) Με
την από από 18-06-2019 εξώδικη δήλωση και καταγγελία
της Προσφεύγουσας, που κοινοποιήθηκε νόμιμα στις καθ ών
και συγκοινοποιήθηκε στο ΔΣΑ, κατήγγειλε τη ρήτρα
Διαιτησίας του Καταστατικού της Β' των Καθ'ων για
σπουδαίο λόγο.
Σε
συνέχεια των ανωτέρω η Προσφεύγουσα υπέβαλε τα εξής δύο αυτοτελή αιτήματα προς
το Διαιτητικό Δικαστήριο:
(α)
ένσταση και προσβολή της νομιμότητας συγκροτήσεως του παρόντος Διαιτητικού
Δικαστηρίου, και
(β)
αίτημα ακύρωσης της παρούσας διαιτητικής διαδικασίας λόγω μη νόμιμης, άλλως
ανυπόστατης συγκρότησης του παρόντος διαιτητικού Δικαστηρίου.
Β.
Επιπρόσθετα, η Προσφεύγουσα υπέβαλε κατά την συνεδρίαση της 4.7.2019 προς
καταχώριση στα Πρακτικά το από 4.7.2019 έγγραφό της που απευθύνεται στο παρόν
Διαιτητικό Δικαστήριο και φέρει τον τίτλο «Αίτηση Εξαίρεσης Διαιτητή», την
οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ανέπτυξαν εν συντομία και προφορικά, ενώ
κατέθεσε εμπρόθεσμα στο Διαιτητικό Δικαστήριο και το από 9.7.2019 συναφές
Υπόμνημά της, καθώς και τα αναφερόμενα σε αυτό σχετικά έγγραφα. Με τα έγγραφα
αυτά υπομνήματά της και κατ' ορθή εκτίμησή τους η Προσφεύγουσα εκθέτει, μεταξύ
άλλων, ότι:
(i)Συνημμένως στην από 29.3.2019 ηλεκτρονική της επιστολή
απέστειλε η Προσφεύγουσα στον Μενέλαο Καρπαθάκη την
με αρ. πρωτ. ./27.3.2019 επιστολή του Γραφείου
Διαιτησίας του ΔΣΑ, με την οποία ο εν λόγω διορίσθηκε ως Διαιτητής, ενώ είχε
προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία με την οποία τον ενημέρωσε για την ανάγκη
άμεσης ανάληψης των καθηκόντων του.
(ii)
Παρά ταύτα ο διορισθείς Διαιτητής αδράνησε επί τρίμηνο (από το διορισμό την
11.3.2019 έως την αποδοχή του διορισμού του ως Διαιτητή την 28.6.2019, ενώ είχε
ήδη λάβει γνώση του διορισμού του από την 21.3.2019, άλλως την 29.3.2019) να
κινήσει την διαιτητική διαδικασία, και έτσι (α) σιωπηρά αρνήθηκε το διορισμό
του, και (β) ενόψει του επαγγελματικού και οικονομικού της αποκλεισμού από τις
Καθ' ων η Προσφυγή αναγκάστηκε να καταγγείλει την Διαιτησία για σπουδαίο λόγο
στις 18.6.2019 και να διαμαρτυρηθεί στον Πρόεδρο του ΔΣΑ στις 27.6.2019.
(iii)
Ότι η πέραν του τριμήνου καθυστέρηση αποδοχής του διορισμού του ως Διαιτητή
έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη της και αποτελεί στοιχείο που γεννά εύλογες και
δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα και αμεροληψία του
Διαιτητού, ιδίως ως προς τον χρόνο και τρόπο διεξαγωγής της Διαιτησίας, καθότι
εξυπηρετεί το συμφέρον της Α' των Καθ' ων, η οποία μάχεται να καθυστερήσει τη
λύση της δικηγορικής εταιρείας, ώστε να εξαναγκάσει την Προσφεύγουσα να
αποχωρήσει από την Β' των Καθ' ων.
Σε
συνέχεια των ανωτέρω η Προσφεύγουσα υπέβαλε προς το Διαιτητικό Δικαστήριο ως
αυτοτελές αιτήμα την εξαίρεση του Δικηγόρου Αθηνών κ.
Μενέλαου Καρπαθάκη του Μιχαήλ με ΑΜΔΣΑ ..
2.
Ισχυρισμοί και αιτήματα των Καθ'ων η προσφυγή
Α. Τους
άνω υπό 1 Α ισχυρισμούς και αιτήματα της Προσφεύγουσας σχετικά με τη συγκρότηση
και τη δικαιοδοσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου αρνήθηκαν και αντέκρουσαν με σύντομες
προφορικές αναπτύξεις τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των Καθ' ων η Προσφυγή
κατά τη συνεδρίαση της 4.7.2019, ενώ κατέθεσαν εμπρόθεσμα στο Διαιτητικό
Δικαστήριο και το από 23.7.2019 συναφές κοινό Υπόμνημά τους, καθώς και τα
αναφερόμενα σε αυτό σχετικά έγγραφα. Με το έγγραφο αυτό υπόμνημά τους και κατ'
ορθή εκτίμησή του οι Καθ' ων η Προσφυγή, υπό την ιδιότητα της μεν πρώτης εξ
αυτών ως εταίρου της δεύτερης εξ αυτών και η δε δεύτερη εξ αυτών δικηγορική
εταιρεία αυτοτελώς, εκθέτουν, μεταξύ άλλων, ότι:
(i)Η Α' των Καθ' ων και η Προσφεύγουσα τυγχάνουν οι μοναδικοί
εταίροι της Β' των Καθ' ων Δικηγορικής Εταιρείας, μετέχοντας κατά ποσοστό 68%
και 32%, αντιστοίχως. Μοναδική διαχειρίστρια της Β' των Καθ'ων
από ιδρύσεώς της είναι η Α' των Καθ' ων.
(ii) Η
μη ύπαρξη ειδικού Προεδρικού Διατάγματος ή και ειδικού Κανονισμού Διαιτησίας
δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαιτητικής διαδικασίας, επί της οποίας
εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις 867-900 του ΚΠολΔ.
(iii) O
νόμος περί δικηγορικών εταιρειών (ν. 4194/2013) στο άρθρο 54 παρ. 7 προβλέπει
αναγκαστική (ex lege)
διαιτησία του Δ.Σ.Α ως προς την επίλυση διαφορών μεταξύ των εταίρων δικηγορικών
εταιρειών.
(iv) Ο
διορισμός του Μενέλαου Καρπαθάκη ως μοναδικού
Διαιτητού είναι έγκυρος κατ' άρθρο 871 ΚΠολΔ.
(ν) Το
Καταστατικό της Β' των Καθ' ων προβλέποντας συγκεκριμένη Διαιτησία του
Δικηγορικού Συλλόγου εμπεριέχει συμφωνία για τον τρόπο ορισμού του Διαιτητή,
παραπέμποντας για τον ορισμό του και τη συγκρότηση του Διαιτητικού δικαστηρίου
στις οικείες αποφάσεις του ΔΣΑ ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
(vi) O
Δ.Σ.Α, αιτήσει της Προσφεύγουσας επέλεξε Διαιτητή εκ του οικείου καταλόγου του
και συγκρότησε το (απολύτως νόμιμο) μονομελές Διαιτητικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογήν του ειδικού νόμου περί δικηγορικών εταιρειών
(4194/2013) και δυνάμει της αδιάστικτης πρόβλεψης του
άρθρου 871 Κ.Πολ.Δ, ενώ η Προσφεύγουσα δεν ακολούθησε
διαδικασία για σχηματισμό Πολυμελούς Δικαστηρίου, αλλά αντίθετα αιτήθηκε με την
Προσφυγή της τον διορισμό διαιτητή, αναπληρωτή διαιτητή, αλλά και επιδιαιτητή.
(vii) Η
καταγγελία της συνομολογηθείσας διαιτητικής ρήτρας
από την πλευρά της Προσφεύγουσας δεν είναι έγκυρη και πάντως δεν ασκεί επιρροή
στην παρούσα διαιτητική διαδικασία, καθότι κατ' άρθρο 54 παρ. 7 του Ν.
4194/2013 είναι αποκλειστικά αρμόδια για την επίλυση των διάφορων στο πλαίσιο
της δικηγορικής εταιρείας.
Σε
συνέχεια των ανωτέρω οι Καθ'ων η Προσφυγή υπέβαλαν
προς το Διαιτητικό Δικαστήριο αίτημα περί απόρριψης της ένστασης της
Προσφεύγουσας περί μη νόμιμης συγκρότησης και την ακώλυτη πρόοδο της διαιτητικής
δίκης.
Β.
Επιπρόσθετα, τους άνω υπό 1 Β ισχυρισμούς και αιτήματα της Προσφεύγουσας
σχετικά με την εξαίρεση του Διαιτητού αρνήθηκαν και αντέκρουσαν με σύντομες
προφορικές αναπτύξεις τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των Καθ' ων η Προσφυγή,
ενώ κατέθεσαν εμπρόθεσμα στο Διαιτητικό Δικαστήριο και το από 23.7.2019 συναφές
κοινό Υπόμνημά τους, καθώς και τα αναφερόμενα σε αυτό σχετικά έγγραφα. Με το
έγγραφο αυτό υπόμνημά τους και κατ' ορθή εκτίμησή του οι Καθ' ων η Προσφυγή
εκθέτουν, μεταξύ άλλων, ότι:
(i)Η εν λόγω αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται αναρμοδίως και είναι
απαράδεκτη, καθότι αρμοδιο Δικαστήριο κατά το άρθρο
878 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο.
(ii) Η
εν λόγω αίτηση εξαίρεσης τυγχάνει αόριστη, καθότι δεν εξειδικεύονται, ούτε
αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, που φέρονται να στοιχειοθετούν τους λόγους
που έχουν προκαλέσει στην Προσφεύγουσα «υπόνοια μεροληψίας».
(iii)
Μεταξύ του Διαιτητή και των Καθ' ων η Προσφυγή δεν υφίσταται επαγγελματική,
οικογενειακή ή συναλλακτική σχέση.
(iv) Η πάροδος
διαστήματος τριών μηνών δεν συνιστά καθυστέρηση, αλλά ένα απολύτως εύλογο
χρονικό διάστημα για να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες, ιδίως εάν ληφθεί
υπόψη το γεγονός ότι μεσολάβησαν διακοπές του Πάσχα και δύο εκλογικές
αναμετρήσεις.
(v)
Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ως καθυστέρηση, είναι ουδέτερη και αφορά αμφότερες
τις διάδικες πλευρές και δεν δύναται να γεννά εύλογες
αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του διαιτητή.
Σε
συνέχεια των ανωτέρω οι Καθ'ων η Προσφυγή υπέβαλαν
προς το Διαιτητικό Δικαστήριο αίτημα περί απόρριψης της ένστασης της
Προσφεύγουσας περί εξαίρεσης του Διαιτητή και την ακώλυτη πρόοδο της
διαιτητικής δίκης.
Ιν. H
ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Το
Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ως εξής:
Α. Επί
της νόμιμης συγκρότησης και της δικαιοδοσίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου
1. Στο
άρθρο 54 παρ. 7 του Ν. 4194/2013 ορίζεται ότι: «Κάθε διαφορά που προκύπτει από
την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου ή του Καταστατικού της Εταιρείας είτε
μεταξύ των Εταίρων είτε μεταξύ αυτών και της Εταιρείας, επιλύεται από τη
Διαιτησία του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου μετά από προσφυγή εκείνου ή εκείνων
που έχουν έννομο συμφέρον, μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών (3) μηνών από τη
γέννηση της διαφοράς. Οι διαιτητές ορίζονται για τρία (3) χρόνια από το
Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου. Συνεχίζουν πάντως την άσκηση των
καθηκόντων τους για όσες υποθέσεις έχουν αναλάβει κατά τη διάρκεια της θητείας
τους.».
2. Με
την εν λόγω διάταξη (αποτελούσα επανάληψη της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου
39 Π.Δ. 81/20051) καθιερώνεται εκ του νόμου μία υποχρεωτική (μη εκούσια2),
ιδιότυπη, θεσμική Διαιτησία του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου για την επίλυση
των ενδοεταιρικών διαφορών επί δικηγορικής εταιρείας.
Η Διαιτησία του άρθρου 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013 τυγχάνει ειδικότερη και ως εκ
τούτου απολύτως διακριτή: (α) τόσο από τις μόνιμες διαιτησίες, που δύνανται να
οργανωθούν: (i) σε επίπεδο δικηγορικού συλλόγου ή εφετείου σύμφωνα με το άρθρο
131 Ν. 4194/2013 (και προϋποθέτουν γνωμοδότηση του ΔΣ κάθε Δικηγορικού Συλλόγου
ή γνωμοδοτήσεις των ΔΣ όλων των Δικηγορικών Συλλόγων της έδρας του Εφετείου,
αντίστοιχα, καθώς και έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, κατά τις παραγράφους 1 και
2 αντίστοιχα του άρθρου αυτού), άλλως (ii) σε επίπεδο Δικηγορικού Συλλόγου σύμφωνα
με το άρθρο 902 ΚΠολΔ, (β) όσο και από την συσταθείσα
με το Π.Δ. 168/1983 μόνιμη διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
(εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση του οποίου υπήρξε το άρθρο 8 του Ν.
1330/1982 - έτσι και η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Δ.Σ.Α με Α.Π.
./29.3.2019), η οποία αφορά σε επίλυση ιδιωτικών διαφορών. Το άρθρο 54 παρ. 7
Ν. 4194/2013 εγκαθιδρύει άμεσα και αυτοτελώς σε κάθε Δικηγορικό Σύλλογο την εν
λόγω Διαιτησία για την επίλυση των ενδοεταιρικών
διαφορών επί δικηγορικής εταιρείας με έδρα εντός της περιφέρειας του κάθε
Δικηγορικού Συλλόγου και εγγεγραμμένη στο ειδικό Μητρώο αυτού (άρ. 49 παρ. 3, 6 Ν. 4194/2013) και δεν εξαρτά την ίδρυση ή
την οργάνωση αυτής από την έκδοση γνωμοδοτήσεων ή Προεδρικού Διατάγματος, απορριπτομένου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού της
Προσφεύγουσας. Αυτό προκύπτει ιδίως από την αδιάστικτη
διατύπωση του άρθρου 54 παρ. 7 εδ. α του Ν. 4194/2013
(«επιλύεται από την Διαιτησία του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου»), αλλά και από
την έλλειψη παραπομπής στις διατάξεις των άρθρων 131 και 132 του Ν. 4194/2013.
3.
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013 καθιερώνει μία ex lege διαιτητική ρήτρα3, υπό
την έννοια της υποχρεωτικότητος της διαιτητικής
επίλυσης των ενδοεταιρικών διαφορών, καθότι πράγματι,
πρόκειται διάταξη νόμου, δυνάμει της οποίας αποκλειστική αρμοδιότητα για λύση
των ενδοεταιρικών διαφορών δικηγορικής εταιρείας
επιφυλάσσεται σε διαιτητές. Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξαρτήτως τούτου, τα Διάδικα Μέρη έχουν συμπεριλάβει στο άρθρο 13 του Καταστατικού
της Β' των Καθ'ων διαιτητική ρήτρα επίλυσης, στην
οποία διαλαμβάνουν τα εξής: «Κάθε διαφορά μεταξύ των εταίρων ή αυτών και της
Δικηγορικής Εταιρείας απορρέουσα από την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων
του παρόντος θα επιλύεται με φιλικό διακανονισμό και σε περίπτωση αποτυχίας
αυτού, αμετάκλητα από την Διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στο Π.Δ. 81/2005 και στο Ν. 4194/2013, όπως σήμερα ισχύουν».
4. Ως
προς το εύρος των ενδοεταιρικών διαφορών που
εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013,
θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι περιλαμβάνεται και η διαφορά που αφορά στη λύση
της δικηγορικής εταιρείας. Το ζήτημα ανακύπτει ενόψει της νομικής φύσης της
δικηγορικής εταιρείας ως αστικής εταιρείας με νομική προσωπικότητα (άρθρο 49 Ν.
4394/2019)4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 270 Ν. 4072/2012, σύμφωνα με
την οποία οι διατάξεις των άρθρων 249 έως 269 του ίδιου νόμου περί ομόρρυθμων
εταιρειών, με εξαίρεση εκείνη της παρ. 3 του άρ. 251,
εφαρμόζονται αναλόγως και στην αστική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, άρα και
στη δικηγορική εταιρεία.5 Στο δε άρθρο 259 παρ. 1 εδ.
δ Ν. 4072/2012, αναλογικώς εφαρμοζόμενο κατ' άρθρο 270 ίδιου Νόμου, ορίζεται
ότι η αστική εταιρεία με νομική προσωπικότητα λύνεται με δικαστική απόφαση
ύστερα από την αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Όπως γίνεται
δεκτό6, η ρύθμιση αυτή τέθηκε προκειμένου να υποκαταστήσει τη λύση της
εταιρείας με καταγγελία, η δε αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 259 παρ. 2 Ν.
4072/2012 εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά
τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εντούτοις,
το αντικείμενο της διαφοράς αυτής (λύση της εταιρείας για σπουδαίο λόγο)
συνιστά μη γνήσια υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας, ήτοι
αντικείμενο ιδιωτικής διαφοράς που έχει παραπεμφθεί στην ειδική διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας για λόγους διαδικαστικής σκοπιμότητας
και ως εκ τούτου τυγχάνει δεκτικό διαιτησίας, κατά την απολύτως κρατούσα σε
θεωρία και νομολογία γνώμη7. Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ως γνήσια υπόθεση
εκουσίας δικαιοδοσίας και πάλι η εν λόγω διαφορά
τυγχάνει διαιτητεύσιμη, καθώς αποτελεί γνήσια διαφορά
ιδιωτικού δικαίου (τα μέρη αμφισβητούν την επέλευση της έννομης συνέπειας της
λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο), ενώ τα μέρη έχουν εξουσία ελεύθερης
διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς (επιχείρημα από το άρθρο 259 παρ. 1 εδ. β Ν. 4072/2012)8. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να
σημειωθεί ότι καταλυτικό επιχείρημα υπέρ της διαιτητευσιμότητας
της εν λόγω διαφοράς κατ' άρθρο 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013 αποτελεί ο ειδικός και
εξαιρετικός χαρακτήρας της, όπως αυτός καθιερώνεται σε συνδυασμό με το άρθρο
166 Ν. 4194/2013, σύμφωνα με την οποία «Οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές
έναντι κάθε άλλης διάταξης». Επομένως, δεδομένου ότι η λύση της δικηγορικής
εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013, η διαιτητευσιμότητα που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη αποτελεί
ρύθμιση ειδικότερη εκείνης του άρθρου 259 παρ. 1 εδ.
δ Ν. 4072/2012, αποκλειομένης έτσι της αναλογικής
εφαρμογής της τελευταίας.
5.
Δεδομένου ότι κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση Προσφυγής δεν υφίσταται
Κανονισμός Διαιτησίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, επί της εν λόγω
υποχρεωτικής, ιδιότυπης, θεσμικής Διαιτησίας του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου
για την επίλυση των ενδοεταιρικών διαφορών είτε
μεταξύ των Εταίρων, όπως είναι η Προσφεύγουσα και η Α' των Καθ' ων, είτε μεταξύ
αυτών και δικηγορικής εταιρείας εγγεγραμμένης στα μητρώα αυτού, όπως είναι η Β'
των Καθ' ων (αρ. μητρώου ΔΣΑ 80.452), θα εφαρμοσθούν ευθέως τόσο το άρθρο 54
παρ. 7 Ν. 4194/2013, όσο και τα άρθρα 867-900 ΚΠολΔ,
που εφαρμόζονται σε όλες τις εσωτερικές (μη διεθνείς) διαιτησίες, υπό την
επιφύλαξη όμως της παρ. 1 του άρθρου 166 Ν. 4194/2013, σύμφωνα με την οποία «Οι
διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης». Επομένως, τα
άρθρα 867-900 του ΚΠολΔ θα εφαρμοστούν μόνο στο βαθμό
που ο Ν. 4194/2013 δεν περιέχει ειδικότερη ρύθμιση, ήτοι εν προκειμένω μόνο για
όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται ειδικώς από την διάταξη της παρ. 7 του άρ. 54 Ν. 4194/2013. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου,
δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 39 του Π.Δ. 81/2005, καθώς
έχει πανομοιότυπο πεδίο εφαρμογής με τη διάταξη της παρ. 7 του άρ. 54 Ν. 4194/2013, η οποία ως ειδικότερη κατισχύει.
6. Στο
άρθρο 13 του Καταστατικού της Β' των Καθ' ων, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή
του από την απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των εταίρων της 21ης
Νοεμβρίου 2016, ορίζεται ότι «Κάθε διαφορά μεταξύ των εταίρων ή αυτών και της
Δικηγορικής Εταιρείας απορρέουσα από την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων
του παρόντος θα επιλύεται με φιλικό διακανονισμό και σε περίπτωση αποτυχίας
αυτού, αμετάκλητα από την Διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στο Π.Δ. 81/2005 και στο Ν. 4194/2013, όπως σήμερα ισχύουν».
Επομένως τα Διάδικα Μέρη συμφώνησαν ότι τα ζητήματα
της Διαιτησίας, περιλαμβανομένου του ορισμού των διαιτητών, θα ρυθμίζονται κατά
νόμο, ήτοι σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν ανωτέρω (υπό 5).
7. Η
διάταξη της παρ. 7 του άρ. 54 Ν. 4194/2013 εκ πρώτης
όψεως δεν περιέχει ειδική ρύθμιση ως προς τον αριθμό των διαιτητών. Εντούτοις,
ως προς τον ορισμό των διαιτητών εν γένει, το εδ. β
της παρ. 7 του άρθρου 54 Ν. 4194/2013 διαλαμβάνει ειδικώς ότι «οι διαιτητές
ορίζονται για τρία (3) χρόνια από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου
Δικηγορικού Συλλόγου». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται
σε σύνταξη καταλόγου διαιτητών10 (ούτε σε μεταγενέστερη επιλογή των μερών από
τον κατάλογο αυτόν) αλλά σε ορισμό διαιτητών. Δεδομένου ότι και το άρθρο 871
παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι διαιτητές μπορούν να οριστούν
ένας ή περισσότεροι, προκύπτει ότι όχι μόνον δεν υφίσταται εφαρμοστέα διάταξη
που να αποκλείει την διεξαγωγή της κατά την παρ. 7 του άρ.
54 Ν. 4194/2013 Διαιτησίας από έναν Διαιτητή, αλλά αντίθετα ότι αυτός μπορεί να
είναι ένας και δύναται κατά ρητή διάταξη να ορίζεται μόνον από το Διοικητικό
Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου εκ καταλόγου τον οποίο αυτός δύναται
να συντάξει (σύστημα έμμεσου προσδιορισμού11) και πράγματι συνέταξε με την από
18.2.2019 απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ. Δεδομένου δε ότι εν προκειμένω η διαιτητική
ρήτρα (άρ. 13 Καταστατικού της Β' των Καθ' ων)
παραπέμπει ευθέως στο Ν. 4194/2013 (άρα και στη διάταξη της παρ. 7 του άρ. 54 αυτού12) για τα ζητήματα της Διαιτησίας, ο διορισμός
του Μενέλαου Καρπαθάκη, δικηγόρου Αθηνών, ως μόνου
Διαιτητή με την από 11.3.2019 πράξη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (που έλαβε
αρ. πρωτοκόλλου την 27.3.2019) ερείδεται τόσο επί του νόμου, όσο και επί της
συμφωνίας των Διαδίκων Μερών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρ.
13 του Καταστατικού, σε συνδυασμό με το άρ. 876 ΚΠολΔ.
8.
Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Προσφεύγουσας ότι εφαρμοστέα τυγχάνουν τα άρθρα 872
και 873 ΚΠολΔ τυγχάνει απορριπτέος, καθώς ερείδεται
επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Συγκεκριμένα, προϋπόθεση για τον ορισμό των
διαιτητών σύμφωνα με τα άρθρα 872 και 873 ΚΠολΔ είναι
ότι δεν υφίσταται συμφωνία των μερών, σύμφωνα με την οποία τρίτος ορίζει τον
διαιτητή, οπότε αντ' αυτών εφαρμόζεται το άρθρο 876 ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω όμως, το άρθρο 13 του Καταστατικού διά της παραπομπής του στο
άρθρο 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013, κατέστησε αντικείμενο συμφωνίας των μερών την
ανάθεση ορισμού των διαιτητών από τρίτο, ήτοι από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από την Προσφεύγουσα, στο αιτητικό της από 14.12.2018
Αίτησης - Προσφυγής της ενώπιον της Διαιτησίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών,
με την οποία αιτείται τον ορισμό από τρίτο, ήτοι από τον Δικηγορικό Σύλλογο
Αθηνών, «διαιτητή, αναπληρωτή διαιτητή και επιδιαιτητή», όσο και από τις Καθ'
ων η Προσφυγή (υπό την παράγραφο 8γ του από 23.7.2019 κοινού Υπομνήματός τους).
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι υφίσταται συμφωνία για τον τρόπο ορισμού των
διαιτητών από τρίτο (ΔΣΑ), εν προκειμένω δεν θα εφαρμοστούν τα άρθρα 872 και
873 ΚΠολΔ, αλλά πρωτευόντως
το άρθρο 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013 και συμπληρωματικά (στην έκταση δηλαδή που δεν
κατισχύει η ειδικότερη παρ. 7 του άρ. 54 του Ν.
4194/2013) το άρθρο 876 ΚΠολΔ. Πράγματι, στην υπό
κρίση περίπτωση, η Προσφεύγουσα κάλεσε με την Προσφυγή της τον τρίτο, ήτοι τον
Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, χωρίς να τάξει προθεσμία, να ορίσει «διαιτητή,
αναπληρωτή διαιτητή και επιδιαιτητή» και ο τρίτος, ήτοι ο Δικηγορικός Σύλλογος
Αθηνών, όρισε τον Μενέλαο Καρπαθάκη ως μόνο διαιτητή
κατ' άρθρο 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 876 ΚΠολΔ.
9. Η
συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 873 ΚΠολΔ θα ήταν
νοητή, μόνο στις περιπτώσεις που με τη διαιτητική συμφωνία ορίζεται τριμελές
διαιτητικό δικαστήριο με ορισμό ενός διαιτητή από κάθε μέρος και επιδιαιτητή
από τους δύο διαιτητές. Μία τέτοια συμφωνία άλλωστε δεν απαγορεύεται από τη
διατύπωση του άρθρου 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις
αυτές, το άρθρο 873 ΚΠολΔ θα εφαρμόζετο
συμπληρωματικώς προς την ειδικότερη και κατισχύουσα διάταξη της παρ. 7 του άρθρου
54 Ν. 4194/2013, υπό την έννοια ότι τα μέρη υποδεικνύουν πρόσωπα, τα οποία όμως
πάντως ορίζονται ως διαιτητές από το ΔΣ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Για
την ταυτότητα του νομικού λόγου, αποκλείεται η συμπληρωματική εφαρμογή του
άρθρου 879 ΚΠολΔ, ενώ και αυτή του άρθρου 878 ΚΠολΔ θα τυγχάνει εξαιρετικά περιορισμένη, καθότι είτε θα
έχει ορίσει τους διαιτητές ο ΔΣΑ, οπότε δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρ. 878 ΚΠολΔ, είτε δεν θα τους
έχει ορίσει, οπότε υπό το πρίσμα της ειδικότερης και κατισχύουσας διάταξη της
παρ. 7 του άρθρου 54 Ν. 4194/2013, το Μονομελές Πρωτοδικείο υποχρεούται να
ορίσει διαιτητές εκείνους που έχουν ήδη ορισθεί ως τέτοιοι από το ΔΣ του του
οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (άρα και πάλι θα οφείλει να αναμένει το κρατικό
δικαστήριο τον ορισμό από τον ΔΣΑ). Εν προκειμένω, ως προελέχθη, η διαιτητική
συμφωνία, όπως έχει αποτυπωθεί στο άρθρο 13 του Καταστατικού της Β' των Καθ'
ων, περιέχει ρητή παραπομπή στη διαδικασία του άρ. 54
παρ. 7 Ν. 4194/2013, άρα δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής των άρθρων 872 και 873 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του
αντίθετου ισχυρισμού της Προσφεύγουσας.
10.
Επομένως το Διαιτητικό Δικαστήριο νομίμως συγκροτήθηκε σε σώμα την 29.6.2019 με
το υπ' αριθμ. 1 Πρακτικό αυτού, το οποίο
κοινοποιήθηκε σε άπαντα τα Διάδικα Μέρη από την δικαστική
επιμελήτρια της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών
την 1.7.2019 (αρ. 2422, 2423 και 2424
εκθέσεις επιδόσεώς της), αποτελούμενο από το Μενέλαο Καρπαθάκη,
δικηγόρο Αθηνών, ως Διαιτητή, και τη Ρουμπίνη Καραχάλιου, δικηγόρο Αθηνών, ως Γραμματέα, δεδομένου
μάλιστα ότι ο διορισμός Γραμματέα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του
Διαιτητικού Δικαστηρίου (ΑΠ 390/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟ5), καθώς σύμφωνα με το
συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενο άρθρο 886 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας των διαδίκων οι διαιτητές
ορίζουν μεταξύ άλλων και τη διαιτητική διαδικασία (Πανίτσας,
Παρατηρήσεις στην ΑΠ 390/2017, Διαιτησία και Διαμεσολάβηση, τ. 1, σ. 97).
11. Ο
προβληθείς ισχυρισμός της Προσφεύγουσας περί μονομερούς εκ μέρους της
καταγγελίας της διαιτητικής συμφωνίας, κατά την ορθή αυτού εκτίμηση από το
Διαιτητικό Δικαστήριο, συνιστά ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του Διαιτητικού
Δικαστηρίου και μη υπαγωγής της υπό κρίση διαφοράς σε αυτό λόγω παύσεως ισχύος
της διαιτητικής ρήτρας που περιέχεται στο άρθρο 13 του Καταστατικού της Β' των
Καθ' ων. Κατά το άρθρο 885 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η
συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την
ίδια: 1) αν οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής που ορίσθηκαν με τη συμφωνία ή
κατόπιν όρισαν από κοινού οι συμβαλλόμενοι πεθάνουν ή δεν αποδεχθούν τον ορισμό
τους και δεν έχουν ορισθεί αντικαταστάτες, ή ο τρόπος της αντικατάστασης τους,
2) αν περάσει η προθεσμία ισχύος της συμφωνίας που ορίσθηκε από την ίδια τη
συμφωνία, ή η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ή η προθεσμία
που τάσσεται από το άρθρο 884, και 3) αν οι συμβαλλόμενοι συνομολογήσουν
εγγράφως την κατάργηση της συμφωνίας. Πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι από την
κανονιστική επιταγή εφαρμογής για τη διαιτητική συμφωνία των διατάξεων του
ουσιαστικού δικαίου (869 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η
συμφωνία αυτή παύει να έχει ισχύ για τους λόγους που παύουν να έχουν ισχύ και
συμβάσεις του ουσιαστικού δικαίου (βλ. Οικονομόπουλου Σχέδιο Πολ. Δικ. V 229) και συνεπώς οι αναφερόμενοι στην υπόψη διάταξη
λόγοι παύσης ισχύος της συμφωνίας για διαιτησία έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα (ΕφΠειραιώς 1071/1999 ΤΝΠ NOMOS, επικυρωθείσα με την υπ' αριθμ. 738/2001 απόφαση του ΑΠ, Καλαβρός,
Ακύρωση και ανυπαρξία διαιτητικών αποφάσεων, 2017 σ. 247-249), και κατ'
ακολουθίαν δεν αποκλείεται η επίκληση και άλλων λόγων που θεμελιώνονται στο
δικονομικό ή στο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι γίνεται δεκτό ότι παύση της
διαιτητικής συμφωνίας επιφέρουν και άλλοι λόγοι, όπως η έκδοση της διαιτητικής
απόφασης, η κατάρτιση της κυρίας σύμβασης της οποίας οι διαφορές συμφωνήθηκε να
επιλύονται διαιτητικώς, η έκδοση τελεσίδικης απόφασης
τακτικού δικαστηρίου για την ίδια διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων που είχαν
καταρτίσει τη διαιτητική συμφωνία, η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, υπό την
οποία είχε καταρτισθεί η διαιτητική συμφωνία, n δικαστική ακύρωση της
διαιτητικής συμφωνίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, n οποία θα πρέπει να έχει
απαγγελθεί πριν από την έναρξη της διαιτητικής δίκης (ΕφΠειρ
1071/1999, όπ.π.). Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι στην
περίπτωση που ο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων (σε συμφωνία περί διαιτησίας)
αδρανεί κατά την διενέργεια της διαιτησίας να ασκήσει όχι απλώς δικονομικά
βάρη, να διορίσει π.χ. τον υπ' αυτού οριζόμενο κατά τη συμφωνία διαιτητή -
οπότε και μόνος αυτός θα υφίστατο τα εκ της παραλείψεως του διαδικαστικά
μειονεκτήματα-αλλά παραβαίνει δικονομικές ή ουσιαστικές υποχρεώσεις του, που
απορρέουν από τη συμφωνία, όπως π.χ. συμβαίνει όταν ο αντισυμβαλλόμενος
αρνείται να εκπληρώσει την εκ του γενικωτέρου προς
σύμπραξη καθήκοντος απορρέουσα υποχρέωση του να προκαταβάλλει μέρος των εν
γένει εξόδων της διαιτησίας ή παρεμποδίζει με συγκεκριμένες κακόπιστες πράξεις
τη διενέργεια της (ΕφΠειρ 1071/1999, όπ.π.), ή τέλος επιχειρεί να χρηματίσει μέλη του
διαιτητικού δικαστηρίου (ΠολΠρΠειραιώς 3202/1998 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ), τότε πρέπει να είναι δυνατή η λύση της συμφωνίας δια καταγγελίας. Τούτο
δε διότι αν στις περιπτώσεις αυτές υπήρχε αξίωση από την έννομη τάξη ο
θιγόμενος αντισυμβαλλόμενος να μην καταγγείλλει τη
συμφωνία περί διαιτησίας και να εμμείνει στη διαιτητική διαδικασία, η σχετική
αξίωση θα παρίστατο υπερμέτρως επαχθής και άδικη για τον καλόπιστο
αντισυμβαλλόμενο (Καλαβρός, όπ.π.
σ. 249). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, εφόσον γίνεται δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η
καταγγελία της συμβάσεως περί διαιτησίας μόνο για σπουδαίο λόγο, για την
εγκυρότητα της καταγγελίας απαιτείται η αναφορά του σπουδαίου λόγου, χωρίς να
είναι επιτρεπτή η μεταβολή ή αναφορά και άλλων λόγων μεταγενεστέρως, όπως τούτο
-αντιθέτως- μπορεί να συμβεί στις συμβάσεις που είναι επιτρεπτή η καταγγελία
και χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου ή ειδικού λόγου (ΕφΠειρ
1071/1999, όπ.π.).
12. Εν
προκειμένω, η Προσφεύγουσα προτείνει με την από 4.7.2019 ένστασή της που
υπεβλήθη στο Διαιτητικό Δικαστήριο και καταχωρίστηκε στο Πρακτικό 2 αυτού, τον
ισχυρισμό ότι με την από από 1806-2019 εξώδικη δήλωση
και καταγγελία της, που κοινοποιήθηκε νόμιμα στις Καθ ών
η Προσφυγή και συγκοινοποιήθηκε στο ΔΣΑ, κατήγγειλε
τη ρήτρα Διαιτησίας του Καταστατικού της Β' των Καθ'ων
για σπουδαίο λόγο, χωρίς να κάνει καμία περαιτέρω αναφορά σε τι συνίσταται ο
σπουδαίος αυτός λόγος καταγγελίας της. Στο δε από 9.7.2019 έγγραφο υπόμνημά
της, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα στο Διαιτητικό Δικαστήριο, επαναλαμβάνει υπό τον
αρ. 7 αυτού τον ίδιο ακριβώς ισχυρισμό, ενώ υπό τον αρ. 6 αναφέρει σχετικώς
επιπρόσθετα μόνον τα εξής : «Εκτός των ανωτέρω, και το άρθρο 13 του ισχύοντος
κωδικοποιημένου Καταστατικού της Εταιρείας δεν προβλέπει ειδικότερη συμφωνία
για τον τρόπο ορισμού διαιτητών και επιδιαιτητών, παρά παραπέμπει στη διαιτησία
σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013. Αλλά ακόμη και εάν στο Καταστατικό
της β' των καθ' ων εμπεριέχονταν ειδικότερες συμφωνίες για τη διαιτητική
διαδικασία, τούτες θα είχαν είχαν καταστεί ανενεργές,
αφού με την από 18-06-2019 εξώδικη δήλωση και καταγγελία μου, που κοινοποιήθηκε
νόμιμα στις καθ' ων και το ΔΣΑ, όπως προκύπτει αποδεικνύεται από τις με αριθμό
. Δ'/18-06-2019 και ./18-06-2019 Εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτρια
της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών
, κατήγγειλα
τη ρήτρα Διαιτησίας του Καταστατικού της β' των καθών
για σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στην προαναφερόμενη
εξώδικη δήλωση και καταγγελία μου.» Ως εκ τούτου, ο προβληθείς ισχυρισμός της
Προσφεύγουσας, ο οποίος, κατά την ορθή αυτού εκτίμηση από το Διαιτητικό
Δικαστήριο, συνιστά ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου
και μη υπαγωγής της υπό κρίση διαφοράς σε αυτό λόγω παύσεως ισχύος της
διαιτητικής ρήτρας που περιέχεται στο άρθρο 13 του Καταστατικού της Β' των Καθ'
ων, τυγχάνει απαράδεκτος και ανεπίδεκτος εκτίμησης από το Διαιτητικό
Δικαστήριο. Ακόμα όμως και αν ήθελε υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός της
Προσφεύγουσας ότι πράγματι καταγγέλθηκε νόμιμα η διαιτητική συμφωνία του άρθρου
13 του Καταταστατικού της Β' των Καθ' ων, ουδεμία επιρροή
ασκείται επί της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία επιστηρίζεται αυτοτελώς όχι μόνον στη συμβατική βούληση των
διαδίκων μερών που αποτυπώθηκε στο άρθρο 13 του Καταστατικού της Προσφεύγουσας,
αλλά κυριαρχικά στο νόμο και δη στο άρθρο 54 παρ. 7 του Ν. 4194/2013, ο οποίος
προβλέπει την απευθείας και αποκλειστικά μέσω διαιτησίας επίλυση της υπό κρίση
διαφοράς, ανεξαρτήτως συμφωνίας των μερών και συνιστά έτσι ιδιότυπη ex lege (και όχι ex voluntate) διαιτητική ρήτρα (Γιοβαννόπουλος, Κώδικας Δικηγόρων, Ερμηνεία κατ' άρθρον, άρ. 54 αρ. 6). Επομένως αλυσιτελώς προβάλλεται από την
Προσφεύγουσα η μονομερής εκ μέρους της καταγγελία της διαιτητικής ρήτρας του
άρθρου 13 του Καταστατικού ως λόγος μη νόμιμης συγκρότησης του παρόντος
Διαιτητικού Δικαστηρίου και μη υπαγωγής της υπό κρίση διαφοράς στη διαιτησία
κατ' άρθρο 57 παρ. 4 Ν. 4194/2017.
13.
Ακόμα όμως και αν ήθελαν ληφθούν υπόψη από το Διαιτητικό Δικαστήριο οι
ισχυρισμοί της Προσφεύγουσας, ως προς τον σπουδαίο λόγο της εκ μέρους
καταγγελίας της της διαιτητικής συμφωνίας, όπως αυτοί εμπεριέχονται στην από
18.6.2019 εξώδικο δήλωση και καταγγελίας της (αντίγραφο της οποίας εμπεριέχεται
στις προσκομισθείσες μετ' επικλήσεως υπό της Προσφεύγουσας υπ' αριθμούς .
Δ'/18-06-2019 και .Δ/18-06-2019 Εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτρια
της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών
), ήτοι η
επί εξάμηνο αδράνεια της υπό τον ΔΣΑ διαιτητικής διαδικασίας, ισοδυναμούσα κατά
την Προσφεύγουσα με αρνησιδικία, και καθιστώσα
ιδιαίτερα επαχθή σε εκείνη, λόγω της οικονομικής βλάβης που υφίσταται, τη
συνέχιση της αδρανούς διαιτητικής διαδικασίας, οι ισχυρισμοί της αυτοί δεν
στοιχειοθετούν σπουδαίο λόγο καταγγελίας της διαιτητικής συμφωνίας. Ειδικότερα,
η Προσφεύγουσα δεν επικαλείται ούτε λόγους παύσεως που προβλέπονται στο άρθρο
885 Κ.Πολ.Δ. ούτε όμως και άλλους από το δικονομικό ή
το ουσιαστικό δίκαιο, που κατά τα λεπτομερώς αναλυθέντα στη μείζονα σκέψη της
παρούσας (ανωτέρω υπό 11) δύνανται να δικαιολογήσουν την μονομερή καταγγελία
της διαιτητικής συμφωνίας. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι ο ορισμός του
Διαιτητή από το ΔΣ του ΔΣΑ έλαβε χώρα την 11.3.2019 με την υπ' αρ. πρωτ. ./27.3.2019 πράξη του εντεταλμένου από το ΔΣ του ΔΣΑ
Συμβούλου Φώτιου Κωτσή,
κατόπιν της εγκρίσεως με την από 18.2.2019 απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ του Καταλόγου
των διαιτητών για διαφορές εταίρων δικηγορικών εταιρειών, που εγκρίθηκε με την
από 18.2.2019 απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ. Επομένως, το διαρρεύσαν από την κατάθεση
της Προσφυγής της Προσφεύγουσας στο ΔΣΑ έως τον ορισμό του Διαιτητή διάστημα
των τρεισήμισι μηνών είναι απολύτως εύλογο, καθότι εκκρεμούσε η κατάρτιση
καταλόγου διαιτητών και ακολούθως ο ορισμός του διαιτητή επί της Προσφυγής της
Προσφεύγουσας. Περαιτέρω, το διαρρεύσαν από την 27.3.2019 έως την 29.6.2019
(ότε συγκροτήθηκε σε σώμα το παρόν Διαιτητικό Δικαστήριο) χρονικό διάστημα των
περίπου τριών μηνών κρίνεται ομοίως εύλογο, δεδομένου ότι τελικώς από την
κατάθεση της Προσφυγής της Προσφεύγουσας έως την κλήτευσή της ενώπιον του
Διαιτητικού Δικαστηρίου κατά την συνεδρία της 4.7.2019 παρήλθαν μόλις 6 μήνες,
λαμβανομένων υπόψη και των διακοπών των Χριστουγέννων 2018, Πάσχα 2019, καθώς
και των εκλογικών διαδικασιών των Ευρωεκλογών και των Αυτοδιοικητικών
Εκλογών. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι παρόμοιες (και πολύ μεγαλύτερες)
καθυστερήσεις παρατηρούνται και στην τακτική δικαιοσύνη, καθώς σύμφωνα με τα
τελευταία δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία, ο αναγκαίος χρόνος για την επίλυση
σε πρώτο βαθμό των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας
εγγίζει τις 670 ημέρες, δηλαδή τα 2 χρόνια (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, The 2018 EU Justice Scoreboard, δημοσιευμένη στο συλλογικό έργο Σακελλαροπούλου, Πικραμένου, Συμεωνίδη, Ανδρουλάκη, Νικολαϊδου, Τσόγκα, Αλικάκου «Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα - Προτάσεις για ένα
σύγχρονο δικαστικό σύστημα» σ. 303). Επομένως οι ισχυρισμοί της Προσφεύγουσας
περί αδράνειας και αρνησιδικίας πρέπει ν' απορριφθούν και ως προεχόντως αβάσιμοι, ενώ δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση
σπουδαίο λόγο καταγγελίας εκ μέρους της της διαιτητική συμφωνίας που περιέχεται
στο άρθρο 13 του Καταστατικού της Β' των Καθ' ων.
14.
Επειδή επομένως η εγερθείσα από την Προσφεύγουσα ένσταση και προσβολή της
νομιμότητας συγκροτήσεως του παρόντος Διαιτητικού Δικαστηρίου τυγχάνει
απορριπτέα ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη. Για την ταυτότητα του λόγου
αβάσιμο και απορριπτέο τυγχάνει και το έτερο αίτημα της Προσφεύγουσας περί
ακύρωσης της παρούσας διαιτητικής διαδικασίας λόγω μη νόμιμης, άλλως
ανυπόστατης συγκρότησης του παρόντος διαιτητικού Δικαστηρίου. Ομοίως
απορριπτέα, για τους αμέσως ανωτέρω προεκτεθέντες
λόγους, τυγχάνει και η ένσταση της Προσφεύγουσας περί έλλειψης δικαιοδοσίας του
παρόντος Διαιτητικού Δικαστηρίου λόγω καταγγελίας εκ μέρους της της διαιτητικής
συμφωνίας.
15.
Επειδή, ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση διαφορά είναι δεκτική υπαγωγής σε
διαιτησία κατ' άρθρο 54 παρ. 7 Ν. 4194/2013, εξακολουθεί να υφίσταται η
διαιτητική συμφωνία του άρθρου 13 του Καταστατικού της Β' των Καθ' ων και για
τη συγκεκριμένη διαφορά έχει υποβληθεί από την Προσφεύγουσα αίτηση διαιτητικής επίλυσης
(στην οποία μάλιστα δήλωσε ότι εμμένει, παρά την έγερση των ενστάσεων και του
αιτήματος εξαίρεσης, όπως αναφέρεται στο υπ' αρ. 2 Πρακτικό), το παρόν
Διαιτητικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκφέρει την ανωτέρω κρίση για τη
δικαιοδοσία του σύμφωνα και με το συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενο άρθρο 887 παρ. 2
ΚΠολΔ.
Β. Επί
του αιτήματος εξαίρεσης του Διαιτητού
1
Σύμφωνα με το συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενο άρθρο 883 παρ. 2 ΚΠολΔ,
ο διαιτητής μπορεί να προτείνει την εξαίρεσή του ή να εξαιρεθεί από εκείνους που
συνομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησίας για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο
52 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και αν δεν μπορεί να είναι
διαιτητής κατά το άρθρο 871 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την
εξαίρεση δε αποφαίνεται το αρμόδιο κατά το άρθρο 878 παρ. 1 ΚΠολΔ
Μονομελές Πρωτοδικείο, κατόπιν αιτήσεως η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία
της εκουσίας δικαιοδοσίας (Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, άρ. 883 αρ. 8).
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 1 περ. στ του ΚΠολΔ και 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προστασία
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε
από την Ελλάδα αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν. 53/1974, οι
οποίες υπηρετούν πρωτίστως την αμεροληψία των δικαστηρίων, σαφώς προκύπτει ότι
οι δικαστές μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από
οποιοδήποτε διάδικο, αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως
εάν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή
εξάρτησης, έριδα ή έχθρα. Ο λόγος εξαίρεσης πρέπει να κριθεί τόσο υπό
αντικειμενική (ΑΕΔ 7/1993 ΕλλΔνη 1994. 299), όσο και
υπό υποκειμενική άποψη (ΕΔΔΑ Hauschildt ECHER Α.154)
δηλαδή για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου δεν αρκεί το αν ο υπό εξαίρεση
δικαστής πιστεύει ότι μπορεί να αποφασίσει αμερόληπτα, αλλά να μπορεί να
προκληθεί στους διαδίκους και στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι ο δικαστής δεν
μπορεί να αποφασίσει αμερόληπτα και απροκατάληπτα (ΕφΠατρών
430/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟ^ Νίκας σε Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ,
άρ. 52 αρ. 1, και Πανταζόπουλος,
Η Εξαίρεση του Δικαστή, 1992, σ. 176,177 όπου και παραπομπές σε νομολογία).
Τέλος, η απλή καθυστέρηση της προόδου της δίκης με πράξεις ή αποφάσεις του
δικαστηρίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνιστά υπόνοια μεροληψίας του
δικαστή που απεφάνθη σχετικώς έναντι διαδίκου (ΣτΕ
1693/2017, 2025/2016 ΤΝΠ NOMOS).
2. Εν
προκειμένω, το υπό κρίση αίτημα της Προσφεύγουσας τυγχάνει απορριπτέο προεχόντως ως απαράδεκτο, καθότι απευθύνεται στο Διαιτητικό
Δικαστήριο και όχι στο αρμόδιο κατ' άρθρο 871 παρ. 2 ΚΠολΔ
κρατικό δικαστήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, το εν λόγω αίτημα τυγχάνει απορριπτέο
ως νομικά αβάσιμο, καθώς, ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί της
Προσφεύγουσας περί καθυστέρησης στην αποδοχή του διορισμού του, εξ αυτής δεν
στοιχειοθετείται υπόνοια μεροληψίας του Διαιτητή υπέρ των Καθ' ων η Προσφυγή.
Και κατ' ουσίαν, όμως, εξεταζόμενος, οι προβαλλόμενος
λόγος εξαιρέσεως, ανεξαρτήτως αν θα ενέπιπτε στους κατά τον ΚΠολΔ
λόγους εξαιρέσεως, παρίσταται πάντως, εν όψει και των στοιχείων του φακέλου,
καταφανώς αστήρικτος κατά την πραγματική του βάση, δεδομένου ότι δεν
στοιχειοθετείται κατά κανένα τρόπο ή αποδιδόμενη στον εν λόγω Διαιτητή υπόνοια
μεροληψίας. Συγκεκριμένα, η Προσφεύγουσα συνδέει την υπόνοια της μεροληψίας της
ως προς το Διαιτητή με την έννοια της καθυστέρησης του στην αποδοχή του
διορισμού, λόγω της άτυπης ενημέρωσης που είχε παράσχει στον Διαιτητή
τηλεφωνικά και με ηλεκτρονικό της μήνυμα περί τις 29 Μαρτίου 2019, ως προς τον
διορισμό του ως Διαιτητή από το ΔΣΑ. Από την εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή, την
οποία προσκομίζει η Προσφεύγουσα, προκύπτει ότι πράγματι επισυνάπτετο
η από 11.3.2019 με αρ. πρωτ. ./27.3.2019 πράξη
διορισμού διαιτητή, εντούτοις, αφενός μεν εύλογα ανέμενε ο εν λόγω διορισθείς
ως Διαιτητής να κληθεί από το Γραφείο Διαιτησίας του ΔΣΑ να αποδεχθεί τον
διορισμό και να αναλάβει τα σχετικά του φακέλου, πράγμα που έλαβε χώρα το
πρώτον την 28.6.2019 (όπως βεβαιώνεται στην υπ' αρ. πρωτ.
./28.6.2019 επιστολή του Γραφείου Διαιτησίας του ΔΣΑ), ότε
και απεδέχθη τον διορισμό του και ανέλαβε από το Γραφείο Διαιτησιών του ΔΣΑ
αυθημερόν τον φάκελο της Διαιτησίας (όπως βεβαιώνεται στο από 28.9.2019
Πρακτικό Παράδοσης - Παραλαβής φακέλου, που υπεγράφη μεταξύ του Διαιτητού και
της Γραμματέως του Γραφείου Διαιτησίας του ΔΣΑ κ. .), που περιείχε μεταξύ άλλων
την Προσφυγή της Προσφεύγουσας, αφετέρου δε το πρώτον τότε (δηλαδή την
28.6.2019) ενημερώθηκε ο εν λόγω Διαιτητής για τη φύση της διαφοράς, καθώς και
για τα παράπονα της Προσφεύγουσας προς τον ΔΣΑ για την καθυστέρηση έναρξης της
διαιτητικής διαδικασίας, τα οποία περιέχονται στην από 18.6.2019 εξώδικο
καταγγελία της προς τον ΔΣΑ, την οποία έως τότε, ως συνομολογεί η ίδια η
Προσφεύγουσα, ουδέποτε είχε επικοινωνήσει προς τον διορισθέντα ως Διαιτητή. Σε
κάθε δε περίπτωση, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο διαρρεύσας χρόνος από τις
29.3.2019 έως την 28.6.2019 κρίνεται απολύτως εύλογος και δεν συνιστά
καθυστέρηση, καθότι κατά το διάστημα αυτό μεσολάβησαν οι διακοπές του Πάσχα
2019, αλλά και οι διαδικασίες των Ευρωεκλογών και Αυτοδιοικητικών
Εκλογών 2019, οι οποίες όχι μόνον επιβάρυναν τις Διοικητικές Υπηρεσίες του ΔΣΑ,
αλλά και αποτελούν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν θα μπορούσε να
σημειωθεί πρόοδος της Διαιτησίας, ακόμα και αν το Διαιτητικό Δικαστήριο είχε
συγκροτηθεί νωρίτερα. Τέλος, η μη συγκρότηση του Διαιτητικού Δικαστηρίου κατά
το χρονικό διάστημα από 29.3.2019 έως 29.6.2019 δεν δύναται να θεωρηθεί ότι
προξενεί κατ' αντικειμενική αντίληψη έστω και υπόνοια ευμένειας μονομερώς ως
προς τις Καθ' ων η Προσφυγή και δυσμένειας μονομερώς ως προς την Προσφεύγουσα,
καθώς εν τοιαύτη περιπτώσει θα ηδύνατο να
στοιχειοθετείται λόγος εξαιρέσεως σε κάθε περίπτωση που κατά την -αμιγώς
υποκειμενική- κρίση των διαδίκων η όποια καθυστέρηση στην επίλυση της διαφοράς,
οφειλόμενη στην παρεμβολή διοικητικών υπηρεσιών (ορισμός διαιτητού ή σύνθεσης
δικαστηρίου κατ' άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ) ευνοεί τον
αντίδικό τους. Αξίζει δε να σημειωθεί και η αλυσιτέλεια
του ισχυρισμού της Προσφεύγουσας, καθότι εν πάσει
περιπτώσει η οριστική (και υποκείμενη μόνον σε αγωγή ακύρωσης) επίλυση της
διαφοράς με έκδοση διαιτητικής απόφασης στο πλαίσιο της παρούσας διαιτητικής
διαδικασίας προβλέπεται ότι θα υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου χρόνου
αναμονής έκδοσης αποφάσεων σε πρώτο βαθμό από τα κρατικά δικαστήρια επί αστικών
και εμπορικών υποθέσεων, ο οποίος σύμφωνα με την ανωτέρω μνημονευθείσα
στατιστική μελέτη εγγίζει τα 2 έτη.
3.
Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το υποβληθέν από την Προσφεύγουσα αίτημα εξαίρεσης
του Διαιτητού του Δικαστηρίου τυγχάνει απορριπτέο.
Γ.
Επειδή το Διαιτητικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν έχει καν προκαταβληθεί η
αμοιβή του, επιφυλάσσεται να προσδιορίσει την δικαστική δαπάνη με την τελική
απόφασή του επί της υπό κρίση Προσφυγής.
ΔΙΑ
ΤΑΥΤΑ
ΤΟ
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Απορρίπτει
τις αναφερόμενες στην παρούσα επι μέρους απόφαση
ενστάσεις και αιτήματα της Προσφεύγουσας.
Αποφαίνεται
ότι έχει νόμιμα συγκροτηθεί και έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της από 14.12.2018
αίτησης -προσφυγής της Προσφεύγουσας.
Επιφυλάσσεται
να προσδιορίσει την δικαστική δαπάνη για την παρούσα επι
μέρους απόφαση με την τελική απόφασή του επί της υπό κρίση Προσφυγής.
Παραγγέλλει
στην Γραμματέα να κοινοποιήσει αντίγραφο της παρούσης στους διαδίκους.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην
Αττικής στις 29 Ιουνίου 2019, στην Αθήνα στις 4 Ιουλίου
2019 και στην
Αττικής στις 12 Νοεμβρίου 2019, εκδόθηκε δε στην Αθήνα στις 18
Νοεμβρίου 2019.
Ο
ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ