ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΔΠρΑθ 5014/2019
Ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί - Ανακοπή για την
ακύρωση προγράμματος πλειστηριασμού - Παραγραφή αξιώσεων ΟΤΑ -.
Ανακοπή
κατά προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού κατά τον ΚΔΔ. Το δικαστήριο που
δικάζει την ανακοπή δεν μπορεί να εξετάσει λόγο ανακοπής που αμφισβητεί το κατ
ουσία βάσιμο της απαίτησης του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση στην
περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα άσκησης
προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου
κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης. Ηλεκτρονικός
πλειστηριασμός κατά τον ΚΕΔΕ. Η μη περιέλευση ή η
καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοπoίησης στον οφειλέτη οδηγεί σε ακύρωση του μέτρου
αυτού εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης
σ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης. Δεν επιφέρει την ακυρότητα του προγράμματος
πλειστηριασμού οποιαδήποτε παράλειψη ή ατέλεια αυτού, παρά μόνον αυτή από την
οποία επέρχεται στον καθ ου η εκτέλεση βλάβη ουσιαστικής ή δικονομικής φύσης,
μη δυνάμενη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου να επανορθωθεί με άλλον, πλην της
ακύρωσης του προσβαλλόμενου προγράμματος, τρόπο. Επίκληση και απόδειξη της
βλάβης. Η αξίωση ΟΤΑ προς είσπραξη ταμειακώς βεβαιωθέντων εσόδων, που
προέρχονται από φόρους κ.λπ. υπόκειται καταρχήν στην πενταετή παραγραφή της
παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από τη λήξη του
οικονομικού έτους μέσα στο οποίο τα έσοδα αυτά βεβαιώθηκαν και κατέστησαν
ληξιπρόθεσμα. Διακοπή παραγραφής με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και
την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού. Δεν απαιτείται κοινοποίηση στον
οφειλέτη. Επανέναρξη ευθύς από της σύνταξης της έκθεσης κατάσχεσης ή του
προγράμματος πλειστηριασμού. Μεταρρύθμιση της πράξης διοικητικής εκτέλεσης αν
μετά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και την επιβολή κατάσχεσης σε
περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, περιορισθεί το χρέος του.
Αριθμός απόφασης 5014/2019
Αριθμός Εισαγωγής: ΑΚ
.../2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα Υποθέσεων του ν.
1406/1983 και Αναστολών
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια
στο ακροατήριό του, στις 28 Μαρτίου 2019, με δικαστή τη Χριστίνα Χατζηπαύλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Ιωάννα
Κατσούλα, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την ανακοπή, με χρονολογία
κατάθεσης 6.3.2019,
τ η ς ..., κατοίκου Αθηνών
(οδός ...), η οποία παραστάθηκε μετά του δικηγόρου Νικόλαου Χριστόπουλου, τον
οποίο και διόρισε με προφορική δήλωσή της στο ακροατήριο,
κ α τ ά του Δήμου Αθηναίων,
που εκπροσωπείται από τον Δήμαρχό του, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο,
αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αθανάσιου Καραγκούνη.
Κατά τη συζήτηση, η διάδικος
που εμφανίσθηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα
αναφέρονται στα πρακτικά.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία δεν
απαιτείται η καταβολή παραβόλου κατόπιν της υπ αρ. 280/21.2.2019 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του παρόντος Δικαστηρίου περί χορήγησης προς την ανακόπτουσα του ευεργετήματος πενίας κατ άρθρα 276 και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 Α΄ 97, Κ.Δ.Δ.), ζητείται, κατ εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου, η ακύρωση του υπ αρ. ./8.2.2019 προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της Διευθύντριας Οικονομικών του Δήμου Αθηναίων. Με το πρόγραμμα αυτό εκτίθεται σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό
πλειστηριασμό στις 17.4.2019, ενώπιον της πιστοποιημένης υπαλλήλου ηλεκτρονικού
πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών
, η ιδανική μερίδα (1/3) της ανακόπτουσας επί του περιγραφόμενου σ αυτό ισόγειου καταστήματος, ευρισκόμενου
επί της οδού Πρόκνης αρ. 7 στην Αθήνα, για την
ικανοποίηση απαιτήσεων του καθ ου Δήμου κατ αυτής, ύψους 33.642,95 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Δεδομένου ότι η ανωτέρω ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική
και ουσιαστική της βασιμότητα.
2. Επειδή, ο Κ.Δ.Δ. ορίζει στο άρθρο 217 ότι: «1. Ανακοπή
χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της
διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης
του εσόδου, β)
, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, ... δ)
ε)
2.
», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία
προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου.
3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της
εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων
πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής
βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του
τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5.
Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της
οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης
ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της
εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως» και στο άρθρο 225 ότι: «Το
δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της
προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή
της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».
3. Επειδή, από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών
διατάξεων συνάγεται ότι το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή κατά το άρθρο 217
παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. δεν μπορεί να εξετάσει λόγο ανακοπής που αμφισβητεί το κατ ουσία βάσιμο της απαίτησης του επισπεύδοντος την
αναγκαστική εκτέλεση, στην περίπτωση που ο ανακόπτων
έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου κατά της σχετικής καταλογιστικής
πράξης. Περαιτέρω, με το άρθρο 224 παρ. 3 του Κώδικα αυτού καθιερώνεται η κατά
στάδια προσβολή των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, απαγορεύεται δηλαδή ο
παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενης πράξης, κατά τον έλεγχο που
διενεργείται εξ αφορμής της προσβολής επόμενης πράξης της διαδικασίας
εκτέλεσης. Επιτρέπεται μόνο ο έλεγχος της συγκεκριμένης πράξης της εκτέλεσης
που προσβάλλεται, χωρίς ο έλεγχος αυτός να μπορεί να επεκταθεί στις
προηγούμενες, ακόμη και εάν αυτές αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση της
προσβαλλομένης. Κατ εξαίρεση όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του
άρθρου 224 του Κ.Δ.Δ., εξετάζεται, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί,
ισχυρισμός που αφορά την κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία
περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφόσον αποδεικνύεται αμέσως (βλ. Σ.τ.Ε.
392/2017).
4. Επειδή, ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.,
ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), ο οποίος εφαρμόζεται για την
είσπραξη εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 167 παρ. 1 του
Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α΄ 114), ορίζει στο άρθρο 2, όπως
ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του ν.
4224/2013 (Α΄ 288), ότι: «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων
εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.
4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω
Κώδικα, η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ανήκει στην αρμοδιότητα της Φορολογικής
Διοίκησης και των λοιπών οργάνων που ορίζονται με ειδικές διατάξεις για το
σκοπό αυτόν ή των ειδικών ταμιών, στους οποίους έχει ανατεθεί η είσπραξη
ειδικών εσόδων. ... 2. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος
τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν
στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα
οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, νόμιμο τίτλο
αποτελούν: α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με
τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της
οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή.
γ) .... 3.
» και στο άρθρο 4, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 1 με την παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013: ότι: «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που
εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.
4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω
Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του
άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου
κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει
ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και
στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς
σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα
στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το
είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί
κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους
ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο
τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης
προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού
υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος.
2. Η κατά την προηγούμενην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. Η παράλειψης
αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος
άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του
κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων
αναγκαστικών μέτρων.». Ακόμη, ο ίδιος
Κώδικας προβλέπει στο άρθρο 9, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το
άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 3888/2010 (Α΄ 175), ότι: «Τα προς είσπραξιν
των δημοσίων εσόδων εφαρμοζόμενα αναγκαστικά μέτρα είναι τα εξής: 1) Κατάσχεσις κινητών,
. 2)
Κατάσχεσις ακινήτων. Η χρήση των αναγκαστικών αυτών μέτρων εναπόκειται στην κρίση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του
Τελωνείου που είναι βεβαιωμένο το έσοδο, ο οποίος μπορεί να τα λάβει σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την
ελεύθερη κρίση του.
Πράξη εκτελέσεως, που επισπεύδεται για περισσότερα από ένα χρέη, δεν
κηρύσσεται άκυρη στο σύνολο της, εφόσον έστω και ένα από τα χρέη αυτά οφείλεται
νομίμως. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που κρίθηκε ότι το χρέος ή τα χρέη
οφείλονται νομίμως, αλλά για ποσό μικρότερο από εκείνο για το οποίο επισπεύδεται
η εκτέλεση [όπως τα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 7 ν.
4038/2012 - Α΄ 14].
», στο άρθρο 19, όπως ισχύει μετά την προσθήκη σ αυτό της περ. η΄ με την παρ. 1 του άρθρου 404 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5/17.1.2018), ότι: «1. Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου ή ο
κατά το άρθρο 10 εδάφ. β΄ ταμιακός υπάλληλος, μετά παρέλευσιν τουλάχιστον δέκα πέντε ημερών από της
κατασχέσεως, δύναται να εκδώσει πρόγραμμα πλειστηριασμού περιέχον: α) το ονοματεπώνυμον και την κατοικίαν
του οφειλέτου, β) το ποσόν της οφειλής δι ο εγένετο η κατάσχεσις, εις ο δύναται να προσθέση και τα μετά την κατάσχεσιν βεβαιωθέντα χρέη, γ) το είδος των κατασχεθέντων και την κατ εκτίμησιν αξίαν των, δ) την ημέραν και ώραν του πλειστηριασμού, ε) τον υπάλληλον επί του πλειστηριασμού, στ)
τον τόπον του πλειστηριασμού, ζ) το ποσόν της πρώτης
προσφοράς και η) τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα.
2.
» και στο άρθρο 41 παρ. 1, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 67 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), ότι: «Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση σαράντα
(40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση, εκδίδει
πρόγραμμα πλειστηριασμού, που περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του παρόντος,
καθώς και την περιγραφή και την εκτίμηση του κατασχεθέντος κατά την
κατασχετήρια έκθεση, και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε
(5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος. Εάν ο πλειστηριασμός δεν
διενεργηθεί την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ.
εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ημέρα του μη
διενεργηθέντος πλειστηριασμού ή επί αναστολής αυτού, από την ημέρα που έπαυσε η
αναστολή και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού κατά τα ανωτέρω. Οι ανωτέρω
προθεσμίες δεν τηρούνται, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, που αναφέρεται σε
αιτιολογημένη έκθεση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση
προγράμματος πλειστηριασμού μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, δεν
επιφέρει ακυρότητα αυτού.
». Επιπλέον, στο άρθρο 75 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. ορίζεται ότι: «Παράλειψις ή ακυρότης των πράξεων
εκτελέσεως δύναται να προταθή υπό του οφειλέτου αν αύτη αποδεικνύεται εξ αυτών τούτων των πράξεων
και αν κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου επήλθεν εις
αυτόν βλάβη, μη δυναμένη να επανορθωθή άλλως ή κηρυσσομένης της ακυρότητος.
», ενώ στο άρθρο 75Α του ίδιου Κώδικα, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013, ορίζεται ότι: «Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες κατά τη διαδικασία απόκτησης οποιουδήποτε νόμιμου τίτλου σύμφωνα με το
άρθρο 2 του παρόντος, καθώς και κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, δύνανται να
προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν αυτός επικαλείται και
αποδεικνύει ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί
παρά μόνο με την ακύρωση.». Εξάλλου, στο άρθρο 405 παρ. 1 του ν. 4512/2018, που
φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζεται ότι: «1. Από την 1.5.2018 οι
διενεργούμενοι κατά ΚΕΔΕ πλειστηριασμοί διεξάγονται αποκλειστικά με ηλεκτρονικά
μέσα, ανεξάρτητα από το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης ή το χρόνο έκδοσης
προγράμματος πλειστηριασμού.». Τέλος, στο άρθρο 207 παρ. 6 του ίδιου ως άνω
νόμου, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο
959 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985 Α΄
182), προβλέπονται τα εξής: «1. Τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται με ηλεκτρονικά
μέσα ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση.
Ο πλειστηριασμός των κατασχεμένων διενεργείται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού από τον πιστοποιημένο, για το σκοπό αυτόν, υπάλληλο του ηλεκτρονικού
πλειστηριασμού.
2.
3.
8. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή, από τις 10:00 π.μ. έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00. Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς κατά το τελευταίο λεπτό του
ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ήτοι από ώρα 13:59:00 έως 13:59:59 ή από ώρα
17:59:00 έως 17:59:59 δίδεται αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών. Για κάθε
προσφορά που υποβάλλεται κατά το τελευταίο λεπτό της παράτασης, δίδεται νέα
αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών, εφόσον υποβληθεί μεγαλύτερη προσφορά. Οι
παρατάσεις μπορούν να συνεχισθούν για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο
(2) ωρών από την ορισθείσα ώρα λήξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οπότε
ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών. Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν
μπορεί να γίνει από 1η Αυγούστου έως 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη
και την επομένη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών,
αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
9.
».
5. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και
4 του Κ.Ε.Δ.Ε., 217, 224 παρ. 1 και 3, 225 του Κ.Δ.Δ. και 20 παρ. 1 του
Συντάγματος, η ατομική ειδοποίηση ακολουθεί τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του
ποσού του χρέους του οφειλέτη του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. και αποσκοπεί στο να
γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε να δυνηθεί
αυτός να στραφεί με τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο Κ.Δ.Δ. (ανακοπή και αναστολή
εκτέλεσης) κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή να προβεί σε ρύθμιση του
χρέους του. Δεδομένου τούτου και ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3
του Κ.Ε.Δ.Ε. πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1
του Συντάγματος, η μη περιέλευση ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοπoίησης
στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο τελευταίος στάδιο
δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, οδηγεί
σε ακύρωση του μέτρου αυτού εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το
γεγονός της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης (βλ. Σ.τ.Ε.
1074/2017, 3325/2014, 29/2013, 1806/2011, 1705/2008, 2701/2011, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1642 - 4, 1639/2003).
6. Επειδή, περαιτέρω, από τις προπαρατεθείσες
διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. συνάγεται ότι το πρόγραμμα πλειστηριασμού πρέπει να
περιέχει τα κατά τα άρθρα 19 και 42 του εν λόγω Κώδικα στοιχεία. Εξάλλου, από
τις διατάξεις των άρθρων αυτών, ερμηνευόμενες σε
συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 75 παρ. 1 και 75 Α του ίδιου Κώδικα, παρέπεται ότι δεν επιφέρει την ακυρότητα του προγράμματος
πλειστηριασμού οποιαδήποτε παράλειψη ή ατέλεια αυτού, παρά μόνον αυτή από την
οποία επέρχεται στον καθ ου η εκτέλεση βλάβη ουσιαστικής ή δικονομικής φύσης, μη δυνάμενη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου να επανορθωθεί με
άλλον, πλην της ακύρωσης του προσβαλλόμενου προγράμματος, τρόπο. Τούτο, δε, υπό
την προϋπόθεση ότι γίνεται επίκληση και απόδειξη της βλάβης αυτής από τον
θιγόμενο οφειλέτη (πρβλ.
Σ.τ.Ε. 2490/2008, 3214/1999 7μ., 2794/1999).
7. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 276 παρ. 1 του Κώδικα Δήμων
και Κοινοτήτων ορίζεται ότι: «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες,
απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο, τέλος, δικαστικό ένσημο και εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου, εισφορά υπέρ της Ε.Ρ.Τ. - Α.Ε., από
κρατήσεις και από κάθε δικαστικό τέλος στις δίκες τους, με την επιφύλαξη των
εκάστοτε ισχυουσών φορολογικών ρυθμίσεων. Επίσης έχουν όλες ανεξαιρέτως τις
ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται
στο Δημόσιο.
». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τους Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι περί παραγραφής διατάξεις του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), οι οποίες ισχύουν για το Ελληνικό Δημόσιο. Τούτο, δε, ενόψει και του ότι
σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ.1 του ν.δ/τος 496/1974
«περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» (Α΄ 204), οι Ο.Τ.Α. εξαιρούνται από την εφαρμογή
του διατάγματος αυτού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2904, 2851/2017, 2655/2013, 3329/2012,
Α.Π.1310/2009). Περαιτέρω, ο ισχύων κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ν.
2362/1995 ορίζει στο άρθρο 86 ότι: «1. ... 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου
μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά
πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. 3. Χρηματική απαίτηση
του Δημοσίου που α) απορρέει από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει
, β) απορρέει από τελεσίδικη απόφαση (αναγνωριστική ή καταψηφιστική) οποιουδήποτε δικαστηρίου, γ) γεννήθηκε συνεπεία άπιστης διαχειρίσεως, δ) απορρέει
από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ε) αφορά σε περιοδικές παροχές, στ) γεννήθηκε από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε
αρμόδια δημόσια αρχή, ζ) γεννήθηκε από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από
διοικητικές αρχές, η) αφορά σε απόδοση παρακρατηθέντων
ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων, θ) απορρέει
από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων, παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήψη του
οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή εννοία
βεβαίωση αυτής. 4.
». Ακόμη, στο άρθρο 88 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι: «1. Την παραγραφή χρηματικής απαιτήσεως του Δημοσίου διακόπτει: α. Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται εις χείρας αυτών ή
ενεργείται εις χείρας τρίτου. β. Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού,
ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη αυτού στον καθ ου έχει εκδοθεί το πρόγραμμα. γ. ... δ. ... . 2.
3.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι
διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου.». Τέλος,
οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα [π.δ.
456/1984 (Α΄ 164) Α.Κ.] σχετικά με τους λόγους διακοπής της παραγραφής προβλέπουν, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 260 ότι: «Η
παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε
τρόπο.».
8. Επειδή, από τις παρατεθείσες
στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι η αξίωση του Δημοσίου και κατ επέκταση των Ο.Τ.Α. προς είσπραξη ταμειακώς βεβαιωθέντων
εσόδων, που προέρχονται από φόρους, τέλη και συμβεβαιούμενα
πρόστιμα, υπόκειται, καταρχήν, στην πενταετή παραγραφή της παρ. 2 του άρθρου 86
του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο
οποίο τα έσοδα αυτά βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία και
κατέστησαν ληξιπρόθεσμα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 419/1992).
Περαιτέρω, η διακοπή της παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές
υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο επέρχεται με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης
κατάσχεσης και την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να απαιτείται
η κοινοποίηση αυτών στον οφειλέτη (βλ. Σ.τ.Ε. 313/2016 7μ., πρβλ.
Σ.τ.Ε. 1508/2002). Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του
Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν
επιβάλλει περιορισμό στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας του οφειλέτη, πάντως
του παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής προστασίας κατά το στάδιο βεβαίωσης του
χρέους, και αρξαμένης της αναγκαστικής εκτέλεσης
δύναται αυτός να ανακόψει τον πλειστηριασμό, στον οποίο κατατείνουν όλες οι
πράξεις εκτέλεσης, στρεφόμενος κατά των πράξεων αυτών, μεταξύ των οποίων
περιλαμβάνεται και το πρόγραμμα πλειστηριασμού (βλ. Σ.τ.Ε. 313/2016 7μ.). Κατά
δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 88 παρ. 1 εδ.
α΄ και β΄ του ν. 2362/1995, η παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου, επομένως και
των Ο.Τ.Α., που διακόπηκε με πράξη εκτέλεσης, όπως η σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης
ή προγράμματος πλειστηριασμού, άρχεται εκ νέου ευθύς από της σύνταξης της έκθεσης
κατάσχεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού και όχι από τη λήξη της χρήσης
εντός της οποίας έγινε η σύνταξη αυτών (πρβλ. Σ.τ.Ε.
495/2016, 3494/2014, 1508/2002). Τέλος, από την αναλογικώς εφαρμοζόμενη
(γενική) διάταξη του άρθρου 260 του Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η παραγραφή
διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο,
συνάγεται, ενόψει της ευρύτητας της διατύπωσής της, ότι ως αναγνώριση της
αξίωσης εκ μέρους του οφειλέτη νοείται οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του
έναντι του δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο οφειλέτης, έχοντας πλήρη
επίγνωση της εναντίον του αξίωσης του δανειστή, θεωρεί αυτή ως αναμφισβήτητα
υφιστάμενη, ώστε να μην υφίσταται πεδίο δικαστικής αμφισβήτησής της. Συνεπώς,
αρκεί, για τη διακοπή της παραγραφής, κάθε εκδήλωση του υπόχρεου έναντι του
δανειστή, αναγνωριστική του υποστατού της υποχρέωσής του, είτε ρητή είτε
σιωπηρή, η οποία πρέπει, όμως, να έχει λάβει χώρα πριν από τη συμπλήρωση της
παραγραφής (πρβλ. Α.Π. 1491/2017, 997/2015, 251/2013,
794/2012, 1018/2011, 1635/2010, 362/2009).
9. Επειδή, τέλος, οι αναφερόμενες στην τέταρτη σκέψη της
παρούσας διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 9 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ισχύουν μετά την
προσθήκη σε αυτές νέας παραγράφου με την παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 4038/2012
(με έναρξη ισχύος από 2.2.2012, σύμφωνα με το άρθρο 37 του νόμου αυτού),
αποβλέπουν, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, στην αποτροπή της
ακύρωσης των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, όταν ένα ή ορισμένα από τα
περισσότερα χρέη, για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, κριθούν ως μη
οφειλόμενα, εν όλω ή εν μέρει. Συνεπώς, αν μετά την
έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και την επιβολή κατάσχεσης σε περιουσιακό
στοιχείο του οφειλέτη, περιορισθεί για οποιονδήποτε λόγο το χρέος του, το
γεγονός αυτό δεν οδηγεί σε ολική ακύρωση, ύστερα από ανακοπή του
ενδιαφερομένου, όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση πλήρους απόσβεσης του χρέους,
αλλά σε μεταρρύθμιση της πράξης διοικητικής εκτέλεσης, η οποία ισχύει πλέον για
το υπολειπόμενο ποσό του χρέους (πρβλ. Δ.Εφ.Πειρ. 363/2018, Δ.Εφ.Αθ.
810/2018, Δ.Εφ.Θεσ. 231/2017, Δ.Εφ.Αθ.
4057/2015).
10.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν
τα εξής: Με την υπ αρ. ../18.1.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., η οποία
συντάχθηκε σε εκτέλεση της υπ αρ. .../29.11.2010 έγγραφης παραγγελίας του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθ ου Δήμου, κατασχέθηκε η ιδανική μερίδα 1/3 (εξ αδιαιρέτου) της ανακόπτουσας επί του με στοιχεία ΙΣ-1 καταστήματος ισογείου ορόφου οικοδομής, ευρισκόμενης σε
οικόπεδο εμβαδού 112,70 τ.μ., κείμενου εντός της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων
και ειδικότερα επί της οδούς Πρόκνης αρ. 7 στη θέση
«Στέρνα Αθηνών», το οποίο (οικόπεδο) συνορεύει, κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο
τίτλο κτήσης, ανατολικά με ιδιοκτησία ..., δυτικά με την οδό Πρόκνης, βόρεια με
ιδιοκτησία ... και νότια με ιδιοκτησία .... Το ως άνω ισόγειο κατάστημα, το
οποίο έχει επιφάνεια 65,45 τ.μ., συνολικό όγκο 380 κ.μ.
και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 300/οο,
αποτελείται από μία αίθουσα με πατάρι, W.C., μικρή αποθήκη και γραφείο,
συνορεύει, δε, νότια με ξένη ιδιοκτησία, βόρεια με ξένη ιδιοκτησία, κεντρική
είσοδο, κλιμακοστάσιο, μηχανοστάσιο και λεβητοστάσιο, ανατολικά με φρέαρ
ανελκυστήρα, μηχανοστάσιο και ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και δυτικά με την οδό
Πρόκνης και με κεντρικό κλιμακοστάσιο. Εξάλλου, η ανωτέρω ιδανική μερίδα επί
του προπεριγραφόμενου καταστήματος, η αξία της οποίας
εκτιμήθηκε, κατ ελεύθερη κρίση, στο ποσό των 60.000 ευρώ, είχε περιέλθει στην ανακόπτουσα δυνάμει του υπ αρ. ./20.8.1976 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... και με αριθμό ... Η εν λόγω, δε, κατάσχεση επιβλήθηκε για χρέη της ανακόπτουσας προς τον καθ ου
Δήμο, συνολικού ποσού 6.183,77 ευρώ πλέον προσαυξήσεων και εξόδων εκτέλεσης, τα
οποία (χρέη) έχουν εγγραφεί, σύμφωνα με τη συνημμένη στην έκθεση αυτή πράξη
καθορισμού χρεών του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του ανωτέρω Δήμου, στους
χρηματικούς καταλόγους του με Α.Χ.Κ. 703/2005, 429/2005 και 428/2004 και έχουν
βεβαιωθεί ταμειακώς το πρώτο εξ αυτών (ύψους 2.162,08 ευρώ, με αιτιολογία «τραπεζοκαθίσματα») εντός του έτους 2006 και τα δύο λοιπά εξ
αυτών (ύψους 1.808,21 ευρώ και 2.213,48 ευρώ αντίστοιχα, με αιτιολογία «τέλ[η] 2/οο) εντός του έτους
2009. Η ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα δυνάμει της υπ αρ. ./19.1.2011 έκθεσης επίδοσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή (...). Ακολούθως, εκδόθηκε από τον Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του
καθ ου Δήμου το υπ αρ. ./22.11.2011 πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού της ως άνω κατασχεθείσας ιδανικής μερίδας της ανακόπτουσας επί του προαναφερόμενου ισογείου καταστήματος, για χρέη της τελευταίας συνολικού ποσού 13.423,39 ευρώ πλέον
προσαυξήσεων και λοιπών εξόδων, τα οποία έχουν εγγραφεί, σύμφωνα με τον
προσαρτώμενο στο πρόγραμμα αυτό πίνακα χρεών, στους χρηματικούς καταλόγους του καθ ου Δήμου α) με Α.Χ.Κ. ./2006 (είδος χρέους: κοινόχρηστοι χώροι και ποσό: 2.162,08 ευρώ), β) με Α.Χ.Κ. ./2010 (είδος χρέους:
τέλη και ποσό 7.239,62 ευρώ), γ) με Α.Χ.Κ. ./2009 (είδος χρέους: τέλη διαμονής παρεπιδημούντων και ποσό 1.808,21 ευρώ) και δ) με Α.Χ.Κ.
./2009 (είδος χρέους: τέλη διαμονής παρεπιδημούντων
και ποσό 2.213,48 ευρώ). Στη συνέχεια, εκδόθηκε από τον Διευθυντή Οικονομικών
του καθ ου Δήμου δεύτερο (υπ αρ. ./10.6.2013) πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω κατασχεθείσας ιδανικής μερίδας της ανακόπτουσας επί ισογείου καταστήματος, για χρέη της τελευταίας συνολικού ποσού 21.309,16 ευρώ
πλέον προσαυξήσεων και λοιπών εξόδων, τα οποία έχουν εγγραφεί, σύμφωνα με τον
ενσωματωμένο στο πρόγραμμα αυτό πίνακα χρεών, στους χρηματικούς καταλόγους του καθ ου Δήμου α) με Α.Χ.Κ. ./06, προερχόμενα από τέλη κοινόχρηστων χώρων προ του 2006, ύψους
1.724,04 ευρώ, β) με Α.Χ.Κ. ./09, προερχόμενα από τέλη διαμονής παρεπιδημούντων και κέντρων διασκέδασης, ύψους 2.213,48
ευρώ, γ) με Α.Χ.Κ. ./11, προερχόμενα από τέλη κοινόχρηστων χώρων, ύψους
3.077,71 ευρώ, δ) με Α.Χ.Κ. ./11, προερχόμενα από τέλη κοινόχρηστων χώρων,
ύψους 7.239,62 ευρώ, ε) με Α.Χ.Κ. ./2011, προερχόμενα από τέλη κοινόχρηστων
χώρων, ύψους 5.246,10 ευρώ και στ) με Α.Χ.Κ. ./2009,
προερχόμενα από τέλη παρεπιδημούντων και κέντρων
διασκέδασης, ύψους 1.808,21 ευρώ. Αμφότερα τα ανωτέρω προγράμματα αναγκαστικού
πλειστηριασμού επιδόθηκαν προς την ανακόπτουσα
δυνάμει των υπ αρ. ./6.12.2011 και ./17.6.2013 εκθέσεων επιδόσεων των δικαστικών επιμελητριών του Πρωτοδικείου Πειραιά ... και ... αντίστοιχα. Τέλος, εκδόθηκε από τη Διευθύντρια
Οικονομικών του καθ ου Δήμου το ήδη προσβαλλόμενο, υπ αρ. ./8.2.2019 (τρίτο) πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού της ανωτέρω ιδανικής μερίδας της ανακόπτουσας επί του προπεριγραφόμενου καταστήματος, με το οποίο ορίστηκε ότι τούτη θα εκπλειστηριασθεί
ηλεκτρονικά στις 17.4.2019, ημέρα Τετάρτη και «από τις 4ης μέχρι τις 5ης η ώρα
της ίδιας ημέρας», μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, στη
διεύθυνση http://www.eauction.gr, ενώπιον της πιστοποιημένης υπαλλήλου ηλεκτρονικού πλειστηριασμού,
συμβολαιογράφου Αθηνών ... (οδός ., Αθήνα) ή, σε περίπτωση κωλύματός της,
ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή της. Σύμφωνα δε με τον
ενσωματωμένο στο πρόγραμμα αυτό πίνακα χρεών, ο επίδικος πλειστηριασμός
επισπεύδεται για χρέη της ανακόπτουσας προς τον καθ ου Δήμο, συνολικού ποσού 33.624,95 ευρώ,
πλέον προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων, τα οποία έχουν εγγραφεί στους
χρηματικούς καταλόγους του 1) με Α.Χ.Κ. ./2006, προερχόμενα από τέλη
κοινοχρήστων χώρων προ του 2006, ύψους 1.724,04 ευρώ, 2) με Α.Χ.Κ. ./2017,
προερχόμενα από έσοδα, ύψους 1.884,00 ευρώ, 3) με Α.Χ.Κ. ./2009, προερχόμενα
από τέλη διαμονής παρεπιδημούντων και κέντρων
διασκέδασης, ύψους 1.659,09 ευρώ, 4) με Α.Χ.Κ. 429/2005/2009, προερχόμενα από
τέλη διαμονής παρεπιδημούντων και κέντρων
διασκέδασης, ύψους 1.379,95 ευρώ, 5) με Α.Χ.Κ. ./2010, προερχόμενα από τέλη
κοινοχρήστων χώρων, ύψους 4.826,42 ευρώ, 6) με Α.Χ.Κ. ./2010, προερχόμενα από
τέλη ελεγχόμενης στάθμευσης, ύψους 100 ευρώ, 7) με Α.Χ.Κ. ./2011, προερχόμενα
από τέλη κοινόχρηστων χώρων, ύψους 2.051,81 ευρώ, 8) με Α.Χ.Κ. ./2011,
προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους 3.497,40 ευρώ, 9) με Α.Χ.Κ.
./2012, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους 2.238,34 ευρώ, 10) με
Α.Χ.Κ. ./2012, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους 466,32 ευρώ, 11)
με Α.Χ.Κ. ./2013, προερχόμενα από τέλη διαφημίσεων και λοιπά τέλη
επιτηδευματιών, ύψους 4.095,21 ευρώ, 12) με Α.Χ.Κ. ./2013, προερχόμενα από τέλη
διαφημίσεων και λοιπά τέλη επιτηδευματιών, ύψους 795,30 ευρώ, 13) με Α.Χ.Κ.
./2013, προερχόμενα από τέλη διαφημίσεων και λοιπά τέλη επιτηδευματιών, ύψους 548,79 ευρώ, 14) με
Α.Χ.Κ. ./2013, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους 261,14 ευρώ, 15)
με Α.Χ.Κ. ./2014, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους 1.010,78 ευρώ,
16) με Α.Χ.Κ. ./2014, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους 832,40
ευρώ, 17) με Α.Χ.Κ. ./2015, προερχόμενα από ανταποδοτικά τέλη, ύψους 952,81
ευρώ, 18) με Α.Χ.Κ. ./2015, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων, ύψους
1.367,51 ευρώ, 19) με Α.Χ.Κ. ./2016, προερχόμενα από τέλη κοινοχρήστων χώρων,
ύψους 1.189,14 ευρώ, 20) με Α.Χ.Κ.
./2017, προερχόμενα από έσοδα, ύψους 352,00 ευρώ, 21) με Α.Χ.Κ. ./2017,
προερχόμενα από έσοδα, ύψους 2.376,00 ευρώ και 22) με Α.Χ.Κ. ./2007,
προερχόμενα από τέλη ελεγχόμενης στάθμευσης, ύψους 34,50 ευρώ. Ακόμη, το ποσό
της πρώτης προσφοράς ορίστηκε στην εμπορική αξία της κατασχεθείσας ιδανικής
μερίδας της ανακόπτουσας επί του προπεριγραφόμενου
καταστήματος, η οποία ανέρχεται, σύμφωνα με την από 25.1.2019 έκθεση εκτίμησης
της προσληφθείσας από τον Δήμο πιστοποιημένης
εκτιμήτριας ..., σε 16.000 ευρώ. Ήδη, με την κρινόμενη ανακοπή, όπως αυτή
αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης υπόμνημα, η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση του ανωτέρω προγράμματος
αναγκαστικού πλειστηριασμού, προβάλλοντας τους λόγους που παρατίθενται στις
επόμενες σκέψεις. Από την πλευρά του, ο καθ ού Δήμος ζητεί, με την υπ αρ. ./19.3.2019 έκθεση των απόψεών του, την απόρριψη της ένδικης ανακοπής για τους λόγους που ομοίως αναφέρονται στις επόμενες σκέψεις. Μεταξύ, δε, άλλων, στην
ανωτέρω έκθεση απόψεων βεβαιώνεται ότι κατόπιν άσκησης από την ανακόπτουσα σχετικών (εκπρόθεσμων) προσφυγών, έχει επέλθει
διοικητική επίλυση των οικείων διαφορών ως εξής: α) για τα με Α.Χ.Κ. ./2009,
./2009, ./2013, ./2013 και ./2013 χρέη της, δυνάμει του υπ αρ. 72 πρακτικού της Θ΄ Επιτροπής του Δήμου, επικυρωθέντος με την υπ αρ. ./2017 Πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου, με αποτέλεσμα τη μείωση των επιβληθέντων προστίμων κατά 50%, καθώς και β) για τα με Α.Χ.Κ. ./2010, ./2011, ./2011, ./2012,
./2012, ./2013, ./2014, ./2015 και ./2016 χρέη της, δυνάμει του υπ αρ. . πρακτικού της Α΄ Επιτροπής του Δήμου, επικυρωθέντος με την υπ αρ. ./2017 Πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου, με αποτέλεσμα τη μείωση, ομοίως, των επιβληθέντων προστίμων κατά 50%. Ωστόσο, τα εν λόγω
χρέη παρέμειναν κατά τα αναγραφόμενα στην έκθεση απόψεων ανεξόφλητα.
11. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή και το επ αυτής υπόμνημα, προβάλλεται, καταρχάς, ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμού τυγχάνει αόριστο και ακυρωτέο, διότι δεν
περιλαμβάνει «αναλυτικό λογαριασμό» των χρεών της ανακόπτουσας
προς τον καθ ου Δήμο, αλλά παραπέμπει, απλώς, σε χρηματικούς καταλόγους, με αποτέλεσμα η τελευταία να μην μπορεί να αντικρούσει τις οφειλές της. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου
απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το ως άνω πρόγραμμα πλειστηριασμού, στο οποίο
ενσωματώνεται πίνακας των χρεών της ανακόπτουσας με
τα προσδιοριστικά αυτών στοιχεία (ήτοι αριθμοί χρηματικών καταλόγων, έτη στα
οποία ανάγονται και έτη ταμειακής βεβαίωσής τους, καθώς και προέλευση και ύψος
κάθε επιμέρους χρέους), φέρει όλα τα απαιτούμενα από τα άρθρα 19 και 41 του
Κ.Ε.Δ.Ε. στοιχεία, όπως βασίμως, εξάλλου, ισχυρίζεται και ο καθ ου Δήμος με την έκθεση απόψεών του.
12. Επειδή, περαιτέρω, η ανακόπτουσα
υποστηρίζει ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμού πρέπει να ακυρωθεί,
για τον λόγο ότι δεν της είχε κοινοποιηθεί ατομική ειδοποίηση για τα χρέη της
πριν από την επίδοση του ανωτέρω προγράμματος, με αποτέλεσμα η ίδια να στερηθεί
της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων πριν από την εκτέλεση ή ρύθμισης της
οφειλής της. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται
ότι από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε., ερμηνευόμενη
σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η μη περιέλευση
ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης
στον οφειλέτη καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη πράξη διοικητικής εκτέλεσης,
αφού έχει ως αποτέλεσμα να απολέσει ο τελευταίος
στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από την έκδοση της πράξης αυτής. Από την
πλευρά του, ο καθ ου Δήμος αντιτείνει, με την έκθεση απόψεών του, ότι για την εξόφληση των χρεών της ανακόπτουσας έχουν αποσταλεί οι προσκομιζόμενες ταμιακές προσκλήσεις, ενώ αναφορικά με τα τέλη ελεγχόμενης στάθμευσης επικαλείται τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας
(ν. 3542/2007 Α΄ 50), σύμφωνα με τις οποίες ως πρώτη ειδοποίηση για τις κλήσεις της παράνομης στάθμευσης λογίζεται η κλήση που τοποθετείται στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου, που εν συνεχεία βεβαιώνεται σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης
πληρωμής της - από τον αρμόδιο Ο.Τ.Α., οπότε αποστέλλεται σχετική ατομική
ειδοποίηση στην αναγραφόμενη στην άδεια κυκλοφορίας του οχήματος
διεύθυνση.
13. Επειδή, επί του ως άνω λόγου ανακοπής, το Δικαστήριο
λαμβάνει, καταρχάς, υπόψη, ως προς τις με Α.Χ.Κ. ./2010, ./2007, ./2017 και ./2017 (με στοιχεία
κατά
τη σειρά αναγραφής τους στο πίνακα του προσβαλλόμενου προγράμματος) οφειλές της
ανακόπτουσας, ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας
δεν προκύπτει πως ο Δήμος, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 898, 2483,
3038/2015, 5406/2014, 4070/2013), είχε κοινοποιήσει στην τελευταία σχετικές
ατομικές ειδοποιήσεις πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου προγράμματος
πλειστηριασμού, ούτε, εξάλλου, προκύπτει ότι οι εν λόγω ταμειακές βεβαιώσεις
είχαν εγκαίρως περιέλθει, έστω με άλλο πρόσφορο τρόπο, σε γνώση της οφειλέτιδας. ʼλλωστε, η ενδεχόμενη γνώση από την ανακόπτουσα των προερχόμενων από τέλη ελεγχόμενης στάθμευσης αρχικών οφειλών της (οι οποίες βεβαιώθηκαν ταμειακώς με Α.Χ.Κ. ./2010 και ./2007) λόγω της τοποθέτησης των
σχετικών κλήσεων στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου της
κατά τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, δεν αναιρεί την υποχρέωση
του καθ ου Δήμου για γνωστοποίηση των οικείων ταμειακών βεβαιώσεων με την αποστολή
ατομικών ειδοποιήσεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 29/2013), απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου
προβαλλόμενου με την έκθεση απόψεων
ισχυρισμού. Ακόμη, αναφορικά με τις με
Α.Χ.Κ. ./2017 και Α.Χ.Κ. ./2015 (με στοιχεία 2 και 17) οφειλές της ανακόπτουσας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι ο καθ ου Δήμος προσκομίζει, σχετικώς, μόνο τις υπ αρ. ./5.10.2017 και ./29.7.2015, αντίστοιχα, ταμιακές προσκλήσεις του Διευθυντή Οικονομικών του, οι οποίες δεν έχουν, όμως, κοινοποιηθεί νομίμως προς την ανακόπτουσα
σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., 5 του ν.
4174/2013 και 47 επ. του Κ.Δ.Δ., με αποτέλεσμα να μην
μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια ότι οι περιεχόμενες σ αυτές ταμειακές βεβαιώσεις είχαν πράγματι περιέλθει σε γνώση της οφειλέτιδας πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου
προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού. Και τούτο, διότι η πρώτη ταμιακή
πρόσκληση φέρει επ αυτής ενυπόγραφη σημείωση του δημοτικού υπαλλήλου ... περί θυροκόλλησής της στις 17.10.2017 και ώρα 11:05, παρουσία του μάρτυρα ...,
χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται από το δημοτικό όργανο ο τόπος όπου έγινε η
θυροκόλληση (ήτοι κατοικία ή χώρος εργασίας και η διεύθυνσή τους) και χωρίς
να βεβαιώνεται ότι στον τόπο αυτό είχαν
προηγουμένως αναζητηθεί και δεν είχαν ανευρεθεί αρχικώς η ανακόπτουσα
και ακολούθως τα αναφερόμενα, κατά περίπτωση, στα άρθρα 51 ή 52 του Κ.Δ.Δ.
πρόσωπα. Στη δεύτερη, δε, ταμιακή πρόσκληση αναφέρεται ότι στις 28 (άνευ μηνός
και έτους), ημέρα Δευτέρα και ώρα 10:30, ο υπογεγραμμένος δημοτικός υπάλληλος
... θυροκόλλησε την εν λόγω πρόσκληση στην οδό Πρόκνης αρ.
7 παρουσία του μάρτυρα ..., χωρίς, όμως, να προκύπτει με σαφήνεια, μεταξύ
άλλων, ο χρόνος της θυροκόλλησης και δίχως, ομοίως, να βεβαιώνεται ότι στον
τόπο όπου έγινε η θυροκόλληση είχαν προηγουμένως αναζητηθεί και δεν είχαν
ανευρεθεί αρχικώς η ανακόπτουσα και ακολούθως τα
αναφερόμενα, κατά περίπτωση, στα άρθρα 51 ή 52 του Κ.Δ.Δ. πρόσωπα. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει,
σύμφωνα με τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, ότι
μη νομίμως συμπεριλήφθηκαν στο προσβαλλόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμού οι
ανωτέρω οφειλές (με στοιχεία
), οι οποίες πρέπει, για τον ανωτέρω λόγο, να
διαγραφούν από αυτό. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι: α) με την
νομοτύπως επιδοθείσα στην ανακόπτουσα,
υπ αρ. 5599/2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή ..., η ανακόπτουσα πληροφορήθηκε για τα με Α.Χ.Κ. ./2009 και ./2009 χρέη της (με στοιχεία 3 και 4) μετά των προσδιοριστικών αυτών στοιχείων, β)
με το εκδοθέν στη συνέχεια, υπ αρ. ./22.11.2011, νομοτύπως επιδοθέν (πρώτο) πρόγραμμα πλειστηριασμού, η ανακόπτουσα πληροφορήθηκε εκ νέου για την ύπαρξη των προαναφερόμενων (με στοιχεία 2 και 3) χρεών της, καθώς επίσης της γνωστοποιήθηκε και η ύπαρξη της με
Α.Χ.Κ. ./2010 (με στοιχείο 5) οφειλής της μετά των ουσιωδών στοιχείων αυτής, γ)
με το ακολούθως εκδοθέν, υπ αρ. ./10.6.2013 νομοτύπως, ομοίως, επιδοθέν (δεύτερο) πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού, η ανακόπτουσα πληροφορήθηκε και πάλι για την ύπαρξη των
προαναφερόμενων (με στοιχεία 3, 4 και 5) χρεών της, ενώ της γνωστοποιήθηκαν,
επιπροσθέτως, και τα με Α.Χ.Κ. ./22011 και ./2011 (με στοιχεία 7 και 8) χρέη
της μετά των προσδιοριστικών αυτών στοιχείων, και δ) για τα με Α.Χ.Κ. ./2009,
./2009, ./2010, ./2013, ./2013, ./2013, ./2011, ./2011, ./2012, ./2012, ./2013,
././2014, ./2015 και ./2016 (με στοιχεία 3, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14,
15, 16, 18 και 19) χρέη της ανακόπτουσας, εντός του
έτους 2017 επιτεύχθηκε όπως δεν αμφισβητείται - διοικητική επίλυση των οικείων διαφορών (κατ άρθρο 32 του ν. 1080/1980 Α΄ 246), με την υπογραφή από την ανακόπτουσα πρακτικών συμβιβασμού των αρμόδιων Επιτροπών και την επικύρωσή τους, ακολούθως, από το Δημοτικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να
γνωρίζει έκτοτε, οπωσδήποτε, τα προσδιοριστικά στοιχεία των ήδη ταμειακώς
βεβαιωθέντων σχετικών χρεών της. Υπό τα δεδομένα αυτά, αποδεικνύεται, κατά στην κρίση του Δικαστηρίου, ότι η ανακόπτουσα τελούσε σε πλήρη γνώση των με Α.Χ.Κ. ./2009,
./2009, ./2010, ./2013, ./2013, ./2013
./2011, 1471/2011/2011, ./2012, ./2012, ./2013, ./2014, ./2014, ./2015 και
./2016 (με στοιχεία
) χρεών της πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου
προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού, και, ως εκ τούτου, δεν είχε
αποστερηθεί σταδίου δικονομικής προστασίας ούτε της δυνατότητας έγκαιρης
εξόφλησης των χρεών αυτών, ώστε να προσαπαιτείται, εν
προκειμένω, η αποστολή και σχετικών ατομικών ειδοποιήσεων πριν από την έκδοση
του προσβαλλόμενου τρίτου προγράμματος πλειστηριασμού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2267/2016 7μ., 904/2012), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων με την ανακοπή. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η ανακόπτουσα είχε εγκαίρως λάβει γνώση των με Α.Χ.Κ.
./2012, ./2013 και ./2016 (με στοιχεία
)
χρεών της μετά των προσδιοριστικών αυτών στοιχείων και δια της νόμιμης
κοινοποίησης προς αυτή από δημοτικό υπάλληλο, στις 28.5.2013, στις 11.1.2014
και στις 19.1.2017 αντίστοιχα, σχετικών
ταμιακών προσκλήσεων, οι οποίες είχαν παραληφθεί από τον
, υπεύθυνο του
καταστήματός της επί της οδού
στην Αθήνα [βλ. ειδικά ως προς την ιδιότητα του
παραλαβόντος Παναγιώτη Λώλου
ως υπεύθυνου του ανωτέρω καταστήματος, τη σχετική αναγραφή του ενεργούντος την επίδοση δημοτικού υπαλλήλου επί έτερης, ευρισκόμενης στον διοικητικό φάκελο (για το με
Α.Χ.Κ. ./2006 χρέος) ταμιακής πρόσκλησης πρβλ. Σ.τ.Ε. 986/2016 7μ.]. Τέλος, παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού της ανακοπής αναφορικά με το με Α.Χ.Κ.
./2006 (με στοιχείο 1) χρέος της ανακόπτουσας λόγω
παραγραφής του κατά τα εκτιθέμενα στην επόμενη σκέψη της παρούσας.
14. Επειδή, επιπλέον, η ανακόπτουσα
προβάλλει, με την ανακοπή και το επ αυτής υπόμνημα, ότι μη νομίμως επισπεύδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση για τις
βεβαιωθείσες μεταξύ των ετών 2006 - 2013 οφειλές της, καθόσον αυτές έχουν
υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 πενταετή
παραγραφή. Αντιθέτως, ο καθ ου Δήμος αρνείται, με την έκθεση απόψεών του, τον ανωτέρω ισχυρισμό,
επικαλούμενος αφενός τη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 περ. η) του ν. 2362/1995
περί εικοσαετούς παραγραφής [η οποία αφορά σε απόδοση παρακρατηθέντων
ή για λογαριασμό του Δημοσίου και κατ επέκταση των Ο.Τ.Α. -
εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων] και αφετέρου τις
διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ίδιου νόμου περί αναστολής και διακοπής,
αντίστοιχα, της παραγραφής. Επί του ως άνω λόγου ανακοπής και σύμφωνα με τα
γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στην όγδοη σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο
λαμβάνει, καταρχάς, υπόψη ότι οι εν λόγω απαιτήσεις του καθ ου Δήμου [με στοιχεία 1,
3, 4, 5, 7 14],
οι οποίες προέρχονται από τέλη κοινοχρήστων χώρων (του άρθρου 13 του από 24.9/20.10.1958 β.δ/τος Α΄ 171), από τέλη κέντρων διασκέδασης και εστιατορίων (του άρθρου 20 του ν.
2539/1997 Α΄ 244) και από τέλη διαφήμισης (των άρθρων 15 - 16 του από 24.9/20.10.1958 β.δ/τος), μετά των συμβεβαιούμενων με τα τέλη αυτά προστίμων, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή της παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 2362/1995. Εξάλλου, δεδομένου ότι τόσο η
εν ευρεία όσο και η εν στενή εννοία βεβαίωση των
επίμαχων τελών μετά των σχετικών προστίμων έχουν διενεργηθεί από υπηρεσίες του
ίδιου του Δήμου δίχως την παρεμβολή μεταξύ του τελευταίου και της υποκείμενης στην καταβολή τους ανακόπτουσας -
οποιουδήποτε τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου στη σχετική διαδικασία, δεν
συντρέχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της
επικαλούμενης από τον Δήμο διάταξης της περ. η) της παρ. 3 του άρθρου 86 του ν.
2362/1995 περί (αυξημένης) εικοσαετούς παραγραφής, η οποία έχει θεσπισθεί
- σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία
αιτιολογική έκθεση προς τον σκοπό της μη διαφυγής εσόδων του Δημοσίου και κατ επέκταση των Ο.Τ.Α., τα οποία ο εκάστοτε παρακρατών οφείλει να καταθέτει
αμέσως μετά την παρακράτηση. Περαιτέρω,
το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ως προς το με Α.Χ.Κ. ./2006 (με στοιχείο 1) χρέος
της ανακόπτουσας, ότι η πενταετής παραγραφή του, η
οποία άρχισε από τη λήξη του οικονομικού έτους βεβαίωσής του (2006), διακόπηκε
αρχικώς με τη σύνταξη της υπ αρ. ./18.1.2011 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και, ακολούθως, με τη διαδοχική έκδοση των υπ αρ. ./22.11.2011 και ./10.6.2013 προγραμμάτων αναγκαστικού πλειστηριασμού. Δοθέντος, όμως, ότι μεταξύ της έκδοσης του τελευταίου και του ήδη προσβαλλόμενου προγράμματος
αναγκαστικού πλειστηριασμού (στις 8.2.2019) διέρρευσε χρόνος μεγαλύτερος της
πενταετίας χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου διακοπτικού
της παραγραφής γεγονότος, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ως άνω χρέος έχει
παραγραφεί και μη νομίμως συμπεριλήφθηκε στο προσβαλλόμενο πρόγραμμα, κατά τα
βασίμως προβαλλόμενα από την ανακόπτουσα. Ωστόσο, η
πενταετής παραγραφή των με Α.Χ.Κ. ./2009 και ./2009 (με στοιχεία 3 και 4) χρεών
της ανακόπτουσας, η οποία εκκίνησε κατά τη λήξη του
οικονομικού έτους βεβαίωσής τους (2009), διακόπηκε αρχικώς με τη σύνταξη της
προαναφερθείσας έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης (στις 18.1.2011) και ακολούθως
με τη διαδοχική έκδοση των δύο προγραμμάτων αναγκαστικού πλειστηριασμού (στις
22.11.2011 και στις 10.6.2013 αντίστοιχα), ενώ στη συνέχεια η παραγραφή αυτή
διακόπηκε εκ νέου με την επίτευξη της διοικητικής επίλυσης των οικείων διαφορών
(δια συμβιβασμού) εντός του έτους 2017, καθόσον τούτη εμπεριείχε αναγνώριση -
κατά την έννοια του άρθρου 260 του Α.Κ. -
εκ μέρους της ανακόπτουσας των σχετικών
αξιώσεων του Δήμου κατ αυτής. Ειδικότερα, δια της υπογραφής των οικείων πρακτικών συμβιβασμού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 του ν. 1080/1980, η ανακόπτουσα κατ ουσίαν συνομολόγησε και αποδέχθηκε τις - ήδη βεβαιωθείσες ταμειακώς - οφειλές της (μειωθείσες πλέον κατά το 50% των
ποσών των προστίμων), με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πλέον πεδίο δικαστικής
αμφισβήτησής τους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 175/2019, 2267/2016
7μ.). Τούτο, δε, ενόψει και του ότι σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του ν.
1080/1980, η υποβολή από διοικούμενο αιτήματος για διοικητική επίλυση διαφοράς
που έχει ανακύψει μεταξύ αυτού και του Δήμου και η υπογραφή του οικείου
πρακτικού συμβιβασμού δεν είναι υποχρεωτική, αλλά ανήκει στην αποκλειστική
ευχέρεια του διοικουμένου, ο οποίος δύναται είτε να μην υποβάλει καθόλου τέτοιο
αίτημα και να αμφισβητήσει δικαστικά την οφειλή του, είτε να απόσχει, σε
περίπτωση διαφωνίας του με τη δημοτική αρχή, από την υπογραφή του πρακτικού με
συνέπεια τη ματαίωση, τελικώς, του συμβιβασμού.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι από την ως άνω διοικητική επίλυση των οικείων
διαφορών εντός του έτους 2017 μέχρι την έκδοση του επίμαχου προγράμματος
αναγκαστικού πλειστηριασμού (στις 8.2.2019) δεν είχε παρέλθει πενταετία, το
Δικαστήριο κρίνει ότι τα εν λόγω χρέη δεν έχουν παραγραφεί. Επίσης, η πενταετής
παραγραφή του με Α.Χ.Κ. ./2010 (με στοιχείο 5) χρέους της ανακόπτουσας,
η οποία εκκίνησε, ομοίως, από το τέλος του οικονομικού έτους βεβαίωσής του
(2010), διακόπηκε διαδοχικώς με τη σύνταξη των προαναφερόμενων προγραμμάτων
αναγκαστικού πλειστηριασμού στις 22.11.2011 και στις 10.6.2013 αντίστοιχα και
ακολούθως, με τη διοικητική επίλυση της διαφοράς εντός του έτους 2017 κατά τα προεκτιθέμενα, με συνέπεια να μην έχει παρέλθει, κατά τον
χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου προγράμματος (στις 8.2.2019), ο χρόνος
παραγραφής του. Ακόμη, η πενταετής παραγραφή των με Α.Χ.Κ. ./2011 και ./2011
(με στοιχεία
) οφειλών της ανακόπτουσας, η οποία
ξεκίνησε από το τέλος του οικονομικού έτους βεβαίωσής τους (2011) και διακόπηκε
αρχικώς με τη σύνταξη του δεύτερου προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού
στις 10.6.2013 και στη συνέχεια με τη διοικητική επίλυση των σχετικών διαφορών
εντός του έτους 2017, δεν είχε συμπληρωθεί κατά τον χρόνο έκδοσης του
προσβαλλόμενου προγράμματος πλειστηριασμού. Τέλος, αναφορικά με τις με Α.Χ.Κ.
./2012, ./2012, ./2013, ./2013, ./2013 και ./2013 (με στοιχεία
) οφειλές της ανακόπτουσας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι η πενταετής παραγραφή τους, η οποία ξεκίνησε από τη λήξη των οικονομικών ετών βεβαίωσής τους (2012 και 2013), διακόπηκε,
ομοίως, με τη διοικητική επίλυση των σχετικών διαφορών εντός του έτους 2017, με
αποτέλεσμα οι οφειλές αυτές να μην έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά τον χρόνο
έκδοσης του προσβαλλόμενου προγράμματος πλειστηριασμού. Ενόψει, λοιπόν, των
ανωτέρω, ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος ανακοπής περί παραγραφής είναι αβάσιμος
και απορριπτέος κατά το μέρος που αφορά τα με στοιχεία με στοιχεία
χρέη της ανακόπτουσας, ενώ πρέπει να γίνει δεκτός ως προς το με στοιχείο 1 χρέος αυτής, το οποίο και πρέπει να
αφαιρεθεί από το προσβαλλόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμού.
15. Επειδή, επιπροσθέτως, η ανακόπτουσα
ισχυρίζεται, με την ανακοπή και το επ αυτής υπόμνημα, ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού είναι ακυρωτέο, για τον λόγο ότι δι αυτού ορίζεται ως χρόνος του πλειστηριασμού η
4η 5η ώρα της 17ης.4.2009 «προ μεσημβρίας όπως υπονοείται», κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 959 παρ. 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ως ισχύει), οι οποίες προβλέπουν ότι οι ηλεκτρονικοί
πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή,
από τις 10.00 π.μ. έως τις 14.00 μ.μ. ή από τις 14.00 μ.μ. έως τις 18:00 μ.μ..
Ωστόσο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως
ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, ενόψει του ότι το Δικαστήριο πρόκειται να διατάξει
την τροποποίηση του προσβαλλόμενου προγράμματος πλειστηριασμού με συνακόλουθο
ορισμό νέας ημερομηνίας και ώρας διενέργειάς του κατόπιν επανάληψης των κατά
νόμο γνωστοποιήσεων και δημοσιεύσεων, κατά τα κατωτέρω ειδικώς
διαλαμβανόμενα.
16. Επειδή, τέλος, στις 20.3.2019 η ανακόπτουσα
προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου τα κατωτέρω έγγραφα: α) το εκδοθέν από τη ΙΖ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, στις 27.8.2017,
εκκαθαριστικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2017 της ίδιας, β) πράξη διοικητικού
προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της ίδιας, φορολογικού έτους 2017 (με βάση την
αρχική δήλωση), γ) πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της
ίδιας, φορολογικών ετών 2016 και 2015 (με βάση αντίστοιχες τροποποιητικές
δηλώσεις), και δ) το με ημερομηνία έκδοσης 26.2.2018 δελτίο ανεργίας της από
τον Ο.Α.Ε.Δ.. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι η προσκόμιση των προαναφερόμενων
εγγράφων από την ανακόπτουσα δεν συνάπτεται με την
προβολή, με το οικείο δικόγραφο, συγκεκριμένου λόγου ανακοπής, το Δικαστήριο
κρίνει ότι σε κάθε περίπτωση, η αποτυπούμενη στα
έγγραφα αυτά επαγγελματική και οικονομική κατάσταση της οφειλέτιδας
δεν ασκεί καμία επιρροή επί του κύρους του εκδοθέντος
σε βάρος της προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού (πρβλ.
Δ.Εφ.Αθ. 2074/2015).
17. Επειδή, κατ ακολουθία όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να τροποποιηθεί το προσβαλλόμενο, υπ αρ. ./8.2.2019 πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της Διευθύντριας Οικονομικών του καθ ου Δήμου ως
προς το συνολικό ποσό του χρέους, με τη διαγραφή από τον προσαρτώμενο σ αυτό πίνακα χρεών α) του με στοιχείο 1 κατά τη σειρά αναγραφής τους στον πίνακα - και με Α.Χ.Κ.
./2006 χρέους, ύψους 1.724,04 ευρώ, β) του με στοιχείο 2 και με Α.Χ.Κ.
./2017 χρέους, ύψους 1.884,00 ευρώ, γ) του με
στοιχείο 6 και με Α.Χ.Κ. ./2010 χρέους, ύψους 100 ευρώ, δ) του με στοιχείο 17
και με Α.Χ.Κ. ./2015 χρέους, ύψους 952,81 ευρώ, ε) του με στοιχείο 20 και με
Α.Χ.Κ. ./2017 χρέους, ύψους 352,00 ευρώ, στ) του με
στοιχείο 21 και με Α.Χ.Κ. ./2017 χρέους, ύψους 2.376 ευρώ και ζ) του με
στοιχείο 22 και με Α.Χ.Κ. ./2007 χρέους, ύψους 34,50 ευρώ. Τέλος, ενόψει της
μερικής νίκης και μερικής ήττας των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να
συμψηφισθούν μεταξύ αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 περ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την
ανακοπή.
Τροποποιεί το υπ αρ. ./8.2.2019 πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της Διευθύντριας Οικονομικών του καθ ου Δήμου ως προς το συνολικό ποσό του χρέους, διαγράφοντας από τον προσαρτώμενο σ αυτό πίνακα χρεών α) το με στοιχείο 1 κατά τη σειρά αναγραφής στον πίνακα - και με Α.Χ.Κ.
./2006 χρέος, ύψους 1.724,04 ευρώ, β) το με στοιχείο 2 και με Α.Χ.Κ.
./2017 χρέος, ύψους 1.884,00 ευρώ, γ) το με στοιχείο 6 και με Α.Χ.Κ.
./2010 χρέος, ύψους 100 ευρώ, δ) το με στοιχείο 17 και με Α.Χ.Κ. ./2015 χρέος, ύψους 952,81 ευρώ, ε)
το με στοιχείο 20 και με Α.Χ.Κ. ./2017 χρέος, ύψους 352,00 ευρώ, στ) το με στοιχείο 21 και με Α.Χ.Κ. ./2017 χρέος, ύψους
2.376 ευρώ και ζ) το με στοιχείο 22 και με Α.Χ.Κ. 927./2007 χρέος, ύψους 34,50
ευρώ, μετά των σχετικών προσαυξήσεων, και περιορίζοντας αντίστοιχα την προς
είσπραξη οφειλή.
Ορίζει νέα ημερομηνία
πλειστηριασμού την 10η Ιουλίου 2019 (ημέρα Τετάρτη) και ώρα 10:00 έως 14:00, με
ηλεκτρονικά μέσα.
Διατάσσει την επανάληψη των
κατά νόμο γνωστοποιήσεων και δημοσιεύσεων.
Συμψηφίζει τα δικαστικά
έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 12ης Απριλίου 2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ