ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ.Ολ 8/2019
Τεκμήριο αθωότητας - Δέσμευση πολιτικών
δικαστηρίων από αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις - Παραπομπή στην Πλήρη
Ολομέλεια του Αρείου Πάγου -.
Παραπομπή
στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου του ζητήματος αν παραβιάζεται το κατά το
άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο
οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο
ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, που
στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά που συγκροτούν το ποινικό
αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε (Αντίθετη μειοψηφία υπέρ της υποβολής
προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του ΕΔΔΑ).
Αριθμός 8/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Γεώργιο Λέκκα, Μαρία Χυτήρογλου και
Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου,
Ασπασία Μαγιάκου, Αλτάνα Κοκκοβού,
Μαρία Νικολακέα, Ιωάννη Φιοράκη,
Μαρία Τζανακάκη, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά,
Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου,
Βασιλική Ηλιοπούλου - - εισηγήτρια, Αναστασία Περιστεράκη,
Σοφία Τζουμερκιώτη, Μαρία Βασδέκη,
Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Κουβίδου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ζωή Κωστόγιαννη - Καλούση και Γεώργιο
Κόκκορη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών
της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 21 Μαρτίου 2019, με την παρουσία της Εισαγγελέως του
Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος
- καλούντος: Δ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον
πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μούζουλα, ο οποίος
ανακάλεσε την από 13/2/2019 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε
προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου
- καθού η κλήση: Α. Α. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπακωνσταντίνου, με δήλωση
κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ και κατέθεσε
προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
τις από 31-3-2008 και 9-12-2009 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου
και του ήδη αναιρεσείοντος, αντίστοιχα, που
κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 34/2017 του
Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 2-3-2017 αίτησή του, επί της οποίας
εκδόθηκε η 889/2018 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η
οποία παρέπεμψε το δεύτερο λόγο και κατά το πρώτο μέρος του, της ως άνω αίτησης
στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Μετά την απόφαση αυτή και την
από 17-12-2018 κλήση του αναιρεσείοντος, η προκείμενη
υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως
σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος,
αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε και προφορικά τους ισχυρισμούς
του, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του
στη δικαστική δαπάνη του. Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο,
πρότεινε να γίνει δεκτός ο λόγος της αναίρεσης ως κατ' ουσίαν
βάσιμος. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω
πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος αναφέρθηκε
σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει.
Κατά την 13η Iουνίου 2019, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό
προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απούσες οι Αρεοπαγίτες
Ασπασία Μαγιάκου και Μαρία Τζανακάκη,
οι οποίες είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών
πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την
υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση
με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία
για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 563 § 2 του ΚΠολΔ και 23 § 2 εδ. γ και δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν.
1756/1988), όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 § 1 του ν. 2331/1995,
προκύπτει ότι στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγοι υπάγονται: α) αιτήσεις
αναίρεσης υπέρ του νόμου, και β) αιτήσεις αναίρεσης, που παραπέμπονται σε αυτή
για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της Τακτικής
Ολομέλειας, η δε παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης,
αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας.
II. Στην προκείμενη
περίπτωση, με την 889/2018 απόφαση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου,
παραπέμφθηκε στην Α Τακτική Ολομέλεια αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
563 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠολΔ,
ο από το άρθρο 559 παρ.1 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος, κατά
το πρώτο μέρος του, της αίτησης για αναίρεση της 34/2017 απόφασης του Τριμελούς
Εφετείου Πατρών, επειδή η απόφαση επί του σχετικού θέματος λήφθηκε με διαφορά
μιας ψήφου. Ειδικότερα, παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα αν παραβιάζεται
το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, στην περίπτωση που ο
διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για
συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας,
που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά που συγκροτούν το
ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
IIΙ. Με τον παραπεμφθέντα στην παρούσα Ολομέλεια λόγο αναίρεσης,
τίθεται θέμα εξαιρετικής σημασίας, για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις
του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, οι αποφάσεις αυτές υιοθετούν τη σύμφωνη με τις
αποφάσεις του ΕΔΔΑ νομική σκέψη ότι παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, όταν το
Δικαστήριο, μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου, ερμηνεύει, για τις
ανάγκες της νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια
πραγματικά περιστατικά με εκείνα της νέας αυτής δίκης, κατά τρόπο που
δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή αυτού, αλλά τελικά άλλες
από αυτές τις αποφάσεις δέχονται ότι παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της
ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, διότι η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής
ευθύνης του αναιρεσείοντα δημιουργεί αμφιβολίες και
υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορούμενου, και την αποδυναμώνει και
ότι το Δικαστήριο έπρεπε να οδηγηθεί σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική
απόφαση (ΑΠ 322/2018, ΑΠ 1314/2018, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013) και άλλες το
αντίθετο και συγκεκριμένα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ποινική
αθωωτική απόφαση, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της, ούτε να
αποφανθεί, με οποιονδήποτε τρόπο , άμεσο ή έμμεσο, για την ποινική ενοχή του
(ΑΠ 1747/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 215/2013, ΑΠ 1364/2011 και ΑΠ
1422/2017 με διαφοροποιημένο σκεπτικό).
Κατόπιν τούτου, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη (των μελών της σύνθεσης: του Προέδρου,
Βασιλείου Πέππα, του Αντιπροέδρου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, και των Αρεοπαγιτών, Αλτάνας Κοκκοβού, Μαρίας Νικολακέα,
Γεωργίου Αποστολάκη, Αρετής Παπαδιά, Αντιγόνης Καραΐσκου-Παλόγου, Αναστασίας Περιστεράκη,
Σοφίας Τζουμερκιώτη, Ζαμπέτας Στράτα, Μαρίας Κουβίδου, Όλγας Σχετάκη-Μπονάνου,Γεωργίου Κόκκορη),
πρέπει ο λόγος αυτός να παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το
αναφερόμενο ανωτέρω άρθρο 23 εδ. γ' και δ' του Κώδικα
Οργανισμού Δικαστηρίων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Αντίθετα, κατά την άποψη
της μειοψηφίας (των μελών της σύνθεσης: των Αντιπροέδρων Γεωργίου Λέκκα και
Μαρίας Χυτήρογλου και των Αρεοπαγιτών Ιωάννη Φιοράκη,
Βασιλικής Ηλιοπούλου, Μαρίας Βασδέκη και Ζωής Κωστόγιαννη), έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Παρά τη γραμματική
διατύπωση του άρθρου 6παρ. 2 της κυρωθείσας με το ν.53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει ότι "παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι
τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του",
το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στις
περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου αλλά
εκτείνεται εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης και σε μεταγενέστερες
της αμετάκλητης αθώωσης του κατηγορουμένου συναφείς μη ποινικές διαδικασίες
(αστικές, διοικητικές, πειθαρχικές). Η επεκτατική αυτή εφαρμογή του τεκμηρίου
αθωότητας είναι αποτέλεσμα της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 6παρ. 2 του
ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ, σύμφωνα με τη νομολογία του οποίου η απόφαση του δικαστηρίου
(διοικητικού, πολιτικού) που έπεται της αθωωτικής απόφασης ποινικού
δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της
αμετακλήτως περαιωθείσας οικείας ποινικής
διαδικασίας, έστω και αν η αθώωση εχώρησε λόγω
αμφιβολιών (βλ. για διοικητικές δίκες ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04, Σταυρόπουλος
κατά Ελλάδας, σκ. 37, ΕΔΔΑ 30.4.2015, Καπετάνιος κλπ κατά Ελλάδας, σκ. 83, 85,
88. κτλ. και για αστικές δίκες ΕΔΔΑ 11-2-2013 Υ. κ. Νορβηγίας ΕΔΔΑ 19-5-2005,
απόφαση Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ (Ολομέλεια) της 12-7-2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου κτλ). Υπό αυτό το πρίσμα, της
διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας, το άρθρο 6 παρ. 2 της
ΕΣΔΑ, αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τις
κατηγορίες από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε η κατ' αυτών ποινική δίωξη, έτσι
ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές και εξουσίες ή άλλα όργανα
σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για τις πράξεις, για τις οποίες είχαν
κατηγορηθεί. Έτσι, παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, όταν το Δικαστήριο, μετά
την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου, ερμηνεύει, για τις ανάγκες της νέας
δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά
περιστατικά με εκείνα της νέας αυτής δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί έστω και
έμμεσα αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή αυτού. Μολονότι είναι πάγια
η νομολογία του ΕΔΔΑ, σχετικά με την προαναφερόμενη ερμηνεία του άρθρου 6 παρ.
2 της ΕΣΔΑ, που αποτελεί διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος, διατυπώθηκαν στην
Ολομέλεια, ορισμένες αμφισβητήσεις για το χαρακτήρα της δέσμευσης των αστικών
δικαστηρίων (στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας) να μην θέτουν εν αμφιβόλω την
αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο θέμα και να
οδηγούνται σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική απόφαση, Επίσης, αμφισβητήθηκε
το πραγματικό νόημα της παραδοχής του ΕΔΔΑ, ότι αυτό δεν καλείται να εξετάσει
σε ποιό βαθμό δεσμεύονται τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται των συναφών
υποθέσεων που έπονται της αθώωσης του κατηγορουμένου (ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04,
Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας σκ. 37), μολονότι το ΕΔΔΑ δεν εμποδίσθηκε από την
παραδοχή του αυτή στη συνέχεια, στην ίδια υπόθεση, να κρίνει ότι έχει
παραβιασθεί το τεκμήριο αθωότητας, διότι τέθηκε εν αμφιβόλω η αθωωτική απόφαση
και η αιτιολογία του εθνικού Δικαστηρίου είναι ασύμβατη προς την τήρηση του
τεκμηρίου αθωότητας.
Ενόψει αυτών, εφόσον
εγείρονται οι ανωτέρω αντιρρήσεις, κρίνεται σκόπιμο, κατά την άποψη της
μειοψηφίας, ως πιο αποτελεσματικό, να τεθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΕΔΔΑ,
σχετικά με το χαρακτήρα της δέσμευσης των αστικών Δικαστηρίων από αμετάκλητες
αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας και τη σχέση
της δέσμευσης αυτής με τις διατάξεις περί δεδικασμένου, προκειμένου να αποφευχθούν
παρερμηνείες του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και κρίσεις αντίθετες προς αυτό και
τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που οδηγούν σε καταδίκες της Ελλάδας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην πλήρη
Ολομέλεια τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αναιρετικό λόγο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην
Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου 2019.