ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ.Ολ 2/2020
Υπάλληλοι ΥΠΕΞ - Επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής
- Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -.
Η με αριθ.
2001800/185/0022/1993 ΚΥΑ που προσαύξησε το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής κατά τα
εκεί αναγραφόμενα ποσοστά για κάθε παιδί μόνο για τους μόνιμους υπάλληλους του
Υπουργείου Εξωτερικών δεν αντίκειται προς τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του
Συντ. για την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου. Η με αριθ. ΣΤ 1/Μ/Φ/083 - 13/ΑΣ/2900/1993
ΚΥΑ, που αύξησε το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής κατά το εκεί αναγραφόμενο
ποσοστό μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους των εκεί αναφερομένων κλάδων, που
αποσπώνται σε αρχές του εξωτερικού προς αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης, δεν
βρίσκεται μέσα στα όρια της κατά το άρθρο 131 παρ. 10 και 11 του τότε ισχύοντος
Ν. 419/1976 νομοθετικής εξουσιοδότησης. Οι εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του
άρθρου 131 παρ. 11 του Ν. 419/1976 ΚΥΑ, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα
αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και το
διαγραφόμενο από τις σχετικές εξουσιοδοτικές ρυθμίσεις πλαίσιο, δεν είναι
δυνατόν να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από
τις εν λόγω διατάξεις, όπως είναι η διάκριση των υπαλλήλων σε μονίμους που
συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε συμβασιούχους
υπηρετούντες με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, και να αυξάνουν
το επίδομα μόνο στους πρώτους αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους.
Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 2/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α'
Τακτικής Ολομέλειας: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Πηνελόπη Ζωντανού, Δήμητρα Κοκοτίνη και Αβροκόμη Θούα,
Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία
Νικολακέα, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Ναυσικά
Φράγκου, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγήτη,
Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Ευφροσύνη Καλογεράτου -
Ευαγγέλου, Γεώργιο Δημάκη, Μαρία Βασδέκη, Γεώργιο Χριστοδούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου,
Κωνσταντίνο Παναρίτη, Ζωή Κωστόγιαννη
- Καλούση, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου,
Βασίλειο Μαχαίρα, Ουρανία Παπαδάκη, Μαρία Μουλιανιτάκη,
Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση,
Μαριάνθη Παγουτέλη, Μυρσίνη Παπαχίου
και Αναστασία Μουζάκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της
σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό
του, στις 28 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Δημητρίου Δασούλα, (κωλυομένου του Εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Α. Ζ.
του Κ., πρώην υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, σε σύμβαση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, υπηρετούσης στην Ελληνική Πρεσβεία
Βαρσοβίας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Σκορδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου
- καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα
εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην
και
εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιές του Στυλιανή
Χαριτάκη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και Γεωργία Παπαδάκη, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από
22-12-1998 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές
Πρωτοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 261/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και
8650/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η
αναιρεσείουσα με την από 20-2-2004 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η
1443/2005 απόφαση του Β 1' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία
παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο
(α' σκέλος) λόγους της με αρ. κατάθ. ./2004 αιτήσεως
της Α. Ζ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της 8650/2001 αποφάσεως του
Εφετείου Αθηνών. Με την από 8/3/2019 κλήσης της καλούσας η υπόθεση φέρεται προς
συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης
αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως
σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιες του αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο,
ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται
και στις προτάσεις τους και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη
της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από
τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν οι παραπεμφθέντες
λόγοι στην Τακτική Ολομέλεια με την υπ' αρ. 1443/2005 απόφαση του Β1' Πολιτικού
Τμήματος του Αρείου Πάγου και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά
έξοδα του αναιρεσιβλήτου. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος
έδωσε εκ νέου το λόγο στις πληρεξούσιες του αναιρεσιβλήτου,
οι οποίες αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 27η Φεβρουαρίου 2020, ημέρα
που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω
υπόθεση, ήταν απούσα η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Δήμητρα Κοκοτίνη και οι
Αρεοπαγίτες Μαρία Νικολακέα, Ευφροσύνη Καλογεράτου -
Ευαγγέλου και Γεώργιος Δημάκης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά
ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των
συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988,
όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο
είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 8 Μαρτίου 2017 κλήση της
αναιρεσείουσας νομίμως φέρονται ενώπιον της Α' Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου
Πάγου οι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος και τρίτος
κατά το πρώτο μέρος λόγοι της από 20.2.2004 και με αριθ. κατάθ.
238/2004 αίτησης αναίρεσης, με την οποία διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας
κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 8650/27.11.2001
απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι παραπέμφθηκαν στην
Τακτική Ολομέλεια με την υπ' αριθ. 1443/30.9.2005 απόφαση του Β1' Πολιτικού
Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ' εφαρμογή των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β εδ. γ του ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ.
α του Ν.1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών", όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3
παρ. 6 του Ν. 2479/1997, διότι με τους λόγους αυτούς τέθηκαν τα ακόλουθα
ζητήματα: α) εάν η με αριθ. 2001800/185/0022/1993 Κοινή Υπουργική Απόφαση των
Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ Β 153), που
προσαύξησε το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής κατά τα εκεί αναγραφόμενα ποσοστά για
κάθε παιδί μόνο για τους μόνιμους υπάλληλους του Υπουργείου Εξωτερικών
αντίκειται προς τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος για την ισότητα
των Ελλήνων ενώπιον του νόμου και β) εάν η με αριθ. ΣΤ 1/Μ/Φ/083 -
13/ΑΣ/2900/1993 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης,
Εξωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ Β 730), που αύξησε το επίδομα υπηρεσίας
αλλοδαπής κατά το εκεί αναγραφόμενο ποσοστό μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους
των εκεί αναφερομένων κλάδων, που αποσπώνται σε αρχές του εξωτερικού προς
αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης, βρίσκεται μέσα στα όρια της κατά το άρθρο
131 παρ.10 και 11 του τότε ισχύοντος Ν. 419/1976 "Περί Οργανισμού του
Υπουργείου Εξωτερικών" νομοθετικής εξουσιοδότησης και, σε καταφατική
περίπτωση, εάν η γενομένη σε βάρος των υπαλλήλων που υπηρετούν στην αλλοδαπή με
μετάθεση ή με άλλο νόμιμο τρόπο αντίκειται προς τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1
του Συντάγματος για την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου και κατά συνέπεια
τέθηκε το ζήτημα, εάν συντρέχει περίπτωση άρνησης εφαρμογής των γενομένων με τις
πιο πάνω Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις διακρίσεων, ως αντισυνταγματικών. Κατά το
άρθρο 131 παρ.1 του Ν. 419/1976 "Περί Οργανισμού του Υπουργείου
Εξωτερικών" (ΦΕΚ Α 221) που ίσχυσε μέχρι τις 24 Μαρτίου 1998, οπότε
αντικαταστάθηκε από το Ν 2594/1998 "Κώδικας περί Οργανισμού του Υπουργείου
Εξωτερικών" (ΦΕΚ Α 62), ως αποδοχές όλων των υπαλλήλων του Υπουργείου
νοούνται ο βασικός μισθός με όλα τα επιδόματα και τις προσαυξήσεις που χορηγούν
οι κείμενες διατάξεις. Κατά την παρ. 10 του ίδιου άρθρου παρασχέθηκε στους υπαλλήλους
που υπηρετούν στο εξωτερικό, για την αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και
των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής
(Ε.Υ.Α.) σε συνάλλαγμα, πλέον των προβλεπόμενων στην παρ.1 αποδοχών, ανάλογα με
τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου όπου
υπηρετεί ο υπάλληλος, ειδικότερα δε για τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου
και τους εμπειρογνώμονες του ΥΠΕΞ, ανάλογα με τις συνθήκες στέγασης που
επικρατούν στη χώρα όπου υπηρετούν. Τέλος κατά την παρ. 11 του ίδιου άρθρου, το
ως άνω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους που έχουν πρεσβευτικό
βαθμό, με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης των Υπουργών
Εξωτερικών και Οικονομικών, για όλους δε τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής
υπηρεσίας με την ίδια Πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος που καθορίστηκε για
τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Στην Πράξη αυτή μπορεί να ορίζεται ότι το
επίδομα αυτό καταβάλλεται και αναδρομικά. Του εν λόγω επιδόματος υπηρεσίας
αλλοδαπής δικαιούνται, κατά το άρθρο 68 παρ. 4 του άνω Ν. 419/1976, και οι
ιδιαίτεροι γραμματείς και μεταφραστές της εξωτερικής υπηρεσίας που
προσλαμβάνονται επιτοπίως με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατ'
εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 68 που προβλέπει την πλήρωση θέσεων ιδιαιτέρων
γραμματέων και μεταφραστών σε Αρχές της Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου των
Εξωτερικών, με συμβάσεις πρόσληψης, που καταρτίζονται μεταξύ αυτών και του
Προϊσταμένου της Αρχής, στην οποία προσλαμβάνονται. Επακολούθησε η διάταξη της
παρ. 2 του άρθρου 25 του 1884/1990 (ΦΕΚ Α 8`), με την οποία ορίσθηκε ότι εφεξής
η αύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής θα πραγματοποιείται με κανονιστικές
αποφάσεις που προβλέπονται από την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 1256/1982 και
την παρ. 8 του άρθρου 3 του Ν. 1288/1982. Εξάλλου, κατά το άρθρο 132 του Ν.
419/76, οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών
δικαιούνται δωρεάν οίκησης σε βάρος του δημοσίου, ενώ σε εξαιρετικές
περιπτώσεις είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του δημοσίου οίκημα για τη
στέγαση των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, οπότε στην περίπτωση
αυτή θα εκπίπτεται το 1/3 του καταβαλλομένου στους υπαλλήλους αυτούς επιδόματος
υπηρεσίας αλλοδαπής. Στη συνέχεια με την με αριθ. Φ 083 - 58/11.3.1988 Κοινή
Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και
Οικονομικών (ΦΕΚ 177 Β/31.3.1988), που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.1
του Ν. 1256/1982 και 3 παρ. 8 του Ν.1288/1982 και ίσχυσε αναδρομικά από
1.1.1988 κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1884/1990, καθορίστηκε το παραπάνω
επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και εμμίσθων προξενικών αρχών
[για την Πολωνία σε 3.300 δολάρια ΗΠΑ κατά μήνα, ποσό που μεταγενέστερα
αυξήθηκε με μεταγενέστερες Κ.Υ.Α.], ως και τα ποσοστά επί του επιδόματος αυτού
που λαμβάνουν όλοι οι εξομοιούμενοι σε βαθμό υπάλληλοι άλλων κατηγοριών και
ειδικοτήτων. Με την παρ. Γ' της παραπάνω ΚΥΑ ορίσθηκε ότι στους υπαλλήλους του
διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία, το ποσοστό του επιδόματος
υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά 10% κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις.
Εξάλλου με τις παρ. Ε' και ΣΤ' της παραπάνω Κοινής Υπουργικής Απόφασης ορίσθηκε
ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του
Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6%
στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του
Ν. 1505/84 (παρ. Ε') και ότι το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του επί συμβάσει εν γένει προσωπικού μπορεί να μειώνεται με απόφαση
του Υπουργείου των Εξωτερικών, εφόσον συντρέχουν ειδικά γι` αυτό λόγοι (παρ.
ΣΤ'). Ακολούθως, με τη με αριθ. ΣΤ1/Μ/Φ083-13 ΑΣ 2900/5.4.1993 Κοινή Υπουργική
Απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εξωτερικών και Οικονομικών
(ΦΕΚ Β 730) ορίσθηκε ότι αυξάνεται από 1.7.1993 το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής
των μόνιμων υπαλλήλων του Διοικητικού κλάδου Γενικών Καθηκόντων, του κλάδου
Τεχνικών Επικοινωνιών, του κλάδου Διοικητικών Γραμματέων και του κλάδου
Βοηθητικού Προσωπικού που αποσπώνται σε αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν
μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132
παρ. 2 του Ν. 419/1976 σε ποσοστό 10% επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής
του Πρέσβεως, προς αντιμετώπιση δαπανών στέγασης
αυτών. Με τη με αριθ. 2001800/185/0022/17.3.1993 Κοινή Υπουργική Απόφαση των
Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ Β 153)
τροποποιήθηκε η παραπάνω παρ. Ε' της ως άνω με αριθ. Φ 083-58/1988 Κοινής
Υπουργικής Απόφασης και ορίσθηκε ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των
κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής
αυξάνεται από 1.1.1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί
ηλικίας μέχρι 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και
κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών ή 24 ετών εφόσον
αποδεδειγμένα φοιτούν σε Ανώτερα ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο άρθρο 11 του Ν. 1505/1984. Από τον συνδυασμό των παραπάνω
διατάξεων προκύπτει ότι τα προβλεπόμενα στις παραπάνω Κοινές Υπουργικές
Αποφάσεις ποσοστά αύξησης για δαπάνες στέγασης και οικογενειακά βάρη (τέκνα)
δεν αποτελούν ξεχωριστά επιδόματα, αλλά προσαυξήσεις του επιδόματος υπηρεσίας
αλλοδαπής, το οποίο κατά νόμο (άρθ. 68 παρ. 4 και 69 παρ.1 του Ν. 419/1976)
καταβάλλεται και στο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλληλικό
και βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, που
προσλαμβάνεται επιτοπίως, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι κείμενες
διατάξεις προβλέπουν την καταβολή του. Οι εκδιδόμενες κατ` εξουσιοδότηση του
άρθρου 131 παρ. 11 του Ν. 419/1976 [σε συνδυασμό προς το άρθρο 25 παρ.2 του Ν.
1884/1990] Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα
αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και το
διαγραφόμενο στις οικείες εξουσιοδοτικές διατάξεις πλαίσιο δεν είναι δυνατόν να
διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους
εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η διάκριση των υπαλλήλων σε μονίμους που
συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε συμβασιούχους
υπηρετούντες με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, και να αυξάνουν
το επίδομα μόνο στους πρώτους αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους. Επομένως,
οι αποφάσεις που στηρίζονται αποκλειστικά στην παραπάνω διάκριση και αυξάνουν
το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μονίμων υπαλλήλων βρίσκονται έξω από τα
όρια της νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 παρ. 2 του Συντάγματος) και κατά
το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους με σχέση εξαρτημένης
εργασίας ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Τοιαύτη περίπτωση συντρέχει με την
εν λόγω ρύθμιση της παρ. Ε' της ως άνω με αριθ. Φ 083-58/1988 Κοινής Υπουργικής
Απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών,
όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την με αριθ. 2001800/185/0022/17.3.1993
όμοια Κοινή Υπουργική Απόφαση, αφού αυτή προβλέπει υπό τις εκεί προϋποθέσεις
προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω οικογενειακών βαρών (τέκνων)
μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου
των Εξωτερικών, που υπηρετούν σε Αρχές του Εξωτερικού (πρεσβείες, προξενεία
κλπ), αποκλείοντας έτσι τους υπηρετούντες υπαλλήλους με σχέση εξαρτημένης
εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Αντιθέτως η με αριθ. ΣΤ1/Μ/Φ 083-13 ΑΣ
2900/5.4.1993 Κοινή Υπουργική Απόφαση που προβλέπει προσαύξηση του επιδόματος
υπηρεσίας αλλοδαπής για την αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, δεν αυξάνει το
ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για όλους τους μονίμους υπαλλήλους
που υπηρετούν σε Αρχές του Εξωτερικό, για τους οποίους δεν μισθώνεται με έξοδα
του Δημοσίου κατοικία, αλλά μόνο για τους μονίμους υπαλλήλους που αποσπώνται σε
Αρχή του Εξωτερικού. Επομένως, ανεξάρτητα από το αν η ρύθμιση αυτή καλύπτεται
από τις διατάξεις για την απόσπαση ή είναι στο σύνολό της εκτός των ορίων της
νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 131 παρ. 11 του Ν. 419/1976, που δεν
παρέχει δυνατότητα τροποποίησης της αντίθετης διάταξης του άρθρου 132 παρ. 2 του
νόμου αυτού, θέμα ανίσχυρου της εν λόγω ρύθμισης δεν μπορεί να τεθεί για τους
υπαλλήλους με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου που δεν αποσπάσθηκαν
σε Αρχή του εξωτερικού, αλλά προσελήφθησαν επιτοπίως από τον προϊστάμενο της
Αρχής όπου υπηρετούν, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 του Ν. 419/1976. Εξ άλλου,
ο περιορισμός της χορήγησης της κατά ποσοστό 10% ως άνω αύξησης του επιδόματος
υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω στέγασης, μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους του
Υπουργείου Εξωτερικών που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν
μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, ρύθμιση στην οποία προέβη η εν λόγω με
αριθ. ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ.2900/5.4.1993 κοινή υπουργική απόφαση, δεν αντιβαίνει
στην αρχή της ισότητας (άρθ. 4 παρ.1 του Συντάγματος), εφόσον δικαιολογείται
λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι
που τελούν σε απόσπαση σε σχέση με άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι μετατέθηκαν ή
προσλήφθηκαν και υπηρετούν στο εξωτερικό με άλλου είδους (πλην απόσπασης)
υπηρεσιακή σχέση. Και τούτο διότι η απόσπαση του υπαλλήλου στο εξωτερικό
γίνεται για την εξυπηρέτηση ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης και για βραχύ χρονικό
διάστημα τριών έως έξι το πολύ μηνών (άρθρ. 107 του Ν. 419/1979), με αποτέλεσμα
ο υπάλληλος αυτός να αντιμετωπίζει αναγκαίως άμεσες και αυξημένες δαπάνες
στέγασης σε σχέση με τον υπηρετούντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην
αλλοδαπή, κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή με οποιοδήποτε άλλο, πλην απόσπασης,
νόμιμο τρόπο, ο οποίος έχει εξαρχής ρυθμίσει τις δαπάνες του για στέγαση στα
πλαίσια του χορηγούμενου επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Οι αυξημένες δε αυτές
δαπάνες για στέγαση του αποσπώμενου υπαλλήλου δικαιολογούν την, κατά 10%,
επαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του αποσπασμένου υπαλλήλου και τη
διαφοροποίησή του από τους, κατ` άλλο τρόπο, υπηρετούντες στο εξωτερικό
συναδέλφους του, οι οποίοι δεν δικαιούνται της επαύξησης αυτής, την οποία η
κοινή υπουργική απόφαση ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ/2900/93 χορήγησε μόνο στους
υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχές του εξωτερικού
και όχι στους εκεί υπηρετούντες κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή άλλο παρόμοιο
νόμιμο τρόπο (ΑΕΔ 14/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από
22 Δεκεμβρίου 1998 αγωγή, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι
προσλήφθηκε από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στις
23.12.1992 με έγγραφη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που
καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και του Πρέσβη της Ελλάδας στην Πολωνία κατά το άρθρο
68 του Ν. 419/1976, προκειμένου ν' απασχοληθεί ως ιδιαίτερη γραμματέας στην
Ελληνική Πρεσβεία της Βαρσοβίας στην Πολωνία, όπου έκτοτε υπηρετεί. Ότι είναι
μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, που γεννήθηκε στις 10.10.1984 από το γάμο της, ο
οποίος λύθηκε το έτος 1996 με συναινετικό διαζύγιο, και του οποίου έχει τη
γονική μέριμνα. Ότι αυτή λάμβανε μεν από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο
Ελληνικό Δημόσιο το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, πλην όμως το τελευταίο δεν της
κατέβαλλε επί πλέον τις προσαυξήσεις λόγω τέκνου και δαπανών στέγασης, με τον
ισχυρισμό ότι αυτές προβλέπονται μόνο για το μόνιμο προσωπικό που υπηρετεί σε
Αρχές του Εξωτερικού. Με βάση τα παραπάνω, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να
της καταβάλει τα αναγραφόμενα στην αγωγή επί μέρους ποσά που αντιστοιχούν στις
προσαυξήσεις επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω οικογενειακών βαρών
(προσαύξηση λόγω τέκνου) και λόγω δαπανών στέγασης, για το χρονικό διάστημα από
1.1.1993 έως 31.12.1998 με βάση (μεταξύ άλλων) τις περί τούτου διατάξεις του
νόμου [άρθ. 131 παρ. 10 και 11 του Ν. 419/1976 (που ίσχυσε μέχρι 23.3.1998) και
135 του Ν. 2594/1998 (που ίσχυσε από 24.3.1998) σε συνδυασμό με τις κατά
καιρούς εκδοθείσες Κ.Υ.Α.], αλλά και με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε, όπως και
το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι η αγωγή ήταν μη νόμιμη για το χρονικό διάστημα
από 1.1.1993 έως 23.3.1998, οπότε ίσχυε ο Ν. 419/1976, με το ειδικότερο
σκεπτικό ότι με τις προαναφερθείσες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, που εκδόθηκαν
υπό την ισχύ του νόμου αυτού και κατ' εξουσιοδότηση των παρ. 10 και 11 του
άρθρου 131 του νόμου αυτού, οι ως άνω προσαυξήσεις χορηγήθηκαν μόνο στους
μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου των Εξωτερικών, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή
ν' αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας, καθότι η κατηγορία των μόνιμων υπαλλήλων
με σχέση δημοσίου δικαίου είναι διαφορετική εκείνης των υπαλλήλων με σχέση
εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, όπως η εκκαλούσα - ενάγουσα, ενόψει των
διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελεί καθεμία από τις κατηγορίες αυτές και
του διαφορετικού νομικού καθεστώτος που διέπει την πρόσληψη, την αμοιβή, την
υπηρεσιακή εξέλιξη, τη μονιμότητα ή μη, την κοινωνική ασφάλιση και τη λήξη της
υπηρεσιακής σχέσης και, συνεπώς, δικαιολογεί την διαφορετική μεταχείριση από το
νομοθέτη ή τον εργοδότη των μισθωτών αυτών, όσον αφορά την αμοιβή τους και
ειδικότερα την υπέρ του μόνιμου προσωπικού ως άνω μισθολογική παρέκκλιση. Στη
συνέχεια απέρριψε ως αβάσιμους κατά το μέρος αυτό τους περί του αντιθέτου
λόγους της από 26.6.2000 έφεσης της ενάγουσας - εκκαλούσας και ήδη
αναιρεσείουσας, ενώ κατά μερική παραδοχή της έφεσης αυτής εξαφάνισε την
αντιθέτως αποφανθείσα οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και,
κρατώντας την υπόθεση, δέχθηκε ως κατ' ουσία βάσιμη στο σύνολό της την από
22.12.1998 αγωγή κατά το μέρος που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 24.3.1998
έως 31.12.1998, οπότε ίσχυε ο νέος Ν. 2594/1998.
Με την κρίση του αυτή το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος που με επικύρωση της ομοίως
αποφανθείσας απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι η αγωγή ήταν
νομικά αβάσιμη κατά το κεφάλαιο επιδίκασης της προσαύξησης λόγω δαπανών
στέγασης, που προβλέφθηκε από την με αριθ. ΣΤ1/Μ/Φ.083 - 13/ΑΣ.2900/5.4.1993
Κοινή Υπουργική Απόφαση, αν και με διαφορετική αιτιολογία, ορθώς κατ' αποτέλεσμα
έκρινε, εφόσον κατά τα ήδη προεκτεθέντα, με την εν
λόγω απόφαση αυτή περιορίζεται η καταβολή της προσαύξησης αυτής μόνο σε
(μόνιμους) υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχές του
εξωτερικού και όχι στους εκεί υπηρετούντες κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή άλλο
παρόμοιο νόμιμο τρόπο, η δε διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται λόγω των συνθηκών
που επιφέρει η απόσπαση στον υπάλληλο, με συνέπεια να μην συντρέχει περίπτωση
παραβίασης της αρχής της ισότητας. Επομένως, οι κατά το κεφάλαιο αυτό περί του
αντιθέτου παραπεμφθέντες στην Τακτική Ολομέλεια από
τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος και τρίτος, κατά το
πρώτο αυτού μέρος, αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν,
κατ' εφαρμογή του άρθρου 578 του ΚΠολΔ. Κατά το μέρος όμως που το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, μετ' επικύρωση της ομοίως αποφανθείσας απόφασης του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου, αποφάνθηκε ότι η αγωγή ήταν νομικά αβάσιμη κατά το κεφάλαιο
επιδίκασης της προσαύξησης λόγω οικογενειακών βαρών (τέκνου), που προβλέφθηκε
από την παρ. Ε' της με αριθ. Φ/083 - 58/11.3.1988 Κοινής Υπουργικής Απόφασης,
όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την με αριθ. 2001800/185/022/17.3.1993 ομοία Κοινή Υπουργική Απόφαση, με το να δεχθεί εμμέσως ότι
ο περιορισμός της πιο πάνω προσαύξησης μόνο σε μόνιμους υπαλλήλους που
συνδέονται με το Ελληνικό Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου βρίσκεται εντός των
ορίων της χορηγηθείσας από τις παρ. 10 και 11 του άρθρου 131 του Ν. 419/1976
νομοθετικής εξουσιοδότησης (στις οποίες παραπέμπουν για το προσλαμβανόμενο από
τις αρχές του εξωτερικού με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου
υπαλληλικό και βοηθητικό προσωπικό οι διατάξεις των άρθρων 68 παρ.4 και 69
παρ.1 του νόμου αυτού), έσφαλε ως προς την ερμηνεία της διάταξης αυτής. Και
τούτο διότι οι εκδιδόμενες κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 131 παρ. 11 του Ν.
419/1976 Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό
με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και το
διαγραφόμενο από τις σχετικές εξουσιοδοτικές ρυθμίσεις πλαίσιο, δεν είναι
δυνατόν να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από
τις εν λόγω διατάξεις, όπως είναι η διάκριση των υπαλλήλων σε μονίμους που
συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε συμβασιούχους
υπηρετούντες με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, και να αυξάνουν
το επίδομα μόνο στους πρώτους αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους, και
συνεπώς οι προαναφερθείσες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, οι οποίες στηρίζονται
αποκλειστικά στην παραπάνω διάκριση και αυξάνουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής
λόγω οικογενειακών βαρών (τέκνων) μόνο των μονίμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω
από τα όρια της πιο πάνω νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 παρ. 2 του
Συντάγματος) και κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους
με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Συνακόλουθα
τούτων ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά
το μέρος που αφορά το κεφάλαιο επιδίκασης της προσαύξησης λόγω οικογενειακών
βαρών (τέκνου), είναι βάσιμος. Εφόσον δε οι ως άνω Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις
είναι ανίσχυρες κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους
με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν καταλείπεται πλέον έδαφος
προσφυγής στη συνταγματική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του
Συντάγματος, αφού η εφαρμογή της πιο πάνω συνταγματικής αρχής προϋποθέτει
ισχυρά νομικά ρύθμιση και, κατά συνέπεια, οι δεύτερος και τρίτος, κατά το πρώτο
μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικοί λόγοι, με τους
οποίους με επίκληση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, η αναιρεσείουσα
προβάλλει σχετικές αιτιάσεις κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι
αλυσιτελείς.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και κατά
μερική παραδοχή του παραπεμφθέντος στην Τακτική
Ολομέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτου λόγου αναίρεσης,
πρέπει ν' αναιρεθεί κατά ένα μέρος η με αριθ. 8650/2001 απόφαση του Εφετείου
Αθηνών, και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο επιδίκασης της προσαύξησης λόγω
οικογενειακών βαρών (τέκνου) της περιόδου από 1.1.1993 έως 23.3.1998. Εφόσον δε
οι λοιποί λόγοι αναίρεσης έχουν ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική με αριθ.
1443/2005 απόφαση του Β1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, πρέπει κατ'
εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. β και 5 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το
άνω αναιρούμενο μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα
συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την
αναιρούμενη απόφαση, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση. Τέλος,
εφ' όσον η αναίρεση γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή και μετέχει της αναιρετικής
δίκης το Ελληνικό Δημόσιο, συντρέχει περίπτωση ολικού συμψηφισμού των
δικαστικών εξόδων, λόγω μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, κατ' εφαρμογή του
άρθρου 22 παρ.2 του Ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 8650/27.11.2001
απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αφορά το κεφάλαιο επιδίκασης της
προσαύξησης λόγω οικογενειακών βαρών (τέκνου) επί του επιδόματος υπηρεσίας
αλλοδαπής και για την περίοδο από 1.1.1993 έως 23.3.1998.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το
αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα
συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα
της αναιρετικής δίκης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα
στις 27 Φεβρουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια
συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ