ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 122/2019
Ανθρωποκτονία από αμέλεια - Ιατρική αμέλεια - Ευθύνη ειδικευόμενων και ειδικευμένων
ιατρών - Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και
νόμιμης βάσης -.
Αίτηση
αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αθωωτική απόφαση ειδικευόμενης και
ειδικευμένης ιατρού για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Ευθύνη ειδικευόμενου ιατρού και ευθύνη ειδικευμένου ιατρού. Σφάλμα περί την
ανάληψη και σφάλμα περί την ανάθεση. Έλλειψη ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε αθωωτική απόφαση. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από
το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ με τον οποίο
προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης.
Αριθμός
122/2019
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ'
Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αρτεμισία Παναγιώτου, Προεδρεύουσα
Αρεοπαγίτη (κωλυόμενης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Δήμητρας Κοκοτίνη, σύμφωνα με την υπ' αριθμ.
313/2018 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Γεώργιο Αναστασάκο,
Μαρία Γεωργίου, Ευφροσύνη Καλογεράτου -Ευαγγέλου -
Εισηγήτρια και Στοματική Μιχαλέτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα
του στις 13 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Βασίλειου Χαλντούπη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας)
και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2732/2017 απόφασης του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.
Με
κατηγορούμενες τις 1.
, κάτοικο Πατρών, που παρέστη με την πληρεξούσια
δικηγόρο της ’ννα Βασιλείου και 2.
, κάτοικο Πατρών, που παρέστη με τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπαναστασόπουλο.
Με
πολιτικώς ενάγοντα τον
, κάτοικο Ζωγράφου Αττικής, που παρέστη με τον
πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Φραγκανδρέα.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως
άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την
αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία
51/1-10-2018 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του
Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη
και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1199/2018.
Αφού
άκουσε
Τον
Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους
πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά
πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί σύμφωνα με
το άρθρο 505 παρ. 2 Κ.Π.Δ. να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα
στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε
τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως αυτής στο υπό του άρθρου 473
παρ. 3 του αυτού Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή
προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση
κατά οιασδήποτε αποφάσεως εκδιδομένης υπό οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και
για όλους τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ , μεταξύ των
οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ
απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ) και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση υπ' αριθμ.
51/2018 από 1.10.2018 έκθεση - αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για
αναίρεση της υπ' αριθμ. 2732/2017 αποφάσεως του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποία κηρύχθηκαν αθώες οι
κατηγορούμενες 1. αναίρεση της υπ' αριθμ. 2732/2017
αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποία κηρύχθηκαν αθώες
οι κατηγορούμενες 1.
και 2.
για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από
αμέλεια, εμπροθέσμως (καταχώρηση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οικείο βιβλίο
την 7.8.2018 - αναστολή της ως άνω προθεσμίας του κατ' άρθρο 479 ΚΠΔ ενός μηνός
από 1η έως 31η Αυγούστου) και νομίμως ασκήθηκε με δήλωση του άνω Εισαγγελέως
στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 παρ. και 509 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της,
συνισταμένων στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την
έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρ 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ).
Κατά
τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 Π Κ. "όποιος επιφέρει από αμέλεια το
θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 28 Π.Κ., "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της
προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε
δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως
δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Κατά την έννοια του ως άνω
άρθρου 28 Π. Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης,
από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που
προκάλεσε η πράξη του και σε συνειδητή, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη
συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το
απέφευγε . Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το
ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε
παράλειψη. Μόνο εάν η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε
του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ως
εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του
άρθρου 15 ΠΚ, κατά την οποία, όπου ο νόμος απαιτεί για την ύπαρξη ορισμένης
αξιόποινης πράξης να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται
όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη
νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του. Ακόμη, στην περίπτωση που το
έγκλημα της ανθρωποκτονίας που προβλέπεται από το άρθρο 302 παρ.1 ΠΚ είναι
απότοκο της συντρέχουσας αμέλειας περισσοτέρων του ενός προσώπων, καθένα από
αυτά κρίνεται ως προς την ευθύνη του αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τα άλλα, κατά
τον λόγο της αμέλειας του και εφόσον το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη
σύνδεσμο προς αυτή. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη, τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο
με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη
που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και, συνεπώς, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα
προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν
ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο
δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως
. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων (302 παρ. 1 και 28 ΠΚ), προκύπτει ότι
για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια
απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράση η επιβαλλόμενη κατ'
αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος
άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση
τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την
κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε
αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και
ικανότητες και, κυρίως, εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να
προβλέψει και ν' αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της
προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό,
πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ
της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Με τις
προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται ειδικότερα ποινική ευθύνη του ιατρού για
ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση
από μέρους του των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για
τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφ' όσον η αντίστοιχη ενέργεια
ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον
επιμελείας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε
νομική υποχρέωση του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική θέση
αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, η οποία
δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Συγκεκριμένα, με το άρθρο
24 του α ν. 1565/1939 "Περί κώδικα ασκήσεως του ιατρικού
επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά
το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι ο ιατρός οφείλει να
παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με
τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει,
τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία
των υγιών. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το
αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς, απορρέει από το νόμο (άρθρ. 24 α.ν. 1565/1939 «Περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού
επαγγέλματος»), από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (β. δ. 156/6-7-1955 και
ήδη ν. 3418/2005 «Περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας») και από την εγγυητική
θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που
δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Έτσι, ελέγχεται ο
κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψη του υπό την ανωτέρω
ιδιότητα του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, δηλαδή αν
ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και
άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση παρενέργειας ή επιπλοκής
που μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς ή ακόμη και το θάνατο
του, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητας του θα έπραττε υπό τις ίδιες
περιστάσεις. Δέον να σημειωθεί ότι η αδυναμία πρόβλεψης του ενδεχομένου να
προκύψει αξιόποινου αποτελέσματος, καθίσταται ποινικά κολάσιμο υποκειμενικό
μέγεθος εφ' όσον ο δράστης όφειλε αντικειμενικά, κατά τις περιστάσεις και
μπορούσε υποκειμενικά, με βάση τις προσωπικές του ικανότητες, να προβλέψει το
αποτέλεσμα ως δυνατό και να το αποφύγει. Ειδικότερα, όσον αφορά στην οφειλόμενη
από τον ιατρό προσοχή, δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί σχηματικά και δογματικά
εκ προοιμίου, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές και
υποκειμενικές συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι υπαίτιες
ενέργειες και παραλείψεις του ιατρού, δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθούν,
δεδομένου ότι κάθε ιατρικό περιστατικό παρουσιάζει μοναδικότητα και ιδιοτυπία
καθοριστική των ενδεδειγμένων ενεργειών του ιατρού και έτσι, προσδιοριστική της
επιμέλειας την οποία πρέπει αυτός να καταβάλει. Πρόδηλο καθίσταται ότι η
εκτίμηση και αξιολόγηση των αντικειμενικών δεδομένων, εξαρτάται από το βαθμό
και την ποιότητα της γνώσης και εμπειρίας του επιλαμβανόμενου ιατρού. Γενικά
μπορεί να λεχθεί ότι το μέτρο της οφειλόμενης από τις περιστάσεις περίσκεψης
του συγκεκριμένου ιατρού, πρέπει να είναι η προσοχή που δείχνει κάθε μέσος
ιατρός αν βρεθεί, αν όχι κάτω από τις ίδιες, σε παρόμοιες συνθήκες με αυτές που
βρέθηκε και ενήργησε ο κρινόμενος ιατρός. Ωστόσο, λαμβάνονται υπόψη και οι προσωπικές
περιστάσεις ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες του δράστη, με αποτέλεσμα η
απαιτούμενη προσοχή να διαφοροποιείται μεταξύ μη ειδικών (ειδικευόμενων) και
ειδικευμένων ιατρών, καθ' όσον οι τελευταίοι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις που
τους καθιστούν ικανότερους να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά που ανάγονται στην
ειδικότητα τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ν.
3418/2005 «Ο ιατρός ενεργεί με βάση. α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί
κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκηση του για την απόκτηση
τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την
πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους
κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης». Η εν
λόγω διάταξη αποτυπώνει την ιδιαίτερη σημασία στις ιδιαίτερες γνώσεις και
ικανότητες του ιατρού, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την επίταση της ευθύνης
του. Η οφειλόμενη προσοχή πρέπει να καταφάσκεται και
στην περίπτωση του ανειδίκευτου ιατρού, όταν η διάγνωση του ανακύπτοντος
προβλήματος δεν προϋποθέτει ειδικές ή επιπλέον ιατρικές γνώσεις, που προσδίδει
στον ιατρό η απόκτηση μιας ειδικότητας, αλλά μπορεί να επιτευχθεί και με τις
βασικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, που κάθε ιατρός πρέπει να διαθέτει.
Ειδικά όσον αφορά στους ειδικευόμενους ιατρούς, αυτοί ενεργούν ιατρικές πράξεις
υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των ειδικευμένων ιατρών. Ο σκοπός εξ άλλου
της απασχόλησης τους ως «ειδικευόμενων», είναι μέσα από την πρακτική εξάσκηση, να
αποκομίσουν την απαραίτητη γνώση και εμπειρία, ούτως ώστε να καταστούν και οι
ίδιοι «ειδικευμένου). Πλην όμως και, λαμβανομένου υπόψη κατά περίπτωση και του
χρονικού διαστήματος της εξειδίκευσης που έχει παρέλθει, οι ειδικευόμενοι
ιατροί μπορούν να διενεργούν ιατρικές πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτούνται
ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις (π.χ. αιμοληψία). Ευθύνονται δε, εάν δεν παράσχουν
ή παράσχουν πλημμελώς ιατρική αρωγή (μη διενέργεια ιατρικών πράξεων ή
διενέργεια αυτών κατά τρόπο εσφαλμένο, π. χ. πρώτες βοήθειες, εντολή
διενέργειας εξετάσεων, αξιολόγηση συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων εξετάσεων), για
τις οποίες δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Για τις ιατρικές πράξεις που
απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, οι ειδικευόμενοι οφείλουν να ενημερώσουν άμεσα
και χωρίς οιαδήποτε καθυστέρηση τους ειδικευμένους ιατρούς, άλλως βαρύνονται με
«σφάλμα περί την ανάληψη». Επίσης ευθύνονται εάν ενεργούν κατά παράβαση των
οδηγιών και των υποδείξεων των ειδικευμένων ιατρών. Περαιτέρω συντρέχουν οι
προϋποθέσεις ευθύνης και των τελευταίων (ειδικευμένων ιατρών) όταν αναθέτουν
στους ειδικευόμενους τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, στις οποίες οι τελευταίοι
αδυνατούν να ανταποκριθούν («σφάλμα περί την ανάθεση») λόγω έλλειψης εμπειρίας
και γνώσεων, χωρίς τη δική τους εποπτεία Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν.
3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις
υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, ανεξάρτητα από την
ειδικότητα του. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον ιατρό, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν
τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής, και ισχύει μέχρι την παραπομπή
του ασθενή σε ιατρό κατάλληλης ειδικότητας ή τη μεταφορά του σε κατάλληλη
μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός
οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες,
δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης». Περαιτέρω, η
καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ
του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα
και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από
την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για
την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι
αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών
αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του
αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο,
τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους και δεν
απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το
καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή
να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται
ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η
εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και
ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο
αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της
ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η
οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (Ολ. Α.Π. 1/2018,
1/2005). Τέλος, στην αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που
θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ/μα 53/1974)
και δεδομένου, ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή
και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν
αποδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητα του, υπάρχει
έλλειψη της απαιτούμενης (από τις προαναφερόμενες διατάξεις) ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510
παρ. 1 στοιχ Δ' ΚΠοινΔ,
όταν. α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου είτε αναφέρονται με τρόπο
ελλιπή ή ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική
διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών και
υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο
και β) όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν
πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που
προσδιορίζονται στα πρακτικά της απόφασης και τα οποία έλαβε υπόψη του για τον
σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσεως του (ολ ΑΠ
2/17, 3/10).
Στην
προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την προσβαλλομένη
υπ αριθμ. 2732/2017 απόφαση του, κήρυξε αθώες τις
κατηγορούμενες 1.
και 2.
για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από
αμέλεια και, συγκεκριμένα, του ότι: "στην Πάτρα, κατά το χρονικό διάστημα
από ώρα 23.00' μ.μ. της 26ης Νοεμβρίου 2012 έως ώρα 09.00'π.μ. της 27ης
Νοεμβρίου 2012, από συγκλίνουσα και εκ παραλλήλου επιδειχθείσα αμέλεια τους,
ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσε η
καθεμία τους να καταβάλει μολονότι εκ της ιδιότητος τους ως ιατρών ήταν
υπόχρεες προς τούτο, προξένησαν το θάνατο άλλου, αποτέλεσμα το οποίο δεν
προέβλεψαν. Ειδικότερα, η πρώτη κατηγορούμενη
ως ειδικευόμενη ιατρός
κατέχουσα τη θέση ειδικευόμενης παιδίατρου στην Β' Παιδιατρική Κλινική του
Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών και η δεύτερη εξ αυτών
ως
ειδικευμένη ιατρός - παιδίατρος, Διευθύντρια του Ε.Σ.Υ. της Πανεπιστημιακής
παιδιατρικής κλινικής του ως άνω νοσοκομείου, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία ούσες ιατροί εφημερίας, από αμέλεια, με
πράξεις και παραλείψεις τους, προκάλεσαν το θάνατο άλλου, αποτέλεσμα το οποίο
δεν προέβλεψαν. Συγκεκριμένα, η πρώτη κατηγορούμενη στις 26-11-2012, ως
εφημερεύουσα ειδικευόμενη παιδίατρος, στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του
Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, εξέτασε άρρεν αβάπτιστο βρέφος,
ηλικίας δύο (2) μηνών και τριών (3) ημερών, τέκνο του
και της
, το οποίο
είχε παραπεμφθεί από το Γενικό Νοσοκομείο Αγρινίου με εμπύρετο βρογχιολίτιδα
και περί ώρα 23.00' μ.μ. έδωσε εντολή εισαγωγής αυτού στη Β' Παιδιατρική
Κλινική του Π.Γ.Ν.Π. ενώ στη συνέχεια είχε την ευθύνη της παρακολούθησης της
κατάστασης της υγείας του εν λόγω ασθενούς. Πλην όμως κατά την παροχή των ανωτέρω
ιατρικών της υπηρεσιών στο βρέφος, η κατηγορούμενη, στον ως άνω τόπο και χρόνο,
αντίθετα με τα διδάγματα και τους κανόνες της επιστήμης της έπραξε διαδοχικώς
ως εξής: μετά την εισαγωγή του βρέφους στη Β' Παιδιατρική Κλινική και τη
διενέργεια εργαστηριακού ελέγχου: παρά τη διαπίστωση περί ώρα 3.00' π.μ. της
27ης-11-2012 υψηλού πυρετού (μέχρι 38,6° C), γογγυσμού, άρνησης λήψης τροφής,
ταχυκαρδίας (160-180 σφύξεις/min),
ταχύπνοιας και αναπνευστικής δυσχέρειας, της επιδείνωσης δηλαδή της κλινικής
κατάστασης του βρέφους, τα συμπτώματα αυτά δεν αντιμετωπίστηκαν από την
κατηγορούμενη με την ενδεδειγμένη χορήγηση αντιμικροβιακής
αγωγής, δεδομένου ότι έθεταν την υποψία σηψαιμίας (οφειλόμενη σε χρυσίζοντα
σταφυλόκοκκο), αλλά προέβη σε τοποθέτηση του βρέφους σε Hood
02 και ακτινογραφία θώρακος και συνέχισε να αντιμετωπίζει το περιστατικό ως
βρογχιολίτιδα, με αποτέλεσμα από ώρα 5.00' έως 11.00' π.μ. της 27ης-11-2012, να
επιδεινωθεί ραγδαία η κατάσταση της υγείας του βρέφους και να περιέλθει αχ
κατάσταση καταπληξίας (shock), ήτοι σε παθολογική
κατάσταση που προκύπτει από την αδυναμία της καρδιάς (και συνολικά του
καρδιαγγειακού συστήματος) να εξασφαλίσει επαρκή ροή αίματος και οξυγόνου για
τα όργανα και ειδικότερα σε κατάσταση κατά την οποία το καρδιαγγειακό σύστημα αδυνατεί
να υποστηρίξει τις μεταβολικές απαιτήσεις της κυτταρικής λειτουργίας, να
εισαχθεί αυτό με εικόνα σηπτικής καταπληξίας (shock)
στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Παίδων του ΠΓΝΠ, όπου και διαπιστώθηκε
πνευμονία. Συνεπεία των ανωτέρω ιατρικών σφαλμάτων και παραλείψεων της 1ης
κατηγορουμένης επήλθε επιδείνωση της κατάστασης του ανωτέρω βρέφους. Η δεύτερη
κατηγορούμενη,
, ειδικευμένη-παιδίατρος και εφημερεύουσα την 26η-27η/11/2012,
στην παιδιατρική κλινική του ως άνω νοσοκομείου αντίθετα με τα διδάγματα και
τους κανόνες της επιστήμης της, ενόψει και της θέσεως της, έπραξε διαδοχικώς ως
εξής δεν είχε την οφειλόμενη εποπτεία επί των ιατρικών πράξεων της συγκατηγορουμένης της ειδικευόμενης-ιατρού και απείχε της
παροχής προς αυτήν των απαραίτητων ιατρικών υποδείξεων και κλινικών συστάσεων
προς επιτυχή θεραπευτική έκβαση της περίπτωσης. Ειδικότερα, αν και την
26η-27η/11/2012 εφημέρευε στην παιδιατρική κλινική, κατά το χρόνο εισαγωγής και
εξέτασης του βρέφους από την 1η κατηγορούμενη, η ίδια δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο,
αλλά ενημερωνόταν τηλεφωνικά από την τελευταία για την κλινική εικόνα του
βρέφους και την εξέλιξη αυτής, ενώ από ώρα 23.00' μ.μ. της 26ης-11-2012 έως και
ώρα 09.00' π.μ. της 27ης-11 -2012 παρά τη σοβαρή κατάσταση της υγείας του
βρέφους και τη συνεχόμενη επιδείνωση αυτής, δεν εξέτασε αυτό, αλλά εκτιμούσε
εσφαλμένα την κατάσταση του τηλεφωνικά, και παρά τα συμπτώματα υψηλού πυρετού
(μέχρι 38,6° C), γογγυσμού, άρνησης λήψης τροφής, ταχυκαρδίας (160-180 σφύξεις/min), ταχύπνοιας και
αναπνευστικής δυσχέρειας, συνέχιζε να εκτιμά το περιστατικό ως βρογχιολίτιδα,
και δεν παρείχε στην πρώτη κατηγορούμενη τις απαιτούμενες υποδείξεις, ήτοι ήδη
από ώρα 3.00' της 27ης-11-2012 την υπόδειξη να ενημερώσει άμεσα τους ιατρούς
της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας Παίδων του Π.Γ.Ν.Π. για συνεκτίμηση της
κλινικής κατάστασης και της άμεσης εισαγωγής του βρέφους στη ΜΕΘ Παίδων
Π.Γ.Ν.Π. Λόγω της συνολικής προαναφερθείσας συμπεριφοράς αμφοτέρων των
κατηγορουμένων σημειώθηκε ραγδαία χειροτέρευση της υγείας του βρέφους, το οποίο
εισήχθη περί ώρα 12.00' μ.μ. της 27ης-11-2012 στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας
Παίδων του Π.Γ.Ν.Π. με εικόνα σηπτικής καταπληξίας (shock),
περί ώρα 16.30' μ.μ. παρουσίασε άπνοια διασωληνώθηκε
και τέθηκε σε μηχανικό αερισμό (υποβοήθηση με αναπνευστήρα), ενώ στη συνέχεια,
στις 28-11-2012, παρουσίασε πνευμοθώρακα, ήτοι συλλογή αέρα μέσα στην υπεζωκοτική κοιλότητα (κοιλότητα ανάμεσα στον πνεύμονα και
στο θώρακα), που αντιμετωπίστηκε με θωρακική παροχέτευση. Ακολούθως, στις
29-11-2012, το βρέφος παρουσίασε ενδοκαρδίτιδα, λοίμωξη δηλαδή και φλεγμονή των
καρδιακών βαλβίδων και του ενδοκαρδίου, συνεπεία της σηψαιμίας που προκλήθηκε
από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο και περί ώρα 13.55' της ίδιας ημέρας παρουσίασε
καρδιακή ανακοπή και κατέληξε περί ώρα 14.25' μ.μ., με το θάνατο του αποδοθέντα
σε λοβώδη πνευμονία, σταδίου φαιάς ηπάτωσης. Το εν
λόγω δε θανατηφόρο αποτέλεσμα επήλθε λόγω της προεκτεθείσας
διαδοχικώς επιδειχθείσης παράλληλης και συγκλίνουσας αμελείας αμφοτέρων των
κατηγορουμένων ως επιληφθείσας και εποπτεύουσας ιατρού αντίστοιχα, οφείλεται δε
(ως μόνης ενεργούς αιτίας της επέλευσης του) αποκλειστικώς στην ενάντια στους
κανόνες και τις γενικές επιστημονικές αρχές της ιατρικής δράσης και των δύο
κατηγορουμένων".
Για
να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική του κρίση το ως άνω Δικαστήριο, μετά από
εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών
μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι
αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Κατά
τις νυκτερινές ώρες της 26ης-11-2012, οδηγήθηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό
Νοσοκομείο Πατρών το αβάπτιστο ηλικίας δύο (2) μηνών και τριών (3) ημερών άρρεν
τέκνο του πολιτικώς ενάγοντος,
, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η
βρογχιολίτιδα, n οποία είχε διαγνωσθεί τόσο από τον οικογενειακό παιδίατρο
, ο
οποίος διατηρεί ιατρείο στην πόλη του Αγρινίου, όπου και κατοικούσαν κατά τον
ανωτέρω χρόνο οι ως άνω γονείς μαζί με τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τους, όσο και
από τον
, διευθυντή της παιδιατρικής κλινικής του Νοσοκομείου Αγρινίου. Ειδικότερα,
το τέταρτο παιδί των ανωτέρω γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 24-09-2012, αρτιμελές,
υγιές, με φυσιολογικό τοκετό μετά από κύηση 38 εβδομάδων και βάρος γέννησης
3.400 gr. Στις 21-11-2012, το βρέφος παρουσίασε
ρινική καταρροή, χωρίς πυρετό. Εξετάσθηκε από τον παιδίατρο
, ο οποίος
διαπίστωσε ρινίτιδα. Στις 25-11-2012, παρουσίασε θερμοκρασία 37,2° C και
συριγμό. Στις 26-11-2012, εξετάσθηκε εκ νέου από τον οικογενειακό παιδίατρο, ο
οποίος διέγνωσε βρογχιολίτιδα (ιογενή λοίμωξη του αναπνευστικού) και συνέστησε
εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά και στεροειδή. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας
παρουσίασε πυρετό (38,7°C), αναπνευστική δυσχέρεια και μειωμένη λήψη τροφής,
οπότε, σε νέα επικοινωνία με τον παιδίατρο, συνεστήθη μεταφορά του στο Γενικό
Νοσοκομείο Αγρινίου. Το βρέφος, συνοδευόμενο από τους γονείς του, προσήλθε στις
26-11-2012 στα ΤΕΠ του Νοσοκομείου Αγρινίου δύο φορές (περί ώρα 20.15'και
22.10' μ.μ.). Εξετάσθηκε από τον παιδίατρο
, ο οποίος παρατήρησε έντονη
ρινίτιδα, ήπιο συριγμό, διάσπαρτους ρεγχάζοντες άμφω και σχετικά ικανοποιητικό κορεσμό αρτηριακού αίματος
(Sat02):93-95%. Χορηγήθηκε μια δόση εισπνεόμενου βρογχοδιασταλτικού και με
(Sat02):96-98% το βρέφος παραπέμφθηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Πατρών για περαιτέρω αντιμετώπιση. Ο ίδιος ο ιατρός (
), εξεταζόμενος στο
ακροατήριο, διευκρίνισε ότι συνέστησε στους συγγενείς του βρέφους να μεταβούν
στην Πάτρα, διότι σε -δευτεροβάθμιο νοσοκομείο, όπως είναι αυτό του Αγρινίου,
δεν υπάρχει ΜΕΘ Παίδων και, συνεπώς, δεν νοσηλεύονται σ' αυτό παιδιά κάτω των 6
μηνών, διότι, σε περίπτωση που κάποιο παιδί παρουσιάσει άπνοια το βράδυ,
υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του, ακριβώς λόγω της έλλειψης ΜΕΘ Παίδων. Η
διακομιδή του βρέφους στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών έγινε από τον
πατέρα του
, με το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο του και όχι με ασθενοφόρο,
συνοδευόμενο και από τη γιαγιά του και μητέρα του ανωτέρω,
. Αφού έγινε αρχικά
η εξέταση του στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών δόθηκε εντολή εισαγωγής στη Β'
Παιδιατρική Κλινική του νοσοκομείου και εισήχθη περί ώρα 23.00' μ.μ. της
26ης-11-2012 με κύρια αντικειμενικά ευρήματα, κατά την είσοδο του, τα εξής:
καλή γενική κατάσταση, θερμοκρασία 36,9° C, χωρίς σημεία αναπνευστικής
δυσχέρειας, χωρίς ταχύπνοια, χωρίς αξιόλογα ακροαστικά ευρήματα, με καλό
κορεσμό αρτηριακού αίματος (Sa+02: 987ο). Παρελήφθη δε από την πρώτη
κατηγορούμενη, εφημερεύουσα ειδικευόμενη ιατρό της παιδιατρικής κλινικής του
νοσοκομείου, η οποία διενήργησε εργαστηριακό έλεγχο (γενική αίματος, CRP, Β/Χ
και καλλιέργεια αίματος), ενημερώνοντας τηλεφωνικά και την δεύτερη
κατηγορούμενη, εφημερεύουσα ειδικευμένη ιατρό, Διευθύντρια του ΕΣΥ. στην
Παιδιατρική Κλινική του ΠΓΝΠ, η οποία είχε αναλάβει άλλα περιστατικά, τα οποία
κρίθηκαν πιο σοβαρά. Από τον εργαστηριακό έλεγχο εισόδου, οι φυσιολογικές τιμές
λευκών αιμοσφαιρίων (5.850 k/ml) και πολυμορφοπύρηνων (547ο), καθώς και η
σχετικά χαμηλή C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (6,1 mg/dl), σύμφωνα και με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του
ιατρού πραγματογνώμονα,
(Διευθυντή Μονάδας Εντατικής Θεραπείας Νοσοκομείου
Παίδων «Η Αγία Σοφία»), συνηγορούσαν υπέρ ιογενούς λοίμωξης που δικαιολογεί τη
μη χορήγηση αντιβίωσης. Ταυτόχρονα, η πρώτη κατηγορούμενη, έλαβε κατά την
εισαγωγή του βρέφους στην κλινική καλλιέργεια αίματος, προκειμένου, μετά
βεβαιότητας, να αποκλείσει την ύπαρξη μικροβίου. Από ώρα 12:00 π.μ. έως ώρα
03:00 π.μ., η πρώτη κατηγορούμενη εξέτασε το βρέφος δύο φορές και το εξέτασε
για τρίτη φορά στις 03:00 το πρωί, κατά τον οποίο (έλεγχο) το βρέφος παρουσίασε
πυρετό μέχρι 38,6°C, γογγυσμό, άρνηση λήψης τροφής, 160-180 σφύξεις/min, ταχύπνοια και αναπνευστική δυσχέρεια. Κατόπιν
συνεννόησης και με τη δεύτερη κατηγορούμενη, το βρέφος τέθηκε σε οξυγόνο Hood 02 λόγω υποξαιμίας και
υποβλήθηκε σε ακτινογραφία θώρακος, ενώ ελήφθησαν και αέρια αίματος. Η
ακτινογραφία θώρακος ήταν φυσιολογική και τα αέρια αίματος συμβατά με ιογενή
βρογχιολίτιδα. Περί ώρα 5.30' π.μ., το βρέφος επανεξετάσθηκε από την
εφημερεύουσα ειδικευόμενη ιατρό, εκτιμήθηκε η ακτινογραφία θώρακος και ο
αιματολογικός έλεγχος που είχε ληφθεί κατά την εισαγωγή και συνέχισε το
περιστατικό να αντιμετωπίζεται ως βρογχιολίτιδα. Στις 07:00 το πρωί έγινε
έναρξη ενδοφλέβιας ενυδάτωσης και ελήφθη νέος εργαστηριακός έλεγχος. Λόγω
παραμονής του γογγυσμού και της ταχυκαρδίας ελήφθη εκ νέου εργαστηριακός
έλεγχος (γενική αίματος, CRP, Β/Χ και καλλιέργεια ούρων, γενική
εγκεφαλονωτιαίου υγρού, Latex, και καλλιέργεια, Ag για RSV). Η κατάσταση του βρέφους παρέμενε σταθερά και
περί ώρα 08:30 το πρωί το περιστατικό παρελήφθη από τους τακτικούς ιατρούς, ενώ
περί ώρα 09.00, υπεβλήθη σε οσφυονωτιαία παρακέντηση,
προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μηνιγγίτιδας, η οποία (παρακέντηση) απέβη
φυσιολογική. Το επόμενο διάστημα ελήφθησαν τα αποτελέσματα του νέου
εργαστηριακού ελέγχου, που ήταν ενδεικτικά μικροβιακής λοίμωξης [πτώση λευκών
αιμοσφαιρίων (2.120 K/ml) και πολυμορφοπύρηνων (30%), άνοδος της C-αντιδρώσα
πρωτεΐνη (13,3 mg/dl)].
Περί ώρα 11.00' π.μ. μετά από συνεννόηση των ιατρών
, και αφού είχαν εξετάσει
το βρέφος περί ώρα 10.30' π.μ., εδόθη απ' αυτούς εντολή έναρξης αντιβίωσης (κεφτριαξόνη) και λόγω της συνεχιζόμενης ταχυκαρδίας και της
επηρεασμένης κατάστασης του βρέφους, αυτό υποβλήθηκε σε ηλεκτροκαρδιογράφημα
και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Πριν τη μεταφορά του βρέφους
στη ΜΕΘ, έγινε φόρτιση με φυσιολογικό ορό. Κατά την είσοδο του βρέφους στη ΜΕΘ,
περί ώρα 12.00' μ.μ. της 27ης-11-2012, διαπιστώθηκε ότι το βρέφος βρισκόταν σε
κατάσταση καταπληξίας (shock), ήτοι σε παθολογική
κατάσταση που προκύπτει από την αδυναμία της καρδιάς (και συνολικά του
καρδιαγγειακού συστήματος) να εξασφαλίσει επαρκή ροή αίματος και οξυγόνου για
τα όργανα και ειδικότερα σε κατάσταση κατά την οποία το καρδιαγγειακό σύστημα
αδυνατεί να υποστηρίξει τις μεταβολικές απαιτήσεις της κυτταρικής λειτουργίας.
Το βρέφος υποβλήθηκε σε νέο εργαστηριακό έλεγχο και νέα ακτινογραφία θώρακος
και έδειξε εικόνα πνευμονίας. Τέθηκε αρχικά σε Hood
με μεγάλη συγκέντρωση 02. Χορηγήθηκε συνδυασμός αντιμικροβιακών
ευρέως φάσματος για μεγαλύτερη μικροβιακή κάλυψη και αντιμετωπίστηκε το «shock», βάσει διεθνούς πρωτοκόλλου (φορτίσεις υγρών,
συνδυασμοί αγγειοδραστικών ουσιών, κορτικοστεροειδή, μεταγγίσεις με πλάσμα, αίμα, λευκωματίνη και γ- σφαιρίνη). Περί ώρα 16.30' μ.μ., το
βρέφος παρουσίασε άπνοια, διασωληνώθηκε και τέθηκε σε
μηχανικό αερισμό (υποβοήθηση με αναπνευστήρα) με υψηλές παραμέτρους λόγω της
σοβαρής πνευμονικής βλάβης. Στις 28-11-2012, λόγω των πνευμονικών βλαβών και
των υψηλών παραμέτρων του αναπνευστήρα, το βρέφος παρουσίασε πνευμοθώρακα, μια
επικίνδυνη για τη ζωή του κατάσταση, λόγω της συλλογής αέρα μέσα στην κοιλότητα
ανάμεσα στον πνεύμονα και στο θώρακα, που αντιμετωπίστηκε με θωρακική
παροχέτευση, ενώ παράλληλα τέθηκε σε ειδικό αναπνευστήρα υψηλής συχνότητας.
Έγινε δε γνωστό και το αποτέλεσμα της καλλιέργειας αίματος που είχε ληφθεί από
την Παιδιατρική Κλινική την 27η-11- 2012 και απομονώθηκε και εκεί χρυσίζων
σταφυλόκοκκος. Τις επόμενες ώρες η κατάσταση του βρέφους συνέχισε να
επιδεινώνεται. Παρουσίασε μειωμένη διούρηση (παρά τη χορήγηση διουρητικών) και
οίδημα ανά σάρκα. Στις 29-11-2012, υπήρξε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης
του βρέφους, παρά τη χορήγηση αγωγής και σε υπερηχογράφημα καρδίας διαπιστώθηκε
ενδοκαρδίτιδα, λοίμωξη δηλαδή και φλεγμονή των καρδιακών βαλβίδων και του
ενδοκαρδίου, συνεπεία της σηψαιμίας που προκλήθηκε από τον χρυσίζοντα
σταφυλόκοκκο. Περί ώρα 13.55' μ.μ., το βρέφος παρουσίασε καρδιακή ανακοπή, η δε
προσπάθεια καρδιοαναπνευσπκής αναζωογόνησης δεν
απέδωσε. Το βρέφος κατέληξε στις 14.25' μ.μ. της 29ης-11-2012 και μεταφέρθηκε
για νεκροψία-νεκροτομή. Σύμφωνα με τη με αριθμ. πρωτ. ./03-04-2013 ιατροδικαστική έκθεση
νεκροψίας-νεκροτομής, ο θάνατος του βρέφους επήλθε συνεπεία λοβώδους
πνευμονίας, σταδίου φαιάς ηπάτωσης. Η λοβώδης
πνευμονία προσβάλλει έναν ολόκληρο λοβό ή βρογχοπνευμονικό
τμήμα και στις περισσότερες των περιπτώσεων οφείλεται σε στρεπτόκοκκο της
πνευμονίας, και διακρίνεται σε τέσσερα στάδια: α) συμφόρηση, β) ερυθρά ηπάτωση, γ) φαιά ηπάτωση και δ)
λύση. Εν προκειμένω, το βρέφος κατέληξε λόγω λοβώδους πνευμονίας, σταδίου φαιάς
ηπάτωσης, στάδιο που χαρακτηρίζεται από αποδόμηση των
ερυθροκυττάρων. Με βάση όλα τα ανωτέρω, δεν προέκυψε
ότι η δυσμενής εξέλιξη και εν τέλει ο θάνατος του βρέφους μπορεί να συσχετισθεί
με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των κατηγορουμένων. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι,
κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από την εισαγωγή του βρέφους στην Β'
Παιδιατρική Κλινική του Π.Γ.Ν. Πατρών περί ώρα 23.00 της 26ης-11-2012 έως τη
λήξη της εφημερίας των κατηγορουμένων περί ώρα 08.00 πρωινή της 27ης-11-2012,
οι τελευταίες αντιμετώπισαν το περιστατικό ενεργώντας με γνώμονα την ιατρική
δεοντολογία και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ήτοι οι ενέργειες τους
ήταν σύμφωνες με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας κατά την
άσκηση του επαγγέλματος τους, και δεν συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν
αποτέλεσμα του θανάτου του βρέφους. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, όταν, περί ώρα
03:00 πρωινή της 27ης-11 -2012, το βρέφος παρουσίασε πυρετό μέχρι 38,6°C,
γογγυσμό, άρνηση Λήψης τροφής, 160-180 σφύξεις/min, ταχύπνοια και αναπνευστική δυσχέρεια, η πρώτη
κατηγορούμενη, ορθώς δεν προέβη στη χορήγηση αντιμικροβιακής
αγωγής, αφού τα ανωτέρω συμπτώματα είναι συνήθη σε ιογενείς Λοιμώξεις,
ιδιαίτερα δε στην βρογχιολίτιδα, και δεν τεκμηριώνουν μικροβιακή επιπλοκή.
Αντίθετα, η πρώτη κατηγορούμενη, ενεργώντας με γνώμονα την ιατρική δεοντολογία
και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και κατόπιν υπόδειξης της δεύτερης εξ
αυτών, υπέβαλε το βρέφος σε ακτινογραφία θώρακος, η οποία, όμως, δεν ανέδειξε
εικόνα πνευμονίας ή άλλα στοιχεία που να συνηγορούσαν σε μικροβιακή λοίμωξη των
πνευμόνων. Παράλληλα ελήφθησαν και αέρια αίματος που ήταν φυσιολογικά, ενός το
βρέφος τέθηκε σε οξυγόνο Hood 02 λόγω υποξαιμίας, με αποτέλεσμα να βελτιωθεί ο κορεσμός οξυγόνου.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, το περιστατικό συνέχισε να αντιμετωπίζεται ως
βρογχιολίτιδα και μόνο περί ώρα 9.00 πρωινή, όταν και είχε τελειώσει n εφημερία
των κατηγορουμένων, λόγω της επιμονής του πυρετού, το βρέφος υπεβλήθη σε οσφυονωτιαία παρακέντηση, προκειμένου να διαπιστωθεί η
ύπαρξη μηνιγγίτιδας, η οποία (παρακέντηση) απέβη φυσιολογική. Ακόμη και στην περίπτωση,
όμως, που, κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό σημείο, είχε χορηγηθεί στο βρέφος
αντιβίωση, αυτή θα ήταν αντιβίωση ευρέος φάσματος τρίτης γενεάς, η οποία
καλύπτει μεν τις περισσότερες μικροβιακές λοιμώξεις αυτής της ηλικίας όχι όμως
και το συγκεκριμένο μικρόβιο που είχε εγκατασταθεί στο βρέφος ήτοι ο χρυσίζων
σταφυλόκοκκος, ο οποίος προέκυψε μόνο μετά τη λήψη, στις 28-11-2012, των
αποτελεσμάτων της καλλιέργειας αίματος που είχε ληφθεί από την πρώτη
κατηγορούμενη στις 27η-11-2012. Την ίδια δε αντιβίωση ξεκίνησαν και οι ιατροί
που αντικατέστησαν τις κατηγορούμενες το πρωί της 27ης- 11-2012, περί ώρα 11:00
πρωινή, η οποία δεν απέφερε αποτέλεσμα. Μετά δε την εισαγωγή στην ΜΕΘ,
χορηγήθηκε συνδυασμός αντιμικροβιακών ευρέος φάσματος
για μεγαλύτερη μικροβιακή κάλυψη και, μόνο μετά την λήψη των αποτελεσμάτων της
καλλιέργειας αίματος, χορηγήθηκαν εξειδικευμένα φάρμακα κατάλληλα για την
αντιμετώπιση της πάθησης. Με βάση τα ανωτέρω, οι κατηγορούμενες πρέπει να
κηρυχθούν αθώες της πράξης που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο.
Με
αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο, δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη
αιτιολογία για την απαλλαγή των κατηγορουμένων από την αποδιδόμενη σε αυτές
πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Και τούτο γιατί ουδεμία μνεία
διαλαμβάνεται στο αιτιολογικό για τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την
ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος,
ούτε εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους τα αποδεικτικά μέσα που
προσκομίστηκαν δεν επαρκούσαν για την κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων,
ενώ, περαιτέρω., στην απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει αντιφάσεις, ασάφειες και
λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα,
αναφορικά με τη θεμελίωση τυχόν ιατρικής ευθύνης των κατηγορουμένων στον κατά
τα ανωτέρω επελθόντα θάνατο του ηλικίας δύο μηνών και τριών ημερών τέκνου του
πολιτικώς ενάγοντος
, η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ δέχεται ότι το βρέφος
εισήλθε περί ώρα 23.00 της 26-11-2012 στη Β' Παιδιατρική Κλινική του
Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, στο οποίο εφημέρευε ως ειδικευόμενη
ιατρός η πρώτη κατηγορουμένη
και ως διευθύντρια ΕΣΥ η δεύτερη κατηγορουμένη
, ότι το βρέφος εξετάστηκε κατ' επανάληψη από την πρώτη κατηγορουμένη, η οποία
ενημέρωνε τηλεφωνικώς την δεύτερη και συνεννοείτο με αυτή για τον τρόπο
αντιμετώπισης του περιστατικού ως βρογχιολίτιδα μέχρι τη λήξη της εφημερίας
τους (ώρα 9.00 της 27-11- 2012) : Α) Δεν αιτιολογεί γιατί δεν εξέτασε το βρέφος
και η δεύτερη κατηγορουμένη ούτε αναφέρεται αν η πρώτη τούτων, λόγω της
ιδιότητας της ως ειδικευόμενης, κάλεσε τη δεύτερη προς τούτο και αν την κάλεσε
γιατί αυτή (
) δεν προσήλθε, ενώ, περαιτέρω, δεν αιτιολογείται αν η τηλεφωνική
επικοινωνία μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν επαρκής για να διαπιστωθεί η
κατάσταση του βρέφους και να αποφανθεί η δεύτερη ότι τούτο έπασχε από
βρογχιολίτιδα, ούτε γιατί η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του (υψηλός πυρετός,
γογγυσμός, άρνηση λήψης τροφής, 160-180 σφύξεις/min, ταχύπνοια και αναπνευστική δυσχέρεια) περί ώρα 3.00
της 27-12-2012, σε συνδυασμό με την πολύ μικρή ηλικία του δεν έπρεπε να εμβάλει
αμφότερες τις κατηγορούμενες σε υποψίες περί μικροβιακής και όχι περί απλής
ιογενούς λοίμωξης και γιατί κατά το χρονικό αυτό σημείο δεν κλήθηκαν άμεσα οι
γιατροί της ΜΕΘ προκειμένου να συνεκτιμήσουν την κατάσταση του βρέφους και την
ανάγκη εισαγωγής του στη ΜΕΘ, ενώ ουδόλως αναφέρεται αν οι ως φυσιολογικές στις
διενεργηθείσες εξετάσεις αναφερόμενες τιμές των λευκών αιμοσφαιρίων, των
πολυμορφοπύρηνων και της C πρωτεΐνης αφορούν ενήλικες ή βρέφη ως εν προκειμένω,
Β) Από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης δεν προκύπτει με
βεβαιότητα αν η δεύτερη κατηγορουμένη ήταν στο Νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της
εφημερίας της ή αν αυτή απουσίαζε, ως επίσης και, αν θεωρηθεί ότι βρισκόταν
εντός του Νοσοκομείου, δεν προσδιορίζονται επαρκώς οι λόγοι, ήτοι τα τυχόν
βαρύτερα περιστατικά με τα οποία αυτή απασχολείτο, μάλιστα έτσι ώστε να
αδυνατεί να εξετάσει την βαρύτητα της καταστάσεως του βρέφους του πολιτικώς
ενάγοντος, με δεδομένη, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, την προαναφερθείσα
επιβάρυνση της καταστάσεως του μετά τις 3.00 της 27-11-2012, Γ) Εν όψει του ότι
οι δύο ακτινογραφίες, στις οποίες υποβλήθηκε το βρέφος, με χρονική απόσταση
μεταξύ τους μόνο έξι ωρών είχαν διαφορετική εικόνα σχετικά με την κατάσταση
αυτού (η πρώτη χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική ενώ η δεύτερη εμφανίζει
πνευμονία), δεν αιτιολογείται αν η πνευμονία ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί μέσα σε
αυτό το εξάωρο διάστημα όπως επίσης δεν αναφέρεται με βάση ποια συγκεκριμένα
ευρήματα ή ποια σχετική γνωμάτευση ακτινολόγου ιατρού η πρώτη κατηγορουμένη
αποφάνθηκε ότι η αρχική ακτινογραφία ήταν «φυσιολογική», ενώ ουδόλως γίνεται
μνεία αν την ακτινογραφία αυτή εξέτασε, ως όφειλε και μπορούσε (αν θεωρηθεί ότι
βρισκόταν στο Νοσοκομείο), η έχουσα την εποπτεία της πρώτης, δεύτερη
κατηγορουμένη και Δ) Δεν αναφέρεται στην απόφαση αν οι κατηγορούμενες με βάση
τη συγκεκριμένη κλινική εικόνα του βρέφους, το ιστορικό εισαγωγής του στο
Νοσοκομείο, τις τιμές των εργαστηριακών ευρημάτων των αιματολογικών και
βιοχημικών εξετάσεων αυτού και την πρώτη ακτινογραφία δεν μπορούσαν με βάση τις
προσωπικές τους ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψουν ότι το βρέφος
έπασχε από το μικρόβιο του χρυσίζοντα σταφυλόκοκκου και να αποφύγουν το
αποτέλεσμα του θανάτου του, που επήλθε από λοβώδη πνευμονία φαιάς ηπάτωσης.
Συνεπώς,
είναι βάσιμος ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.
Δ' και Ε' ΚΠΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια
της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Μετά
ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου
Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για
νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός
από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί
την υπ' αριθμ. 2732/2017 απόφαση του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Πατρών.
Παραπέμπει
την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους
δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2018. Και
Δημοσιεύθηκε
στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2019.
Η
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ