ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ.Ολ 5/2019
Οφειλέτες Δημοσίου - Ανακοπή ΚΕΔΕ - Περιεχόμενο
ταμειακής βεβαίωσης και ατομικής ειδοποίησης -.
Παραπομπή
στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου εξαιρετικής σημασίας και γενικότερου
ενδιαφέροντος ζητήματος, επί του οποίου η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν είναι
ενιαία. Ανακοπή κατά τον ΚΕΔΕ. Ο μεν ανακόπτων επέχει κατ αρχήν θέση
εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και
έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος
θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Ταμειακή βεβαίωση στην οποία
αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό οφειλής, χωρίς περιγραφή αυτής, ήτοι χωρίς
αναγραφή της αιτίας αυτής, αλλά και χωρίς να γίνεται διαχωρισμός κατά κεφάλαιο,
συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας, τυχόν ανατοκισμό τόκων και
προσαυξήσεων, όπως και τυχόν άλλων εξόδων. ’σκηση ανακοπής κατά της ταμειακής
βεβαίωσης. Ατελής και αόριστη περιγραφή των απαιτήσεων εξαιτίας της οποίας ο
ανακόπτων υφίσταται βλάβη, συνιστάμενη στην αδυναμία του να ελέγξει το ακριβές
ύψος της οφειλής του και να την αποκρούσει. Ακυρότητα λόγω αοριστίας της
ταμειακής βεβαίωσης (Αντίθετη μειοψηφία).
Αριθμός 5/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Βασίλειο Πέππα,
Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου,
Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Χυτήρογλου,
Ιωσήφ Τσαλαγανίδη και Ειρήνη Καλού, Αντιπροέδρους του
Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου, Δημήτριο Γεώργα,
Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα,
Διονυσία Μπιτζούνη, Μαρία Νικολακέα,
Αβροκόμη Θούα, Ιωάννη Φιοράκη, Αγγελική Τζαβάρα, Κωστούλα
Φλουρή - Χαλεβίδου, Ναυσικά
Φράγκου, Θωμά Γκατζογιάννη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου,
Μαρία Τζανακάκη, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αντώνιο Τσαλαπόρτα - Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου
- Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου,
Ευφροσύνη Καλογεράτου - Ευαγγέλου, Αναστασία Περιστεράκη, Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη, Σοφία Τζουμερκιώτη,
Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Χρήστο Τζανερρίκο,
Γεώργιο Δημάκη, Ελένη Φραγκάκη, Λάμπρο Καρέλο, Μαρία Βασδέκη, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη
Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου,
Μαρία Κουβίδου, Σταματική Μιχαλέτου, Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα
Σχετάκη - Μπονάτου,
Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αλεξάνδρα Σιούτη,
Ζωή Κωστόγιαννη-Καλούση,
Θεόδωρο Μαντούβαλο, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη,
Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία της Εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος
- καλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό
Οικονομικών και ήδη από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
(ΑΑΔΕ), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση από τον
Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α' Ιωαννίνων, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά
του Αδαμαντία Καπετανάκη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους, η οποία ανακάλεσε την
από 21/12/2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.,
παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου
- καθού η κλήση: Σ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος
δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 30-10-2006 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου,
που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
268/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 375/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον
Ελληνικό Δημόσιο με την από 14-12-2015 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η
251/2018 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία
παραπέμφθηκε ομόφωνα στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η ως άνω αίτηση
αναίρεσης κατά της 375/2013 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β' Κ.Πολ.Δ. και
23 παρ. 1 και 2 εδ. γ περ. β' του κυρωθέντος με το ν.
1756/1988 "Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών
Λειτουργών" ενόψει του ότι πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, αλλά
και για την ενότητα της νομολογίας. Με την από 4/10/2018 κλήση του καλούντος, η
προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το
αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, όπως σημειώνεται πιο
πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης
Αντώνιος Τσαλαπόρτας ανέγνωσε την από 14/1/2019
έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού εκ του άρθρου
559 αριθμ. 1 λόγου της από 14-12-2015 αιτήσεως
αναιρέσεως της 375/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Η
πληρεξούσια του αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο
από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς της, οι
οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις της και ζήτησε να γίνει δεκτή η κρινόμενη
αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και να καταδικασθεί ο αντίδικος
στη δικαστική του δαπάνη. Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο,
πρότεινε το Δικαστήριο να απορρίψει τον ως άνω μοναδικό λόγο της αιτήσεως
αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. διότι
είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στην πιο πάνω
πληρεξούσια, η οποία αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 7η Μαΐου 2019,
ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω
υπόθεση, ήταν απούσες οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Αγγελική Αλειφεροπούλου και Ειρήνη Καλού και οι Αρεοπαγίτες
Αρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου,
Δημήτριος Γεώργας, Δημήτριος Τζιούβας,
Μαρία Νικολακέα, Αγγελική Τζαβάρα, Αρετή Παπαδιά,
Ευφροσύνη Καλογεράτου - Ευαγγέλου, Σοφία Τζουμερκιώτη, Γεώργιος Δημάκης, Ελένη Φραγκάκη,
Σταματική Μιχαλέτου,
Αλεξάνδρα Σιούτη και Θεόδωρος Μαντούβαλος,
οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών,
πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την
υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση
με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία
για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Με την από 4-10-2018 κλήση
του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου φέρεται νόμιμα
προς συζήτηση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η από 14-12-2015
αίτηση αναιρέσεως τούτου κατά της 375/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου
Ιωαννίνων, μετά την έκδοση επ' αυτής της 251/2018 αποφάσεως του Α2 Τμήματος του
Αρείου Πάγου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τα
άρθρα 23 παρ. 2 εδ. γ' ν. 1756/1988 και 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ, ο μοναδικός λόγος
αναιρέσεως, επειδή αφορά ζήτημα εξαιρετικής σημασίας και γενικότερου
ενδιαφέροντος, επί του οποίου η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν είναι ενιαία.
Ειδικότερα, ενόψει της παραδοχής του Εφετείου ότι είναι ασαφής και αόριστη η
ταμειακή βεβαίωση χρέους της Α' Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - οφειλέτη του Δημοσίου, στην οποία
αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό της οφειλής, χωρίς περιγραφή αυτής, το ζήτημα
που παραπέμπεται στην Ολομέλεια είναι το εξής: "Κατά πόσον η ταμειακή
βεβαίωση και η συναφής προς αυτήν ατομική ειδοποίηση, που επιδίδεται στον
οφειλέτη του Δημοσίου, στην οποία αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό οφειλής,
χωρίς περιγραφή αυτής, ήτοι χωρίς αναγραφή της αιτίας αυτής, αλλά και χωρίς να
γίνεται διαχωρισμός κατά κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας,
τυχόν ανατοκισμό τόκων και προσαυξήσεων, όπως και τυχόν άλλων εξόδων, για να
είναι ορισμένη πρέπει τα στοιχεία αυτά να γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με
οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της
προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της
ύπαρξης και του ύψους της οφειλής εκ μέρους του, αλλά και από το δικαστήριο,
στην περίπτωση, που ο οφειλέτης αμφισβητήσει το ποσό αυτό, ή αντιθέτως αρκεί το
Δημόσιο να προσκομίσει τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της
απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οπότε παρέχεται
στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη,
στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της".
Κατά την έννοια του άρθρου
2 παρ. 2 ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ίσχυε κατά
τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και
πριν αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος
την 1-1-2014, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Η
βεβαίωση κατά το νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες
αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία
αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος
διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και
ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από
τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία
πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια
του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73
παρ. 1, 2 του ν.δ. 356/1974: "1. Η προ της
ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης
ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος
προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των
καθ' ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η
προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ' ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ' όσον ο
προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια
ή εις διοικητικάς επιτροπάς
αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά
της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου
ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως
και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους
λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε
βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν.
β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά
συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή
συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το
χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης
εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο
διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ό νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο
διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν
εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το
Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη". Εξάλλου, το άρθρο 4
παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της
αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παρ. 5
του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει: "’μα τη
βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως
δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αποστείλει
προς τον οφειλέτην ατομικήν
ειδοποίησιν περιέχουσαν τα
στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις
περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις". Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του
άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 "Κανονισμός
λειτουργίας Δ.Ο.Υ." "Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται
από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους
οποίους πρέπει να περιέχονται: α) ..., ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο
ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς,
σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των
στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του
διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο
παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της
βεβαίωσης". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής:
Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974
"Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων"
σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ,
η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του "νομίμου τίτλου" όσο και
κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική
πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο
βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν
ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.
2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος
διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την
αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον
τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν,
αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο
τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση
αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση
το "νόμιμο τίτλο" είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση,
χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα
καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως)
οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο
ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση
του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από
τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε
παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη
εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το
Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη
βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται
η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να
μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά
αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση,
πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε
σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε
τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα.
Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον
οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το
νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της
σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η
ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια
φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα
καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει
επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία
βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε, κατά τη
γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν
ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά
μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με
το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η
έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής
προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την
κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως
περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη.
Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην
περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως
συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν
επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον
οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη
λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να
προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της
οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα
του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της
υποθέσεως στο ακροατήριο.
Αντιθέτως, ένδεκα μέλη του
Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα οι Βασίλειος Πέππας,
Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Φιοράκης, Θωμάς Γκατζογιάννης, Μαρία Τζανακάκη,
Αντώνιος Τσαλαπόρτας, Γρηγόριος Κουτσοκώστας,
Χρήστος Τζανερρίκος, Γεώργιος Χριστοδούλου, Πηνελόπη
Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Κωνσταντίνος Παναρίτης και
Ζωή Κωστόγιαννη - Καλούση, αρεοπαγιτες, είχαν την ακόλουθη γνώμη. Νόμιμος τίτλος και
ταμειακή βεβαίωση δεν ταυτίζονται, αλλά είναι δύο ξεχωριστές νομικές και
πραγματικές έννοιες, καθώς ο πρώτος αφορά την "εν ευρεία έννοια"
βεβαίωση του δημοσίου εσόδου, ενώ με τη δεύτερη πραγματοποιείται η "εν
στενή έννοια" βεβαίωσή του. Επειδή, όμως, στον νόμιμο τίτλο ενσωματώνεται
η απαίτηση του Δημοσίου, είναι αυτονόητο ότι από αυτόν (στα έγγραφα που τον
συγκροτούν -ένα ή περισσότερα, ιδιωτικά, εν προκειμένω,) προκύπτει αναλυτικά η
οφειλή. Τούτο, δεν απαιτείται και δεν δύναται να πραγματοποιηθεί στη διοικητική
πράξη της ταμειακής βεβαίωσης, η οποία δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της
προς το Δημόσιο οφειλής, αλλά προϋποθέτει γεννημένη απαίτηση και νόμιμο τίτλο,
συνίσταται δε στην εγγραφή του ποσού της προκύπτουσας από τον νόμιμο τίτλο
απαίτησης του Δημοσίου -και μάλιστα, όπως ρητώς ορίζεται στην παράγραφο 1 εδ.α' του άρθρο 35 του β.δ
757/69, "κατά κωδικούς αριθμούς Εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού
λογαριασμούς"- στα βιβλία καταχώρισης εισπρακτέων εσόδων της Δ.Ο.Υ,
συνεπεία δε αυτής, η απαίτηση του Δημοσίου αποκτά τον χαρακτήρα του δημοσίου
εσόδου (άρθρο 4 παρ. 1 ΚΕΔΕ). Ούσα συνεπώς, εγγραφή σε δημόσια βιβλία, η
ταμειακή βεβαίωση δεν είναι δυνατόν να έχει σώμα αυτοτελούς εγγράφου, στο οποίο
να αναλύεται λεπτομερειακά η οφειλή, ήτοι ο υπολογισμός και η διαδικασία
διαμόρφωσης του τελικού ποσού της, (ούτε να κοινοποιηθεί αυτή στον οφειλέτη).
Για τούτο προβλέπεται στο άρθρο 4 του ΚΕΔΕ, η αποστολή ατομικής ειδοποίησης
ενός πληροφοριακού εγγράφου δηλαδή, με το οποίο ενημερώνεται ο παραπάνω, όχι
για την ύπαρξη του χρέους του (διότι το γνωρίζει), αλλά για το ότι η υφιστάμενη
οφειλή του βεβαιώθηκε ταμειακά. Μάλιστα, και η ως άνω πληροφόρηση του οφειλέτη
δεν κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη, ο οποίος όρισε στις διατάξεις του άνω
άρθρου, ότι η μη αποστολή ατομικής ειδοποίησης δεν επιδρά στο κύρος της
επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης. Εφόσον εξάλλου, δεν προβλέπεται στον
νόμο κοινοποίηση της ταμειακής βεβαίωσης, δεν υπάρχει χρεία σύνταξής της ως
αυτοτελούς εγγράφου περιέχοντος ανάλυση της βεβαιωθείσας απαίτησης, καθώς ο
οφειλέτης, προκειμένου να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού, θα έπρεπε και πάλι,
να ανατρέξει στον οικείο διοικητικό φάκελο της φορολογικής αρχής. Πρέπει να
επισημανθεί εν προκειμένω, ότι η διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης των προς το
Δημόσιο οφειλών, μολονότι ρυθμίζεται στον νόμο, ως εσωτερική διαδικασία μεταξύ
δημοσίων υπηρεσιών, χωρίς συμμετοχή ή προηγούμενη πληροφόρηση του οφειλέτη, δεν
συνεπάγεται μειωμένη προστασία των συμφερόντων του, καθόσον ουδέποτε
βεβαιώνεται στο δημόσιο ταμείο απαίτηση του Δημοσίου χωρίς ο οφειλέτης να είναι
γνώστης της οφειλής. Στην περίπτωση, λοιπόν, που ο νόμιμος τίτλος δεν αφορά
διοικητικό καταλογισμό (όπως εν προκειμένω), αλλά έχει συγκροτηθεί με τη
συμμετοχή του οφειλέτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο ίδιος ανέλαβε
συμβατική υποχρέωση, την οποία εν συνεχεία δεν εκπλήρωσε, με αποτέλεσμα να
απορρεύσει απαίτηση του Δημοσίου εναντίον του, η απαίτηση βεβαιώνεται ταμειακά
χωρίς να προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση του νόμιμου τίτλου, δοθέντος ότι
τελεί σε γνώση της απορρέουσας εξ αυτής οφειλής του. Σε κάθε δε περίπτωση, ο
οφειλέτης έχει πρόσβαση στα τηρούμενα στη Δ.Ο.Υ., έγγραφα που αποτελούν το
νόμιμο τίτλο. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, η αμφισβήτηση της οφειλής από τον
οφειλέτη γίνεται με την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 73 ΚΕΔΕ, με την οποία,
κατά ρητή πρόβλεψη της διάταξης της παραγράφου 1 α'εδ.
β' του εν λόγω άρθρου, δύναται να προσβληθεί όχι μόνο η νομιμότητα της
διαδικασίας της ταμειακής βεβαίωσης αλλά επιπλέον, η ύπαρξη, το ύψος της
οφειλής, ή η εγκυρότητα του νόμιμου τίτλου, ήτοι το νόμο και ουσία βάσιμο της
οφειλής, και να επιτευχθεί η ακύρωση, εν όλω ή εν
μέρει, της ταμειακής βεβαίωσης για λόγους ουσίας.
Συνεπώς και λαμβανομένου
υπόψη ότι στη δίκη της ανακοπής ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση
εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος,
αρκεί το Δημόσιο να προσκομίσει τα έγγραφα του νομίμου τίτλου προς απόδειξη της
απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οπότε παρέχεται
στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη,
στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της.
Στην προκειμένη περίπτωση
το Εφετείο Ιωαννίνων δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα ακόλουθα: "Η
"... Α.Ε." είχε απαίτηση σε βάρος του ανακόπτοντος (και ήδη αναιρεσίβλητου) από σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό
(αλληλόχρεο) λογαριασμό, μετά δε τη συγχώνευση λόγω απορρόφησης της ανωτέρω
Τράπεζας από την Τράπεζα "... AE", η τελευταία εκχώρησε στο Δημόσιο
την απαίτησή της από τη σύμβαση αυτή. Συγκεκριμένα, η "... AE" με το
από 10-4-2006 έγγραφό της, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 19-5-2006, του
γνωστοποίησε ότι εκχώρησε στο καθού Ελληνικό Δημόσιο
(και ήδη αναιρεσείον) την ανωτέρω απαίτηση εναντίον
του, πηγάζουσα από τη σύμβαση πιστώσεως, συνολικού ποσού 173.624,88 ευρώ, πλέον
τόκων από 25-9-2002. Με βάση την ως άνω εκχώρηση το καθού
προέβη, μέσω της Α' Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων, στην έκδοση της υπ' αριθμ.
./29-9-2006 ταμειακής βεβαίωσης του ανωτέρω εκχωρηθέντος ποσού πλέον
προσαυξήσεων. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση
σε αυτήν αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό της βεβαιωθείσης σε βάρος του
ανακόπτοντος οφειλής, ήτοι 270.028,54 ευρώ, η ημερομηνία και η αιτία της
οφειλής (εκχωρήσεις απαιτήσεων δανείων Τράπεζας Κρήτης), χωρίς κανένα
ειδικότερο προσδιορισμό, παρότι, σύμφωνα με την αναγγελία η απαίτηση αφορούσε
κεφάλαιο ποσού 173.624,88 ευρώ, πλέον τόκων από 25-9-2002. Δεν γίνεται δηλαδή
στην ταμειακή βεβαίωση, όπως θα έπρεπε για το ορισμένο και σαφές αυτής,
διαχωρισμός στα αντίστοιχα κονδύλια κατά κεφάλαιο, νόμιμους τόκους, τόκους
υπερημερίας, τόκους τόκων και λοιπά έξοδα, ... ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος
της ύπαρξης και του ύψους της οφειλής από τον ανακόπτοντα αλλά και από το
δικαστήριο. Η ασάφεια και αοριστία αυτή δεν αίρεται από άλλα έγγραφα, που έχουν
κοινοποιηθεί στον ανακόπτοντα, ... καθόσον το μόνο τέτοιο έγγραφο είναι η
σχετική "αναγγελία εκχώρησης απαιτήσεων" της τράπεζας "...
AE", στην οποία το μόνο που αναφέρεται είναι η ημεροχρονολογία
της εκχώρησης και το ποσό της εκχωρούμενης απαίτησης, χωρίς διάκριση σε
κεφάλαιο και τόκους ή αναλυτικό προσδιορισμό τόκων ή επιτοκίων ή λοιπών
προσαυξήσεων. Από την ατελή όμως και αόριστη ως άνω περιγραφή των ένδικων
απαιτήσεων, ο ανακόπτων υφίσταται βλάβη, συνιστάμενη στην αδυναμία του να
ελέγξει το ακριβές ύψος της οφειλής του και να αποκρούσει αυτήν, η βλάβη δε
αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της
ακυρότητας της αόριστης αυτής ταμειακής βεβαίωσης". Με τις παραδοχές αυτές
το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος
Ελληνικού Δημοσίου κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε
αποφανθεί ομοίως και κατ' αποδοχή της ανακοπής του αναιρεσίβλητου
είχε ακυρώσει για το λόγο αυτό την ταμειακή βεβαίωση.
Έτσι που έκρινε το
Εφετείο, ορθά, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, ερμήνευσε και
εφάρμοσε το νόμο, και ειδικότερα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2
παρ. 2 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) και 61 του π.δ. 16/1989, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον με το μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως,
ότι δηλαδή από τα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν το πρώτον κατά τη συζήτηση της
ανακοπής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκύπτει με σαφήνεια το
είδος του εσόδου (εκχωρήσεις από απαιτήσεις δανείων της Τράπεζας Κρήτης), η
αιτία της οφειλής (πίστωση αλληλόχρεου λογαριασμού), ενώ αναφέρεται και το
συνολικό ύψος της οφειλής, τα δε επιμέρους κονδύλια του χρέους (κεφάλαιο,
χρεολύσιο, τόκοι υπερημερίας και λοιπές επιβαρύνσεις) προκύπτουν από το
χρηματικό κατάλογο και τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα, και συνεπώς ο μεν αναιρεσίβλητος - οφειλέτης είχε τη δυνατότητα αμφισβητήσεως
της οφειλής του στη σχετική δίκη, το δε δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της
βασιμότητάς της, είναι αβάσιμα.
Αντιθέτως, κατά την άποψη
της μειοψηφίας, έτσι που έγινε το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τους
κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 2 παρ. 2 και 4 του ν. δ. 356/1974
(Κ.Ε.Δ.Ε.) και 61 του π. δ. 16/1989. για το λόγο ότι, με την παραδοχή του ότι η
ανακοπτόμενη ταμειακή βεβαίωση είναι αόριστη για τους
προαναφερόμενους λόγους, συγχέει την έννοια του νομίμου τίτλου, που πρέπει να
προσδιορίζει επακριβώς την οφειλή, με την έννοια της ταμειακής βεβαίωσης στην
οποία δεν απαιτείται ακριβής περιγραφή της απαίτησης, ενώ παρέχεται η
δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, του γενόμενου από το αρμόδιο όργανο καθορισμού
του ύψους του οφειλόμενου ποσού, με ανακοπή του αρθρ. 73 του ΚΕΔΕ, με την
οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της διάταξης της παραγράφου 1 α'εδ.
β' του ως άνω άρθρου, δύναται να προσβληθεί όχι μόνο η νομιμότητα της
διαδικασίας της ταμειακής βεβαίωσης, αλλά επιπλέον, η ύπαρξη, το ύψος της
οφειλής, ή η εγκυρότητα του νόμιμου τίτλου, ήτοι το νόμο και ουσία βάσιμο της
οφειλής, και να επιτευχθεί η ακύρωση, εν όλω ή εν
μέρει, της ταμειακής βεβαίωσης για λόγους ουσίας, οπότε το Δημόσιο οφείλει να
προσκομίσει τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά
τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ώστε να παρέχεται στον μεν οφειλέτη η
δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η
δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της.
Συνεπώς, βασίμως μέμφεται
την αναιρεσιβαλλομένη το αναιρεσείον
για την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,
με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως που παραπέμφθηκε ενώπιον της πλήρους
Ολομελείας, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός.
Κατ' ακολουθίαν τούτων,
πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να καταδικασθεί το αναιρεσείον ως ηττώμενο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, θα καθορισθεί όμως αυτή μειωμένη κατ' άρθρο
22 ν. 3693/1957, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14
Δεκεμβρίου 2015 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 375/2013
αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη μερική δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου και την ορίζει στο ποσόν των τριακοσίων (300)
ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε
στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε
δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2019.