ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 772/2021
Παλαιόν Εκκλησιαστικόν
Ταμείον (Π.Ε.Τ.) - Δημόσια κτήματα - Ιδιοκτησιακό
καθεστώς ακινήτου - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης -.
Ως ακίνητα του
Δημοσίου νοούνται και τα ακίνητα των διαλελυμένων
μονών, τα περιελθόντα και ανήκοντα στο Παλαιό Εκκληστιαστικό
Ταμείο (Π.Ε.Τ.). Όλες οι περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων διατάξεις της
κείμενης νομοθεσίας εφαρμόζονται και επί των ακινήτων του Π.Ε.Τ. Ιδιοκτησιακό
καθεστώς ακινήτου το οποίο έχει καταγραφεί ως ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο.
Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά το ουσιώδες ζήτημα της
απόκτησης κυριότητας του αναιρεσείοντος στην ευρύτερη
περιοχή στην οποία περιλαμβάνεται ευρύτερη έκταση τμήμα της οποίας αποτελεί το
επίδικο ακίνητο.
Αριθμός 772/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ
ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή
Καλαϊτζή-Εισηγήτρια, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη,
Μαρία Μουλιανιτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια
στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα
Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την
επωνυμία "Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον" (Π.Ε.Τ.), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον
Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην
, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε στο
ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Κ. του Γ., κατοίκου ... και προσωρινά
διαμένουσας στο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της
Αλίκη Τζίμα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
κατέθεσε προτάσεις, 2) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον
Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην
, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον
Βασίλειο Κουρούμαλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά
άρχισε με την από 19-7-2012 αγωγή της ήδη α' αναιρεσιβλήτου
και την από 18-2-2014 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος,
που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι
αποφάσεις: 3178/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 609/2018 του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιά.
Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από
13-11-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της
αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι αναιρεσίβλητοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ
ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 13-11-2018 αίτηση του ΝΠΔΔ με
την επωνυμία "Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον" (Π.Ε.Τ.) που στρέφεται κατά της Μ. Κ. και του
Ελληνικού Δημοσίου, ζητείται η αναίρεση της 609/2018 τελεσίδικης απόφασης του
Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί των από 14-10-2015 συνεκδικασθεισών εφέσεων του Ελληνικού Δημοσίου (δεύτερου αναιρεσίβλητου) και του Π.Ε.Τ. (αναιρεσείοντος),
αντίστοιχα, κατά της 3178/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά. Με την τελευταία αυτή απόφαση, αφού συνεκδικάστηκαν:
1) η από 19-7-2012 αγωγή της Μ. Κ. (πρώτης αναιρεσίβλητης)
κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου για αναγνώριση της
κυριότητάς της και διόρθωση της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής του
περιγραφόμενου ακινήτου της και 2) η από 18-2-2014 κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσιβλήτων
για αναγνώριση της κυριότητάς του στο επίδικο ακίνητο, στη συνέχεια, έγινε εν
μέρει δεκτή κατ'ουσία η πιο πάνω αγωγή και
απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η κύρια παρέμβαση. Η εν λόγω απόφαση
επικυρώθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη
απόφασή του απέρριψε κατ'ουσία τις εφέσεις του
εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και του κυρίως παρεμβαίνοντος ΠΕΤ, το οποίο και
άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη
και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της
(άρθρα 577 §§ 1,3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από το συνδυασμό
των επεχόντων ισχύ νόμου διατάξεων 1) του Δ/τος της 4-12-1834 "περί της
ιδιοκτησίας των εν μοναστηρίοις μοναχών", 2) του
Δ/τος της 25-8-1833 "περί των εν των Βασιλείω Μοναστηρίων", 3) του Δ/τος της 26-4-1834 "Περί
μεταβάσεως των εκκλησιαστικών εισοδημάτων εις την επί των Οικονομικών
Γραμματεία", προκύπτει ότι από τα κτήματα των διαληθεισών
Μονών ιδρύθηκε νέο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο μεταβιβάσθηκε όλη
η περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και του οποίου (Π.Ε.Τ.) μόνον η διαχείριση
κατά το άρθρο 1 του πιο πάνω από 29-4-1843 Δ/τος ανατέθηκε στον Υπουργό των
Οικονομικών, ο οποίος και το εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα (άρθρα 1, 2 του
από 26-6/10-7-1944 Δ/τος "περί δικών του Δημοσίου"). Ειδικότερα, το
πιο πάνω άρθρο 1 του Δ/τος της 29-4-1843 προβλέπει ότι: "Η περί των
κτημάτων των διαλελυμένων μοναστηρίων
και η περί του δευτέρου δεκάτου των διατηρουμένων φροντίς,
ωσαύτως δε και η ενώπιον των δικαστηρίων αντιπροσώπευσις
της περιουσίας ταύτης θέλει μεταβή εις την ημετέρων
επί των Οικονομικών Γραμματείαν της Επιτροπείας, φροντίζουσαν και περί της καταλληλοτέρας
διαθέσεως των κτημάτων τούτων κατά τας υπαρχούσας
περί εκκλησιαστικών κτημάτων διατάξεις ...". Προσέτι, το εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ.
(Π.Ε.Τ.) εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον δεν έχει καταργηθεί από καμία διάταξη
νόμου. Κατά το άρθρο δε 1§3 του α.ν. 1539/1938
"περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" προβλέπεται ότι "ως
ακίνητα του Δημοσίου ... νοούνται και τα ακίνητα των διαλελυμένων
μονών, τα περιελθόντα και ανήκοντα εισέτι στο Παλαιόν Εκκληστιαστικόν
Ταμείον".
Συνεπώς, όλες οι
περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας
εφαρμόζονται και επί των ακινήτων του Π.Ε.Τ. (σχ. ΑΠ 184/2018, ΑΠ 11/1981).
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη
του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση στερείται
νόμιμης βάσης, όταν στην ελάσσονα πρότασής της δεν αναφέρονται διόλου ή
αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το
δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ουσιώδους για την έκβαση της
δίκης ζητήματος και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση
συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν
συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
IV. Η επιτρεπτώς επισκοπούμενη-προσβαλλόμενη, 609/2018, απόφαση
του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, έχει ως εξής: "Από την επανεκτίμηση της
ένορκης κατάθεσης του μάρτυρας της ενάγουσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του
πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (οι άλλοι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρα) και
περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως
καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ' επικλήσεως
προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η ειδικότερη μνεία παρακάτω κάποιων από αυτά να
συνεπάγεται παράλειψη αξιολόγησης των υπολοίπων για την ουσιαστική διερεύνηση
της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο
ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, έκτασης 174,30 τμ., το
οποίο βρίσκεται στη θέση "..." της περιφέρειας του δήμου
, πρώην
δήμου Πειραιώς, εντός του σχεδίου πόλεως, επί των οδών ... και ήδη οδών ...,
όπως αποτυπώνεται με τα στοιχεία ... στο από Φεβρουαρίου 1983 τοπογραφικό
διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Μ. Κ., που προσαρτήθηκε στο υπ' αρ.
.../2-2-1983 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Α. Τ., και συνορεύει,
σύμφωνα με το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα, βόρεια επί πλευράς Γ-Δ μήκους
10,50 μ. με ιδιοκτησία Μ., νότια επί προσώπου Α-Β μήκους 10,50 μ. με την οδό
... ανατολικά επί προσώπου Β-Γ μήκους 16,55 μ. με την οδό ... και δυτικά επί
πλευράς Α-Δ μήκους 16,65 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων. Επί του ανωτέρω οικοπέδου
υφίσταται σήμερα διόροφη οικοδομή αποτελούμενο από
α)υπόγειο χώρο με δύο θέσεις στάθμευσης, αποθήκη και λεβητοστάσιο, συνολικής
επιφάνειας 53 τμ., β)ισόγειο διαμέρισμα επιφάνειας 66 τμ. και γ) πρώτο όροφο,
που επικοινωνεί με το ισόγειο, επιφάνειας 62 τμ. Με την υπ' αρ.
24414/4876/8-9-1997 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Β' 836/17-9- 1997)
κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ο δήμος ... ενώ με τις υπ' αρ. ...-5-2007 και
419/2/31-5-2007 αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του ΟKXE (ΦΕΚ Β'
934/11-6-2007) διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης και η
ολοκλήρωση της καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του
κτηματολογικού γραφείου του δήμου ... και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του
κτηματολογίου στον εν λόγω δήμο η 11-6-2007. Το επίδικο ακίνητο, το οποίο
σύμφωνα με την καταμέτρηση του ΟΚΧΕ έχει επιφάνεια 180 τμ., έλαβε ως γεωτεμάχιο
τον ΚΑΕΚ ... και φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία του οικείου κτηματολογικού
γραφείου ως ανήκον στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν-δεύτερο εφεσίβλητο Ελληνικό
Δημόσιο. Το τελευταίο, με τους ισχυρισμούς του, που περιέλαβε στις κατατεθείσες
στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις του, ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο
ανήκει στη κυριότητα του ως εμπίπτον στο με ΑΒΚ ... δημόσιο κτήμα, το οποίο
αποτελεί τμήμα ευρύτερης εκτάσεως με την ονομασία "...", που περιήλθε
σε αυτό δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης "περί
οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και τα από 3/2, 4/16-6 και
19-6/1-7-1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, διά των οποίων αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως
ανεξάρτητο κράτος και δυνάμει των οποίων η εν λόγω έκταση, που ανήκε στο
τουρκικό δημόσιο, κατελήφθη και δημεύτηκε από το ίδιο (το ελληνικό δημόσιο).
Επικουρικά, ισχυρίστηκε ότι η ευρύτερη ως άνω έκταση, εντός της οποίας εμπίπτει
και το επίδικο οικόπεδο, αποτελούσε ανέκαθεν βοσκότοπο και λιβάδι και, δοθέντος
ότι είχε την παραπάνω ιδιότητα πριν και μετά την ισχύ του με ημερομηνία
3/15-12-1833 ΒΔ/τος, απέκτησε την κυριότητα του αυτού, καθώς για την επικαρπία
του δεν είχε εκδοθεί κάποιο έγγραφο (ταπί) επί τουρκοκρατίας, ότι, άλλως
κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, καθώς νεμόταν
αυτό από την απελευθέρωση της χώρας από τους τούρκους διαρκώς μέχρι τον χρόνο
άσκησης της αγωγής ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, ότι σε κάθε
περίπτωση επί του ακινήτου, πριν και μετά την ισχύ του άρθρου 16 του Νόμου της
21-6/10-7-1837 περί διάκρισης κτημάτων και του άρθρου 2 § 1 ΑΝ 1539/1938 και
του άρθρου 972 ΑΚ, δεν υπήρχε κανένα εμπράγματο δικαίωμα ιδιώτη και, συνεπώς,
ως αδέσποτο περιήλθε αυτό στην κυριότητά του, ενώ κανείς ιδιώτης,
συμπεριλαμβανομένης της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της, δεν νεμήθηκαν το
επίδικο δημόσιο κτήμα με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας μέχρι
τις 11-9-1915, οπόταν άρχισε να ισχύει το απαράγραπτο για τα δικαιώματα του δημοσίου.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού απέρριψε ως νόμω
αβάσιμο τον ισχυρισμό περί απόκτησης του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, στη
συνέχεια δέχτηκε, όπως προαναφέρθηκε, ως ουσία βάσιμο τον ισχυρισμό του ότι
έγινε κύριο της ευρύτερης έκτασης, όπου και το επίδικο, με κατάληψη του από το
ίδιο μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους από
τους Τούρκους, πλην όμως η κυριότητα του καταλύθηκε λόγω συνδρομής των
προϋποθέσεων του άρθρου 4 § 1 Ν. 3127/2003. Σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς
του επίδικου ακινήτου, από τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν
τα παρακάτω. Το επίδικο οικόπεδο περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση επιφάνειας
1.000 στρεμμάτων περίπου, η οποία έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με αριθμό ΒΚ
... στη θέση "...", όπως η θέση του αποτυπώθηκε στο προσκομιζόμενο
από 16-5-2008 κτηματολογικό διάγραμμα, που συνέταξαν οι μηχανικού ΤΎ Α. Γ. και
Σ. Δ. και θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής
Υπηρεσίας Πειραιά μηχανικό Ν. Κ., κατόπιν της υπ' αρ...-5-2009 εντολής του
τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά. Καταγραφής δε ως
δημόσιο κτήμα την 1-8-1981 με βάση την υπ' αρ. Δ 1718/588/13-3-1979 απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ' αρ. ...6-1972 γνωμοδότησης του
Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, όπως το δημόσιο αυτό κτήμα
αποτυπώνεται με τα στοιχεία ... στο από 30-12-1971 τοπογραφικό διάγραμμα του
μηχανικού Γ. Ξ. και στη συνέχεια συντάχθηκε το από 11-3-1982 πρωτόκολλο
κατάληψης δημοσίου κτήματος. Σύμφωνα, εξάλλου, με το από 3-7-1981 πρακτικό
καθορισμού ορίων τοποθεσιών του δήμου Πειραιώς, οριζόταν ανατολικά με ... (νυν
περιοχή ...) και δρόμο ..., δυτικά με όριο Αθηνών (... και δάσος), βόρεια με
όριο Αθηνών (βουνό ...) και νότια με θέσεις ... μέχρι τον δρόμο προς Σαλαμίνα.
Η ανωτέρω έκταση αποτελεί τμήμα της ευρύτερης περιοχής γνωστή με την ονομασία
"...", συνολικής επιφάνειας 10.000 στρεμμάτων περίπου, της οποίας τα
σύνορα, όπως διατυπώνονται στις διακηρύξεις δημοπρατήσεως της, που διασώζονται
από το 1888, ήταν ανατολικά κτήμα ..., δυτικά κτήματα της ... βόρεια λιβάδι της
... και νότια κτήματα παραχωρηθέντα στον Π. Κ.. Η περιοχή του "..."
περιλαμβάνει τις επιμέρους τοποθεσίες "...)", "..." και
"... ή .... Η περιοχή του "..." είχε συμπεριληφθεί στις δημόσιες
γαίες από το έτος 1890 και είχε καταγραφεί με αύξοντα αριθμό
στον γενικό
πίνακα εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων με τα προαναφερθέντα όρια (... ή
κτήμα ...- λιβάδι ... Π. Κ.). Επρόκειτο ανέκαθεν για περιοχή βουνώδη, βραχώδη
και επικλινή, ως εκ τούτου ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια, και λόγω
αυτής ακριβώς της μορφολογίας της υπαγόταν στις δημόσιες γαίες, που επί
τουρκοκρατίας ανήκαν κατά κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο (μεβάτ-νεκρές
γαίες).
Συνεπώς, μετά τους
αγώνες περί ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους δυνάμει της συνθήκης της ..., η
εν λόγω έκταση περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού κράτους.
Έκτοτε, το Ελληνικό Δημόσιο κατείχε την ανωτέρω περιοχή διανοία
κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως ενεργώντας με τα νόμιμα όργανα του όλες τις
πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό της, όπως
εκμισθώσεις προς τρίτους χαρτογραφήσεις κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, αναδασώσεις
παραχωρήσεις εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, φύλαξη επιτήρηση,
εποπτεία και αποκρούσεις κάθε είδους επεμβάσεων τρίτων επ' αυτής. Συγκεκριμένα,
το Ελληνικό Δημόσιο όλη την περιοχή του "...", των 10.000 στρεμμάτων,
εκμίσθωνε σε τρίτους, χαρακτηρίζοντας την ως "εθνική
" ή
"εθνικό
", όπως προκύπτει ενδεικτικά από 1) την υπ' αρ. .../1888
αρχική διακήρυξη δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του οικονομικού
εφόρου Πειραιώς 2) τις υπ' αρ. .../1888 και ...1988 επαναληπτικές διακηρύξεις
δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του ιδίου, 3) την υπ' αρ. ...1889
διακήρυξη επαναληπτικής δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του ιδίου,
4) την υπ' αρ. .../19-1-1896 διακήρυξη πενταετούς ενοικίασης χορτονομής του
ιδίου, 5) την υπ' αρ. .../10-6-1896 επαναληπτική διακήρυξη δημοπρασίας του
ιδίου, 6) την από 21-6-1896 έγκριση της δημοπρασίας του Υπουργείου Οικονομικών,
7) την από 7-3-1901 προσφορά του Γ. Μ. προς τον οικονομικό έφορο Πειραιώς και
8) την από 12-1-1923 αίτηση του Α. Μ., όπου αναφέρει ότι υπήρξε ενοικιαστής του
"δημοσίου λιβαδίου '...'" κατά τα έτη
1906-1911. Επίσης, με επιμέλεια του Ελληνικού Δημοσίου συντάχθηκαν τοπογραφικά
διαγράμματα της παραπάνω περιοχής και συγκεκριμένα, με εντολή του εκπονήθηκαν
1)τα με στοιχεία ... 6-9 από 5-5-1893 και ...-5-5 από 20-11-1885 διαγράμματα
του γεωμέτρη Ν. Μ. καθώς και 2) το με στοιχεία ...-5-6 από 31-12-1882 διάγραμμα
του Σ. Κ.. Ακόμη, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαινε ήδη από του έτους 188 Ι σε
παραχωρήσεις τμημάτων της άνω περιοχής σε ιδιώτες, όπως προκύπτει από τον
επικαλούμενο και προσκομιζόμενο κατάλογο 202 παραχωρητηρίων της κτηματικής
υπηρεσίας Πειραιώς που αναφέρονται στην περιοχή "...". Παράλληλα, το
Ελληνικό δημόσιο, από τότε που κατά τα προαναφερόμενα περιήλθε σε αυτό η
παραπάνω ευρύτερη περιοχή του "...", τη φύλασσε, την επέβλεπε και την
επιτηρούσε διαρκώς δια των αρμοδίων οργάνων του, αποτρέποντας κάθε αυθαίρετη
και χωρίς δικαίωμα πράξη, που επιχειρούσαν τρίτοι επ' αυτής. Η συνεχής εποπτεία
και επιτήρηση της εν λόγω περιοχής από το Ελληνικό Δημόσιο και η αδιάκοπη
προσπάθεια του να αποτρέπει τις πολλαπλές επεμβάσεις καταλήψεις και αυθαίρετες ενέργειες
τρίτων σε αυτή προκύπτει και από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα,
δια των οποίων γίνεται ενημέρωση των αρμοδίων αρχών για επιχειρούμενες
καταλήψεις ή άλλες αυθαίρετες ενέργειες τρίτων, δίδεται εντολή για λήψη μέτρων
και την απόκρουση τέτοιων ενεργειών. Τέτοια έγγραφα είναι ενδεικτικά 1) το από
20-1-1888 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς τον αστυνόμο Πειραιώς, 2) το με
αρ. ...-3-1899 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς τη διοίκηση
αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς 3)το από 9- 12-1888 έγγραφο του οικονομικού εφόρου
προς τον υπομοίραρχο Πειραιώς 4)το υπ' αρ. ...-1-1888 έγγραφο του οικονομικού
εφόρου Γ. Γ. προς τον αστυνόμο Πειραιώς 5) το με ημερομηνία 22-8-1894 έγγραφο
του οικονομικού εφόρου προς τον αγροτικό αστυνόμο Αθηνών και Πειραιώς 6) το με
ημερομηνία 29-9-1894 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς τον αστυνόμο Ν.
Φαλήρου, 7) το με αρ. ...-3-1894 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς
το Υπουργείο Οικονομικών και 8) το από 26-11-1896 έγγραφο του οικονομικού
εφόρου Πειραιώς προς τον αστυνόμο Πειραιώς. Με βάση τα προεκτεθέντα,
λοιπόν, τo Ελληνικό Δημόσιο νεμόταν και κατείχε την
ευρύτερη έκταση του "...", συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου κτήματος
με ΑΒΚ ... και συνακόλουθα του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα, που
παρατέθηκαν ανωτέρω, ήτοι με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την
ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλει δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενεργώντας
όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που άρμοζαν στη φύση'' και τον προορισμό της
κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους
Τούρκους μέχρι και την 11-9-1915, και συνεπώς είχε γίνει κύριος αυτού, κατά το
χρονικό αυτό σημείο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Το χρονικό αυτό
σημείο έχει σημασία διότι, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας εφόσον
είχε κτηθεί η κυριότητα του επιδίκου από το
εναγόμενο, κατά τον άνω αναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, η κυριότητα του δεν ήταν
δυνατό να καταλυθεί μετά το χρονικό αυτό σημείο με χρησικτησία τρίτων, διότι
αφενός με τον Ν. ΔΞΗ/1912 και τα διατάγματα περί δικαιοστασίου, που εκδόθηκαν
βάσει αυτού, ανεστάλη η κτητική παραγραφή, αφετέρου με το άρθρο 21 του ΝΔ
22-4/16-5-1926 περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής
Αμύνης και το όρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 ορίστηκε ότι τα δικαιώματα επί των ακινήτων
κτημάτων του δημοσίου σε ουδεμία παραγραφή υπόκεινται. Το Ελληνικό Δημόσιο,
ωστόσο, εξακολούθησε και μετά την άνω ημερομηνία να νέμεται την έκταση του
"..." με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ειδικότερα, εξακολούθησε α)
να προβαίνει σε διακηρύξεις δημοπρασιών για την εκμίσθωση της, όπως προκύπτει
από 1) την υπ' αρ. ...22-3-1926 και την υπ' αρ.../26-4-1926 υποβολή πρακτικών
της με αρ... δημοπρασίας περί πενταετούς ενοικιάσεως της χορτονομής 2)το με αρ.
πρωτ. .../13-3-1930 έγγραφο προς βεβαίωση του μισθώματος
χορτονομής ως έσοδο του κράτους 3) το από 16-11-1931 πρωτόκολλο παράδοσης της
χορτονομής στον μισθωτή Κ. Α. Μ., που αναδείχθηκε από την υπ' αρ. .../24-3-1931
δημοπρασία πενταετούς ενοικιάσεως 4) το με αρ. πρωτ.
.../13-3-1930 έγγραφο περί βεβαιώσεως δόσεων μισθώματος χορτονομής ως κρατικό
έσοδο, 5) τη με αρ. πρωτ. ...20-7-1937 εντολή
προκηρύξεως δημοπρασίας μονοετούς ενοικιάσεως προς βοσκή, 6) τα από 3-10-1937
πρακτικά δημοπρασίας περί ενοικιάσεως της βοσκής κατόπιν της υπ' αρ. ...
δημοπρασίας του Υπουργείου Οικονομικών, 7) το από 14-12-1939 ενοικιάστήριο σύμφωνα με την υπ' αρ. .../17-9-1938
διακήρυξη δημοπρασίας για τριετή ενοικίαση προς βοσκή προβάτων, 8) το με
ημερομηνία 20-11-1950 ενοικιάστήριο για βοσκή
προβάτων και 9) το με αρ. πρωτ. ...24-7-1953 έγγραφο
της Δ/νσης Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών περί της αναγκαστικής
παράτασης της ως άνω μισθώσεως, β) Να δίδει εντολή νια τοπογράφηση της, όπως
ενδεικτικά προκύπτει από 1) το με στοιχεία ...-5-6 από 12-12-1927 διάγραμμα του
Ξ. Τ., 2) το με στοιχεία ...6-9 από 28-11-1928 διάγραμμα του Π., 3) το με
στοιχεία ...-6-9 από 12-3-1934 διάγραμμα του μηχανικού Α. Γ., που συμπληρώθηκε
στις 12-8-1936 από τον μηχανικό Κ., 4)το με στοιχεία ...-5-8 από 16-3-1938
διάγραμμα του Α. Φ., 5) το από Ιουνίου 1939 διάγραμμα Τ., που συνοδεύει την υπ'
αρ.
1939 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, 6)τα με
στοιχεία ...Β-6-9 από 15-10-1957 και .../Β-6-9 από 3- 4-1959 διαγράμματα του
Π., 7)το με στοιχεία ...Β-6-9 από 15-1-1955 διάγραμμα του Σ. Κ. και 8)το από
30-12-1971 κατατοπιστικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Γ. Ξ.. γ) Να
λαμβάνει μέτρα, ώστε να αποτρέπει την καταπάτηση της, με αναφορά μάλιστα σε
μερικά εξ αυτών συγκεκριμένων προσώπων, που επιχειρούσαν καταπατήσεις (πχ ο Π.
Κ., οι αδελφοί Μ. και οι κληρονόμοι Χ. Μ.), όπως ενδεικτικά προκύπτει από 1) το
με αρ. .../28-7-1928 έγγραφο της Δ/νσης Κτημάτων της Αεροπορικής ’μυνας προς το
κτηματικό γραφείο Πειραιώς για τον καθορισμό ορίων μεταξύ των ενοικιαστών, 2)
το με αρ. πρωτ. .../2-7-1934 έγγραφο της Διοίκησης
δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών προς τους κληρονόμους του Χ. Μ.
(σχετικό με την αποβολή τους από το εν λόγω κτήμα), 3) το με αρ. πρωτ. .../12-6-1936 έγγραφο της Δ/νσης Δασών προς τον
Δασάρχη Αναδασώσεων, 4) το με αρ. πρωτ. .../1948
έγγραφο της Δ/νσης Δημόσιας περιουσίας προς τον αστυνομικό σταθμό Αμφιάλης, 5)
το με αρ. πρωτ. .../1-10-1949 έγγραφο του Νομικού
Συμβουλίου του κράτους/δικαστικό γραφείο Πειραιώς προς τη Δ/νση δημοσίων
κτημάτων της Γενικής Δ/νσης Δημόσιας περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, 6)
το με αρ. πρωτ. .../7-1-1963 έγγραφο της Δ/νσης
δημοσίων κτημάτων προς τη νομαρχία Πειραιά και κοινοποιηθέν στο Ειρηνοδικείο
Πειραιώς, τον οικοδομικό συν/σμό αναπήρων πολέμου και την οικονομική εφορία
δημοσίων κτημάτων. Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο δ) προχώρησε σε κήρυξη της εν
λόγω περιοχής ως δημόσιας δασικής αναδασωτέας έκτασης με την υπ' αρ.
108424/13-9-1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, ε) προέβη σε έκδοση πρωτοκόλλων
διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών για κατάληψη τμημάτων του δημοσίου
κτήματος στη θέση "..." και πιο συγκεκριμένα των υπ'αρ.
...-11-1979,...-9-1980, ...-10-1980, ...1981, ...1-1981, ...-1981, ...-11-1981,
...-11-1981, ...-6-1982 πρωτοκόλλων, στ) υπέβαλε μήνυση για παράνομη κατάληψη
δημόσιας δασικής έκτασης (βλ. το υπ' αρ. πρωτ.
.../15-11-1979 έγγραφο του δασαρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία
Πλημμελειοδικών Πειραιώς), 0 προέβη σε κατεδάφιση διαφόρων κατασκευών εντός της
περιοχής αυτής (βλ. υπ' αρ. πρωτ. .../15-4-1982
έγγραφο και τη συνημμένη σε αυτό ενημερωτική έκθεση του δασαρχείου Πειραιώς),
η) παραχώρησε τμήματα της ίδιας έκτασης είτε κατά κυριότητα είτε κατά χρήση σε
διάφορους δημόσιους φορείς όπως τους δήμους ... και ... για λόγους δημόσιας
ωφέλειας (βλ. το από 13-6-1984 παραχωρητήριο προς τους δήμους ... και ... καθώς
και την .../21-2-1994 απόφαση του νομάρχη Πειραιώς για παραχώρηση προς τον
ΟΣΚ), θ) προέβαινε σε δικαστικές ενέργειες για την προστασία των δικαιωμάτων
του στην εν λόγω περιοχή (βλ. με αρ. 3/1989 και 3/2000 διατάξεις του Εισαγγελέα
Πρωτοδικών Πειραιώς) και ι) φύλασσε και περιφρουρούσε τμήματα της ίδιας έκτασης
(βλ. με αρ. πρωτ. .../44/7-4- 1977 έγγραφο του
Υπουργείου Γεωργίας προς την Επιθεώρηση Δασών Αττικής και Νήσων με θέμα
προστασία της δημόσιας δασικής έκτασης στη θέση ...- ... και το υπ' αρ. πρωτ. .../8-10-1979 έγγραφο του δασαρχείου Πειραιώς προς
τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς στο οποίο αναφέρεται ότι
αποφασίστηκε η περίφραξη της θέση "..." ... και ζητείται η συνδρομή
του ΙΑ αστυνομικού τμήματος ...). Το κυρίως παρεμβαίνον, ήδη εκκαλούν νομικό
πρόσωπο, επικαλείται δικό του δικαίωμα κυριότητας στην ευρύτερη έκταση των
10.000 στρεμμάτων περίπου με την ονομασία "...", στην οποία
συμπεριλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο ως διάδοχο της διαλυθείσας Μονής του Αγίου
Σπυρίδωνα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά
βάσιμος. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, η ίδρυση της
οποίας, ως είναι γνωστό τοις πάσι, τοποθετείται
χρονικά περί τον 16° αιώνα, ευρισκόμενη στη βορειοανατολική πλευρά του λιμένος
Πειραιά, διαλύθηκε μετά /την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους
Τούρκους, δυνάμει του ΒΔ της 25-9/7-10-1833, και η περιουσία του περιήλθε στο
συσταθέν με το ΒΔ 1- 13/12/1834 (ΦΕΚ 41/21-12-1834) Εκκλησιαστικό Ταμείο. Με
τον Ν. ΓΥΙΔ 3414/16-11-1909 (ΦΕΚ 270/19-11-1909) συνεστήθη νέο νομικό πρόσωπο
υπό την επωνυμία "Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο", το οποίο στη συνέχεια
καταργήθηκε με τον Ν. 4864/1909, πλην όμως χωρίς να καταργηθεί το προηγούμενο
(παλαιό) Εκκλησιαστικό Ταμείο -το κυρίως παρεμβαίνον-, το οποίο εξακολουθεί να
υφίσταται. Συγκεκριμένα, από τις συνδυασμένες διατάξεις α) του δ/γματος της
4-12-1834 "περί της ιδιοκτησίας των εν τοις μοναστηρίοις
μοναχών", β) του δ/γματος της 25-8-1835 "περί των εν Βασιλείω μοναστηριών", γ) του δ/γματος της 26-4-1834
"περί ιδιόκτητων μοναστηριών και εκκλησιών", δ) του δ/γματος της
20-5-1836 "περί των εκκλησιαστικών κτημάτων", ε) του δ/γματος της
13-7-1838 και στ) του δ/γματος της 29-4-1843 "περί μεταβάσεως των
εκκλησιαστικών εισοδημάτων εις την επί των Οικονομικών Γραμματεία"
προκύπτει ότι, από τα κτήματα των διαλυθεισών μονών ιδρύθηκε νέο νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου, το κυρίως παρεμβαίνον (Παλαιόν Εκκλησιαστικόν
Ταμείον-ΠΕΓ), στο οποίο μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία
τους, ανεξάρτητη και διακεκριμένη από την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και
του οποίου (ΠΕΤ) μόνο η διαχείριση, κατά το άρθρο 5 του από 29-4-1843 δ/τος,
ανατέθηκε στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος το εκπροσωπεί δικαστικά και
εξώδικα. Το εν λόγω ΝΠΔΔ (Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο), λοιπόν, εξακολουθεί να
υφίσταται, εφόσον δεν έχει καταργηθεί από καμία διάταξη νόμου. Περαιτέρω,
πασίγνωστο τυγχάνει ότι η μονή του Αγίου Σπυρίδωνα κατείχε πολλές εκτάσεις γης
στην πειραϊκή χερσόνησο, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι στην ιδιοκτησία της
ανήκε και η περιοχή των 10.000 στρεμμάτων γνωστή ως "..." και
ειδικότερα το τμήμα αυτής, που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ABK ..., στη
θέση ..., όπου και το επίδικο ακίνητο. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η
περιουσία της διαλυθείσας, μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους
Τούρκους, Μονής του Αγ. Σπυρίδωνα δεν ήταν ενιαία, αλλά διάσπαρτη σε διάφορες
θέσεις με νοτιότερο σημείο τη θάλασσα, βορειότερο τις παρυφές το
"...", ανατολικά το λιμάνι της Ζέας και δυτικά την παραλία του ....
Σύμφωνα με τον υπ'αρ. ...24-7-1835 πίνακα
εκκλησιαστικής περιουσίας της επί των εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως
Γραμματείας Επικρατείας περιουσία της εν λόγω Μονής, που περιλάμβανε
καλλιεργήσιμες γαίες, ανερχόταν σε έκταση 1600 τετρ. τεκτ. πήχεων, ενώ σύμφωνα με αρχείο της Εφορίας Δημοσίων
Κτημάτων Αθηνών φέρεται να κατείχε 60 ακίνητα σε ... μονοπάτι, ... συνολικής
έκτασης 1.177,5 στρεμμάτων. Το γεγονός ωστόσο, ότι την ακίνητη περιουσία της
διαλυθείσας Μονής του Αγ. Σπυρίδωνα διαχειριζόταν το ελληνικό δημόσιο, τo οποίο ήταν και εκπρόσωπος του Παλαιού Εκκλησιαστικού
Ταμείου, οδήγησε στην συγχώνευση αυτής με τα ακίνητα, που ανήκαν στο Ελληνικό
Δημόσιο, υπό την έννοια ότι το τελευταίο, μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών του,
διαχειριζόταν ενιαία τα εκκλησιαστικά και δημόσια κτήματα χρησιμοποιώντας χωρίς
διάκριση αμφότερες τις ονομασίες. Για το λόγο αυτό και στον με αρ. ... από 16-
5-1890 πίνακα των εκκλησιαστικών και εθνικών κτημάτων -πέριξ της πόλεως του
Πειραιώς- του υπουργείου οικονομικών καταγράφονται ενιαία, χωρίς να γίνεται
αναφορά ποια από αυτά ανήκουν στην εκκλησιαστική περιουσία και ποια αποτελούν
δημόσια κτήματα. Η ενοποίηση αυτή των εκκλησιαστικών και δημοσίων κτημάτων
δικαιολογεί και το γεγονός ότι, σε πολλά έγγραφα από το 1899 και εντεύθεν
γίνεται αναφορά στην περιοχή "..." των 10.000 στρεμμάτων ως
ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Εντούτοις, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω
περιοχή, ως ενιαίο σύνολο, ανήκε στην διαλυθείσα Μονή Αγ. Σπυρίδωνα και
περιήλθε ως τέτοια στο κυρίως παρεμβαίνον. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου
στηρίζεται στις εξής σκέψεις : 1) Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επί
τουρκοκρατίας, η ευρύτερη περιοχή με την ονομασία "..." ήταν βραχώδης
και επικλινής ακατάλληλη για καλλιέργεια, αλλά και παντέρημος, όπως και το
μεγαλύτερο μέρος της πειραϊκής χερσονήσου, πλην των περιοχών γύρωθεν του λιμένα του Πειραιά. Ως τέτοια έπεται ότι, κατ'
αρχήν, ανήκε κατά κυριότητα στο Οθωμανικό δημόσιο και η Μονή Αγίου Σπυρίδωνα θα
μπορούσε να είχε αποκτήσει μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως
(οιονεί επικαρπίας) επ' αυτής δυνάμει ταπίου. Εφόσον
δε η Μονή διέθετε πράγματι τέτοιο τίτλο θα είχε αναγνωρισθεί από τον Σουλτάνο
κατά το έτος 1829 ως ιδιοκτήτρια της όλης έκτασης, Η ύπαρξη όμως τέτοιων
τίτλων, που να περιλαμβάνουν ολόκληρη την έκταση του "...", όπως
ανωτέρω ορίσθηκε, δεν αποδείχθηκε. Ούτε, επίσης αποδείχθηκε ότι εντός της
περιοχής αυτής, πολλώ δε μάλλον εντός το με στοιχεία
ΑΒΚ ... δημοσίου κτήματος, υπήρχαν εκτάσεις, που είχαν παραχωρηθεί από το
τουρκικό δημόσιο σε ιδιώτες προς καλλιέργεια ή βόσκηση με νόμιμο τίτλο (ταπί),
οι οποίοι στη συνέχεια τις παραχώρησαν ως αφιερώματα στην Μονή Αγίου Σπυρίδωνα,
αφού κατά τον τουρκικό νόμο το αφιέρωμα (βακούφ)
απαιτούσε πράξη του ιδιοκτήτη, η οποία δεν υπάρχει εν προκειμένω. 2) Στα
πλαίσια διαχείρισης της δημόσιας και εκκλησιαστικής περιουσίας το Ελληνικό
Δημόσιο, το διάστημα των ετών οπό το 1838 μέχρι το 1958, προέβη σε παραχωρήσεις
καλλιεργήσιμων γαιών σε ιδιώτες, οι οποίες αφορούν 222 ακίνητα, συνολικού
εμβαδού 4.109,55 στρεμμάτων, που στην πλειοψηφία τους αφορούν εκκλησιαστική
περιουσία. Από αυτά, τα 158 ακίνητα, συνολικής έκτασης 3.337,264 στρεμμάτων,
βρίσκονται στις περιοχές ..., ..., ... και .... Η συνολική παραχωρηθείσα, όμως
έκταση στον "..." περιλαμβάνει μόλις 253,235 στρέμματα, τα οποία
αφορούν καλλιεργήσιμη γη, στοιχείο ενδεικτικό του μεγέθους της περιουσίας της
διαλυθείσας Μονής Αγίου Σπυρίδωνα στην περιοχή του "...", η οποία
είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να φτάνει στα 10.000 στρέμματα, όπως
ισχυρίζεται το κυρίως παρεμβαίνον. Ενισχυτικό της θέσης αυτής είναι και η κατά
το έτος 1926 μελέτη του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς Σ. Π. (δημοσιευθείσα
στο περιοδικό "Ελληνική Δικαιοσύνη"), στην οποία αναφέρεται ότι, στα
αντίγραφα των τριών πινάκων για τα μοναστήρια και μοναστηριακά κτήματα, που
υποβλήθηκαν με το υπ' αρ. .../20-9-1844 έγγραφο του Υπουργείου των
Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως προς το Υπουργείο Οικονομικών
αποτυπώνεται περιουσία της Μονής Αγίου Σπυρίδωνα έκτασης μόλις 248 στρεμμάτων,
επισημαίνοντας πάντως ότι λόγω της μεταβολής των ορίων και μεταπλάσεως του
εδάφους της Πειραϊκής χερσονήσου η αποτύπωση αυτή δεν είναι απολύτως ακριβής
-σε κάθε όμως περίπτωση, με βάση τη λογική, η διαφορά από τα 248 στα 10.000
στρέμματα είναι τεράστια. 3) Τα έξι διαγράμματα του γεωμέτρη Ν. Ξ. (ήτοι τα με
στοιχεία ...5-6/17-5- 1858, .../Β-2-37/19-5-1858, ...-1-35/27-6-1859,
.../Β-1-3/9-5-1861, ...-5-6/26-3-1889 και ...-2-37/1898), ο οποίος κτηματογράφησε μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας της
διαλυθείσας Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα και συνέταξε τα ανωτέρω διαγράμματα σε
εκτέλεση της διαταγής ...7/12-4-1858 του Υπουργείου Οικονομικών, αφορούν τις
θέσεις ... (το τελευταίο δεν βρέθηκε), ενώ δεν υπάρχουν διαγράμματα για τις
θέσεις ... ή ..., η δε περιουσία της Μονής στη θέση ... ανέρχεται μόλις σε
1.504,634 στρέμματα, στη θέση Κ. σε 1.082,546 στρέμματα και στη θέση ...
(περιοχή συνεχόμενη βορειοανατολικά με τη θέση ...) σε 139,558 στρέμματα. 4)
Είναι αλήθεια ότι σε πολλά δημόσια έγγραφα των ετών μετά το 1890 (όπως η με αρ.
.../16-9-1900 διακήρυξη δημοπρασίας ενοικιάσεως χορτονομής "παρά την θέσιν ... ή ... εκκλ. εκτάσεως εκ στρεμμάτων 10 περίπου
χιλιάδων, το με αρ. ...-2-1901 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς το Υπουργείο
Οικονομικών περί υποβολής πρακτικών δημοπρασίας "παρά τας θέσεσει ... και ... ... ... εκκλησιαστικών γαιών", το
από 4-2-1901 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον οικονομικό έφορο
Πειραιώς σχετικά με τις αξιώσεις ιδιωτών "επί των εν τας θέσεις ... κλπ
κτημάτων του εκκλησιαστικού ταμείου", το με αρ. ...16-6-1906 έγγραφο του
οικονομικού εφόρου Πειραιώς για τη διακήρυξη δημοπρασίας ενοικιάσεως χορτονομής
"παρά την θέσιν ... ή ... εκτάσεως του
εκκλησιαστικού ταμείου εκ στρεμμάτων περίπου δέκα χιλιάδων") γίνεται
αναφορά στην περιοχή "..." ως εκκλησιαστική περιουσία με παλαιότερο,
το με ημερομηνία 10-3-1899 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς τη
Δ/νση Διοικήσεως Αστυνομίας Αθηνών- Πειραιώς. Τούτο όμως, όπως αναφέρθηκε και
πιο πόνο), δικαιολογείται, διότι οι υπηρεσίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους
αντιμετώπιζε την δημόσια και εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία ως ένα ενιαίο
σύνολο. Όμως ήδη σε παλιότερα (του έτους 1890) έγγραφα, και δη από το έτος
1888, γίνεται αναφορά στην ίδια έκταση ως εθνική (βλ. το με αρ. .../26-9-1888
έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς περί διακήρυξης δημοπρασίας καθώς και
το με αρ. πρωτ. ... & ...5-12-1888 έγγραφο του
οικονομικού εφόρου Πειραιώς), και από το 1838 και μετά, ήτοι πολλά έτη πριν
εμφανιστεί το εκκλησιαστικό ταμείο ως ιδιοκτήτης της εν λόγω έκτασης, το
ελληνικό δημόσιο φέρεται να παραχωρεί (ως έχον στην ιδιοκτησία του) στην θέση
"..." (σήμερα περιοχή ...), γειτνιάζουσα (νοτιοανατολικά) στη θέση
"..." και πέριξ αυτής εκτάσεις 36 και 6,127 στρεμμάτων στους Α. και
Τ. (βλ. με αρ. 167 και 368 παραχωρητήρια), ενώ στην θέση "..." εμφανίζονται
παραχωρήσεις γαιών εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου από το 1881. 5) Τέλος
πρέπει να επισημανθεί ότι η πέριξ του δημοσίου κτήματος ΒΚ ... στη θέση
"..." έκταση απαλλοτριώθηκε το 1927 για την δημιουργία του
προσφυγικού συνοικισμού ... ενώ αυτό είχε απομείνει εκτός απαλλοτρίωσης διότι
αποτελούσε βουνό, στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι η εν λόγω περιοχή ως μηδεμίας αξίας έχουσα, επί τουρκοκρατίας, ανήκε στο
οθωμανικό δημόσιο, του οποίου διάδοχος υπήρξε το ελληνικό δημόσιο.
Συνεπώς, οι όποιες
πράξεις νομής έγιναν στην περιοχή "...", όπου και το επίδικο ακίνητο,
δεν έγιναν από το κυρίως παρεμβαίνον, αλλά από το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο,
που ενεργούσε για λογαριασμό του θεωρώντας την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στην
δική του ιδιοκτησία και έχουσα χαρακτήρα δημοσίου κτήματος. Συνακόλουθα, ορθώς
εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι η
ευρύτερη περιοχή "...", όπου εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο δεν
περιλαμβάνεται στην περιουσία της διαλυθείσας Μονής του Ανίου Σπυρίδωνα και
ακολούθως απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσία βάσιμη.
Περαιτέρω,
αποδείχθηκε ότι το επίδικο έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως του Δήμου ... ήδη
από το έτος 1952 με το από 10-3-1952 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α' 65/15-3-1952)
"περί επεκτάσεως του σχεδίου
... εις τας περιοχάς
... και
" και το από 26-2-1956 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α' 80/6-3-1956)
"περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου ... προς βορράν
της περιοχής ... και καθορισμού ορίων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων
αυτού" αλλά και με την υπ' αρ. 50491/1391/12-3-1991 Υπ. Απόφαση Έγκρισης
Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του δήμου ... (ΦΕΚ Δ' 206/26-4-1991), όπως
αναθεωρήθηκε με την υπ' αρ. 345303/14/22-7-1992 (ΦΕΚ Δ' 971/25-9-1992) απόφαση
του Νομάρχη Πειραιά και την υπ' αρ. 20422/15-4-2014 Υπ. Απόφαση Έγκρισης
τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της δημοτικής ενότητας ... δήμου
...-Δραπετσώνας (ΦΕΚ τ. ΑναγκΑπαλ 142/5-5-2014).
Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του υπ' αρ. .../2-2-1983 συμβολαίου του
συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Α. Τ., νόμιμα μεταγεγραμμένου,
όπως προαναφέρθηκε, παραδόθηκε στην ενάγουσα, λόγω πώλησης, η νομή του επίδικου
ακινήτου από τις Ε. χα Δ. Κ., το γένος Χ. και Ε. Κ., Ε. συζ. Α. Α., το γένος Χ.
και Ε. Κ., και Σ. Κ. του Χ. και Ε. Κατόπιν αίτησης της ενάγουσας εκδόθηκε από
την Υπηρεσία Πολεοδομίας Πειραιώς η υπ' αρ. ...1983 οικοδομική άδεια, με βάση
την οποία επί του επιδίκου ακινήτου, όπου ήδη υπήρχε (πριν από το 1979) ισόγεια
οικία, πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες ανέγερσης νέας διόροφης οικοδομής με υπόγειο και δώμα. Επίσης, αποδείχθηκε
ότι από την παράδοση της νομής του προπεριγραφέντος
ακινήτου των 174,30 τμ. στην ενάγουσα το έτος 1983 αυτή το νέμεται συνεχώς και
αδιαλείπτως με καλή πίστη και διάνοια κυρίας, ασκώντας επ' αυτού όλες τις
προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής, όπως ανέγερση οικοδομής,
επίβλεψη και συντήρηση, παραχώρηση της χρήσης του διαμερίσματος της οικοδομής
στην μητέρα της και τον αδερφό της για να διαμένουν, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί
από οποιονδήποτε, ενώ αυτή δεν είχε κάποια ένδειξη ότι το ακίνητο αυτό ανήκει
στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς αυτό βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου
πόλεως και σε κατοικημένη περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, πριν από τη σύνταξη του
ανωτέρω συμβολαίου η ενάγουσα δια του πληρεξουσίου της Ε. Μ. προέβη σε έλεγχο
των τίτλων ιδιοκτησίας των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της, από τον οποίο
προέκυψε ότι το εν λόγω οικόπεδο είχε περιέλθει στις πωλήτριες Ε. χα Δ. Κ., Ε.
συζ. Α. Α. και Σ. Κ. του Χ. και Ε. κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε εκάστη,
από κληρονομιά του αμφιθαλή αδερφού 4ους Σ. Κ. του Χ. και Ε., οποίος απεβίωσε
στις 7-3-1979 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλιπε ως
μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τις ως άνω
αδερφές του, που αποδέχθηκαν την κληρονομιά αυτού με την υπ' αρ. .../2-4-1979
πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Πειραιώς Π. Ν. Γ.,
νόμιμα μεταγεγραμμένης στα οικεία βιβλία του
υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος
και αύξ. αρ.
.). Στον δε Σ. Κ. του Χ. το
επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από τον Ι. Κ. Κ., δυνάμει του υπ' αρ.
.../6-11-1953 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γ. Ε. Λ., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου
Πειραιώς (τόμος
και αύξ. αρ.
) σε συνδυασμό με την υπ' αρ. .../1953 πράξη
εξόφλησης του ιδίου συμβολαιογράφου. Εξάλλου, στον Ι. Κ. του Κ. είχε περιέλθει
το εν λόγω ακίνητο σε μεγαλύτερη έκταση με αγορά από την αδερφή του, Μ. σύζ. Χ. Γ., το γένος Κ. Κ., δυνάμει του υπ' αρ.
.../5-5-1941 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ε. Χ. Σ., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών (τόμος
και
αύξ. αρ.
). Στην Μ. συζ. Χ. Γ. το αυτό ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από
τους Ι. Γ. Ζ., Γ. Κ. Ζ., Π. Κ. Ζ., Μ. χα Κ. Ζ., το γένος Π. Π., Ο. συζ. Π. Π.,
το γένος Κ. Ζ. και Χ. συζ. Ε. Α., το γένος Κ. Ζ., δυνάμει του υπ' αρ. .../18-8-1939
συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ι. Δ. Λ., μεταγεγραμμένου
στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών (τόμος
και αύξ. αρ.
.), οι οποίοι το απέκτησαν
εν μέρει από κληρονομιά των Σ. Γ. Ζ. και Κ. Γ. Ζ. και εν μέρει εξ αγοράς. Από
όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι η ενάγουσα από το 1983, αλλά και οι
δικαιοπάροχοι αυτής από το έτος 1939 και εφεξής ασκούσαν συνεχώς όλες τις
προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου πράξεις νομής χωρίς ποτέ
να ενοχληθούν από τρίτους ούτε και από τα αρμόδια όργανα του Ελληνικού
Δημοσίου, το τελευταίο μάλιστα εισέπραττε επί δεκαετίες τους φόρους τα τέλη και
τα δικαιώματα, που αφορούσαν το επίδικο ακίνητο, και δεν προέβη ποτέ στη
σύνταξη πρωτοκόλλου κατάληψης του ως άνω ακινήτου, κατά τις διατάξεις περί
δημοσίων κτημάτων (άρθρο 43 § 2 του ΑΝ 1539/1938), ούτε ενήργησε υλικές πράξεις
επ'αυτού. Και ναι μεν προαναφέρθηκαν πράξεις νομής
του Ελληνικού Δημοσίου από το 1888 και εντεύθεν, που αφορούσαν την ευρύτερη
περιοχή του ΑΒΚ ... δημοσίου κτήματος πλην όμως ειδικά για το επίδικο ακίνητο
δεν αποδείχθηκε ότι ενήργησε επ' αυτού συγκεκριμένες πράξεις νομής, οι οποίες
να ήταν εμφανείς από την ενάγουσα, ώστε να δικαιολογείται η κακή πίστη εκ
μέρους της κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι
απώτατοι δικαιοπάροχοι όλων φέρονται να είναι, κατά ένα μέρος, τα αδέρφια Γ.
και Κ. Ζ., που, κατά του ισχυρισμούς του εναγομένου υπήρξαν καταπατητές στην
περιοχή του "...", δεν συνεπάγεται και κακή πίστη της ενάγουσας διότι
και λόγω της μόνιμης κατοικίας της στην Αμερική, οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να
γνωρίζει εάν το επίδικο είχε καταπατηθεί από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της
44 χρόνια πριν, οι οποίοι πάντως προέκυψε, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ότι
υπήρξαν ενοικιαστές της ευρύτερης περιοχής του "..." (βλ. ενδεικτικά
.../26-4-1926 έγγραφο υποβολής πρακτικών πενταετούς ενοικιάσεως και με αρ. πρωτ. .../13-3-1930 έγγραφο της διοίκησης δημοσίων κτημάτων
προς τον ταμία Πειραιώς). Ενδεικτικό, άλλωστε, της καλής πίστης της ενάγουσας
είναι ότι αυτή, έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου
ακινήτου από κύριο, απευθύνθηκε σε δημόσια υπηρεσία για την έκδοση οικοδομικής
αδείας για το επίδικο ακίνητο, το δήλωνε επί έτη στο φύλλο Ε9, ενέργειες στις
οποίες δεν θα προέβαινε αν γνώριζε ότι αξιώνει επ' αυτού δικαιώματα το Ελληνικό
Δημόσιο (ΑΠ 863/2011 ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα η αρχική οικία επί του επιδίκου είχε
ανεγερθεί από τον απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας Σ. Χ. Κ., με δικές του
δαπάνες πριν από το 1979 βλ. με αρ. .../2-4-1979 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς
ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Π. Ν. Γ.), χωρίς το εναγόμενο να προβεί σε
οποιαδήποτε ενέργεια αποβολής του, όπως έπραξε με πολλούς άλλους ιδιώτες την
τριετία 1979-1982 (βλ. προσκομιζόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σε δύο
μάλιστα από τα οποία με αρ. ...1981 και ...-1981 αναφέρεται ότι οι καταληψίες
είχαν ήδη ανεγείρει κτίσματα). Όσον δε αφορά στην απόφαση της Κτηματικής
εταιρείας του δημοσίου περί παραχώρησης της χρήσης του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ
..., όπου βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο, από κοινού στους δήμους ... και ...
ελήφθη μετά τη σύνταξη του ανωτέρω συμβολαίου της ενάγουσας και ειδικότερα στις
13-6-1984. Συνακόλουθα, το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο δεν απέδειξε ότι η
ενάγουσα βρισκόταν σε κακή πίστη κατά την κτήση της νομής του εν λόγω ακινήτου
και είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η προβληθείσα
από αυτό σχετική ένσταση. Επομένως η ενάγουσα έχει καταστεί αποκλειστική κυρία
του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας του άρθρου 4 § 1
του Ν. 3127/2003, αφού το νέμεται με νόμιμο τίτλο, διάνοια κυρίας και καλή
πίστη, έχοντας την πεποίθηση χωρίς βαριά αμέλεια ότι είχε αγοράσει από
αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητος κανενός, για
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.
3127/19-3-2003 (ήτοι από την 2-2-1983). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κτηματική
περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση
στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα
με τον νόμο 2308/1995. Επειδή, όμως, η ενάγουσα παρέλειψε, λόγω μακρόχρονης
απουσίας της στην Αμερική, να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας για το ανωτέρω
εμπράγματο δικαίωμα της κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής των
δήμων ...- ... κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του οικείου
Κτηματολογικού Γραφείου το επίδικο ακίνητο έλαβε μεν ΚΑΕΚ ..., φέρεται όμως ως
ιδιοκτησίας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Η εν λόγω εγγραφή είναι, ωστόσο,
σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα
της ενάγουσας επί του επιδίκου. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις συνεπώς, το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δεχόμενο τα ίδια, δέχτηκε την αγωγή ως ουσία
βάσιμη, αναγνωρίζοντας την ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου, και απέρριψε
την κύρια παρέμβαση ως ουσία αβάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και
σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις απορριπτόμενων ως αβάσιμων των σχετικών λόγων των
ένδικων εφέσεων. Ως εκ τούτου πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως
ουσία αβάσιμες και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε καθεμία από αυτές -για
τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας- να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων,
μειωμένα όμως σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό".
Με βάση τις
παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι είναι ουσιαστικά βάσιμη η από 19-7-2012
αγωγή της ενάγουσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ως
προς το αίτημα για την αναγνώριση της κυριότητάς της στο επίδικο ακίνητο και τη
διόρθωση της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής αυτού και ότι, αντίθετα, είναι
ουσιαστικά αβάσιμη η από 18-2-2014 κύρια παρέμβαση του Π.Ε.Τ., απορρίπτοντας
τις εφέσεις του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και του κυρίως παρεμβαίνοντος
κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε
και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού,
όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της,
διέλαβε ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό
έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που
προαναφέρθηκαν, σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας του αναιρεσείοντος - κυρίως παρεμβαίνοντος ή του δεύτερου αναιρεσίβλητου στην ευρύτερη περιοχή με την ονομασία
"...", συνολικής επιφάνειας 10.000 περίπου στρεμμάτων, στην οποία
περιλαμβάνεται ευρύτερη έκταση επιφάνειας 1.000 στρεμμάτων που έχει καταγραφεί
ως δημόσιο κτήμα με αριθμό ΒΚ... στη θέση "...", τμήμα της οποίας
αποτελεί το επίδικο ακίνητο. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι: 1) Η περιουσία της
Μονής Αγίου Σπυρίδωνα διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού 'Εθνους από τους Τούρκους, δυνάμει του ΒΔ της 25-9/7-10-1833
και η περιουσία της περιήλθε στο συσταθέν με το ΒΔ 1/13-12-1834 Εκκλησιαστικό
Ταμείο, δυνάμει του ν. ΓΥΙΔ/19090, το οποίο καταργήθηκε με το ν. 4864/1909,
χωρίς όμως να καταργηθεί το προηγούμενο (Παλαιό) Εκκλησιαστικό Ταμείο (κυρίως
παρεμβαίνον), το οποίο (Π.Ε.Τ.) εξακολουθεί να υπάρχει. 2) Η περιουσία όλων των
διαλελυμένων Μονών είναι ανεξάρτητη και διακεκριμένη
από την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο ανατέθηκε, με βάση τα
αναφερόμενα στην απόφαση διατάγματα των ετών 1834-1843, μόνον η διαχείριση της
περιουσίας των πιο πάνω Μονών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Μονή Αγ.
Σπυρίδωνα, 3) Στο πλαίσιο διαχείρισης της πιο πάνω εκκλησιαστικής περιουσίας,
το Ελληνικό Δημόσιο κατά το διάστημα των ετών 1838-1958 προέβη σε παραχωρήσεις
καλλιεργήσιμων γαιών σε ιδιώτες, συνολικού εμβαδού 4.109,55 στρεμμάτων που στην
πλειοψηφία τους αφορούσαν εκκλησιαστική περιουσία, μεταξύ των οποίων
παραχωρήθηκαν και 252,235 στρέμματα στην περιοχή "...". 4) Σε λοιπά
έγγραφα μετά το έτος 1899 γίνεται αναφορά στην περιοχή αυτή των 10.000
στρεμμάτων ως ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου, εν τούτοις δέχθηκε στη
συνέχεια, ότι οι όποιες πράξεις νομής έγιναν στην περιοχή "..." δεν
έγιναν από το κυρίως παρεμβαίνον, αλλά από το Ελληνικό Δημόσιο, που ενεργούσε
για λογαριασμό του όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό της
πράξης νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την απελευθέρωση του
Ελληνικού 'Εθνους από τους τούρκους μέχρι την
11-9-1915, αλλά και στη συνέχεια, θεωρώντας την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στη
δική του ιδιοκτησία και έχουσα χαρακτήρα δημοσίου κτήματος, με αποτέλεσμα να
αποκτήσει την κυριότητα αυτής με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επίσης,
το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τη φύση και
τη μορφολογία της περιοχής "..." για την οποία αναφέρει ότι επρόκειτο
ανέκαθεν για βουνώδη, βραχώδη, επικλινή και ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια
δημόσια γαία (μεβάτ-νεκρά γαία), η οποία ανήκε κατά
κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο και μετά τους αγώνες περί ανεξαρτησίας του
Ελληνικού 'Εθνους περιήλθε στην κυριότητα του
Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμεις της συνθήκες της ..., ως διαδόχου του τουρκικού κράτους
ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι η έκταση αυτή χαρακτηριζόταν από το Δημόσιο ως
"εθνική έκταση" ή "εθνικό λειβάδιο"
και ότι περιελάμβανε καλλιεργήσιμες γαίες που παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες.
Επομένως, πρέπει, ο σχετικός, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ,
λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η πιο πάνω πλημμέλεια, πρέπει να
γίνει δεκτό ως βάσιμος, ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί
η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή ή
σύνθεσή του από άλλο δικαστή, πλην αυτής που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση
(άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ), ενώ παρέλκει η έρευνα των
πρώτου από το άρθρο 559 αρ.1 και τρίτου από το άρθρο 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, λόγων αναίρεσης, διότι καταλαμβάνονται από την
αναιρετική εμβέλεια του δεύτερου λόγου που έγινε δεκτός. Τέλος, στους
ηττώμενους αναιρεσίβλητους πρέπει να επιβληθούν τα
δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή του
αιτήματός του κατά τα άρθρα 176, 183, 191§2 ΚΠολΔ και
22 του ν. 3693/57, ως ισχύει, καθόσον το αναιρεσείον
ως ΝΠΔΔ απολαμβάνει όλων των προνομίων του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 28§4 ν.
2579/1998), η δε νομική του υπηρεσία διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του
Κράτους (άρθρο 22§2 στοιχ. β' και 3 ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 609/2018 απόφαση του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιά.
Παραπέμπει την
υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο Μονομελές Εφετείο Πειραιά, συντιθέμενο από
άλλο δικαστή, πλην εκείνης που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Και
Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους
τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, το ποσό των
οποίων ορίζει σε τριακόσια ευρώ (300).
ΚΡΙΘΗΚΕ και
αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην
Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ