ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 650/2020
Αναίρεση - Έννομο συμφέρον - Τράπεζα - Σύμβαση
δανείου - Ασφαλιστική σύμβαση -Απόσβεση της ενοχής - Ανώμαλη εξέλιξη της
ασφαλιστικής σύμβασης -.
Σύμβαση στεγαστικού
δανείου στην οποία τίθεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανάληψη του οικείου
ποσού μεταξύ άλλων η σύναψη ασφαλιστήριου συμβολαίου για την εξόφληση μέσω του
ασφαλίσματος του κεφαλαίου του στεγαστικού δανείου. Ανώμαλη εξέλιξη της ασφαλιστικής
σύμβασης. Απόρριψη ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων περί
ελλείψεως έννομου συμφέροντος της αναιρεσείουσας
τράπεζας για την άσκηση της αναίρεσης, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη
προϋπόθεση. Το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς αποτελεί απαίτηση έχουσα ως
βάση τη σύμβαση δανείου και όχι την ασφαλιστική σύμβαση. Η καταβολή ως
αποσβεστικός λόγος της ενοχής. Προϋποθέσεις. Κρίθηκε ότι: Καθ υπόδειξη της
πιστώτριας τράπεζας καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου των αναιρεσιβλήτων
πιστούχου και συγκεκριμένης ασφαλιστικής εταιρίας ασφαλιστική σύμβαση με σκοπό
την αποπληρωμή του κεφαλαίου του επιδίκου στεγαστικού δανείου. Το κεφάλαιο του
δανείου θα αποπληρωνόταν, κατά τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα, από το
προϊόν του ασφαλίσματος της καταρτισθείσης, μεταξύ του πρώτου των αναιρεσιβλήτων και της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας,
ασφαλιστικής σύμβασης, και σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης αυτής (ασφαλιστικής
σύμβασης) οι αναιρεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να
καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου μόνον το απομένον υπόλοιπο κεφάλαιο,
μετά την αφαίρεση του ποσού των καταβληθέντων ασφαλίστρων. Ουδόλως προβλεπόταν
η εκ νέου καταβολή του συνόλου του κεφαλαίου πλέον τόκων και λοιπών εξόδων προς
την πιστώτρια τράπεζα. Η καταβολή των ασφαλίστρων της ασφαλιστικής σύμβασης,
συνδέεται αναποσπάστως με την αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου. Απόρριψη
αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 650/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Προεδρεύουσα
Αρεοπαγίτη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Μυρσίνη Παπαχίου
- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά
του, στις 14 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας
Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας:
ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα EurobankErgasias
Ανώνυμη Εταιρεία" και το διακριτικό τίτλο "EurobankErgasias",
η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της
πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ
ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ", λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της δεύτερης
εταιρίας από την πρώτη, μετά τη διαδοχή από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με
την επωνυμία "ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ" της πρώην
τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΤΕ", η οποία είχε με τη σειρά της διαδεχθεί κατά νόμο την πρώην ανώνυμη
τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Τ ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ",
όπως η επωνυμία αυτής είχε προέλθει από την μετονομασία της πρώην ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας "ASPIS BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ".
Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Κουτρούμπα,
με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) ... και 2) ... κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καλαβρό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-2013
ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1379/2016 του ίδιου
Δικαστηρίου και 337/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από
4-6-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε
από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο
πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη
της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 68 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση
του παραδεκτού της άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης και των κατ' ιδίαν αυτής λόγων. Θεμελιώνεται
δε στη βλάβη, που υφίσταται ο αναιρεσείων από το
περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και με την άσκηση της αναίρεσης επιδιώκεται η ανατροπή της επιβλαβούς αυτής
για τον αναιρεσείοντα συνέπειας (ΑΠ 901/2019, ΑΠ
1679/2018).
Με την κρινόμενη από 4-6-2018 αίτηση
αναίρεσης προσβάλλεται η κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων
εκδοθείσα υπ' αριθμ. 337/2018 τελεσίδικη απόφαση του
Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής,
κατ' επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), επισκόπηση
των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 18-12-2013 ανακοπή τους ζήτησαν
την ακύρωση της υπ' αριθμ. ./2013 διαταγής πληρωμής
του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν,
αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν
στην καθ'ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία με την
επωνυμία "ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε." (ως διάδοχο
κατά νόμο της πρώην τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία " ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ
ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.", επίσης ως διάδοχο κατά νόμο της πρώην τραπεζικής
εταιρίας με την επωνυμία "Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ'', όπως μετονομάστηκε η πρώην
τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ''ΑSΡΙS ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ",
πρώην με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Τ.Ε.") το ποσό των
50.760,78 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων για απαίτηση της τελευταίας απορρέουσα
από την υπ' αριθμ. ./9-3-2001 σύμβαση στεγαστικού
δανείου, καταρτισθείσα μεταξύ της τράπεζας "ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Α.Τ.Ε.", ως πιστοδότριας, και του πρώτου των ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, ως πιστολήπτη, του οποίου (δανείου) την
αποπληρωμή είχε εγγυηθεί ο δεύτερος των ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσίβλητων. Ως λόγο ακύρωσης προέβαλαν, μεταξύ άλλων,
μερική εξόφληση του στεγαστικού δανείου και εντεύθεν μερική απόσβεση της εξ
αυτού απορρέουσας απαίτησης της ως άνω
καθ' ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο
Αθηνών με την υπ' αριθμ. 1379/2016 οριστική απόφασή
του δέχθηκε εν μέρει τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως ουσία βάσιμο, και, ακύρωσε
εν μέρει τη διαταγή πληρωμής, κατά το ποσό των 39.718,65 ευρώ. Κατά της
απόφασης αυτής άσκησε έφεση η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ
EUROBANK ERGASIAS A.E.", ως καθολική διάδοχος, λόγω συγχωνεύσεως με
απορρόφηση, της ως άνω καθ'ης η ανακοπή τράπεζας
("ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.", ./Τ.ΑΕ και
ΕΠΕ/27-12-2013 ΦΕΚ), η οποία, με την υπ' αριθμ.
337/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ήδη προσβαλλόμενη,
απορρίφθηκε κατ ουσίαν. Κατά της τελευταίας αυτής
απόφασης εναντιώνεται η ηττηθείσα ως άνω εκκαλούσα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης,
η οποία έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564,
566 παρ.1 ΚΠολΔ) και έχει καταβληθεί το προσήκον
παράβολο του Δημοσίου (υπ' αριθμ. ./2018 έκθεση
κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. ./2018 e-παράβολο). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο
577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω,
ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Οι αναιρεσίβλητοι
με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους προβάλλουν ότι η υπό κρίση
αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας, επικαλούμενοι ότι η επίδικη έννομη σχέση
δεν μεταβιβάστηκε στην τελευταία, ενόψει του ότι αυτή δεν προέβη σε αναγγελία
της απορρέουσας εκ του υπ' αριθμ. ... ασφαλιστηρίου
συμβολαίου απαίτησής της, κατά τις διατάξεις του ν.δ.
400/1970, ενώπιον του επόπτη εκκαθάρισης της τελούσης υπό εκκαθάριση
ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ". Ο ως άνω
ισχυρισμός είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δοθέντος
ότι αντικείμενο της ένδικης διαφοράς αποτελεί απαίτηση, έχουσα ως βάση την
ανωτέρω σύμβαση δανείου και όχι ασφαλιστική σύμβαση. Επισημαίνεται δε ότι, κατά
τα προαναφερόμενα, πρόδηλο παρίσταται το έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας προς άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, το οποίο θεμελιώνεται στη βλάβη
που υφίσταται, ως ηττηθείσα διάδικος, από το ως άνω περιεχόμενο της
προσβαλλόμενης απόφασης, διώκουσα την ανατροπή της επιβλαβούς γι' αυτήν
συνέπειας.
Κατά το άρθρο 416 ΑΚ "Η απόσβεση της
ενοχής επέρχεται με καταβολή". Η καταβολή, η οποία καθεαυτή είναι υλική
πράξη, δηλαδή πραγματικό γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερής δικαιοπραξία, για
να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα,
δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ό,τι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη
σύμβαση (ΑΠ 326/2018, ΑΠ 1746/2013). Από το συνδυασμό της προαναφερόμενης
διάταξης με εκείνη του άρθρου 417 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι: "Η καταβολή
απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο
νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον
ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν.",
προκύπτει ότι προϋπόθεση για να λειτουργήσει η καταβολή ως αποσβεστικός λόγος
της ενοχής, είναι, πλην άλλων, να γίνει αυτή στο δανειστή αυτοπροσώπως ή τον
πληρεξούσιο ή τον εντολοδόχο αυτού ή σ' εκείνον που ο δανειστής έχει επιτρέψει
να δεχθεί την καταβολή με ειδική εξουσιοδότηση ρητή ή και σιωπηρή (ΑΠ 537/2013,
ΑΠ 626/2010). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του
ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ υπήρχαν
οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε
παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με
εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 10/2011, 7/2006, 4/2005).
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν
την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα
πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο
της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός
αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την
παράβαση (ΑΠ 326/2018, ΑΠ 24/2015). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης
για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας πρέπει
να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε
και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή
του ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 20/2005). Κατά την
έννοια, δε, του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ
πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που
περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν
το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή
αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας
στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση
συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν
συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ
1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν
προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη
στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου
που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (ΟλΑΠ
15/2006). Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά
που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο
ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη
θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και
αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή
ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής
περίπτωσης (ΑΠ 1180/2017). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και
στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του
αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς
αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Για να είναι δε
ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη
απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών,
πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη
του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και του προταθέντος ουσιώδους
αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν
πραγματικών περιστατικών, να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της
προσβαλλομένης απόφασης και να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις
που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιές επιπλέον
αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που
εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΑΠ 326/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την
προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της
(άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα, κατά το
ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος: "Δυνάμει της με αρ. ./9-3-2001
σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία ο πρώτος ανακόπτων (ήδη αναιρεσίβλητος) συνεβλήθη ως
πιστούχος και ο δεύτερος ως εγγυητής, (επίσης ήδη αναιρεσίβλητος)
η πιστώτρια τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που είχε έδρα την Αθήνα, νομίμως τότε εκπροσωπούμενης,
χορήγησε έντοκο στεγαστικό δάνειο ύψους 44.020,54 ευρώ, προς συμπλήρωση
τιμήματος αγοράς σε χρηματοδοτούμενο για κύρια κατοικία ακίνητο, όπως αυτό,
περιγράφεται αναλυτικά στον με στοιχείο 6ο όρο της εν λόγω σύμβασης και σε
βάρος του οποίου ενεγράφη πρώτη προσημείωση υποθήκης μέχρι το ποσό 61.628,76
ευρώ με σκοπό εμπράγματης εξασφάλισης της συμβατικής απαίτησης της πιστώτριας
τράπεζας. Το εν λόγω στεγαστικό δάνειο ήταν,
κατά τα συμφωνηθέντα, καταβλητέο εντός προθεσμίας δέκα ετών, αρχής
γενομένης από την ημερομηνία εκταμίευσης
αυτού και με καταληκτική ημερομηνία την 1η-6-2011 και δη άπαξ, σε μία μόνο
δόση, εξοφλητέα κατά χρόνο συμπίπτοντα με την καταβολή της ύστατης δόσης των
συμφωνηθέντων τόκων, επισκοπώ ολοσχερούς εξόφλησης τούτων, καταβολή για την
οποία κατά τα συμφωνηθέντα επίσης είχε προσδιοριστεί με καταληκτική ημερομηνία
η 1η-6-2011. Πιο συγκεκριμένα, οι ανακόπτοντες ανέλαβαν ρητά την υποχρέωση να
καταβάλουν κάθε μήνα και για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης
συμβατικής σχέσης στην ίδια ως άνω πιστώτρια τράπεζα αποκλειστικά και μόνο το
ποσό των αναλογούντων επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου του στεγαστικού
δανείου τόκων, πλέον της εισφοράς του Ν.128/1975. Παράλληλα, το ποσό του
κεφαλαίου του επίδικου στεγαστικού δανείου θα εξοφλείτο ολοσχερώς, κατά τα
ρητώς μεταξύ τους συμφωνηθέντα, από το ασφάλισμα πλέον τυχόν άλλων παροχών,
εφάπαξ ή περιοδικώς, όπως όλα αυτά θα προβλεπόταν σε ασφαλιστική σύμβαση με
νομίμως λειτουργούσα στην Ελλάδα ασφαλιστική εταιρεία και μάλιστα για αρχικό
ασφαλιζόμενο κεφάλαιο τουλάχιστον ισόποσο εκείνου του επίδικου στεγαστικού
δανείου. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της επίδικης
δανειακής σύμβασης (όρος 6 περ.ε) και ενισχύεται από
την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των ανακοπτόντων (αναιρεσίβλητων),
η πιστώτρια τράπεζα προέτρεψε τους ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητους)
στη σύναψη της ως άνω ασφαλιστικής σύμβασης προς εξυπηρέτηση του
προαναφερθέντος σκοπού, ήτοι για την εξόφληση μέσω του ασφαλίσματος του
κεφαλαίου του επίδικου στεγαστικού δανείου, υποδεικνύοντας μάλιστα σ' αυτούς
την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ" με έδρα το Μαρούσι, που ανήκε στον
ίδιο επιχειρηματικό όμιλο "ΑΣΠΙΣ", στον οποίο ανήκε και η ίδια η
πιστώτρια τράπεζα. Με την εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία, νομίμως τότε
εκπροσωπούμενη, καταρτίσθηκε η με αρ. Δ-... ασφαλιστική σύμβαση και μάλιστα την
ίδια ημέρα (9-3-2001) που συνήφθη η επίδικη σύμβαση
στεγαστικού δανείου, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κατά τα
συμφωνηθέντα. Το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, συναφθέν μεταξύ της παραπάνω
ασφαλιστικής εταιρείας και του πρώτου ανακόπτοντος (αναιρεσίβλητου)
λήπτη της ασφάλισης και ασφαλισμένου, συνιστούσε μικτή ασφάλεια με συμμετοχή
στα κέρδη για αποπληρωμή στεγαστικού δανείου, με τους ειδικότερα εκτιθέμενους
σ' αυτήν όρους, χρονικής διάρκειας δέκα ετών, αρχής γενομένης από 9-3-2001
(ημερομηνία κατάρτισης) έως 9-3-2011 (ημερομηνία λήξης παροχής), για
ασφαλιζόμενο κεφάλαιο ισόποσο αυτού του επίδικου στεγαστικού δανείου
(44.020,54) και με ετήσιο ασφάλιστρο ύψους 4.188,90 ευρώ. Σύμφωνα δε με ειδικό
όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου προβλεπόταν ρητά ότι, εφόσον τούτο βρίσκεται
σε ισχύ και σύμφωνα με τους οικείους όρους της πιστώτριας τράπεζας ή άλλου
πιστωτικού οργανισμού, δύναται να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη στεγαστικού
δανείου και επί σκοπώ εξόφλησης του κεφαλαίου αυτού, όπως άλλωστε προβλεπόταν
ρητά, όπως προαναφέρθηκε, και στην επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου από τις
αναλυτικά παρατιθέμενες σ' αυτή συνθήκες και προϋποθέσεις (βλ. άρθρο 1, υποπερ. 1.03). Περαιτέρω, κατά τους με στοιχεία 1.03, 1.04
και 1.05 όρους της ίδιας σύμβασης, σε περίπτωση που το ποσό του ασφαλίσματος
υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου του επίδικου δανείου, η πιστώτρια τράπεζα θα
λάβει από το ασφάλισμα αμιγώς το ποσό εκείνο που επαρκεί για την πλήρη
αποπληρωμή του, ενώ σε περίπτωση που το προϊόν του οικείου ασφαλίσματος δεν
επαρκεί για την εξόφληση του ως άνω κεφαλαίου, οι ανακόπτοντες (οφειλέτης και
εγγυητής αντίστοιχα, ο τελευταίος ευθυνόμενος και ως αυτοφειλέτης)
(αναιρεσίβλητοι) ανέλαβαν ρητά την υποχρέωση
καταβολής προς την πιστώτρια τράπεζα του υπολειπόμενου και μόνο ποσού του εν
λόγω κεφαλαίου και μάλιστα τοις μετρητοίς. Εξάλλου, σε περίπτωση μεταξύ άλλων
που για οποιοδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας οφειλέτη, παύσει ή λήξει η
ισχύς ή επέλθει μεταβολή των όρων της οικείας ασφαλιστικής σύμβασης, ούτως ώστε
να καθίσταται αδύνατη η εξόφληση του κεφαλαίου του επίδικου στεγαστικού δανείου
από το προϊόν του ασφαλίσματος, η πιστώτρια τράπεζα, πέρα από το ρητά
προβλεπόμενο δικαίωμα καταγγελίας της επίδικης δανειακής σύμβασης (όρος 11 περ.ε) δικαιούται, αρχής γενομένης από το μήνα που έπεται
της ημερομηνίας λήψης γνώσης εκ μέρους της περί οιουδήποτε εκ των ως άνω
γεγονότων, να απαιτήσει από τον πιστούχο να αποπληρώνει εφεξής αποκλειστικά και
μόνο το ισχύον χρεωστικό υπόλοιπο με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το ύψος
των οποίων θα εξαρτάται μεταξύ άλλων και από το εισέτι ανεξόφλητο ποσό του εν λόγω δανείου και από τον
υπόλοιπο χρόνο αποπληρωμής του, ενώ η
πιστώτρια τράπεζα οφείλει να ενημερώσει εγγράφως τον πιστούχο για την κατά τα ανωτέρω
μεταβολή του τρόπου αποπληρωμής αυτού. Σύμφωνα επίσης με τους όρους με στοιχεία
12 παρ. 12.1 και 12.02 της ίδιας δανειακής σύμβασης, σε περίπτωση ολικής ή
μερικής αδικαιολόγητης καθυστέρησης σύμφωνα με τους όρους 1.03-1.05 αυτής στην
καταβολή οιουδήποτε οφειλόμενου δυνάμει αυτής ποσού, ο πιστούχος καθίσταται
υπερήμερος οφείλοντας πλέον για κάθε καθυστερούμενο ποσό τόκων τον αναλογούντα
τραπεζικό τόκο υπερημερίας, αρχής γενομένης από την ημέρα της καθυστέρησης και
άνευ ειδοποίησης του οφειλέτη, στην περίπτωση δε αυτή η πιστώτρια δικαιούται
εναλλακτικά είτε να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών, είτε αφού
καταγγείλει τη σύμβαση στεγαστικού δανείου, να κηρύξει αυτό ληξιπρόθεσμο και
απαιτητό, αξιώνοντας την εξόφληση ολόκληρου του υπολειπόμενου ανεξόφλητου
ποσού του κεφαλαίου, πλέον τόκων,
προμηθειών και λοιπών επιβαρύνσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με τον με στοιχείο 5 όρο
της επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου, συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων το ποσό
αυτό να καταβληθεί από την πιστώτρια τράπεζα εφάπαξ στον πιστούχο, ο οποίος
ανέλαβε μετά την υποχρέωση ανάληψης του συνόλου του ποσού σε μία δόση έως την
1η-6-2001, όπως και έγινε, αφού αμφότεροι οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι)
υπέγραψαν την από 20-4-2001 δήλωση ανάληψης του όλου δανείου, συνολικού ύψους
44.020,54 ευρώ. Όμως, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα με στοιχεία 6 περ.ε. όρο της ίδιας δανειακής σύμβασης, ως αναγκαία
προϋπόθεση για την ανάληψη του παραπάνω ποσού ετέθη ρητά από την πιστώτρια
τράπεζα μεταξύ άλλων η σύναψη του κατά τα ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου η
οποία κατά τα συμφωνηθέντα προηγήθηκε χρονικά της σύναψης της επίδικης σύμβασης
στεγαστικού δανείου και μάλιστα αφενός μεν υπό όρους απαραίτητους κατά την
κρίση της πιστώτριας με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης
και αφετέρου μεταξύ των ανακοπτόντων και της ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία
κατά την κρίση της ίδιας της πιστώτριας είναι η πλέον κατάλληλη για την
επίτευξη των σκοπών της επίδικης δανειακής σύμβασης και επελέγη από μόνη την
πιστώτρια, και όχι από τους ανακόπτοντες η ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία
"ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ" μέλος του
ίδιου με την πιστώτρια ομίλου ΑΣΠΙΣ. Έτσι είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς
προσβαλλόμενος και δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή ο ισχυρισμός της καθ'ης περί της επαγγελματικής ιδιότητας ως ασφαλιστή του
δεύτερου ανακόπτοντα (αναιρεσίβλητου) και εγγυητή,
όπως ορθά έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση. ’λλωστε αμφότεροι οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι) από το έτος 1999 είχαν συνάψει με την ίδια
ασφαλιστική εταιρεία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ" τις από 19-10-1999 και
8-10-1999 αντίστοιχα συμβάσεις ισόβιας ασφάλισης με συμμετοχή στα κέρδη, έτσι
ώστε να μην υφίσταται λόγος για σύναψη εκ νέου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, παρά
μόνο καθ' υπόδειξη της πιστώτριας και για την εξυπηρέτηση της σχετικής
δανειακής σύμβασης. ’λλη επίσης προϋπόθεση, που συμφωνήθηκε ρητά μεταξύ των
συμβαλλομένων στη δανειακή σύμβαση μερών, προκειμένου να γίνει η ανάληψη του
ποσού του σχετικού δανείου, συνιστά η συνακόλουθη τόσο αυτής όσο και του ως άνω
ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατάρτιση μεταξύ των ανακυπτόντων (αναιρεσίβλητων)
και της πιστώτριας Τράπεζας σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων λόγω ενεχύρου, η
οποία έλαβε χώρα επίσης στις 9-3-2001, αποτελεί και αυτή αναπόσπαστο μέρος της
κύριας δανειακής σύμβασης και κατά την οποία οι ενεχυράζοντες
ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι) εκχωρούν λόγω ενεχύρου
στην πιστώτρια, αποδεχόμενη την εκχώρηση, κάθε απαίτηση των ίδιων, καθώς επίσης
κάθε απαίτηση μεταξύ άλλων και του ασφαλισμένου κατά της ασφαλιστικής εταιρίας,
που απορρέει από την οικεία ασφαλιστική σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ
άλλων των απαιτήσεων επί του ασφαλίσματος (ενεχυραζόμενες
απαιτήσεις, όρος 3). Έτσι η πιστώτρια Τράπεζα καθίσταται αποκλειστικά
δικαιούχος των ενεχυριαζόμενων απαιτήσεων και έχει μεταξύ άλλων το δικαίωμα,
συνεπεία της εκχώρησης λόγω ενεχύρου, να εισπράττει μόνη αυτή και χωρίς τη
μεσολάβηση του ενεχυράζοντος, τόσο το ασφάλισμα, όσο
και τα μερίσματα αλλά και οποιεσδήποτε άλλες προσόδους, όπως όλα αυτά απορρέουν
από την οικεία ασφαλιστική σύμβαση, ενώ εκχωρούνται και μεταβιβάζονται στην
πιστώτρια όλα τα δικαιώματα, προσωπικά και πραγματικά, καθώς επίσης οι σχετικές
με τις ενεχυραζόμενες απαιτήσεις αγωγές τόσο των ενεχυραζόντων όσο και των ασφαλισμένων-δικαιούχων της
ασφάλισης εφόσον πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα. Αποδεικνύεται ωσαύτως ότι
οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι) και μάλιστα ο πρώτος
εξ αυτών πιστούχος εξυπηρετούσαν κανονικά και με συνέπεια τις συμβατικές τους
υποχρεώσεις τόσο έναντι της πιστώτριας τράπεζας με την καταβολή κάθε μήνα του
εκάστοτε οφειλόμενου ποσού των τόκων έως και την πλήρη εξόφλησή τους, της
τελευταίας δόσης καταβληθείσας στις 9-5-2011, δεδομένης επίσης και της ήδη ρητά
συμφωνηθείσας απώτατης καταληκτικής ημερομηνίας καταβολής τους (1-6-2011) όσο
και έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας με την καταβολή των συμφωνηθέντων
ασφαλίστρων έως και το Σεπτέμβριο του 2009. Όμως στις 21-9-2009 έλαβε χώρα
οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, η
οποία και ετέθη σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατόπιν ομόφωνης απόφασης
του Δ.Σ. της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), που
δημοσιεύθηκε νομίμως στο ./Τ.ΑΕ και ΕΠΕ/21-9-2009 ΦΕΚ. Στη συνέχεια, στις
21-3-2011 η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ''Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ'', όπως
μετονομάστηκε η ''ΑSΡΙS ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" με σχετική
τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της μετά την από 7-5-2010 απόφαση της
Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ./Τ.
ΑΕ και ΕΠΕ/22-6-2010 ΦΕΚ απέστειλε το με αρ. πρωτ.
./213-2011 έγγραφό της προς τον πιστούχο πρώτο ανακόπτοντα (αναιρεσίβλητο),
κοινοποιηθέν και προς τον δεύτερο ανακόπτοντα (αναιρεσίβλητο).
Με το έγγραφο αυτό συνομολογεί κατ' αρχήν την εκ μέρους των ανακοπτόντων (αναιρεσίβλητων ) τήρηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων
τόσο έναντι της πιστώτριας όσο και έναντι της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας,
όμως, ενόψει της κατά τα προαναφερθέντα οριστικής ανάκλησης της άδειας
λειτουργίας της τελευταίας και της μη ανάληψης του ασφαλιστικού της
χαρτοφυλακίου από άλλη ασφαλιστική εταιρία, με αποτέλεσμα να θεωρούνται
αυτοδικαίως λυθείσες όλες οι συναφθείσες μ' αυτήν
ασφαλιστικές συμβάσεις, μη συνιστώσες ασφάλεια ζωής, η πιστώτρια τράπεζα,
επικαλούμενη εφαρμογή του όρου 1.05 της επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου
(μεταβολή όρων ασφαλιστικής σύμβασης), γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητους) ότι η εξόφληση του υπολοίπου ανεξόφλητου
ακόμη κεφαλαίου του εν λόγω στεγαστικού δανείου θα γίνεται πλέον με την εκ
μέρους τους καταβολή τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αφού προφανώς δεν μπορούσε να
γίνει η αποπληρωμή αυτού από το προϊόν του οικείου ασφαλίσματος. Ως εκ τούτου η
πιστώτρια τράπεζα έταξε σ' αυτούς προθεσμία ενός μηνός από την κοινοποίηση του
εν λόγω εγγράφου, προκειμένου να προβούν στην εξόφληση, μέσω της καταβολής
τοκοχρεωλυτικών δόσεων, του όλου ποσού του επίδικου δανείου, όπως το ύψος του
προσδιορίστηκε στο ποσό των 44.244,09 ευρώ πλέον τόκων από 20-3-201l. Επίσης σε
συνέχεια του ως άνω από 21-3-2011 εγγράφου της, η πιστώτρια πλέον τράπεζα ''Τ
ΒΑΝΚ ΑΤΕ'' απέστειλε προς τον δεύτερο των ανακοπτόντων (αναιρεσίβλητων)
την άνευ ημερομηνίας με αρ. πρωτ. ... επιστολή της,
κοινοποιηθείσα και προς τον πρώτο εξ αυτών με την οποία μεταξύ άλλων αποκρούει
τη θέση των ανακοπτόντων (αναιρεσίβλητων) περί εκ μέρους τους καταβολής των ασφαλίστρων
προς την ως άνω ασφαλιστική εταιρία με σκοπό την αποπληρωμή του κεφαλαίου του
ένδικου στεγαστικού δανείου, ενώ τους γνωστοποιεί επίσης ότι ήδη από 20-4-2011
έχουν καταστεί υπερήμεροι ως προς την καταβολή των οφειλόμενων στην πιστώτρια
τράπεζα τόκων επί του ως άνω κεφαλαίου, επιφυλασσόμενη να προβεί στις αναγκαίες
για την ίδια νόμιμες ενέργειες. Όμως, από το γράμμα της επίδικης ως άνω
σύμβασης στεγαστικού δανείου, σε συνδυασμό και με το από 13-2-2012 έγγραφο του
εκκαθαριστή της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τεθείσας ασφαλιστικής εταιρίας
"ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ", αποδεικνύεται πρώτον μεν ότι το κεφάλαιο του
επίδικου δανείου θα αποπληρωνόταν κατά τα ρητώς μεταξύ των διαδίκων
συμφωνηθέντα, σε μία δόση έως 1-6-2011 από το προϊόν του ασφαλίσματος, για το
λόγο δε αυτό οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι) συνήψαν
και την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση επιβαρυνόμενοι με την καταβολή στην ως άνω
ασφαλιστική εταιρία ασφαλίστρων ανά εξάμηνο, τα οποία όντως κατέβαλαν ανελλιπώς
από 9-3-2001 ως και τις 9-9-2009, ενώ μόνοι οι τόκοι πλέον της εισφοράς του Ν.
128/1975 καταβαλλόταν, κανονικά και συστηματικά από τους ίδιους προς την πιστώτρια
Τράπεζα. Δεύτερον δε, σε περίπτωση μεταβολής για οποιοδήποτε λόγο των όρων του
ασφαλιστηρίου συμβολαίου, όπως προκειμένω συνέβη με τη θέση της ασφαλιστικής
εταιρίας σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι), πιστούχος και εγγυητής αντίστoιχα
υποχρεούνταν, κατά τα ρητώς επίσης μεταξύ τους συμφωνηθέντα, να προβούν σε
εξόφληση αποκλειστικά και μόνο του υπολειπόμενου ανεξόφλητου κεφαλαίου του
επίδικου στεγαστικού δανείου, ενώ ουδόλως προβλεπόταν η εκ νέου καταβολή του
συνόλου αυτού πλέον τόκων και λοιπόν εξόδων προς την πιστώτρια Τράπεζα,
δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες έως τις 9-9-2009 είχαν ήδη προβεί στην καταβολή
ασφαλίστρων συνολικού ύψους 39.718,65 ευρώ και απέμεναν δύο επιπλέον δόσεις
προκειμένου να καταστεί εφικτή η πλήρης αποπληρωμή από το οικείο ασφάλισμα του
όλου κεφαλαίου του επίδικου στεγαστικού δανείου, συνολικού ύψους 44.020,54
ευρώ, αφού το ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσό αυτού ανερχόταν στο ύψος των 4.301,89
ευρώ (44.020,54-39.718,65). Συνεπώς η οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας
της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας και η θέση της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, σε
συνδυασμό με τη μη ανάληψη του χαρτοφυλακίου της από άλλη ασφαλιστική εταιρία,
είναι μεν ουσιώδες πρόβλημα για την πιστώτρια τράπεζα, που ανάγεται όμως αμιγώς
στις μεταξύ αυτής και της ως άνω υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας σχέσεις,
το οποίο ωστόσο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επωμιστούν οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι), που δεν αρμόζει και δεν υποχρεούνται, παρά
τα ρητώς συμφωνηθέντα, να επιβαρυνθούν με την εκ νέου καταβολή των ήδη εντόκως
καταβληθέντων χρηματικών ποσών. Παρά ταύτα, όπως αποδεικνύεται, η ανώνυμη
τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΤΕ" νομίμως τότε εκπροσωπούμενη και ενεργούσα ως ειδική διάδοχος της
πιστώτριας "Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ" μετά από ανάκληση της άδειας λειτουργίας της
και τη θέση της υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης (./Γ.Β'/17-12-2011 ΦΕΚ),
κοινοποίησε στους ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητους)
...την από 13-12-2012 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση, με την οποία τους καθιστούσε
γνωστό ότι η ένδικη σύμβαση δανείου έληξε στις 21-9-2009, ακολούθησε δε στις
4-5-2012 καταγγελία αυτής και οριστικό κλείσιμο του σχετικού χορηγητικού λογαριασμού , ο οποίος εμφανίζει χρεωστικό
υπόλοιπο σε βάρος τους ύψους 50.760,78 ευρώ, το οποίο τυγχάνει ληξιπρόθεσμο και
απαιτητό, καλώντας αμφοτέρους ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον
ευθυνόμενους να προβούν, παρά τα ως άνω μεταξύ τους ρητώς συμφωνηθέντα και
αγνοώντας τις εκ μέρους τους καταβολές των ασφαλίστρων, στην άμεση εξόφλησή του
και μάλιστα νομιμοτόκως με το εκάστοτε ισχύον
επιτόκιο υπερημερίας. Στη συνέχεια, ενόψει του ότι οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι) δεν
ενέδωσαν και δεν συμμορφώθηκαν στην ως άνω εξώδικη πρόσκληση της πιστώτριας και
μετά την από 3-6-2013 σχετική αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία "ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ" ενεργούσας ως
μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και ως ειδικής διαδόχου της "ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ
ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ" της οποίας επίσης ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας
και ετέθη υπό καθεστώς εκκαθάρισης (. και ./ε.β/18-1-2013 ΦΕΚ), εκδόθηκε η ανακοπτόμενη ./2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας οι ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι) υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν αλληλεγγύως και
εις ολόκληρον στην ως άνω αιτούσα τραπεζική εταιρεία,
της οποίας πλέον καθολική διάδοχος τυγχάνει η εκκαλούσα - καθής
η ανακοπή τοιαύτη λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση (./Τ.ΑΕ και ΕΠΕ/27-12-2013
ΦΕΚ), το ποσό των 50.760,78 ευρώ πλέον τόκων και λοιπών εξόδων επί σκοπώ
ολοσχερούς εξόφλησης της φερόμενης απαίτησής της. Με τις .Β και .Β/ 10-12-2013
εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ... επιδόθηκε ακριβές
επικυρωμένο αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής
πληρωμής με την παρά πόδας από 6-12-2013 επιταγή προς εκτέλεση στους πρώτο και
δεύτερο των ανακοπτόντων (αναιρεσίβλητων ) αντίστοιχα. Πλην όμως, με βάση όλα τα
παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ανεξαρτήτως των τυχόν
υφιστάμενων αξιώσεων της καθ'ης έναντι της υπό
εκκαθάριση τεθείσας ασφαλιστικής εταιρείας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ" η
επίδικη απαίτηση της καθ'ης έναντι των ανακοπτόντων (αναιρεσίβλητων) περιορίζεται μόλις στο ποσό των 4.301,89
ευρώ, καθόσον από το ληφθέν κεφάλαιο ύψους 44.020,54 ευρώ, έχουν
πραγματοποιηθεί καταβολές εκ μέρους τους συνολικού ύψους 39.718,65 ευρώ, με
συνέπεια να έχει εξοφληθεί το μεγαλύτερο ύψος του κεφαλαίου και ως εκ τούτου η
αξίωση της καθ'ης για εκ νέου καταβολή στην ίδια
πλέον του συνόλου του κεφαλαίου του επίδικου στεγαστικού δανείου πλέον τόκων,
παραβιάζει τα ρητώς συμφωνηθέντα μεταξύ
των διαδίκων και αντιβαίνει ευθέως στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά
ήθη". Με τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, ακολούθως, απέρριψε την από
30-3-2016 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της
πρωτόδικης (1379/2016) απόφασης, την οποία και επικύρωσε, κατά το μέρος της που
είχε δεχθεί εν μέρει την ανακοπή των αναιρεσίβλητων
και ακυρώσει εν μέρει την ανακοπτόμενη διαταγή
πληρωμής, κατά το ποσό των 39.718,65 ευρώ. Έτσι που έκρινε και με αυτά που
δέχθηκε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των
άρθρων 416 και 417 ΑΚ. Ειδικότερα οι παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας α)
περί αποπληρωμής του κεφαλαίου του επιδίκου στεγαστικού δανείου, κατά τα μεταξύ
της πιστώτριας τράπεζας ("ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ")
και των αναιρεσίβλητων συμφωνηθέντα, μέσω του
ασφαλίσματος ασφαλιστικής σύμβασης, καταρτισθείσης, καθ' υπόδειξη της
πιστώτριας, μεταξύ του πρώτου των αναιρεσίβλητων
πιστούχου και της ασφαλιστικής εταιρίας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ", με
σκοπό την αποπληρωμή του δανείου και, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της
ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα, επίσης, μεταξύ τους συμφωνηθέντα, να καταβάλουν
οι αναιρεσίβλητοι το πέραν των καταβληθέντων ασφαλίστρων
απομένον ανεξόφλητο κεφάλαιο του εν λόγω δανείου και β) ότι η προσήκουσα και
εμπρόθεσμη καταβολή από τον πρώτο των αναιρεσίβλητων
στην ασφαλιστική εταιρία ("ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ") και η είσπραξη από
την τελευταία, ασφαλίστρων, ύψους 39.718,65 ευρώ, κατά το διάστημα από 9-3-2001
ως και τις 9-9-2009 (των τόκων πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975
καταβαλλομένων, κανονικά και συστηματικά από τον πρώτο των αναιρεσίβλητων
προς την πιστώτρια τράπεζα), επέφερε αντίστοιχη μερική απόσβεση του κεφαλαίου
του επιδίκου δανείου, δικαιολογεί την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 416 και
417 ΑΚ και τη μη εφαρμογή αυτών των άρθρων 455 και 334 παρ. 1 ΑΚ, εφόσον δεν
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, όπως αβάσιμα η αναιρεσείουσα
υπολαμβάνει. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες
παραδοχές, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ`αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο
πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον
αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν
παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια
και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα με την υποστηρίζουσα ορθή αιτιολογία: α) ότι καθ' υπόδειξη της
πιστώτριας τράπεζας "ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"
καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου των αναιρεσίβλητων
πιστούχου και της ασφαλιστικής εταιρίας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ"
ασφαλιστική σύμβαση με σκοπό την αποπληρωμή του κεφαλαίου του επιδίκου
στεγαστικού δανείου, β) ότι το κεφάλαιο του δανείου θα αποπληρωνόταν, κατά τα
μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα, από το προϊόν του ασφαλίσματος της
καταρτισθείσης, μεταξύ του πρώτου των αναιρεσίβλητων
και της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και ότι σε
περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης αυτής (ασφαλιστικής σύμβασης) οι αναιρεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να καταβάλουν για την
αποπληρωμή του δανείου μόνον το απομένον υπόλοιπο κεφάλαιο, μετά την αφαίρεση
του ποσού των καταβληθέντων ασφαλίστρων γ) ότι ουδόλως προβλεπόταν η εκ νέου
καταβολή του συνόλου του κεφαλαίου πλέον τόκων και λοιπών εξόδων προς την
πιστώτρια τράπεζα, δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες έως τις 9-9-2009 είχαν ήδη
προβεί στην καταβολή ασφαλίστρων συνολικού ύψους 39.718,65 ευρώ, δηλαδή η
καταβολή των ασφαλίστρων της ως άνω καταρτισθείσης ασφαλιστικής σύμβασης,
συνδέεται αναποσπάστως με την αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου. Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης
καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, με πληρότητα και σαφήνεια το
ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος
λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα
επικαλείται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και
19 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, αντίστοιχα, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου
διατάξεις των άρθρων 416 και 417 ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε, αντί των άρθρων 455
και 334 παρ. 1 ΑΚ, που ήταν εφαρμοστέες και διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες,
διότι δεν εκθέτει: α) με ποιο συγκεκριμένο όρο της σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε
ότι τα ποσά που καταβάλλονταν ως ασφάλιστρα θα αφαιρούνταν από την οφειλή του
δανείου, β) αν η ασφαλιστική εταιρία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ" ορίσθηκε ως
δεκτική καταβολής του κεφαλαίου του δανείου ή αν είχε εξουσιοδοτηθεί από την
πιστώτρια να λάβει την παροχή ή αν είχε επιτραπεί σ'αυτήν
να δέχεται τέτοια καταβολή, γ) με βάση ποιες διατάξεις οι αναιρεσίβλητοι
δεν ευθύνονται για την εκ νέου καταβολή στην αναιρεσείουσα
του ήδη καταβληθέντος προς την ασφαλιστική εταιρία ποσού, συνεπεία της μη
ανάληψης του χαρτοφυλακίου της τελευταίας από άλλη εταιρία, δ) ποια η συμβατική
σχέση μεταξύ πιστώτριας και ασφαλιστικής εταιρίας, ώστε να ελεγχθεί αν η
τελευταία όφειλε να καταβάλει στην πρώτη
το καταβληθέν από τους αναιρεσίβλητους ποσό, είναι
αβάσιμοι. Ο ίδιος (δεύτερος) λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος με το οποίο η αναιρεσείουσα επικαλείται αντίφαση μεταξύ της παραδοχής του
Εφετείου, ότι το ποσό του κεφαλαίου του δανείου θα εξοφληθεί ολοσχερώς από το
ασφάλισμα, δηλαδή μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και αυτής ότι
σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου από το
προϊόν του ασφαλίσματος, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του οφειλέτη, η πιστώτρια
δικαιούται να απαιτήσει από τον πιστούχο την αποπληρωμή αποκλειστικά και μόνο
του χρεωστικού υπολοίπου με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το ύψος των οποίων
θα εξαρτάται και από το ανεξόφλητο ποσό του δανείου και από τον υπόλοιπο χρόνο
αποπληρωμής του, είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο δέχεται σαφώς ότι σε
περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ασφαλιστικής σύμβασης ο πιστούχος οφείλει το
πέραν των καταβληθέντων ασφαλίστρων ανεξόφλητο ποσό του κεφαλαίου του δανείου.
O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης
για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της
ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του
εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από
εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου,
το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που
ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία
περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών
γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο
(ΟλΑΠ 2/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο
της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα επικαλείται
πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ.20 ΚΠολΔ,
συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του
πορίσματος, παραμόρφωσε την προαναφερθείσα σύμβαση δανείου και δη το
περιεχόμενο των όρων 1.03,1.04 και 1.05 αυτής, με την εσφαλμένη ανάγνωσή τους,
με αποτέλεσμα να καταλήξει σε παραδοχή εσφαλμένη ότι, λόγω της ανώμαλης
εξέλιξης της ασφαλιστικής σύμβασης οι αναιρεσίβλητοι
είχαν υποχρέωση να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου μόνον το απομένον
υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ποσού των καταβληθέντων ασφαλίστρων. Ο λόγος
αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της
προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με
αυτό των επίμαχων όρων της σύμβασης δανείου, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε σφάλμα
αναγόμενο στην ανάγνωση και ερμηνεία των όρων του πιο πάνω εγγράφου, αλλά, αφού
τους ανέγνωσε και τους ερμήνευσε ορθά, συνεκτίμησε το περιεχόμενό τους με τα
άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να
απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του
κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο
Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να
καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων
(άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-6-2018 αίτηση της
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία
"ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS A.E." για αναίρεση της υπ' αριθμ. 337/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος
παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα
στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία
ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25
Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Αντιπρόεδρος
του Αρείου Πάγου