ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 633/2024

 

Ευθύνη τραπεζών από πλημμελείς επενδυτικές υπηρεσίες. Απορρίπτει αναίρεση τράπεζας, δέχεται αναίρεση πελάτη της τράπεζας.

 

 

Αριθμός 633/2024

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A3΄ Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρηστό Κατσιάνη- Εισηγητή, Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Κορνηλία Πανούτσου και Χρυσούλα Πλατιά, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Α) Των αναιρεσειουσών: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά εναγομένης Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από  τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) . του ., 2) . του . και 3) . του ., κατοίκων Φθιώτιδας, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις και,

 

Β) Των αναιρεσειουσών: 1) . του ., 2) . του . και 3) . του ., κατοίκων Φθιώτιδας, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά εναγομένης Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 08.07.2011 αγωγή των ., . και ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2774/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6057/2018 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της  τελευταίας απόφασης ζητούν, Α) οι ανώνυμες εταιρείες «ALPHA BANK» και «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» με την από 02.04.2019 αίτησή τους και Β) ., . και ., με την από 24.04.2019 αίτησή τους. Με τις υπ’ αριθμ. 246/2023 και 252/2023 Πράξεις του Αναπληρωτή Προέδρου του A3' Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Υπόκεινται προς κρίση: Α) η από 02.04.2019 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./02.04.2019 αίτηση αναίρεσης των εναγομένων 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK» και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» ως καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕΠΕΥ» κατά των εναγουσών 1) . του ., 2) . του . και 3) . του ., και Β) η από 24.04.2019 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./24.04.2019 αντίθετη αίτηση αναίρεσης των εναγουσών 1) . του ., 2) . του . και 3) . του . κατά των εναγόμενων 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK» και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» ως καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕΠΕΥ», για αναίρεση της ίδιας υπ’ αριθμ. 6057/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 573 του ίδιου Κώδικα.

 

Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή  έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.

 

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο, τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται, τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 1406/2021,ΑΠ 1110/2020, ΑΠ 252/2013). Αν με την αγωγή γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμέλειας, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και τη θεμελιώνουν, έστω και αν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα επικαλούμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 847/2010).

 

Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, που ορίζει ότι: «Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του», συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει; 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί  το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της πρόστησης εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κ.λ.π., η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της πρόστησης μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1406/2021,ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1198/2009, ΑΠ 1224/2008, ΑΠ 1966/2008).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 713 ΑΚ «Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 714 του ίδιου Κώδικα «Ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο εντολοδόχος οφείλει να  διεξαγάγει την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση, ευθυνόμενος έναντι του εντολέως για κάθε πταίσμα. Επομένως, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της συμβάσεως ή πλημμελούς εκπληρώσεως της συμβάσεως ή παραβάσεως των νομίμων υποχρεώσεων απαιτείται όχι ο ελαττωμένος βαθμός επιμελείας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαρεία αμέλεια), αλλά (λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής) η αυξημένη επιμέλεια του κοινού οφειλέτη, υποχρεούται δε ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλομένη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέως κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 ΑΚ. Η σύμβαση εντολής δύναται να καταρτισθεί και σιωπηρώς (άρθρα 158 και 173 ΑΚ), λόγω δε του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτής ο εντολοδόχος δύναται να αναλάβει τη διεξαγωγή της υποθέσεως του εντολέως είτε κατόπιν παρακλήσεώς του είτε και με δική του πρωτοβουλία, εφ’ όσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 958/2011, ΑΠ 1614/1999). Εν προκειμένω, θετική ζημία είναι η ελάττωση της περιουσίας του εντολέως, αρνητική δε ζημία το ματαιωθέν προσδοκώμενο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κέρδος (ΑΠ 536/2004). Κατά συνέπεια, ο εντολοδόχος οφείλει κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του όχι μόνο να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά και να καταβάλλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο μέσος συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος άλλως και για ελαφρά αμέλεια. Εξάλλου, το βάρος της αποδείξεως της ευθύνης του εντολοδόχου ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και ο εντολέας υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία, την οποία υπέστη από την πράξη ή παράλειψη του εντολοδόχου, ενώ η ύπαρξη πταίσματος του εντολοδόχου τεκμαίρεται από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση εντολής (ΑΠ 637/2011, ΑΠ 1025/2009, ΑΠ 1208/2008, ΑΠ 1115/2003). Για τη θεμελίωση δε υποχρεώσεως του εντολοδόχου προς αποζημίωση του εντολέως, κατά τα προεκτιθέμενα, απαιτείται η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της επελθούσας στον εντολέα ζημίας, και ως εκ τούτου εάν ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή εάν αυτή δεν είναι απότοκος του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν υποχρεούται σε αποζημίωση (ΑΠ 346/2018, ΑΠ 1675/2014, ΑΠ 637/2011, ΑΠ 118/2002), ενώ, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής του εντολέως κατά του εντολοδόχου με αίτημα την αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας κατά την εκτέλεση της εντολής πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί τη ζημία του, το πταίσμα του εντολοδόχου και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πταίσματος του τελευταίου και της επελθούσας ζημίας (ΑΠ 118/2002).

 

Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α' εδ. α' Ν.2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της από το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3587/2007 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 2251/1994 “Προστασία των καταναλωτών”, όπως ισχύει - Ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 149)», «Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους». Με την ως άνω διάταξη, η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται υπό την ως άνω διατύπωσή της επί εννόμων σχέσεων, τα παραγωγικά γεγονότα των οποίων ανάγονται σε χρόνο προ της θέσεως σε ισχύ του Ν.3587/2007 (άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ - ΑΠ 181/2000), διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων, στα οποία αναγνωρίζεται η ιδιότητα του  «καταναλωτή» και παρέχεται η προβλεπόμενη από το Ν.2251/1994 προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών, στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας Ν.1961/1991. Ειδικότερα, καταναλωτής, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του Ν.2251/1994, είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο ή η ένωση προσώπων, τα οποία αποκτούν το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών τους αναγκών, εφ όσον είναι οι τελικοί αποδέκτες αυτών (ΑΠ 733/2011). Τέτοιος τελικός αποδέκτης (και όχι ενδιάμεσος) είναι εκείνος, ο οποίος αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα συμφώνως προς τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός, ο οποίος χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η κατά το Ν. 2251/1994 ρύθμιση ως προς την έννοια του καταναλωτή αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, οι οποίοι περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή στον αποκτώντα προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν ειδικώς στις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενεστέρου οικονομικώς μέρους σε διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της  προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων (αλλά και η κατάρτιση συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλίσκονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβιβάσεώς τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, είτε αυτοί χρησιμοποιούν τις τραπεζικές υπηρεσίες για την κάλυψη ατομικών (μη επαγγελματικών - επιχειρηματικών) αναγκών τους (λ.χ. καταναλωτικά δάνεια, αποταμίευση, επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα) είτε αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επαγγελματικών - επιχειρηματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και δεν τίθεται ζήτημα περαιτέρω μεταβιβάσεώς τους προς τρίτους. Δηλαδή, υπάγονται στην προστασία του Ν.2251/1994 τόσο οι τραπεζικές υπηρεσίες, οι οποίες εκ της φύσεώς τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών (αποταμιευτικών, επενδυτικών κ.λπ.), όσο και οι απευθυνόμενες σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ενστάσεως από την τράπεζα, εάν η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως  συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης ή, εν γένει, ο αντισυμβαλλόμενός της αποταμιευτής, επενδυτής κλπ. δεν εμφανίζει έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να δύναται να διαπραγματευθεί ισοτίμως τους όρους της μεταξύ τους συμβάσεως (ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017).

 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της από το άρθρο 10 Ν. 3587/2007 και εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί εννόμων σχέσεων, τα παραγωγικά γεγονότα των οποίων ανάγονται σε χρόνο προ της θέσεως σε ισχύ του τελευταίου ως άνω Νόμου, κατά τα προεκτιθέμενα, «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαίτια κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων της υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο  ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. 5. Μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα. 6. Οι διατάξεις για τη συνυπευθυνότητα, τη μείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγράφων 10, 11 και 12 του άρθρου 6 εφαρμόζονται αναλογικά και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες». Η προαναφερομένη διάταξη ιδρύει αυτοτελή και ανεξάρτητο της συμβάσεως ή της αδικοπραξίας νόμιμο λόγο ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες προς αποζημίωση του λήπτη των υπηρεσιών, ήτοι την «παροχή υπηρεσιών » (ανεξαρτήτως, δηλαδή, της εντάξεως των υπηρεσιών αυτών στο πλαίσιο συμβάσεως ή μη), και προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής της, διάφορες των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ήτοι: α) παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στα πλαίσια ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή αυτών, η οποία τεκμαίρεται, και ο παρέχων φέρει το βάρος αποδείξεως της ελλείψεώς της (νόθος αντικειμενική ευθύνη), γ) παράνομη συμπεριφορά, δ) ζημία κατά το γενικό δίκαιο της αποζημιώσεως (άρθρα 297, 298 ΑΚ) και ε) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της υπάρξεως υπαιτιότητας αναφέρονται στον νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες δεν συναρτάται προς το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρεώσεώς του προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά προς την έλλειψη ασφαλείας των υπηρεσιών, τις οποίες θεμιτώς δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και προς την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, ήτοι προς την παραβίαση της υποχρεώσεως  λήψεως μέτρων προνοίας και ασφαλείας, τα οποία όφειλε κατά τον νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και ηδύνατο να λάβει εντός της σφαίρας επιρροής του, υπό ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, κατά τρόπον ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστεως και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, η οποία εν τέλει αποτελεί το προστατεύσιμο δικαίωμα. Εφ’ όσον συντρέχουν οι παραπάνω όροι, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες να αξιώσει την αποκατάστασή της (ΑΠ 796/2023, ΑΠ 1564/2021, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 427/2015, ΑΠ 589/2001). Οι διατάξεις του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 5 αυτού, κατισχύουν - ως ειδικές - πάσης άλλης διατάξεως αντιβαίνουσας σε αυτές ή αναφερομένης σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτές, επομένως και των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός εάν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μείζονα προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες. Τα προεκτιθέμενα εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την αντικατάσταση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 από το άρθρο 10 Ν. 3587/2007 και την τροποποίηση και κωδικοποίηση του Ν. 2251/1994 με τα άρθρα 100 επ. Ν. 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις».

 

Ενόψει των ανωτέρω, η παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών  ιδρυμάτων ή εταιριών παροχής επενδυτικών συμβουλών αναμφιβόλως εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διατάξεως, εφ’ όσον ο επενδυτής έχει, εν πάση περιπτώσει, την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» της σχετικής τραπεζικής υπηρεσίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της ιδιότητας αυτού ως «ερασιτέχνη» ή «επαγγελματία» επενδυτή. Περαιτέρω, σε περίπτωση διαμεσολαβήσεως πιστωτικού ιδρύματος (τράπεζας) κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται υφισταμένη η μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη αυτού - επενδυτή σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δίδει συμβουλές στους πελάτες του αναφορικώς με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει δε ακόμη να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει συναφθεί σιωπηρώς τοιαύτη σύμβαση, έστω και εάν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, όπως είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, τα οποία φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών στην περίπτωση αυτή είναι ότι : α) για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανής η μεγάλη σημασία της πληροφορήσεως για τον δυνητικό επενδυτή, διότι η πληροφόρηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της λήψεως σοβαρών αποφάσεων εκ μέρους του τελευταίου για τη διαχείριση των κεφαλαίων του, β) καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή - επενδυτική πρακτική των εγχωρίων και διεθνών αγορών, οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής κατά κανόνα αποφασίζει βάσει των συμβουλών των επιχειρήσεων αυτών, τις εμπιστεύεται και αναμένει υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητά τους, ώστε αυτός(επενδυτής)να λαμβάνει,  τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής και να μη παραπλανάται αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει και γ) οι ως άνω επιχειρήσεις αποκομίζουν ίδιο οικονομικό όφελος από την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή, τουλάχιστον, έμμεσο(ΑΠ 1564/2021).  Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση ή από τις μεσολαβήσασες περιστάσεις ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 45/2021, ΑΠ 1126/2013). Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση  με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, καθ’ όσον, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να επάγεται δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 19/1998, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 151/2016, ΑΠ 496/2014, ΑΠ 1432/2010). Καθ’ όσον αφορά στα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, τα οποία τίθενται διαζευκτικούς, υπό την έννοια ότι αρκεί η πλήρωση του ενός, προκειμένου να διαγνωσθεί η κατάχρηση, ως «καλή πίστη» νοείται η ευθύτητα, εμπιστοσύνη και εντιμότητα, οι οποίες πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, δηλαδή η συμπεριφορά η επιβαλλομένη στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοουμένη αντικειμενικούς, ώστε να μην βλάπτει ο δικαιούχος κάποιον άλλον, δυσαναλόγως προς την ωφέλεια, την οποία αποκομίζει από την άσκηση του δικαιώματος του, αλλά να προτιμά ηπιότερο τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος. Ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύει το περί ηθικής συναίσθημα του κατά τη γενική αντίληψη χρηστού, έμφρονος και υγιώς σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου. Ο «κοινωνικός» και «οικονομικός» σκοπός του δικαιώματος συναρτάται προς την επιτελουμένη δια του δικαιώματος λειτουργία, πέραν της εξυπηρετήσεως των ατομικών συμφερόντων του φορέως του, στο πλαίσιο της έννομης τάξης. Τέλος, «προφανής» είναι η υπέρβαση των ορίων ασκήσεως του δικαιώματος, όταν είναι έκδηλος,  καταφανής. Τοιαύτη υπέρβαση υπάρχει, όταν ο ασκών το δικαίωμα, ουδέν συμφέρον προσδοκά η, κατ’ άλλη έκφραση, όταν η υπέρβαση προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 08.07.2011 ένδικη αγωγή, το δικόγραφο της οποίας παραδεκτά, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκοπείται από το παρόν Δικαστήριο, ιστορούνται, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο, μέρος τα ακόλουθα: Ότι η πρώτη των εναγουσών (και ήδη πρώτη των αναιρεσιβλήτων στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης) ., τον Μάιο του έτους 2005, εισέπραξε από την πώληση ακινήτου της το χρηματικό ποσό των 282.000 ευρώ με τραπεζική επιταγή από το κατάστημα της πρώτης εναγομένης (και ήδη πρώτης των αναιρεσειουσών) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» στη Λαμία. Ότι, επειδή επιθυμούσε να καταθέσει το εν λόγω χρηματικό ποσό σε προθεσμιακό λογαριασμό, απευθύνθηκε στον τότε διευθυντή του καταστήματος της παραπάνω εναγομένης ., ο οποίος την παρέπεμψε στον υπεύθυνο των επενδυτικών προϊόντων ., προκειμένου ο τελευταίος να την ενημερώσει αναλυτικά για την προθεσμιακή κατάθεση, στην οποία ήθελε να προβεί προς εξασφάλιση των χρημάτων της. Ότι, κατά τη συνομιλία της με τον ανωτέρω υπάλληλο, του εξήγησε ότι επιθυμούσε την τοποθέτηση των χρημάτων της σε προθεσμιακό λογαριασμό, χωρίς δέσμευση αυτών για χρονικό διάστημα πέραν των τριών(3) μηνών, διευκρινίζοντας του ότι δεν την ενδιέφερε τόσο η είσπραξη περισσότερων τόκων, όσο η ασφάλεια του κεφαλαίου της και η μη δέσμευσή του. Ότι, στη συνέχεια, παραπέμφθηκε στο private banking της ίδιας ως άνω εναγομένης, το οποίο έδρευε στον Βόλο, καθόσον, όπως την ενημέρωσαν, το εν λόγω τμήμα ήταν το αρμόδιο για τη διαχείριση-διεκπεραίωση  τραπεζικών εργασιών με αντικείμενο σημαντικά χρηματικά ποσά, με υπεύθυνο υπάλληλο τον . . Ότι ενεργώντας από κοινού με τις δεύτερη και τρίτη ενάγουσες (και ήδη δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης) . και ., ανιψιές της, συνδικαιούχους του εν λόγω χαρτοφυλακίου, την 25.05.2005, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, υπέγραψαν κάποια έγγραφα, πιστεύοντας, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν προς την πρώτη εναγόμενη και βάσει της ρητής διαβεβαίωσης των υπαλλήλων αυτής, ότι υπέγραφαν μία «τυπική» σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών επί μη χρηματιστηριακών προϊόντων με εγγύηση 100% του επενδεδυμένου κεφαλαίου και μηδενικού «ρίσκου». Ότι, από το μήνα Ιούνιο του ίδιου έτους, η πρώτη ενάγουσα άρχισε να λαμβάνει μηνιαίες ενημερώσεις από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, το περιεχόμενο των οποίων δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί, διότι περιείχαν περίπλοκους τραπεζικούς όρους, για τον λόγο δε αυτό απευθύνθηκε για ενημέρωση στον ανωτέρω τέως διευθυντή, ο οποίος χαρακτήρισε τα εν λόγω έγγραφα ως άνευ σημασίας και την προέτρεψε να τα πετάξει. Ότι είχε την πεποίθηση, λόγω της καλής συνεργασίας με την τράπεζα και της εμπιστοσύνης της προς αυτήν, ότι τα χρήματά της είχαν τοποθετηθεί σε προθεσμιακό λογαριασμό, κάθε δε τρίμηνο εισέπραττε τους παραγόμενους τόκους. Ότι, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006, η πρώτη από αυτές (ενάγουσες) μετέφερε στην πρώτη εναγομένη και το ποσό των 103.000 ευρώ και ζήτησε από τον υπάλληλο αυτής Παναγιώτη Τσιάμη να τοποθετηθεί αυτό στον ίδιο προθεσμιακό λογαριασμό, στον οποίο είχε ήδη τοποθετηθεί και το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 282.000 ευρώ. Ότι, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, η πρώτη από αυτές πήγε, συνοδευόμενη από τον σύζυγο της δεύτερης, στο υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στην Λαμία, προκειμένου να ενημερωθούν για τον εν λόγω κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό. Ότι κατά την εκεί επίσκεψή τους ο . τους προέτρεψε να προβούν στην αγορά ενός πενταετούς ομολόγου με απόδοση 7,875%, για το οποίο τους μίλησε με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά λόγια και τους το παρουσίασε ως μία παρεμφερή τοποθέτηση, σε σχέση με την προηγούμενη προθεσμιακή κατάθεση, με καλύτερη, όμως, απόδοση από αυτήν. Ότι, σε ερωτήσεις του συζύγου της δεύτερης ενάγουσας για το εάν το προϊόν αυτό είχε σχέση με μετοχές λόγω του υψηλού επιτοκίου αποδόσεως, ο ως άνω υπάλληλος απάντησε ότι το προϊόν ήταν 100% εγγυημένο, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για το κεφάλαιό τους, ότι αυτό δεν είχε σχέση με μετοχές αλλά αποτελούσε ένα άλλο είδος κατάθεσης, ως και ότι η επένδυση σε αυτό θα ήταν η καλύτερη κίνηση, στην οποία είχαν προβεί μέχρι τότε. Ότι, κατόπιν των έντονων πιέσεων του ανωτέρω υπαλλήλου, αποφάσισαν να αφήσουν στην τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση το ποσό των 152.000 ευρώ και να τοποθετήσουν το ποσό των 230.000 ευρώ στο ανωτέρω προϊόν. Ότι η πρώτη από αυτές συνέχισε να λαμβάνει ενημερωτικά φυλλάδια και εισέπραττε κάθε τρεις μήνες τους τόκους, χωρίς να πραγματοποιεί άλλες πράξεις στον λογαριασμό. Ότι, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2008, η πρώτη από αυτές (ενάγουσες) ζήτησε να αναλάβει το χρηματικό ποσό των 152.000 ευρώ από τον προθεσμιακό λογαριασμό και ο ., στον οποίο απευθύνθηκε, την ενημέρωσε ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, αρκεί να υπήρχε ειδοποίηση της τράπεζας μία εβδομάδα νωρίτερα. Ότι, όταν η δεύτερη από αυτές, στα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2008, επικοινώνησε με τον υπάλληλο . του τμήματος private banking και ζήτησε να ενημερωθεί για την ακριβή ημερομηνία λήξης της προθεσμιακής κατάθεσης, προκειμένου να εισπράξει το ποσό των 152.000 ευρώ, τότε, για πρώτη φορά, ενημερώθηκε ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό δεν ήταν διαθέσιμο, διότι ήταν τοποθετημένο σε κάποιο ομόλογο με ημερομηνία λήξης το έτος 2012. Ότι, μετά την ανωτέρω εξέλιξη και την ενημέρωση από τον διευθυντή του καταστήματος της Λαμίας της πρώτης εναγομένης ότι η αξία του προϊόντος, που είχε τοποθετηθεί το ανωτέρω ποσό, είχε μειωθεί και ανερχόταν στο ποσό των 135.000 ευρώ, ακολούθησε, επί μία εβδομάδα, προσπάθεια επικοινωνίας με τους υπαλλήλους των εναγομένων (και ήδη αναιρεσειουσών στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης) ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών, για να ενημερωθούν για ποιο λόγο το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό είχε τοποθετηθεί σε ομόλογο δεκαετούς διάρκειας, χωρίς την έγκρισή τους, ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του, καθώς και ποια ήταν η τύχη του ποσού των 230.000 ευρώ. Ότι οι πρώτη και δεύτερη από αυτές (ενάγουσες), καθώς και ο σύζυγος της τελευταίας ., μετέβησαν αμέσως στο κατάστημα του Βόλου, προκειμένου να ζητήσουν ρευστοποίηση του ομολόγου των 152.000 ευρώ, καθόσον η δεύτερη από αυτές έπρεπε να καλύψει επιταγή που είχε εκδώσει για προκαταβολή για την αγορά ακινήτου, ενώ παράλληλα ζήτησαν να λάβουν αντίγραφα της σύμβασης και οποιουδήποτε άλλου εγγράφου έφερε την υπογραφή της πρώτης από αυτές. Ότι εκεί ο υπάλληλος των εναγομένων . τους ενημέρωσε ότι η αποτίμηση του ομολόγου τους σημείωνε φθίνουσα πορεία, αγγίζοντας το ποσό των 121.000 ευρώ, και ότι αποτελούσε ένα ομόλογο από το Καζακστάν. Ότι προέβησαν στη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης με σκοπό την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους στην πρώτη εναγομένη, βασιζόμενες στη σχέση εμπιστοσύνης που κάθε καταθέτης διατηρεί με την τράπεζα του και στη ρητή διαβεβαίωση των επενδυτικών τους συμβούλων ότι επρόκειτο για προθεσμιακές καταθέσεις και για επενδύσεις με 100% προστασία του κεφαλαίου, δεδομένου ότι καμία από αυτές και ιδιαίτερα η πρώτη δεν είχε γνώσεις επί χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ότι, από το έτος 2008 έως και την άσκηση της αγωγής, μετά από προσπάθειες και επικοινωνία με την πρώτη εναγομένη, διαπίστωσαν ότι οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες είχαν προβεί στην τοποθέτηση του ποσού των 152.000 ευρώ στο ομόλογο ... BANK 26.05.2006 - 26.05.2016 FRN 5,714% IS IΝ XS ... και του ποσού των 230.000 ευρώ στο ομόλογο ... BV 01.02.2007 - 01.02.2012 7,875% ISIN XS..., και, μάλιστα, τούτο είχαν πράξει αυθαίρετα ήδη από το Μάιο του έτους 2005, δηλαδή αμέσως μόλις αυτές υπέγραφαν, από πλάνη και χωρίς πραγματική βούληση, την επίδικη σύμβαση και κατά παράβαση της ρητής εντολής της πρώτης από αυτές (ενάγουσες) για τοποθέτηση των χρημάτων σε τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση. Ότι διαπίστωσαν ότι, διαφορετική τηλεφωνική επιβεβαίωση είχε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης των εναγομένων η πρώτη ενάγουσα και διαφορετικά πράγματα αναγράφονταν στα σχετικά αποδεικτικά συναλλαγών, τα οποία από πλάνη αυτή (πρώτη ενάγουσα) είχε υπογράψει. Ότι αυτές (ενάγουσες) πλανήθηκαν από τις εναγόμενες ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, οι οποίες τους απέκρυψαν την αληθινή ταυτότητα των προϊόντων, στα οποία επένδυσαν τα χρήματά τους, παρουσιάζοντας αυτά ως προθεσμιακές καταθέσεις, χρησιμοποιώντας ειδικούς τεχνικούς χρηματοοικονομικούς όρους, δυσνόητους για τον μέσο συναλλασσόμενο πολίτη, ενώ τους απέκρυψαν υπαίτια, αφενός τη φύση και τα ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών, αφετέρου ότι αυτά δεν ήταν δικής τους (δηλ. των εναγόμενων ανωνύμων εταιρειών) έκδοσης και δικής τους εγγύησης, στοιχεία τα οποία, εάν γνώριζαν, δεν θα είχαν προβεί στην υπογραφή της αίτησης αγοράς των προϊόντων αυτών. Ότι η πρώτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία διέθετε έντυπα ενημερωτικά φυλλάδια, τα οποία περιέγραφαν σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα αποκλειστικά και μόνο στην αγγλική γλώσσα, χωρίς να διευκρινίζει ποιος ο ρόλος αυτής σε σχέση με την εγγύησή τους, ενώ οι πληροφορίες των υπαλλήλων της ήταν ασαφείς και παραπλανητικές, καθόσον περιέγραφαν τα προϊόντα ως 100% εγγυημένου κεφαλαίου, ενώ απέκρυπταν ότι δεν ήταν ασφαλισμένα και οι όροι της αίτησης δεν παρεδίδοντο στους πελάτες προς μελέτη πριν την υπογραφή της αίτησης αγοράς των τίτλων. Ότι προέβησαν στην εν λόγω επένδυση βασιζόμενες αποκλειστικά στις εσφαλμένες και απατηλές εντυπώσεις που τους καλλιέργησαν οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες σχετικά με την ταυτότητα των προϊόντων, τα οποία τους παρουσίασαν ως απόλυτα εγγυημένου κεφαλαίου, μηδενικού «ρίσκου» και ως τρίμηνες προθεσμιακές καταθέσεις, στην εμπιστοσύνη τους στη φήμη της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και στην ελλιπή ενημέρωσή τους. Ότι, εάν γνώριζαν την αληθή ταυτότητα των δήθεν «ομολόγων» και των δήθεν «προθεσμιακών καταθέσεων» ως και τον πραγματικό εκδότη αυτών, ουδέποτε θα είχαν προβεί στη σύναψη της προκειμένης σύμβασης. Ότι οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες δεν αξιολόγησαν το προφίλ, τις ανάγκες και τις δυνατότητές τους, τους απέκρυψαν τα ουσιώδη περιστατικά που αφορούσαν στην πραγματική ταυτότητα του εκδότη, στην πραγματική φύση των προϊόντων και στην ενδεχόμενη ασφάλιση σε περίπτωση διακινδύνευσης, με αποτέλεσμα να τις παραπλανήσουν, ωθώντας αυτές στην υπογραφή της σύμβασης. Ότι οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες δεν τους παρείχαν τις πληροφορίες εκείνες, που θα τους επέτρεπαν να αξιολογήσουν την τοποθέτηση των χρημάτων τους, δεν τους γνωστοποίησαν τις διαφοροποιήσεις των επίδικων προϊόντων, σε σχέση με την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε απλό ή προθεσμιακό λογαριασμό ταμιευτηρίου ή σε άλλο πρόγραμμα, και τους παρουσίασαν τις τοποθετήσεις ως εγγυημένου κεφαλαίου, μηδενικού ρίσκου, οδηγώντας αυτές στη σύναψη των συμβάσεων, χωρίς να γνωρίζουν τι πραγματικά έπρατταν με τη σύναψη των αιτήσεων - συμβάσεων, καθόσον θεωρούσαν ότι επρόκειτο για τρίμηνο προθεσμιακή κατάθεση με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ότι, επικουρικά, η προπεριγραφείσα, αντισυμβατική και καταχρηστική, συμπεριφορά των εναγομένων ανωνύμων εταιρειών συνιστά και αδικοπραξία, συνεπεία της οποίας έχουν υποστεί και ηθική βλάβη. Ότι την 16.02.2010, στην προσπάθειά τους να μειώσουν τη ζημία που είχαν ήδη υποστεί και να αποφύγουν την ολοκληρωτική απώλεια του κεφαλαίου τους, αποδεχόμενες πρόταση των εκδοτριών των ανωτέρω επίδικων ομολόγων εταιρειών για εξαγορά τους, ρευστοποίησαν το χαρτοφυλάκιό τους (με μεσολάβηση πλέον της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.»), πουλώντας το ομόλογο ... BV έναντι του ποσού των 72.220 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία τους ανερχόμενη στο ποσό των 157.780 ευρώ, και αποδεχόμενες προσφορά προς επαναγορά από τον εκδότη του ομολόγου CYPRUS POPULAR BANK, την 30.5.2012 σε ποσοστό 55% της αρχικής αξίας του, ήτοι με απώλεια ποσοστού 45% της ως άνω αξίας του και αντίστοιχη ζημία τους, ανερχόμενη στο ποσό των (152.000 X 45% =) 68.400 ευρώ.

 

Με βάση αυτό το ιστορικό, όπως   παραδεκτά διευκρίνισαν και περιόρισαν το αίτημα της αγωγής τους με τις έγγραφες προτάσεις τους, οι ενάγουσες ζήτησαν: Α) να ακυρωθεί η περιγραφείσα στο ιστορικό της κρινόμενης αγωγής μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, που υπέγραψαν την 25.05.2005, λόγω πλάνης, η οποία τους προκλήθηκε συνεπεία απάτης, και Β)  να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία: i ) διαιρετώς κατά το 1/3 σε καθεμία από αυτές, κατά την αναλογία συμμετοχής τους ως συνδικαιούχων του αναφερομένου στο ιστορικό της αγωγής κοινού τραπεζικού λογαριασμού, το χρηματικό ποσό των (157.780 + 68.400 =) 226.180 ευρώ, δηλαδή σε καθεμία από αυτές το ποσό των (226.180 X 1/3 =) 75.393,33 ευρώ, ως αποζημίωση για την περιουσιακή τους ζημία, καθώς και Η) το ποσό των 10.000 ευρώ σε καθεμία από αυτές ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή είναι πλήρως ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά. Και τούτο διότι προσδιορίζονται με σαφήνεια τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της ιστορικής της βάσης, και συγκεκριμένα: α) τα πλήρη στοιχεία της συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων μερών, με αντικείμενο την επωφελή τοποθέτηση των κεφαλαίων των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης, εκ μέρους των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών στην ίδια αίτηση ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών, καθώς και οι ειδικές υποχρεώσεις των τελευταίων από τους Ν.2396/1996 και 2251/1994 και β) οι συγκεκριμένες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών στην ως άνω από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης, οι οποίες, αποδεικνυόμενες, συνιστούν, εκτός από παράβαση της μεταξύ των διαδίκων μερών συμβάσεως, και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με συνέπεια τη γένεση αξιώσεων των ως άνω εναγουσών-αναιρεσιβλήτων προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τους.

 

Επομένως, το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 2774/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις των άρθρων 140, 154, 281, 288, 297, 298, 299, 330, 334, 361, 713, 714, 718, 914, 922, 926 και 932 ΑΚ, καθώς και στις σχετικές διατάξεις του Ν. 2251/ 1994, δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση της συρρέουσας ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης των αναιρεσειουσών, ενώ δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ως όφειλε κατά τις αναιρεσείουσες, μετ' αποδοχή του περί αοριστίας της ισχυρισμού τους, επικαλούμενων ότι: α) δεν διαλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτής κατά τρόπο σαφή και ορισμένο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν ευθύνη τους προς αποζημίωση των παραπάνω αναιρεσιβλήτων είτε κατά τις διατάξεις περί εντολής, είτε κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, είτε κατά τις διατάξεις περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 8 Ν.2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών») και β) δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αλλά και τη διαφοροποίηση των ζητουμένων ποσών. Επίσης, καθόσον αφορά ειδικώς στον επιμέρους ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών ότι η σύγχρονη (σωρευτική και όχι επικουρική) επίκληση πλειόνων νομικών βάσεων της ένδικης  αγωγής αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 218 και 219 ΚΠολΔ και επάγεται αοριστία αυτής, επειδή δήθεν προκαλείται σύγχυση και αποκλείεται ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης, επισημαίνεται ότι στο αγωγικό δικόγραφο πρέπει - και αρκεί - να διαλαμβάνονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται από τον εφαρμοστέο στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου, ώστε να παραχθεί η επικαλουμένη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια (ΑΠ 1966/2008, ΑΠ 1192/2007), ενώ δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά και ανάλυση των χαρακτηριστικών εκάστης νομικής έννοιας, αλλά αρκεί η παράθεση εκείνων των βασικών περιστατικών, τα οποία επιτρέπουν στο μεν Δικαστήριο να ελέγξει εάν πληρούται το πραγματικό του κανόνος(η νομική έννοια), στον δε εναγόμενο να αμυνθεί αποτελεσματικώς (ΑΠ 1958/2009, ΑΠ 1966/ 2008,ΑΠ 157/2004). Εξάλλου, η συγκεκριμενοποίηση των αναφερομένων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας δύναται να γίνει βάσει των ειδικότερων περιστατικών, όπως αυτά προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν δεν έχει επικαλεσθεί αυτά ο ενάγων(ΑΠ 1966/2008). Τέλος και ο ισχυρισμός των εν λόγω αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών ότι το Εφετείο εσφαλμένα επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει ότι η ένδικη αγωγή ήταν παραδεκτή, μη δεχόμενο ότι έπρεπε να απορρίψει αυτήν ως προώρως ασκηθείσα, για το λόγο ότι στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζεται η προκληθείσα εις βάρος των εναγουσών αναιρεσιβλήτων ζημία, καθ’ όσον αυτές ισχυρίζονται μεν ότι κατά το έτος 2009 απέσυραν το χαρτοφυλάκιό τους από αυτές (αναιρεσείουσες ανώνυμες εταιρείες), πλην όμως δεν εκθέτουν ότι προέβησαν σε ρευστοποίηση (πώληση) αυτού, με συνέπεια να μην έχουν υποστεί ζημία, η οποία, εν προκειμένω, συνίσταται στη  διαφορά μεταξύ της αξίας της αρχικής αγοράς των επιδίκων ομολόγων και της τυχόν ελάσσονος αξίας αυτών κατά το χρόνο ρευστοποιήσεως (πωλήσεως) αυτών, είναι αβάσιμος, καθόσον  χρόνος προσδιορισμού της ζημίας των εν λόγω αναιρεσιβλήτων είναι ο χρόνος της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του  πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στην προκειμένη δε περίπτωση οι τελευταίες με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους περιόρισαν και εξειδίκευσαν, παραδεκτά, κατά τα άρθρα 223 και 224 ΚΠολΔ, το αίτημα της αγωγής διευκρινίζοντας ότι, στην προσπάθειά τους να μειώσουν τη ζημία, την οποία είχαν ήδη υποστεί, και να αποφύγουν την ολοκληρωτική απώλεια του κεφαλαίου τους, ρευστοποίησαν το χαρτοφυλάκιό τους (με μεσολάβηση πλέον της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.»), πωλώντας το ομόλογο «... BV 01.02.2007-01.02.20127,875% ISIN X...» την 16.2.2010 έναντι του ποσού των εβδομήντα δύο χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (72.220 €), με αντίστοιχη ζημία τους ανερχομένη στο ποσόν των (230.000 € - 72.220 € =) εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ευρώ (157.780 €), και αποδεχόμενες προσφορά προς επαναγορά από τον εκδότη του ομολόγου «... BANK 26.5.2005 - 26.5.2006 FRN. 5,714% ISIN XS ...» σε ποσοστό 55% της αρχικής αξίας του την 30.5.2012, με απώλεια ποσοστού 45% της αρχικής αξίας του και αντίστοιχη ζημία τους, ανερχομένη στο ποσόν των (152.000 € X 45% =) εξήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (68.400 €).

 

Κατά συνέπεια, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί επαρκώς κατ’ είδος, ποσό και λοιπές περιστάσεις η επελθούσα σε παρελθόντα χρόνο υλική  περιουσιακή ζημία των εναγουσών-αναιρεσιβλήτων, και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα πρόωρης ασκήσεως της εν λόγω κρινόμενης αγωγής. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμοι οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες πρώτος και συναφής δεύτερος λόγοι της από 02.04.2019 αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι από τους αρ. 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες. Επισημαίνεται δε ότι οι λοιπές - αναγόμενες στο ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς - ελλείψεις ή αντιφάσεις του αγωγικού δικογράφου, όπως αυτές προσδιορίζονται με τους προκείμενους ως άνω λόγους αναίρεσης, δεν συνάπτονται προς το ορισμένο της αγωγής, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων περί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, και κατά το σκέλος τους αυτό τυγχάνουν αυτοί απαράδεκτοι.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η  παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 790/2023, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 669/2017). Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 459/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα(ΑΠ 790/2023,ΑΠ 1009/2019, ΑΠ 459/2019, ΑΠ 1350/2018). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β7340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1- 31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς." ... Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεών τους με αυτούς." ...Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη  της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σ' αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της  επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 161/2022, ΑΓΊ 1266/2022, ΑΠ 1411/2022, ΑΠ 1339/2022, ΑΠ 297/2022, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 1109/2019, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 931/2019, Α536/2019,ΑΠ1350/2018, ΑΠ244/2016, ΑΠ1738/2013). Η υποχρέωση των τραπεζών προς ενημέρωση των πελατών τους για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα προβλέπονται και με τις διατάξεις της 2501/2002 Πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) σχετικά με την "Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για  τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους" (ΦΕΚ Α΄ 277), που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 2123/2009), ανεξαρτήτως αν αυτή αναφέρεται στις κυρώσεις, που επιβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος σε αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα σε περιπτώσεις παραβίασης αυτών των υποχρεώσεών τους.

 

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994,όπως προεκτέθηκε, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει επίσης ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης στο πλαίσιο παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή" την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή". Αυτή η υποχρέωση επιβάλλεται και στις τράπεζες ως "προμηθευτές" ιδιωτών επενδυτών, ώστε αυτοί να λαμβάνουν τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής, χωρίς να παραπλανώνται, αποφασίζοντας να ενεργήσουν συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζαν να ενεργήσουν. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ  του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής τους. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι επομένως αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 790/2023, ΑΠ 874/2022, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 619/2021, ΑΠ 1229/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 856/2017).

 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 2/2021, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1648/2014). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος  αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή της ουσίας της υπόθεσης (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 796/2023,ΑΠ 50/2020, ΑΠ 931/2019).

 

Παράλληλα, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα-με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 2267/2013, ΑΠ 26/2004). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν  το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η  αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμό ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια (ΟλΑΠ 20/2005).

 

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 355/2013).

 

Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

«...Η πρώτη εφεσίβλητος (και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης).... ήδη συνταξιούχος, ασκούσε το επάγγελμα της μοδίστρας στην πόλη της Λαμίας και είναι απόφοιτος της Β' τάξεως του Δημοτικού Σχολείου. Οι δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητοι (και ήδη δεύτερη και τρίτη αναιρεσίβλητες στην ίδια ως άνω από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης).... ασκούν το επάγγελμα της νηπιαγωγού και της ιδιωτικής υπαλλήλου, αντιστοίχως, τυγχάνουν δε ανιψιές της πρώτης εφεσιβλήτου... Περί το μήνα Μάιο του έτους 2005, η πρώτη εφεσίβλητος... έχοντας λάβει από πώληση ακινήτου της το ποσόν των διακοσίων ογδόντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (282.000 €) με τραπεζική επιταγή της πρώτης εκκαλούσας(και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης).... επισκέφθηκε το υποκατάστημα Λαμίας της τελευταίας (αριθμός καταστήματος .), με την οποία μέχρι τότε δεν διατηρούσε συνεργασία, προκειμένου να εισπράξει το ποσόν της εν λόγω επιταγής και ακολούθως - κατόπιν σχετικής προτάσεως των αρμοδίων υπαλλήλων - να καταθέσει αυτό σε τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίον το πρώτον θα άνοιγε στο ως άνω πιστωτικό ίδρυμα, καθ’ όσον μέχρι τότε διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό μόνο στη ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ». Η πρώτη εφεσίβλητος... σε σχετική συζήτησή της με τον τότε διευθυντή του εν λόγω υποκαταστήματος . εξαρχής διευκρίνισε ότι επιθυμεί την τοποθέτηση του ως άνω χρηματικού ποσού σε προθεσμιακό λογαριασμό, ώστε το κεφάλαιό της να είναι απολύτως εξασφαλισμένο και να αποφέρει σε αυτήν τόκους, αλλά να μην είναι δεσμευμένο για χρονικό διάστημα μείζον των τριών (3) μηνών. Ακολούθως, ο διευθυντής του υποκαταστήματος . παρέπεμψε την πρώτη εφεσίβλητο... στον υπεύθυνο ταμείων του ως άνω υποκαταστήματος  , προκειμένου να γίνουν οι σχετικές συνεννοήσεις και να διευθετηθούν τα τεχνικά ζητήματα της εισπράξεως του ποσού της επιταγής και του ανοίγματος του - νέου - λογαριασμού.  Πράγματι, την 24.5.2005 ανοίχθηκε στο υποκατάστημα Λαμίας της πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας ο απλός (όχι προθεσμιακός) υπ’ αριθ. ... κοινός λογαριασμός ταμιευτηρίου (κατά τις διατάξεις του Ν.5638/1932) με  δικαιούχους τις εφεσιβλήτους... στον οποίο αυθημερόν πραγματοποιήθηκε: α) κατάθεση του ποσού των διακοσίων ογδόντα τριών χιλιάδων δύο ΕΥΡΩ (283.002 €) και β) ανάληψη του ποσού των τριακοσίων ΕΥΡΩ (300 €), με συνέπεια το διαθέσιμο υπόλοιπο του εν λόγω απλού κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου κατά την ως άνω ημερομηνία (24.5.2005) να ανέρχεται στο ποσόν των διακοσίων ογδόντα δύο χιλιάδων επτακοσίων δύο ΕΥΡΩ (282.702 €)„ παραδόθηκε δε στην πρώτη εφεσίβλητο... το σχετικό βιβλιάριο καταθέσεων. Ταυτοχρόνως, οι ως άνω υπάλληλοι της πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας (. και .) γνωστοποίησαν στην πρώτη εφεσίβλητο... ότι λόγω του ύφους του κατατεθειμένου χρηματικού ποσού η συμβατική σχέση μεταξύ αυτής και της τράπεζας επρόκειτο να παρακολουθείται εφεξής από τη Διεύθυνση (Κέντρο) Alpha Private Bank Κεντρικής Ελλάδος, η οποία ήταν εγκατεστημένη στην πόλη του Βόλου, επικεφαλής δε της ως άνω διευθύνσεως πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας ήταν ο υπάλληλος αυτής ., ο οποίος και θα ήταν ο αρμόδιος για το χειρισμό της περιπτώσεως των εφεσιβλήτων... Την επομένη ημέρα (25.5.2005) η πρώτη εφεσίβλητος... μετέβη στο ως άνω υποκατάστημα κατόπιν προσκλήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων της πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας, προκειμένου να υπογράψει «μια σύμβαση», η κατάρτιση της οποίας ήταν, όπως ενημερώθηκε, υποχρεωτική, προκειμένου να εκκινήσει η μεταξύ τους συνεργασία, διότι ήταν μια νέα πελάτης, πράγματι δε έθεσε την υπογραφή της επί του σχετικού συμβατικού κειμένου, έχοντας λάβει τη διαβεβαίωση ότι υπογράφει μια «τυπική» σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών επί μη χρηματιστηριακών (δηλαδή μη υποκειμένων σε διαπραγμάτευση σε οποιαδήποτε  χρηματιστηριακή αγορά) προϊόντων, με απόλυτη (100%) εξασφάλιση του κεφαλαίου της και με μηδενικό «ρίσκο». Το αυτό έπραξαν αργότερα την ίδια ημέρα και οι δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητοι... συνδικαιούχοι του υπ’ αριθ. ... κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου, οι οποίες μετέβησαν στο ως άνω υποκατάστημα μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας τους. Ειδικότερα, οι εφεσίβλητοι ... υπέγραψαν την υπ’ αριθ. ./25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» με αντισυμβαλλόμενες αυτών την πρώτη εκκαλούσα... ανώνυμο τραπεζική εταιρία και την ανώνυμο εταιρία υπό την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», καθολική διάδοχος της οποίας κατόπιν συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως τυγχάνει η δεύτερη εκκαλούσα (και ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης)... ανώνυμος εταιρία, οι οποίες καλούνται, κατά τη σχετική συμβατική πρόβλεψη, «Εταιρίες» ή, ενιαίως, «ALPHA PRIVATE BANK» και εκπροσωπήθηκαν κατά την υπογραφή της προκειμένης συμβάσεως από την υπάλληλο αυτών . . Η εν λόγω σύμβαση (αντίγραφο της οποίας μετά των παραρτημάτων της οι εφεσίβλητοι... δεν έλαβαν αμέσως μετά την υπογραφή της, αλλά μόλις κατά τα τέλη του έτους 2008), περιέχουσα σειρά μονομερώς προδιατυπωμένων όρων, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ των εδώ διαδίκων μερών, προβλέπει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: α) « Οι Εταιρίες αναλαμβάνουν, έναντι αμοιβής που θα ορίζεται και θα εξαρτάται από το είδος της υπηρεσίας που παρέχουν σύμφωνα με το εκάστοτε τιμολόγιο προμηθειών, τη λήψη και διαβίβαση εντολών προς κατάρτιση συναλλαγών επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 και αφορούν στο σύνολο των χρημάτων, χρεογράφων, μεριδίων, αμοιβαίων κεφαλαίων και πάσης φύσεως τίτλων και κινητών αξιών, τα οποία ο Επενδυτής έχει καταθέσει στις Εταιρίες ή θα καταθέσει στο μέλλον και τα οποία, κατά δήλωσή του, ανήκουν είτε σ’ αυτόν ατομικά είτε από κοινού με τρίτους και δεν επιβαρύνονται με οποιαδήποτε δικαιώματα, απαιτήσεις ή αξιώσεις τρίτων καθώς και μετρητά και άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τις Εταιρίες για λογαριασμό του επενδυτή κατά τις διατάξεις της παρούσης (του λοιπού χαρτοφυλάκιο). Θεματοφύλακας του χαρτοφυλακίου ορίζεται η Alpha Bank» (υπ’ αριθ. 2 όρος), β) «Για την εξυπηρέτηση του σκοπού της συμβάσεως έχει ανοιχθεί στην Alpha Bank ο ... λογαριασμός του Επενδυτή, ο οποίος στην περίπτωση που είναι κοινός, θα διέπεται από τις διατάξεις του νόμου 5638/1932 (στο εξής λογαριασμός) και με την παρούσα παρέχει στις Εταιρίες την ανέκκλητη εντολή να τον κινούν και να πραγματοποιούν τις κατάλληλες χρεοπιστώσεις» (υπ’ αριθ. 3 όρος), γ) «5.1 .Εντολή θεωρείται κάθε είδους εντολή ή παραγγελία του Επενδυτή προς τις Εταιρίες για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και τη διεκπεραίωση παρεπομένων πράξεων. 5.2. Η εντολή μπορεί να δοθεί προς τις Εταιρίες εγγράφως, τηλεφωνικώς, με τηλεομοιοτυπία (fax), τηλέτυπο ή με κάθε ηλεκτρονικό μέσο και πρέπει να είναι σαφής και να περιγράφει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το αντικείμενό της, δίδεται δε υπό τον όρο ότι υπάρχει υπόλοιπο στο λογαριασμό, το οποίο καλύπτει τόσο την αξία της εντολής όσο και την αμοιβή των Εταιριών για τη λήψη και διαβίβασή της. 5.3. Οι Εταιρίες επιφυλάσσονται, κατά την απόλυτη κρίση τους, να ζητήσουν επιβεβαίωση οποιοσδήποτε εντολής, προ της υλοποιήσεώς της, με δαπάνη του Επενδυτή. Για οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά την  εκτέλεση της εντολής, που οφείλεται στη διαβίβαση αυτής και σχετίζεται με το περιεχόμενό της, το πρόσωπο του Επενδυτή ή την εξουσία του να διαχειρίζεται τον λογαριασμό ή να διαθέτει τις υποκείμενες αξίες ή τυχόν πλημμέλεια που οφείλεται σε τεχνικούς λόγους, οι μεν Εταιρίες θα ευθύνονται αποκλειστικά και μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια, ο δε Επενδυτής παραιτείται ρητά τυχόν δικαιώματος να ζητήσει ακύρωση της/των αντιστοίχου/ων πράξεων και της/των χρηματιστηριακής/ων συναλλαγών και να στραφεί κατά των Εταιριών για οποιοδήποτε λόγο και αιτία. 5.4. Η λήψη της εντολής δεν συνιστά αποδοχή της, η οποία συντελείται με την εκτέλεση της εντολής και μόνο στην έκταση της εκτελέσεώς της. Οι Εταιρίες δικαιούνται να μην αποδέχονται εντολές κατά την απόλυτη κρίση τους. δ.δ. Οεπενδυτής δικαιούται να προβαίνει σε ακύρωση της δοθείσας εντολής. Οι Εταιρίες δεν δεσμεύονται από τυχόν ακύρωση εντολής κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως της σχετικής χρηματιστηριακής αγοράς ή, εφ’ όσον πρόκειται για εντολή προς κατάρτιση εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών, οι Εταιρίες δεσμεύονται μόνο αφού παρέλθει μια εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της ακυρώσεως, οπότε και υποχρεούνται να προβούν αμελλητί στην ακύρωση. Ακύρωση εντολής, η οποία έχει εκτελεσθεί κατά το μέρος που έχει ήδη εκτελεσθεί ή εφόσον έχει διενεργηθεί έστω και μια προκαταρκτική πράξη για την εκτέλεσή της δεν χωρεί. Αποκλείεται η ευθύνη των Εταιριών για τυχόν ζημία του Επενδυτή από την εκτέλεση εντολών, που δεν ακυρώθηκαν σύμφωνα με την παραπάνω διαδικασία. 5.6. Η εντολή ισχύει μόνο για την ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας δίδεται ή όταν δίδεται εκτός συνεδριάσεως της σχετικής με τη συναλλαγή χρηματιστηριακής αγοράς, για την αμέσως επόμενη συνεδρίασή της, εκτός αν ρητά στην εντολή ορίζεται διαφορετικά. 5.7. Η εκτέλεση της εντολής συντελείται σε όποια τιμή ισχύει στην  αγορά κατά την υλοποίησή της, εκτός αν ρητά στην εντολή ορίζεται διαφορετικά» (υπ’ αριθ. 5 όρος ), δ) «7.1. Οι Εταιρίες λόγω μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του Επενδυτή και δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία αυτού - δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής, από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις Εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από τις επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών, δεν ευθύνονται εάν ο Επενδυτής δεν συμπράξει, εγκρίνει ή επιβεβαιώσει πράξεις τους, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, - ως προς την υπηρεσία λήψεως και διαβιβάσεως εντολής, ευθύνονται μόνο για την πιστή διαβίβασή της σε πρόσωπο που διαθέτει τη νομική ικανότητα υλοποιήσεώς της ... - οι προστηθέντες υπάλληλοι ή βοηθοί εκπληρώσεως και οι τρίτοι με τους οποίους αυτές συνεργάζονται ως προς την παροχή των υπηρεσιών τους στον Επενδυτή, ευθύνονται μόνο στις περιπτώσεις δόλου και βαρείας αμέλειας και σε καμία περίπτωση η ευθύνη τους δεν περιλαμβάνει την αποκατάσταση διαφυγόντος κέρδους από την παραπάνω αιτία» (υπ’ αριθ. 7.1. όρος της συμβάσεως), ε) «Οι Εταιρίες αποστέλλουν μία φορά το μήνα, με απλό ταχυδρομείο, στον Επενδυτή αντίγραφο λογαριασμού, με τη διάρθρωση και τις κινήσεις του χαρτοφυλακίου. Εάν μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη λήψη του αντιγράφου του λογαριασμού, ο Επενδυτής δεν αμφισβητήσει το σύνολο ή μέρος της κινήσεως και δεν προτείνει εγγράφως αιτιολογημένες αντιρρήσεις σχετικά με τις πράξεις που έγιναν, συμφωνείται ότι αποδέχεται όλες τις  αναγραφόμενες σ’ αυτό πράξεις και το αποτέλεσμά τους. Ο Επενδυτής υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως τις Εταιρίες περί του ότι δεν παρέλαβε το αντίγραφο λογαριασμού εντός του επομένου ημερολογιακού μήνα από αυτόν που αφορά η κίνηση του λογαριασμού» (υπ’αριθ.11 όρος της συμβάσεως) και στ) «13.1. Ο Επενδυτής δηλώνει ότι μελέτησε το παράρτημα Α, έχει πλήρη επίγνωση των κινδύνων που συνεπάγεται η επένδυση σε κινητές αξίες και έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε τυχόν ολοκληρωτική απώλεια των επενδύσεων αυτών, 13.2. ..., 13.3. ..., 13.4. Οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε υποχρέωση πλέον των προβλεπομένων στη σύμβαση, με την επιφύλαξη διαφορετικής έγγραφης συμφωνίας με τον Επενδυτή και δεν οφείλουν να ενημερώνουν τον Επενδυτή για ενδεχόμενη ζημία του από τυχόν διακυμάνσεις τιμών των στοιχείων του χαρτοφυλακίου που έχουν περιέλθει ή δύνανται να περιέλθουν στην Κατοχή των Εταιριών καθώς και για τις πάσης φύσεως μεταβολές συνθηκών οι οποίες δύνανται να επιδράσουν στις τιμές των εν λόγω στοιχείων. Επίσης, απαλλάσσονται της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως στον Επενδυτή της μορφής και των ειδικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής μεταχειρίσεως, των επιλεγομένων τοποθετήσεων ...» (υπ’ αριθ. 13.1. και 13.4. όροι της συμβάσεως). Στην εν λόγω σύμβαση έχει επισυναφθεί και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής το Παράρτημα Α, το οποίο ομοίως υπογράφεται από τις εφεσιβλήτους... και την υπάλληλο των εκκαλουσών.... ανωνύμων εταιριών . και στο οποίο αρχικώς αναφέρεται ότι «Το παρόν έχει σκοπό να γνωστοποιήσει στον Επενδυτή διάφορες μορφές επενδυτικών κινδύνων που αναλαμβάνει με τη συμμετοχή του στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Η πληροφόρηση του Επενδυτή σχετικά με τους κινδύνους που ενέχονται σε κάθε επενδυτική δραστηριότητα κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία για τη διαμόρφωση από αυτόν επαρκούς, αντικειμενικής και ακριβούς απόψεως ως προς τις αποδόσεις των εκάστοτε επιλεγόμενων τοποθετήσεων. Σημειώνεται ότι οι πάσης φύσεως κίνδυνοι που ενέχονται στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε αγορές χρήματος και κεφαλαίου, παρότι μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να μετριασθούν, δεν μπορούν να εξαλειφθούν πλήρως. Πέρα από τη μελέτη και κατανόηση των κινδύνων που ενδεικτικά απαριθμούνται κατωτέρω, οι Εταιρίες συνιστούν στον Επενδυτή να επιδιώκει την τακτική ενημέρωσή του ως προς την πορεία και την εξέλιξη των αγορών που τον ενδιαφέρουν και την τακτική επικοινωνία με ειδικούς, ιδίως πριν τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο Επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι η βασική αρχή είναι ότι η αναμενόμενη απόδοση είναι αντίστοιχη του επενδυτικού κινδύνου που αναλαμβάνει. Περαιτέρω, γίνεται γνωστό στον Επενδυτή ότι οι πάσης φύσεως επενδυτικές επιλογές ενέχουν, εκ της φύσεως αυτών, κινδύνους μειώσεως της αξίας της επενδύσεως για τους οποίους οι Εταιρίες είτε εκτελώντας τις Παραγγελίες του Επενδυτή, είτε ως διαχειρίστριες του χαρτοφυλακίου του επενδυτή δεν είναι δυνατόν να φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη. Επομένως, δεν είναι δυνατή ούτε η προεξόφληση/εγγύηση οποιουδήποτε επιπέδου απόδοσης, ούτε η βέβαιη διαφύλαξη ή αύξηση του επενδυτικού κεφαλαίου, το οποίο υπόκειται στο σύνολό του, στους πάσης φύσεως επενδυτικούς κινδύνους», εν συνεχεία δε παρατίθενται και επεξηγούνται οι βασικοί επενδυτικοί κίνδυνοι (Συστημικός Κίνδυνος, Μη Συστημικός Κίνδυνος, Πολιτικός Κίνδυνος, Πιστωτικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Πληθωρισμού, Κίνδυνος Επιτοκίων, Κίνδυνος Επανεπένδυσης, Συναλλαγματικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Ρευστότητας, Κίνδυνος Μη Τακτικής Πληρωμής,  Αναστολή ή Περιορισμός Διαπραγματεύσεως και Τιμολογιακές Σχέσεις, Καταβληθέντα Χρήματα και Αξίες, Προμήθειες και Άλλες Χρεώσεις, Συναλλαγές σε Άλλες Χώρες, Εγκαταστάσεις Συναλλαγών, Ηλεκτρονικές Συναλλαγές, Συναλλαγές Εκτός Χρηματιστηρίου) και οι ειδικοί πιστωτικοί κίνδυνοι (Επένδυση σε Μετοχές με τη Χρήση Πιστώσεως [Margin Financing], Κίνδυνος Ενεχύρου [Collateral Risk], Κίνδυνος Ατελούς Αντισταθμίσεως Κινδύνου, Κίνδυνος Αποκλίσεως της Αγοράς Παραγώγων από την Αγορά Υποκειμένων Αξιών, Επίδραση της Μοχλεύσεως [Leverage], Κίνδυνος Εκτελέσεως Σύνθετων Εντολών, Εντολές ή Στρατηγικές Μειώσεως Κινδύνων, Μεταβλητός Βαθμός Κινδύνου, Κίνδυνος Πρόωρης Επιστροφής Μετοχών [ΕΤΕΣΕΠ]). Περαιτέρω, την ίδια ημέρα (25.5.2005) οι εφεσίβλητοι ... με γραπτή δήλωσή τους προς τις εκκαλούσες... ανωνύμους εταιρίες φέρονται να γνωστοποιούν προς τις τελευταίες ότι διατηρούν στην πρώτη αυτών τον προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ... (κοινό) λογαριασμό ταμιευτηρίου, από και προς τον οποίο ενδέχεται να ζητήσουν μεταφορά κεφαλαίων προς και από τον υπ’ αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος συμφωνήθηκε να τηρείται στο πλαίσιο εκπληρώσεως και για τους σκοπούς της προκειμένης συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με την περαιτέρω διευκρίνιση ότι η εν λόγω δήλωση δεν υποκαθιστά την πάντοτε απαιτουμένη εντολή τους με αντικείμενο την εκτέλεση μεταφοράς κεφαλαίων στο πλαίσιο εκπληρώσεως της συμβάσεως. Την 30.5.2005 η πρώτη εφεσίβλητος... μετέβη κατόπιν προσκλήσεως του υπαλλήλου . στο υποκατάστημα Λαμίας της πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας, προκειμένου «να υπογράψει κάποια έγγραφα». Πράγματι, αυτή μετέβη στο εν λόγω υποκατάστημα και υπέγραψε το από 30.5.2005 (αριθ. συναλλαγής  ./.) «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», με το οποίο πιστοποιείται η εκ μέρους της αγορά, μέσω των εκκαλουσών... ανωνύμων εταιριών με πράξη του υπαλλήλου αυτών Αχιλλέως Θάνου, του ομολόγου «... PLC 10/02/2015 EUR», ISIN XS..., με valeur 31.5.2005, ονομαστικής αξίας διακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων ΕΥΡΩ (279.000 €), με ποσόν διακανονισμού διακόσιες ογδόντα χιλιάδες εξακόσια ογδόντα ένα ΕΥΡΩ και πενήντα έξι λεπτά (280.681,56 €), απόδοση τριμήνου 3,475% από 10.5.2005 έως 10.8.2005 και καταβολή τόκων ανά τρίμηνο (3Μ EURIBOR + 1,35%), αυθημερόν δε πραγματοποιήθηκε ανάληψη του ποσού διακανονισμού, ήτοι του ποσού των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ενός ΕΥΡΩ και πενήντα έξι λεπτών (280.681,56 €), από τον υπ’ αριθ. ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, με δικαιούχους τις εφεσιβλήτους... (πρόκειται για την υπ’ αριθ. 3 εγγραφή στο ως άνω βιβλιάριο καταθέσεων). Μετά την υπογραφή της ως άνω συμβάσεως η πρώτη εφεσίβλητος... άρχισε να εισπράττει (ανά τρίμηνο) τόκους από την τοποθέτηση των χρημάτων της και δη τα ποσά των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα τεσσάρων ΕΥΡΩ την 10.8.2005, των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα τεσσάρων ΕΥΡΩ και επτά λεπτών (2.484,07 €) την 11.11.2005 και των δύο χιλιάδων εξακοσίων ΕΥΡΩ και τριάντα οκτώ λεπτών (2.600,38 €) την 10.2.2006, τα οποία (ποσά) πιστώθηκαν στον υπ’ αριθ. ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, ενώ άρχισε να λαμβάνει στην οικία της ανά μήνα έγγραφα τιτλοφορούμενα «Ανάλυση Επενδυτικού Λογαριασμού», τα οποία περιείχαν: α) αποτίμηση (κέρδη και ζημίες) του χαρτοφυλακίου της(με παράθεση στοιχείων εισροών - εκροών, πραγματοποιηθέντων και μη κερδών αξιών, πραγματοποιηθέντων και μη κερδών συναλλαγματικών διαφορών,  καταβληθέντων τόκων, μερισμάτων, δεδουλευμένων τόκων και προσδιορισμό της ακριβούς αξίας του χαρτοφυλακίου σε συγκεκριμένη ημερομηνία, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών), β) ανάλυση του επιτευχθέντος αποτελέσματος (κατά κεφάλαιο και τόκους, με αναφορά της κατηγορίας της επενδύσεως και παράθεση της χαρακτηριστικής ενδείξεως «ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ »), γ) αναλυτική κατάσταση κινήσεων χρηματικών υπολοίπων και δ) (κατά περίπτωση) πίνακα αποδόσεων και προμηθειών για το εκάστοτε χρονικό διάστημα ενημερώσεως. Μετά την έναρξη της λήψεως των εν λόγω ενημερωτικών εγγράφων, τα οποία περιείχαν ειδικούς τεχνικούς χρηματοοικονομικούς όρους, η πρώτη εφεσίβλητος... η οποία εστερείτο ειδικών γνώσεων και αδυνατούσε να αντιληφθεί το ακριβές περιεχόμενό τους, μετέβη στο υποκατάστημα Λαμίας της πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας και απευθύνθηκε στο διευθυντή αυτού ., προκειμένου ο τελευταίος να της εξηγήσει το περιεχόμενό τους, πλην όμως αυτός την καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν είναι αναγκαίο να γνωρίζει κάτι συγκεκριμένο για τα έγγραφα αυτά και το μόνο, το οποίο πρέπει να την ενδιαφέρει, είναι η τακτική (ανά τρίμηνο) είσπραξη των τόκων από την τοποθέτηση των χρημάτων της. Ακολούθως, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006 η πρώτη εφεσίβλητος ... απέσυρε (κατόπιν παροτρύνσεως του υπαλλήλου της πρώτης εκκαλούσας... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας .) από τον μέχρι τότε τηρούμενο επ’ ονόματί της στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ» προθεσμιακό λογαριασμό το ποσόν των εκατόν τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (103.000 €), το οποίο εν συνεχεία κατέθεσε στον προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, πεισθείσα στις  διαβεβαιώσεις του εν λόγω υπαλλήλου ότι το ποσόν αυτό πρόκειται να προστεθεί στο ήδη κατατεθειμένο στο λογαριασμό αυτό ποσόν των διακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων ΕΥΡΩ (279.000 €), ώστε τελικώς να εισπράττεται μεγαλύτερο ποσόν τόκων. Ταυτοχρόνως όμως, ο υπάλληλος . ενημέρωσε την πρώτη εφεσίβλητη... ότι πρέπει να υπογράψει «κάποια έγγραφα», τα οποία αφορούσαν στην κατάθεση των χρημάτων της. Πράγματι, η τελευταία μετέβη την 13.2.2006 στο υποκατάστημα Λαμίας και υπέγραψε το από 13.2.2006 (αριθ. συναλλαγής ./.) «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», με το οποίο πιστοποιείται η εκ μέρους της αγορά, μέσω των εκκαλουσών... ανωνύμων εταιριών με πράξη του υπαλλήλου αυτών ., του ομολόγου «... FRN EUR 05/08/2014», ISIN XS..., με valeur 13.2.2006, ονομαστικής αξίας εκατόν τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (103.000 €), με ποσόν διακανονισμού εκατόν τέσσερις χιλιάδες εξακόσια εξήντα δύο ΕΥΡΩ και ογδόντα πέντε λεπτά (104.662,85 €), απόδοση τριμήνου 3,30% από 5.2.2006 έως 5.5.2006 (επόμενο τρίμηνο 5.5.2005 - 5.8.2005) και καταβολή τόκων ανά τρίμηνο (3Μ EURIBOR + 1,35%), αυθημερόν δε πραγματοποιήθηκε ανάληψη του ποσού διακανονισμού, ήτοι του ποσού των εκατόν δύο χιλιάδων εξακοσίων εξήντα δύο ΕΥΡΩ και ογδόντα πέντε λεπτών (102.662,85 €), από τον υπ’ αριθ. ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, με δικαιούχους τις εφεσιβλήτους... (πρόκειται για την υπ’ αριθ. . εγγραφή στο ως άνω βιβλιάριο καταθέσεων). Περαιτέρω, την 30.1.2007 η πρώτη εφεσίβλητος... προσκληθείσα εκ νέου από τον υπάλληλο . να προσέλθει στο ως άνω υποκατάστημα προς υπογραφή εγγράφων, τα οποία αφορούσαν στην κατάθεσή της, υπέγραψε κατόπιν υποδείξεως αυτού το από 31.1.2007 (αριθ.  συναλλαγής ./ .) «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», με το οποίο πιστοποιείται η εκ μέρους της πώληση, μέσω των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών με πράξη της υπαλλήλου αυτών ., του ομολόγου «... BANK 26/5/2016 EUR», ISIN XS..., με valeur 31.1.2007, ονομαστικής αξίας εκατόν τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (103.000 €), με ποσόν διακανονισμού εκατόν τέσσερις χιλιάδες ογδόντα εννέα ΕΥΡΩ και ογδόντα τρία λεπτά (104.089,83 €), με απόδοση cpn 4,368%, καταβλητέο την 26/02 και εν συνεχεία τριμήνου eur + 0,75% (- 10% φόρος). Ωστόσο, την 30.1.2007 και την 31.1.2007 πραγματοποιούνται από τις εκκαλούσες ... ανωνύμους εταιρίες χωρίς την κατά την κατά τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση απαιτουμένη έγγραφη εντολή της πρώτης εφεσιβλήτου ... (καθ’ όσον τα διάδικα μέρη δεν προσκομίζουν ούτε επικαλούνται σχετικά έγγραφα Αναλύσεως Επενδυτικού Λογαριασμού, υπογεγραμμένα από την πρώτη εφεσίβλητο ...) οι εξής συναλλαγές : α) την 30.1.2007 πώληση του ομολόγου «... FINANCE FRN EUR 05/08/2014», αξίας κατά την ημερομηνία αυτή εκατόν τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι εννέα ΕΥΡΩ και δεκατριών λεπτών (104.929,13 €), β)την 30.1.2007 πώληση του ομολόγου «... PLC 10/02/2015 EUR», αξίας κατά την ημερομηνία αυτή διακοσίων ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ΕΥΡΩ και δέκα λεπτών (284.580,10 €) και γ) την 31.1.2007 αγορά του ομολόγου «... BANK 26/5/2016 EUR», αξίας κατά την ημερομηνία αυτή τριακοσίων ογδόντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα επτά ΕΥΡΩ και εβδομήντα ενός λεπτών (385.967,71 €). Κατά τις αρχές μηνός Φεβρουάριου του έτους 2007 η πρώτη εφεσίβλητος ... συνοδευομένη από το σύζυγο της δεύτερης εφεσιβλήτου ... ., μετέβη στο ως άνω  υποκατάστημα Λαμίας, προκειμένου να ενημερωθεί για την πορεία της καταθέσεώς της, αλλά και για ένα νέο τραπεζικό προϊόν, για το οποίο επιθυμούσε να την ενημερώσει ο υπάλληλος . . Ο τελευταίος, παρουσία και του υπαλλήλου ., πρότεινε την τοποθέτηση των χρημάτων των εφεσιβλήτων ... σε ένα επενδυτικό προϊόν πενταετούς διάρκειας, το οποίο, κατά τις διαβεβαιώσεις του, δεν εγκυμονούσε κινδύνους για το κεφάλαιό της, καθ’ όσον προσομοίαζε κατά τα βασικά χαρακτηριστικά και τη λειτουργία του με προθεσμιακή κατάθεση, περαιτέρω δε είχε καλύτερες αποδόσεις (και δη καθαρή απόδοση - μετ’ αφαίρεση των φόρων - 7,1%) από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση (με επιτόκιο ανερχόμενο κατά το χρόνο αυτό άνω του 6%). Προς άρση των επιφυλάξεων του ., λόγω της ελλείψεως επενδυτικής εμπειρίας των εφεσιβλήτων ... και σε απάντηση ερωτημάτων αυτού εάν το προτεινόμενο επενδυτικό προϊόν έχει σχέση με μετοχές ή με διαπραγμάτευση στη χρηματιστηριακή αγορά ή διαλαμβάνει διακινδύνευση του επενδυομένου κεφαλαίου και εάν το κεφάλαιο αυτό παραμένει, εν πάση περιπτώσει, εγγυημένο και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο, ο . προέτρεψε τους συνομιλητές του να αγοράσουν το προτεινόμενο επενδυτικό προϊόν χωρίς επιφύλαξη, διαβεβαιώνοντάς τους ότι ουδεμία σχέση έχει αυτό με μετοχές, δεν είναι χρηματιστηριακό προϊόν και εξασφαλίζει απολύτως (σε ποσοστό 100%) το επενδυόμενο κεφάλαιο, τις δε διαβεβαιώσεις αυτές επανέλαβε και ο παριστάμενος υπάλληλος . . Πεισθείσα από τις ως άνω διαβεβαιώσεις, η πρώτη εφεσίβλητος ... αποφάσισε να τοποθετήσει στο προτεινόμενο επενδυτικό προϊόν το ποσόν των διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €) και να δώσει τη σχετική εντολή αγοράς, ενώ επέλεξε να διατηρήσει το λοιπό ποσόν των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων  ΕΥΡΩ (152.000 €) στον μέχρι τότε, όπως πίστευε, υφιστάμενο τρίμηνο «προθεσμιακό» λογαριασμό. Μετά την ως άνω συνάντηση, η πρώτη εφεσίβλητος ... μετέβη κατόπιν προσκλήσεως του υπαλλήλου . στο υποκατάστημα Λαμίας και υπέγραψε: α) το από 27.2.2007 (αριθ. συναλλαγής ./ .) «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», με το οποίο πιστοποιείται η εκ μέρους της πώληση, μέσω των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών με πράξη της υπαλλήλου αυτών ., του ομολόγου «... BANK 26/5/2016 EUR», ISIN XS..., με valeur 27.2.2007, ονομαστικής αξίας εκατόν τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (130.000 €), με ποσόν διακανονισμού εκατόν τριάντα χιλιάδες διακόσια πενήντα ΕΥΡΩ και πενήντα εννέα λεπτά (130.250,59 €), β) το από 1.3.2007 (αριθ. συναλλαγής ./.) «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», με το οποίο πιστοποιείται η εκ μέρους της πώληση, μέσω των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών με πράξη της υπαλλήλου αυτών ., του ομολόγου «... BANK 26/5/2016 EUR», ISIN XS..., με valeur 2.3.2007, ονομαστικής αξίας εκατό χιλιάδων ΕΥΡΩ (100.000 €), με ποσόν διακανονισμού εκατό χιλιάδες διακόσια τριάντα ένα ΕΥΡΩ και τρία λεπτά (100.231,03 €) και γ) το από 2.3.2007( αριθ. συναλλαγής ./.) «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», με το οποίο πιστοποιείται η εκ μέρους της αγορά, μέσω των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών με πράξη της υπαλλήλου αυτών ., του ομολόγου «... 1/2/2012 7.875 EUR», ISIN XS..., με valeur 6.3.2007, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), με ποσόν διακανονισμού διακόσιες είκοσι εννέα χιλιάδες διακόσια είκοσι δύο ΕΥΡΩ και πενήντα επτά λεπτά (229.222,57 €), με cpn 7,875% (-10% φόρος), καταβλητέο κάθε 01/02 εκάστου έτους με απόδοση στη λήξη 7%. Κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2008 η πρώτη εφεσίβλητος ... απευθύνθηκε στην πρώτη εκκαλούσα ... ανώνυμο τραπεζική εταιρία, προκειμένου να ενημερωθεί περί του πότε δύναται να αναλάβει από την τοποθέτησή της (την οποία εκλάμβανε μέχρι τότε ως «προθεσμιακή» κατάθεση) το ποσόν των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), το οποίο χρειαζόταν για την αγορά ενός ακινήτου. Ο ως άνω υπάλληλος . την διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και το ποσόν αυτό είναι διαθέσιμο, υπό την προϋπόθεση της σχετικής ενημερώσεως της Τράπεζας μια εβδομάδα νωρίτερα, ώστε να υπάρχει επαρκές χρονικό περιθώριο δόσεως της σχετικής εντολής ρευστοποιήσεως του λογαριασμού, εγκρίσεως και εκταμιεύσεως του ζητουμένου ποσού. Πράγματι, περί τα τέλη του ίδιου μηνάς (Σεπτεμβρίου 2008 ) η δεύτερη εφεσίβλητος ... επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον υπεύθυνο του Τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) της πρώτης εκκαλούσας ... ., προκειμένου να λάβει πληροφόρηση περί της ακριβούς ημερομηνίας εισπράξεως του ποσού των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €) χωρίς περαιτέρω επιβάρυνση προεξοφλήσεως (penalty πρόωρης εξαγοράς). Ο τελευταίος της ανακοίνωσε ότι το εν λόγω ποσόν, το οποίο οι εφεσίβλητοι ... θεωρούσαν ασφαλώς τοποθετημένο και διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή στο σύνολό του, δεν ήταν διαθέσιμο, ως και ότι δεν επρόκειτο για «προθεσμιακή», κατά κυριολεξία, κατάθεση, αλλά για επενδυτικό προϊόν, η λήξη του οποίου είχε προσδιορισθεί για το έτος 2012. Η δεύτερη εφεσίβλητος ... θορυβημένη ειδοποίησε αμέσως τη θεία της πρώτη εφεσίβλητο ... η οποία, επιθυμώντας πλέον να έχει ημερήσια αποτίμηση της αξίας του χαρτοφυλακίου της, επί μια εβδομάδα αναζητούσε  τηλεφωνικώς τον υπάλληλο ., ο οποίος, επικαλούμενος φόρτο εργασίας, απέφυγε την παροχή επαρκών εξηγήσεων για την πορεία της τοποθετήσεως του κεφαλαίου της. Εν τελεί, οι δύο πρώτες εφεσίβλητοι ... συνοδευόμενες από το σύζυγο της δεύτερης ., μετέβησαν στο υποκατάστημα Λαμίας, προκειμένου να ζητήσουν λεπτομερή ενημέρωση από το διευθυντή αυτού . για την πορεία της τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους. Ο τελευταίος κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον υπάλληλο ., τους ενημέρωσε (ότι) το κεφάλαιο τους είχε επενδυθεί σε αγορά ομολόγου, η πορεία της αποδόσεως του οποίου ήταν μάλιστα πτωτική (ύψους την ημέρα εκείνη 135.000 €). Την επομένη της συναντήσεως αυτής ημέρα οι δύο πρώτες εφεσίβλητοι... συνοδευόμενες από το σύζυγο της δεύτερης ., μετέβησαν στο υποκατάστημα Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) του Βόλου, προκειμένου να ζητήσουν την άμεση ρευστοποίηση του ομολόγου των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €). Εκεί πληροφορήθηκαν από τον υπάλληλο . ότι το συγκεκριμένο ομόλογο κατέγραφε συνεχώς απώλειες της αξίας του, η οποία τη συγκεκριμένη ημέρα ανερχόταν στο ποσόν των εκατόν είκοσι μίας χιλιάδων ΕΥΡΩ (121.000 €), ως και ότι το σύνολο της τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους είχε εξαρχής επενδυθεί, κατ’ εφαρμογήν των όρων της υπ’ αριθ. ./25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ», όχι σε «προθεσμιακό» λογαριασμό, όπως αυτές επιθυμούσαν και ρητώς είχαν ζητήσει, αλλά σε επενδυτικά προϊόντα (ομόλογα), η διαχείριση των οποίων ενέχει επενδυτικό κίνδυνο, ήτοι δεν εξασφαλίζει το επενδυόμενο κεφάλαιο από τους κινδύνους της διεθνούς χρηματαγοράς. Μετά ταύτα, οι  εφεσίβλητοι ... ζήτησαν και έλαβαν (το πρώτον) αντίγραφο της από 25.5.2005 συμβάσεως και των σχετικών εγγράφων των συναλλαγών τους, λόγω δε διαρρήξεως της εμπιστοσύνης τους προς τις εκκαλούσες ... ανωνύμους εταιρίες με τις προς αυτές από 20.1.2009 και 21.1.2009 επιστολές προέβησαν σε οριστική λύση της από 25.5.2005 μεταξύ τους συμβάσεως και ακολούθως σε μεταφορά των ως άνω δύο ομολόγων, ήτοι: α) του ομολόγου «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., με απόδοση κατά το χρόνο αυτό 4.720%, ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €) και αξίας αγοράς Market value) την 20.1.2009 εκατόν δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ΕΥΡΩ (118.560 €) και β) του ομολόγου «... 1/2/2012 7.875 EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 -1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €) και αξίας αγοράς Market value) την 20.1.2009 ογδόντα πέντε χιλιάδων εκατό ΕΥΡΩ (85.100 €), στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία « ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η Διεύθυνση Private Banking της οποίας ανέλαβε έκτοτε τη διαχείριση των εν λόγω ομολόγων. Εν τέλει, οι εφεσίβλητοι ... : α) προέβησαν σε πώληση και ρευστοποίηση την 16.2.2010 του ομολόγου «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.0.00 €), αντί του ποσού των εβδομήντα δύο χιλιάδων διακοσίων είκοσι ΕΥΡΩ (72.220 €), με προκύψασα διαφορά (ζημία) εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ΕΥΡΩ (157.780 €) και β) αποδέχθηκαν την 30.5.2012 πρόταση εξαγοράς του εκδότη και προέβησαν σε ρευστοποίηση του ομολόγου «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016  EUR», IS IΝ XS..., με απόδοση cpn 4,720%, ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), σε ποσοστό 55% της ως άνω ονομαστικής του αξίας, με προκύψασα διαφορά (ζημία) εξήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ΕΥΡΩ (αρχικό κεφάλαιο 152.000 € X απώλεια αξίας 45% = 68.400 €). Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά στο είδος και τη λειτουργία των ως άνω επενδυτικών προϊόντων (ομολόγων), λεκτέα τα ακόλουθα: I. Ομόλογο «... 1/2/2012 7.875% EUR », ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €) : Πρόκειται για ομόλογο πενταετούς διάρκειας, με ετήσια καθαρή απόδοση 7,02% (μετ’ αφαίρεση ποσοστού 10% φόρου επί των τόκων) και καταβολή των τόκων την 1η Φεβρουάριου εκάστου έτους, εισηγμένο προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Εκδότρια του ομολόγου αυτού είναι η εδρεύουσα στο Rotterdam Ολλανδίας εταιρία υπό την επωνυμία «ALB FINANCE B.V.», η οποία έχει μετοχικό κεφάλαιο δεκαοκτώ χιλιάδες ΕΥΡΩ (18.000 €) και χαρακτηρίζεται ως «ειδικού σκοπού», συσταθείσα αποκλειστικώς και μόνον προς έκδοση του ομολόγου. Η εν λόγω εκδότρια εταιρία τυγχάνει θυγατρική της -εγγυήτριας αυτού - εδρεύουσας στο Καζακστάν τράπεζας υπό την επωνυμία «JSC ALLIANCE BANK», η οποία είναι μια μεσαίου μεγέθους τράπεζα της ασιατικής αυτής χώρας. Σκοπός της εκδόσεως του συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου, ονομαστικής αξίας επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (750.000.000 €), ήταν αποκλειστικώς η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευσή τους στην ως άνω τραπεζική εταιρία του Καζακστάν για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας αυτής. Περαιτέρω, η διαβάθμιση του ομολόγου, με την οποία αξιολογείται ο επενδυτικός κίνδυνος, τον οποίο αυτό περιέχει και απορρέει από την πιστοληπτική ικανότητα της εγγυήτριας του ομολογιακού δανείου τραπεζικής εταιρίας, ήταν: α) το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 και την 25.1.2007 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως «Fitch», στην κατηγορία ΒΒ - , στην οποία κατατάσσονται ομόλογα, τα οποία θεωρούνται μεν αξιόπιστα καθ’ όσον αφορά στις πληρωμές κεφαλαίου και τόκων, πλην όμως ενέχουν στοιχεία κερδοσκοπίας και β) το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006, την 25.1.2007 και την 30.7.2008 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως «MOODY’S» στην κατηγορία Ba2, στην οποία κατατάσσονται ομόλογα, τα οποία ενέχουν στοιχεία κερδοσκοπίας, η εξέλιξη των οποίων δεν δύναται να προβλεφθεί, ώστε να εξασφαλισθούν οι επιδόσεις τους, ενώ συχνά η προστασία των τόκων και του αρχικού κεφαλαίου είναι περιορισμένη, και ως εκ τούτου δεν δύναται να θεωρηθεί εγγυημένη στο πλαίσιο είτε θετικών είτε αρνητικών συνθηκών στο μέλλον. Σημειωτέον ότι από το από 13.6.2006 «Βασικό Ενημερωτικό Δελτίο» (“Base Prospectus dated 13 September 2006 ”) και το από 30.1.2007 όμοιο συμπληρωματικό (“ Final Terms dated 30.1.2007 ”), τα οποία προσκομίζονται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα κατά τα ουσιώδη σημεία τους και απευθύνονται από την εκδότρια του ομολογιακού δανείου εταιρία προς τους αναδόχους - διανομείς (dealers) αυτού, στους οποίους καταλέγεται η πρώτη εκκαλούσα ... ανώνυμος τραπεζική εταιρία, σαφώς συνάγεται ότι η συγκεκριμένη επένδυση απευθύνεται σε έμπειρους επενδυτές και ενέχει υψηλό βαθμό κινδύνου, για τον οποίο οι τελευταίοι έπρεπε να είναι πλήρως ενημερωμένοι. Ειδικότερα, στο από 13.9.2006 «Βασικό Ενημερωτικό Δελτίο» σαφώς αναφέρεται (σ. 21) ότι «Η επένδυση στους τίτλους εμπεριέχει υψηλό ποσοστό κινδύνου. Οι δυνητικοί επενδυτές οφείλουν να εξετάσουν προσεκτικά ολόκληρο το  Φυλλάδιο και ειδικότερα οφείλουν να λάβουν υπόψη όλους τους εγγενείς κινδύνους που εμπεριέχονται σε μια τέτοια επένδυση, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που εκτίθενται παρακάτω, προτού αποφασίσουν να προχωρήσουν στην επένδυση. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου, ατομικά ή συλλογικά, θα μπορούσαν να επιφέρουν δυσμενείς υλικές συνέπειες στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και στην οικονομική κατάσταση της ALB Finance, της Τράπεζας και/ή στα δικαιώματα των κατόχων των Τίτλων». Μάλιστα, στο εν λόγω «Βασικό Ενημερωτικό Δελτίο» διαλαμβάνονται σαφείς απαγορεύσεις και περιορισμοί ως προς τη δημόσια προσφορά του συγκεκριμένου τίτλου στο ευρύ κοινό (αποταμιευτές - μικροεπενδυτές), ακριβώς λόγω του υψηλού επενδυτικού κινδύνου, στη δε σ.154 αυτού ρητώς αναφέρεται ότι «Αυτοί οι περιορισμοί πωλήσεως είναι δυνατό να τροποποιηθούν με συμφωνία του σχετικού Εκδότη και των Διακινητών, ακολουθούμενη από αλλαγή του σχετικού νόμου, Κανονισμού ή Οδηγίας. Οποιαδήποτε τέτοια τροποποίηση θα καθορίζεται στους Τελικούς Όρους που εκδίδονται μαζί με την έκδοση των σχετικών Τίτλων ή ως συμπλήρωμα του Φυλλαδίου (Base Prospectus). Καμία πράξη δεν έχει διενεργηθεί σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία που να επιτρέπει δημόσια προσφορά οιουδήποτε εκ των Τίτλων, ή κατοχή ή διανομή του Φυλλαδίου ή άλλου προσφέροντος υλικού ή Τελικών Όρων, σε οποιαδήποτε χώρα ή δικαιοδοσία όπου απαιτούνται ενέργειες για αυτό το σκοπό. Κάθε Διακινητής συμφωνεί να συμμορφώνεται με όλους τους σχετικούς νόμους, κανονισμούς και οδηγίες κάθε δικαιοδοσίας, στην οποία αγοράζει, προσφέρει, πωλεί ή διανέμει Τίτλους...», η δε υποχρέωση αυτή αναμφιβόλως βαρύνει την πρώτη εκκαλούσα ... ανώνυμο τραπεζική εταιρία ως ανάδοχο της διανομής (dealer) του εν λόγω ομολόγου. Δηλαδή, πρόκειται σαφώς (με κριτήριο τη διαβάθμιση  εξασφαλίσεως)για ομόλογο της κατηγορίας «Senior Unsecured» (κυρίας εξασφαλίσεως μη ασφαλισμένο), το οποίο ουδεμία εξασφάλιση του κεφαλαίου παρέχει στους κατόχους του, ως εκ τούτου δε δεν πρόκειται περί απλού ομολόγου «ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ», όπως ρητώς αναφερόταν στις αποστελλόμενες στην πρώτη εφεσίβλητο ... «Αναλύσεις Επενδυτικού Λογαριασμού», ενώ με κριτήριο την οικονομική λειτουργία του δύναται να χαρακτηρισθεί ως «σύνθετο» ομόλογο (Structured Bond), καθ’ όσον η απόδοση ή/και η επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του δεν συνιστούν προκαθορισμένα μεγέθη, αλλά εξαρτώνται από κάποια ή κάποιες υποκείμενες αξίες, δείκτες ή άλλους παράγοντες και II. Ομόλογο «... ΒANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €): Πρόκειται για ομόλογο δεκαετούς διάρκειας, με ονομαστικό επιτόκιο τρίμηνο EURIBOR + 1,75% (προ της ημερομηνίας ανακλήσεως τρίμηνο EURIBOR + 0,75%), με συχνότητα πληρωμής τοκομεριδίου ανά τρίμηνο και ελάχιστη ονομαστική αξία συναλλαγών πενήντα χιλιάδες ΕΥΡΩ (50.000 €), εισηγμένο στη χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου. Εκδότρια του ομολόγου αυτού είναι η εδρεύουσα στην Κύπρο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «THE CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC COMPANY LTD.», σκοπός δε της εκδόσεως του συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου, ονομαστικής αξίας τετρακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (450.000.000 €), ήταν αποκλειστικώς η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευσή τους στην ως άνω κυπριακή τραπεζική εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας αυτής. Περαιτέρω, η διαβάθμιση του ομολόγου, με την οποία αξιολογείται ο επενδυτικός κίνδυνος, τον οποίο αυτό περιέχει και απορρέει από την πιστοληπτική  ικανότητα της εκδότριας του ομολογιακού δανείου τραπεζικής εταιρίας, ήταν την 4.4.2007 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως «MOODY’S», στην κατηγορία Baa 1, στην οποία κατατάσσονται ομόλογα, τα οποία θεωρούνται χαμηλής ποιότητας, καθ’ όσον ναι μεν οι πληρωμές κεφαλαίου και τόκων θεωρούνται αμέσως καταβλητέες, πλην όμως ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο. Σημειωτέον ότι στο από 5.5.2006 «Ενημερωτικό Δελτίο» (“ Prospectus dated 5 May 2006 ”) και το από 24.5.2006 όμοιο συμπληρωματικό (“Final Terms dated 24 May 2007”), οι οποίες προσκομίζονται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα κατά τα ουσιώδη σημεία τους και απευθύνονται από την εκδότρια του ομολογιακού δανείου εταιρία προς τους αναδόχους - διανομείς (dealers) αυτού, στους οποίους καταλέγεται η πρώτη εκκαλούσα... ανώνυμος τραπεζική εταιρία, σαφώς συνάγεται ότι η συγκεκριμένη επένδυση απευθύνεται σε έμπειρους επενδυτές και ενέχει υψηλό βαθμό κινδύνου, για τον οποίο οι τελευταίοι έπρεπε να είναι πλήρως ενημερωμένοι. Ειδικότερα, στο από 5.5.2006«Ενημερωτικό Δελτίο» σαφώς αναφέρεται (σ.7) ότι «Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι ακόλουθοι παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητά της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι Ομολογιών που έχουν εκδοθεί μέσω του Προγράμματος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν ενδεχόμενα τα οποία μπορεί να συμβούν ή όχι και η Τράπεζα δεν είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σχετικά με την πιθανότητα έλευσης οιουδήποτε τέτοιου ενδεχομένου. Οι παράγοντες οι οποίοι η Τράπεζα εκτιμά ότι μπορεί να είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση των κινδύνων της αγοράς ως προς ομολογίες που έχουν εκδοθεί μέσω του προγράμματος, περιγράφονται στη συνέχεια. Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι παράγοντες που περιγράφονται στη συνέχεια αντιπροσωπεύουν τους βασικούς κινδύνους που  εμπεριέχει η επένδυση σε Ομολογίες που εκδίδονται μέσω του ΗΚΕ Προγράμματος, όμως η Τράπεζα ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καταβάλει τόκους, κεφάλαιο ή άλλα ποσά επί οιωνδήποτε Ομολογιών ή σε σχέση με αυτές για άλλους λόγους. Η Τράπεζα δεν ισχυρίζεται ότι οι κατωτέρω δηλώσεις που αφορούν τους κινδύνους κατοχής οιωνδήποτε Ομολογιών είναι πλήρεις. Οι υποψήφιοι Επενδυτές πρέπει επίσης να μελετήσουν τις λεπτομερείς πληροφορίες που παρατίθενται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο (Prospectus) (περιλαμβανομένων οιωνδήποτε εγγράφων θεωρείται ότι ενσωματώνονται στο παρόν μέσω παραπομπής) και να σχηματίσουν ιδία άποψη πριν λάβουν οιαδήποτε επενδυτική απόφαση», παρατίθενται δε συγκεκριμένοι επενδυτικοί κίνδυνοι (Πιστωτικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Αγοράς, Λειτουργικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Ρευστότητας, Κίνδυνος Αλλαγής Κανονιστικού Πλαισίου), ενώ περαιτέρω ρητώς διευκρινίζεται (σ. 8) ότι «Οι ομολογίες ενδέχεται να μην αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους Επενδυτές. Κάθε υποψήφιος επενδυτής σε οιεσδήποτε Ομολογίες πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον η συγκεκριμένη επένδυση είναι κατάλληλη για τις δικές του περιστάσεις. Ειδικότερα, κάθε υποψήφιος επενδυτής πρέπει: (α) να διαθέτει επαρκή γνώση και εμπειρία για να πραγματοποιήσει ουσιαστική αποτίμηση των σχετικών Ομολογιών, των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων της επένδυσης στις σχετικές Ομολογίες και των πληροφοριών που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, στους εφαρμοστέους Τελικούς Όρους ή σε οιοδήποτε εφαρμοστέο παράρτημα, (β) να διαθέτει πρόσβαση και να γνωρίζει τη χρήση κατάλληλων αναλυτικών εργαλείων για να αξιολογήσει, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, την επένδυση στις σχετικές Ομολογίες και τον  αντίκτυπο που θα έχει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, (γ) να διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει όλους τους κινδύνους μιας επένδυσης στις σχετικές Ομολογίες, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία το κεφαλαίο ή οι τόκοι είναι πληρωτέα σε ένα ή περισσότερα νομίσματα, ή της περίπτωσης κατά την οποία το νόμισμα πληρωμής του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα, στο οποίο κυρίως εκφράζονται τέτοιες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες του επενδυτή, (δ) να κατανοεί σε βάθος τους όρους των σχετικών Ομολογιών και να είναι εξοικειωμένος με τη συμπεριφορά οιωνδήποτε σχετικών δεικτών και χρηματαγορών, και (ε) να είναι σε θέση να αξιολογεί (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου) πιθανά σενάρια διακύμανσης επιτοκίων, οικονομικών ή άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επένδυσή του και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους αντίστοιχους κινδύνους. Ορισμένες Ομολογίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα και αυτού του είδους τα μέσα μπορούν να αγοραστούν με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου ή την αύξηση της απόδοσης, με συνειδητή, προσεκτική και κατάλληλη προσθήκη κινδύνου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ο υποψήφιος επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει σε Ομολογίες, οι οποίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός και εάν διαθέτει τις γνώσεις (είτε μόνος του με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου) για να αξιολογήσει την απόδοση των Ομολογιών σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις στην αξία αυτών των Ομολογιών και τον αντίκτυπο που θα έχει η επένδυση αυτή στο συνολικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του υποψήφιου επενδυτή», καθ’ όσον δε αφορά στη διάθεση του συγκεκριμένου ομολόγου στην ελληνική επενδυτική αγορά ρητώς ορίζεται ότι (σ. 98) «Εντός της Ελληνικής δικαιοδοσίας, οι Ομολογίες θα προσφέρονται ή θα πωλούνται μόνο σε έμπειρους [ειδήμονες] επενδυτές και θεσμικούς επενδυτές. Επιπλέον, κανένας κάτοικος Ελλάδος δεν θα επιτρέπεται να αγοράζει Ομολογίες εκτός αν το τίμημα κτήσης τους υπερβαίνει τα € 50.000». Δηλαδή, το συγκεκριμένο ομόλογο δεν επιτρέπεται (ανεξαρτήτως του επενδυομένου κατά περίπτωση ποσού) να διατίθεται σε «ερασιτέχνες» επενδυτές (αποταμιευτές κλπ.), αλλά μόνο σε «εξειδικευμένους» (sophisticated) ή «θεσμικούς» (institutional) επενδυτές, δηλαδή σε επενδυτές, οι οποίοι έχουν ειδικές γνώσεις και αυξημένη εμπειρία περί τις συναλλαγές με αντικείμενο ομόλογα του είδους αυτού. Περαιτέρω, πρόκειται - με κριτήριο τη διαβάθμιση εξασφαλίσεως - για ομόλογο «μειωμένης εξασφαλίσεως» (Subordinated Debt Instrument), υπό την έννοια ότι οι κάτοχοι του ομολόγου δεν απολαύουν οιασδήποτε εξασφαλίσεως του κεφαλαίου τους και η θέση τους σε περίπτωση πτωχεύσεως του εκδότη ή του εγγυητή και υπαγωγής αυτών σε εκκαθάριση είναι ασθενέστερη και εκείνης των απλών ανεγγύων πιστωτών, δηλαδή στην πραγματικότητα τυγχάνουν ανασφάλιστοι πιστωτές, ως εκ τούτου δε και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί απλού ομολόγου «ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ», όπως ρητώς αναφερόταν στις αποστελλόμενες στην πρώτη εφεσίβλητο ... «Αναλύσεις Επενδυτικού Λογαριασμού», ενώ με κριτήριο την οικονομική λειτουργία του δύναται να χαρακτηρισθεί ως «σύνθετο» ομόλογο (Structured Bond), καθ’ όσον η απόδοση ή/και η επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του δεν συνιστούν προκαθορισμένα μεγέθη, αλλά εξαρτώνται από κάποια ή κάποιες υποκείμενες αξίες, δείκτες ή άλλους παράγοντες (εν προκειμένω τον μεταβλητό δείκτη «EURIBOR»). Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί  ότι τόσο για το ομόλογο «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., όσο και για το ομόλογο «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN» δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε είχε διαβιβασθεί στην τελευταία κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια Αρχή άλλου Κράτους - Μέλους, όπως πιστοποιείται στα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθ. πρωτ. ./30.6.2016 και ./6.9.2016 έγγραφα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Μετά ταύτα, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εφεσίβλητος ... κατά την πρώτη  της επαφή και επικοινωνία με τα προαναφερόμενα στελέχη των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών και, εν πάση περιπτώσει, μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007 ουδέποτε ζήτησε την επένδυση του κεφαλαίου της σε ομόλογα και προϊόντα τελούντα υπό διαπραγμάτευση στη διεθνή χρηματιστηριακή αγορά, η οποία εγκυμονούσε κινδύνους μειώσεως ή και ολοκληρωτικής απώλειας αυτού, αντιθέτως δε είχε ζητήσει την τοποθέτηση των χρημάτων της σε «προθεσμιακή κατάθεση», με τη λειτουργία της οποίας ήταν εξοικειωμένη ήδη στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ» και γνώριζε ότι με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιό της ήταν εξασφαλισμένο, με σταθερή λήψη τόκων ανά τρίμηνο. Κατά την υπογραφή, λοιπόν, της υπ’ αριθ. ./25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΌΝΤΩΝ» αυτή ευλόγως θεωρούσε, δεδομένου ότι είχε καταστήσει απολύτως σαφή την ως άνω επιθυμία της στις εκκαλούσες ... ανωνύμους εταιρίες, ότι έδιδε εντολή προς αυτές για την τοποθέτηση των χρημάτων της σε «προθεσμιακή κατάθεση», την αυτή δε πεποίθηση διατηρούσε κατά την υπογραφή των προαναφερομένων «Αποδεικτικών Εντολών  Συναλλαγής (Ομόλογα)», περί των οποίων (συναλλαγών) φέρεται να έχει δώσει σχετική εντολή μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, θεωρώντας ότι τα εν λόγω έγγραφα αφορούσαν στην ανανέωση της «προθεσμιακής καταθέσεως» αυτής. Η πλάνη αυτή της πρώτης εφεσιβλήτου ... πρέπει να θεωρηθεί... δικαιολογημένη, τόσο λόγω της ηλικίας αυτής (διήνυε κατά τον επίδικο χρόνο το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας της), όσο - και κυρίως - λόγω του ιδιαιτέρως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου της, συνεπεία δε της πλάνης αυτής είχε επιδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στα προαναφερόμενα εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη της πρώτης εκκαλούσας ... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας, η οποία αποτελούσε, κατά το χρόνο αυτό, το μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα. Άλλωστε, στον τίτλο της ως άνω συμβάσεως γινόταν σαφής αναφορά σε παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες αφορούσαν σε μη χρηματιστηριακά προϊόντα, γεγονός, το οποίο εξ αντικειμένου δεν δύναται να οδηγήσει στη σκέψη ότι πρόκειται περί μιας συμβάσεως, με την οποία θα αρχίσει μια συνεργασία μεταξύ αυτής και της τράπεζας με αντικείμενο την αγορά και πώληση αγνώστων σε αυτήν συνθέτων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, περαιτέρω δε οι αποστελλόμενες σε αυτήν μηνιαίες «Αναλύσεις Επενδυτικού Λογαριασμού» δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αντιληπτές εκ μέρους της λόγω της πολυπλοκότητάς τους, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας της, του χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου και της εργασίας της σε κλάδο (μοδιστρική), ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τη διαχείριση επενδυτικών προϊόντων, αντιθέτως δε στα εν λόγω ενημερωτικά έγγραφα σαφώς περιείχετο η - εν τέλει παραπλανητική - ένδειξη «ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ», η οποία σαφέστατα ενίσχυσε την πεποίθησή της περί εξασφαλίσεως του κεφαλαίου της, όπως και η σχετική διαβεβαίωση του υπαλλήλου  της πρώτης εκκαλούσας ... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας και διευθυντή του υποκαταστήματος Λαμίας . ότι αυτή είχε δικαίωμα να λαμβάνει ανά τρίμηνο τόκους, όπως και πράγματι συνέβαινε, δεδομένου ότι τα ως άνω ομόλογα, τα οποία είχαν αγορασθεί εν αγνοία της, πράγματι απέδιδαν τόκους ανά τρίμηνο, όπως ακριβώς συνέβαινε με τις απλές προθεσμιακές καταθέσεις. Σημειωτέον ότι την πραγματική διαχείριση του κεφαλαίου, το οποίο μεταφέρθηκε στις εκκαλούσες ... ανωνύμους εταιρίες δυνάμει της ως άνω αναφερομένης συμβάσεως, ασκούσε η πρώτη εφεσίβλητος ... η οποία και μόνο είχε διεξαγάγει σχετικές συζητήσεις με τους αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης εκκαλούσας ... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας προ της υπογραφής της ως άνω συμβάσεως, ενώ η ανάμιξη των λοιπών εφεσιβλήτων ... ανιψιών της εξαντλήθηκε στην υπογραφή της συμβάσεως, για το λόγο δε αυτό οι μηνιαίες ενημερωτικές «Αναλύσεις Επενδυτικού Λογαριασμού» αποστέλλονταν ταχυδρομικώς μόνο στην κατοικία της πρώτης εφεσιβλήτου ... η οποία μόνη (χωρίς συνοδεία των ανιψιών της) μετέβαινε στο υποκατάστημα Λαμίας όποτε την καλούσε ο υπάλληλος ., προκειμένου να υπογράψει έγγραφα, προερχόμενα από τη Διεύθυνση Private Banking, ενώ μόνη αυτή εισέπραττε τους αποδιδομένους από την τοποθέτηση του κεφαλαίου της τόκους. Βασικό στοιχείο, από το οποίο αποδεικνύεται αφ’ ενός μεν ότι η σαφής και ρητώς εκπεφρασμένη στους ως άνω υπαλλήλους των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών βούληση της πρώτης εφεσιβλήτου... εξ αρχής κατευθύνθηκε στην ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων της σε προθεσμιακή κατάθεση και τη λήψη των παραγομένων τόκων, αφ’ ετέρου δε η έλλειψη σημαντικού και λογικού κινήτρου διακινδυνεύσεως του κεφαλαίου της με την επένδυση αυτού στη διεθνή αγορά ομολόγων, αποτελεί και το γεγονός ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταφοράς στην πρώτη εκκαλούσα ... ανώνυμο τραπεζική εταιρία τόσο του αρχικού ποσού των διακοσίων ογδόντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (282.000 €), όσο και του εν συνεχεία κατατεθέντος ποσού των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, οπότε το πρώτον έγινε από τα προαναφερόμενα στελέχη των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών πρόταση για αγορά ενός ομολόγου, το ύψος των τόκων, τους οποίους η πρώτη εφεσίβλητος ... ελάμβανε από τα κτηθέντα επ’  ονόματί της ομόλογα, δεν ήταν κατά πολύ ανώτερο εκείνου, το οποίο θα απέδιδε μια απλή προθεσμιακή κατάθεση, όπως σαφώς συνάγεται από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθ. πρωτ. ,/22.11.2016 έγγραφο της πρώτης εκκαλούσας ... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας, ενώ σημαντικά ανώτερο ήταν μόνο το επιτόκιο του ομολόγου «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 -1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), το οποίο αγοράσθηκε την 2.3.2007. Επομένως, τα στελέχη των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών . και . ενήργησαν σε αντίθεση προς την πραγματική βούληση και τη ρητή εντολή της πρώτης εφεσιβλήτου ... για ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων της σε προθεσμιακή κατάθεση, προκαλώντας και διατηρώντας την πεπλανημένη αντίληψη αυτής ότι είχαν κατανοήσει την επιθυμία της και ενεργούσαν συμφώνως προς αυτήν, ουδέποτε δε οι εφεσίβλητοι... απέκτησαν γνώση και έλαβαν οιαδήποτε ενημέρωση για τις λεπτομερώς αναφερόμενες ανωτέρω στο σκεπτικό συναλλαγές (αγορές - πωλήσεις) ομολόγων μέχρι και το μήνα Μάρτιο του έτους 2007. Την 2.3.2007 η πρώτη εφεσίβλητος ... κατόπιν προτάσεως και προτροπής του . και  επιβεβαιώσεως των δεδομένων της προτάσεως αυτής από τον ., προέβη σε αγορά του ομολόγου «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), έχοντας σαφώς την πεποίθηση ότι πρόκειται περί απολύτως ασφαλούς επενδύσεως, με πλήρη (σε ποσοστό 100%) εξασφάλιση του επενδυομένου κεφαλαίου,χωρίς οποιαδήποτε διακινδύνευση («ρίσκο») και με σαφώς μείζον της απλής προθεσμιακής καταθέσεως επιτόκιο, όπως, άλλωστε, την διαβεβαίωναν μετ’ επιτάσεως οι ως άνω υπάλληλοι, στο δε αποδεικτικό της σχετικής εντολής συναλλαγής έγγραφο με ημερομηνία 2.3.2007 ετέθησαν υπόψη της πρώτης εφεσιβλήτου ... μόνο η ονομασία του ομολόγου, η ονομαστική του αξία και το ποσόν διακανονισμού, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ στη θέση υπό την ένδειξη «ΕΚΔΟΤΗΣ» είχε αναγράφει η αγγλική λέξη «CORPORATE», ουδεμία δε άλλη ενημέρωση παρεσχέθη τόσο στην πρώτη, όσο και στις λοιπές εφεσιβλήτους ... ως προς την πραγματική φύση και τα αναλυτικώς παρατιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό αληθή χαρακτηριστικά του ως άνω ομολόγου ως επιθετικού - κερδοσκοπικού επενδυτικού προϊόντος, απευθυνομένου σε εμπείρους και εξειδικευμένους επενδυτές και ενέχοντος σημαντικό κίνδυνο απώλειας του επενδυομένου κεφαλαίου. Περαιτέρω, κατά το χρόνο αυτό (2.3.2007) διατηρήθηκε στο χαρτοφυλάκιο των εφεσιβλήτων ... το ομόλογο «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN », ISIN XS..., ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), το οποίο είχε αγορασθεί αντιθέτως προς την πραγματική βούληση και τη ρητή εντολή των εφεσιβλήτων ... περί τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους σε προθεσμιακή κατάθεση και το οποίο ομοίως  συνιστούσε επιθετικό-κερδοσκοπικό επενδυτικό προϊόν, απευθυνόμενο σε εμπείρους και εξειδικευμένους επενδυτές και ενέχον σημαντικό κίνδυνο απώλειας του επενδυόμενου κεφαλαίου, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, παρέλκει δε να αναφερθεί ότι ουδεμία σχετική ενημέρωση έλαβαν οι εφεσίβλητοι ... ως προς την ύπαρξη, αγορά και ένταξη του εν λόγω ομολόγου στο χαρτοφυλάκιό τους, τα χαρακτηριστικά και τους σχετικούς επενδυτικούς κινδύνους, ώστε να συνεκτιμήσουν όλα τα σχετικά στοιχεία και να λάβουν τις, κατά την κρίση τους, προσήκουσες επενδυτικές αποφάσεις. Περαιτέρω ... οι τελευταίες ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να προβούν σε οποιαδήποτε ριψοκίνδυνη («υψηλού ρίσκου») επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζαν υψηλά κέρδη σε βραχύ σχετικώς χρονικό διάστημα, κάθε δε απόφασή τους (ακόμη και αυτή της αγοράς την 2.3.2007 ομολόγου «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007-1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ [230.000 €] κατόπιν προτάσεως του . και επιβεβαιώσεως των δεδομένων αυτής από τον .) υπαγορευόταν αποκλειστικώς και μόνο από την μακροπρόθεσμη επίτευξη κέρδους δια της εισπράξεως τόκων υπό την προϋπόθεση της απόλυτης εξασφαλίσεως του κεφαλαίου τους και της μη εκθέσεώς του σε οποιονδήποτε επενδυτικό ή άλλης φύσεως κίνδυνο.    Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι εφεσίβλητοι ... εντάσσονται στο στερεότυπο (profile) του «εμπείρου» ή του «εξειδικευμένου» επενδυτή, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες ... ανώνυμοι εταιρίες, ιδίως αναφορικώς με την πρώτη εφεσίβλητο ... την οποία επιχειρούν να παρουσιάσουν ως το πρόσωπο, το οποίο εμφανίσθηκε στους ως άνω αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους ως δικαιούχος ενός  σημαντικού χρηματικού ποσού, το οποίο είχε αποφασίσει να επενδύσει σε σύνθετα (και δυνάμενα να αποφέρουν σημαντικά κέρδη, έστω και με διακινδύνευση του κεφαλαίου της) επενδυτικά - χρηματοοικονομικά προϊόντα, χωρίς να έχει ανάγκη οιασδήποτε συμβουλευτικής καθοδηγήσεως, καθ’ όσον η ίδια διέθετε τη γνώση, την εμπειρία και το επενδυτικό κριτήριο να επιλέξει μόνη (χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση ή καθοδήγηση από πλευράς των ως άνω τραπεζικών υπαλλήλων) τα προϊόντα, στα οποία αυτή θα επένδυε τα χρήματά της. Άλλωστε, τούτο είναι, κατά την κοινή λογική και εμπειρία, αντικειμενικούς αδύνατον, λόγω: α) του ιδιαιτέρως χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου (απόφοιτος της Β' Τάξεως του Δημοτικού Σχολείου), β) της ελλείψεως οιασδήποτε μορφής εκπαιδεύσεως περί τα χρηματοοικονομικά ή επενδυτικής εμπειρίας, η οποία θα της επέτρεπε να επιλέγει η ίδια τα μέσα επωφελούς τοποθετήσεως των χρημάτων της, γ) της ελλείψεως οποιοσδήποτε συνάφειας της προηγουμένης επαγγελματικής δραστηριότητας αυτής (μοδίστρα σε επαρχιακή πόλη) με τον ελληνικό και διεθνή χρηματοοικονομικό και επενδυτικό τομέα και δ) της εν γένει θέσεως και καταστάσεως αυτής (γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, χήρα, άνευ τέκνων, με προβλήματα υγείας), το αυτό δε ισχύει και για τις λοιπές δύο εφεσιβλήτους ... (δασκάλα και ιδιωτική υπάλληλο και ήδη άνεργη κατά το χρόνο συζητήσεως των υπό κρίση εφέσεων). Αποδεικνύεται, επομένως, ότι οι εφεσίβλητοι ... ουδέποτε θα είχαν επιλέξει την επένδυση των χρημάτων τους σε επενδυτικά προϊόντα μη ασφαλή, κακής έως μέσης ποιότητας, κερδοσκοπικά, των οποίων η αξία εξαρτάται από τη διακύμανση των τιμών της αγοράς και από την πορεία των εκδοτριών και εγγυητριών αυτών εταιριών, όταν, μάλιστα, οι ίδιες οι εκδότριες τα προόριζαν για «έμπειρους» ή «θεσμικούς» επενδυτές · και όχι για το ευρύ κοινό(αποταμιευτές,  περιστασιακούς επενδυτές κλπ.), έχοντας ειδικώς επισημάνει στους διαμεσολαβητές (dealers) για την προώθηση αυτών, όπως η πρώτη εκκαλούσα ... ανώνυμος τραπεζική εταιρία, ότι δεν έπρεπε να λάβει χώρα οποιαδήποτε προσφορά προς το (εξειδικευμένο και έμπειρο) ελληνικό επενδυτικό κοινό, προτού αυτό ενημερωθεί από σχετικό ενημερωτικό δελτίο αναφορικώς με τους περικλειομένους σε επένδυση του είδους αυτού κινδύνους. Επομένως, καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 -1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), την ύπαρξη του οποίου και μόνο (και όχι τα επιμέρους ειδικά χαρακτηριστικά του) γνώριζε η εφεσίβλητος ... προκειμένου να προβεί στη συγκεκριμένη επιλογή, εξ αντικειμένου είχε ανάγκη της αποφασιστικής συνδρομής των ως άνω υπαλλήλων των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών, οι οποίοι διέθεταν ειδικές γνώσεις και εμπειρία επί των χρηματοοικονομικών ζητημάτων, καθ’ όσον η ίδια μόνη της σαφώς δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και συνθέτων πληροφοριών, οι οποίες αφορούσαν στο ως άνω εξειδικευμένο επενδυτικό προϊόν, και ως εκ τούτου αυτή εξ αντικειμένου αδυνατούσε να αντιληφθεί και προσδιορίσει τον κίνδυνο, τον οποίο εγκυμονούσε η επιλογή του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος για το κεφάλαιό της, τα αυτά δε ισχύουν και για τις λοιπές εφεσιβλήτους... Κατά συνέπεια, καθ’ όσον αφορά στην αγορά του αμέσως προαναφερομένου ομολόγου, κρίνεται ότι μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί σιωπηρώς (δηλαδή χωρίς τήρηση εγγράφου τύπου) σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών, δεδομένου ότι οι ως άνω υπάλληλοι των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών (., . και .), οι οποίοι εξυπηρέτησαν την πρώτη εφεσίβλητο ... και προώθησαν σε αυτήν το ως άνω ομόλογο, διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία και ήσαν αυτοί εκείνοι, οι οποίοι διαμόρφωσαν το περιεχόμενο της επιλογής της και εν τέλει την απόφαση αυτής περί αγοράς του συγκεκριμένου ομολόγου, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών ότι μεταξύ των διαδίκων είχε εξαρχής καταρτισθεί απλή σύμβαση λήψεως και διαβιβάσεως επενδυτικών εντολών (στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκε και η αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου), χωρίς καμία συμβουλή και ανάμιξη των ως άνω υπαλλήλων στη διαμόρφωση της εν λόγω επενδυτικής αποφάσεως, καθ’ όσον δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι ... έδωσαν στους ως άνω υπαλλήλους ρητή εντολή αγοράς του συγκεκριμένου ομολόγου κατόπιν αποφάσεως, στην οποία είχαν καταλήξει αποκλειστικώς οι ίδιες κατόπιν πραγματικής και ουσιαστικής συνεκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων παραμέτρων της επενδύσεως ύστερα από απλή ενημέρωση επί του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, το δε γεγονός του ρητού χαρακτηρισμού της υπ’ αριθ. ./ 25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» ως «συμβάσεως λήψεως και διαβιβάσεως εντολών», κατά τα προεκτεθέντα, πέραν του ότι η υπογραφή της συμβάσεως αυτής επιβλήθηκε μονομερώς στις εφεσιβλήτους ... από το πράγματι ισχυρό μέρος της συμβάσεως, ήτοι από τις εκκαλούσες ... ανωνύμους εταιρίες, χωρίς οι όροι αυτής να καταστούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως, δεν αναιρεί τη σιωπηρή κατάρτιση της προαναφερομένης συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω... Μετά ταύτα, η ως άνω λεπτομερώς περιγραφομένη συμπεριφορά των υπαλλήλων των . και . συνιστά σαφή αθέτηση του καθήκοντος διαφωτίσεως, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως των εφεσιβλήτων αναφορικώς, κυρίως, προς την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, το οποίο, κατόπιν προτροπών των ως άνω υπαλλήλων, αυτές επέλεξαν να τοποθετήσουν σε επισφαλές επενδυτικό προϊόν, ήτοι το ομόλογο «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), το οποίο στην πραγματικότητα παρουσίαζε εντελώς διαφορετική συμπεριφορά εκείνης της απλής προθεσμιακής καταθέσεως, κατά τα προεκτεθέντα, παρά τις περί του αντιθέτου ρητές διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων. Ειδικότερα, η συμπεριφορά αυτή συνιστά, εξεταζομένη υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 334, 713 επ. ΑΚ, αλλά και των διατάξεων του Ν. 2396/1996 «Επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και άυλες μετοχές», υπαίτια εκ μέρους των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών (δια των ως άνω βοηθών εκπληρώσεως υπαλλήλων τους) πλημμελή εκπλήρωση των απορρεουσών από την σιωπηρώς συναφθείσα, κατά τα προεκτιθέμενα, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω περαιτέρω δε πλημμελή εκπλήρωση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας υπ’ αριθ. ./25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» συνιστά και: α) η εξαρχής τοποθέτηση του συνόλου του κεφαλαίου των εφεσιβλήτων ... σε  ομόλογα, παρά τη ρητώς εκπεφρασμένη βούλησή τους περί τοποθετήσεως αυτού σε (απλή) προθεσμιακή κατάθεση και κατά παράβαση της σχετικής σαφούς εντολής τους και β) η μη ενημέρωσή τους, έστω και σε μεταγενέστερο χρόνο, περί της υπάρξεως, αγοράς και εντάξεως στο χαρτοφυλάκιό τους του ομολόγου «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), ως και περί των ειδικών χαρακτηριστικών του, ώστε αυτές να αποφασίσουν εάν επιθυμούν να το διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιό τους ή να το ρευστοποιήσουν. Παραλλήλως, η συμπεριφορά αυτή συνιστά αναμφιβόλως παράβαση της υπ’ αριθ. 12263/Β.500/11.4.1997 Αποφάσεως ΥΠ.ΕΘ.Ο. (Φ.Ε.Κ. Β' 340/24.4.1997 «Κώδικας Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)», όπως οι αρχές αυτού παρατίθενται αναλυτικώς ανωτέρω ... κατά τις οποίες δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ως και των παρεχόντων τέτοιες υπηρεσίες πιστωτικών ιδρυμάτων: α) εάν δεν εφιστούν εγγράφως, αλλά και με προφορική ανάλυση (αναλόγως των δυνατοτήτων κάθε επενδυτή), την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαιτέρως εάν πρόκειται για προϊόν περισσότερο πολύπλοκο ή επικίνδυνο από τα μέχρι τότε επιλεγόμενα (όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω ... τα επίμαχα επενδυτικά προϊόντα προωθήθηκαν στις εφεσιβλήτους ... χωρίς να έχει χορηγηθεί σε αυτές ενημερωτικό δελτίο, στο οποίο να αναφέρονται λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά τους και όλες οι αναγκαίες για το σχηματισμό επενδυτικής αποφάσεως πληροφορίες, ιδίως αναφορικώς με την ταυτότητα, την αξιοπιστία και τις επιχειρηματικές προοπτικές του εκδότη και του εγγυητή, αλλά και τους κινδύνους, τους οποίους   περικλείει η επένδυση στα συγκεκριμένα προϊόντα, όπως σαφώς αναφέρεται στα ανωτέρω αναφερόμενα ενημερωτικά δελτία των εκδοτριών των εν λόγω ομολόγων εταιριών), β) εάν δεν πραγματοποιούν,  με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών και γ) εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων και δ) εάν δεν λαμβάνουν υπόψη και δεν αξιολογούν ορθώς και προς το συμφέρον του επενδυτή την οικονομική του κατάσταση, τους επιδιωκομένους από αυτόν στόχους, την εμπειρία και τις γνώσεις του, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι ... υπάγονται στο προστατευτικό πεδίο του Ν.2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», καθ’ όσον τυγχάνουν καταναλωτές ως τελικοί αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών (άρθρα 1 και 8 του ως άνω Νόμου), ανεξαρτήτως του εάν ενεργούν στο πλαίσιο «επαγγελματικής δραστηριότητας» ή «ερασιτεχνικώς», κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω ... περαιτέρω δε ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτές υπερβαίνουν το πρότυπο του «μέσου αποταμιευτή», ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία επί των επενδυτικών προϊόντων και των σχετικών με αυτές συναλλαγών, δεν αναπτύσσει συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ενώ, αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, μέχρι να απευθυνθούν αυτές στην πρώτη εκκαλούσα... ανώνυμο τραπεζική εταιρία, ουδέποτε είχαν ασχοληθεί με επενδύσεις και μόνον η πρώτη αυτών είχε  τοποθετήσει κατά το παρελθόν το κεφάλαιό της σε απλή προθεσμιακή κατάθεση στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ», και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής εκ μέρους των εφεσιβλήτων ... επικλήσεως της ιδιότητας αυτών ως «καταναλωτών» και υπαγωγής αυτών στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες ... ανώνυμοι εταιρίες, διότι δεν εντάσσονται στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και με σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικώς με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, περαιτέρω δε ομοίως απορριπτέος τυγχάνει ο συναφής ισχυρισμός των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών ότι οι εφεσίβλητοι ... (και ιδίως η πρώτη αυτών) ήσαν έμπειρες επενδύτριες, διότι είχαν κατά το παρελθόν αγοράσει και άλλα, εκτός των επιδίκων, ομόλογα, καθ’ όσον πρόκειται περί συναλλαγών αγοράς και πωλήσεως ομολόγων, οι οποίες είχαν μεν πραγματοποιηθεί τύποις (με την υπογραφή των σχετικών αποδεικτικών εντολής συναλλαγής) από τις εφεσιβλήτους ... πλην όμως χωρίς οποιαδήποτε πραγματική γνώση γι’ αυτές και με την εδραία πεποίθηση ότι οι εκκαλούσες ... ανώνυμοι εταιρίες ενεργούν συμφώνως προς τη ρητή εντολή τους περί τοποθετήσεως των χρημάτων τους σε απλή προθεσμιακή κατάθεση, χωρίς οποιαδήποτε διακινδύνευση του κεφαλαίου σε άλλου τύπου επενδύσεις. Περαιτέρω, η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών συνιστά εν ταυτώ το πραγματικό της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ λόγω υπαίτιας παραβάσεως των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, ως και των διατάξεων της υπ’ αριθ. 12263/Β.500/11.4.1997 Αποφάσεως ΥΠ.ΕΘ.Ο.  (Φ.Ε.Κ. Β' 340/24.4.1997 «Κώδικας Δεοντολογίας  ΚΕ Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)», κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω ... Ειδικότερα, οι υπάλληλοι των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών ., . και . (οι οποίοι, σημειωτέον, δεν ήσαν εφοδιασμένοι κατά τον κρίσιμο χρόνο με τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά επαγγελματικής καταλληλότητας στην ειδικότητα του Υπευθύνου Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών), στο πλαίσιο της επιτεύξεως των τεθέντων από την πρώτη αυτών στόχων για την προσέλκυση πελατών και την ενίσχυση της δραστηριότητας της Διευθύνσεως Private Banking (όπως οι στόχοι αυτοί προσδιορίζονται στην από 11.7.2007 επιστολή εσωτερικής χρήσεως της πρώτης εκκαλούσας ... ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας προς όλα τα καταστήματά της με θέμα «Private Banking - Στοχοθεσία 2007» σχετικώς με την προσέλκυση νέων πελατών και την επαναπροσέγγιση παλαιών πελατών, συνεργαζομένων πλέον με ανταγωνιστικά πιστωτικά ιδρύματα), ενήργησαν κατά παράβαση της ρητής εντολής της πρώτης εφεσιβλήτου ... και κατ’ επέκταση και των λοιπών, και τοποθέτησαν εξαρχής τα χρήματα αυτής όχι σε προθεσμιακή κατάθεση, αλλά σε ομόλογα, ενώ δεν φρόντισαν να άρουν την πλάνη, στην οποία αυτή είχε περιέλθει, ότι δηλαδή είχαν ενεργήσει συμφώνως προς την εντολή της, περαιτέρω δε και αντιθέτως προς όσα ανέμεναν οι εφεσίβλητοι ... στο πλαίσιο της σχέσεως εμπιστοσύνης, η οποία αναπτύσσεται μεταξύ του πελάτη και της τράπεζάς του, προέτρεψαν την πρώτη αυτών, ενεργούσα για λογαριασμό και των λοιπών, να προβεί στην αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος εντελώς αγνώστου σε αυτές, το οποίο ουδόλως αντιστοιχούσε στο συντηρητικό «profile» τους, στους στόχους και στις προσδοκίες τους, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω ... ενώ εκ προθέσεως παρέλειψαν να τις ενημερώσουν  για τους κινδύνους, τους οποίους περιέκλειε το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν για το κεφάλαιό τους, η εξασφάλιση του οποίου αποτελούσε βασική προτεραιότητά τους, εξαρχής γνωστοποιηθείσα στους ως άνω υπαλλήλους. Κατά συνέπεια, οι τελευταίοι ενήργησαν δολίως, αφ’ ενός μεν διότι παραβίασαν τη ρητή εντολή των εφεσιβλήτων ... για τοποθέτηση (αρχικώς) του κεφαλαίου τους σε (ασφαλή από επενδυτικούς κινδύνους) απλή προθεσμιακή κατάθεση, αφ’ ετέρου δε διότι δεν παρέσχον σε αυτές διαφώτιση, ορθή συμβουλευτική καθοδήγηση και προειδοποίηση, τόσο για το είδος και τα χαρακτηριστικά των (αγνώστων σε αυτές) επενδυτικών κινδύνων, τους οποίους αναλάμβαναν με την αγορά των εν λόγω ομολόγων και εξ αντικειμένου δεν ήσαν σε θέση να αντιληφθούν και αξιολογήσουν, όσο και για το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο ήταν ενδεχόμενο να επιφέρουν οι κίνδυνοι αυτοί, ώστε αυτές να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη συνειδητή λήψη ορθής επενδυτικής αποφάσεως. Επομένως, οι εκκαλούσες ... ανώνυμοι εταιρίες ευθύνονται αντικειμενικώς για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων από αυτές υπαλλήλων τους ., . και . (άρθρο 922 ΑΚ), καθ’ όσον υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ των ζημιογόνων πράξεων και παραλείψεων αυτών και της ανατεθείσας σε αυτούς υπηρεσίας, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω ... περαιτέρω δε αποδείχθηκε ότι η παράνομη συμπεριφορά των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών, όπως διαμορφώθηκε από τις πράξεις και παραλείψεις των ως άνω υπαλλήλων, συνδέεται αιτιωδώς με την τελική ζημία των εφεσιβλήτων... διότι τα χρήματα αυτών δεσμεύθηκαν εξ αρχής - χωρίς σχετική εντολή τους - σε ομόλογα, με αποτέλεσμα να μην είναι αυτά διαθέσιμα όποτε αυτές τα χρειάζονται, περαιτέρω δε  και αυτή η επένδυσή τους στα επίδικα ομόλογα επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς αυτές της αναγκαίας κατά περίπτωση ενημερώσεως, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επενδύσεως και να αποφασίσουν οι ίδιες, κατόπιν αξιολογήσεως των πληροφοριών και πάντοτε σε συνάρτηση με τις προσδοκίες και τους στόχους τους, εάν θα επιλέξουν την προτεινομένη σε αυτές τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας δια της επιλογής τους όσους κινδύνους συνδέονταν με την τελευταία, όταν, μάλιστα, οι κίνδυνοι αυτοί αποδείχθηκαν στην προκειμένη περίπτωση υπαρκτοί και η πραγμάτωσή τους οδήγησε σε βαθμιαία - αλλά ταχεία - μείωση της αξίας τους, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των εφεσιβλήτων ... Επομένως, αποδείχθηκε πλήρως η συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών, το οποίο είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση ευθύνης των τελευταίων τόσο κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (υποκειμενική ευθύνη), όσο και κατά τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 (νόθος αντικειμενική ευθύνη), κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω ... Σημειωτέον ότι οι εκκαλούσες... ανώνυμοι εταιρίες ισχυρίσθηκαν ότι:  α) με την αποστολή μηνιαίων «Αναλύσεων Επενδυτικού Λογαριασμού» παρείχαν στις εφεσιβλήτους... πλήρη ανάλυση της κινήσεως όλων των επενδυτικών προϊόντων τους, χωρίς αυτές να διατυπώσουν οποιαδήποτε αντίρρηση ή επιφύλαξη, γεγονός, το οποίο συνιστά, τόσο κατά τον υπ’ αριθ. 11 ρητό όρο της μεταξύ τους υπ’ αριθ. ./25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΌΝΤΩΝ», όσο και κατά τη διάταξη του άρθρου 238 ΑΚ, έγκριση και αποδοχή των εν λόγω συναλλαγών ως δεσμευτικών, εγκύρων και απολύτως συμφώνων προς τους όρους της ως άνω συμβάσεως, και ως εκ  τούτου δεν τίθεται ζήτημα μη ενημερώσεώς τους και β) κατά τη λύση της μεταξύ τους συνεργασίας οι εφεσίβλητοι ... με την από 21.1.2009 επιστολή τους αναγνώρισαν ρητώς ότι η ως άνω σύμβαση και οι πρόσθετες αυτής πράξεις και τα σχετικά παραρτήματα καταρτίσθηκαν και λειτούργησαν νομίμως, ότι έλεγξαν τις σχετικές χρεωπιστώσεις και τις αιτίες του τηρηθέντος στα πλαίσια της συμβάσεως υπ’ αριθ. ... λογαριασμού και αποδέχονται αυτές ως νόμιμες, παραιτούμενες κάθε δικαιώματος προσβολής οιασδήποτε αντιρρήσεως κατ’ αυτών, περαιτέρω δε ότι αναγνώρισαν και αποδέχθηκαν όλες τις σχετικές συναλλαγές ως νόμιμες, βάσιμες και σύμφωνες προς τις εντολές τους, με συνέπεια να στερούνται πλέον εννόμου συμφέροντος προς άσκηση της κρινομένης αγωγής, καθ’ όσον έχουν παραιτηθεί από οποιαδήποτε αξίωση από τη λειτουργία και τη λύση της ως άνω συμβάσεως. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί παρίστανται ομοίως ως αβάσιμοι και απορριπτέοι, ο μεν πρώτος διότι ναι μεν προϋπόθεση της κατ’ άρθρο 238 ΑΚ εγκρίσεως είναι η πραγματική γνώση της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και όχι αναγκαίως και του περιεχομένου της, πλην όμως αποδείχθηκε πλήρως ότι η πρώτη εφεσίβλητος ... αγνοούσε και αυτή την κατάρτιση των συμβάσεων αγοράς και πωλήσεως των ως άνω αναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (ομολόγων) με διακινδύνευση του κεφαλαίου της, υπολαμβάνουσα εξαρχής και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταξύ των διαδίκων συμβατικής σχέσεως ότι το κεφάλαιό της έχει τοποθετηθεί ασφαλώς σε απλή προθεσμιακή κατάθεση, ο δε δεύτερος διότι οι εφεσίβλητοι ... υπέγραψαν τη  συγκεκριμένη επιστολή (με μονομερώς προδιατυπωμένο και επιβληθέν από τις εκκαλούσες ... ανωνύμους εταιρίες περιεχόμενο) αποκλειστικούς και μόνο στο πλαίσιο της τυπικής λύσεως της μεταξύ των διαδίκων συνεργασίας και με  σκοπό ταχείας απεμπλοκής τους από τη συνεργασία αυτή, αμέσως μόλις ανακάλυψαν ότι το κεφάλαιό τους είχε επενδυθεί, κατά παράβαση της ρητής εντολής τους, σε περικλείοντα σημαντικούς κινδύνους επενδυτικά προϊόντα, ως και ότι αυτό είχε ήδη υποστεί σημαντική μείωση κατά το χρόνο υπογραφής της ως άνω επιστολής, κατά τα προεκτεθέντα, και ως εκ τούτου η τελευταία δεν δύναται να αξιολογηθεί ως παραίτηση από το δικαίωμα αυτών προς αποζημίωση, ούτε αναιρεί το έννομο συμφέρον τους προς άσκηση της κρινομένης αγωγής, πολλώ δε μάλλον ουδόλως καθιστά την τελευταία ασκηθείσα κατά κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), ήτοι καθ’ υπέρβαση των ορίων, τα οποία θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτών, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω ... Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των παρατιθεμένων ανωτέρω στο σκεπτικό διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων, οι υποστηρίζοντες δε τα αντίθετα πρώτος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και ενδέκατος λόγοι εφέσεως τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι...  έλος, συνεπεία της ανωτέρω λεπτομερώς στο σκεπτικό της παρούσας περιγραφομένης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των υπαλλήλων των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών, για την οποία ευθύνονται αντικειμενικούς οι τελευταίες, οι εφεσίβλητοι ... υπέστησαν ηθική βλάβη, η οποία αποτιμάται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, και ενόψει : α) του βαθμού και της εντάσεως του πταίσματος των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων, β) του είδους, του βαθμού και της εντάσεως της προσβολής, γ) της θλίψεως, της ταλαιπωρίας, της ανησυχίας και του φόβου, που οι εφεσίβλητοι ... αισθάνθηκαν συνέπεια της αισθητής μειώσεως του κεφαλαίου τους και του κινδύνου ολικής  απώλειας αυτού και δ) της κοινωνικής και οικονομικής εν γένει καταστάσεως των μερών, στο δίκαιο και εύλογο ποσόν των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (3.500 €), καθ’ όσον αφορά στην πρώτη εφεσίβλητο ... και στο ποσόν των τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (3.000 €), καθ’ όσον αφορά εις εκάστη των δεύτερης και τρίτης εφεσιβλήτων ... Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914 και 932 ΑΚ και την εκτίμηση των αποδείξεων, ο υποστηρίζων δε τα αντίθετα δωδέκατος λόγος της υπό στοιχείο I εφέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος...».

 

Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εκκαλουσών και ήδη αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ως προς τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης των προστηθέντων υπαλλήλων των τελευταίων και της αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, των εφεσιβλήτων και ήδη ναιρεσιβλήτων στην ως άνω αίτηση αναίρεσης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και με όσα ανωτέρω δέχθηκε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 932, 281, 288, 297, 298 ΑΚ και των άρθρων 8 και 9 του Ν.2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.1 του Ν.2396/1996, αφού με βάση τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, οι προστηθέντες υπάλληλοι των παραπάνω αναιρεσειουσών παρέβησαν το καθήκον διαφώτισης των αναιρεσιβλήτων, που είχαν την ιδιότητα των καταναλωτών, και δεν προσέφεραν σ’ αυτές σαφή, ορθή, πλήρη και κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση σχετικά με τα προταθέντα επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα αυτές να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε τη φύση τους ούτε τους πιθανούς κινδύνους τους, αλλά, αντιθέτως, παρείχαν σ’ αυτές ανεπαρκή και παραπλανητική πληροφόρηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τους επενδυτικούς κινδύνους που αναλάμβαναν και ειδικότερα, ότι κατά την παροχή σ’ αυτές της επενδυτικής συμβουλής για την αγορά των επιδίκων ομολόγων, παρέστησαν στις αναιρεσίβλητες ότι πρόκειται για απλά τραπεζικά ομόλογα, που παρουσίαζαν συμπεριφορά ανάλογη εκείνης της απλής προθεσμιακής κατάθεσης, χωρίς κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους και με σαφώς μείζον της απλής προθεσμιακής κατάθεσης επιτόκιο, παραλείποντας να τις ενημερώσουν για τα αληθινά χαρακτηριστικά των ομολόγων αυτών και συγκεκριμένα δεν τις ενημέρωσαν ότι αυτά ήταν σύνθετα επιθετικά-κερδοσκοπικά επενδυτικά προϊόντα, μειωμένης εξασφάλισης, και ειδικότερα το μεν Ομόλογο «... 1/2/2012 7.875% EUR», lSIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), με διαβάθμιση, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 και την 25.1.2007 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως «Fitch», στην κατηγορία ΒΒ - , και κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006, την 25.1.2007 και την 30.7.2008 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως «MOODY’S» στην κατηγορία Ba2, το δε Ομόλογο «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), με ονομαστικό επιτόκιο τρίμηνο EURIBOR +1,75% (προ της ημερομηνίας ανακλήσεως τρίμηνο EURIBOR +0,75%), με συχνότητα πληρωμής τοκομεριδίου ανά τρίμηνο και ελάχιστη  ονομαστική αξία συναλλαγών πενήντα χιλιάδες ΕΥΡΩ (50.000 €), εισηγμένο στη χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου, με διαβάθμιση την 4.4.2007 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως «MOODY’S», στην κατηγορία Baa 1, ότι αμφότερα τελούσαν υπό διαπραγμάτευση στη διεθνή χρηματιστηριακή αγορά, απευθύνονταν σε έμπειρους και εξειδικευμένους επενδυτές και ενείχαν σημαντικό κίνδυνο απώλειας του επενδυομένου κεφαλαίου, λόγος για τον οποίο, άλλωστε, τα συγκεκριμένα ομόλογα δεν επιτρέπονταν να διατίθενται σε ερασιτέχνες επενδυτές(αποταμιευτές κ.λπ.), αλλά μόνο σε εξειδικευμένους ή «θεσμικούς» επενδυτές, οι οποίοι έχουν ειδικές γνώσεις και αυξημένη εμπειρία περί τις συναλλαγές με αντικείμενο ομόλογα του είδους αυτού. Αγνοώντας δε τα παραπάνω προέβησαν οι αναιρεσίβλητες στις άνω επενδύσεις, ενώ αν είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τα προεκτεθέντα, ότι δηλαδή τα επίδικα ομόλογα ήταν μειωμένης εξασφάλισης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση, δοθέντος ότι είχαν καταστήσει στους προστηθέντες υπαλλήλους των αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών απολύτως σαφή την επιθυμία τους για την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε προθεσμιακής φύσεως κατάθεση, με εξασφαλισμένο το κεφάλαιό της. Η παραπάνω δε συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών συνιστά υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 334, 713 επ. ΑΚ, αλλά και των διατάξεων του Ν.2396/1996, που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, υπαίτια εκ μέρους των αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών πλημμελή εκπλήρωση των απορρεουσών από την σιωπηρώς συναφθείσα, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του Εφετείου, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, όσον αφορά την αγορά από τις αναιρεσίβλητες του Ομολόγου «... 1/2/2012 7.875% EUR», I SI Ν XS..., διάρκειας 1.2.2007- 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), περαιτέρω δε πλημμελή εκπλήρωση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας υπ’ αριθμ. ./25.5.2005 «ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ», όσον αφορά την αγορά και ένταξη στο χαρτοφυλάκιο των αναιρεσιβλήτων του Ομολόγου «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €). Παράλληλα, όμως, η παραπάνω αντισυμβατική συμπεριφορά, που συνιστά και παράβαση των εκ του ανωτέρω Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. και του Ν.2251/1994 υποχρεώσεων των αναιρεσειουσών, στοιχειοθετεί και το πραγματικό της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, λόγω υπαίτιας παραβάσεως των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Οι παρανομίες δε αυτές, ήταν πράγματι πρόσφορες να προκαλέσουν οικονομική ζημία στις αναιρεσίβλητες, την οποία και προκάλεσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας και εξ αυτής ηθικής βλάβης στις ως άνω αναιρεσίβλητες (ενάγουσες) με την ιδιότητά τους ως καταναλωτών και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας, αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων των ως άνω αναιρεσειουσών ανωνύμων εταιρειών και της προκληθείσας από αυτή ζημίας των αναιρεσιβλήτων, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των  παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, στην ελασσόνα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη: α)οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη αντισυμβατική και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και του Ν.2251/1994, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και, συγκεκριμένα, ότι οι συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, στις οποίες οι αναιρεσίβλητες προέβησαν ενεργούσες ως μέσοι καταναλωτές, είχαν το χαρακτήρα παροχής συμβουλών προς τις αναιρεσίβλητες επενδύτριες και ότι οι πληροφορίες, που οι προστηθέντες των αναιρεσειουσών παρείχαν σ’ αυτές, δεν ήταν επαρκείς, αφού τα επίδικα ομόλογα δεν ήταν απλά αλλά σύνθετα προϊόντα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλό κίνδυνο, β) ότι οι αναιρεσείουσες, ειδικότερα, δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από τις ένδικες συμβάσεις υποχρεώσεις τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων για τη φύση και λειτουργία των υποδειχθέντων επενδυτικών προϊόντων, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζαν ότι αυτές ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτών σχετικά με τις επενδύσεις, αλλά, αντιθέτως, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, υπέδειξαν στις άπειρες στις σχετικές συναλλαγές αναιρεσίβλητες, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, τις ένδικες επενδύσεις και τις έπεισαν να τις επιλέξουν, γ)  ότι η ζημία των αναιρεσιβλήτων συνίσταται στην αδυναμία τους να εισπράξουν, για τους διαλαμβανομένους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους που αφορούν τη φύση των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, το επενδεδυμένο κεφάλαιό τους, στο σύνολό του και, ειδικότερα, στην αδυναμία τους να το εισπράξουν κατά τον ορισθέντα χρόνο επιστροφής του και δ) ότι η εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα ως άνω παραδοχές του Εφετείου, και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Περαιτέρω, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων παρεμβλήθηκαν απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, καθώς και η ανάκληση της άδειας της εκδότριας εταιρείας και η θέση αυτής υπό ειδική εκκαθάριση. Ειδικότερα, με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των αναιρεσιβλήτων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή του από τα ως άνω συμβάντα, τα οποία αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, αλλά υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων  επενδύσεων, οι αναιρεσίβλητες επενδύτριες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτές και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα των παραβάσεων, οι οποίες εμφιλοχώρησαν κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλών. Συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των αντίστοιχων χρηματικών ποσών, η οποία δεν απετράπη, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος των αναιρεσειουσών. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών.

 

Επομένως, οι τρίτος, τέταρτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, πέμπτος, κατά τα αντίστοιχα σκέλη του, και έκτος, κατά τα αντίστοιχα σκέλη του, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της από 02.04.2019 αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους οι αναιρεσείουσες αφενός μεν προβάλλουν αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, αφετέρου δε προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, που είναι διάσπαρτες στους άνω λόγους της αίτησης αναίρεσης, πλήττουν, με επίφαση τις παραβάσεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, την αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (ΑΠ 977/2017, ΑΠ 680/2016), καθόσον αναφέρονται στην από το Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, την πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης των αναιρεσιβλήτων κατά το χρόνο της παροχής συμβουλών για την αγορά των επίδικων ομολόγων, την ιδιότητα των επίδικων ομολόγων ως σύνθετων και όχι απλών, την άγνοια των αναιρεσιβλήτων ως προς το είδος των επενδύσεων και την εμπειρία τους και για την μη ενημέρωσή τους ως προς τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, περαιτέρω δε, στην ανάλυση και στάθμισή τους και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτες. Επίσης, όσον αφορά την αιτίαση, που προβάλλεται, κατά το αντίστοιχο σκέλος του πέμπτου λόγου αναίρεσης και ειδικότερα το παράπονο περί παραβίασης από το Εφετείο των διατάξεων των άρθρων 117,118 και 216 ΚΠολΔ, διότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, άλλως με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι οι αναιρεσίβλητες υπέστησαν ζημία από την εκ μέρους των αναιρεσειουσών, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισής τους, σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονταν τόσο με τη σύναψη των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και με τα υποδειχθέντα επενδυτικά προϊόντα, ο λόγος αυτός κατά το σκέλος του τούτο είναι απαράδεκτος, καθόσον οι παραπάνω διατάξεις δεν συνιστούν κανόνες ουσιαστικού, αλλά δικονομικού δικαίου, και συνεπώς δεν θεμελιώνουν πλημμέλειες εκ των αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Τέλος, η επικαλούμενη από τις αναιρεσείουσες, με τα οικεία σκέλη των τέταρτου, πέμπτου και έκτου λόγων αναιρέσεως, παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ως προς τα ζητήματα της επαρκούς διαφώτισης των αναιρεσιβλήτων εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων τους,  της συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών ως πρόσφορης αιτίας της επικαλούμενης επέλευσης της οικονομικής ζημίας των αναιρεσιβλήτων και δυνατότητας των τελευταίων να αντιληφθούν τον κίνδυνο απώλειας του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους με την αγορά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη(άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι’ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ώς προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 796/2023, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 437/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε τα ακόλουθα σε σχέση με την προβληθείσα από τις αναιρεσείουσες ανώνυμες εταιρείες στην από 02.04.2019 αίτηση και αναιρεσειουσών στην από 24.04.2019 αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά στην επέλευση της ζημίας των τελευταίων, λόγω της επικαλούμενης μη εκ μέρους τους άμεσης ρευστοποίησης των ένδικων ομολόγων: «...Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι ... ζήτησαν να επιδικασθούν σε αυτές ως αποζημίωση : α) αναφορικώς με το ομόλογο «... 1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €), το ποσόν των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ΕΥΡΩ (157.780 €), το οποίο παριστά τη διαφορά μεταξύ του αμέσως προαναφερομένου ποσού της ονομαστικής αξίας αγοράς αυτού, και της πραγματικής αξίας του κατά την ημερομηνία ρευστοποιήσεως (πωλήσεως) αυτού την 16.2.2010, ήτοι του ποσού των εβδομήντα δύο χιλιάδων διακοσίων είκοσι ΕΥΡΩ (72.220 €) και β) αναφορικώς με το ομόλογο «... BANK 26/5/2006-26/5/2016 EUR», ISIN XS..., με απόδοση cpn 4,720%, ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), το ποσόν των εξήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ΕΥΡΩ (68.400 €), το οποίο παριστά την απολεσθείσα αξία μέρους του αμέσως προαναφερομένου αρχικού κεφαλαίου μετά την αποδοχή προτάσεως εξαγοράς του ως άνω ομολόγου την 30.5.2012 σε ποσοστό 55% της αρχικής ονομαστικής του αξίας (αρχικό κεφάλαιο 152.000 € X απώλεια αξίας 45% = 68.400 €). Ωστόσο, όταν οι εφεσίβλητοι ... προέβησαν σε λύση της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως (την 21.1.2009, κατά τα προεκτεθέντα) και μετέφεραν το χαρτοφυλάκιό τους στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία αναίρεσης ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», έχοντας πλέον πλήρη ενημέρωση από την τελευταία και εντεύθεν επαρκή γνώση του είδους των περιλαμβανομένων στο χαρτοφυλάκιό τους επενδυτικών προϊόντων, των ειδικών χαρακτηριστικών τους, της μέτριας ποιότητας αυτών, των κινδύνων, τους οποίους αυτά περιέκλειαν για το κεφάλαιό τους και ιδίως της ελλείψεως οιασδήποτε εξασφαλίσεως αυτού λόγω εκθέσεώς τους στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες των διεθνών αγορών και της εξακολουθητικής πτωτικής πορείας τους, επέλεξαν - συνειδητώς πλέον - να διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιό τους τα ως άνω επικίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, τα οποία εφεξής τελούσαν υπό τη διαχείριση της Διευθύνσεως Private Banking της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με αξία αγοράς κατά το χρόνο της μεταφοράς του χαρτοφυλακίου στην αμέσως προαναφερομένη τράπεζα (... 20 - 21.1.2009 ) ανερχομένη : α) στο ποσόν των ογδόντα πέντε χιλιάδων εκατό ΕΥΡΩ (85.100 €), καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... 1/2/2012 7.875 EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007-1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%,ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €) και β) στο ποσόν των εκατόν δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ΕΥΡΩ'(118.560 €), καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., με απόδοση κατά το χρόνο αυτό 4.720%, ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €). Δηλαδή, οι εφεσίβλητοι ... συνειδητώς διατήρησαν στο χαρτοφυλάκιό τους τα επίμαχα ομόλογα για ικανό χρονικό διάστημα μετά τη μεταφορά τους στη Διεύθυνση Private Banking της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» την 21.1.2009 (ήτοι μέχρι την 16.2.2010, καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... ΚΕ1/2/2012 7.875% EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 -1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%, και την 30.5.2012, καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016 FRN», ISIN XS..., με απόδοση κατά το χρόνο αυτό 4.720%), αποδεχόμενες πλέον πλήρως τους κινδύνους, τους οποίους η διατήρηση αυτή συνεπαγόταν για το εναπομείναν κεφάλαιό τους, περαιτέρω δε δεν εξηγούν επαρκώς τους λόγους, για τους οποίους κατέληξαν στην απόφασή τους αυτή, ιδίως όταν οι ίδιες συνομολογούν με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο II εφέσεως ότι ήσαν «εγκλωβισμένες στις ζημιογόνες επίδικες τοποθετήσεις» και δεν ανέμεναν οποιαδήποτε βελτίωση των αποδόσεων των ομολόγων, δεδομένων των επικρατουσών ιδίως μετά το έτος 2008 ιδιαιτέρως δυσμενών συνθηκών στις διεθνείς χρηματαγορές λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την παραδεκτώς προβληθείσα ένσταση των εκκαλουσών ... ανωνύμων εταιριών περί συντρέχοντος πταίσματος των εφεσιβλήτων ... στην έκταση της ζημίας τους (άρθρα 297,298 και 300 ΑΚ) και προσδιόρισε το ύψος αυτής: α) στο ποσόν των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ΕΥΡΩ (144.900 €), καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... 1/2/2012 7.875 EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007 - 1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875% (ήτοι ονομαστική αξία 230.000 € - αξία αγοράς κατά τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» την 21.1.2009 85.100 €) και β) στο ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ΕΥΡΩ (33.440 €), καθ’ όσον αφορά στο ομόλογο «... BANK 26/5/2006 - 26/5/2016  FRN», IS 1Ν XS..., με απόδοση κατά το χρόνο αυτό 4.720% ( ήτοι ονομαστική αξία 152.000 € - αξία αγοράς κατά τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου, κατά τα προεκτιθέμενα, 118.560 €), κρίνοντας ότι η εις βάρος των εφεσιβλήτων ... προκύψασα διαφορά (περαιτέρω ελάττωση του κεφαλαίου)των δώδεκα χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα ΕΥΡΩ (12.880 €), καθ’ όσον αφορά στο πρώτο των ως άνω ομολόγων (αξία ομολόγου κατά τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου την 21.1.2009 85.100 € - αξία του ομολόγου κατά τη ρευστοποίησή του την 16.2.2010 72.220 €) και των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα ΕΥΡΩ (34.960 €), καθ’ όσον αφορά στο δεύτερο αυτών (αξία ομολόγου κατά τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου την 21.1.2009 118.560 € - αξία του ομολόγου κατά τη ρευστοποίησή του την 30.5.2012 83.600 €), οφείλεται σε συντρέχον πταίσμα αυτών και δεν πρέπει να τους επιδικασθεί, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 300 ΑΚ και 6 παρ. 11 Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών » και δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, οι υποστηρίζοντες δε τα αντίθετα όγδοος λόγος της υπό στοιχείο I εφέσεως και πρώτος λόγος της υπό στοιχείο II εφέσεως τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι... ».

 

Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, απέρριψε, ως αβάσιμους, τους σχετικούς λόγους των αντίθετων εφέσεων των διαδίκων και επικύρωσε την πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 2774/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, η σχετική προταθείσα από τις εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες ανώνυμες εταιρείες στην από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης, ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγουσών και ήδη αναιρεσειουσών στην από 24.04.2019 (αντίθετη) αίτηση αναίρεσης στην επέλευση της ζημίας τους, περιορίζοντας αυτήν,   για μεν το πρώτο ομόλογο, ονομαστικής αξίας 230.000 €, στο ποσό των 144.900 €, για δε το δεύτερο ομόλογο, ονομαστικής αξίας 152.000 €, στο ποσό των 33.440 €, με συνολική αποκαταστατέα περιουσιακή ζημία για κάθε μία από τις ως άνω παθούσες στο ποσό των [(144.900 + 33.440=) 178.340 X 1/3=] 59.446,33 €. Οι αναιρεσείουσες στην από 02.04.2019 αίτησή τους με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αποδίδοντάς της αιτιάσεις για αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά το θέμα της δικής τους ευθύνης προς αποζημίωση των αναιρεσιβλήτων στην ως άνω αίτηση αναίρεσης, επικαλούμενες ότι εφόσον το Εφετείο έκανε δεκτή την ένστασή τους περί συντρέχοντος πταίσματος των αντιδίκων τους, θα έπρεπε να δεχθεί και τους ισχυρισμούς τους περί έλλειψης ευθύνης τους προς αποζημίωση και να μη αρκεστεί στη μείωση του ποσού της αποζημίωσης αυτής, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο λόγος, όμως αυτός, έτσι, όπως προτείνεται είναι αβάσιμος, καθόσον ουδεμία αντίφαση υφίσταται από τις άνω παραδοχές, δοθέντος ότι η αποδοχή της ένστασής περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στην επέλευση της ζημίας του, δεν άγει στην πλήρη απαλλαγή, άνευ ετέρου, του υπαιτίου από την ευθύνη του προς αποζημίωση του ζημιωθέντος. Τέλος, όσον αφορά την από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, καθώς και το αίτημα περί επαναφοράς (κατ’ άρθρο 579 παρ.2 ΚΠολΔ) των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ως άνευ αντικειμένου, μετά την απόρριψη της αναιρέσεως), και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου, που κατατέθηκε από τις αναιρεσείουσες ανώνυμες εταιρείες για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495   παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να καταδικαστούν οι εν λόγω αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρ.106, 176, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Αντίθετα, έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το κεφάλαιό της περί της συνδρομής περιστάσεων συνυπαιτιότητας των αναιρεσειουσών στην από 24.04.2019(αντίθετη)αίτηση αναίρεσης κατά τη διακράτηση των επίδικων ομολόγων από αυτές για το μετά την 21.01.2009 χρονικό διάστημα και τη μη άμεση ρευστοποίησή τους, διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ, την οποία έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι η πρώτη των εν λόγω αναιρεσειουσών εστερείτο ειδικών γνώσεων και αδυνατούσε να αντιληφθεί το ακριβές περιεχόμενο των ενημερωτικών εγγράφων, που ελάμβανε από τις αναιρεσίβλητες, τα οποία περιείχαν ειδικούς τεχνικούς χρηματοοικονομικούς όρους (βλ. οπίσθια σελίδα 41ου φύλλου προσβαλλομένης απόφασης), ότι και οι τρεις αναιρεσείουσες δεν διέθεταν επενδυτική εμπειρία(βλ. οπίσθια σελίδα 43ου φύλλου προσβαλλομένης απόφασης), ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις, όσον αφορά τόσο το ομόλογο «... 1/2/2012 7.875 EUR», ISIN XS..., διάρκειας 1.2.2007-1.2.2012, με απόδοση cpn 7,875%,ονομαστικής αξίας διακοσίων τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (230.000 €)», όσο και το ομόλογο «CYPRUS POPULAR BANK 26/5/2006-26/5/2016 FRN», ISIN XS..., με απόδοση κατά το χρόνο αυτό 4.720%,  ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (152.000 €), απευθύνονταν σε έμπειρους επενδυτές και ενείχαν υψηλό βαθμό κινδύνου, για τον οποίο οι αναιρεσείουσες έπρεπε να είναι πλήρως ενημερωμένες (βλ. πρόσθια σελίδα 48ου φύλλου και 49ο φύλλο προσβαλλομένης απόφασης), ότι η πλάνη της πρώτης αναιρεσείουσας για την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε «προθεσμιακή κατάθεση» εθεωρείτο δικαιολογημένη για τα δικαστήρια της ουσίας, τόσο λόγω της ηλικίας αυτής, η οποία διήνυε κατά τον επίδικο χρόνο το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας της, όσο - και κυρίως - λόγω του ιδιαιτέρως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου της, και ότι συνεπεία της πλάνης αυτής είχε επιδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στα εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ενώ οι αποστελλόμενες σε αυτήν μηνιαίες «Αναλύσεις Επενδυτικού Λογαριασμού» δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αντιληπτές εκ μέρους της λόγω της πολυπλοκότητάς τους, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας της, του χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου και της εργασίας της σε κλάδο(μοδιστρική), ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τη διαχείριση επενδυτικών προϊόντων, αντιθέτως δε στα οικεία ενημερωτικά έγγραφα σαφώς περιείχετο η - εν τέλει παραπλανητική - ένδειξη «ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ», η οποία σαφέστατα ενίσχυε την πεποίθησή της περί εξασφαλίσεως του κεφαλαίου της (βλ. οπίσθια σελίδα 52ου φύλλου και 53ο φύλλο προσβαλλομένης απόφασης), ότι δεν αποδείχθηκε από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι εν λόγω αναιρεσείουσες εντάσσονται στο στερεότυπο (profile) του «εμπείρου» ή του «εξειδικευμένου» επενδυτή, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αναιρεσίβλητες ανώνυμες εταιρείες, ιδίως αναφορικώς με την πρώτη αναιρεσείουσα, την οποία επιχειρούν να παρουσιάσουν ως το πρόσωπο, το οποίο εμφανίσθηκε στους ως άνω αρμοδίους  τραπεζικούς υπαλλήλους ως δικαιούχος ενός σημαντικού χρηματικού ποσού, το οποίο είχε αποφασίσει να επενδύσει σε σύνθετα (και δυνάμενα να αποφέρουν σημαντικά κέρδη, έστω και με διακινδύνευση του κεφαλαίου της) επενδυτικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, χωρίς να έχει ανάγκη οιασδήποτε συμβουλευτικής καθοδηγήσεως, καθ’ όσον η ίδια διέθετε τη γνώση, την εμπειρία και το επενδυτικό κριτήριο να επιλέξει μόνη (χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση ή καθοδήγηση από πλευράς των ως άνω τραπεζικών υπαλλήλων) τα προϊόντα, στα οποία αυτή θα επένδυε τα χρήματά της. Ότι τούτο, εξάλλου, ήταν, κατά την κοινή λογική και εμπειρία, αντικειμενικούς αδύνατον, λόγω: α) του μορφωτικού της επιπέδου (απόφοιτος της Β' Τάξεως του Δημοτικού ιδιαιτέρως χαμηλού Σχολείου), β) της ελλείψεως οιασδήποτε μορφής εκπαιδεύσεως περί τα χρηματοοικονομικά ή επενδυτικής εμπειρίας, η οποία θα της επέτρεπε να επιλέγει η ίδια τα μέσα επωφελούς τοποθετήσεως των χρημάτων της, γ) της ελλείψεως οποιοσδήποτε συνάφειας της προηγουμένης επαγγελματικής δραστηριότητας αυτής (μοδίστρα σε επαρχιακή πόλη) με τον ελληνικό και διεθνή χρηματοοικονομικό και επενδυτικό τομέα και δ) της εν γένει θέσεως και καταστάσεως αυτής (γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, χήρα, άνευ τέκνων, με προβλήματα υγείας), και ότι το αυτό ισχύει και για τις λοιπές δύο αναιρεσείουσες (δασκάλα και ιδιωτική υπάλληλο και τότε άνεργη). Ότι, κατά συνέπεια, αποδείχθηκε ότι οι ως άνω αναιρεσείουσες ουδέποτε θα είχαν επιλέξει την επένδυση των χρημάτων τους σε επενδυτικά προϊόντα μη ασφαλή, κακής έως μέσης ποιότητας, κερδοσκοπικά, των οποίων η αξία εξαρτάται από τη διακύμανση των τιμών της αγοράς και από την πορεία των εκδοτριών και εγγυητριών αυτών εταιριών, όταν, μάλιστα, οι ίδιες οι εκδότριες τα προόριζαν για «έμπειρους» ή «θεσμικούς» επενδυτές και όχι για το ευρύ κοινό (αποταμιευτές, περιστασιακούς επενδυτές κλπ.), έχοντας ειδικώς επισημάνει στους διαμεσολαβητές (dealers) για την προώθηση αυτών, όπως η πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ότι δεν έπρεπε να λάβει χώρα οποιαδήποτε προσφορά προς το (εξειδικευμένο και έμπειρο) ελληνικό επενδυτικό κοινό, προτού αυτό ενημερωθεί από σχετικό ενημερωτικό δελτίο αναφορικούς με τους περικλειομένους σε επένδυση του είδους αυτού κινδύνους (βλ. οπίσθια σελίδα 55ου φύλλου και 56ο φύλλο προσβαλλομένης απόφασης), στη συνέχεια καταλήγει με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες στην παραδοχή ότι οι αναιρεσείουσες, όταν προέβησαν σε λύση της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, την 21.1.2009, και μετέφεραν το χαρτοφυλάκιό τους στην «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», έχοντας προηγηθεί πλήρης ενημέρωσή τους από την τελευταία, επέλεξαν συνειδητώς να διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιό τους τα ως άνω επίδικα επικίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, αποδεχόμενες πλέον πλήρως τους κινδύνους, τους οποίους η διατήρηση αυτή συνεπαγόταν για το εναπομείναν κεφάλαιό τους, η μη παροχή δε από αυτές επαρκών εξηγήσεων για τους λόγους, για τους οποίους κατέληξαν στην απόφασή τους αυτή, χωρίς να αναμένουν οποιαδήποτε μελλοντική βελτίωση των αποδόσεων των εν λόγω ομολόγων, δικαιολογεί τη συνδρομή σε βάρος τους συντρέχοντος πταίσματος στην έκταση της ζημίας τους. Ειδικότερα, αφενός, για την πληρότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, θα έπρεπε αυτή να διαλαμβάνει συγκεκριμένα: α) την ύπαρξη μετά την 21.01.2009 (ημεροχρονολογία, όπως προεκτέθηκε, κατά την οποία οι αναιρεσείουσες μετέφεραν το χαρτοφυλάκιό τους στο Τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής-Private Banking της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος) ενεργούς δευτερογενούς αγοράς, στην οποία να υπήρχε δυνατότητα ρευστοποίησης των επίδικων ομολόγων και μάλιστα στη συγκεκριμένη τιμή την οποία δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη και ποια αγορά ήταν αυτή, β)στην ανωτέρω περίπτωση (πραγματικής ύπαρξης τέτοιας αγοράς) την ύπαρξη ενδιαφέροντος απόκτησης των ενδίκων ήδη απαξιωμένων ζημιογόνων και σε ελεύθερη πτώση των τιμών τους, Ομολόγων, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα υποψηφίων σε αυτά επενδυτών, ήτοι ότι τα επίδικα ομόλογα ήταν όντως εκποιήσιμα, γ)την μεσολάβηση ιδιαίτερης παρότρυνσης ή συμβουλής, από τη νεότερη επενδυτική τους σύμβουλο ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, όπως αυτές (αναιρεσείουσες) προβούν στη ρευστοποίηση των ανωτέρω τίτλων ως πρόσφορου και αποτελεσματικού μέσου για τον περιορισμό κάθε περαιτέρω περιουσιακής τους ζημίας από τις μετά βεβαιότητας εξακολουθούμενες και στο μέλλον αρνητικές διακυμάνσεις της τιμής των Ομολόγων αυτών και δ) την εκ μέρους των αναιρεσειουσών άρνηση συμμόρφωσης στις ανωτέρω υποδείξεις, άλλως την αδικαιολόγητη από πλευράς τους απόρριψη κάποιας πρότασης απόκτησης των κατεχόμενων τίτλων τους από κάποιο τρίτο αγοραστή. Αφετέρου, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει και αντιφατική αιτιολογία, καθώς, ενώ δέχεται ότι οι αναιρεσείουσες επέλεξαν συνειδητά να διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιό τους τα επίδικα ομόλογα μετά την 21.1.2009 αποδεχόμενες δήθεν πλέον πλήρως τους κινδύνους τους οποίους η διατήρηση αυτή συνεπαγόταν για το εναπομείναν κεφάλαιό τους, εν τούτοις στη συνέχεια αιτιάται ότι δήθεν δε εξηγούν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους κατέληξαν στην απόφασή τους αυτή, ιδίως όταν, σε προηγούμενες παραδοχές της αναφέρεται στο χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο και στο προφίλ του αδαούς μέσου και συντηρητικού καταναλωτή, στην έλλειψη οποιοσδήποτε μορφής εκπαιδεύσεως περί τα χρηματοοικονομικά ή επενδυτικής εμπειρίας, η οποία θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιες τα μέσα επωφελούς τοποθετήσεως των χρημάτων τους, καθώς και της έλλειψης οποιοσδήποτε συνάφειας της προηγουμένης επαγγελματικής δραστηριότητάς τους με τον ελληνικό και διεθνή χρηματοοικονομικό και επενδυτικό τομέα, χωρίς να αρκείται στη δοθείσα, τελικά, από αυτές εξήγηση ότι ήταν «εγκλωβισμένες στις ζημιογόνες επίδικες τοποθετήσεις» και δεν ανέμεναν οποιαδήποτε βελτίωση των αποδόσεων των επιδίκων Ομολόγων, δεδομένων των επικρατουσών ιδίως μετά το 2008 ιδιαιτέρως δυσμενών συνθηκών στις διεθνείς χρηματαγορές λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Συνεπώς ο πρώτος αναιρετικός λόγος της από 24.04.2019 αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά το κεφάλαιό της, περί συνδρομής περιστάσεων συνυπαιτιότητας στο πρόσωπό τους, κατά την επέλευση της ζημίας που προξένησε σ’ αυτές η κατά τα προεκτεθέντα, αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων ανωνύμων εταιρειών, μετ’ αποδοχή της σχετικής προταθείσας ένστασης των τελευταίων, και το οποίο (κεφάλαιο)αφορά ο λόγος αυτός αναίρεσης, είναι βάσιμος. Μετά ταύτα, κατά παραδοχή του άνω λόγου, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καλύπτει τον έτερο εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 α' ΚΠολΔ δεύτερο λόγο της από 24.04.2019(αντίθετης) αίτησης αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί, κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα καθ’ ό μέρος το Εφετείο δέχθηκε την ένσταση συνυπαιτιότητας των αναιρεσειουσών στην επέλευση της ζημίας τους και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτές τέτοιες περιστάσεις  συνυπαιτιότητας, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς το τμήμα τούτο, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του παράβολου (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες, που ηττήθηκαν, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρ.106,176,183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης των: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο   «ALPHA BANK» και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», ως  καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕΠΕΥ», καθώς και την από 24.04.2019 αίτηση αναίρεσης των: 1) . του ., 2) . του . και 3) . του ., κατά της υπ’ αριθμ. 6057/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 02.04.2019 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 6057/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου που κατατέθηκε από τις αναιρεσείουσες για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, συνολικά, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 24.04.2019 αίτηση αναίρεσης.

 

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 6057/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, και δη μόνο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.

 

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου στις αναιρεσείουσες.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσίβλητες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει, συνολικά, στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουάριου 2024.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 25 Απριλίου 2024.

 

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ