ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 249/2021

 

Κοινοτικό Σήμα - Προστασία σήματος - Κίνδυνος σύγχυσης - Σύνθετο σήμα - Αθέμιτος ανταγωνισμός - Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων -.

 

Δικαιώματα δικαιούχου κοινοτικού σήματος. Δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης σήματος και προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων προκειμένου να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς τη συγκατάθεσή του μεταξύ άλλων, κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες, που ταυτίζονται με εκείνες, για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, όπως και κάθε σημείο, για το οποίο, λόγω του ταυτόσημου ή της ομοιότητάς του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών, οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού. Κριτήρια κινδύνου σύγχυσης. Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να παρέχουν έννομη προστασία, σε περίπτωση προσβολής του σήματος και να απαγορεύουν τη χρήση σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος, σε περίπτωση, που διαπιστωθεί ότι η χρήση τους είναι παράνομη, ως αθέμιτη ή καταχρηστική ή γιατί προσβάλλει προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα.

 

 

Αριθμός 249/2021

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων: 1) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "Ν. Π. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" (πρώην "Ν. Π. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ"), που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ν. Π. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευθυμία Κινινή και κατέθεσαν προτάσεις.

 

Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Π. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρίνα Περράκη που ανακάλεσε την από 16/10/2020 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/12/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 425/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4519/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/7/2019 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίση από 22-7-2019 (6871/657/22-7-2019) αίτηση αναίρεσης, με την οποία προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα, 4519/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της 425/2017 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή περί παροχής έννομης προστασίας κατά τις περί σημάτων διατάξεις, την οποία έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσία βάσιμη. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 3 Β' αριθμ. 4, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), πρέπει δε να ερευνηθεί, περαιτέρω, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατ' άρθρο 577 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Κατά τις διατάξεις του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009 για το Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος ισχύει από τις 13 Απριλίου 2009 και έχει άμεση εφαρμογή, αποτελώντας μέρος του εφαρμοστέου ημεδαπού εσωτερικού δικαίου (άρθρο 249 παρ. 1 και 2 του ΣυνθΕΚ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Το κοινοτικό σήμα είναι το πρώτο καθαρώς κοινοτικού δικαίου δικαίωμα. Απονέμεται από την κοινοτική έννομη τάξη, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 235 επ. Συνθήκης της ΕΟΚ, στα πλαίσια της αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων, για τη σύσταση κοινοτικών δικαιωμάτων. Είναι απόλυτο δικαίωμα με υπερεθνικό χαρακτήρα και ισχύ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η θεμελιώδης αρχή του ενιαίου του κοινοτικού σήματος, που αποτυπώνεται στο άρθρο 1 παρ.2 του Κανονισμού, συνεπάγεται ότι το δικαίωμα στο κοινοτικό σήμα γεννάται με μία μόνη διαδικασία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και απολαμβάνει σε όλα τα κράτη μέλη ενιαία και άμεση προστασία. Για τη διασφάλιση της αρχής του ενιαίου, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου και όχι των εθνικών δικαίων των κρατών μελών (αρχή της αυτονομίας), εκτός αν ρητώς οι διατάξεις του κανονισμού παραπέμπουν σε ρυθμίσεις των εθνικών νομοθεσιών (άρθρο 14 παρ. 2 του κανονισμού), συνυπάρχει δε παράλληλα με τα εθνικά δικαιώματα στο σήμα, τα οποία διατηρούν καθ' όλα την ισχύ τους και υπόκεινται στους εθνικούς κανόνες δικαίου (αρχή της συνύπαρξης). Βασικά χαρακτηριστικά του κοινοτικού δικαίου στο σήμα είναι ότι αυτό γεννάται από και με την καταχώρισή του (τυπικό σύστημα κτήσης), ενώ η χρήση του σήματος έχει σημασία μόνο για τη διακριτική δύναμη αυτού και τη διατήρηση του δικαιώματος. Κοινοτικό σήμα μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως, λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχεδιαγράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Ο δικαιούχος, περαιτέρω, κοινοτικού σήματος έχει αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του καθώς και δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, προκειμένου να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, μεταξύ άλλων, κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες, που ταυτίζονται με εκείνες, για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, όπως και κάθε σημείο, για το οποίο, λόγω του ταυτόσημου ή της ομοιότητάς του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών, οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος. Εξάλλου, η βασική λειτουργία του σήματος συνίσταται στο να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα καταγωγής του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο σύγχυσης, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά, που έχουν άλλη προέλευση και, προκειμένου να μπορεί το σήμα να επιτελεί τη λειτουργία του ως ουσιώδες στοιχείο συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού και να παρέχει την εγγύηση ότι όλα τα φέροντα αυτό προϊόντα ή υπηρεσίες έχουν κατασκευαστεί υπό τον έλεγχο μιας και μόνον επιχείρησης, που φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους. Τα κριτήρια, περαιτέρω, του κινδύνου σύγχυσης είναι συνάρτηση τριών παραγόντων. Καταρχήν είναι η ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων. Για τη διαπίστωση του βαθμού ομοιότητάς τους, εκτιμάται η συνολική εντύπωση των δύο σημείων, έτσι ώστε επουσιώδεις διαφοροποιήσεις να κρίνονται επαρκείς για την αποτροπή του κινδύνου σύγχυσης. Η εντύπωση, που προκαλεί ένα διακριτικό γνώρισμα και πρέπει να εξετάζεται για τη διαπίστωση της ομοιότητας, μπορεί να είναι οπτικής, ηχητικής και εννοιολογικής φύσης, ενώ, ως μέτρο για την εντύπωση των δύο σημάτων, πρέπει να λαμβάνεται ο μέσων γνώσεων, μέσης ευφυΐας, εμπειρίας και παρατηρητικότητας καταναλωτής. Δεύτερος παράγων είναι η ομοιότητα μεταξύ των φέροντων τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών και τρίτος είναι το πόσο γνωστό είναι το σήμα στην αγορά. Ενόψει των ανωτέρω, ως 'κίνδυνος σύγχυσης', υπό της έννοια του άρθρου 8 παρ.1 στοιχ. β' του κανονισμού 207/2009, πρέπει να νοηθεί το ενδεχόμενο να σχηματίσει το κοινό την πεποίθηση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσδιορίζει μεταγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα, προέρχονται στο σύνολό τους από την ίδια επιχείρηση ή από επιχειρήσεις, που συνδέονται οικονομικώς. Ο κίνδυνος σύγχυσης πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων της υπό κρίση περίπτωσης. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, όπως προεκτίθεται, το βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιτιθέμενων σημείων και μεταξύ των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, που προσδιορίζονται μ' αυτά καθώς και το εύρος της φήμης και την ένταση του εγγενούς ή αποκτηθέντος με χρήση διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος. Όσον αφορά στην οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων ή σήματος και διακριτικού γνωρίσματος, η εκτίμηση πρέπει να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση, που προκαλούν στο ενδιαφερόμενο κοινό. Στην περίπτωση σύνθετου σήματος, αποτελούμενου από λέξεις, σχηματικές απεικονίσεις και χρωματισμούς, κρίσιμη για τη συναγωγή συμπεράσματος είναι η συνολική εντύπωση, που το καθένα από τα παραβαλλόμενα προκαλούν στο μέσο, μη έμπειρο άτομο του καταναλωτικού κοινού. Σε ένα τέτοιο σύνθετο σήμα ιδιαίτερη σημασία για το σχηματισμό συνολικής εντύπωσης έχει το λεκτικό μέρος τούτου, χωρίς όμως, να αποκλείεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίσιμο να είναι το εικαστικό μέρος, ιδιαιτέρως, όταν το καταναλωτικό κοινό συνδέει τη σχηματική απεικόνιση με την επιχείρηση και η απεικόνιση έχει συνδεθεί στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα. Για τη διαπίστωση του κινδύνου σύγχυσης δεν απαιτείται σχετική πρόθεση από την πλευρά του προσβολέα ούτε απαιτείται η σύγχυση πραγματικά να επέλθει ή να μπορεί να προκληθεί σε όλους ή στην πλειονότητα των καταναλωτών. Πρέπει, όμως, να συνεκτιμάται το στοιχείο ότι, σπανίως, ο μέσος καταναλωτής έχει τη δυνατότητα προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων και, συνήθως, είναι αναγκασμένος να ανατρέχει στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Εξάλλου, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, που καθιερώθηκε και στην Ελλάδα με το ν. 2943/2001 (άρθρα 6 έως 11), εφαρμόζει, όσον αφορά στις κυρώσεις, το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο διαπράχθηκε ή απειλείται να διαπραχθεί η προσβολή. Μία απ' αυτές είναι και η επιδίκαση στο δικαιούχο χρηματικής αποζημίωσης, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή, με τη συνδρομή, βεβαίως, των προϋποθέσεων του άρθρου 932 του Α.Κ. Από τις διατάξεις των άρθρων 121, 122, 124 παρ. 1 περ. γ`, 125 παρ. 1 και 3 και 150 του ν. 4072/2012 -με γενική έναρξη εφαρμογής από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ Α` 86 την 11η.4.2012, κατά τις διατάξεις των άρθρων 183 και 330 παρ. 2- ερμηνευόμενες. σύμφωνα με τον ανωτέρω κανονισμό (207/2009), προκύπτει ότι αυτός, που κατέθεσε νόμιμα σήμα, κατά τα άρθρα 122 και 134 επ. τούτου, δηλαδή, σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης αυτού. Το σήμα προορίζεται να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες και να τίθεται στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις καθώς και σε κάθε άλλο έντυπο υλικό και να χρησιμοποιείται από το δικαιούχο σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα, αυτός δε δικαιούται να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία, τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματός του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 124 παρ. 1 και 125 παρ. 3 του ως άνω νόμου. Ειδικότερα, ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται, κατ' άρθρο 125 παρ. 3 του ν. 4072/2012, να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς την άδειά του: α) σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες, που ταυτίζονται με εκείνες, για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί. Υπό την έννοια της συγκεκριμένης ρύθμισης, α) ένα σημείο είναι ταυτόσημο με σήμα, όταν αναπαράγει, χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες, ώστε να περνούν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή, β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης και γ) σημείο ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίησή του θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες, που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο κίνδυνος σύγχυσης, ως πραγματολογική παράμετρος προσβολής σήματος, από τη χρήση άλλου διακριτικού σημείου, δεν απαιτείται στην πρώτη περίπτωση της διπλής ταυτότητας διακριτικών γνωρισμάτων και προϊόντων υπηρεσιών και στην τρίτη περίπτωση της προστασίας σήματος φήμης. Τέλος, η συνδρομή ή όχι του κινδύνου σύγχυσης υπόκειται ως αόριστη νομική έννοια στον αναιρετικό έλεγχο για την εξειδίκευσή της.

 

Από τη διάταξη του άρθρου του ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού" προκύπτει αφενός μεν ότι απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη, που γίνεται, με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, αφετέρου δε ότι ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και για ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ίδιου νόμου προκύπτει ότι εκείνος, ο οποίος κάνει κατά τις συναλλαγές χρήση ονόματος εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης, κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη της χρήσης, ακόμη και αν αυτή γίνεται με μερικές παραλλαγές, εφόσον, όμως, αυτές δεν αποκλείουν τον εν λόγω κίνδυνο (της σύγχυσης). Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομίκευσης της επιχείρησης, προστατεύονται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και, συγχρόνως, την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο της σύγχυσης, ο οποίος υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σ` ένα, όχι εντελώς ασήμαντο, μέρος των πελατών, αναφορικά είτε με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης είτε με την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Αν τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης προσβληθούν με τη χρησιμοποίησή τους από τρίτον, παρέχεται η από το άρθρο 13 του Ν. 146/1914 προστασία, ενώ αν προσβληθεί διακριτικό γνώρισμα, που έγινε δεκτό ως σήμα και καταχωρίστηκε ως τέτοιο, κατά τις διατάξεις του ν. 4072/2012, χωρίς να διαγραφεί, δεν προστατεύεται από τις διατάξεις του ν. 146/1914, αλλά παρέχεται η προστασία από τις διατάξεις 150 επ. του ανωτέρω νόμου. Μόνο αν τέτοιο διακριτικό δεν έχει γίνει δεκτό ως σήμα, ή, γενόμενο δεκτό, έχει διαγραφεί και χρησιμοποιείται αθεμίτως από άλλον, ο φορέας της επιχείρησης έχει την προαναφερόμενη προστασία των άρθρων 13 και 14 του ν. 146/1914. Αν, όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα, τότε είναι δυνατή η προστασία του σήματος και με βάση το ν. 146/1914.

 

Ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν δεν εφαρμοστεί, ενώ, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και αν εφαρμόστηκε εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή, με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού. Με τον αναιρετικό αυτό λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσία κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον ʼρειο Πάγο, αποκλειστικώς και μόνον, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν (Ολ.Α.Π. 1/2016, Ολ.Α.Π. 2/2013, Ολ.Α.Π. 7/2006).

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, το οποίο εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού, σχετικά με ουσιαστικό πραγματικό ισχυρισμό α) δεν αναφέρει καθόλου πραγματικά περιστατικά (παντελής έλλειψη αιτιολογίας), β) τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), γ) τα περιστατικά αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι, λόγω της πλημμέλειας αυτής, δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον ʼρειο Πάγο, αν συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν οι όροι εκείνης που εφαρμόστηκε (Ολ.Α.Π. 1/1999). Ιδρύεται, επίσης, ο λόγος αυτός, όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική, που ισοδυναμεί με ανεπαρκή. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρονται α) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε εκ πλαγίου, β) ο ισχυρισμός, ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών και η σύνδεσή του με το διατακτικό, αν δεν είναι αυτονόητη, γ) τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας, δ) οι κρίσιμες πραγματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, πλήρως και όχι αποσπασματικά και επιλεκτικά, ε) εξειδίκευση του σφάλματος, ήτοι αα) να υποστηρίζεται παντελής έλλειψη αιτιολογικών, το ελάττωμα αυτό, ββ) αν προβάλλεται ανεπάρκεια αιτιολογιών, ποια αναγκαία στοιχεία λείπουν για την πληρότητά τους, δηλαδή, ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρει η απόφαση, γγ) αν προβάλλεται αντίφαση αιτιολογιών, ποιες είναι αυτές, γιατί αντιφάσκουν και σε ποια μέρη της απόφασης εντοπίζονται και δδ) αν προβάλλεται ασάφεια ή αντίφαση ως προς το νομικό χαρακτηρισμό, από ποιες ακριβώς πραγματικές παραδοχές προκύπτει και σε τι συνίσταται καθώς και το ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ως προς το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, γιατί το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα στην κρίση του αυτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 24/1992). Ελλείψεις αναγόμενες στην ανάλυση ή στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολογία του αποδεικτικού πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκή αιτιολογία (Ολ.Α.Π. 861/1984). Πρέπει, δηλαδή, να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς τι αποδείχθηκε ή τι δεν αποδείχθηκε και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων, διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογίες της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19, να δημιουργείται λόγος αναίρεσης και να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε, εξ άλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται από το έτος 1997 στον τομέα παραγωγής και εμπορίας οίνων σε όλη την Ελλάδα. Διατηρεί οινοποιείο και αμπελώνα στην περιοχή του Δήμου , εντός του οποίου καλλιεργεί με βιολογικές μεθόδους εγχώριες και διεθνείς ποικιλίες, από τις οποίες παράγει ανώτερης ποιότητας βιολογικά κρασιά. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο λειτουργίας της έχει θέσει στα προϊόντα της (οίνους) τη λεκτική ένδειξη "Μελισσινός", η οποία συνοδεύεται από την απεικόνιση μιας μέλισσας εντός ελλειπτικού κύκλου. Αυτά διατίθενται σε κάβες, supermarkets και καταστήματα εστίασης σε όλη την Ελλάδα, ενώ συχνά η ενάγουσα συμμετέχει με τα προϊόντα της σε εθνικές και διεθνείς εκθέσεις οινοπαραγωγών με μεγάλη επιτυχία. Λόγω της πολύ καλής απήχησης που είχαν τα προϊόντα της στην ελληνική αγορά και της πρόθεσής της να αναπτυχθεί και στις αγορές του εξωτερικού, η ενάγουσα στις 4-9-2007 υπέβαλε αίτηση στο Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ήδη Ευρωπαϊκό Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας), που εδρεύει στο Alicante της Ισπανίας, ώστε η ως άνω ίδια σύνθετη ένδειξη με λατινικούς χαρακτήρες "Meli" να κατοχυρωθεί ως κοινοτικό σήμα. Η αίτησή της αυτή έγινε δεκτή στις 12-8-2008 και έτσι κατέστη δικαιούχος αναδρομικά από την υποβολή της αίτησής της του υπ' αριθμ. κοινοτικού σήματος (ήδη σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για τα προϊόντα των κλάσεων 32 (ζύθος, μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλη μη οινοπνευματώδη ποτά και χυμοί φρούτων, σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα), 33 (οινοπνευματώδη ποτά εκτός ζύθου) και για τις υπηρεσίες της κλάσης 43 (υπηρεσίες παροχής διατροφής και ποτών, υπηρεσίες προσωρινής κατάλυσης) του Πίνακα διεθνούς ταξινόμησης προϊόντων και υπηρεσιών του Διακανονισμού της Νίκαιας. Η ισχύς του ανωτέρω σήματος, η οποία εκτεινόταν αρχικά μέχρι την 4-9-2017... έχει επεκταθεί μέχρι την 4-9-2027.

 

Συνεπώς, η ενάγουσα συνεχίζει να είναι δικαιούχος του ως άνω κοινοτικού σήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος από το έτος 1996 διατηρούσε ατομική επιχείρηση με σκοπό την εμπορία και παραγωγή οίνου, με έδρα το Δήμο ... και υποκατάστημα από τις 9-10-2003 στη στον της νήσου . Η ως άνω ατομική επιχείρηση του εν λόγω εναγομένου, από την ίδρυσή της, έφερε ως διακριτικό τίτλο τη λεκτική ένδειξη "Meli Winery", η οποία αποτελεί έμπνευση από το επώνυμο της μητρογονικής του οικογένειας και συγκεκριμένα της προγιαγιάς του, η οποία έφερε το ονοματεπώνυμο "Α. Μελι ή Μελι" και η οποία είχε κτήματα με αμπέλια στην περιοχή ..., τα οποία καλλιεργούσε και παρήγαγε τοπικό οίνο. Τα ως άνω προϊόντα του δεύτερου εναγομένου απευθύνονταν σε περιορισμένο κύκλο προσώπων εντός της νήσου . Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 3572/2011 απόφασή του, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, στο πλαίσιο σχετικής αντιδικίας μεταξύ της ενάγουσας και του δεύτερου εναγομένου για προσβολή του σήματος και του διακριτικού γνωρίσματος της πρώτης από το δεύτερο, αναγνώρισε με δύναμη δεδικασμένου στον τελευταίο προγενέστερο δικαίωμα τοπικής ισχύος της λεκτικής ένδειξης "Μελι" για τη διάκριση οίνων και προέρχονται από την επιχείρησή του και επέτρεψε την ακώλυτη χρήση του αποκλειστικά εντός των εδαφικών ορίων της νήσου ...... Όμως ο δεύτερος εναγόμενος, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της επιχείρησής του, επανειλημμένα επιχείρησε να κατοχυρώσει στο όνομά του την ένδειξη "Meli", ως ημεδαπό σήμα πανελλήνιας εμβέλειας, άλλοτε με παρεμφερή λεκτική ένδειξη και άλλοτε με την προσθήκη διαφορετικών εικαστικών στοιχείων. Ειδικότερα, στις 26-9-2007, κατέθεσε τα με αριθμ. και ημεδαπά σήματα "ΜΕΛΙ", προς διάκριση ομοίων προϊόντων κλάσης 33, τα οποία μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα της αρμόδιας υπηρεσίας σημάτων απορρίφθηκαν με τις υπ' αριθμ. 5418 και 5419/2008 αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, λόγω απομίμησης του προγενέστερου κοινοτικού σήματος της ενάγουσας. Στη συνέχεια, στις 24-7-2013, με δύο αιτήσεις, ζήτησε την καταχώρηση των υπ' αριθμ. και λεκτικών εθνικών σημάτων "Οινοπωλείο Μελι" και "MeliWinery" και στις 14-4-2014 με άλλες δύο αιτήσεις του ζήτησε την καταχώρηση των με αριθμούς και λεκτικών εθνικών σημάτων "Gold MeliWinery" "Gold Οινοπωλείο Μελι", προς διάκριση ομοίων προϊόντων της κλάσης 33 (οίνοι). Τη φορά αυτή όλες οι ανωτέρω αιτήσεις του έγιναν δεκτές από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και οι ανωτέρω ενδείξεις καταχωρήθηκαν στις 14-1-2014 (οι δύο πρώτες) και 25-8-2014 (οι δύο επόμενες) ως σήματα στο όνομα του δεύτερου εναγομένου. Κατά της καταχώρησης των ανωτέρω σημάτων του δεύτερου εναγομένου η ενάγουσα άσκησε ισάριθμες αιτήσεις διαγραφής, επικαλούμενη ως σχετικό λόγο απαραδέκτου την ύπαρξη δικού της προγενέστερου όμοιου κοινοτικού σήματος. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι με αριθμούς 35-38/2017 αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, με τις οποίες έγιναν δεκτές και διατάχθηκε η διαγραφή των ανωτέρω εθνικών σημάτων. Κατά των αποφάσεων αυτών ο δεύτερος εναγόμενος έχει ασκήσει ισάριθμες προσφυγές, η συζήτηση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Δεκέμβριο του 2014... συστήθηκε η πρώτη εναγομένη, μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, με μοναδικό εταίρο και διαχειριστή τον δεύτερο εναγόμενο. Το κεφάλαιο της πρώτης εναγομένης ανήλθε σε 183.000 ευρώ και προήλθε εξ ολοκλήρου από την εισφορά των περιουσιακών στοιχείων της προαναφερθείσας ατομικής επιχείρησης του δεύτερου εναγομένου, όπως αυτή αποτιμήθηκε από την έκθεση ελέγχου που διενήργησε ο ορκωτός ελεγκτής... Στο σύνολο του ενεργητικού της εν λόγω ατομικής επιχείρησης, που μεταβιβάστηκε λόγω της εισφοράς στην πρώτη εναγομένη περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα και το τοπικής ισχύος διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης (διακριτικός τίτλος) και το διακριτικό γνώρισμα προϊόντων οίνου "ΜΕΛΙ"... Επομένως, η πρώτη ενάγουσα (σημ. εννοεί πρώτη εναγομένη) έχει καταστεί ειδική διάδοχος των ανωτέρω διακριτικών γνωρισμάτων του δεύτερου εναγομένου, μετά δε την ανωτέρω εισφορά η ατομική επιχείρηση του τελευταίου έχει παύσει να λειτουργεί... το Νοέμβριο 2015 περιήλθε σε γνώση της πρώτης ενάγουσας η σύσταση της πρώτης εναγομένης, η οποία συνέχισε την εμπορική δραστηριότητα της ατομικής επιχείρησης του δεύτερου εναγομένου... την οποία όμως επεξέτεινε σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ειδικότερα διαθέτει σε όλη την Ελλάδα τα προϊόντα της (οίνοι), τα οποία φέρουν ως διακριτικό γνώρισμα τη λεκτική ένδειξη "MELI WINERY", συνοδευόμενη από την απεικόνιση ενός κυκλικού κτιρίου με κυκλικές κολώνες (ομοιάζουσες με κίονες) πάνω σ' ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα και επιπλέον διατηρεί ιστοσελίδα με το όνομα του χώρου (domainname) "meliwinery.gr", όπως και λογαριασμούς σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης... υπό την ονομασία meliwinery, μέσω των οποίων διαφημίζει τα προϊόντα της. Ενόψει τούτου, τίθεται ζήτημα διερεύνησης εάν από τη χρήση της προηγούμενης σύνθετης ένδειξης της πρώτης εναγομένης "εν είδει σήματος", προκαλείται προσβολή του κοινοτικού σήματος της ενάγουσας. Καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι, εφόσον σε αμφότερες τις ανωτέρω ενδείξεις υπάρχει διαφορετική απεικόνιση... δεν μπορεί να γίνει λόγος για ταυτόσημες ενδείξεις, αλλά για όμοιες, οπότε ερευνητέα είναι η συνδρομή του κινδύνου σύγχυσης, η οποία συνίσταται στο κατά πόσο ο μέσος ενημερωμένος καταναλωτής, ο οποίος είναι ο έχων τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα που φέρουν την ένδειξη της πρώτης εναγομένης προέρχονται από την επιχείρηση της ενάγουσας ή πρόκειται για συνδεδεμένες επιχειρήσεις... θα πρέπει να εξεταστεί εάν υφίσταται οπτική, ηχητική και εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των δύο επίμαχων σύνθετων ενδείξεων, η οποία να εκτιμηθεί σφαιρικά, ανάλογα, δηλαδή, με τη γενική εντύπωση που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους, καθώς ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει το σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διάφορων λεπτομερειών του... Κρίσιμο δε στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο μέσος καταναλωτής τα επίμαχα προϊόντα, η κατηγορία των επίμαχων προϊόντων και οι συνθήκες υπό τις οποίες διατίθενται στην αγορά... Από την αντιπαραβολή των δύο ενδείξεων προκύπτει ότι συντρέχει, καταρχάς, ηχητική ομοιότητα, αφού αμφότερες φέρουν την ηχητικά ταυτόσημη ένδειξη "Meli", η οποία ενέχει έντονη διακριτική δύναμη, καθώς έχει πρωτοτυπία και αποτυπώνεται εύκολα στη μνήμη του μέσου καταναλωτή, η προσθήκη δε από την πρώτη εναγομένη της ένδειξης winery δεν αρκεί για να διαφοροποιήσει αισθητά το ηχητική αποτέλεσμα, καθώς ενέχει περιγραφικό χαρακτήρα, αφού αποτελεί απόδοση στην αγγλική της λέξης "οινοποιείο" και άρα στερείται διακριτικής δύναμης... Πέραν όμως τούτου, μεταξύ των δύο σύνθετων ενδείξεων υφίσταται και οπτική ομοιότητα, καθώς αμφότερες κυριαρχούνται από τη λέξι "Meli", η οποία είναι γραμμένη στην αγγλική γλώσσα και φέρουν τον ίδιο αριθμό γραμμάτων. Οι διαφοροποιήσεις δε που παρατηρούνται στα εικαστικά τους στοιχεία... δεν είναι τέτοιες, ώστε να μεταβάλλουν τη συνολική εντύπωση που εκάστη ένδειξη δημιουργεί στο οικείο καταναλωτικό κοινό. Ειδικότερα, όσον αφορά τα οινοπνευματώδη ποτά, ο μέσος καταναλωτής προσέχει περισσότερο το λεκτικό στοιχείο, διότι πρόκειται για μια κατηγορία εμπορευμάτων που προσδιορίζονται συνήθως με την ονομασία του προϊόντος και όχι με τα απεικονιστικά στοιχεία της ετικέτας. Σε κάθε όμως περίπτωση, ούτε η απεικόνιση της μέλισσας εντός κύκλου, που εμπεριέχεται στο σήμα της ενάγουσας ούτε η απεικόνιση του κυκλικού κτιρίου που εμπεριέχεται στην ένδειξη της πρώτης εναγομένης, διακρίνονται από έντονη διακριτική δύναμη είτε εγγενή είτε αποκτηθείσα με την καθιέρωσή τους στις συναλλαγές, ώστε να γίνει δεκτό ότι αυτές μένουν στη μνήμη του καταναλωτή έναντι του κυκλικού στοιχείου... Περαιτέρω, η προσθήκη της λήξης winery στην ένδειξη της πρώτης εναγομένης, δεν ασκεί καμία επιρροή στη γενική εντύπωση που αυτή δημιουργεί, καθώς, όπως ελέχθη, πρόκειται για καθαρά περιγραφική ένδειξη, η οποία προσδιορίζει το χώρο παραγωγής των προϊόντων, που παράγει και εμπορεύεται η πρώτη εναγομένη και στερείται διακριτικής δύναμης. Τέλος, η λέξη winery στην ετικέτα των προϊόντων της πρώτης εναγομένης είναι γραμμένη με αχνά γράμματα, σε ανοιχτό γκρι χρώμα, ενώ η λέξη Meli επισημαίνεται με έντονη γραφή, επιτείνοντας έτσι τη διακριτική της ισχύ έναντι της πρώτης. Ανεξαρτήτως όμως τούτων, η πολυετής χρήση της λέξης "Meli" από την ενάγουσα προς διάκριση των προϊόντων της, η υψηλή αναγνωρισιμότητα που αυτά έχουν, τόσο στον οινοπαραγωγικό χώρο, όσο και στις οικείες αγορές κυρίως της Ελλάδος και δευτερευόντως του εξωτερικού, η έντονη διαφημιστική τους προβολή και προώθηση... έχουν προσδώσει εκ των υστέρων στην ένδειξη αυτή πρόσθετη διακριτική δύναμη, με αποτέλεσμα, για να αποτραπεί ο κίνδυνος σύγχυσης να απαιτείται μεγαλύτερος από συνήθη βαθμός διαφοροποίησης, καθώς το εξειδικευμένο καταναλωτικό κοινό με την ανωτέρω λέξη αναγνωρίζει πρωτίστως τα προϊόντα της επιχείρησης της ενάγουσας... Κατόπιν λοιπόν μιας σφαιρικής αξιολόγησης και εκτίμησης των συγκρινόμενων ενδείξεων, κρίνεται ότι υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού από τη χρήση της λεκτικής ένδειξης Μeli winery, προς διάκριση των προϊόντων της πρώτης εναγομένης, υπό την έννοια ότι τούτο μπορεί να σχηματίσει εσφαλμένη εντύπωση ότι τα προϊόντα της προέρχονται από την επιχείρηση της ενάγουσας ή ότι πρόκειται για συνδεδεμένες μεταξύ τους επιχειρήσεις...". Περαιτέρω, ως προς την υποβληθείσα ένσταση της πρώτης των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων ότι είναι δικαιούχος προγενέστερου διακριτικού γνωρίσματος, πανελλαδικής εμβέλειας, τον οποίο απέκτησε το Δεκέμβριο του 2014, ως καθολική διάδοχος από την ατομική επιχείρηση του πρώτου εξ αυτών, ο οποίος είχε αρχίσει να τον χρησιμοποιεί από το έτος 1996, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "...ο δεύτερος εναγόμενος ουδέποτε απέκτησε διακριτικό γνώρισμα πανελλαδικής εμβέλειας. Από το έτος 1996 διατηρούσε ατομική επιχείρηση, με σκοπό την εμπορία και παραγωγή οίνου, με έδρα το Δήμο ... και υποκατάστημα από τις 9-10-2003 στη ... της νήσου ..., η οποία από την ίδρυσή τη έφερε ως διακριτικό τίτλο τη λεκτική ένδειξη "MeliWinery". Τα παραγόμενα όμως από την επιχείρηση αυτή προϊόντα του δεύτερου εναγομένου δεν διατίθεντο στην αγορά (ήτοι σε κάβες ποτών, αλυσίδες supermarkets, εστιατόρια), αλλά παράγονταν σε μικρές ποσότητες και απευθύνονταν σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, εντός της νήσου .... Ειδικότερα απευθύνονταν στους πελάτες των εταιριών του ομίλου του εναγομένου και στους υπαλλήλους της επιχείρησής του, όπως τούτο προκύπτει με σαφήνεια από την κατάθεση με επιμέλεια του δεύτερου εναγομένου εξετασθέντος μάρτυρος Δ. Σ., στο πλαίσιο παρόμοιας υπόθεσης μεταξύ της ενάγουσας και του ιδίου εναγομένου, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα υπ' αριθμ. /-9-2011 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών...

 

Συνεπώς, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι διαθέτουν προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα πανελλαδικής ισχύος με την ένδειξη "Meli"...". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκληθείσα απόφασή του, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το ζήτημα της ύπαρξης κινδύνου συγχύσεως και απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δη τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.2 του Κανονισμού 207/2009 και των άρθρων 1 και 13 παρ. 1 και 4 του ν. 146/1914, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες στην πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση της από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια. Ειδικότερα, την εφαρμογή των διατάξεων αυτών δικαιολογούν οι παραδοχές της πληττόμενης απόφασης: Ότι, από το 1997, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία άρχισε να δραστηριοποιείται στον τομέα παραγωγής και εμπορίας οίνων και είχε θέσει επί των προϊόντων της, ως διακριτικό γνώρισμα, τη λεκτική ένδειξη "Μελι", η οποία συνοδεύεται και από την απεικόνιση μιας μέλισσας εντός ελλειπτικού κύκλου. Ότι, από τις 4-9-2007, κατέστη δικαιούχος κοινοτικού σήματος, αποτελούμενου από την ίδια ως άνω λεκτική ένδειξη, με λατινικούς χαρακτήρες "Meli" και την ανωτέρω απεικόνιση, τα δε προϊόντα της διατίθενται ευρέως στην εγχώρια αγορά. Ότι, από το 1996, ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη δεύτερος αναιρεσείων, διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας και παραγωγής οίνου, με διακριτικό τίτλο τη λεκτική ένδειξη "Meli Winery", διέθετε δε τα προϊόντα του σε περιορισμένο κύκλο προσώπων εντός της νήσου Κεφαλληνίας και, στη συνέχεια, κατέστη δικαιούχος, δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, σήματος τοπικής ισχύος, ήτοι εντός των εδαφικών ορίων της ως άνω νήσου. Ότι, το 2007, ο ανωτέρω κατέθεσε αιτήσεις για κατοχύρωση της λέξης "Meli" ή "ΜΕΛΙ" ως ημεδαπό σήμα πανελλήνιας εμβέλειας, οι οποίες, όμως, απορρίφθηκαν από την αρμόδια αρχή. Ότι το 2013 κατέθεσε αιτήσεις για κατοχύρωση ως εθνικών σημάτων των λεκτικών ενδείξεων "Οινοποιείο Μελι", "Meli Winery", "Gold Meli Winery" "Gold Οινοποιείο Μελι", οι οποίες έγιναν δεκτές από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, διατάχθηκε, όμως, στη συνέχεια, η διαγραφή τους, κατά παραδοχή αντίστοιχων αιτήσεων διαγραφής, που υπέβαλε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, η υπόθεση δε ήδη εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ότι το Δεκέμβριο του 2014 συστήθηκε η πρώτη εναγομένη, ήδη πρώτη αναιρεσείουσα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος των ανωτέρω διακριτικών γνωρισμάτων, συνέχισε δε την εμπορική δραστηριότητα της ατομικής επιχείρησης του δεύτερου, ήτοι την παραγωγή και εμπορία οίνου. Ότι αυτή άρχισε να διαθέτει τα προϊόντα της (οίνους), τα οποία φέρουν ως διακριτικό γνώρισμα τη λεκτική ένδειξη "Meli Winery", συνοδευόμενη από την απεικόνιση ενός κυκλικού κτιρίου με κυκλικές κολώνες πάνω σε ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα, ενώ διατηρεί ιστοσελίδα με το ίδιο όνομα , όπως και λογαριασμούς σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω των οποίων διαφημίζει τα προϊόντα της. Ότι από την αντιπαραβολή των ανωτέρω ενδείξεων συντρέχει ηχητική ομοιότητα, καθόσον αμφότερες φέρουν την ηχητικά ταυτόσημη ένδειξη "meli", που έχει έντονη διακριτική δύναμη και πρωτοτυπία, ενώ η μεν προσθήκη της λέξης winery, που αποτελεί μετάφραση στην αγγλική γλώσσα της λέξης 'οινοποιείο', έχει, δηλαδή, περιγραφικό χαρακτήρα και δεν αρκεί για να διαφοροποιήσει αισθητά το ηχητικό αποτέλεσμα, τα δε διαφορετικά εικαστικά τους στοιχεία δεν μεταβάλλουν τη συνολική εντύπωση. Ότι, λόγω της ομοιότητας των ανωτέρω ενδείξεων σε ταυτιζόμενα προϊόντα (οίνοι), είναι δυνατό να προκληθεί κίνδυνος σύγχυσης στο μέσο και όχι στον εξειδικευμένο καταναλωτή, ο οποίος, ερχόμενος σε επαφή με τη συσκευασία και την επαφή των προϊόντων της πρώτης εναγομένης, ευλόγως του δημιουργείται η εντύπωση ότι μεταξύ των επιχειρήσεων της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης υπάρχει εμπορική σχέση ή οικονομικός δεσμός. Εξάλλου, από τη διατύπωση, που χρησιμοποιήθηκε, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται με σαφήνεια ότι το Εφετείο δέχθηκε την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των δύο αντιπαραβαλλόμενων διασχηματισμών, που αφορούν σε ταυτιζόμενα προϊόντα (οίνοι), τα οποία παράγουν και εμπορεύονται αμφότερες οι ανωτέρω επιχειρήσεις, ενώ δεν προκύπτει αδιαρατάρακτη συνύπαρξη αυτών, αλλά διαρκής δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.

 

Συνεπώς, ο λόγος αυτός, ως προς το πρώτο σκέλος του, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα για εκ πλαγίου παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, άλλως, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας ως προς τον κίνδυνο σύγχυσης, δηλαδή, για ζήτημα, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί από τις ίδιες ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με το ζήτημα αυτό, προκύπτει ότι αυτή, με την απαιτούμενη αιτιολογία, χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, αποφάνθηκε για τη συνδρομή του κινδύνου σύγχυσης στο μέσο καταναλωτή.

 

Ο από το άρθρο 559 αριθ. 4 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για υπέρβαση δικαιοδοσίας ιδρύεται, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, που, κατά νόμο, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, όπως καθορίζεται από το άρθρο 1 του Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα με το άρθρο 158 του ν. 4072/2012, η Υπηρεσία Σημάτων, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να κρίνουν εάν ένα σήμα δύναται να γίνει δεκτό προς καταχώριση ή πρέπει να διαγραφεί, οι δε αποφάσεις τους είναι υποχρεωτικές και δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήριο, τα οποία δεν έχουν δικαιοδοσία να ελέγξουν ούτε παρεμπιπτόντως τη συνδρομή των λόγων απαραδέκτου ή των λόγων διαγραφής του σήματος, εάν έχει υποπέσει στην αντίληψή τους λόγος απαραδέκτου ή διαγραφής. Ωστόσο, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να παρέχουν έννομη προστασία, σε περίπτωση προσβολής του σήματος και να απαγορεύουν τη χρήση σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος, σε περίπτωση, που διαπιστωθεί ότι η χρήση τους είναι παράνομη, ως αθέμιτη ή καταχρηστική ή γιατί προσβάλλει προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα. Τούτο δε διότι η τοιαύτη απαγόρευση της χρήσεως δεν καταλύει το δικαίωμα στο σήμα, η επί του οποίου αρμοδιότητα ανήκει στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, αλλά αποτελεί φυσική συνέπεια της εξουσίας των πολιτικών δικαστηρίων να οριοθετούν τα πλαίσια προστασίας του (Α.Π. 966/2019, Α.Π. 1155/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 158 του ν. 4072/2012, αμφισβήτησε τα τέσσερα εθνικά σήματα, των οποίων είναι δικαιούχοι, δηλαδή αποφάνθηκε επί ζητήματος, αποκλειστικής δικαιοδοσίας των διοικητικών αρχών. Ο λόγος αυτός είναι, πρωτίστως, αόριστος και πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο ισχυρισμός περί υπερβάσεως της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων προβλήθηκε παραδεκτά πρωτοδίκως και αν επαναφέρθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με λόγο έφεσης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο δεν επιλήφθηκε υποθέσεως, που, κατά νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή του διοικητικού δικαστηρίου ούτε έλεγξε, παρεμπιπτόντως, τη συνδρομή των προϋποθέσεων διαγραφής των επικαλούμενων από τους εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες εθνικών σημάτων, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά έκρινε επί υποθέσεως για παράνομη προσβολή κοινοτικού σήματος και τη συνδρομή κινδύνου συγχύσεως, που ανήκει στη δικαιοδοσία του. Ως εκ τούτου, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, με την αιτιολογία ότι "τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για διαφορές που δημιουργούνται από την παράνομη προσβολή σήματος, δηλαδή για τις, κατ' άρθρο 150, αστικές αξιώσεις για παράλειψη και αποζημίωση καθώς και τις, κατ' άρθρο 156, ποινικές..., ενώ οι διοικητικές αρχές για την παραδοχή και τη διαγραφή του σήματος, καθώς και για κάθε αμφισβήτηση που ανακύπτει μεταξύ της αρμόδιας για την παραδοχή της καταχωρήσεως του σήματος υπηρεσίας και των καταθετών ή δικαιούχων του σήματος", δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 4 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, συνεπώς, ο λόγος αυτός ν' απορριφθεί.

 

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας των αναιρεσειόντων (άρθρο 495 παρ. 3 Β εδαφ. δ του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επίσης, να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του νόμιμου και βάσιμου αιτήματός της (άρθρ. 176, 180 παρ.1, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-7-2019 (./22-7-2019) αίτηση 1) της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Ν. Π. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και 2) του Ν. Π. του Κ. για αναίρεση της 4519/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2021.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Μαρτίου 2021.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ             Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ