ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ
1591/2021
Προϋποθέσεις χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου.
Απόδειξη κυριότητας επί ακινήτου έναντι του Δημοσίου. Κτήμα Βεΐκου.
Αριθμός
1591/2021
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'
Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ
από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη-Εισηγήτρια,
Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ
δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του
Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ:
Του
αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται
νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο
εκπροσωπήθηκε από την Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της
αναιρεσίβλητης: …, το γένος …, κατοίκου Γαλατσίου
Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο
Παπακωνσταντίνου που ανακάλεσε την από 5-10-2021 δήλωση για παράσταση κατ'
άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο
και κατέθεσε προτάσεις.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-9-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου,
που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
1883/2013 μη οριστική, και 1704/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
212/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-1-2019 αίτησή του.
Κατά
τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο
πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη
της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται
για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 10-1-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της
υπ' αριθ. 212/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης
ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το
παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η διαδικαστική δε πορεία της υποθέσεως, έχει, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561
παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών
εγγράφων, ως εξής: Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από
21-9-2009 αγωγή της, κατά του αναιρεσείοντος
Ελληνικού Δημοσίου, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη
…, εξέθετε, ότι έχει γίνει κυρία ενός ακινήτου εκτός σχεδίου πόλεως που
βρίσκεται στη θέση «Εύμορφη Εκκλησιά» του Δήμου Γαλατσίου εκτάσεως 702 τμ.,
όπως ειδικότερα περιγράφεται στο δικόγραφο ως προς τα όρια και τις πλευρικές
διαστάσεις, το οποίο προέρχεται από το ευρύτερο «κτήμα ...» ή κτήμα «Ομορφοκκλησιάς», συνολικής εκτάσεως 4500 στρεμμάτων. Ότι
απέκτησε κυριότητα στο ανωτέρω ακίνητο με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα με
αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία
«Αδελφοί …. Ο.Ε», δυνάμει του υπ' αριθμ. ./23-7-1987
συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, που έχει μεταγραφεί νόμιμα.
Επικουρικώς δε, επικαλέστηκε ότι κατέστη κυρία του εν λόγω ακινήτου και με
πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία,
καθόσον από το έτος 1987 και εφεξής μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής
(2009), ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον των δέκα (10) και είκοσι (20) ετών
αντίστοιχα, νέμεται το πιο πάνω ακίνητο, , συνεχώς και αδιατάρακτα, όπως
άλλωστε και η άμεση, αλλά και οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι της από το
έτος 1833, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, ασκώντας, διανοία κυρίου, τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον
προορισμό του υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις,
δηλωτικές εξουσίασης, που επικαλείται στο δικόγραφο,
με τους επίσης αναφερόμενους νόμιμους τίτλους και με καλή πίστη. Ότι το
εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο,
αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της επί του επιδίκου, και προβάλει ίδιον επ'
αυτού δικαίωμα, ισχυριζόμενο ειδικότερα ότι το εν λόγω ακίνητο αποτελεί δάσος,
καθόσον στην από Σεπτεμβρίου 2000 Μελέτη Δενδροφύτευσης
Τουρκοβουνίων της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Αττικής η
ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει το επίδικο χαρακτηρίζεται ως δημόσια δασική
έκταση, ενώ με την υπ' αριθμ. 23/28-5/18-6-1987
γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, που έγινε δεκτή με
την υπ' αριθμ. 3954/20-7-1987 απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών, η ίδια έκταση χαρακτηρίστηκε ως δημόσια, ανήκουσα στο Ελληνικό
Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους. Με βάση το προεκτεθέν
ιστορικό ζητούσε ως έχουσα προφανές έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί κυρία του
επιδίκου ακινήτου. Επί της αγωγής αυτής, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το
οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την
υπ' αριθ. 1883/2013 μη οριστική απόφασή του, με την οποία διέταξε επανάληψη της
συζήτησης της υπόθεσης και την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί του επιδίκου.
Μετά την διενέργεια της κατά τα άνω διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης από το
διορισθέντα νομοτύπως με την ως άνω απόφαση πραγματογνώμονα και τη σύνταξη από
αυτόν σχετικής έκθεσης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε
αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1704/2016 οριστική απόφασή του, με την οποία έγινε
δεκτή η αγωγή. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον άσκησε την από 14-10-2016 έφεση ενώπιον του
Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων, κατά
την τακτική διαδικασία, η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 212/2018 απόφαση, με την
οποία έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν
η έφεση. Το Εφετείο δέχθηκε μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών
στοιχείων τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Δυνάμει του 9721/1987 συμβολαίου
αγοραπωλησίας αγροτικού ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, που μεταγράφηκε νόμιμα
στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τ. …/α.α.189) η
εφεσίβλητη απέκτησε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή με αγορά από την ομόρρυθμη
εταιρεία με την επωνυμία «Αδελφοί … ΟΕ» ένα ακίνητο που βρίσκεται στη θέση
«Εύμορφη Εκκλησιά» του Αθηναίων και ήδη Δήμου Γαλατσίου, στο συνοικισμό
Λαμπρινή, που εμφαίνεται υπό τον αριθμό . του οικοδομικού τετραγώνου . στο από
18.10.940 διάγραμμα των μηχανικών …και …., που συντάχθηκε εν όψει και με την
προοπτική της μη πραγματοποιηθείσης τελικώς εντάξεως μείζονος εδαφικής περιοχής
800 ως έγγιστα στρεμμάτων στο σχέδιο πόλεως και επισυνάπτεται στην υπ' αρ.
./1966 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών … και εμφαίνεται υπό τα κεφαλαία
γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στο από Ιούλιο 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού
.... Το εν λόγω ακίνητο, εκτάσεως κατά τους τίτλους κτήσεως 702 τ.μ. συνορεύει
προς βορρά επί πλευράς Δ-Γ, μήκους 30 μ με αγροτική οδό πλάτους 10 μ, ανατολικά
επί πλευράς Γ-Β μήκους 30 μέτρων με ακίνητο υπ' αρ. . ιδιοκτησίας αγνώστου,
δυτικά και νοτιοδυτικά επί πλευρών Δ-Ε και Ε-Α, μήκους 34 μ με αγροτική οδό και
νοτιοανατολικά επί πλευράς Α-Β μήκους 13 μ με ακίνητο υπ' αριθμόν 5, εμφαίνεται
στο από Ιούλιο 2008 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …υπό τα στοιχεία Α Β Γ
Δ Ε Α και αποτυπώνεται με έντονη περιμετρική γραμμή, αποδίδουσα το σχήμα και τη
θέση του στο τοπογραφικό διάγραμμα με στοιχεία . της Γεωγραφικής Υπηρεσίας
Στρατού, ενώ ήδη το πιο πάνω ακίνητο εμφαίνεται στο από Απρίλιο 2014
τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα …., που συνοδεύει την από Ιούλιο 2014
έκθεση πραγματογνωμοσύνης, υπό τα περιμετρικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ. Το ανωτέρω
ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή της δικαιοπαρόχου της
εφεσίβλητης με αγορά από το …. δυνάμει του ./1966 αγοραπωλητηρίου
συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία
βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τ. ./α.α.
.), στον τελευταίο δε αυτόν είχε περιέλθει με αγορά από τις …. και… (θετών
θυγατέρων του …) δυνάμει του …./18.4.1944 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών
…, νομίμως μεταγραφέντος (τ. …/α.α..).
Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι το επίδικο ακίνητο
αποτελεί μερικότερο τμήμα μείζονος εκτάσεως 4.500 στρεμμάτων, που προήλθε από
τη συνένωση των κτημάτων «Εύμορφη Εκκλησιά» και «Σκουμπουργιάννη»,
γνωστής σήμερα ως κτήμα « ...» ή «Ομορφοκκλησιάς» που
βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια των Δήμων Γαλατσίου, Ν. Ιωνίας και Αθηνών
και εντοπίζεται μεταξύ της κορυφογραμμής των Τουρκοβουνίων,
Γαλατσίου, συνοικίας Κυπριάδου, οδούς … .και ….. Το
πιο πάνω μείζον κτήμα περιήλθε στους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους της
εφεσίβλητης ως εξής α) Με το από 13.2.1833συμφωνητικό του Μνήμονος των πωλήσεων
(Νοταρίου Αθηνών) …, ο …, αρχικός δικαιοπάροχος των περαιτέρω ιδιοκτητών του
συνολικού ακινήτου, ήδη γνωστού ως «κτήματος Ομορφοκκλησιάς
ή ...», έγινε κατ' αρχήν κύριος, από αγορά από τον ιδιώτη …, μιας εκτάσεως 765
περίπου στρεμμάτων, καθώς και της γύρω άγριας γης, στη θέση «Εύμορφη Εκκλησία»
(βλ. το συμβόλαιο αυτό στον τόμο: Ο κώδιξ του Νοταρίου
Αθηνών …, Μνημεία Μεταβυζαντινού Δικαίου, Εκδόσεις Γ. Πετροπούλου, Νομική Σχολή
Πανεπιστημίου Αθηνών, 1957, σελ. 515). Η παραπάνω έκταση ανήκε πριν από το έτος
1829 σε μέλη της οικογένειας … και περιήλθε μετά από διαδοχικές πωλήσεις στον
άμεσο δικαιοπάροχο του …, …. β) Με το από 27.2.1833 ιδιωτικό συμφωνητικό
(ομόλογο), το οποίο συντάχθηκε από το δημογέροντα Αθηνών …, παρουσία των
μαρτύρων … και … και των δημογερόντων …, … κ.α., οι οποίοι επικυρώνουν τις
υπογραφές και τις δηλώσεις των συμβαλλόμενων μερών και τις υπογραφές εκείνου, ο
οποίος συνέταξε το έγγραφο και των μαρτύρων «κατά τας προσωπικός ομολογίας
έκαστου», τα αδέλφια …, … και …, κληρονόμοι του πατέρα τους … και της μητέρας
τους …, το γένος …, πώλησαν προς τον …60 στρέμματα καλλιεργήσιμης έκτασης, γ)
με το υπ' αριθμ. …/1837 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου
Αθηνών …, ο … αγόρασε από το … το πατρικό κληρονομικό του μερίδιο επί του
κτήματος «Ομορφοκκλησιά» και κατά τη διατύπωση του
συμβολαίου αυτού «...το πατρικό του όλο μερίδιο των χωραφιών κειμένων στη θέση
των Αθηνών καλούμενη «Ομορφοκκλησιά» και πέριξ αυτών,
συγκειμένων δε εκ στρεμμάτων 60 και πόσα εισέτι ήθελε ανακαλυφθώσι
τα οποία ανήκουσιν εις τον πατέρα του», δ) με το υπ' αριθμ. …/25.8.1843 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …,
ο … αγόρασε από τον … το 1/4 εξ αδιαιρέτου του κτήματος των …, το οποίο
βρίσκεται νοτιότερα και εν συνεχεία του κτήματος «Εύμορφης Εκκλησίας». Όπως σε
αυτό προσδιορίζεται και περιγράφεται: «....το κτήμα το οποίο κατείχαν τα
αδέλφια …. στους …. και ένα μέρος εντός του κτήματος του … «Ομορφοκκλησιά»
με τα παραρτήματα του στους Ποδαρούς, στο Ψαλλίδιο
και λοιπά άλλα μέρη έμειναν κληροδότημα νόμιμο στους υιούς και τις θυγατέρες
τους, ήτοι τους μεν γιους του …, τον …, σιδηρουργό στο επάγγελμα και τον …,
αρτοποιό, στα δε τέκνα του …, δηλ. τον …, αμαξηλάτη στο επάγγελμα και την κόρη
του, …, γεωργό, το μισό μέρος από το μισό ολόκληρου του κληροδοτήματος του
κτήματος …, ήτοι το ένα τέταρτο του όλου και από τα μερικά στρέμματα χωράφια τα
εντός του κτήματος Ομορφοκκλησιά τα πωλεί προς τον
κτηματία, κάτοικο Αθηνών και κάτοχο του κτήματος ««Ομορφοκκλησιά».
ε) Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα του κτήματος … αγοράστηκαν από τον … διαδοχικώς με
συμβόλαια, που σύναψε με τον … (υπ' αριθμ.
…/28.7.1852 του συμβολαιογράφου Αθηνών …) με τον … (υπ’ αριθμ.
…/11.8.1852 του αυτού συμβολαιογράφου) και με τις … και …, θυγατέρες του … (υπ’
αριθμ. …/10.12.1852 του αυτού συμβολαιογράφου). Από
τους ίδιους κληρονόμους , ο αυτός ως άνω...αγόρασε και μερίδια χωραφιών που
περιλαμβάνονταν στο κτήμα «Εύμορφη Εκκλησία». Ειδικότερα, με το υπ' αριθμ. ./11.8.1852 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου
Αθηνών...,ο...αγόρασε από τον .. 120 στρέμματα ή «όσον εστί αγρών ήμερων και
αγρίων κειμένων εν τη «Εύμορφη Εκκλησία και το 1/4 εξ αδιαιρέτου από το κτήμα …
και με το υπ' αριθμ../10.12.1852 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών...,ο...
αγόρασε από τις … και ... ...,θυγατέρες του...,«τα χωράφια ως κληρονομικό
μερίδιο από τον πατέρα τους, όσα δηλαδή αυτός απέκτησε στο κτήμα της Ομορφοκκλησιάς, εντός της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων,
ήμερα και άγρια, άνδρες, αλώνια, ζευγαροσπιτότοποι,
το ασβεστοκάμινο Ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και όλη τη γύρω
περιοχή...». Τέλος με το υπ' αριθμ. …/1853 συμβόλαιο
του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., ο ... ... αγόρασε από τους: α) …, β) …, γ) …, το
μερίδιο του … επί του κτήματος ... στ) Ο ... ... απεβίωσε στις 9.9.1864 και με
την από 11.1.1864 μυστική διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο
Αθηνών με το υπ' αριθμ. …/11.11.1864 πρακτικό
δημοσιεύσεως διαθήκης, εγκατέστησε κληρονόμο του στο παραπάνω περιγραφέν ενιαίο
κτήμα του, γνωστό με την ονομασία «Εύμορφη Εκκλησία», την ..., χήρα του γνωστού
… οπλαρχηγού της Επαναστάσεως .. ή ..., πρώτου εξαδέλφου του διαθέτη. Στη
διαθήκη αυτή ο διαθέτης, μεταξύ άλλων, όρισε τα εξής: «Καταλείπω και παραχωρώ
εις την ...συμβία του …. εκ Σουλίου της Ηπείρου πρώτου εξαδέλφου...,επειδή δε η
αυτή ... μου έσωσε και τη ζωή, κατά την επικίνδυνη ασθένεια μου το 1857,
καταλείπω και παραχωρώ εις τέλεια ιδιοκτησία της το κτήμα μου «Εύμορφη
Εκκλησία», κείμενο εντός της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων και σύγκειται εκ
δέκα πέντε χιλιάδων περίπου στρεμμάτων γης ήμερης και άγριας καταμετρτημένο από τον αποβιώσαντα μηχανικό της πόλεως των
Αθηνών ... τεθέντων δε των ορίων του από τον τότε Ειρηνοδίκη της Βόρειας
πλευράς … κατά το επίσημο έγγραφο υπ' αρ. .. της 30ης Μαΐου 1853, ευρισκόμενο
εν τω αρχείω του Ειρηνοδικείου εκείνου...». Πράγματι,
η όλη έκταση των άνω κτημάτων καταμετρήθηκε από το μηχανικό του Δήμου Αθηναίων
...και οριοθετήθηκε από τον τότε Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών …, ο
οποίος και συνέταξε την υπ' αριθμ. ./31.5.1853 πράξη οριοθεσίας, έχει δε αποτυπωθεί και εμφαίνεται ως προς τη
συνολική του έκταση, διαστάσεις και όρια στο από 6 Ιουνίου 1988 διάγραμμα επί
χάρτου της Γ.ΥΣ., της τοπογράφου μηχανικού της Διεύθυνσης Τεχνικών του
Υπουργείου Οικονομικών …. ζ) Η ..., χήρα .... ή … ή … απεδέχθη την κληρονομιά
του ..., αναμείχθηκε, υπεισήλθε και εγκαταστάθηκε σε αυτήν ως κληρονόμος στο
κτήμα από τους εκτελεστές της διαθήκης, οι οποίοι με την υπ' αριθμ. …/31.3.1865 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών …,
εγκατέστησαν αυτήν στην κυριότητα, νομή και κατοχή του κτήματος και της
παρέδωσαν τους τίτλους του κτήματος. Έτσι, η ... έγινε κυρία και νομεύς του
κτήματος δια παραγώγου τρόπου από αιτία κληρονομιάς..., μη απαιτούμενης
μεταγραφής υπό το τότε ισχύον δίκαιο της αποδοχής κληρονομιάς... Με την υπ' αριθμ. …/17.3.1882 πράξη καθορισμού ορίων του
συμβολαιογράφου Αθηνών …, οι όμοροι ιδιοκτήτες από τη Δυτική και τη Νότια
πλευρά και η ... χήρα … ή … καθόρισαν και αναγνώρισαν εκ νέου τα όρια του
κτήματος, όπως αυτά ειδικότερα αναγράφονται στην πράξη αυτή, η) Η ..., χήρα … ή
… απεβίωσε την 21.1.1899 (βλ. την …/…/22.1.1899 ληξιαρχική πράξη θανάτου),
χωρίς να αφήσει διαθήκη (βλ. υπ' αριθμ. ../16.1.1959
πιστοποιητικό του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών) και κληρονομήθηκε εξ
αδιαθέτου σε όλη της την περιουσία και συνεπώς και στο παραπάνω κτήμα, από το
γιο της ...ή …. Ο ... απεδέχθη την κληρονομιά, ανεμείχθη
και υπεισήλθε σε αυτήν, ειδικότερα δε κατέλαβε και παρέλαβε την κυριότητα, νομή
και κατοχή και άσκησε τα εν λόγω δικαιώματα με καλή πίστη σε ολόκληρο το κτήμα
«Ομορφοκκλησιά», επί του οποίου, κατά τα ανωτέρω
εκτεθέντα, ευρίσκεται το επίδικο ακίνητο, και συνέχισε την ανεπίληπτη και
αδιάλειπτη νομή και κατοχή της δικαιοπαρόχου μητέρας του. Ο προρρηθείς
κληρονόμος της ... κατέθεσε κατά το έτος 1904 στο συμβολαιογράφο Αθηνών …
αντίγραφο της παραπάνω μνημονευθείσης πράξεως οριοθεσίας
του Ειρηνοδίκη Βόρειας πλευράς Αθηνών …, του 1853. θ) Ο ... απεβίωσε στις
15.2.1911, όπως προκύπτει (βλ. την υπ' αριθμ.
./16.2.1911 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξίαρχου του Ε' Τμήματος της πόλης
των Αθηνών), χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε εξ αδιαιρέτου από τη
σύζυγό του …, το γένος … ή … και τα παιδιά του, …, ..., ..., σύζυγο ..., …,
σύζυγο …, σύζυγο … (βλ. το ./7.7.1921 πιστοποιητικό του Δήμου Αθηναίων). Αυτοί
υπεισήλθαν στην κληρονομιά και εγκαταστάθηκαν σ' αυτήν πλην της …, η οποία
παραιτήθηκε της πατρικής κληρονομιάς (βλ. την ./3.3.1911 έκθεση του γραμματέα
του Πρωτοδικείου Αθηνών). Έτσι, η κληρονομιά του ... παρέμεινε στη σύζυγό του
(χήρα του) … και τα τρία πρώτα από τα παραπάνω τέκνα του, .., ... και …, ι) Με
το υπ' αριθμ. ./1.2.1918 συμβόλαιο του
συμβολαιογράφου Αθηνών, …, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών
του Δήμου Αθηναίων (τόμος …, αριθμός ..), ο ...αγόρασε από τη μητέρα του … και
την αδερφή του…, τα κληρονομικά τους μερίδια επί του ως άνω ακινήτου και έτσι
έγινε συγκύριος αυτού κατά τα τρία τέταρτα, ενώ κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο
παρέμεινε κυρία η αδερφή του ..., σύζυγος .... Με το υπ' αριθμ.
…/16.3.1927 συνυποσχετικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …, οι
εναπομείναντες, κατόπιν των ανωτέρω, μόνοι συγκύριοι του κτήματος Ομορφοκκλησιά ...και ..., συζ. ..., αποφάσισαν να
καταργήσουν τις μεταξύ τους δίκες και να προβούν στην εξώδικη διανομή τού εν
λόγω κτήματος, ανέθεσαν δε την πραγματοποίηση της διανομής αυτής σε
πραγματογνώμονες διαιτητές. Συγκεκριμένα, η εν λόγω εξώδικη διανομή του
κτήματος έγινε με την από 4.6.1927 απόφαση των πραγματογνωμόνων - διαιτητών ..,
… και από τον ορισθέντα ως επιδιαιτητή ….. Η απόφαση αυτή κηρύχθηκε εκτελεστή
με την υπ’ αριθμ. 7008/1927 απόφαση του Προέδρου
Πρωτοδικών Αθηνών, τα δε υπ' αριθμ. 1 έως 16/1927
πρακτικά της Διαιτησίας, κηρύχθηκαν εκτελεστά με την υπ' αριθμ.
8855/1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, απάντων των εγγράφων αυτών μεταγραφέντων στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων
(τόμος ./α.α..). Σύμφωνα με τη διανομή αυτή, ο ...
έλαβε το βόρειο τμήμα του κτήματος και η ..., τέως συζ. ... το νότιο. Το
βόρειο, το οποίο και παρέμεινε γνωστό ειδικότερα με την ονομασία «κτήμα ...» ή
«κτήμα Ομορφοκκλησιάς», είναι εκείνο όπου βρίσκεται
και η αγορασθείσα από την ενάγουσα έκταση κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ια) Ο ...ή
... απεβίωσε στην Αθήνα την 14.2.1934, κατέλειπε την από 29 Οκτωβρίου-16
Νοεμβρίου-3 Δεκεμβρίου 1932- 29 Ιουνίου- 9 Ιουλίου 1933 ιδιόγραφη διαθήκη του,
η οποία κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 5904/1934
απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και δημοσιεύθηκε με την υπ' αριθμ.
633/1934 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Με τη διαθήκη αυτή, ο ...εγκατέστησε
κληρονόμους σε ολόκληρη την περιουσία του τις τρεις θετές θυγατέρες του ...,
... και .., το γένος …. Από αυτές, η τελευταία (…) είχε προαποβιώσει και ως εκ
τούτου η κληρονομιά περιήλθε αποκλειστικά στις δύο πρώτες, οι οποίες και
κατέστησαν ιδιοκτήτριες του βορείου τμήματος εκ του παλαιού κτήματος Ομορφοκκλησιάς, που είχε περιέλθει κατά τα ανωτέρω στον
.... ιβ) Οι ανωτέρω αναφερόμενες ιδιοκτήτριες του όλου κτήματος ..., το οποίο
είχε παραμείνει στην κυριότητα του ... και κληρονομήθηκε από αυτές, οι οποίες
υπεισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στο περιελθόν σε αυτές κτήμα (το βόρειο τμήμα του
αρχικού κτήματος, που είχε περιέλθει στο διαθέτη με τη διανομή του 1927 κατά τα
ανωτέρω) και αφού προέβησαν σε αποχωρισμό εξ αυτού ενός μικρότερου τμήματος
παρά την νότια πλευρά του κτήματος οκτακοσίων ως έγγιστα στρεμμάτων, το
διαίρεσαν σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα προκειμένου να το εντάξουν στο
σχέδιο πόλης (βλ. υπ' αριθμ. …/29.8.1940 προσύμφωνο
πωλήσεως και υπ' αριθμ. …/1940 συμπληρωματική πράξη
του συμβολαιογράφου Αθηνών ...). Μη πραγματοποιηθείσης της εντάξεως της
περιοχής στο σχέδιο πόλεως, όπου και το ήδη επίδικο, οι παραπάνω ιδιοκτήτριες
του όλου κτήματος επώλησαν με το υπ' αριθμ. …/1944 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …,
νομίμως μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, προς
τον … το υπ' αριθμ. . εκ του «οικοδομικού τετραγώνου»
., όπως αυτό εμφαίνεται στο από 18.10.1940 διάγραμμα των μηχανικών … και …,
συνημμένο στην προμνησθείσα πράξη υπ' αριθμ. …/1940 του συμβολαιογράφου …. Το ως είρηται ακίνητο αγόρασε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η
ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Αδελφοί ...»και εν συνεχεία η εφεσίβλητη
κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι
δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης, απώτεροι και εγγύτεροι, ήτοι ο ... ... μέχρι τον
θάνατό του (1864) και εν συνεχεία η ..., χήρα... μέχρι του θανάτου της (1899)
και προσέτι ο γιος της … ή …, αλλά και οι λοιποί, όπως ανωτέρω κατά σειρά
αναφέρονται, διάδοχοι τους, ενέμοντο την μείζονα
έκταση του κτήματος «Ομορφοκκλησιά» ή « ...», επί της
οποίας ευρίσκεται το επίδικο, ανεπιλήπτως και αδιαλείπτως, ήσυχα και
αδιατάρακτα, συνεχίζοντας έκαστος επόμενος την αδιάλειπτη και ανεπίληπτη νομή
και κατοχή του προκατόχου του με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με τα ίδια
προσόντα του προκατόχου του και πίστευαν ότι με την άσκηση νομής στο άνω κτήμα
δεν προσβάλλουν κανένα άλλο και δη Ελληνικού Δημοσίου, από δε της εισαγωγής του
Αστικού Κώδικα (23-2-1946) με την πεποίθηση ότι απέκτησαν κυριότητα και
ανεξάρτητα από καλή πίστη. Πιο συγκεκριμένα, οι εν όλω
εκμίσθωναν αυτό προς βόσκηση, χορτονομή, λατόμευση,
εξόρυξη, ρητινοσυλλογή, καλλιέργεια και κάθε άλλη
χρήση (βλ. τα …/1837, …/1838, …/1841, …/1843 μισθωτήρια του συμβολαιογράφου
Αθηνών ..., το ../2.2.1877 μισθωτήριο του συμβολαιογράφου Αθηνών …, το
…/28.7.1861 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …, το …/1977 μισθωτήριο του
συμβολαιογράφου Αθηνών …, το από 10.12.1897 συμφωνητικό, το …/1903
ενοικιαστήριο του συμ/φου
Αθηνών …., το …/1903 μισθωτήριο του Συμ/φου Αθηνών …, το .../1930 ενοικιαστήριο του συμ/φου Αθηνών …, το ../1906
μισθωτήριο του συμ/φου
Αθηνών …, το …/1920 μισθωτήριο του συμ/φου Αθηνών …, το ./1914 μισθωτήριο του συμ/φου Αθηνών …), επιμελήθηκαν της οριοθέτησής του, οροσημαίνοντας τα με ογκώδη τσιμέντινα
ορόσημα (βλ. την υπ' αριθμ. …/31.5.1853 έκθεση οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών,
την 161/1882 πράξη καθορισμού ορίων και το από 18.10.1940 σχεδιάγραμμα) και της
αποβολής καταπατητών τμημάτων της όλης μείζονος εκτάσεως (βλ. το από 22.11.1858
πρακτικό συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και την 18448/1860 οριστική
απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τα 190/1907 και 209/1902 πρακτικά συνεδριάσεως του
Α Ειρηνοδικείου βόρειας πλευράς Αθηνών και την 3954/1907 απόφαση του
Ειρηνοδικείου Βόρειας Πλευράς), κατέβαλαν τους αναλογούντες φόρους, ενώ
αναγνωρίσθηκαν ως δικαιούχοι αποζημίωσης απαλλοτριώσεων για τμήματα αυτής (βλ.
τις 146/1930 και 8/1935, 1030/1958, 944/1968, 357/1959 αποφάσεις του Προέδρου
Πρωτοδικών Αθηνών). Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι η επικαλούμενη
ως άνω υπ' αριθμ. 154/31.5.1853 έκθεση οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών, η
οποία περιέχεται στην προσκομιζόμενη σε φ/ο πράξη κατάθεσης του συμβολαιογράφου
Αθηνών …, το οποίο σημειωτέον το εκκαλούν δεν προσβάλλει ως πλαστό, δεν κρίθηκε
πλαστή με την υπ' αριθμ. 10897/1970 απόφαση του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 9244/1972 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Αντιθέτως, με
τις αποφάσεις αυτές πλαστό κρίθηκε αντίγραφο της ως άνω υπ' αριθμ.
154/31-5-1853 εκθέσεως οριοθεσίας. Αποδείχθηκε,
ακόμη, ότι το εκκαλούν, αμφισβητώντας την κυριότητα της εφεσίβλητης στο επίδικο
ακίνητο, στην από Σεπτέμβριο 2000 Μελέτη Δενδροφυτεύσεως
Τουρκοβουνίων, που συνέταξε η Διεύθυνση Αναδασώσεων
Αττικής, χαρακτηρίζει την όλη περιοχή, στην οποία ευρίσκεται και το ως είρηται επίδικο ακίνητο, ως δημόσιο κτήμα, διαχειριζόμενο
αυτή ως δημόσια δασική έκταση, ενώ η όλη περιοχή του «κτήματος ...» ή «κτήματος
Ομορφοκκλησιάς» συμπεριλαμβανομένης της επίδικης
έκτασης χαρακτηρίσθηκε δημόσια με την υπ' αριθ. 23/28.5/18.6.1987 γνωμοδότηση
του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων (η οποία έγινε δεκτή με την υπ'
αριθ. Δ. 3954/20.7.1987απόφαση του Υπουργού Οικονομιών) ως ανήκουσα στο
Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, στο οποίο, κατά τα
γενόμενα δεκτά υπό της εν λόγω γνωμοδοτήσεως, προ της αναγνωρίσεως της Ελλάδος
ως ανεξαρτήτου κράτους, υποτίθεται ότι ανήκε κατά κυριότητα η έκταση αυτή.
Ωστόσο, ουδόλως, αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ως δημόσια γαία περιήλθε στο
Ελληνικό Δημόσιο ως καθολικό διάδοχο του Τουρκικού Κράτους, δυνάμει της
Συνθήκης της Κων/πόλεως και των πιο πάνω πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ή ότι την
απέκτησε δικαιώματι πολέμου ή, τέλος, ότι αυτή ανήκε
σε Τούρκους ιδιώτες, οι οποίοι με την απομάκρυνση τους από την Αττική, την
εγκατέλειψαν, αφού το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του
Τουρκικού Κράτους (κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη) ούτε συνέτρεξε μία
από τις άλλες περιπτώσεις. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν
δάσος με την έννοια που δίνει το πρώτον ο νόμος ΑΧΝ/1888, ούτε ότι ήταν
βοσκότοπος ή λιβάδι, αλλά, αντιθέτως, καλλιεργούμενος αγρός, ούτε ότι το
Ελληνικό Δημόσιο τη νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και
αδιαλείπτως από τις απελευθερώσεως της Αττικής μέχρι της εγέρσεως της αγωγής
(24.9.2009), αφού καμία πράξη νομής δεν αποδείχθηκε από μέρους του Ελληνικού
Δημοσίου, ούτε τέλος αποδείχθηκε ότι καταλήφθηκε αυτή από αυτό (Ελληνικό
Δημόσιο) ως αδέσποτη έκταση, αφού ποτέ δεν ήταν αδέσποτη έκταση. Στο αυτό συμπέρασμα
κατέληξε και ο διορισθείς από το Δικαστήριο τούτο ως άνω πραγματογνώμονας, ο
οποίος σημειωτέον προέβη στην εφαρμογή των τίτλων (εκεί αυτό ήταν εφικτό) επί
του εδάφους (βλ. παρ. 8.2 επ. της ως άνω έκθεσης
πραγματογνωμοσύνης), παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται αβασίμως
το εκκαλούν με σχετικό λόγο έφεσης, παραπονούμενο ότι ο εν λόγω πραγματογνώμων
δεν προέβη στην εφαρμογή των τίτλων επί του εδάφους. Ειδικότερα, ως προς τον
ισχυρισμό του εκκαλούντος που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο έφεσης (2° σκέλος),
και ο οποίος βάλει κατά της νομιμότητας της κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου
κατά παράγωγο τρόπο και συνάπτεται με την ακυρότητα των επίδικων συμβολαίων
λόγω παράνομης κατάτμησης κατ' άρθρο 60 παρ. 1 του ισχύοντος δασικού κώδικα (ν.δ. 86/1969), πρέπει να αναφερθεί ότι αυτός ελέγχεται ως
αβάσιμος και κρίνεται απορριπτέος, αφού ήδη κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε ο μη
δασικός χαρακτήρας της επίδικης εδαφικής έκτασης. Περαιτέρω, ο ίδιος ισχυρισμός
που βάλλει κατά της νομιμότητας της απόκτησης κυριότητας του επιδίκου κατά
πρωτότυπο τρόπο (ήτοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας) στηρίζεται σε
λάθος προϋπόθεση και ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέος, αφού οι συνέπειες
(απόλυτη ακυρότητα) που προβλέπει το άνω άρθρο 60 παρ. 1 του δασικού κώδικα
αφορούν μόνο σε δικαιοπραξίες και όχι στην κτήση κυριότητας με τα προσόντα της
έκτακτης χρησικτησίας. Τέλος, το γεγονός ότι η μείζονα έκταση, μέρος της οποίας
αποτελεί κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα το επίδικο, κηρύχθηκε αναδασωτέα με το
από 18.3.1915 Β.Δ. και την υπ' αριθμ. 108.424/1934
απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ουδεμία επιρροή ασκεί στο συναχθέν ως άνω
δικανικό πόρισμα, όπως ειδικότερα αναφέρθηκε στο οικείο μέρος της άνω νομικής
σκέψης, αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει
κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας. Μετά από όλα αυτά πρέπει
να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι άπαντες οι
ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που επαναφέρει με σχετικούς λόγους έφεσης (2ος,
3ος, 4ος, 5ος και 6ος). Εφόσον αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη κατέστη κατά τα
ανωτέρω κυρία της προπεριγραφόμενης επίδικης έκτασης,
θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν η
κρινόμενη αγωγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που σε όμοια με την
παρούσα δικανική κρίση ήχθη ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε
τις αποδείξεις. Ενόψει όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει προς εξέταση
άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν, ως αβάσιμη.». Σύμφωνα με τις παραπάνω πραγματικές
παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι, η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, που
αποτελούσε τμήμα μείζονος έκτασης, περιήλθε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη το έτος 1987 με παράγωγο τρόπο, δηλαδή με
αγορά από προηγούμενη κυρία, δυνάμει του αναφερομένου συμβολαίου που
μεταγράφηκε νόμιμα και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με τακτική και έκτακτη
χρησικτησία, καθόσον πλέον των δέκα (10) και είκοσι (20) ετών νέμεται αυτό
συνεχώς και αδιατάρακτα, όπως και οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι της
από το έτος 1833, ασκώντας διανοία κυρίου, τις
προσιδιάζουσες στη φύση και το προορισμό του αναφερόμενες υλικές, εμφανείς διακατοχικές πράξεις δηλωτικές εξουσίασης,
με τους αναφερόμενους νόμιμους τίτλους και με καλή πίστη. Έκρινε επίσης το
Εφετείο, ότι η επίδικη έκταση δεν περιήλθε στο αναιρεσείον
Ελληνικό Δημόσιο, ως δημόσια γαία, δυνάμει των προαναφερόμενων Συνθήκης της
Κων/πόλεως και πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ούτε ως ανήκουσα σε Τούρκους ιδιώτες,
οι οποίοι με την απομάκρυνση τους από την Αττική, την εγκατέλειψαν και την
κατέλαβε το αναιρεσείον, ούτε ότι κατά την διάρκεια
του πολέμου την κατέλαβε και την εδήμευσε. Περαιτέρω
έκρινε, ότι ο χαρακτήρας της επίδικης έκτασης ήταν αγροτικός και όχι δασικός
και ότι δεν υπήρξε βοσκότοπος ή λιβάδι, ή αδέσποτη έκταση, ούτε ότι το Ελληνικό
Δημόσιο τη νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως
από της απελευθερώσεως της Αττικής μέχρι της εγέρσεως της αγωγής (24.9.2009).
Μετά ταύτα το Εφετείο δεχόμενο τυπικά και απορρίπτοντας κατ' ουσίαν την ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο έφεση,
επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα
με το άρθρο 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται
μόνο αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει.
Κατά δε το άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ. «Το δικαστήριο λαμβάνει
υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την
προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά
ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την
επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394». Ως «μη πληρούντα
τους όρους του νόμου» αποδεικτικά μέσα, νοούνται τα υποστατά μεν, πλην όμως
ελαττωματικά και γι’ αυτό άκυρα. Ενόψει τούτων λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως
πλέον, κάθε είδους έγγραφα, όπως αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη
συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους,
αχαρτοσήμαντα ή μη νόμιμα χαρτοσημασμένα, ανεπικύρωτες φωτοτυπίες. Δεν
λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η
χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις
οποίες δεν τηρήθηκε η καθορισμένη διαδικασία (ΟλΑΠ
15/2003, ΑΠ 1389/2018). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η εκτίμηση, από το δικαστήριο της
ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες
ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον
η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του
άρθρου559 τουΚ.Πολ.Δ., είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο
δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν
συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό
την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν
υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτεται
ως απαράδεκτος (ΑΠ 238/2020, ΑΠ 194/2020).
Με
τον πρώτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον προβάλλει την
πλημμέλεια από τον αριθμ. 11α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο αναφορικά με τον αγωγικό ισχυρισμό, ότι η επίδικη έκταση κείται εντός των
ορίων της ευρύτερης έκτασης της οποίας οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, κατέστησαν κύριοι με παράγωγο και πρωτότυπο
τρόπο, έλαβε υπόψη την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από αυτήν (αναιρεσίβλητη) υπ' αριθ. 154/31.5.1953 πράξη οριοθεσίας, η οποία όπως προκύπτει από την 10897/1970
απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κρίθηκε ότι αποτελεί πλαστό
έγγραφο, ισχυρισμό τον οποίο το αναιρεσείον προέβαλε
ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέφερε ενώπιον του Εφετείου, με
σχετικό λόγο έφεσής του. Σύμφωνα όμως με τις πραγματικές παραδοχές της
προσβαλλόμενης απόφασης, όπως εκτίθενται παραπάνω, το Εφετείο ερεύνησε τον
προβαλλόμενο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και
διαπίστωσε ότι με τις υπ' αριθμ. 10897/1970 απόφαση
του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και 9244/1972 απόφαση του Εφετείου
Αθηνών, δεν κρίθηκε πλαστή η υπ' αριθμ. 154/31.5.1853
πράξη οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς
των Αθηνών, η οποία περιέχεται στην προσκομιζόμενη σε φ/ο πράξη κατάθεσης του
συμβολαιογράφου Αθηνών …, αλλά πλαστό κρίθηκε το αντίγραφο της έκθεσης αυτής οριοθεσίας. Το Εφετείο δηλαδή έκρινε, ότι δεν συντρέχει
ταυτότητα του κριθέντος με τις παραπάνω αποφάσεις, ως πλαστού εγγράφου και του
προσκομισθέντος εγγράφου από την αναιρεσίβλητη.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη κατ' άρθ.
561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ κρίση του Δικαστηρίου ως προς
την εκτίμηση περί μη πλαστότητας του πιο πάνω εγγράφου. Άλλωστε, ορθώς λήφθηκε
υπόψη, το αποδεικτικό τούτο μέσο, αφού διαπιστώθηκε από το δίκασαν Δικαστήριο,
ότι δεν πρόκειται περί πλαστού εγγράφου.
Ο
λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ
ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι
επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της
αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται
η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠολΔ,
ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν
και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Ο λόγος όμως είναι αβάσιμος, αν
αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε
υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι
προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους
του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), που έλαβε υπόψη το
δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς
διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη
(ΑΠ 1110/2020, ΑΠ 1240/2019, ΑΠ 581/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους
δεύτερο και τέταρτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 11γ' Κ.Πολ.Δ, το αναιρεσείον μέμφεται
το Εφετείο ότι, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του ότι η αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου ακινήτου, δεν
έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, τα πιο κάτω
επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτό, κατά την ενώπιον του Εφετείου
συζήτηση, έγγραφα, ήτοι: 1) την- από 29-6-2015 Τεχνική έκθεση του Δασολόγου …
2) την 1020/23.6.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης
και 3) την υπ' αριθ. 1147/10.10.1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, με τις οποίες
η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα και προκύπτει ο δασικός χαρακτήρας της. Ο
λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα
από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ανανεξαιρέτως τα έγγραφα (ρητώς μνημονευόμενα ή μη) που
νομίμως μετ' επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και τη ρητή αναφορά ότι έλαβε
υπόψη την ως άνω τεχνική έκθεση του Δασολόγου ..., σε συνδυασμό με τις σκέψεις
και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει στο αιτιολογικό της, όπως
έχουν προεκτεθεί, δεν καταλείπεται
καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του
πορίσματος, έλαβε υπόψη την πιο πάνω τεχνική έκθεση, αλλά και τις
προαναφερόμενες αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης και
του Νομάρχη Αθηνών, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία των
τελευταίων αλλά και ξεχωριστή αξιολόγηση του καθενός αποδεικτικού μέσου.
Κατά
τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας
του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες
των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο,
εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν
εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή
εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν
εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του
κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια
διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’
αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο
συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον
παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά
την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων)
των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την
έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του
κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα
πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή
ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 968/2018, 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).
Ειδικότερα στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της
υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το
ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 εδ. α' του
άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να
διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του
ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής β) οι παραδοχές
της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά
(ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του
δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα
οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, γ)
το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή
την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με τον λόγο αναίρεσης
πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάσει αυτής έννομη συνέπεια (ΟλΑΠ
1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ
20/2005, ΟλΑΠ 27/1998).
Εξάλλου,
κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ
αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει
καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που
ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία
αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ.
α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι
ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από
αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού
συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη
αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου
για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της
"ανεπαρκής αιτιολογία" ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους
"αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 1/1999).
Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα
περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη
συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε
αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση,
στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την
εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που
σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει
των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν
"αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου
559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα
ή ανεπάρκεια. (ΑΠ 319/2017). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός
λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του
ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι
ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) αντίφαση και η σύνδεση
του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της
πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή
έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που
προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον
αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που
εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ
550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 589/2005.) Συνακόλουθα η
ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559
αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ), οσάκις το δικαστήριο
ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς
στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης
απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως
αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της
ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε
ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν
πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο α δικαστήριο της
ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για
ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση
της θεμελιώδους αρχής» ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως
του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που
όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση
του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει
από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο
αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο
αναιρέσεως, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την
προσβαλλομένη απόφαση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί
αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί ναι
μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του
δικαστή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως. Αλλά
και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι δεκτοί για πρώτη φορά ενώπιον
του Αρείου Πάγου, εφόσον στηρίζονται στο πραγματικό υλικό, που υποβλήθηκε στο
δικαστήριο της ουσίας και προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη
απόφαση και εφόσον γίνεται σαφής επίκληση στο αναιρετήριο.
Αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναιρεσείων
είναι ο εκκαλών, που είχε ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού
λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται,
ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο εκείνος στηρίζεται, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο έφεσης του ή ότι
συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προαναφερθείσες, ώστε να μπορεί
να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός
και νόμιμος. Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και
να αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεως του ή επαναφοράς του στο ανώτερο
δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο,
αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος, (ΟλΑΠ 15/2000, Α.Π
978/2020, 986/2019, 259/2017). Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους
λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου, οι παραπάνω από
τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 Κ.Πολ.Δ λόγοι
είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί
παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το
πρόσχημα ότι, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάστηκε κανόνας δικαίου,
να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι
αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι , σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση
πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου (Α.Π. 986/2019).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ. της
16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2
και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των
εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη
του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι
ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο
έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση
του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες
διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί
των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους κατά το χρόνο ισχύος του
ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη
διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η
ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ
1228/2020,712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014).
Στη
προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1α του Κ.Πολ.Δ της παράβασης των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων
1-3 του οθωμανικού νόμου της 7ης Ραμαζάν του
οθωμανικού έτους 1274 (χριστιανικού 1826) και της συνθήκης του Λονδίνου της
6-7-1827, που περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.01/3.2.1830, περί
Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4-6/16.6.1830
και της 19.6./1.7.1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832
Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της
Ελλάδας και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 περί διακρίσεως δημοσίων
κτημάτων. Με το σχετικό λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον
επικαλείται ότι δυνάμει των άρθρων 1-3 του οθωμανικού νόμου της 7ης Ραμαζάν του Οθωμανικού έτους 1274, η επίδικη έκταση και υπό
την εκδοχή ότι ήταν αγροτική υπήρξε ιδιοκτησία του Οθωμανικού κράτους,
ανήκουσα, κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, στην κατηγορία των δημοσίων
γαιών (εμιριγιέ) και ως τέτοια (εμιριγιέ),
περιήλθε κατά καθολική (in globo)
διαδοχή του Οθωμανικού Δημοσίου στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με
δεδομένο ότι ανήκε στις δημόσιες εκείνες εκτάσεις που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα
από τους Οθωμανούς δυνάμει των ανωτέρω διεθνών Συνθηκών, περαιτέρω δε ότι το
Ελληνικό Δημόσιο διαδέχθηκε το τουρκικό επί όλων των γαιών πλην των γαιών
καθαρής ιδιοκτησίας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι δεν διαλαμβάνεται
στο αναιρετήριο ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί,
προβλήθηκαν από το αναιρεσείον στο πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο της ουσίας και τους επανέφερε αυτό με λόγους έφεσης ενώπιον του
Εφετείου, χωρίς παράλληλα να εμπίπτουν στις λοιπές εξαιρέσεις της παρ. 2 του
άρθρου 562 του Κ.Πολ.Δ, αλλά ούτε και προκύπτει μετά
από παραδεκτή κατ' άρθρ. 561 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
επισκόπηση της από 14-10-2016 εφέσεως, ότι προτάθηκαν με το παραπάνω
περιεχόμενο οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος
Ελληνικού Δημοσίου περί ιδίας κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, στο Εφετείο, ως
λόγοι έφεσης.
Με
τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον αποδίδει
στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τους αριθμούς, 1α και 19 του
άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, της ευθείας και εκ πλαγίου
παράβασης των διατάξεων του Β. Δ/τος 17/29.11.1836 περί Ιδιωτικών δασών, με το
να δεχθεί ότι α) «...Τέλος, το γεγονός ότι η μείζονα έκταση, μέρος της οποίας
αποτελεί κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα το επίδικο, κηρύχθηκε αναδασωτέα με το
από 18.3.1915 Β.Δ. και την υπ' αριθμ. 108.424/1934 απόφαση
του Υπουργού Γεωργίας ουδεμία επιρροή ασκεί στο συναχθέν ως άνω δικανικό
πόρισμα, όπως ειδικότερα αναφέρθηκε στο οικείο μέρος της άνω νομικής σκέψης,
αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής
και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας» (φύλλο 18° αναιρεσιβαλλομένης
απόφασης)» και β) ότι η επίδικη έκταση φέρει αγροτικό χαρακτήρα, διότι κατά τις
παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης α) δεν προκύπτει, ενόψει του δασικού
χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, λόγω της κήρυξης αυτής ως αναδασωτέας, ότι οι
αναφερόμενοι συμβολαιογραφικοί τίτλοι προσήχθησαν μέσα σε προθεσμία ενός έτους
από τη δημοσίευση του πιο πάνω νόμου προς αναγνώριση τους στη Γραμματεία επί
των Οικονομικών που συστήθηκε με το νόμο αυτό, ώστε οι δικαιοπάροχοι της αναιρεσίβλητης να έχουν αποκτήσει την κυριότητα επί της
επίδικης έκτασης με παράγωγο τρόπο και β) ουδόλως διαλαμβάνεται η διενέργεια,
από τους αναφερόμενους ως δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης,
πράξεων νομής, προσιδιάζουσες στον δασικό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης,
τουλάχιστον από το έτος 1885 και επί μια τριακονταετία, μέχρι την κρίσιμη, κατά
τα ανωτέρω, ημερομηνία της 11 ης.9.1915, ούτως ώστε (οι δικαιοπάροχοι) να έχουν
αποκτήσει κυριότητα της εν λόγω έκτασης ούτε με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις
του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ο λόγος αυτός, είναι
απαράδεκτος διότι δεν διαλαμβάνεται το περιεχόμενο του κανόνα του ουσιαστικού
δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, και ο ισχυρισμός και τα περιστατικά που
προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου οι
αναφερόμενες ως παραδοχές στο πρώτο σκέλος του πιο πάνω λόγου, αποτελούν
επιχείρημα του Δικαστηρίου, προς ενίσχυση του συνταχθέντος δικανικού πορίσματος
περί κτήσεως της κυριότητας της αναιρεσίβλητης και
των δικαιοπαρόχων της επί της επίδικης έκτασης, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις
πραγματικές παραδοχές, της προσβαλλόμενης απόφασης, που έχουν προεκτεθεί, η επίδικη έκταση ήταν καλλιεργούμενος αγρός και
όχι δασική έκταση και επομένως, δεν απαιτείτο η προσαγωγή των τίτλων κτήσεως,
όπως αιτιάται το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο εντός
της προθεσμίας που προέβλεπε το άρθρο 1 του β.δ/τος της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», στο Υπουργείο
Οικονομικών, προς αναγνώριση της κυριότητας των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας αναιρεσίβλητης και αυτής επί της επίδικης έκτασης, ενώ
(κατά το δεύτερο σκέλος, με το οποίο, αφενός προσάπτεται στο Εφετείο, ότι δεν
διέλαβε αιτιολογίες περί της διενέργειας από τους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης πράξεων νομής που προσιδιάζουν στο δασικό
χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, αφετέρου δε ότι δέχεται, σύμφωνα με τις
παραδοχές της προσβαλλόμενης, ότι το επίδικο φέρει αγροτικό χαρακτήρα, ο λόγος
είναι αντιφατικός. Σε κάθε περίπτωση δε εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι με τον λόγο
αυτό ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη διότι,
παρά τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, το Εφετείο δέχθηκε ότι φέρει
αγροτικό χαρακτήρα, ο λόγος τυγχάνει απαράδεκτος, διότι πλήττεται με αυτόν η
ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του
Δικαστηρίου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς
έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της, και
να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης
κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα της που υπέβαλε με τις προτάσεις σε
βάρος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της
ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), τα
οποία όμως πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα κατά τα άρθρα 22 παρ.1 του ν.
3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ,
άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και
Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
την από 10-1-2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 212/2018
απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ
τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης εις βάρος του αναιρεσείοντος τα
οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ
σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.
Ο
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ