ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 1007/2019
Αδικοπρακτική ευθύνη
προς αποζημίωση - Υποχρέωση ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης εκ μέρους
Τράπεζας - Συνεταιρισμοί - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης -.
Αδικοπρακτική ευθύνη από την παράλειψη εκπλήρωσης εκ μέρους Τράπεζας των υποχρεώσεων
ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη.
Συνεταιρισμός που λειτουργεί και ως πιστωτικό ίδρυμα. Βάσιμοι αναιρετικοί λόγοι
από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ανεπαρκείς
ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με την αδικοπρακτική
ευθύνη του αναιρεσείοντος.
Αριθμός
1007/2019
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2'
Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια,
Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ
σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2019, με την
παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
Του
αναιρεσείοντος: πιστωτικού συνεταιρισμού με την
επωνυμία "..." και με διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει
στα ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους
δικηγόρους του: 1) Δ. Τ. και 2) Ν. Κ..
Της
αναιρεσίβλητης: Ε. Μ. του Ι., κατοίκου ....
Παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της: 1) Ευγένιο Αρετάκη και 2)
Γεώργιο Μεντή.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-6-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης,
που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
197/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 149/2017 του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων
με την από 9-1-2018 αίτησή του.
Κατά
τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, οι
πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της,
καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική
ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση
περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του
δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η
συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο
οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος,
μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη
ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση
συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο
γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι,
παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας
στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των
ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης ,απορρέουσας από τις
διατάξεις των άρθρων 281 και 288ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής
αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας
για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ειδικότερες
μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων,
η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι
υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης
του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης
μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως
άνω υποχρεώσεων, ώστε ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών να είναι σε θέση να
αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του,
και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον
ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως
ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο
ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην
αντισυμβαλλομένη αυτού Τράπεζα, θεμελιώνει αδικοπρακτική
της ευθύνη. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε
αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων
επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2251/1994 που, μεταξύ
άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών
υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως
καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1§3 του ν. 2251/1994, όπως
συμβαίνει με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των
υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να
καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του
κεφαλαίου του. Επομένως, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα
εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια,
δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τότε η
συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια, εφόσον συντρέχουν
αμφότερες οι προϋποθέσεις της παρανομίας και της υπαιτιότητας, δηλαδή με βάση
τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας
(ΑΠ974/2018,1849/2017,535/2012) Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ., σε
συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ. και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι
γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε
βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί,
ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, την εσφαλμένη αντίληψη
πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή
επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν
απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη" γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν
χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό
γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων
αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 209/2018).
Κατά
τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, περαιτέρω,
αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, δηλαδή αν από τις
παραδοχές της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη
περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νομίμων όρων και
προϋποθέσεων των διατάξεων που εφάρμοσε, ιδίως δε αν δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση της δίκης. Ιδρύεται δηλαδή ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, όταν από τις
παραδοχές της απόφασης δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, τα οποία είναι
αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου, περί της
συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί
μη συνδρομής τούτων, η οποία (μη συνδρομή) αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς
και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, σχετικά με το νομικό
χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην
έκβαση της δίκη (ΑΠ623/2016).
Στην
προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα με την προσβαλλόμενη
απόφαση, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία, μέρος: "Ο
εναγόμενος (ήδη αναιρεσείων) ιδρύθηκε στις 18-8-1993
νομότυπα ως πιστωτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία
"..." και με έδρα τα
. Μέλος του συνεταιρισμού μπορεί να γίνει
όποιος αποκτήσει συνεταιριστική μερίδα. Ο συνεταιρισμός στις 18-9-1995 έλαβε
άδεια από την ... να λειτουργεί και ως πιστωτικό ίδρυμα και, ειδικότερα, να
καταρτίζει με τα μέλη του και συμβάσεις διαχείρισης χαρτοφυλακίου τους... Η
ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) στις 28-9-2012 κατάρτισε
εγγράφως με το συνεταιρισμό την υπ' αριθμό 2738/12 σύμβαση διαχείρισης κινητών
αξιών της και σε εκτέλεσή της απέκτησε 4.390 συνεταιριστικές του μερίδες έναντι
συνολικού ποσού 152.000 Ευρώ. Η συνεταίρος κατέθεσε τα χρήματά της στον υπ'
αριθμό ...007 λογαριασμό του συνεταιρισμού με το όνομα "χρυσή
κατάθεση". Η συνεταίρος με την ίδια σύμβαση ανέθεσε στο συνεταιρισμό και
την εξουσία να διαχειρίζεται με τον πιο πρόσφορο τρόπο τις μερίδες της, επειδή
εμπιστευόταν την επάρκεια και την επιχειρηματική του ικανότητα και θεωρούσε
βέβαιο ότι ο αντισυμβαλλόμενος της θα ανταποκρινόταν στη δέσμευσή του έναντι
της να πετύχει το επωφελές οικονομικό αποτέλεσμα, το οποίο αναφερόταν στον όρο
4 της σύμβασής τους. Ο συνεταιρισμός, ειδικότερα, είχε αναλάβει την υποχρέωση
να καταβάλει στη συνεταίρο τακτικά και σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα
κέρδος, το οποίο θα υπολογιζόταν σύμφωνα με συγκεκριμένο ποσοστό επί του
κεφαλαίου της που είχε επενδυθεί σε συνεταιριστικές μερίδες. Ο εναγόμενος
μάλιστα είχε συμβατική υποχρέωση να αποδίδει τα ποσά αυτά στην ενάγουσα είτε η
επένδυση απέφερε σε αυτόν πράγματι οικονομική ωφέλεια, είτε όχι. Ο συνεταιρισμός
είχε συνάψει και με πολλά μέλη του όμοιες συμβάσεις...Η μικροεπενδύτρια
περαιτέρω είχε δικαίωμα να ζητήσει από το συνεταιρισμό - μετά την πάροδο
συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την κατάρτιση της σύμβασής τους και υπό
συγκεκριμένες προϋποθέσεις - να της αποδώσει ολόκληρο το ποσόν που είχε
καταβάλει σε αυτόν για να αποκτήσει τις συνεταιριστικές μερίδες. ...
Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι ο εναγόμενος δεν μπορούσε να καταβάλει τις παροχές
που είχε υποσχεθεί στην ενάγουσα. Ο λόγος ήταν ότι οι συνεταιριστικές μερίδες
που κατείχαν οι συνεταίροι του δεν αποτελούσαν ποτέ δική του περιουσία. Ο
συνεταιρισμός επομένως, ακόμη και αν διαχειριζόταν αποδοτικά τους τίτλους, δεν
αποκτούσε ο ίδιος κέρδος για να μπορεί να το διανείμει στα μέλη του (άρθρο 9
παρ. 4 εδ. β ν. 1667/1986). Ο διοικητής της ...,
μάλιστα, με την υπ' αριθμό 2630/29-10-2010 πράξη του "[ο]ρισμός των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων που
έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα" είχε τονίσει το γεγονός και στον
εναγόμενο. Η νομική αυτή αδυναμία του συνεταιρισμού επιβεβαιώθηκε αργότερα και
με τον Κανονισμό 575/2013 της 26ης Ιουνίου 2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
του Συμβουλίου, ο οποίος με τα άρθρα 26 έως και 29 εισήγαγε όμοια απαγόρευση
από 1-1-2014 και εφεξής σε όλες τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στα
κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναπτύσσουν ανάλογη εμπορική
δραστηριότητα με τον συνεταιρισμό. Η ... με τη σειρά της τον Αύγουστο του έτους
2013 υπενθύμισε το γεγονός στον εναγόμενο. Ο συνεταιρισμός θορυβήθηκε από την
κακή αυτή επιχειρηματική του επιλογή και δικαιολογημένα θέλησε να μην εκτεθεί
ως ασυνεπής και αφερέγγυος προς τους συνεταίρους του και γενικά προς την
επιχειρηματική αγορά. Επέλεξε όμως εσφαλμένο τρόπο να το πραγματοποιήσει.
Αποφάσισε, συγκεκριμένα, να μην ενημερώσει κανέναν από τους 1.500 περίπου
συνεταίρους του για την αδυναμία του να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις
έναντι τους. Ο εναγόμενος ενήργησε με τον τρόπο αυτό, επειδή ήθελε οπωσδήποτε
να αποτρέψει την πιθανότητα να στραφούν εναντίον του πολλά ίσως μέλη του, τα
οποία - σε εκτέλεση του συμβατικού τους δικαιώματος - θα διεκδικούσαν βάσιμα
την απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων τους. Ο κίνδυνος από μια τέτοια
πιθανότητα ήταν ορατός: Ο συνεταιρισμός θα υποχρεωνόταν σε καταβολή υπέρογκου
χρηματικού ποσού και με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να οδηγηθεί ακόμη και σε
οικονομική κατάρρευση. Για το λόγο αυτό ο εναγόμενος παρέσυρε και την ενάγουσα
στην πλήρη κατάργηση της από 28-9-2012 επενδυτικής τους σύμβασης. Οι διάδικοι,
συγκεκριμένα, στις 12-11-2013 συμφώνησαν να λυθεί η σύμβασή τους (άρθρο 361
ΑΚ). Η συνεταίρος μάλιστα στην καταργητική αυτή συμφωνία τους αναγνωρίζει ότι
" (...) ουδεμία απαίτηση υφίσταται μεταξύ των μερών από τη σχετική σύμβαση
[,] που λύεται με το παρόν κοινή συναινέσει.(...)". Ο συνεταιρισμός, επιπλέον,
έπεισε τη συνεταίρο του να επενδύσει το κεφάλαιο της σε μια νέα επενδυτική
σύμβαση "ειδικού λογαριασμού κατάθεσης- αποδίδω", την οποία πράγματι
κατάρτισε μαζί της στις 12-11-2013. Ο εναγόμενος με ασαφείς και παραπλανητικές
πληροφορίες δημιούργησε στην ενάγουσα την εσφαλμένη πεποίθηση ότι επρόκειτο για
απλή αναπροσαρμογή της υπ' αριθμό 2738/12 επενδυτικής τους σύμβασης σε κάποια,
αδιευκρίνιστα, "νέα χρηματοπιστωτικά δεδομένα". Ο εναγόμενος μάλιστα
βεβαίωνε διαρκώς την μικροεπενδύτρια ότι η νέα τους αυτή
σύμβαση είχε ακριβώς ίδιο περιεχόμενο και λειτουργία με την προηγούμενη. Ο
συνεταιρισμός, επιπλέον, ενίσχυε και συντηρούσε την εσφαλμένη αντίληψη της
συνεταίρου του ότι η δεύτερη αυτή σύμβασή τους, "αποδίδω", θα της
απέφερε τα ίδια οικονομικά οφέλη με την παλιά που καταργείτο. Η πραγματικότητα
όμως ήταν διαφορετική : Η σύμβαση "αποδίδω" είχε χαρακτήρα απλής
αποταμιευτικής κατάθεσης. Η συνεταίρος, δηλαδή, θα μπορούσε να απαιτεί από τον
συνεταιρισμό, όταν το ζητούσε, μόνον την απόδοση του κατατεθειμένου κεφαλαίου
της και των νόμιμων τόκων που αναλογούσαν σε αυτό (άρθρα 806 επ. ΑΚ), αλλά καμιά άλλη παροχή, όπως θα συνέβαινε, αν δεν
είχε καταργηθεί η επενδυτική σύμβασή της με το συνεταιρισμό. Ο εναγόμενος είχε
σαφή γνώση του γεγονότος και ενήργησε συνειδητά με το συγκεκριμένο τρόπο,
επειδή ήθελε και επιδίωκε να αποτρέψει οποιαδήποτε εκροή κεφαλαίων από το
ταμείο του. Η σφοδρή αυτή επιθυμία του τον οδήγησε όμως συνειδητά στο να
αδιαφορήσει πλήρως για το οικονομικό συμφέρον της συνεταίρου του, αλλά και
πολλών άλλων μελών του, τα οποία δικαιολογημένα αισθάνονταν ασφαλή, όταν
μπορούσαν να διαχειρίζονται την περιουσία τους, όποτε το επιθυμούσαν και με τον
τρόπο που κάθε φορά τα ίδια επέλεγαν ως περισσότερο κατάλληλο. Ο συνεταιρισμός
δεν προστάτευσε την αντισυμβαλλομένη του, μολονότι η ενάγουσα είναι ηλικιωμένη,
διαθέτει φτωχές γραμματικές γνώσεις, δεν έχει καμιά εμπειρία σε ειδικές
χρηματοοικονομικές συναλλαγές και αδυνατεί πλήρως να αντιληφθεί οικονομικούς
και συναφείς προδιατυπωμένος σε οικονομικές συμβάσεις
τεχνικούς όρους. Ο συνεταιρισμός, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση παραβίασε
την υποχρέωση πίστης, την οποία όφειλε να τηρεί έναντι της ασθενέστερης
αντισυμβαλλομένης του ... Ο συνεταιρισμός, αντίθετα, επιθυμούσε να διασφαλίσει
με κάθε τρόπο μόνο το δικό του οικονομικό συμφέρον και παραπλανούσε συστηματικά
την ενάγουσα ότι μπορούσε να αναλάβει οποτεδήποτε τα χρήματά της, μολονότι είχε
υποχρέωση από το άρθρο 288 ΑΚ να την ενημερώνει για την πορεία της μικρής της
επένδυσης με λόγο απλό, σαφή και πλήρως διαφωτιστικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι
ο συνεταιρισμός στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο αναφέρει, ακόμη και
στις 12-1-2015, ότι κάθε συνεταίρος μπορεί να ρευστοποιήσει τις μερίδες του, αν
υποβάλλει αίτηση, γεγονός όμως που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν
όμως η ενάγουσα γνώριζε την αλήθεια, δεν θα κατάρτιζε την από 2738/12 (μικτή)
επενδυτική σύμβαση, επειδή ο συνεταιρισμός αδυνατούσε εξ αρχής να εκπληρώσει
τις υποχρεώσεις του έναντι της και εν πάση περιπτώσει θα επέμενε να απαιτεί την
επιστροφή του κεφαλαίου της - μαζί ενδεχομένως με τις λοιπές οικονομικές
παροχές που της προσέφερε η επένδυση - και, τέλος, οπωσδήποτε δεν θα παραιτείτο
από τις συμβατικές της αξιώσεις της που προαναφέρθηκαν. Αποδεικνύεται
περαιτέρω, ότι από την υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά των υπαλλήλων του
εναγομένου η ενάγουσα δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά της για πλήρη
επιστροφή των καταθέσεών της. Από την αιτία αυτή υπέστη ζημία ποσού 76.650
Ευρώ, όσο, δηλαδή, και το ποσόν του κεφαλαίου της που παρέμενε στο ταμείο του
εναγομένου, ο οποίος πράγματι μετά από επίμονες προσπάθειές της είχε
ρευστοποιήσει, όσο ακόμη λειτουργούσε η σύμβασή τους, 2.200 συνεταιριστικές της
μερίδες. Η ενάγουσα μάλιστα είχε απαιτήσει στις 10-6-2015 και με έγγραφη αίτησή
της στον εναγόμενο την απόδοση της κατάθεσής της...ο συνεταιρισμός της
απέκρυπτε δόλια για μεγάλο χρονικό διάστημα ότι η παροχή, για την οποία είχε
δεσμευθεί συμβατικά έναντι της, ήταν αδύνατη και μάλιστα από υπαιτιότητά
του...Η συνεταίρος συνεπώς έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του συνεταιρισμού, η
ενάγουσα αξιώνει πρωτογενή αποζημίωση από την αδικοπραξία που τέλεσε ο
εναγόμενος σε βάρος της. Η δευτερογενής της αξίωση για αποζημίωση από παράβαση
συμβατικής υποχρέωσης του εναγομένου έχει αποσβεσθεί, επειδή η διάδικος αυτή
παραιτήθηκε νόμιμα από όλες τις συμβατικές της αξιώσεις κατά του εναγομένου. Η
παραίτησή της μάλιστα αυτή είναι ισχυρή και παράγει έννομα αποτελέσματα ... Οι
διάδικοι περαιτέρω ομολογούν ότι η συνεταίρος, όταν συζητήθηκε η αγωγή ενώπιον
του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10-11- 2016, είχε στην κατοχή της 2.190
συνεταιριστικές μερίδες. Η πραγματική αξία της καθεμιάς από αυτές ανερχόταν στο
ποσόν των δέκα τεσσάρων (14) Ευρώ, το οποίο είχε ορισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 10
παρ. 4 α και 11 του καταστατικού του εvαγoμέvoυ ... Το
ποσόν αυτό είναι εύλογο, επειδή ο συνεταιρισμός δεν έχει σκοπό να προάγει
εκμετάλλευση κεφαλαίου και, συνεπώς, κερδοσκοπικές ενδεχομένως βλέψεις των
μελών του, αλλά να υπηρετεί την οικονομική αυτονομία των συνεταίρων του ... Η
πραγματική ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα από την αδικοπραξία του
εναγομένου σε βάρος της, ανέρχεται σε ποσόν [76.650 Ευρώ, το οποίο είχε
καταβάλει για την απόκτηση 2.190 συνεταιριστικών μερίδων - (2.190
συνεταιριστικές μερίδες Χ 14 Ευρώ η καθεμία)=] 45.990 Ευρώ. Η ενάγουσα θα λάμβανε
το ποσόν αυτό,..., αν ο εναγόμενος δεν βρισκόταν υπαίτια σε αρχική αδυναμία να
εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις από την επενδυτική σύμβαση που είχε
συνάψει με τη συνεταίρο του. ..Αποδεικνύεται επίσης ότι η ενάγουσα, ογδόντα
(80) περίπου ετών σήμερα, είναι ένας απλός, μέσος, άνθρωπος, ο οποίος εργάσθηκε
σκληρά για πολλά χρόνια και συγκέντρωσε με θυσίες το ποσόν των 150.000 περίπου
Ευρώ, ...Η εύλογη επομένως και ανάλογη χρηματική ικανοποίηση που μπορεί να
απαιτήσει από τον εναγόμενο ... για τη αιτία που προαναφέρθηκε ανέρχεται σε
ποσόν δύο χιλιάδων (2.000) Ευρώ.". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το
Εφετείο, ακολούθως, δεχόμενο τις από 30-6- 2017 και 12-6-2017 εφέσεις της αναιρεσίβλητης και του αναιρεσειοντος,
αντίστοιχα, κατά το μέρος τους που παρεπονούντο η μεν
αναιρεσίβλητη για την επιδίκαση τόκων από την επίδοση
της αγωγής, ο δε αναιρεσείων για επιδίκαση
μεγαλύτερου ποσού χρηματικής ικανοποίησης, τελικά δέχθηκε κατά ένα μέρος την
από 8-6-2016 αγωγή της αναιρεσίβλητης, στην οποία
υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να της καταβάλει το ποσό
των 47.990 (45.990+2.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από 10-6-2015.
Με
αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στο αποδεικτικό του
πόρισμα στην προσβαλλόμενη απόφαση ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες,
σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα της αδικοπρακτικής
συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος σε βάρος της αναιρεσίβλητης κατά τη σύναψη των δύο επίμαχων συμβάσεων
και την πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια αυτής στην πρόκληση της ζημίας που δέχθηκε
ότι υπέστη η τελευταία και η οποία έγκειται, κατά τις παραδοχές της
προσβαλλόμενης, στην απώλεια του ποσού που κατέθεσε για την απόκτηση μέρους των
συνεταιριστικών της μερίδων, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο
αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των αναφερθεισών στην αρχή
της παρούσας διατάξεων ουσιαστικού δικαίου. Η ασάφεια και ανεπάρκεια στην
αιτιολογία της έγκειται στα εξής στοιχεία:
Α)
Δέχεται το Εφετείο, ότι η αναιρεσίβλητη με βάση την
πρώτη με αριθμό 2738/12 μικτή σύμβαση διαχείρισης κινητών αξιών που συνήψε με
τον αναιρεσείοντα, σε εκτέλεση της οποίας απέκτησε
4.390 συνεταιριστικές μερίδες έναντι ποσού 152.000 ευρώ ,που κατέθεσε σε
λογαριασμό του, με αποτέλεσμα να καταστεί συνεταίρος του, είχε δικαίωμα να
ζητήσει από τον τελευταίο, μετά πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και
υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να της αποδώσει ολόκληρο το ποσό που του είχε
καταβάλει για την απόκτηση των συνεταιριστικών μερίδων, (το οποίο αντιστοιχούσε
σε 35 δηλαδή ευρώ από τη ρευστοποίηση κάθε μεριδίου της) κάτι, που ήταν εξ
αρχής αδύνατο ,από υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος και
που ο τελευταίος της απέκρυπτε δόλια. Δεν εκθέτει όμως το περιεχόμενο της εν
λόγω καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, ώστε να γίνει κατανοητή η με
βάση αυτή αναληφθείσα (κατά την προσβαλλόμενη) υποχρέωση απόδοσης ανά πάσα
στιγμή του ποσού που είχε καταβάλει για την αγορά των συνεταιριστικών μερίδων,
στην έλλειψη δυνατότητας υλοποίησης της οποίας 6 στηρίζει την αρχική αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων
υπαλλήλων του αναιρεσείοντος. Δεν αίρεται δε η
σχετική ανεπάρκεια με την παραπομπή της απόφασης(και)σε όρους της σύμβασης,ενώ αντίθετα επιτείνεται, διότι στην αγωγή της η αναιρεσίβλητη επικαλείται μεν την ύπαρξη αυτής της δήθεν
δυνατότητας ,όχι όμως με βάση τη σύμβαση ,αλλά σύμφωνα με τις παραπλανητικές
διαβεβαιώσεις των προστηθέντων υπαλλήλων, στις οποίες
προέβησαν, προκειμένου να την πείσουν να την καταρτίσει. Η ασάφεια της ανωτέρω
παραδοχής, εξάλλου, επιτείνεται και από το ότι τελικά κρίνει η προσβαλλόμενη
ότι η αναιρεσίβλητη υπέστη ζημία ύψους 45.990 ευρώ,
αφαιρώντας από το ποσό των 35 ευρώ, που είχε πράγματι καταβάλει για την
απόκτηση των 2190 συνεταιριστικών μερίδων, ποσό 14 ευρώ, με την παραδοχή ότι
στο ποσό αυτό ανέρχεται η πραγματική αξία καθεμιάς, "το οποίο είχε ορισθεί
σύμφωνα με τα άρθρα 10παρ.4α και 11 του καταστατικού του αναιρεσείοντος...το
ποσό αυτό είναι εύλογο, επειδή ο συνεταιρισμός δεν έχει σκοπό να προάγει
εκμετάλλευση κεφαλαίου και συνεπώς, κερδοσκοπικές ενδεχομένως βλέψεις των μελών
του, αλλά να υπηρετεί την οικονομική αυτονομία των συνεταίρων του".
Β)
Δέχεται ότι ο αναιρεσείων ήταν εξ αρχής σε υπαίτια
νομική αδυναμία να τηρήσει την ανωτέρω αναληφθείσα υποχρέωσή του, στην οποία
στηρίζει την αδικοπρακτική του συμπεριφορά, χωρίς
όμως να εκθέτει τον λόγο της αρχικής εν γνώσει του αδυναμίας. Η ανεπάρκεια αυτή
της αιτιολογίας δεν αίρεται από την στερούμενη νομικού ερείσματος παραδοχή, ότι
"οι συνεταιριστικές μερίδες που κατείχαν οι συνεταίροι του δεν αποτελούσαν
ποτέ δική του περιουσία " και από μόνη την αναφορά της 2630/29-10-2010
πράξης του Διοικητή της ... και των άρθρων 26 έως 29 του Κανονισμού 575/2013
ΕΚ, όπως και της "υπενθύμισης" της ... τον Αύγουστο του έτους
2013,αφού δεν εκθέτει το περιεχόμενο τους, ώστε να δύναται να συναχθεί, ότι (αν
υποτεθεί ότι ο αναιρεσείων είχε αναλάβει την προεκτεθείσα υποχρέωση με βάση την πρώτη σύμβαση με την αναιρεσίβλητη) δεν είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα να την
τηρήσει, πέραν του ότι ο ανωτέρω Κανονισμός και η πραγματοποιηθείσα το έτος
2013 "υπενθύμιση" της ... δεν θα μπορούσαν να θεμελιώσουν αρχική
υπαίτια αδυναμία του, αφού έπονται της σύναψης, το έτος 2012, της επίμαχης
πρώτης σύμβασης.
Γ)
Δέχεται, ότι η αναιρεσίβλητη, παραπλανηθείσα
από ασαφείς πληροφορίες και διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος,
κατήρτισε με αυτόν την δεύτερη νέα επενδυτική σύμβαση "ειδικού λογαριασμού
κατάθεσης- αποδίδω" στις 12-11-2013, έχοντας την εσφαλμένη, οφειλόμενη
στην αδικοπρακτική συμπεριφορά του τελευταίου,
εντύπωση, ότι επρόκειτο για απλή αναπροσαρμογή της προηγούμενης (με αριθμό
2738/12) μικτής επενδυτικής της σύμβασης, με βάση την οποία μπορούσε να απαιτεί
από τον αναιρεσείοντα μόνο την απόδοση του
κατατεθειμένου κεφαλαίου της με τους νόμιμους τόκους, χωρίς όμως να εκθέτει το
περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης, ώστε να καταστεί δυνατή η κατανόηση της
επελθούσας, (κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης) ζημίας της αναιρεσίβλητης, συνισταμένης στο ότι "από την υπαίτια
και παράνομη αυτή συμπεριφορά των υπαλλήλων του εναγομένου δεν μπόρεσε να
ασκήσει το δικαίωμα της για πλήρη επιστροφή των καταθέσεών της", ούτε και
με βάση την δεύτερη αυτή σύμβαση. Υφίσταται συνεπώς από την ανεπαρκή αυτή
αιτιολόγηση ασάφεια ως προς το λόγο που, ενώ κατά τις παραδοχές της απόφασης εδικαιούτο η αναιρεσίβλητη, με
βάση την νεώτερη σύμβαση να αναλάβει το κεφάλαιο και τους τόκους της κατάθεσής
της, τελικά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Δεν εκθέτει δε το περιεχόμενο της και σε
σχέση με τις συνεταιριστικές μερίδες, ώστε αν υποτεθεί, ότι, εννοεί (η
προβαλλόμενη απόφαση)αδυναμία ρευστοποίησης αυτών, με βάση την δεύτερη αυτή σύμβαση,να διαπιστωθεί η αιτία της και να καταστεί δυνατή η
σύνδεσή της με την αποδιδόμενη από το Εφετείο αδικοπρακτική
συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και κατά την κατάρτιση
αυτής. Περαιτέρω, υφίσταται ασάφεια σε σχέση με την αποδιδόμενη υπαιτιότητα
στους συναλλαγέντες με την αναιρεσίβλητη
κατά τη σύναψη των συμβάσεων προστηθέντες υπαλλήλους
του αναιρεσείοντος, αφού υφίσταται παραδοχή, για
συστηματική υπαίτια εξ αρχής παραπλάνηση της αναιρεσίβλητης
και δόλια εκ μέρους τους απόκρυψη της αδυναμίας της αναληφθείσας παροχής(χωρίς
να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία δόλιας και παραπλανητικής συμπεριφοράς)
αλλά και για κακή επιχειρηματική επιλογή. Είναι επίσης αντιφατική η παραδοχή
του Εφετείου περί αδυναμίας ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων σε σχέση
με αυτή, ότι ο αναιρεσείων τελικώς ρευστοποίησε,
"όσο λειτουργούσε η σύμβασή τους" 2.200 συνεταιριστικές μερίδες της αναιρεσίβλητης. Επομένως, είναι βάσιμοι οι, δεύτερος υπό
στοιχεία β και Δ 2 και τέταρτος, λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ.19 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται, ότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση
της κρινόμενης αίτησης, ο αναιρεσείων πλήττει (και με
τον γενόμενο δεκτό τέταρτο λόγο αυτής) και την στηριζόμενη στην παράβαση της
διάταξης του άρθρου 8 του νόμου 2251/1994, η οποία άλλωστε αποτελεί
εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης,
αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, με συνέπεια να μην είναι απαράδεκτη ως
αλυσιτελής η αναίρεση,όπως αβάσιμα υποστηρίζει με τις
από 4-1-2019 προτάσεις της η αναιρεσίβλητη.
Κατ'
ακολουθίαν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης
πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολο της, παρελκούσης της
έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, λόγω της πλήρους αναιρετικής εμβέλειας
των γενόμενων δεκτών, οι οποίοι πλήττουν το κύρος όλης της απόφασης και να
παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από
άλλο δικαστή,εκτός εκείνου που την εξέδωσε (άρθρο 580
παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή
στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.
495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα αυτού
(αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο
διατακτικό.
Αναιρεί
την 149/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης.
Παραπέμπει
την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο
δικαστή.
Διατάσσει
την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Καταδικάζει
την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων
(3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ
και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ
στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Αυγούστου 2019.
Ο
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ