ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΣτΕ 15/2024
Κ.Ε.Δ.Ε.
- Μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης -.
Δεν είναι νόμιμα και είναι άκυρα χωρίς προηγούμενη
έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης όταν λαμβάνονται εις βάρος
τρίτων, ευθυνόμενων προσθέτως και αλληλεγγύως για
χρέη άλλων προσώπων, επειδή θα απέληγαν σε λήψη μέτρων χωρίς προηγουμένως να
τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους και σε απώλεια σταδίου
δικονομικής προστασίας. Στο κείμενο της ατομικής ειδοποίησης απαιτείται να
αναφέρονται προσδιοριστικά στοιχεία του χρέους, όπως το οικονομικό έτος στο
οποίο ανάγεται και η αιτία του.
Αριθμός 15/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του την 1η Ιουνίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄
Τμήματος, Ιωάννης Σύμπλης, Ιωάννης Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Σταυρούλα Λαμπροπούλου,
Σωτηρία-Ελπίδα Σταφυλά, Πάρεδροι. Γραμματέας η
Αικατερίνη Ρίπη.
Για να δικάσει την από 15
Νοεμβρίου 2018 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου
(Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με τη Μαρία-Λουΐζα Μπακαλάκου,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το
άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά του ., κατοίκου
Θεσσαλονίκης (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Γκεσούλη
(Α.Μ. 7909 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος
κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς
του.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’
αριθ. 3426/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ιωάννη Σπερελάκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση
το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ
ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ
ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη
αίτηση, η οποία νομίμως ασκήθηκε χωρίς καταβολή παραβόλου,
ζητείται η αναίρεση της 3426/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με
την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 7844/2017 αποφάσεως
του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση, κατ’
αποδοχή ανακοπής του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η επιβληθείσα, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Παλαιού
Φαλήρου, με αριθ. πρωτ. ./1.6.2011 αναγκαστική
κατάσχεση εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ως τρίτης, όσων αυτή
οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον αναιρεσίβλητο,
προκειμένου να εισπραχθούν χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ύψους
231.460,66 ευρώ, της κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ
Α.Ε. - .», μέλος της οποίας ήταν ο αναιρεσίβλητος.
2. Επειδή, στις παραγράφους
3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8),
όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213) και
ήδη ισχύουν, προβλέπονται τα εξής: “3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον
όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται
στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου
δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […] 4. Δεν
επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες
ευρώ, […]».
3. Επειδή, κατά την έννοια
των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως,
απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων. Επομένως,
και επί διαφοράς, με χρηματικό αντικείμενο που δεν υπολείπεται του ελάχιστου νομίμου ορίου, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της
αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που
περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους
λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα αναγόμενο σε ερμηνεία
διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του (ουσιαστικού ή δικονομικού) δικαίου,
κρίσιμο για την κατ’ αναίρεση επίλυση της διαφοράς, και επί του οποίου, κατά
τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, είτε δεν υπάρχει νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης
αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου και δη επί του αυτού (και όχι απλώς παρόμοιου) νομικού ζητήματος
(ΣτΕ 100/2021, 1577/2020, 1464/2019 κ.ά.).
4. Επειδή, εν προκειμένω,
από την αναιρεσιβαλλομένη και τα λοιπά διαδικαστικά
έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της κοινοπραξίας με την επωνυμία
«ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε. - .», μέλος της οποίας ήταν ο αναιρεσίβλητος, βεβαιώθηκε ταμειακώς από τη Δ.Ο.Υ. Παλαιού
Φαλήρου, μεταξύ άλλων, το συνολικό ποσό των 231.460,66 ευρώ (123.583,45 ευρώ
κεφάλαιο και 107.877,21 ευρώ προσαυξήσεις), προερχόμενο από φορολογικές οφειλές
(πρόστιμα ΚΒΣ, φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α. και πρόστιμα Φ.Π.Α.) της εν λόγω
κοινοπραξίας. Ειδικότερα, με τις τέσσερεις ταυτάριθμες με αριθ. ./26.4.2004
πράξεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, βεβαιώθηκε ταμειακά το
συνολικό ποσό των 114.230,41 ευρώ, με τις δύο ταυτάριθμες με αριθ. ./26.4.2004
πράξεις του ιδίου ως άνω Προϊσταμένου, βεβαιώθηκε ταμειακά το συνολικό ποσό των
5.685,54 ευρώ, με τις δύο ταυτάριθμες με αριθ. ./26.4.2004 πράξεις του
ιδίου Προϊσταμένου, βεβαιώθηκε ταμειακά το συνολικό ποσό των 80.597,96
ευρώ, με τις δύο ταυτάριθμες με αριθ. ./26.4.2004 πράξεις του αυτού Προϊσταμένου,
βεβαιώθηκε ταμειακά το συνολικό ποσό των 30.938,59 ευρώ και με την ./8.4.2008
πράξη του εν λόγω Προϊσταμένου, βεβαιώθηκε ταμειακά το συνολικό ποσό των 8,16
ευρώ. Για τη γνωστοποίηση των ανωτέρω ταμειακών βεβαιώσεων των οφειλών της
κοινοπραξίας απεστάλησαν στην τελευταία και στη διεύθυνση της έδρας της (οδός
., Παλαιό Φάληρο) οι ./26.4.2004 ατομικές ειδοποιήσεις του Προϊσταμένου της
Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, ενώ με το ./17.7.2009 έγγραφο του αυτού Προϊσταμένου,
που επιγραφόταν ως «ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων χρεών», κλήθηκε ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ιδιότητάς
του ως μέλους της προμνησθείσας κοινοπραξίας, να
προβεί στην τακτοποίηση των ληξιπρόθεσμων ως άνω, μεταξύ άλλων, φορολογικών
οφειλών. Στη συνέχεια, με την ./16.9.2009 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης
αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, διενεργήθηκε κατάσχεση επί ακίνητης περιουσίας
του αναιρεσιβλήτου, κατά της οποίας αυτός άσκησε
ανακοπή, που έγινε δεκτή, με την 2573/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, ακυρώθηκε η παραπάνω έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης, αφού κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος ειδοποιήθηκε με την ./17.7.2009 «ατομική
ειδοποίηση», λόγω του ελλιπούς περιεχομένου της, και δη εγκαίρως, για την
ύπαρξη των επίδικων ληξιπρόθεσμων οφειλών. Έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά
της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την 522/2015 απόφαση του
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι το ./17.7.2009
έγγραφο, το οποίο έφερε τον τίτλο «ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων χρεών»,
ανέγραφε τα στοιχεία ταυτότητας, τη διεύθυνση του αναιρεσιβλήτου
και είχε ως θέμα την «ειδοποίηση προ κατάσχεσης», αποτελούσε απλό πληροφοριακό
έγγραφο και όχι ατομική ειδοποίηση του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., καθόσον
δεν περιείχε τις πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και την αιτία από την οποία
προερχόταν η οφειλή, προκειμένου να γίνει γνωστό στον αναιρεσίβλητο
ότι κατέστη οφειλέτης χρέους προερχόμενου από συγκεκριμένες οφειλές της
προαναφερόμενης κοινοπραξίας, που βεβαιώθηκαν βάσει συγκεκριμένων ταμειακών
πράξεων και ότι θεμελιώνεται αλληλέγγυος ευθύνη αυτού για την καταβολή τους,
λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της κοινοπραξίας, με
αποτέλεσμα να καθίσταται μη νόμιμη η επιβληθείσα
αναγκαστική κατάσχεση επί των ακινήτων του. Αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού
Δημοσίου κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε ήδη με την 2319/2018 απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν τω μεταξύ, με την με αριθ. πρωτ.
./1.6.2011 και με αρ. ειδ. Βιβλίου ./2011 αναγκαστική
κατάσχεση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου επιβλήθηκε εις χείρας της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ως τρίτης, αναγκαστική κατάσχεση όσων αυτή
οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον αναιρεσίβλητο μέχρι
του ποσού των 231.460,66 ευρώ. Κατά της ανωτέρω αναγκαστικής κατάσχεσης, ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 11.7.2011 ανακοπή, με την
οποία προέβαλε ότι αυτή είναι άκυρη, διότι δεν του
απεστάλη σχετική ατομική ειδοποίηση, ούτε του γνωστοποιήθηκαν οι πράξεις
ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου σε βάρος της προαναφερθείσας
κοινοπραξίας, με αποτέλεσμα να μην έχει λάβει γνώση για την ύπαρξη, την αιτία,
το είδος και το ύψος των χρεών για τα οποία επισπεύδεται η αναγκαστική
κατάσχεση, στερούμενος έτσι της δυνατότητας να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του
κατά των οικείων ταμειακών βεβαιώσεων και των νομίμων
τίτλων τους, ενώ, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, επικαλέσθηκε
και προσκόμισε την 2573/2011 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης και την 522/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι ο αναιρεσίβλητος
δεν είχε λάβει γνώση, πριν από την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης, των
ταμειακών βεβαιώσεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, με τις οποίες
βεβαιώθηκαν οι φορολογικές οφειλές της κοινοπραξίας με την επωνυμία
«ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε. - .», καθώς, από τα στοιχεία του φακέλου δεν
προέκυπτε ότι του είχε κοινοποιηθεί η κατ’ άρθρο 4
παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. ατομική ειδοποίηση, η δε ./17.7.2009 «ατομική ειδοποίηση
ληξιπρόθεσμων χρεών», που του κοινοποιήθηκε δεν ισοδυναμούσε με την κατ’ άρθρο
4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. ατομική ειδοποίηση, καθώς δεν περιείχε τις πράξεις
ταμειακής βεβαίωσης και την αιτία από την οποία προερχόταν η οφειλή,
προκειμένου να γίνει γνωστό σ’ αυτόν ότι κατέστη οφειλέτης χρέους προερχόμενου
από οφειλές της ως άνω κοινοπραξίας λόγω της ιδιότητάς
του ως μέλους αυτής, έκρινε ότι μη νομίμως εκδόθηκε η επίδικη αναγκαστική
κατάσχεση εις χείρας τρίτου και την ακύρωσε. Κατά της πρωτόδικης απόφασης το
Δημόσιο άσκησε έφεση, προβάλλοντας ότι ο αναιρεσίβλητος
είχε λάβει πλήρη γνώση των ληξιπρόθεσμων χρεών της κοινοπραξίας για την
καταβολή των οποίων ήταν συνυπεύθυνος, με την 3409/16.9.2009 αναγκαστική
κατάσχεση ακίνητης περιουσίας, που είχε, προηγουμένως, επιβληθεί σε βάρος του
για την αναγκαστική είσπραξη των ίδιων ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες
αναφέρονται στις ./26.4.2004 ατομικές ειδοποιήσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
Παλαιού Φαλήρου, που απεστάλησαν στην κοινοπραξία και στην ./17.7.2009 ατομική
ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών (προ κατάσχεσης), που απεστάλη στον αναιρεσίβλητο και, ως εκ τούτου, η παράλειψη εκ νέου
αποστολής ατομικής ειδοποίησης σ’ αυτόν δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της
επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, αφού αυτός δεν στερήθηκε
οποιουδήποτε δικονομικού ή ουσιαστικού δικαιώματός του για την προάσπιση των
συμφερόντων του. Το διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη
ήδη απόφαση, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 10 του ν.
1882/1990 δεν δημιουργεί ιδία υποχρέωση των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του
μέλους κοινοπραξίας (για όσο χρονικό διάστημα είχαν την ιδιότητα αυτή), για την
καταβολή οφειλών της κοινοπραξίας (από φόρους, πρόστιμα κ.λπ.), αλλά απλή
πρόσθετη ευθύνη τους· ότι δηλαδή τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται προσωπικώς και
αλληλεγγύως με την κοινοπραξία (με την απειλή μέτρων εκτέλεσης σε βάρος της
ατομικής τους περιουσίας) για την πληρωμή βεβαιωθείσας σε βάρος της οφειλής, η
ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης της οφειλής, αλλά στο
στάδιο της είσπραξής της και “επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά
των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η
προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης,
που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. για την διενεργηθείσα
σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή βεβαίωση, η παράλειψη της οποίας καθιστά
άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι και η
κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, με την οποία
ορίζεται ότι «η παράλειψις αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν
ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων», δεν έχει,
οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων προσώπων που
ευθύνονται προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον, τυχόν
εφαρμογή της θα απέληγε είτε στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος
τους, χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος
τους ή να προβούν, σε αρχικό στάδιο, σε ρύθμισή του, είτε στην απώλεια σταδίου
δικονομικής προστασίας τους”. Περαιτέρω, θεωρώντας ότι με την 522/2015
τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, έχει κριθεί με δύναμη
δεδικασμένου, κατ’ άρθρο 197 του Κ.Διοικ.Δικ.,
ότι το ./17.7.2009 έγγραφο, που απευθυνόταν ατομικά στον αναιρεσίβλητο
πριν την επιβολή σε βάρος του της ./16.9.2009 αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης
περιουσίας, ήταν πληροφοριακό έγγραφο και όχι ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων
οφειλών, κατ’ άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., καθόσον δεν περιείχε τις πράξεις ταμειακής
βεβαίωσης και την αιτία από την οποία προήλθαν οι οφειλές της κοινοπραξίας,
προκειμένου να γίνει γνωστό στον αναιρεσίβλητο, ότι
κατέστη οφειλέτης, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους
της, ενόψει και του ότι, πλην του ανωτέρω, δεν κοινοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο άλλο έγγραφο, που να αποτελεί ατομική
ειδοποίηση, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., πριν την επιβολή της επίδικης
./1.6.2011 αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος,
ως τρίτης, έκρινε ότι η εν λόγω αναγκαστική κατάσχεση ήταν μη νόμιμη, αφού η
παράλειψη της ως άνω κοινοποίησης είχε ως αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος
να απωλέσει το στάδιο της δικονομικής προστασίας, που του παρέχεται από τον
νόμο (ανακοπή άρθρου 217 του Κ.Διοικ.Δικ.) πριν την
επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης ή τη δυνατότητα, που είχε, να εξοφλήσει
τμηματικώς το χρέος, προβαίνοντας σε ρύθμισή του. Κατόπιν αυτών, το δικάσαν
εφετείο επικύρωσε την ως άνω κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και
απέρριψε την έφεση του Δημοσίου.
5. Επειδή, η κρινόμενη
αίτηση, κατατεθείσα την 19.11.2018, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53
του π.δ/τος 18/1989 (άρθρο 12 παρ. 1 του ν.
3900/2010). Το δε χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς, συνιστάμενο στο ποσό της
οφειλής, για την είσπραξη της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση με τη
σύνταξη της επίδικης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, το
αναγραφόμενο δηλ. στην έκθεση αυτή ποσό των 231.460,66 ευρώ υπερβαίνει το κατά
τις ως άνω διατάξεις ελάχιστο όριο των 40.000 ευρώ.
6. Επειδή, κατά τον χρόνο
ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως (19.11.2018) είχε δημοσιευθεί η 2319/2018
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε μεταξύ των ιδίων
διαδίκων, και με την οποία κρίθηκε ότι η παρ. 10 του αρ.
4 του ν. 1882/1990 δεν δημιουργεί ιδία φορολογική υποχρέωση των προσώπων που
έχουν την ιδιότητα του μέλους κοινοπραξίας, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών
προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της κοινοπραξίας φόρου, τελών, εισφορών,
προστίμων από φορολογικές παραβάσεις, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο
της βεβαιώσεως του φόρου, αλλά στο στάδιο της εισπράξεώς του· ότι, επομένως, τα
ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως
και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξεως της φορολογικής
αρχής, με την οποία προσδιορίζεται ο οφειλόμενος από την κοινοπραξία φόρος ή
καταλογίζεται το πρόστιμο, ενώ για την ενεργοποίηση της ευθύνης των προσώπων
αυτών δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαιώσεως
του φόρου ή καταλογισμού του προστίμου, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά,
πράξεως, υποκείμενης σε προσφυγή, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί
τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλόμενου ποσού του φόρου ή του προστίμου, αλλά
επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου
ποσού του φόρου ή του προστίμου από τα μέλη της κοινοπραξίας βάσει της
ταμειακής βεβαιώσεως που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της
κοινοπραξίας· ότι η ερμηνεία αυτή των ως άνω διατάξεων, σε συνδυασμό με αυτές
των άρθρων 64 παρ. 1 και 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.
2717/1999), δεν αποστερεί τα μέλη της κοινοπραξίας της δικαστικής προστασίας
που αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι τα
πρόσωπα αυτά, εφόσον δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της καταλογιστικής του φόρου ή του προστίμου πράξεως, δύνανται,
κατά τη σύμφωνη με την εν λόγω συνταγματική διάταξη ερμηνεία των άρθρων 217
παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να ασκήσουν ανακοπή
κατά της ατομικής ειδοποιήσεως, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη
και η εκδοθείσα σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή
βεβαίωση (πρβλ. ΣτΕ
2267/2016 επτ., 844/2012, 4411/2011 κ.ά.) και να
προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο
της απαιτήσεως του Δημοσίου, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της κοινοπραξίας κατά
της καταλογιστικής του φόρου ή του προστίμου πράξεως,
έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής
πράξεως (πρβλ. ΣτΕ
2267/2016 επτ., 844/2012 κ.ά.)· δεδομένου, όμως, ότι
τα μέλη της κοινοπραξίας δεν είναι τα υποκείμενα της φορολογικής υποχρεώσεως,
δεν έχουν μετάσχει στη διαδικασία ελέγχου και δεν τους έχει κοινοποιηθεί η
πράξη καταλογισμού του φόρου ή του προστίμου την οποία, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται
να προσβάλουν, αλλά είναι τρίτοι, των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά
το στάδιο της εισπράξεως του φόρου που βεβαιώθηκε επ’ ονόματι
της κοινοπραξίας, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν, κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., την ιδιότητα του
«οφειλέτη», μόνον από και με την έκδοση και κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής
ειδοποιήσεως που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., μέσω της
οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και
τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την
ανακοπή της παρ. 1 του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά της
ατομικής ειδοποιήσεως, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη
και η ταμειακή βεβαίωση, είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους· και ότι,
επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων
οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτελέσεως συνιστά η προηγούμενη έκδοση και
νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποιήσεως που προβλέπεται στην
παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη
οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτελέσεως, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου
άρθρου, με την οποία ορίζεται ότι η παράλειψη αποστολής της ατομικής
ειδοποιήσεως δεν ασκεί καμία επίδραση στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται
κατά του οφειλέτη, δεν έχει, οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτελέσεως
εις βάρος τρίτων, ευθυνόμενων προσθέτως και
αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον, τυχόν εφαρμογή της, θα απέληγε
είτε στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος τους, χωρίς προηγουμένως
να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους, είτε στην απώλεια
σταδίου δικονομικής προστασίας τους (πρβλ. και ΣτΕ 2267/2016 επτ., 1477/2014,
844/2012 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την ως άνω απόφαση, δεδομένου ότι, κατά τα
ανωτέρω, σκοπός της ατομικής ειδοποιήσεως είναι η γνωστοποίηση στα παραπάνω
πρόσωπα του χρέους τους, ούτως ώστε αυτά να μπορέσουν να αμυνθούν
αποτελεσματικά, με την άσκηση ανακοπής, πριν τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου
εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων τους, απαιτείται να αναφέρονται
σε αυτήν (την ατομική ειδοποίηση) τα προσδιοριστικά στοιχεία του χρέους, όπως
το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται και η αιτία του, δηλαδή εάν αυτό αποτελεί
ατομική οφειλή των παραπάνω προσώπων ή οφειλή βεβαιωθέντος φόρου κοινοπραξίας,
για την οποία τα μέλη της έχουν, κατά τα ήδη εκτεθέντα,
πρόσθετη ευθύνη για την πληρωμή του.
7. Επειδή, με την υπό κρίση
αίτηση, προβάλλονται οι εξής λόγοι αναιρέσεως: α) Κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και
πλημμελή εφαρμογή της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 4 του ν. 1882/1990 το
διοικητικό εφετείο δέχθηκε κατά τ’ ανωτέρω ότι δεν δημιουργείται ίδια υποχρέωση
των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του μέλους κοινοπραξίας για την καταβολή
οφειλών της τελευταίας (από φόρους, πρόστιμα κ.λπ.), αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη
τους, η οποία δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης της οφειλής, αλλά στο
στάδιο της είσπραξής της, οπότε και στην τελευταία περίπτωση αναγκαία
προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου
αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς
αυτά της ατομικής ειδοποίησης, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4
του Κ.Ε.Δ.Ε. για τη διενεργηθείσα σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή βεβαίωση,
η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής
εκτέλεσης, όπως είναι και η κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς
του Δημοσίου, το δικάσαν εφετείο εάν ερμήνευε και εφάρμοζε ορθώς την
προαναφερθείσα διάταξη θα έπρεπε να δεχθεί ότι η ως άνω ευθύνη των μελών της
κοινοπραξίας είναι πρωτογενής και αποκλειστική· διότι, κατά το αναιρεσείον, από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης
συνάγεται αποκλειστική ευθύνη των μελών της κοινοπραξίας, σε αντιδιαστολή
με τις διατάξεις που προβλέπουν την παράλληλη ευθύνη των ομορρύθμων
εταίρων στις ομόρρυθμες εταιρείες και των διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών
κ.λπ. στις ανώνυμες εταιρείες και στις επε. Συνεπώς,
κατά το Δημόσιο πάντοτε, με την αποστολή ατομικών ειδοποιήσεων στο όνομα της
κοινοπραξίας και την επίδοση αυτών στην έδρα της ολοκληρώνεται η γνωστοποίηση
της ύπαρξης οφειλής αυτής προς το Δημόσιο και των οικείων ταμειακών βεβαιώσεων,
ενώ, παράλληλα, έχει λάβει χώρα και η γνώση των μελών της κοινοπραξίας για την
ύπαρξη της οφειλής, που ως εκ της ιδιότητάς τους ως
μέλη της κοινοπραξίας φέρουν, κατά τα προεκτεθέντα,
πρωτογενή και αποκλειστική ευθύνη για την καταβολή των οφειλόμενων φορολογικών
ποσών. Διατείνεται, επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει με
τη μορφή και τον σκοπό της κοινοπραξίας, η οποία είναι σύμπραξη προσώπων προς
επιδίωξη κοινού σκοπού, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα το ότι τα μέλη της
διατηρούν την επιχειρηματική και νομική τους αυτοτέλεια, καθώς δεν καθίσταται η
κοινοπραξία φορέας των υποχρεώσεων που γεννιούνται έναντι των τρίτων από τη
διαχείριση ή τις εργασίες της αλλά αντιθέτως οι υποχρεώσεις γεννιούνται στο
πρόσωπο των μελών της. Συνεπώς, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος
Δημοσίου, εν προκειμένω, αρκούσε προς τον σκοπό της γνωστοποίησης των
φορολογικών οφειλών της κοινοπραξίας, το υπ’ αρ.
./17.7.2009 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, που
επιγραφόταν ως «ατομική ειδοποίηση», και κοινοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο,
σε συνδυασμό με τη γνωστοποίηση των ατομικών βεβαιώσεων στην κοινοπραξία, με
αποτέλεσμα ότι ήταν νόμιμη και η επίδικη αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας
τρίτου μέχρι το ποσό των ως άνω χρεών. β) Κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
των ίδιων διατάξεων αλλά και κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
αναφορικά με τη μη λήψη υπόψη ουσιώδους ισχυρισμού εκ μέρους του δικάσαντος
εφετείου, δεν εξετάσθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση το ζήτημα εάν, στην περίπτωση που μέλος της κοινοπραξίας έχει λάβει
πλήρη γνώση των ληξιπρόθεσμων χρεών της κοινοπραξίας για την καταβολή των
οποίων ήταν συνυπεύθυνο, με την επίδοση σε αυτό προηγηθείσας
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που είχε επιβληθεί σε βάρος του, η
παράλειψη εκ νέου αποστολής ατομικής ειδοποίησης σε αυτό δεν συνεπάγεται την
ακυρότητα της μεταγενέστερης αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, αφού ο
οφειλέτης, έχοντας λάβει προγενέστερα με άλλη πράξη γνώση των οφειλών του, δεν
στερείται οποιουδήποτε δικονομικού ή ουσιαστικού δικαιώματος για την προάσπιση
των συμφερόντων του. Ειδικότερα, διατείνεται το Ελληνικό Δημόσιο ότι εν
προκειμένω ο αναιρεσίβλητος είχε λάβει πλήρη γνώση
των ληξιπρόθεσμων χρεών της κοινοπραξίας, για την καταβολή των οποίων ήταν
υπεύθυνος, με την 3409/16.9.2009 ως άνω αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης
περιουσίας του, που είχε προηγουμένως επιβληθεί σε βάρος του για την
αναγκαστική είσπραξη των ίδιων ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες αναφέρονται
στις υπ’ αρ. ./26.4.2004 ατομικές ειδοποιήσεις του
Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, που απεστάλησαν στην κοινοπραξία, και
ως εκ τούτου, η παράλειψη εκ νέου αποστολής ατομικής ειδοποίησης σε αυτόν δεν
συνεπάγεται την ακυρότητα της ένδικης αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου,
αφού ο αναιρεσίβλητος δεν στερήθηκε οιουδήποτε
δικονομικού ή ουσιαστικού δικαιώματος για την προάσπιση των συμφερόντων του.
Για τον λόγο αυτό, μάλιστα προβάλλεται από το αναιρεσείον
μη λήψη υπόψη του ως άνω ουσιώδους ισχυρισμού εκ μέρους του δικάσαντος
εφετείου, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Επίσης, προβάλλεται
ότι, ενόψει των ανωτέρω, δεν έχει καμιάν επίπτωση το δεδικασμένο
που ενδέχεται να προκύπτει από την υπ’ αριθμ.
522/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης σχετικά με το ότι το υπ’
αριθμ. ./2009 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου προς
τον αναιρεσίβλητο συνιστά πληροφοριακό έγγραφο και
όχι ατομική ειδοποίηση. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως
αναιρέσεως, ενόψει των οριζομένων στις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν.
3900/2010, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με το
εισαγωγικό του δικόγραφο προβάλλει σχετικά με τον πρώτο ως άνω λόγο αναιρέσεως
και το τιθέμενο με αυτόν ζήτημα σχετικά με το είδος της ευθύνης των μελών
κοινοπραξίας για την καταβολή οφειλών της τελευταίας) ότι η κρινόμενη αίτηση
ασκείται παραδεκτώς διότι δεν υφίσταται νομολογία του
Δικαστηρίου. Σχετικά δε με τον ανωτέρω δεύτερο λόγο αναιρέσεως και το τιθέμενο
ζήτημα σχετικά με το εάν καλύπτεται η παράλειψη εκ νέου αποστολής ατομικής
ειδοποίησης από την προηγούμενη πλήρη γνώση των χρεών της κοινοπραξίας με άλλο
τρόπο, ζήτημα κρίσιμο κατά το αναιρεσείον διότι σε
περίπτωση που θεωρηθεί βάσιμος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, τότε δεν έχει
επίπτωση στην επίδικη διαφορά το δεδικασμένο που κατά
το δικάσαν δικαστήριο απορρέει από την υπ’ αριθμ.
522/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, προβάλλεται ότι
υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης με την υπ’ αριθμ.
904/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
8. Επειδή, οι παραπάνω κατά
τον ν. 3900/2010 ισχυρισμοί του Δημοσίου είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, αβάσιμοι και οι αντίστοιχοι λόγοι
αναιρέσεως απαράδεκτοι. Ο μεν πρώτος, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε στην πέμπτη
σκέψη, κατά τον χρόνο της κρινόμενης αιτήσεως είχε εκδοθεί η 2319/2018 απόφαση
του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί του αυτού κρίσιμου νομικού ζητήματος,
μεταξύ των ίδιων μάλιστα διαδίκων, προς την οποία, άλλωστε, είναι σύμφωνη η
κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως
παρατίθεται ανωτέρω· ο δε δεύτερος, διότι με την 904/2012 απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας προς την οποία προβάλλεται αντίθεση, κρίθηκε ότι για
το εμπρόθεσμο της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαιώσεως, είναι δυνατόν να
συναχθεί πλήρης γνώση πράξης ταμειακής βεβαιώσεως, η οποία αφορά σε φυσικό
πρόσωπο για οφειλές του προσώπου αυτού, εάν έχει προηγηθεί νόμιμη επίδοση
έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης με επισυναπτόμενο σ’ αυτήν πίνακα χρεών, ο
οποίος περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που πρέπει να εμπεριέχονται σε μία ατομική
ειδοποίηση δηλαδή ζήτημα διάφορο - και δη κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων
(βλ. ανωτ. σκέψη 2) – από αυτό των προϋποθέσεων
αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος τρίτων, ευθυνόμενων
προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, ώστε να τους δοθεί η
δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους και να μην απολέσουν
στάδιο δικονομικής προστασίας τους.
9. Επειδή, κατόπιν των
ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως απαράδεκτη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο αναιρεσείον Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων
εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα
στις 30 Ιουνίου 2021.
Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος Η
Γραμματέας
Ιωάννης Β. Γράβαρης
και μετά την αποχώρησή της
Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος
Σταυρούλα Χάρου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2024.
Ο Πρόεδρος του Στ´
Τμήματος Η Γραμματέας του Στ´
Τμήματος
Ιωάννης Β. Γράβαρης
Σταυρούλα Χάρου