ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΘεσ 43542/2025

 

Απόφαση για καταδίκη πιστωτικού ιδρύματος σε αποζημίωση λόγω απάτης μέσω web-banking που οδήγησε σε απώλεια 400.000 ευρώ από λογαριασμό πελατών του -.

 

Δεκτή έγινε η αγωγή κατά τράπεζας, η οποία αφορούσε σε μη εγκεκριμένη μεταφορά ποσού 400.000 ευρώ από τον τραπεζικό τους λογαριασμό, έπειτα από ηλεκτρονική απάτη τύπου “phishing”. Ειδικότερα, άγνωστος δράστης προσποιούμενος λογιστικό γραφείο, απέσπασε τηλεφωνικά από την ενάγουσα τον αριθμό της κάρτας της, καθώς και εξαψήφιους κωδικούς, τα οποία χρησιμοποίησε για αλλαγή των κωδικών πρόσβασης στο web-banking και καταχώρηση νέας συσκευής κινητού τηλεφώνου. Έτσι απέκτησε πλήρη πρόσβαση στον λογαριασμό της και χρήση των υπηρεσιών του με κωδικούς που πλέον ο ίδιος λάμβανε. Στη συνέχεια, με μία συναλλαγή προέβη σε μεταφορά ποσού 400.000 ευρώ σε λογαριασμό τρίτου προσώπου. Η τράπεζα, χωρίς να διαπιστώσει την παραβίαση ασφαλείας και την ασυνήθιστη δραστηριότητα, επέτρεψε τη συναλλαγή, η οποία είχε εγκριθεί από τον άγνωστο δράστη και όχι από τους δικαιούχους του λογαριασμού. Παρά τις επανειλημμένες αναφορές και αιτήματα αμφισβήτησης, η τράπεζα αρνήθηκε να αποκαταστήσει τη ζημία, αποδίδοντας την ευθύνη στους πελάτες. Το Δικαστήριο ανέλυσε εκτενώς τις διατάξεις του Ν. 4537/2018 που ενσωματώνει την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, καθώς και τις αρχές της αντικειμενικής ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, κρίνοντας ότι: • Η τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης της γνησιότητας και της έγκρισης της συναλλαγής (άρθρο 72 Ν. 4537/2018). • Μόνη η χρήση του μέσου πληρωμής (λ.χ. καταχώρηση κωδικών) δεν αρκεί για να τεκμηριώσει έγκριση του χρήστη. • Η τράπεζα όφειλε να εφαρμόζει “ισχυρή ταυτοποίηση” και να διαθέτει σύγχρονα, λειτουργικά συστήματα ασφαλείας.•     Ο πελάτης απαλλάσσεται από την ευθύνη εφόσον δεν ενήργησε με δόλο ή βαριά αμέλεια, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η συμπεριφορά του κρίθηκε ελαφρώς αμελής. • Η τράπεζα παραβίασε τις υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που απορρέουν από το άρθρο 288 ΑΚ, τον Ν. 4537/2018 και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/389, από το άρθρο 8 Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και από τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η τράπεζα δεν εξασφάλισε ασφαλές σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών και δεν προειδοποίησε εγκαίρως τους πελάτες της για τη συναλλαγή, την οποία όφειλε να εντοπίσει ως ασυνήθιστη και ύποπτη και να την εμποδίσει ή να προχωρήσει σε αυστηρότερη ταυτοποίηση, λ.χ. με τηλεφωνική κλήση προς αυτούς. Και τούτο διότι δεν είχαν πραγματοποιήσει στο παρελθόν ανάλογη συναλλαγή, αλλά και διότι εντός 35 λεπτών πραγματοποιήθηκε αλλαγή των κωδικών πρόσβασης, εγγραφή νέας συσκευής, ενεργοποίηση της υπηρεσίας Push Notifications στη νέα συσκευή, καταχώριση του λογαριασμού στον οποίο έγινε η μεταφορά ως «φιλικού» και τέλος μεταφορά σε αυτόν ποσού 400.000 ευρώ με μία συναλλαγή. Ομοίως, δεν έλαβε όλα τα μέτρα πρόνοιας και ασφάλειας που μπορούσα να λάβει και κατά τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των καταναλωτών. Επίσης, κρίθηκε ότι η συμπεριφορά της τράπεζας συνιστά και αδικοπραξία, υπό την έννοια της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης των επιβαλλόμενων από το νόμο ενεργειών. Και τούτο διότι η τράπεζα επέδειξε βαριά αμέλεια, αφού δεν είχε λάβει ολοκληρωμένα και βελτιωμένα μέσα προστασίας με σκοπό την πληρέστερη προστασία των πελατών της από κακόβουλες επιθέσεις και διαδικτυακές απάτες, ενώ δεν τήρησε τις υποχρεώσεις διαφώτισης, ορθής ενημέρωσης και προειδοποίησης των καταναλωτών-πελατών της, καθώς παρέλειψε να τους ενημερώσει επαρκώς για τις προσπάθειες υποκλοπής των προσωπικών τους στοιχείων. Η συμπεριφορά της αυτή υπήρξε και παράνομη, ως αντίθετη στον Ν. 4537/2018, στον Ν. 2251/1994, στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, και στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαιτίως. Έτσι, υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει πλήρως την οικονομική ζημία των εναγόντων ύψους 356.672,63 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό που δεν κατέστη εφικτό να ανακτηθεί, απέρριψε την ένσταση συνυπαιτιότητας των εναγόντων, ενώ έγινε δεκτή και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 10.000 ευρώ σε κάθε συνδικαιούχο του λογαριασμού.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Μυρτούς B. Αντωνοπούλου)

 

 

 

Αριθμός απόφασης 43542/2025

(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής: ././2023)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Πέτρο Κομισόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγορίτσα Μπαταβάνη, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Ορφανίδου, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα, Κωνσταντία Μπαζιάκου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ:        1) [...], 2) [...], και 3) [...], οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Μυρτώ Αντωνοπούλου (Α.Μ. 9441 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), νομίμως διορισθείσα με τα από 19-03-2024 δικαστικά πληρεξούσια, η οποία κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις από 22-03-2024 έγγραφες προτάσεις της και την επ’ αυτών από 10-04-2024 προσθήκη- αντίκρουση, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο δικόγραφο των από 22-3-2024 προτάσεων της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων γίνεται μνεία ότι συμπαρίστανται και οι ασκούμενοι δικηγόροι Αριστείδης Αλούσης (AM 023182 Δ.Σ.Θ.), Μαρία Νταμοτσίδου (AM 023204 Δ.Σ.Θ.) και Χριστίνα Πεσματζόγλου (AM 023206 Δ.Σ.Θ.).

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία [...], νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της [...], η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Αγγελόπουλο (Α.Μ. 7581 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), νομίμως διορισθέντα με το υπ’ αριθ. [...] πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου [...],, ο οποίος κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις από 26-03-2024 έγγραφες προτάσεις του και την επ' αυτών από 09-04-2024 προσθήκη-αντίκρουση, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 23-11-2023 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και έλαβε τον ΓΑΚ/ΕΑΚ ././23-11-2023, η οποία μετά την παρέλευση των θεσπιζόμενων στο νόμο προθεσμιών και το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας που σχηματίστηκε με την κατάθεσή της, προσδιορίσθηκε με πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, εγγραφή η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 6 εδ. ε' ΚΠολΔ ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, μετά την εκφώνηση κατά τη σειρά της από το πινάκιο, η ανωτέρω υπόθεση συζητήθηκε δημόσια χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 6 εδ. ζ' ΚΠολΔ. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων προσκόμισε το υπ’ αρ. ./2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης προσκόμισε το υπ’ αρ. ./2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Η σύμβαση με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίστηκε διεξοδικά αρχικά με το ν. 3862/2010, που ενσωμάτωσε τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2007/64, 2007/44 και 2010/16 της ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «για τις υπηρεσίες πληρωμών» στην εσωτερική αγορά, που αφορούσαν σε τροποποίηση των Οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και κατάργηση της Οδηγίας 97/5/ΕΚ, και, εν συνεχεία, με το ν. 4537/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ για τις υπηρεσίες πληρωμών. Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ν. 4537/2018, κατά το άρθρο 2 αυτού, εκτείνεται στις υπηρεσίες πληρωμών του άρθρου 4. Σύμφωνα με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 του νόμου αυτού, ως υπηρεσίες πληρωμών νοούνται και η (άρθρο 4 § 3 περ. γ αα’) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, η οποία διενεργείται μέσω (άρθρο 4 § 4) «ιδρύματος πληρωμών», που είναι το νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 11, να παρέχει και να εκτελεί υπηρεσίες πληρωμών σε όλα τα κράτη - μέλη, στα οποία συγκαταλέγονται και τα τραπεζικά ιδρύματα. Σύμφωνα με το άρθρο 4 § 5, «πράξη πληρωμής» είναι η πράξη, η εκκίνηση της οποίας διενεργείται από τον πληρωτή ή για λογαριασμό του ή από τον δικαιούχο και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου, «εξ αποστάσεως πράξη πληρωμής» (παρ. 6) είναι η πράξη πληρωμής, η εκκίνηση της οποίας διενεργείται μέσω του διαδικτύου ή μέσω συσκευής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία εξ αποστάσεως, «σύστημα πληρωμών» (παρ. 7) είναι το σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών, το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση και/ή το διακανονισμό πράξεων πληρωμής, «πληρωτής» (παρ. 8) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτό τον λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής, «δικαιούχος» (παρ. 9) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής, «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» (παρ. 10) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής, δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες, «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» (παρ. 11) είναι οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τυγχάνει εξαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 34, «εντολή πληρωμής» (παρ. 13) είναι η οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής, «μέσω πληρωμής» (παρ. 14) νοείται η σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που χρησιμοποιείται για την εκκίνηση εντολής πληρωμής, «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού» (παρ. 17) είναι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος παρέχει και τηρεί λογαριασμό πληρωμών για πληρωτή, «σύμβαση - πλαίσιο» (παρ. 21) είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση μεμονωμένων και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους για το άνοιγμα λογαριασμού πληρωμών, «ταυτοποίηση» (παρ. 29) είναι η διαδικασία που επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύσει την ταυτότητα χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή την εγκυρότητα χρήσης συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας του χρήστη, και «ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη» (παρ. 30) νοείται η ταυτοποίηση με βάση τη χρήση δύο η περισσότερων στοιχείων που αφορούν γνώση (στοιχείο, το οποίο μόνο ο χρήστης υπηρεσίας πληρωμών γνωρίζει), κατοχή (στοιχείο, το οποίο μόνο ο χρήστης κατέχει) και κάποιο μοναδικό εγγενές χαρακτηριστικό του (στοιχείο, το οποίο ο χρήστης είναι), στοιχεία, τα οποία είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, ως προς το ότι η παραβίαση του ενός δεν θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των υπολοίπων και η διαδικασία της οποίας είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που να προστατεύεται η εμπιστευτικότητα των δεδομένων ταυτοποίησης. Η σύμβαση που συνάπτει κάποιος με «πάροχο υπηρεσιών πληρωμής» είναι μικτή, εμφανίζουσα στοιχεία εντολής και σύμβασης έργου, εκ των οποίων ωστόσο, μπορούν να εφαρμοστούν μόνο όσες διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τον παραπάνω νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 45 (πληροφορίες και όροι) «ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις εξής πληροφορίες και όρους: α) τον προσδιορισμό των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκκίνηση εκτέλεση της εντολής πληρωμής, β) τη μεγίστη προθεσμία εκτέλεσης, μέσα στην οποία οφείλει να παρασχεθεί η υπηρεσία πληρωμών, γ) όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών..., δ) ανάλογα με την περίπτωση, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία... 3. Κατά περίπτωση, κάθε άλλη σχετική πληροφορία και σχετικοί όροι του άρθρου 52, διατίθενται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε προσιτή μορφή και με κατανοητό τρόπο», ενώ κατά το άρθρο 48 (Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής): «Αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες: α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, αν διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 45, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος, ε) την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 57 (Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής): «1. Μετά τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει αμελλητί στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες: α) στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής, δ) όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά την μετατροπή του νομίσματος, ε) την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής. Κατά το άρθρο 64 (Συγκατάθεση και ανάκληση συγκατάθεσης) «1. Μια πράξη πληρωμής θεωρείται ως εγκεκριμένη, μόνον εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεσή της. Μια πράξη πληρωμής μπορεί να εγκρίνεται από τον πληρωτή είτε πριν, είτε εφόσον υπάρχει συμφωνία του πληρωτή με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μετά την εκτέλεσή της. 2. Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή σειράς πράξεων πληρωμής παρέχεται με τον τύπο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του πληρωτή και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής μπορεί, επίσης, να παρέχεται μέσω του δικαιούχου ή του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Αν δεν έχει παρασχεθεί συγκατάθεση, η πράξη πληρωμής θεωρείται ως μη εγκεκριμένη. 3. Ο πληρωτής μπορεί να ανακαλεί τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε άλλο όχι αργότερα από το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος του ανεκκλήτου σύμφωνα με το άρθρο 80...». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69 του ίδιου νόμου (Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με τα μέσα πληρωμών και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας) «1. Ό χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, που έχει δικαίωμα χρήσης του μέσου πληρωμών, έχει τις εξής υποχρεώσεις: α) χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί, β) ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που ο τελευταίος ορίζει, μόλις αντιληφθεί απώλεια, κλοπή, υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, ή μη εγκεκριμένη χρήση του. 2. Για τους σκοπούς της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, μόλις παραλάβει το μέσο πληρωμών, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας αυτού». Κατά το άρθρο 70 (Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με τα μέσα πληρωμών): «1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών έχει τις εξής υποχρεώσεις: α) διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας δεν είναι προσβάσιμα σε τρίτους παρά μόνο στο νόμιμο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών του μέσου πληρωμών, τηρούμενων των υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 69, β) δεν αποστέλλει μέσο πληρωμών χωρίς προηγούμενο σχετικό αίτημα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η εν λόγω αποστολή αφορά αντικατάσταση υφιστάμενου μέσου πληρωμών, γ) διασφαλίζει ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει στη διάθεση του, σε διαρκή βάση, τα κατάλληλα μέσα που του επιτρέπουν να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69 ή σε υποβολή αιτήματος για την άρση της αναστολής της δυνατότητας χρήσης του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 68. Ύστερα από αίτημα, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει, για δεκαοκτώ (18) μήνες από τη γνωστοποίηση στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει ότι πράγματι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση, δ) παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τη δυνατότητα να προβεί σε γνωστοποίηση χωρίς επιβάρυνση και μπορεί να επιβάλλει χρέωση μόνο για το κόστος αντικατάστασης του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69, ε) αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών από το χρονικό σημείο της γνωστοποίησης, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69. 2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αναλαμβάνει τον κίνδυνο της αποστολής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών του μέσου πληρωμών ή κάθε σχετικού εξατομικευμένου διαπιστευτηρίου ασφαλείας». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 71 «1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μια μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, περιλαμβανόμενης εκείνης του άρθρου 88, και το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα 13 μηνών από την ημερομηνία χρέωσης...». Αφού λοιπόν οι νόμιμοι χρήστες τηρήσουν την ανωτέρω υποχρέωσή τους και ειδοποιήσουν εγκαίρως, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, την Τράπεζα, τότε πληρούνται οι προϋποθέσεις αποζημίωσης - αποκατάστασής τους κατά το άρθρο 71, εννοείται εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποκλειστικά δικής τους υπαιτιότητάς. Το άρθρο 71 θεσπίζει ευνοϊκούς όρους για τους χρήστες, αφού κατόπιν ειδοποίησης η Τράπεζα υποχρεούται να αποκαθιστά όχι μόνο τη «μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής», αλλά και την «εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής», δηλαδή ακόμα και την πράξη πληρωμής, η οποία είναι μεν εγκεκριμένη αλλά εσφαλμένα εκτελεσθείσα. Σύμφωνα με το άρθρο 72 (Στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμής): «1. Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε ορθά, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να αποδεικνύει ότι έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι η πράξη πληρωμής έχει καταγραφεί με ακρίβεια, έχει καταχωριστεί στους λογαριασμούς πληρωμών και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ... 2. Αν ένας χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανόμενου του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ανάλογα με την περίπτωση, δεν αποτελεί αναγκαστικά, από μόνη της επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι είχε ενεργήσει με δόλο ή δεν είχε εκπληρώσει από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μια ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του άρθρου 69. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, πρέπει να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών». Με το άρθρο 72 το βάρος απόδειξης της γνησιότητας και της ορθής εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής έχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών (νόθος αντικειμενική ευθύνη), περιλαμβανόμενου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, σε περίπτωση αμφισβήτησης και άρνησης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι έχει εγκρίνει πράξη πληρωμής (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4537/2018). Έτσι, αν ο χρήστης αρνείται ότι έχει εγκρίνει μια συναλλαγή, που είναι προϊόν απάτης, η Τράπεζα έχει το βάρος να αποδείξει (σωρευτικά) τη γνησιότητα της πράξης πληρωμής (ακριβής καταγραφή και καταχώρησής της στους λογαριασμούς πληρωμών) και ότι δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας, δηλαδή δεν αρκεί να ισχυριστεί ότι τα συστήματά της είναι ασφαλή. Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 72 ορθώς προβλέπεται ότι μόνη η χρήση ενός μέσου πληρωμής, δηλαδή η ακολουθία της διαδικασίας πραγματοποίησης ηλεκτρονικής συναλλαγής μέσω e-banking και η πληκτρολόγηση των κωδικών εισόδου και συναλλαγής, δεν σημαίνει αναγκαστικά και ότι ο χρήστης των υπηρεσιών και πελάτης της Τράπεζας έχει εγκρίνει την πράξη πληρωμής και τη συναλλαγή. Η ratio legis της διάταξης καλύπτει κατ' αυτό τον τρόπο την περίπτωση απάτης, κατά την οποία η συναλλαγή εμφανίζεται μεν ως κανονικά εκτελεσθείσα στα ηλεκτρονικά συστήματα της Τράπεζας, αφού έγινε χρήση του μέσου πληρωμών, πλην όμως το μέσο πληρωμών που αξιοποιήθηκε έχει υποκλαπεί από τους δράστες και χρησιμοποιηθεί παρανόμως και δίχως την έγκριση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και πελάτη της Τράπεζας, και συνακόλουθα αποκλείεται η αυτόματη ευθύνη του χρήστη, ενώ του δίνεται η δυνατότητα να επικαλεστεί κλοπή ή καταχρηστική χρήση του μέσου πληρωμής. Συνεπώς, μόνη η χρήση του μέσου πληρωμών δεν σημαίνει και έγκριση της συναλλαγής από τον νόμιμο χρήστη, και η εν λόγω διάταξη δεν δύναται να ερμηνευτεί διαφορετικά, αφού στοχεύει στο να επιλύσει το πρόβλημα των συστημάτων ασφαλείας των Τραπεζών που δεν διακρίνουν τον δράστη από τον νόμιμο χρήστη, αλλά αναγνωρίζουν απλά τη χρήση του μέσου πληρωμών, το οποίο όμως έχει υποκλαπεί και χρησιμοποιηθεί παρανόμως, χωρίς η συναλλαγή - απάτη να έχει διενεργηθεί και εγκριθεί από τον νόμιμο χρήστη και εντολέα της Τράπεζας. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η χρήση ισχυρής ταυτοποίησης - ιδίως βιομετρικών στοιχείων για την έγκριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Κατά δε, το άρθρο 74 (Ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής): «1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 73, ο πληρωτής ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των πενήντα (50,00) ευρώ για τις ζημίες από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει, εφόσον: α) η απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από τη διενέργεια πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πληρωτής είχε ενεργήσει με δόλο ή β) η ζημία είχε προκληθεί από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του. Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, εφόσον οι ζημίες αυτές οφείλονται είτε σε δόλο είτε στη μη τήρηση μίας ή περισσοτέρων από τις υποχρεώσεις που έχει, σύμφωνα με το άρθρο 69, από πρόθεση ή βαριά αμέλεια (τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 22 του N. 5019/2023). Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. 2. Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες, μόνο αν έχει ενεργήσει με δόλο. Αν ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αδυνατεί να δεχτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών τον πληρωτή για την οικονομική ζημία που έχει υποστεί. 3. Από το χρονικό σημείο ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69, ο πληρωτής δεν επωμίζεται οποιαδήποτε οικονομική συνέπεια που απορρέει από τη χρήση απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών, εκτός αν έχει ενεργήσει με δόλο. Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει στον πληρωτή τα κατάλληλα μέσα που του επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή να προβεί σε ειδοποίηση αναφορικά με την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση τον μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 70, ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου πληρωμών, εκτός αν έχει ενεργήσει με δόλο». Σύμφωνα με το άρθρο 88 (Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής): «1α) Όταν η εντολή πληρωμής εκκινείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, του άρθρου 87 §§ 2 και 3 και του άρθρου 92, ευθύνεται έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής». Κατά το άρθρο 87 «1. Εάν εντολή πληρωμής εκτελείται σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, τεκμαίρεται ότι έχει εκτελεστεί ορθά, όσον αφορά τον δικαιούχο που προσδιορίζεται στο αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης. 2. Εάν το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι εσφαλμένο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 88, για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής. 3. Ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών που αφορούν την πράξη πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου συνεργάζεται σε αυτές τις προσπάθειες παρέχοντας, επιπρόσθετα, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όλες τις σχετικές πληροφορίες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών. Αν η ανάκτηση των χρηματικών ποσών σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια δεν είναι εφικτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή προσκομίζει στον πληρωτή, ύστερα από γραπτό αίτημα, όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του και είναι σημαντικές για τον πληρωτή, προκειμένου αυτός να εγείρει αξίωση για ανάκτηση των χρηματικών ποσών. 4. Αν υπάρχει σχετικός όρος στη σύμβαση - πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών. 5. Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες εκτός από εκείνες που καθορίζονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 45 ή στην περίπτωση β’ του στοιχείου 2 του άρθρου 52, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που έχει παρασχεθεί από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών». Στο άρθρο 92 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «δεν υφίσταται η ευθύνη που προβλέπεται στο άρθρο 64 έως το παρόν άρθρο όταν υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο». Σύμφωνα με το άρθρο 94 (Διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων και κινδύνων ασφαλείας) «1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών καταρτίζουν πλαίσιο με κατάλληλα μέτρα μειώσεις κινδύνων και μηχανισμούς ελέγχου για την διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων και τον κίνδυνο ασφαλείας, που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες παρέχουν. Ως μέρος του πλαισίου αυτού, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συμβάντων που άπτονται της λειτουργίας και της ασφάλειας. 2. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, σε ετήσια βάση ή σε βραχύτερα διαστήματα οριζόμενα από αυτήν, επικαιροποιημένη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων ασφαλείας που συνδέονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών, καθώς και της επάρκειας των μέτρων μείωσης κινδύνων και των μηχανισμών ελέγχου που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών.». Στο άρθρο 96 ορίζεται ότι «1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη όταν ο πληρωτής: α) έχει πρόσβαση στο λογαριασμό πληρωμών του σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online), β) εκκινεί ηλεκτρονική πράξη πληρωμής, γ) εκτελεί οποιαδήποτε ενέργεια μέσω, εξ αποστάσεως διαύλου, η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης στις πληρωμές ή άλλες παραβιάσεις. 2. Σε σχέση με την εκκίνηση ηλεκτρονικών πράξεων πληρωμής, που αναφέρεται στην περίπτωση β της παραγράφου 1, για τις ηλεκτρονικές πράξεις πληρωμής που διενεργούνται εξ αποστάσεως οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία που συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο. 3. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφάλειας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών... 6. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται το περιεχόμενο και οι ειδικότερες προδιαγραφές και απαιτήσεις των μέτρων ασφαλείας, των μέτρων μείωσης κινδύνων και των μηχανισμών ελέγχου, η έννοια του μεγάλης σημασίας λειτουργικού συμβάντος και του συμβάντος που αφορά την ασφάλεια, το διαδικαστικό πλαίσιο, οι προθεσμίες, η συχνότητα και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 94 και της παραγράφου 3 του άρθρου 95, το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 95, το περιεχόμενο και οι ειδικότερες προδιαγραφές και απαιτήσεις της ισχυρής ταυτοποίησης, τα στοιχεία που συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα...». Εξάλλου, από το άρθρο 72 παρ. 2 εδ. α’ του ν. 4537/2018, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του ίδιου νόμου - σύμφωνα με την οποία μία πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη, μόνο εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεσή της - συνάγεται ότι δεν υφίσταται γνήσια συναλλαγή όταν ο χρήστης αγνοεί αυτήν και αυτή ενεργήθηκε από τρίτο πρόσωπο χωρίς δικαίωμα, ακόμη κι αν η συγκατάθεση του χρήστη φέρεται να δόθηκε με τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, ενώ γνήσια θεωρείται μία πράξη πληρωμής όταν ενεργήθηκε με την πραγματική συναίνεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμής, δηλαδή είτε από τον ίδιο είτε εν γνώσει του από τρίτο πρόσωπο στο οποίο είχε παράσχει σχετική άδεια. Συνεπώς, η βούληση του νομοθέτη ήταν να προστατεύσει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής από την εκτέλεση πληρωμών, που δεν ανταποκρίνονται στη βούλησή του και όχι να αποτρέψει τη γένεση αξιώσεων σε βάρος του παρόχου των υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση διενέργειας συναλλαγών με φερόμενη συναίνεση του χρήστη με τον τρόπο που συμφωνήθηκε, ακόμα και αν αυτή δόθηκε με αθέμιτη παρέμβαση τρίτου προσώπου που ο χρήστης αγνοούσε και ουδέποτε ενέκρινε. Άλλωστε, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι αυτές τέθηκαν προκειμένου να ρυθμίσουν την περίπτωση απώλειας, κλοπής ή υπεξαίρεσης του μέσου πληρωμών (έτσι και η αιτιολογική έκθεση της οδηγίας ΕΕ 2015/2356, σημείο 71, όπου διευκρινίζεται ότι ουδεμία ευθύνη του πληρωτή υφίσταται όταν ο ίδιος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών). Συνεπώς, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, σε περίπτωση μεταφοράς κεφαλαίου από μη δικαιούχο πρόσωπο λόγω απώλειας (στην έννοια αυτή εντάσσεται η απάτη), κλοπής ή υπεξαίρεσης του μέσου πληρωμών, ο πελάτης της Τράπεζας (πληρωτής) δεν δύναται να διεκδικήσει από την Τράπεζα το επίδικο χρηματικό ποσό μόνο στην περίπτωση που έχει ενεργήσει με δόλο ως προς την μεταφορά αυτή (ήτοι υφίσταται συμπαιγνία μεταξύ του πληρωτή και του φερόμενου τρίτου) και στην περίπτωση που δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του άρθρου 69 με δόλο ή με βαριά αμέλεια. Αντιθέτως, στην περίπτωση που έχουν μεν παραβιαστεί υπαιτίως οι υποχρεώσεις του άρθρου 69, πλην όμως με ελαφρά αμέλεια, τότε ο πελάτης της Τράπεζας ευθύνεται μόνο έως του ποσού των πενήντα (50,00) ευρώ, Τέλος, εάν δεν έχουν παραβιαστεί υπαιτίως οι ανωτέρω υποχρεώσεις, ο πελάτης της Τράπεζας δικαιούται το πλήρες κεφάλαιο που μεταφέρθηκε. Σημειώνεται δε, ότι ως προς την έννοια της αμέλειας, ήδη η οδηγία ΕΕ 2015/2366 διευκρινίζει στην αιτιολογική της πρόταση (σημείο 72): «Για να εκτιμηθεί αν υπάρχει αμέλεια ή βαριά αμέλεια του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις. Τα αποδεικτικά στοιχεία και ο βαθμός της καταγγελλόμενης αμέλειας θα πρέπει να αξιολογούνται βάσει του εθνικού δικαίου. Άλλωστε, ενώ η έννοια της αμέλειας συνεπάγεται παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, με τον όρο βαριά αμέλεια θα πρέπει να νοείται κάτι βαρύτερο από την απλή αμέλεια, που θα αφορά μορφές συμπεριφοράς που παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό έλλειψης επιμέλειας, παραδείγματος χάριν η περίπτωση όπου τα διαπιστευτήρια που χρησιμοποιούνται για την έγκριση πράξης πληρωμής φυλάσσονται δίπλα στο μέσο πληρωμής κατά τρόπο ανοικτό και ευχερώς ανιχνεύσιμο από τρίτους. Οι συμβατικοί όροι και οι όροι παροχής και χρήσης ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών που θα συνεπάγονταν αύξηση του βάρους της απόδειξης έναντι του καταναλωτή ή μείωση του βάρους της απόδειξης έναντι του εκδότη, θα πρέπει να θεωρούνται άκυροι. Εξάλλου, σε ειδικές περιπτώσεις και ιδίως στις περιπτώσεις όπου το μέσο πληρωμής δεν είναι παρόν στο σημείο πώλησης, όπως στην περίπτωση των ηλεκτρονικών πληρωμών, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει αποδείξεις της καταγγελλόμενης αμέλειας, δεδομένου ότι τα μέσα που διαθέτει ο πληρωτής είναι πολύ περιορισμένα σε αυτές τις περιπτώσεις». Επίσης, για την ειδικότερη διευκρίνιση της βαριάς αμέλειας σε περίπτωση απάτης, κρίσιμο είναι εάν εφαρμόζεται σύστημα ισχυρής ταυτοποίησης (άρθρο 96 του ν. 4537/2018). Δεδομένου ότι στην ισχυρή ταυτοποίηση απαιτείται πάντοτε διαδικασία δύο σταδίων, βαρεία αμέλεια θα νοείται, κατά κανόνα, μόνο στην περίπτωση που ο εξαπατηθείς πληρωτής παράσχει στους δράστες της απάτης τα απαιτούμενα μέσα και των δύο σταδίων (πχ. όνομα χρήστη και κωδικό αφενός, ΟΤΡ για μεταφορά κεφαλαίου αφετέρου). Αν, αντιθέτως, ο εξαπατηθείς πληρωτής παράσχει στους δράστες πληροφορίες μόνο για το ένα από τα δύο στάδια (π.χ. μόνο όνομα χρήστη και κωδικό), τότε η αμέλεια που τον βαρύνει θα πρέπει να κρίνεται κατά κανόνα ελαφρά, καθότι ο πληρωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι το έτερο μέρος θα αποκτήσει πρόσβαση, με δικά του μέσα, και στο έτερο στάδιο (πχ. γνώση κωδικού ΟΤΡ), ώστε να πετύχει την μεταφορά κεφαλαίων. Στην ανωτέρω περίπτωση, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, θα πρέπει να υπαχθεί και η περίπτωση στην οποία ο εξαπατηθείς πληρωτής παρέχει εξ ιδίων πληροφορίες όσον αφορά κάποιον κωδικό διεκπεραίωσης της συναλλαγής, ο οποίος όμως δεν αφορά στην μετακίνηση κεφαλαίου, τούτο δε, διότι δικαίως εμπιστεύεται ο πληρωτής ότι τα όσα έχει γνωστοποιήσει σε τρίτο μέρος δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μετακίνηση κεφαλαίου. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι ο νόμος 4537/2018 εισάγει αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 103, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, ώστε στο πλαίσιο του νόμου αυτού και κατά τις πρόνοιες αυτού δεν υφίσταται ευθύνη των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 92 (Απουσία ευθύνης σε μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις) μόνο όταν υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρόλες τις προσπάθειες για το αντίθετο. Ωστόσο, υπό το σύστημα του νόμου αυτού οι λειτουργικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι ασφαλείας του συστήματος, δεν αποτελούν μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις, ώστε η από την επέλευση τους ζημία των χρηστών βαρύνει τους παρόχους, καθώς η περίπτωση τους ρυθμίζεται διεξοδικά στα άρθρα 94 επ. Οι ως άνω ρυθμίσεις, τελούν σε σύμπνοια με αυτές του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών», όπου στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες επίσης εμπίπτουν οι τράπεζες, οι οποίες υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας (ΑΠ 1849/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αθέτηση των οποίων εκτός από παραβίαση της σύμβασης συνιστά και αδικοπραξία (ΑΠ 1607/2018, ΑΠ 589/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ν. 2251/1994 καθιερώνει και αυτός σύστημα νόθου αντικειμενικής ευθύνης. Επομένως, αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την Τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια, εφόσον συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις της παρανομίας και της υπαιτιότητας, δηλαδή με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1849/2017, ΑΠ 1133/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απλή παράβαση συμβατικής υποχρέωσης (παρανομία υπό ευρεία έννοια), με δεδομένο ότι η ύπαρξη συμβατικού δεσμού του παρέχοντος την υπηρεσία με τον αποδέκτη αυτής αποτελεί τον κανόνα, δεν αρκεί για να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη, αλλά απαιτείται παρανομία κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και, στην περίπτωση αυτή, η διάταξη εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη σύμβασης. Είναι δυνατό, όμως, μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή, και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1564/2021, ΑΠ 1406/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν υπάρχει και συμβατική παράβαση, και συγκεκριμένα πλημμελής εκπλήρωση, θα συντρέχει περίπτωση συρροής αξιώσεων. Με δεδομένο ότι η τήρηση των κανόνων της επαγγελματικής επιμέλειας συνιστά και συμβατική υποχρέωση του παρέχοντος την υπηρεσία και ότι αυτοί οι κανόνες της επαγγελματικής επιμέλειας διεθνώς διαμορφώνονται ως ένα πλαίσιο ενιαίο είτε υπάρχει συμβατικός δεσμός είτε όχι, μια υπηρεσία που παραβιάζει αυτούς τους κανόνες θα συνιστά ταυτόχρονα και παρανομία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και συμβατική παράβαση. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1133/2017, ΑΠ 2257/2014, ΑΠ 535/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ενδοσυμβατική ευθύνη της Τράπεζας στη συνηθέστερη μορφή σύμβασης, που είναι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων (φέρουσα τα στοιχεία ανώμαλης παρακαταθήκης του άρθρου 830 ΑΚ), περιλαμβάνει υποχρεώσεις για κυρία παροχή (υποχρέωση διαφύλαξης των χρημάτων και απόδοσής τους κατ' εντολή των καταθετών), αλλά παράλληλα και παρεπόμενες εξίσου σημαντικές υποχρεώσεις (288 ΑΚ) για διατήρηση ενός ασφαλούς συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών μέσω της υπηρεσίας e - banking, προειδοποίηση των εντολέων ενόψει των επικείμενων κινδύνων απάτης, πρόνοια και επιμέλεια ελέγχου για τη διεκπεραίωση των εντολών των πελατών της και καλόπιστη εξυπηρέτησή τους, όπως οι υποχρεώσεις αυτές ορίζονται και από τον ν. 2251/1994, αλλά και από τον ν. 4537/2018. Η παράβασή τους έτσι συνεπάγεται πλημμελή εκπλήρωση της παροχής και αξίωση σε αποζημίωση. Εξάλλου, από τον χρήστη των υπηρεσιών ηλεκτρονικής πληρωμής εύλογα αναμένεται πως τα συστήματα ασφαλείας του παρόχου θα είναι σύγχρονα αναβαθμισμένα, επικαιροποιημένα, εναρμονισμένα με τις προδιαγραφές και απαιτήσεις του νόμου, των σύγχρονων συναλλαγών και τεχνολογικών τάσεων και εξελίξεων, και πως θα είναι αποτελεσματικά απέναντι σε κακόβουλες παρεμβολές τρίτων, από τους οποίους θα πρέπει να κατέχει και να διατηρεί ένα πραγματικό και σαφές τεχνολογικό πλεονέκτημα. Έτσι, από τον χρήστη αναμένεται εύλογα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πως το σύστημα ασφάλειας της Τράπεζας θα είναι ικανό να εντοπίσει εγκαίρως την κακόβουλη παρεμβολή και είτε θα την εξουδετερώσει είτε θα την απομόνωση θωρακίζοντας έτσι τον τραπεζικό λογαριασμό του χρήστη. Επομένως, θα πρέπει στο σύστημα ασφάλειας της ηλεκτρονικής πληρωμής να περιλαμβάνεται η εξακρίβωση της γνησιότητας των συναλλαγών μέσω δυναμικών κωδικών, προκειμένου ο χρήστης να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή το ποσό και τον δικαιούχο της πράξης πληρωμής που ο χρήστης εγκρίνει (οδηγία ΕΕ 2015/2356, σημείο 95). Λόγω της ταχύτητας της ψηφιοποίησης των σύγχρονων συναλλαγών, η Τράπεζα οφείλει να υιοθετήσει σύγχρονα μέσα ασφάλειας των ηλεκτρονικών συστημάτων της. Επομένως, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και κατά την κρίση ενός μέσου, λογικού και αντικειμενικού παρατηρητή, η διαβλητότητα των συστημάτων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών πληρωμών της Τράπεζας, αποτελεί την πρόσφορη αιτία πρόκλησης της οικονομικής και όχι μόνο ζημίας των πελατών της - χρηστών των ηλεκτρονικών συστημάτων. Επίσης, η εκπλήρωση της υποχρέωσης της Τράπεζας περί συνεχούς εποπτείας και ασφαλείας στο σύστημα και τον λογαριασμό και άμεσης προειδοποίησης του καταναλωτή, σε περίπτωση που αντιληφθεί κάποια ύποπτη κίνηση εις βάρος του, καθίσταται καθοριστικής σημασίας για την διασφάλιση των περιουσιακών δικαιωμάτων των πελατών της ιδίως όταν έχει προηγηθεί ιστορικό περιστατικών απάτης (ΕφΑθ 2405/2024 ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω παραπομπές).

 

II. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο αδικηθείς, που επιδιώκει, λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τον αδικοπραγήσαντα, επιδίκαση εύλογης, κατά την κρίση του δικαστηρίου, χρηματικής ικανοποιήσεως, οφείλει, για να είναι ορισμένη η αγωγή του ως προς την έννοια της "εύλογης" χρηματικής ικανοποιήσεως, να εκθέτει τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, τη βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, τον βαθμό της προσβολής της προσωπικότητάς του, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, καθόσον για το ορισμένο της αγωγής, σε σχέση με την τελευταία περίσταση, αρκεί η μνεία της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, ως κατ’ αρχήν εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο, στον εναγόμενο δε απόκειται να προτείνει, κατ’ ανεπτυγμένη άρνηση, και άλλα περιστατικά, ως προς το στοιχείο τούτο, χρήσιμα για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης (ΕφΑθ 2405/2024 ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω παραπομπές). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, εκ των οποίων η πρώτη και ο τρίτος τυγχάνουν σύζυγοι και ο δεύτερος, υιός τους, με την υπό κρίση αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις κατατεθείσες προτάσεις τους (άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ), εκθέτουν ότι με την από 17-09-2014 έγγραφη αίτηση ανοίγματος λογαριασμού, που καταρτίστηκε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ αυτών, ως συνδικαιούχων, και της εναγόμενης, συνήφθη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, με αντικείμενο τη σύσταση του υπ’ αριθ. [...] λογαριασμού καταθέσεων. Ότι ο εν λόγω λογαριασμός χρησιμοποιούνταν για την αποταμίευση των οικονομιών του δεύτερου εξ αυτών, προερχόμενων από την εργασία του, ενώ από και προς τον λογαριασμό αυτό γίνονταν εμβάσματα ποσών κυρίως από και προς τον επαγγελματικό λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία [...], της οποίας  εταίροι είναι οι ίδιοι. Ότι το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού στις 28-04-2022 ανερχόταν στο ποσό των 407.000 ευρώ. Ότι δυνάμει της από 29-09-2010 αίτησης της πρώτης εξ αυτών προς την εναγόμενη απέκτησαν δικαίωμα χρήσης των εναλλακτικών δικτύων αυτής, ήτοι τη δυνατότητα διενέργειας ηλεκτρονικών συναλλαγών με το εκάστοτε διαθέσιμο υπόλοιπο, ενώ δικαίωμα πρόσβασης στο δίκτυο είχαν η πρώτη και ο τρίτος εξ αυτών, ο δε υπ’ αριθ. [...] λογαριασμός συνδέθηκε με το εναλλακτικό δίκτυο της εναγόμενης την ημέρα που αιτήθηκαν το άνοιγμα αυτού. Ότι την 28-04-2022 άγνωστος δράστης, εφαρμόζοντας τεχνική εξαπάτησης των χρηστών του διαδικτύου, γνωστή και αποκαλούμενη ως «phishing» (ηλεκτρονικό «ψάρεμα») απέκτησε πλήρη πρόσβαση στον ως άνω λογαριασμό καταθέσεων, με αποτέλεσμα να υποκλαπεί το σύνολο σχεδόν των αποταμιευμένων χρημάτων τους, ήτοι το ποσό των 400.000 ευρώ. Ότι ειδικότερα, άγνωστος δράστης επικοινώνησε με τον τρίτο εξ αυτών, προσποιούμενος ότι τηλεφωνεί από το λογιστικό γραφείο που επιμελείται τις προσωπικές υποθέσεις τους, καθώς και τις υποθέσεις της εταιρείας τους. Ότι ο δράστης του ανέφερε ότι οι ίδιοι δικαιούνται επίδομα εξαιτίας αναστολής εργασιών λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, ζητώντας να μάθει αν επιθυμούν να προχωρήσουν στη διαδικασία για την υποβολή της αίτησης και την είσπραξη των ποσών και για τη διεκπεραίωση της του ανέφερε ότι θα χρειαζόταν στοιχεία από έναν κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό. Ότι ο τρίτος εξ αυτών τον παρέπεμψε να μιλήσει με την πρώτη από αυτούς και στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο άγνωστος δράστης με αυτή, της ζήτησε τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας ενός κοινού τους λογαριασμού, προκειμένου να πιστωθεί το ποσό που αφορά στα προαναφερόμενα επιδόματα. Ότι η πρώτη εξ αυτών, ακολουθώντας τις οδηγίες του, τού έδωσε τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας, που ήταν συνδεδεμένη με τον ως άνω λογαριασμό, ενώ ακολούθως ο άγνωστος δράστης της ζήτησε να αναγνώσει σε αυτόν τους εξαψήφιους κωδικούς που θα ελάμβανε στο κινητό της τηλέφωνο, αναφέροντας της ότι τους χρειαζόταν για την ολοκλήρωση της διαδικασίας και υποδεικνύοντας της να τους διαγράψει αμέσως μετά. Ότι κατά τη διάρκεια της συνομιλίας της με τον άγνωστο δράστη εστάλησαν πέντε εξαψήφιοι κωδικοί στο κινητό τηλέφωνο της, ωστόσο κανένας από τους κωδικούς αυτούς δεν αφορούσε σε μετακίνηση κεφαλαίου και συγκεκριμένα τα τέσσερα πρώτα μηνύματα αφορούσαν σε «e - Banking Password reset», ενώ το πέμπτο μήνυμα αφορούσε σε «Αίτηση εγγραφής νέας συσκευής» και ουδέποτε της απεστάλη κάποιος κωδικός (πρόσθετος κωδικός ασφαλείας) για μεταφορά κεφαλαίου και ουδέποτε χορήγησε έγκριση για να γίνει τέτοια μεταφορά. Ότι επίσης ουδέποτε της ζητήθηκε να γνωστοποιήσει τον κωδικό συνδρομητή (username) ή και τον μυστικό κωδικό (password), με τους οποίους θα μπορούσε τρίτος να αποκτήσει πρόσβαση στο web - banking της εναγόμενης. Ότι μετά από μισή ώρα περίπου ο άγνωστος δράστης την ενημέρωσε ότι έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία και της συνέστησε να μην εισέλθει στο σύστημα web - banking για τουλάχιστον μισή ώρα. Ότι στη συνέχεια την ρώτησε εάν υπάρχει και άλλος λογαριασμός, ώστε να γίνει εναλλακτικά πίστωση των επιδομάτων και εκεί, η ίδια δε του έδωσε τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας της Τράπεζας [...], όπου επίσης τηρούν λογαριασμό, ώστε να προβεί στην ίδια διαδικασία. Ότι στη συνέχεια ο δράστης την ενημέρωσε ότι η διαδικασία ολοκληρώθηκε και τερματίστηκε η επικοινωνία τους. Ότι περί ώρα 17:30 της ίδιας ημέρας η πρώτη από αυτούς δέχθηκε τηλεφωνική κλήση από υπαλλήλους της Τράπεζας [...], οι οποίοι την ενημέρωσαν ότι έγινε αντιληπτή  προσπάθεια εισόδου στο σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών τους (e - Banking) από πρόγραμμα περιήγησης (browser), που δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενη σύνδεσή τους, την οποία, σύμφωνα με το σύστημα ασφαλείας της εν λόγω τράπεζας, έπρεπε αυτοί να εγκρίνουν προκειμένου να γίνει η είσοδος, και δεδομένου ότι ουδέποτε παρείχαν έγκριση, η Τράπεζα [...] θεώρησε ότι η απόπειρα εισόδου πραγματοποιείται από μη εγκεκριμένους χρήστες και προέβη σε άμεση ενημέρωσή τους, ώστε να διαπιστώσει ότι είναι οι ίδιοι που επιχειρούν τη σύνδεση. Ότι ο υπάλληλος της εν λόγω τράπεζας τούς υπέδειξε να προβούν σε ακύρωση τόσο της χρεωστικής κάρτας όσο και των κωδικών του συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών, προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη νέα προσπάθεια παραβίασης, ενέργεια και στην οποία προέβησαν. Ότι αμέσως μετά το τηλεφώνημα από τον υπάλληλο της Τράπεζας [...], η πρώτη εξ αυτών προσπάθησε να εισέλθει στο σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών της εναγόμενης με τους κωδικούς της, πλην όμως ελάμβανε το μήνυμα ότι οι κωδικοί δεν είναι έγκυροι, κατάφερε ωστόσο να εισέλθει χρησιμοποιώντας τους κωδικούς του τρίτου εξ αυτών, όπου διαπίστωσε την απώλεια του ποσού των 400.000 ευρώ. Ότι επικοινώνησε άμεσα με το υποκατάστημα της εναγόμενης στο Κορδελιό, όπου δήλωσε την, εν αγνοία της, μεταφορά του ως άνω ποσού σε άγνωστο σε αυτούς πρόσωπο, καθώς ουδέποτε είχαν εγκρίνει τη συναλλαγή αυτή, υπέβαλε προφορικά αίτημα αμφισβήτησης της συναλλαγής και ζήτησε να ενημερωθεί για τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί για την άμεση ακύρωση της συναλλαγής που είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την συναίνεσή τους. Ότι περί ώρα 20:40 της ίδιας ημέρας η πρώτη και ο τρίτος εξ αυτών μετέβησαν στο Τμήμα Ασφαλείας Καλαμαριάς, όπου υπέβαλαν μήνυση κατά αγνώστων για την τελεσθείσα σε βάρος τους απάτη. Ότι στις 29-04-2022 υπέβαλαν και εγγράφως αίτημα αμφισβήτησης της ως άνω συναλλαγής. Ότι η, εν αγνοία τους και χωρίς την έγκρισή τους, συναλλαγή αφορούσε σε χρέωση του λογαριασμού τους με μεταφορά άπαξ, ήτοι με μία συναλλαγή, ποσού 400.000 ευρώ και ισόποση πίστωση στον υπ’ αριθ. [...] λογαριασμό, που τηρείται στην εναγόμενη με δικαιούχο την [...], η οποία τυγχάνει πρόσωπο άγνωστο σε αυτούς, και αιτιολογία πληρωμής τον αριθμό «87100231002466». Ότι ο άγνωστος δράστης, με τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας και με την χρήση των εξαψήφιων κωδικών, κατάφερε να αλλάξει τους προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης της πρώτης από αυτούς στο σύστημα web - banking, με το οποίο ήταν συνδεδεμένος ο λογαριασμός, και απέκτησε πλήρη πρόσβαση σε αυτόν, έχοντας τη δυνατότητα χρήσης των υπηρεσιών του έκτοτε με τους κωδικούς, που ο ίδιος δημιούργησε και εισήγαγε στο σύστημα, ενώ προέβη και σε εγγραφή νέας συσκευής κινητού τηλεφώνου στο e - banking, κάνοντας χρήση ενός εκ των κωδικών που ζητήθηκαν από την πρώτη από αυτούς. Ότι με την καταχώρηση νέου τηλεφωνικού αριθμού αποστολής εξαψήφιων κωδικών, οι μοναδικοί κωδικοί ασφαλείας (ΟΤΡ), που είναι απαραίτητοι για την πραγματοποίηση διαδικτυακών συναλλαγών, αποστέλλονταν από τα πληροφοριακά συστήματα της εναγόμενης στο νέο τηλεφωνικό αριθμό του δράστη και στη συνέχεια ο δράστης προέβη στην παράνομη μεταφορά εγκρίνοντας ο ίδιος τη συναλλαγή. Ότι ο δράστης είχε προσθέσει τον λογαριασμό του άγνωστου σε αυτούς προσώπου στο προφίλ τους ως «φιλικό λογαριασμό» και για το λόγο αυτό η εναγόμενη επέτρεψε τη μεταφορά στον εν λόγω λογαριασμό μεγάλων χρηματικών ποσών. Ότι η εναγόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της τελούμενης απάτης ουδέποτε επικοινώνησε τηλεφωνικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μαζί τους, προκειμένου να τους ειδοποιήσει για ενδεχόμενη υποκλοπή των στοιχείων τους, ώστε να αποτραπούν πιθανώς ύποπτες συναλλαγές. Ότι μετά την παρέλευση ενός μηνός από το περιστατικό, λόγω της καθυστέρησης απάντησης επί του αιτήματος αμφισβήτησης, αλλά και ελλείψει οποιοσδήποτε ενημέρωσης για τις ενέργειες στις οποίες προέβη η εναγόμενη, απέστειλαν σ’ αυτήν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το από 30- 05-2022 αίτημά τους, με το οποίο ζητούσαν να λάβουν άμεσα απάντηση επί του αιτήματος αμφισβήτησής τους και ενημέρωση για την πορεία του χρηματικού ποσού των 400.000 ευρώ μετά την παράνομη μεταφορά του στον λογαριασμό της άγνωστης δικαιούχου, πλην όμως ουδεμία απάντηση έλαβαν, παρά μόνο έλαβαν ένα μήνυμα όπου η εναγόμενη έθετε ως χρονικό ορίζοντα ενημέρωσής τους τα τέλη Ιουλίου του έτους 2022. Ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2022 και αφού δεν είχαν λάβει ενημέρωση από την εναγόμενη, υπέβαλαν και τρίτο αίτημα στην εναγόμενη. Ότι τελικά στις 05-10-2022 παρέλαβαν επιστολή της εναγόμενης, με την οποία τους ενημέρωνε ότι η ίδια δεν υπέχει οιαδήποτε ευθύνη για το συμβάν, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η εναγόμενη τους έχει επιστρέψει μόνο το ποσό των 43.277,37 ευρώ. Ότι η καταβολή σε τρίτο πρόσωπο, στην οποία προέβη η εναγόμενη, δεν την απαλλάσσει, καθώς κατά την πληρωμή, ήτοι κατά τη μεταφορά των καταθέσεων στον λογαριασμό της [...], χωρίς τη δική τους έγκριση, τελούσε τουλάχιστον σε βαριά αμέλεια. Ότι η εναγόμενη παραβίασε την υποχρέωση διαφύλαξης των καταθέσεων τους από κακόβουλες ενέργειες τρίτων, διατηρώντας ασφαλές και λειτουργικό σύστημα ηλεκτρονικών συναλλαγών που θα εγγυούταν την εξουδετέρωση ή έστω τον εντοπισμό κακόβουλων απειλών και την ειδοποίηση των νόμιμων χρηστών - πελατών της, με ταυτόχρονη απενεργοποίηση των λογαριασμών της. Ότι ταυτόχρονα η εναγόμενη παραβίασε και τις υποχρεώσεις της από τον Κανονισμό EE 389/2018, ήτοι την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας τους, καθώς και την υποχρέωση αποτροπής της εκτέλεσης εντολών πληρωμής, εφόσον εντοπίζεται μη συνηθισμένη χρέωση ή μη συνηθισμένη συμπεριφορά του πληρωτή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 8 του N. 2251/1994, καθώς η ζημία προκλήθηκε από πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της στο πλαίσιο παροχής των υπηρεσιών της. Ότι περαιτέρω η παραπάνω συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά και αδικοπραξία σε βάρος τους, καθώς οι άνω παραλείψεις συνιστούν βαρύτατη παραβίαση της γενικής αρχής του να μην ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως, συνεπεία της οποίας υπέστησαν, εκτός από θετική ζημία, και ηθική βλάβη, εξαιτίας της ταλαιπωρίας και της στενοχώριας που δοκίμασαν από την απώλεια των χρημάτων τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν: Α) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει, εις ολόκληρον στον καθένα, το ποσό των 356.722,63 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα τέλεσης της αμφισβητούμενης συναλλαγής, ήτοι από την επομένη της 28-04-2022, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του N. 4537/2018 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/389, καθώς και λόγω παράβασης του άρθρου 8 του N. 2251/1994, καθώς και των διατάξεων περί αδικοπραξίας, Β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο καθένας από αυτούς, συνεπεία της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων, τα οποία με τον προσαρτώμενο στις προτάσεις τους πίνακα προσδιορίζουν στο ποσό των 16.251,55 ευρώ. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εναγόμενη την 29-11-2023, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της στις 23-11-2023, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. 4109 Ε/29-11-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, [...]), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 215 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπο, ως το Δικαστήριο, στο οποίο καταρτίστηκε η επίμαχη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης μεταξύ των διαδίκων, το οποίο η εναγόμενη δεν αμφισβητεί, αλλά και του τόπου όπου κατοικούν η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων και έπρεπε να καταβληθεί η επίδικη παροχή, ως χρηματική (άρθρα 321 ΑΚ, 33 ΚΠολΔ) και έχει, συνεπώς, συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα δικαστήρια των Αθηνών, ως τα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας της έδρας της εναγόμενης, το δε δικαίωμα επιλογής μεταξύ περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων έχουν, κατ' άρθρο 41 ΚΠολΔ, οι ενάγοντες. Σε κάθε δε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ένδικη διαφορά αφορά σε δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπ’ αριθ. [...] αίτηση για τη χρήση εναλλακτικών δικτύων, η ρήτρα περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Αθηνών, δυνάμει του όρου 14 αυτής, και δη ότι για κάθε διαφορά που τυχόν προκόψει από τη λειτουργία ή σε εκτέλεση των όρων της ως άνω σύμβασης κατά τόπον αρμόδια θα είναι τα Δικαστήρια των Αθηνών, δεν είναι έγκυρη, καθώς από την επισκόπηση του αντιγράφου της ως άνω αίτησης προκύπτει ότι σε αυτή δεν έχει τεθεί η υπογραφή αμφοτέρων των συμβαλλόμενων μερών, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, και δη ότι αρμόδια για την προκειμένη διαφορά τυγχάνουν μόνον τα δικαστήρια των Αθηνών, αφενός μεν δυνάμει του όρου 14 της υπ’ αριθ. [...] αίτησης - σύμβασης περί χρήσης των εναλλακτικών δικτύων της τράπεζας, αφετέρου τα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας της έδρας της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής προσκομίζονται από τους ενάγοντες οι από 10-11-2023 έγγραφες ενημερώσεις από την πληρεξούσια δικηγόρο τους για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, καθώς και το από 26-02-2024 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (Υ.Α.Σ.) διαμεσολάβησης του διαμεσολαβητή, [...], νομίμως υπογεγραμμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ. 1 και 7 παρ. 4 ν. 4640/2019. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντίθετου ισχυρισμού της εναγόμενης, καθώς αυτή (αγωγή) εμπεριέχει όλα τα αναγκαία, σύμφωνα τα άρθρα 118 περ. 4 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία για την πληρότητά της, αφού οι ενάγοντες αναφέρουν επαρκώς τα στοιχεία εκείνα που θεμελιώνουν κατά τον νόμο την άσκησή της σε βάρος της εναγομένης, διότι στην αγωγή γίνεται αναφορά των υποχρεώσεων, που φέρονται να παραβιάστηκαν από την εναγόμενη, χωρίς, για την πληρότητά της, να απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, όπως η αναφορά του τεχνολογικού τρόπου προστασίας της ηλεκτρονικής συναλλαγής πληρωμής και των ενεργειών που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ίδια για να αποτρέψει την προκληθείσα σ' αυτούς (ενάγοντες) ζημία, ενέργειες, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν βρίσκονται στο πεδίο γνώσης του καταναλωτή - χρήστη των υπηρεσιών ηλεκτρονικής πληρωμής. Επίσης, ορισμένη είναι η αγωγή όσον αφορά την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι οι ενάγοντες εκθέτουν αναλυτικά τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής τους, τη βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, τον βαθμό της προσβολής της προσωπικότητάς τους, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και την εν γένει περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, ενώ αναφέρουν και την επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική τους κατάσταση, καθώς και τις οικονομικές δυνάμεις τους, αλλά και τη θέση στην αγορά της εναγόμενης και τις οικονομικές δυνάμεις της τελευταίας. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 299, 330 εδ. β’ 340, 345, 346, 361, 681 επ., 713 επ., 822 επ., 914, 932 ΑΚ, 2,4, 64, 71, 72, 73 του ν. 4537/2018, 8 ν. 2251/1994, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί τοκογονίας από την επόμενη ημέρα τέλεσης της αμφισβητούμενης συναλλαγής, ήτοι από την επομένη της 28-04-2022, καθώς δεν προκύπτει από την αγωγή η νόμιμη αιτία της έναρξης της κατά την ημέρα εκείνη, ελλείψει οχλήσεως ή άλλου γεγονότος δυναμένου να εκκινήσει την τοκοφορία της εν θέματι απαίτησης. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με κωδικό 661749012954 0916 0091 e-παράβολο και το από 12- 04-2024 αποδεικτικό ηλεκτρονικής πληρωμής της Τράπεζας [...]).

 

III. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ 626/2020 ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω παραπομπές).

 

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να προβεί στην επίδειξη των εγγράφων, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, δηλαδή να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο απόδειξης και να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (βλ. ΑΠ 681/2007, ΑΠ 1045/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ελλειπουσών δε των προϋποθέσεων αυτών, η αίτηση - αγωγή επίδειξης του εγγράφου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 776/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 673/2009, ΕφΑθ 3788/2008 ΕλΔ 2009.210, ΕφΑθ 442/2006 ΕλΔ 2007.1127, ΕφΛαρ 191/2006 ΑρχΝ 2007.185). Ειδικότερα, η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των προς επίδειξη εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν δεν' προκύπτει απ’ τον εκτελεστό τίτλο η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Πάντως, είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα αγωγή με την οποία ζητείται η επίδειξη: α) όσων και όποιων εγγράφων κατέχει ο εναγόμενος σχετικά με κάποια έννομη σχέση (ΕφΘεσ 1150/2001), β) βιβλίων με τις αναγραφόμενες σ’ αυτά καταχωρήσεις, χωρίς άλλο προσδιορισμό (ΕφΠειρ 1157/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γ) συγκεκριμένος φάκελος με τα περιεχόμενα σ’ αυτόν έγγραφα, χωρίς ακριβή προσδιορισμό των εν λόγω εγγράφων (ΕφΑθ 11203/1986 ΕλΔ 1988.141), δ) αόριστος και ακαθόριστος αριθμός εγγράφων που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο (π.χ. στελέχη αποδείξεων αποθήκης κ.λπ.) ΕφΑθ 420/2024 ΝΟΜΟΣ). Η εναγόμενη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι για το σύνολο των συναλλαγών που εκτελέστηκαν μέσω της συνδρομής e - banking των εναγόντων, αλλά και για τη διενεργηθείσα στις 28-04-2022 μεταφορά του ποσού των 400.000 ευρώ σε λογαριασμό τρίτου από τον κοινό λογαριασμό των εναγόντων, προηγήθηκε η διαδικασία της ισχυρής ταυτοποίησης, κατ' άρθρα 97 παρ.1 του N. 4537/2018 και 4 του Κανονισμού 2018/389 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ουδεμία ευθύνη φέρει για την επίμαχη συναλλαγή, καθώς πρόκειται περί συναλλαγής που έχει εγκριθεί από την πρώτη ενάγουσα, δεδομένου ότι οι εντολές δόθηκαν με την υπογραφή της πρώτης εν άγουσας, ήτοι με τα ηλεκτρονικά της διαπιστευτήρια, τα οποία χορηγεί η τράπεζα και μόνο ο χρήστης των υπηρεσιών γνωρίζει, ενώ περαιτέρω η ίδια τήρησε όλες τις προδιαγραφές τεχνικής ασφάλειας. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 72 παρ. 1 και 74 παρ. 1γ του N. 4537/2018 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω, η εναγόμενη επικουρικά ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες καταχρηστικά άσκησαν την ένδικη αγωγή, παρουσιάζοντας ότι η επίδικη συναλλαγή δεν ήταν εγκεκριμένη από τους ίδιους, ότι οφείλεται σε παραβίαση των συστημάτων ασφαλείας της τράπεζας και ότι η τελευταία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την απώλεια του ποσού, το οποίο μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό τους σε λογαριασμό τρίτου, αν και η πρώτη εξ αυτών γνωστοποίησε σε τρίτο πρόσωπο τον δεκαεξαψήφιο αριθμό της χρεωστικής της κάρτας, καθώς και τους εξαψήφιους πρόσθετους κωδικούς ασφαλείας (ΟΤΡ), παρόλο που πρόκειται για άτομο έμπειρο στις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς είναι διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος μεταφορικής εταιρείας, με αντικείμενο τις δημόσιες μεταφορές, και γνωρίζει ότι για να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από τρίτο πρόσωπο απαιτείται να γνωστοποιήσει μόνο τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επίσης, η εναγόμενη, όλως επικουρικά, ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες (και δη η πρώτη εξ αυτών) με τις ενέργειες τους συνετέλεσαν κατά ποσοστό 99,9% στην επέλευση της ζημίας που υπέστησαν, καθώς αντί να απέχουν από κάθε ενέργεια μετάδοσης δεδομένων τραπεζικού χαρακτήρα, που οδήγησε στην υποκλοπή σειράς δεδομένων, έπραξαν το ακριβώς αντίθετο, παραγνωρίζοντας τους όρους 8.2.9., 8.2.5., 8.2.6 του Πλαισίου Συνεργασίας-Γενικοί Όροι Διενέργειας Τραπεζικών Συναλλαγών - Έκδοση 2018, καθώς και τις οδηγίες και συμβουλές της τράπεζας, σύμφωνα με τις οποίες, μεταξύ άλλων, ενημερώνονταν ότι έπρεπε να αγνοούν οποιαδήποτε επικοινωνία τους ζητά να ανακοινώσουν ή να καταχωρήσουν τους κωδικούς ή προσωπικά τους στοιχεία. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, πρέπει δε να εξετασθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, η εναγόμενη υποβάλλει αίτημα επίδειξης εγγράφων, κατ’ άρθρο 450 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δη όλων των υποστηρικτικών εγγράφων εκ των οποίων προκύπτουν τα στοιχεία που απαιτήθηκαν να γνωστοποιηθούν, προκειμένου να καταβληθούν τα επικαλούμενα στη σελίδα 4 της αγωγής επιδόματα «covid» στους ενάγοντες ή και στην εταιρία στην οποία συμμετέχουν. Επίσης, ζητεί να προσκομιστεί οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο/βεβαίωση από το έτερο πιστωτικό ίδρυμα, η οποία θα αναλύει ακριβώς το γεγονός που επικαλούνται και στο οποίο θα πρέπει να αναφέρονται τα ακριβή δεδομένα και στοιχεία για το περιστατικό στην άλλη Τράπεζα, προκειμένου να γίνει αντιληπτό αν οι δύο περιπτώσεις είναι όμοιες ή παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές. Ωστόσο, το εν λόγω αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, η εναγόμενη αφενός μεν δεν επικαλείται ότι οι ενάγοντες κατέχουν τα εν λόγω έγγραφα, αφετέρου ελλείπει παντελώς η εξειδικευμένη περιγραφή των προς επίδειξη εγγράφων. Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. [...] ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, [...], οι οποίες δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Αιμίλιου Μιχαήλ, αντίστοιχα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των τελευταίων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. [...] έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, [...]), της υπ’ αριθ. [...] ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα, [...], η οποία δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Έλλης Καλιτσουνάκη, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της τελευταίας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. την υπ’ αριθ. [...] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, [...]), από την επισκόπηση των φωτογραφιών που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από την αντίδικό τους (άρθρα 444 παρ. 1 περ.γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων είναι σύζυγοι, ενώ ο δεύτερος ενάγων είναι υιός τους. Με την από 17-09-2014 έγγραφη αίτηση ανοίγματος λογαριασμού, που καταρτίστηκε στη Θεσσαλονίκη (Κατάστημα Ν. Πλαστήρα - Χαριλάου) μεταξύ των εναγόντων, ως συνδικαιούχων, και της εναγόμενης ανοίχθηκε ο υπ’ αριθ. [...] λογαριασμός καταθέσεων. Επίσης, κατόπιν της υπ’ αριθ. [...] αίτησης της πρώτης ενάγουσας προς την εναγόμενη, παρασχέθηκε σε αυτήν η δυνατότητα χρήσης των εναλλακτικών δικτύων της εναγόμενης (όπως [...] WEB BANKING, [...]M - BANKING), ενώ κατά την ημερομηνία ανοίγματος του υπ’ αριθ. [...] λογαριασμού, στις 17-09-2014, η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε την υπ’ αριθ. [...] τροποποιητική αίτηση εναλλακτικών δικτύων, με την οποία δήλωσε ότι επιθυμεί να ενταχθεί στην υπηρεσία των εναλλακτικών δικτύων και ο ως άνω λογαριασμός, ώστε να πραγματοποιούνται μέσω του e - banking πιστώσεις, χρεώσεις και ενημέρωση υπολοίπου και κινήσεων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 28-04-2022 οι ενάγοντες έπεσαν θύματα ηλεκτρονικής απάτης, μέσω της μεθόδου «phishing» (ηλεκτρονικό «ψάρεμα») και ειδικότερα, ότι άγνωστος δράστης απέκτησε πλήρη πρόσβαση στον ως άνω υπ’ αριθ. [...] λογαριασμό καταθέσεών τους, με αποτέλεσμα να υποκλαπεί το ποσό των 400.000 ευρώ. Ειδικότερα, στις 28-04-2022 και περί ώρα 12:00, άγνωστος δράστης επικοινώνησε με τον τρίτο ενάγοντα, προσποιούμενος ότι τηλεφωνεί από το λογιστικό γραφείο (και δη ότι είναι ο υιός και βοηθός της λογίστριας τους), που επιμελείται τόσο τις προσωπικές τους υποθέσεις, όσο και τις υποθέσεις της εταιρίας με την επωνυμία [...], της οποίας εταίροι είναι οι ενάγοντες, και στον οποίο ανέφερε ότι δικαιούνται επίδομα εξαιτίας της αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης τους λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVED-19) και ζητούσε να μάθει εάν επιθυμούν να προχωρήσει στη διαδικασία για την υποβολή της αίτησης και την είσπραξη των δικαιούμενων χρηματικών ποσών, αντίστοιχα, ενώ για τη διεκπεραίωση αυτής χρειάζονταν στοιχεία από έναν κοινό λογαριασμό των εναγόντων. Ωστόσο, επειδή ο τρίτος ενάγων δεν ήταν σε θέση να δώσει τα στοιχεία που απαιτούνταν, τον παρέπεμψε να επικοινωνήσει με την πρώτη ενάγουσα, ώστε να προχωρήσουν στη σχετική διαδικασία. Ο άγνωστος δράστης κατά την επικοινωνία του με την πρώτη ενάγουσα ζήτησε από αυτή τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας ενός κοινού λογαριασμού των εναγόντων, προκειμένου να πιστωθεί το σχετικό ποσό, και η πρώτη ενάγουσα, η οποία ευρισκόμενη σε πλάνη, θεωρώντας ότι πράγματι συνομιλεί με τον υιό και βοηθό της λογίστριας τους, του γνωστοποίησε τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας, που ήταν συνδεδεμένη με τον ως άνω υπ’ αριθ. [...] λογαριασμό. Στη συνέχεια, ο άγνωστος δράστης ζήτησε από την πρώτη ενάγουσα να του αναγνώσει τους εξαψήφιους κωδικούς που θα ελάμβανε στο κινητό της τηλέφωνο, καθώς αυτοί ήταν απαραίτητοι για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, υποδεικνύοντάς της ταυτόχρονα να προβεί στη διαγραφή τους αμέσως μετά. Ταυτόχρονα με τα μηνύματα (sms) που λάμβανε στο κινητό της τηλέφωνο, η πρώτη ενάγουσα λάμβανε και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την εναγόμενη, καθώς ήταν ενεργοποιημένοι αμφότεροι οι τρόποι ενημέρωσής τους για τις ενέργειες που σχετίζονται με τον ως άνω λογαριασμό. Αφού ολοκληρώθηκε η ως άνω διαδικασία, η οποία διήρκησε μία ώρα περίπου, ο άγνωστος δράστης συνέστησε στην πρώτη ενάγουσα να μην εισέλθει στο web - banking για τουλάχιστον μισή ώρα. Ακολούθως, ο άγνωστος δράστης ρώτησε την πρώτη ενάγουσα αν υπάρχει άλλος λογαριασμός, ώστε να γίνει εναλλακτικά πίστωση των επιδομάτων και εκεί. Η πρώτη ενάγουσα του έδωσε τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας της Τράπεζας [...], όπου επίσης οι ενάγοντες τηρούσαν λογαριασμό, ώστε να προβεί στην ίδια διαδικασία. Κατόπιν των ανωτέρω, ο άγνωστος δράστης την ενημέρωσε ότι η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί και τερματίστηκε η επικοινωνία τους. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η πρώτη ενάγουσα δέχθηκε τηλεφωνική κλήση από υπάλληλο της Τράπεζας [...], ο οποίος την ενημέρωσε ότι έγινε αντιληπτή προσπάθεια εισόδου στο σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών της εν λόγω τράπεζας από πρόγραμμα περιήγησης (browser) που δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενη σύνδεσή τους και, σύμφωνα με το σύστημα ασφαλείας της τράπεζας, θα έπρεπε να γίνει έγκριση από τους ενάγοντες. προκειμένου να γίνει η είσοδος. Ωστόσο, ενόψει του ότι οι ενάγοντες δεν παρείχαν καμία έγκριση, η εν λόγω τράπεζα θεώρησε ότι η απόπειρα εισόδου πραγματοποιείται από μη εγκεκριμένους χρήστες και για το λόγο αυτό ο εν λόγω υπάλληλος προέβη σε άμεση ενημέρωσή τους, ώστε να διακριβωθεί εάν πράγματι οι ενάγοντες επιχειρούν τη σύνδεση, και ακολούθως προέβη σε ακύρωση τόσο της χρεωστικής κάρτας, όσο και των κωδικών του συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη νέα προσπάθεια παραβίασης. Στη συνέχεια, η πρώτη ενάγουσα αντιλαμβανόμενη ότι πιθανόν κάτι ανάλογο θα μπορούσε να έχει συμβεί και με τον ως άνω λογαριασμό που διατηρούν στην εναγόμενη τράπεζα, επιχείρησε να εισέλθει με τους κωδικούς της στο σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών της εναγόμενης, πλην όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό. Ωστόσο, με τη χρήση των κωδικών του τρίτου ενάγοντος εισήλθε στο σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών της εναγόμενης, όπου διαπίστωσε των απώλεια του ποσού των 400.000 ευρώ.

Αμέσως, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την εναγόμενη, όπου γνωστοποίησε σε αυτή το συμβάν και αμφισβήτησε προφορικά τη συναλλαγή, ενώ αρμόδια υπάλληλος της εναγόμενης απέκλεισε κάθε πρόσβαση στον ως άνω λογαριασμό. Ακολούθως, περί ώρα 20:40 της 28-04-2022, η πρώτη ενάγουσα μετέβη στο Τμήμα Ασφαλείας Καλαμαριάς και υπέβαλε μήνυση σε βάρος αγνώστων δραστών για την ως άνω απάτη που είχε τελεστεί σε βάρος τους. Στις 29-04-2022 η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε στην εναγόμενη εγγράφως αίτημα αμφισβήτησης της ως άνω συναλλαγής. Μετά την παρέλευση ενός μηνός από το ως άνω συμβάν, λόγω της καθυστέρησης απάντησης επί του αιτήματος αμφισβήτησης, οι ενάγοντες απέστειλαν στην εναγόμενη μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ζητώντας να λάβουν άμεσα απάντηση επί του αιτήματος αμφισβήτησής τους και ενημέρωση για την πορεία της εν λόγω υπόθεσης, η δε εναγόμενη, προς απάντηση τους, απέστειλε στις 15-06-2022 μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο της πρώτης ενάγουσας, με το οποίο της γνωστοποιούσε ότι ενόψει του ότι η υπόθεση είναι ιδιαίτερα σύνθετη απαιτούνταν περισσότερος χρόνος για την επίλυσή της και έθετε ως χρονικό ορίζοντα ενημέρωσής τους τα τέλη Ιουλίου του έτους 2022. Ωστόσο, επειδή οι ενάγοντες δεν έλαβαν καμία απάντηση από την εναγόμενη στον ορισθέντα χρόνο, η πρώτη ενάγουσα, στις 19-09-2022, υπέβαλε εκ νέου αίτηση στην εναγόμενη, προκειμένου να λάβουν απάντηση τόσο επί του αιτήματος αμφισβήτησης που είχαν υποβάλει, όσο και ενημέρωση για τις περαιτέρω ενέργειες που πραγματοποίησε η εναγόμενη μετά την παράνομη μεταφορά του ποσού των 400.000 ευρώ από τον λογαριασμό τους στον λογαριασμό της άγνωστης δικαιούχου. Τελικά η εναγόμενη, με την από 05-10-2022 επιστολή της, που απέστειλε στην πρώτη ενάγουσα, την ενημέρωνε ότι η ίδια (εναγόμενη) δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη για το συμβάν, πλην όμως πραγματοποίησε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες και μέχρι την ως άνω ημερομηνία (05-10-2022) κατέστη εφικτή η επιστροφή του ποσού των 43.277,37 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε τμηματικά στον υπ’ αριθ. [...] λογαριασμό κατά το χρονικό διάστημα από την 23-05-2022 μέχρι την 02-09-2022, επικαλούμενη ότι το συγκεκριμένο περιστατικό δεν οφείλεται σε παραβίαση των συστημάτων της, δεδομένου ότι η αμφισβητούμενη συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με χρήση των προσωπικών κωδικών αναγνώρισης της πρώτης ενάγουσας στο e - banking (κωδικό συνδρομητή/Username, μυστικό κωδικό/Password, πρόσθετο κωδικό ασφαλείας/[...] Code), ενώ σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στους Όρους Χρήσης των Ψηφιακών Δικτύων, για τους οποίους οι ίδιοι (ενάγοντες) είχαν ενημερωθεί και είχαν συμφωνήσει, οι συναλλαγές μέσω ψηφιακών δικτύων δεν εκτελούνται χωρίς την απαιτούμενη κατά νόμο συγκατάθεση της πρώτης ενάγουσας, την οποία το σύστημα ζητεί σε δύο ξεχωριστά στάδια. Επομένως, κάθε συναλλαγή που εκτελείται σύμφωνα με τους όρους χρήσης αυτούς, η Τράπεζα την θεωρεί συναλλαγή που οι ίδιοι την έχουν εκτελέσει και την έχουν εγκρίνει. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη ακριβές απόσπασμα των ενεργειών του χρήστη, όπως έχουν αποτυπωθεί στα μηχανογραφικά συστήματα της τράπεζας, προκύπτει ότι καταγράφηκαν οι εξής ενέργειες: «...Στις 28.04.22 και ώρα 12:12 πραγματοποιήθηκε Υπενθύμιση Username από το [...] Web μέσω της διαδικασίας «Ξέχασα το Username μου». Για τη διαδικασία απαιτήθηκε η καταχώριση από τον πελάτη αριθμού κάρτας του εκδόσεως [...]  και μετέπειτα  πραγματοποιήθηκε η αποστολή και καταχώριση SMS - ΟΤΡ στον καταχωρημένο αριθμό [...]. Μήνυμα: «ΑΙΤΗΜΑ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗΣ USERNAME  ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΜΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΤΕ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΩΔΙΚΟ, ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΑ Η’ ΣΕ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΟΠΟΥ ΟΔΗΓΗΘΗΚΑΤΕ ΜΕΣΩ LINK ΣΕ EMAIL Η SMS. [...] CODE:633215». Στις 28.04.22 και ώρα 12:31 πραγματοποιήθηκε Επαναφορά Κωδικού Ασφαλείας (Password) μέσω της Διαδικασίας «Ξέχασα το Password/Κλείδωσα την συνδρομή μου». Η διαδικασία εγκρίθηκε με την αποστολή και την καταχώριση SMS — ΟΤΡ στον αριθμό [...] και email-ΟΤΡ στη διεύθυνση [...]. Μήνυμα: «REQUEST FOR PASSWORD RESET ATTENTION!! DO NOT REVEAL THE CODE TO ANYONE, BY PHONE OR IN A WEB PAGE OPENED THROUGH A LINK OR SMS [...] CODE: 266175. Email: παρατίθεται στο παράρτημα. IP: 172.20.10.4. Για τη συγκεκριμένη συναλλαγή απεστάλη και ενημερωτικό email στον λογαριασμό [...] με θέμα «Password change successful». Το κείμενο του email δεν μπορεί να ανακτηθεί. Στις 28.04.2022 και ώρα 12:32 πραγματοποιήθηκε Ταυτοποίηση Χρήστη στο [...] Web με εισαγωγή Username και Password. Η συναλλαγή εγκρίθηκε με την καταχώριση του SMS - ΟΤΡ που εστάλη στον τηλεφωνικό αριθμό [...]. Κείμενο: «[...] Code: 323073 Είσοδος στο e - banking. Ο κωδικός μιας χρήσης θα παραμείνει ενεργός για τα επόμενα 5’ gMtgO + CIVwN» IP: 188.73.195.124. Στις 28.04.22 και ώρα 12:32 πραγματοποιήθηκε Προσθήκη Κινητής Συσκευής (RegisterID:Galaxy Α50-28/04/2022 SN: 93410-50921) και η ταυτοποίηση της οποίας ολοκληρώθηκε με την καταχώριση του SMS - ΟΤΡ που εστάλη στον τηλεφωνικό αριθμό [...]. Επίσης ενεργοποιήθηκε η χρήση βιομετρικών στοιχείων/4ΡΙΝ στη νέα συσκευή. Κείμενο: «ΕΓΓΡΑΦΗ ΝΕΑΣ ΣΥΣΚΕΥΗΣ Galaxy Α50-28/04/2022 ΣΤΟ Ε - BANKING. ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΠΟΙΕΙΣΤΕ ΩΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΩΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΣΑΣ - [...] CODE: 769637. ΑΝ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΤΗ ΣΥΣΚΕΥΗ ΚΑΛΕΣΤΕ 210 326 0000 gMtgO + CIVwN» IP: 188.73.195.124. Για τη συγκεκριμένη συναλλαγή απεστάλη και ενημερωτικό email στον λογαριασμό [...] με θέμα «[...] Ε - BANKING - Αίτηση εγγραφής νέας συσκευής». Το κείμενο του email δεν μπορεί να ανακτηθεί. Στις 28.04.22 και ώρα 12:32 πραγματοποιήθηκε Ενεργοποίηση Push Notifications στη νέα συσκευή. IP: 188.73.195.124. Στις 28.04.22 και ώρα 12:34 πραγματοποιήθηκε Ταυτοποίηση Χρήστη στο [...] Web με εισαγωγή Username και Password. Η συναλλαγή εγκρίθηκε με την καταχώριση του SMS - ΟΤΡ που εστάλη στον τηλεφωνικό αριθμό [...]. Κείμενο: «[...] Code: 799582 Είσοδος στο e- banking. Ο κωδικός μιας χρήσης θα παραμείνει ενεργός για τα επόμενα 5’», IP: 188.73.195.124. Στις 28.04.2022 και ώρα 12:37 πραγματοποιήθηκε Τροποποίηση Συνδρομής - Εισαγωγή Λογαριασμών ([...])# Αποθήκευση Επαφής από το [...] Web. IP: 188.73.195.124. Στις 28.04.2022 και ώρα 12:41 πραγματοποιήθηκε Άμεση μεταφορά κεφαλαίου σε ευρώ και ΞΝ στο [...] Web ποσού 400.000,00 ευρώ. Η συναλλαγή εγκρίθηκε με την καταχώριση του SMS - ΟΤΡ που εστάλη στον τηλεφωνικό αριθμό [...]. Κείμενο «[...] Code:863042 Μεταφορά προς λογαριασμό *4663, Ποσό 400.000,00 EUR. Ο κωδικός μιας χρήσης θα παραμείνει ενεργός για τα επόμενα 5’», IP: 188.73.195.124. Χρεούμενος Λογαριασμός : [...], Πιστούμενος Λογαριασμός: [...]. TUN: [...] Σημειώνεται ότι ο πιστούμενος λογαριασμός τηρείται στην εναγόμενη, με δικαιούχο [...]. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται πλήρως ότι ο άγνωστος δράστης, παραπλανώντας την πρώτη ενάγουσα, η οποία θεωρούσε ότι συνομιλεί με τον υιό και βοηθό της λογίστριας τους, έλαβε από αυτή τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας των εναγόντων και με τη χρήση αυτού, καθώς και των εξαψήφιων κωδικών, που έλαβε στο κινητό της η πρώτη ενάγουσα και τους οποίους ανέγνωσε στον άγνωστο δράστη, ο τελευταίος κατάφερε να αλλάξει τους προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης της πρώτης ενάγουσας στο σύστημα web-banking, με το οποίο ήταν συνδεδεμένος ο λογαριασμός, με αποτέλεσμα να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτόν, έχοντας τη δυνατότητα χρήσης των υπηρεσιών του έκτοτε με τους κωδικούς που ο ίδιος δημιούργησε και εισήγαγε στο σύστημα. Αμέσως μετά, ο άγνωστος δράστης προέβη σε εγγραφή νέας συσκευής κινητού τηλεφώνου στο e-banking, κάνοντας χρήση ενός εκ των κωδικών που ζητήθηκαν από την πρώτη ενάγουσα. Με την εγγραφή της νέας συσκευής και την ίδια χρονική στιγμή με την ενεργοποίηση της υπηρεσίας Push Notifications (δηλαδή ειδοποιήσεις που αποστέλλονται μέσω της εφαρμογής και ο χρήστης τις εγκρίνει με το δακτυλικό του αποτύπωμα) στη νέα συσκευή, με ΙΡ:188.73.195.124, η οποία σημειωτέον δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν από την πρώτη ενάγουσα, όλες οι εγκρίσεις των συναλλαγών που πραγματοποιούνταν από εκείνο το χρονικό σημείο και εντεύθεν γινόταν πλέον από τον άγνωστο δράστη και όχι από την πρώτη ενάγουσα. Ακόμη και αν η εναγόμενη έστελνε τον εκάστοτε κωδικό με μήνυμα (sms) στο κινητό της ενάγουσας ή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεν προκύπτει ότι το μήνυμα είτε μέσω κινητού ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είχε παραληφθεί από αυτή, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η αλλαγή της συσκευής και είχε ενεργοποιηθεί η υπηρεσία Push Notifications. Ακολούθως, ο άγνωστος δράστης προέβη και στην καταχώριση του λογαριασμού, στον οποίο στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του ποσού των 400.000 ευρώ, ως «φιλικού λογαριασμού», οπότε και η εναγόμενη επέτρεπε να πραγματοποιηθεί η μεταφορά μεγάλου χρηματικού ποσού, ενώ στη συνέχεια προέβη με μια συναλλαγή στη μεταφορά του ποσού των 400.000 ευρώ στον υπ’ αριθ. [...] λογαριασμό με δικαιούχο την [...]και με αιτιολογία πληρωμής τον αριθμό «87100231002466». Ωστόσο, από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η επίμαχη συναλλαγή δεν ήταν γνήσια, διότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, γνήσια συναλλαγή δεν υφίσταται όταν ο χρήστης αγνοεί αυτήν και ενεργήθηκε από τρίτο πρόσωπο χωρίς δικαίωμα, ακόμη κι αν η συγκατάθεση του χρήστη φέρεται να δόθηκε με τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, δοθέντος ότι οι διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 4537/2018 αναφορικά με τη συγκατάθεση για την εκτέλεση πράξης πληρωμής τέθηκαν για να προστατεύσουν τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής από την εκτέλεση πληρωμών που δεν ανταποκρίνονται στη βούλησή του και όχι για να αποτρέψουν τη γένεση αξιώσεων σε βάρος του παρόχου των υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση διενέργειας συναλλαγών με φερόμενη συναίνεση του χρήστη με τον τρόπο που συμφωνήθηκε, και τούτο ιδίως όταν το μέσο πληρωμών που αξιοποιήθηκε έχει υποκλαπεί από τον δράστη της απάτης και έχει χρησιμοποιηθεί παράνομα και χωρίς την έγκριση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμής και πελάτη της Τράπεζας, αφού εκ των πραγμάτων μια τέτοια αθέμιτη παρέμβαση ο χρήστης την αγνοεί και δεν δύναται, εξ αυτού του λόγου, να θεωρηθεί γνήσια συναλλαγή. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες δεν είχαν πραγματοποιήσει στο παρελθόν ανάλογη τραπεζική συναλλαγή από τον επίδικο λογαριασμό, και δη τη μεταφορά με μία συναλλαγή ποσού 400.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την κίνηση του ως άνω λογαριασμού, το οποίο (ποσό) σημειωτέον αποτελούσε το σύνολο του ποσού που ήταν κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό, καθώς το υπόλοιπο αυτού την 28-04-2022 ανερχόταν στο ποσό των 407.000 ευρώ περίπου, και συνεπώς, η εναγόμενη όφειλε να είχε εντοπίσει τη συναλλαγή αυτή ως ασυνήθιστη και ύποπτη και να την εμποδίσει ή να προχωρήσει σε αυστηρότερη ταυτοποίηση π.χ. με τηλεφωνική κλήση προς αυτούς. Αλλά και το γεγονός ότι σε χρονικό διάστημα 35 λεπτών περίπου πραγματοποιήθηκε αλλαγή των προσωπικών κωδικών πρόσβασης της πρώτης ενάγουσας στο σύστημα web - banking, με το οποίο ήταν συνδεδεμένος ο επίδικος λογαριασμός, η εγγραφή νέας συσκευής κινητού τηλεφώνου στο e - banking, η ενεργοποίηση της υπηρεσίας Push Notifications στη νέα συσκευή, με IP: 188.73.195.124, η οποία δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν από την πρώτη ενάγουσα, η καταχώριση του υπ’ αριθ. [...] λογαριασμού ως «φιλικού λογαριασμού» και ακολούθως η μεταφορά ποσού 400.000 ευρώ με μία συναλλαγή στον υπ’ αριθ. [...] λογαριασμό θα έπρεπε να έχει ενεργοποιήσει την εναγόμενη να προχωρήσει σε αυστηρότερη ταυτοποίηση, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης ότι είχε προβεί στη διαδικασία της ισχυρής ταυτοποίησης. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι δεν φέρει ουδεμία ευθύνη για την επίδικη συναλλαγή, καθώς τήρησε απαρέγκλιτα όλες τις προδιαγραφές τεχνικής ασφάλειας, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε όλα τα μέτρα πρόνοιας και ασφάλειας που μπορούσε να λάβει εντός της σφαίρας επιρροής της, κάτω από ομαλές και προβλέψιμες συνθήκες και κατά τρόπο, ώστε οι παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες από τους ενάγοντες (καταναλωτές), να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των τελευταίων και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, προκαλώντας σ’ αυτούς -από την παραβίαση των σχετικών υποχρεώσεων- περιουσιακή ζημία. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι για την επίμαχη συναλλαγή υπάρχει ευθύνη της πρώτης ενάγουσας, η οποία, όπως συνομολογεί στην αγωγή της, έδωσε τον αριθμό της χρεωστικής κάρτας, που ήταν συνδεδεμένη με τον υπ’ αριθ. [...] κοινό λογαριασμό των εναγόντων, ενώ ακολούθως ανέγνωσε τους εξαψήφιους κωδικούς που ελάμβανε στο κινητό της τηλέφωνο, πλην όμως η ευθύνη της αυτή δεν φθάνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στα όρια της βαριάς αμέλειας, αλλά στοιχειοθετεί μόνο ελαφρά αμέλεια της, καθώς πεπλανημένα θεωρούσε ότι συνομιλούσε με τον υιό και βοηθό της λογίστριας της, τον οποίο θεωρούσε πρόσωπο της εμπιστοσύνης της και πίστευε ότι αυτός θα προέβαινε στη διαδικασία για την υποβολή αίτησης για την είσπραξη επιδόματος εξαιτίας της αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης τους λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, όπως άλλωστε ανάλογες αιτήσεις είχαν υποβάλλει σε συνεργασία με το ως άνω λογιστικό γραφείο και στο παρελθόν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού. Συνεπώς, ο επικουρικά υποβαλλόμενος ισχυρισμός της εναγόμενης περί συντρέχοντος πταίσματος της πρώτης ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της σε ποσοστό 99,9% πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθώς ναι μεν η ως άνω ενέργεια της πρώτης ενάγουσας είναι εσφαλμένη, πλην όμως, ενόψει του ότι πραγματοποιήθηκε η μεταφορά ενός ιδιαίτερα μεγάλου ποσού από τον επίδικο λογαριασμό με μια μόνο συναλλαγή, παρόλο που στο παρελθόν οι ενάγοντες δεν είχαν πραγματοποιήσει ανάλογη τραπεζική συναλλαγή από αυτόν, η εναγόμενη όφειλε να είχε εντοπίσει τη συναλλαγή αυτή ως ασυνήθιστη και ύποπτη και να την εμποδίσει ή να προχωρήσει σε αυστηρότερη ταυτοποίηση π.χ. με τηλεφωνική κλήση προς αυτούς. Ομοίως απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος για τον ίδιο λόγο είναι και ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής εναντίον της. Συνεπώς, οι ενάγοντες, οι οποίοι βαρύνονται με ελαφρά μόνο αμέλεια για την επίδικη συναλλαγή, δικαιούνται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη της παρούσας, να λάβουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως συνδικαιούχοι του κοινού λογαριασμού τους, από την εναγόμενη το ποσό των [(400.000 - 43.277,37 - 50 (που αφορά στο ποσό της ευθύνης των εναγόντων λόγω της ελαφράς αμέλειας)=] 356.672,63 ευρώ. Επίσης, η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης, συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία, υπό την έννοια της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης από μέρους της των επιβαλλόμενων από τον νόμο ενεργειών. Η τελευταία ως παρέχουσα υπηρεσίες στο καταναλωτικό κοινό και υπέχουσα έναντι αυτού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, επέδειξε βαρεία αμέλεια ως προς την παρεχόμενη από μέρους της ασφάλεια στις υπηρεσίες των ηλεκτρονικών συναλλαγών, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό την εμπιστοσύνη των πελατών της και εν προκειμένω των εναγόντων, οι οποίοι υπέστησαν την προαναφερόμενη ζημία από την παράνομη μεταφορά του κεφαλαίου τους σε τρίτο άγνωστο δράστη, αφού η εναγόμενη δεν είχε λάβει ολοκληρωμένα και βελτιωμένα μέσα προστασίας με σκοπό την πληρέστερη προστασία των πελατών της από κακόβουλες επιθέσεις και διαδικτυακές απάτες και την αποτροπή της παρείσφρησης μη εξουσιοδοτημένων τρίτων, ενώ δεν τήρησε τις υποχρεώσεις διαφώτισης, ορθής ενημέρωσης και προειδοποίησης των καταναλωτών-πελατών της, καθώς παρέλειψε να τους ενημερώσει επαρκώς για τις προσπάθειες υποκλοπής των προσωπικών τους στοιχείων με την αποστολή ενημερωτικού μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ή μηνύματος (sms), ενώ μόνη η ανάρτηση στην ιστοσελίδα της πρακτικών συμβουλών και οδηγιών για ασφαλείς συναλλαγές δεν αποτελεί επαρκή ενημέρωση, τέτοια ώστε να ικανοποιείται η επιταγή της προστασίας των πελατών της, της διασφάλισης των συμφερόντων τους και της οικοδομημένης προς αυτήν εμπιστοσύνης. Το γεγονός μάλιστα ότι η εναγόμενη στην από 01-12-2022 σημαντική ενημέρωσή της αναφορικά με την ασφάλεια των συναλλαγών (ήτοι μεταγενέστερα από το επίδικο συμβάν) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε κλήσεις από αγνώστους που προσποιούνται υποτιθέμενους λογιστές ή εκπροσώπους τράπεζας ή διάφορους άλλους επιτήδειους, οι οποίοι ζητούν προσωπικά στοιχεία, όπως κωδικούς e - banking, αριθμό και PIN καρτών, δήθεν για την κατάθεση κρατικής επιδότησης ή και για άλλες περιπτώσεις, καταδεικνύει ότι κατά το κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρονικό διάστημα, η εναγόμενη δεν είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα ασφάλειας για την αυξημένη προστασία των χρηστών της. Η συμπεριφορά αυτή της εναγόμενης, πέρα από υπαίτια, συνιστάμενη σε βαριά αμέλειά της, υπήρξε και παράνομη, αφού και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στις διατάξεις του ν. 4537/2018 και του ν. 2251/1994, συναρτώμενη με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης, που είναι απαραίτητη στις τραπεζικές συναλλαγές, στοιχεία τα οποία όφειλε μέσα στη σφαίρα των παρεχόμενων υπηρεσιών να προσφέρει, αλλά και ως αντικείμενη στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, καθώς και στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως, είχε δε ως συνέπεια την πρόκληση της ανωτέρω θετικής ζημίας των εναγόντων. Περαιτέρω, πέρα από τη θετική ζημία των εναγόντων, αποδείχθηκε και η πρόκληση σε έκαστο εξ αυτών ηθικής βλάβης, συνισταμένη στην ψυχική ταλαιπωρία του και στην αναστάτωση, ταραχή και στενοχώρια που δοκίμασε, καθώς έκαστος εξ αυτών, από την αιφνίδια απώλεια της περιουσίας του υπέστη ψυχική πίεση, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εν γένει συνθήκες της υπόθεσης, την έκταση της ζημίας έκαστου των εναγόντων, τη βαρύτητα του πταίσματος της εναγόμενης, την ψυχική ταλαιπωρία που έκαστος εξ αυτών υπέστη - την οποία (η εναγόμενη) προσπάθησε εν μέρει να μειώσει, αναγνωρίζοντας ότι οι ενάγοντες έπεσαν θύματα απάτης και ανταποκρινόμενη, ως εκ τούτου, στην υποχρέωσή της να προβεί σε ενέργειες δέσμευσης και επιστροφής στον λογαριασμό των εναγόντων του ποσού των 43.277,37 ευρώ - την ανασφάλεια που έκαστος των εναγόντων αισθάνθηκε ως προς τις καταθέσεις του, τη στεναχώρια που δοκίμασε και το άγχος που του δημιουργήθηκε από την περιουσιακή του ζημία, καθώς και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, δικαιούται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να του επιδικασθεί ως χρηματική του ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο και δίκαιο δεδομένων των ανωτέρω αποδειχθέντων και κατόπιν στάθμισης όλων των κατά νόμο στοιχείων, ιδίως δε λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, β) τον βαθμό του πταίσματος της εναγόμενης, γ) την έκταση της ζημίας εκάστου των εναγόντων, δ) την έκταση της ταλαιπωρίας, του ψυχικού άγχους και της στενοχώριας που δοκίμασε έκαστος των εναγόντων από την αφαίρεση του προαναφερόμενου ποσού από τον τηρούμενο στην εναγόμενη τραπεζικό λογαριασμό του, ε) την κοινωνική κατάσταση των μερών και στ) την οικονομική κατάσταση των μερών, βάσει της οποίας οι μεν πρώτη και τρίτος των εναγόντων είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, ο δε δεύτερος εξ αυτών διεθνής ποδοσφαιριστής και διατηρούσαν κατά τον επίδικο χρόνο στην εναγόμενη τραπεζικό λογαριασμό με κατάθεση ποσού 407.000 ευρώ, η δε εναγόμενη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με συστημική θέση στην ελληνική τραπεζική αγορά. Τέλος, το αίτημα της εναγόμενης για αναβολή της δίκης, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι να κερατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία που αφορά στην υπ’ αριθ. ABM: [...] ποινική δικογραφία, η οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κορίνθου από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης [...], είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος των δραστών, που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβολή της δίκης, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι εκκρεμής θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξαρτήτως της εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά τον χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (ΕφΠειρ 401/2016 ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες, εις ολόκληρον στον καθένα εξ αυτών, το ποσό των τριακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (356.672,63 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, Β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, αλλά ούτε και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες (άρθρο 908 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας εκάστου διαδίκου, πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή ανάλογου μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, λαμβανομένου υπόψη και του προσαρτώμενου επί των προτάσεων των εναγόντων σχετικού καταλόγου (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 190 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 περ. α’ και β’, 68 παρ. 1 N. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες, εις ολόκληρον στον καθένα από αυτούς, το ποσό των τριακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (356.672,63 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε (15.725) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 15 Οκτωβρίου 2025.