ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΗλείας 16/2024

 

Αστική ευθύνη Δημοσίου και ΟΤΑ - Ρυμοτομική απαλλοτρίωση – Δικαιοδοσία -.

 

Ευθύνη Δημοσίου και ΟΤΑ για αποζημίωση λόγω διατήρησης και μη άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Αξίωση αποζημίωσης για θετική και αποθετική ζημία, 105 ΕισΝΑΚ. Απόφαση ΕΔΑΔ επί της προκείμενης υποθέσεως, μεταξύ ενάγοντος και Ελληνικού Δημοσίου, περί καταδίκης της Ελλάδας. Ήδη αμετάκλητη κρίση των Διοικητικών Δικαστηρίων περί ελλείψεως δικαιοδοσίας να κρίνει επί της διαφοράς. Αγωγή κατά το άρθρο 41 Ν.3659/2008. ΑΕΔ 31/2008. Κρίση του Δικαστηρίου περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν περί της προκείμενης διαφοράς διότι οι επίδικες αξιώσεις που προκύπτουν από τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες μετά τις 11.6.1985. Αρμοδιότητα ΑΕΔ προς άρση της σύγκρουσης μεταξύ δικαστηρίων ως προς την δικαιοδοσία. Απαράδεκτη η αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της διαφοράς.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης 16 /2024

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ΠΤ…../04.8.2022]

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Πανωραία Σπανού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Ρέππα, Εισηγήτρια-Πρωτοδίκη, Μυρτώ Βενέτη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Σοφία Καφήρα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 01η Νοεμβρίου του έτους 2023, για να δικάσει την υπόθεση, με αντικείμενο την αστική ευθύνη του Δημοσίου – Ν.Π.Δ.Δ. από τη διατήρηση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης πέραν του εύλογου χρόνου, μεταξύ :

 

Του ενάγοντος : Π….. Κ…… του  Τ……, κατοίκου Πύργου της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, επί της οδού …… αρ….., με Α.Φ.Μ…….., Δ.Ο.Υ. ……., ο οποίος, δυνάμει της από 16.01…… έγγραφης εξουσιοδότησης, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Αντωνίου Μπαχούρου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. ……, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.ΗΛ. με αριθμό Η……../…….01.2023], νομοτύπως και εμπροθέσμως, στις …….01.2023 [ώρα 12.00] προκατέθεσε προτάσεις και στις …….01.2023 [ώρα 11.55] προσθήκη στις προτάσεις, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό, που είχε τροποποιηθεί από τα άρθρα 23 Ν.3994/2011, 8 παρ.1 Ν. 4055/2012 και 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190/13.10.2021, έναρξη ισχύος 01.01.2022, άρθρο 120 Ν. 4842/2021, στις ...4.2023 [ώρα 12.20] προσθήκη στις προτάσεις [237 παρ.5 ΚΠολΔ] ενώ παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου δια του ίδιου ως άνω πληρεξούσιου Δικηγόρου.

 

Των εναγόμενων : 1) Δήμου Πύργου, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου-Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ βαθμού, που εδρεύει στον Πύργο Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας [ Πλατεία Σάκη Καράγιωργα] και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν [προ-] κατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, που εδρεύει στη Πάτρα Αχαΐας, ως οιονεί καθολικής διαδόχου της τέως Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας [ΝΠΔΔ-ΟΤΑ Β Βαθμού], που είχε έδρα στον Πύργο Νομού Ηλείας, επί της οδού Μανωλοπούλου αρ.31, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν [προ-]κατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3) Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται  νόμιμα, από  τον Υπουργό  Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Νίκης αρ.5-7, το οποίο δια της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους-Δικαστικό Γραφείο Πύργου-, Αγγελικής Σαμαρά [ΑΜ 576], νομοτύπως και εμπροθέσμως, στις …..01.2023 προκατέθεσε προτάσεις, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό, που είχε τροποποιηθεί από τα άρθρα 23 Ν.3994/2011, 8 παρ.1 Ν. 4055/2012 και 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190/13.10.2021, έναρξη ισχύος 01.01.2022, άρθρο 120 Ν. 4842/2021, και παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δια της ίδιας ως άνω πληρεξούσιας Δικαστικής Αντιπροσώπου.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 04.8.2022 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΠΤ…../…..8.2022, και, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.6 ΚΠολΔ, με την υπ’αριθμ……/…...02.2023 Πράξη της Αναπληρώτριας Διευθύνουσας το παρόν Πρωτοδικείο,  Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 17ης.5.2023 και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό […..]. Κατά τη τελευταία αυτή δικάσιμο […...5.2023] η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση και αποσύρθηκε από το οικείο πινάκιο εξαιτίας της αναστολής εργασιών του Πρωτοδικείου Ηλείας λόγω διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών. Ακολούθως η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (01.11.2023) και γράφτηκε εκ νέου στο οικείο πινάκιο δυνάμει της υπ’αριθμ. ……/…..5.2023 πράξης της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης του παρόντος Πρωτοδικείου Προέδρου Πρωτοδικών. Με την ίδια ως άνω Πράξη [107/2023] διατάχθηκε η με οποιοδήποτε τρόπο γνωστοποίηση στους διαδίκους της νέας δικασίμου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλως στο  Δικηγορικό Σύλλογο Ηλείας με επιμέλεια της Γραμματέως [260 παρ.4 ΚΠολΔ].

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του ενάγοντος και η πληρεξούσια Δικαστική Αντιπρόσωπος του τρίτου εναγόμενου ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 260 παρ.4 ΚΠολΔ « Όταν οι υποθέσεις που είναι γραμμένες στο πινάκιο δεν εισάγονται προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανώτερης βίας ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο με σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.aov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Περαιτέρω με την υπ’αριθμ.22079 οικ/02.5.2023 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ανεστάλησαν οι εργασίες των Δικαστηρίων Ηλείας για το χρονικό διάστημα από τις 17.5.2023 έως και τις 24.5.2023, λόγω της διενέργειας βουλευτικών εκλογών της 21ης.5.2023.

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας [01η.11.2023], οι δύο πρώτοι των εναγόμενων δεν παραστάθηκαν (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου), είχε ήδη δε σχηματιστεί ο φάκελος της δικογραφίας από τον ενάγοντα και το τρίτο εναγόμενο, με τις προτάσεις, την προσθήκη αντίκρουση, την προσθήκη κατά  τη διάταξη του άρθρου 232 παρ.5 ΚΠολΔ, την έκθεση επίδοσης της αγωγής, τα διαδικαστικά και αποδεικτικά έγγραφα. Από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.2, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) του άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α της παραγράφου 1 αυτού, που όριζε εν είδει γενικού κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στη τακτική διαδικασία δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς για αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που εν προκειμένω έχουν τηρήσει μόνο ο ενάγων και το τρίτο των εναγόμενων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα κατωτέρω.  Κατά το άρθρο 115 παρ.3 ΚΠολΔ, μετά τη τροποποίησή του με το Ν.4335/2015, η κατάθεση των προτάσεων είναι υποχρεωτική σε όλες τις διαδικασίες, εκτός από τις μικροδιαφορές. Στη νέα τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 12 Ν.4842/2021, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους μέσα σε προθεσμία -ενέργειας- ενενήντα [90] ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά τη παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ [τριάντα ημέρες από τη κατάθεση της αγωγής ή εξήντα ημέρες σε περίπτωση εναγόμενου, κατοίκου εξωτερικού ή αγνώστου διαμονής] και τη 12.00 ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας αυτής [άρθρο 237 παρ.4 εδ.β ΚΠολΔ]. Ο υπολογισμός των προθεσμιών του άρθρου αυτού γίνεται κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 144 επ. ΚΠολΔ. Η προσθήκη στις προτάσεις, με την οποία γίνονται οι αμοιβαίες αντικρούσεις, κατατίθεται, κατά το άρθρο 237 παρ.2 εδ.α ΚΠολΔ, εντός των επόμενων δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ και για την κατάθεσή της εφαρμόζεται το άρθρο 237 παρ.4 ΚΠολΔ [ Απαλαγάκη Χ.- Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τόμος 1ος,  εκδ.2022, (-Αλαπάντας), υπό άρθρο 237].

 

Στη προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις ….Αυγούστου του έτους 2022 (…..8.2022) συνταχθείσας της υπ’αριθμ. ΠΤ…./…...8.2022 έκθεσης κατάθεσης δικογράφου της αρμόδιας Γραμματέως του Τμήματος Πολυμελούς του παρόντος Πρωτοδικείου. Ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, επιδόθηκε, επιμελεία του ενάγοντος, στον πρώτο εναγόμενο στις 06 Οκτωβρίου του έτους 2022,  στη δεύτερη εναγόμενη στις 05 Οκτωβρίου του έτους 2022  και στο τρίτο εναγόμενο στις 06 Οκτωβρίου του έτους 2022, ήτοι εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατά τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……/06.10.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Α….. Λ….., την υπ’αριθμ……Γ/05.10.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Α….. Π……, τις υπ’αριθμ……ΣΤ, ….ΣΤ και ….ΣΤ/06.10.2022 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, Κ…. Δ….., αντίστοιχα, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων. Ο ενάγων στις 16 Ιανουαρίου του έτους 2023 [16.01.2023] και ώρα 12.00 κατέθεσε προτάσεις, όπως προκύπτει από την από 16.01.2023 σημείωση της Γραμματέως του Τμήματος Πολυμελούς του παρόντος Πρωτοδικείου, επί του δικογράφου των προτάσεων. Η κατάθεση των προτάσεων από τον ενάγοντα ήταν εμπρόθεσμη σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 Ν.4842/2021, με καταληκτική ημερομηνία στις 16 Ιανουαρίου του έτους 2023 [16.01.2023], ημέρα Τρίτη. Επίσης, το τρίτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, εμπροθέσμως κατά τα προαναφερόμενα, στις 12 Ιανουαρίου του έτους 2023 [12.01.2023] και ώρα 10.30 κατέθεσε προτάσεις, όπως προκύπτει από την από 12.01.2023 σημείωση της Γραμματέως του Τμήματος Πολυμελούς του παρόντος Πρωτοδικείου επί του δικογράφου των προτάσεων. Αντιθέτως, οι δύο πρώτοι των εναγομένων, Δήμος Πύργου και Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, δεν [προ-]κατέθεσαν προτάσεις. Με την υπ’αριθμ. …../…...02.2023 Πράξη της Αναπληρώτριας Διευθύνουσας το παρόν Πρωτοδικείο, Πρόεδρου Πρωτοδικών, ορίστηκε δικάσιμος συζήτησης της υπόθεσης η 17η.5.2023. Πλην, όμως, οι δύο πρώτοι των εναγόμενων στα πλαίσια της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης, που ισχύει στη τακτική διαδικασία κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, δεν προκατέθεσαν προτάσεις και συνεπώς δεν έλαβαν μέρος στη προκείμενη δίκη. Επειδή η συζήτηση της αγωγής επισπεύδεται από τον αντίδικο τους, ενάγοντα, πρέπει να εξεταστεί εάν οι απολειπόμενοι διάδικοι κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Από την υπ’αριθμ. ……/…...10.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Α…… Λ….., και την υπ’αριθμ…..Γ/…..10.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών, Α….. Π…., αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με συνημμένη την έκθεση κατάθεσης δικογράφου [ΠΤ…../…..8..2022] στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής, επιμελεία του ενάγοντος, στους εναγόμενους [ ΚΠολΔ 215 παρ.2, 123, 124 παρ.2, 127, 128]. Με τις ανωτέρω εκθέσεις  οι δύο πρώτοι των εναγόμενων κλήθηκαν να καταθέσουν εμπρόθεσμα προτάσεις και να παραστούν κατά τη συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο που θα οριζόταν μετά το πέρας της προδικασίας της τακτικής διαδικασίας.  Ενόψει δε του ότι, επί μη εισαγωγής της υπόθεσης προς συζήτηση συνεπεία αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων η νέα συζήτηση της υπόθεσης ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο-εν προκειμένω την υπ’αριθμ.107/2023 πράξη της Διευθύνουσας το παρόν Πρωτοδικείο-  η δε εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 ΚΠολΔ (άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Στ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τομ.1ος, εκδ.2022, (-Αλαπάντας ), υπό άρθρο 260, σελ. 997], πρέπει οι πρώτος και δεύτεροι εναγόμενοι να δικαστούν ερήμην, σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ.1 και 2 εδ.α ΚΠολΔ, καθώς η μεταξύ των διαδίκων ομοδικία είναι απλή, υφιστάμενης κοινωνίας υποχρεώσεων λόγω παθητικής ενοχής εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις των άρθρων 481-488 ΑΚ, και ως εκ τούτου, σε αντίθεση με την αναγκαστική ομοδικία, οι ομόδικοι που δεν παρίστανται, εν προκειμένω οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, δεν θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από τους λοιπούς, εν προκειμένω από το τρίτο εναγόμενο [ ΑΠ 33/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr]. Σημειωτέον ότι εντός της δικογραφίας βρίσκεται φάκελος εγγράφων, ήτοι το από …..10.2022 α.π. ΠΔΕ/ΔΠΧΣ/3…../6….. έγγραφο της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού με θέμα «Απόψεις επί της από 04.8.2022 αγωγής του Π….. Κ…… ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας για αποζημίωση μεγάλου χρηματικού ποσού λόγω υλικής και ηθικής βλάβης», το από 19.7.2018 αρ.πρωτ……./3441 έγγραφο της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού, με θέμα «Ενημέρωση επί υποθέσεων σε εκτέλεση αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», το από 03.8.2018 [αριθμ.πρωτ……/1212] έγγραφο της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Πύργου με θέμα «Σχετικά με άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης στην ιδιοκτησία των κ.Π…. και Β….. Κ….. στα Ο.Τ. 260, 261 και 261α του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης Πύργου» και το από 01ης.12.2016 αριθμ.πρωτ……./5937 έγγραφο της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος-Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού με θέμα «Τροποποίηση σχεδίου πόλεως μετά την 90/2005 δικαστική απόφαση στα Ο.Τ. 260, 261 και 261α του σχεδίου πόλεως Πύργου που αφορά άρση απαλλοτρίωσης και δέσμευσης», που έχουν προσκομιστεί από τη δεύτερη εναγόμενη, Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, τα οποία δεν θα ληφθούν υπόψιν ενόψει του ότι προσκομίστηκαν απαραδέκτως άνευ τηρήσεως της έγγραφης προδικασίας κατάθεσης προτάσεων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.5 του Ν.4842/2021, με εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του [άρθρα 116 και 120 αυτού], παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους να προτείνουν τους οψιγενείς ισχυρισμούς τους, που γεννήθηκαν μετά τη παρέλευση της προθεσμίας για τη κατάθεση προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αυτούς που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, με προσθήκη στις προτάσεις τους το αργότερο είκοσι [20] ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Στ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τομ.1ος, εκδ.2021, [-Αλαπάντας Α.], υπό άρθρο 237, παρ.3, σελ.944]. Εν προκειμένω, ο ενάγων κατέθεσε εμπροθέσμως, στις 25.4.2023, προσθήκη στις προτάσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.5 ΚΠολΔ, η οποία είναι παραδεκτή μόνο κατά τους ισχυρισμούς που αποδεικνύονται με τα προσκομιζόμενα έγγραφα.

 

[Ι] Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984- Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …», στο δε άρθρο 106 ορίζεται ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγούμενου άρθρου «εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς ενόψει της συγκεκριμένης αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση ζητείται με την αγωγή. O αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία. Εξ άλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, κάθε θετική ζημία, δηλαδή μείωση της περιουσίας του ζημιωθέντος, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣΤΕ 2305/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

[ΙΙ] Από τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ' ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ' εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσης υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική. Κατά δε, τη διάταξη του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ, οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (105) εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (ΕφΑθ 4131/2021, Τράπεζα Νομικών  Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

[ΙΙΙ] Το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν.212/1975, προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους, χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, και, ειδικότερα, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται αν παρέλθει οκταετία. Με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του Ν.1337/1983 (Α΄ 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.2882/2021, «2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με το νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς τη συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται εκ του ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Πάντως, υποχρέωση της Διοίκησης προς άρση του διατηρουμένου πέραν του εύλογου χρόνου βάρους ανακύπτει μόνον κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Περαιτέρω, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, οφείλει αμέσως και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει άνευ ετέρου το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του, όπως στις περιπτώσεις ακινήτων που έχουν δασικό χαρακτήρα ή βρίσκονται εντός αιγιαλού ή σε ζώνη προστασίας ρέματος, και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει κατά τρόπο τεκμηριωμένο αφενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικιστικού συνόλου και της ευρύτερης περιοχής, στην οποία αυτό εντάσσεται, αφ’ ετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, ιδίως μάλιστα αν συντρέχει σοβαρή ανάγκη για τη δημιουργία κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου, και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται αποσπασματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα ανέτρεπαν ουσιώδεις επιλογές του πολεοδομικού σχεδιασμού, τέλος δε την πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στο θιγόμενο ιδιοκτήτη. Βάσει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει αν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, α) να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού, β) να δεσμευθεί εκ νέου με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή γ) να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται η άρνηση της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, της τροποποίησης του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Συνεπώς, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας με την τροποποίηση του σχεδίου δεν επιτρέπεται να εκδοθεί οικοδομική άδεια [ΣΤΕ 2305/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΣΤΕ 1229/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΣΤΕ 1822/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΣΤΕ 2126/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΔΠΡΑΘ 12619/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[ΙV] Κατά την παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος « η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με νόμο». Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 94 του Συντάγματος, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο. Εξάλλου, ο Ν.1406/1983 ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. η΄ ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες κατά τις διατάξεις του υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται και αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. γ΄ του ίδιου Ν.1406/1983, η εκδίκαση των διαφορών αυτών από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρχίζει από τις 11 Ιουνίου 1985. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 9 του Ν.1406/1983 ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Κατά το άρθρο 10 του ίδιου Ν.1406/1983, διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες του προηγούμενου άρθρου, εξακολουθούν να υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα, που προβλέπονται από τις ισχύουσες, κατά το χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησης τους, διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικά όργανα. Κατά την έννοια των διατάξεων που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985. Η δικαιοδοσία αυτή των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες οι συνέπειες των ανωτέρω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές αξιώσεις είναι είτε πριν, είτε μετά την ως άνω ημερομηνία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προσδιορίσιμες. Αντιθέτως, εάν οι αξιώσεις αυτές εγεννήθησαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες μετά την 11 Ιουνίου 1985, η επίλυση των σχετικών διαφορών ανήκει στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την ειδικότερη, όμως, γνώμη των μελών Γεωργίου Παπαγεωργίου, Σπυρίδωνος-Κωνσταντίνου Μαρκάτη και Βασιλείου Γρατσία η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να υπάρχει στην τελευταία περίπτωση μόνο κατά το μέρος που οι σχετικές αξιώσεις ήταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προσδιορίσιμες μέχρι την 11η Ιουνίου 1985, ενώ κατά τα λοιπά οι ίδιες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και του μέλους Χρήστου Ράμμου, η ως άνω δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων συντρέχει μόνον, εφόσον οι αξιώσεις εκτείνονται μέχρι την 11η Ιουνίου 1985, κατά το μέρος δε που οι αξιώσεις αυτές εκτείνονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιλύσουν τις διαφορές που ανάγονται στη χρονική περίοδο αυτή [ΑΕΔ 31/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[V] Σε περίπτωση μακροχρόνιας δέσμευσης του ακινήτου γεννάται υπέρ του ιδιοκτήτη αξίωση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη από την εν λόγω δέσμευση, η παρανομία της οποίας, λόγω παρόδου εύλογου χρόνου, έχει διαγνωσθεί από το αρμόδιο δικαστήριο και πότε αυτή καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη. Η επίλυση του ζητήματος αυτού έχει εν προκειμένω ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να διαγνωσθεί η δικαιοδοσία της διοικητικής ή πολιτικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 5468/1995 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως στη Διοίκηση με αντικείμενο τον αποχαρακτηρισμό, οπότε και διαγιγνώσκεται ότι η περαιτέρω διατήρηση του περιορισμού που, νομίμως κατ’ αρχήν, είχε επιβληθεί στο ακίνητο λόγω ρυμοτομίας, δεν είναι πλέον νόμιμη, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει τον περιορισμό αυτό. Εξάλλου, προ της υποβολής σχετικής αιτήσεως δεν ανακύπτει υποχρέωση της διοικήσεως προς άρση πολεοδομικού βάρους που έχει επιβληθεί στην ιδιοκτησία του διοικούμενου. Με τα δεδομένα αυτά, η παρανομία της Διοικήσεως ανάγεται στο χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως προς αποχαρακτηρισμό, εφόσον ουδέποτε αμφισβητήθηκε η νομιμότητα καθ’ εαυτή των επιβληθέντων περιορισμών που έλαβε χώρα μέσω των διαδοχικών τροποποιήσεων του ρυμοτομικού σχεδίου. Συνεπώς, εφόσον η παρανομία της Διοικήσεως ανάγεται σε χρονικό διάστημα μετά την 11η.6.1985, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίον η αξίωση έχει καταστεί δικαστικώς επιδιώξιμη, η αγωγή αποζημίωσης ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων [ΣΤΕ 1822/2018 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[VI] Η από τις διατάξεις των άρθρων 297 - 298 ΑΚ προβλεπόμενη αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που έχουν ληφθεί. Ως θετική ζημία νοείται η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία μπορεί να συνίσταται σε μείωση του ενεργητικού ή σε αύξηση του παθητικού του. Αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Δηλαδή, το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός. Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Οι υποθέσεις δεν χαρακτηρίζονται από τη βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύονται. Για να διευκολύνει, λοιπόν, ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, ορίζει στην ΑΚ 298 εδ. 2 ότι, ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Χρειάζεται δηλαδή η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια ("σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων") και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Για την αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά ασφαλέστερη την προς τούτο πιθανότητα. Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος δεν αποδίδεται. Ο απαιτούμενος, στις κατ' ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος, καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες - συγκεκριμένες περιστάσεις [ΑΠ 1258/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr].

 

[VIΙ] Εκείνος που αξιώνει το διαφυγόν κέρδος από την εκμετάλλευση οικοδομής, μέλλουσας να ανεγερθεί, δεν είναι αναγκαίο να επικαλείται ότι αυτός ή τρίτος είχε εφοδιαστεί με τη σχετική οικοδομική άδεια. Αρκεί ότι είχε τη δυνατότητα πορισμού του εν λόγω διαφυγόντος κέρδους με βάση -στο πλαίσιο των προϋποθέσεων του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ για την επιδίκασή του- την πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την απόκτηση της οικοδομικής άδειας. Περαιτέρω, τα περιστατικά, τα οποία προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (Α΄ 97), να εκτίθενται στην αγωγή. Απαιτείται, δηλαδή, εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη [ΣΤΕ 2305/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[VIIΙ] Από τα άρθρα 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο ζημιώσας υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεως του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής ως άνω παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από τον χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (Α.Π.1730/2010, Α.Π. 832/2008). Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπόχρεος προς αποζημίωση από αδικοπραξία των οργάνων του είναι Δήμος, με την διαφορά ότι στην περίπτωση αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων α`) 3 Ν.Δ. 31/1968 (εφαρμογή των διατάξεων περί προνομίων του Δημοσίου και στους Ο.Τ.Α.), β`) 91 παρ. 1 και 93 του προϊσχύσαντος Ν.Δ. 321/1969 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού) και γ`) 90 παρ.1 εδ. α` του ήδη από 1-1-1996 ισχύοντος Ν.2362/1995 ("Δημόσιο Λογιστικό-`Ελεγχος Δαπανών κ.λ.π."), η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της [ΑΠ 1605/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1604/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6088/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[IX] Με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του Ν.1649/1986, που αποτελεί πάγια ρύθμιση και δεν καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις, που, κατά τη θέση της σε ισχύ, είχε ασκηθεί ένδικο βοήθημα, ορίζεται ότι, αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες και συνεπώς και ως προς την γένεση της αξίωσης τοκογονίας, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν, πριν την τελεσιδικία της απορριπτικής, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, απόφασης, ο ενάγων ασκήσει νέα αγωγή ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, αφού και με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται ο σκοπός της παραπάνω διάταξης, που συνίσταται στην σε σύντομο διάστημα επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου στερούμενου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν να παραγραφεί η αξίωσή τους. Ακολούθως, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 41 Ν. 3659/2008, το οποίο ορίζει ότι «αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Αν η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί ή είχε καταστεί τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου». Σύμφωνα λοιπόν με τη νεότερη αυτή διάταξη, η ανωτέρω δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία αφετηριάζεται, αν η απορριπτική απόφαση είναι από την έκδοσή της τελεσίδικη ή εκδόθηκε κατ’ έφεση από δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Το δίμηνο από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης, τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος, κατ` επίκληση της ανωτέρω διάταξης και με τα εξ αυτής πλεονεκτήματα [ΑΠ 234/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Στη προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από …..8.2022 [αρ.εκθ.καταθ. ΠΤ…../…..8.2022] αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας ενσωματώνεται η από 26.3.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2008 κύρια αγωγή και η από 27.3.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2009 παρεμπίπτουσα αγωγή, αμφότερες ασκηθείσες ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, που συνιστούν  την ένδικη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι με τον αδερφό του Βασίλειο Κανελλόπουλο του Τηλέμαχου είναι αποκλειστικοί συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, έκαστος εξ αυτών κατά ποσοστό 50% αδιαιρέτως, ενός ρυμοτομούμενου αστικού οικοπέδου, επιφανείας 7.438,46 τ.μ. κατά τους τίτλους κτήσεως άλλως 7.642,85 τ.μ. βάσει νεότερης ακριβούς καταμέτρησης, το οποίο ευρίσκεται στη συνοικία «Κ……» στα βόρεια όρια και  εντός του σχεδίου πόλεως του Δήμου Πύργου του Νομού Ηλείας, στα Ο.Τ. 260β, 260ε, 261α, 699. Ότι με το από 09.02.1940 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 63/Α/17.02.1940, περ.4) περί αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του σχεδίου της πόλεως του Πύργου και επιβολής οικοδομικών περιορισμών  κηρύχθηκε η ρυμοτομική απαλλοτρίωση τμήματος εμβαδού 1.212 τ.μ. [Ο.Τ.260 και 261] του ως άνω οικοπέδου για τις ανάγκες διάνοιξης τμημάτων δύο δημοτικών οδών, ήτοι της βόρειας περιμετρικής οδού και  της οδού Κωνσταντινουπόλεως ενώ ορίστηκε ότι τμήμα του ως άνω οικοπέδου εμβαδού 280 τ.μ. [Ο.Τ.261] θα προσκυρωθεί σε όμορο οικόπεδο. Ότι με το από 15.9.1973 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 270/Δ/05.10.1973, περ.6) περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως του Πύργου Ηλείας εγκρίθηκε η διάνοιξη οδού εντός του με αριθμό 261 οικοδομικού τετραγώνου και ο χωρισμός αυτού σε δύο νέα οικοδομικά τετράγωνα, ήτοι το Ο.Τ. 261 και το Ο.Τ. 261 α, το τελευταίο εκ των οποίων χαρακτηρίστηκε ως χώρος εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, ήτοι κατασκευή Δημοτικού Σχολείου. Ότι εν συνεχεία με την υπ’αριθμ../19.6.2023 απόφαση του Νομάρχη Ηλείας περί έγκρισης πολεοδομικής μελέτης αναθεώρησης του σχεδίου πόλεως του Πύργου αφενός διατηρήθηκε η απαλλοτρίωση έκτασης για τη δημιουργία μέρους των δύο οδών και η δέσμευση έκτασης για τη δημιουργία σχολείου αφετέρου επιβλήθηκε η σε βάρος τους απαλλοτρίωση για τη διαπλάτυνση της περιμετρικής οδού, τη δημιουργία πεζόδρομου και τη δημιουργία και τρίτης δημοτικής οδού με ταυτόχρονη διαίρεση του Ο.Τ. 260 σε έξι νέα ΟΤ 260, 260 α, 260 β, 260 γ, 260 δ και 260 ε. Ότι οι τρείς αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ουδέποτε συντελέστηκαν και ουδέποτε ήρθη η αναγκαστική απαλλοτρίωση παρά την έκδοση και επίδοση της υπ’αριθμ. 290/2005 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου Ηλείας, η οποία κατόπιν ασκήσεως προσφυγής του ενάγοντος και του αδερφού του διέταξε την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, Δήμος Πύργου, δια των εκάστοτε νόμιμων εκπροσώπων του προέβη στις ακόλουθες πέντε σοβαρές παράνομες και υπαίτιες παραλείψεις, ως ο αρμόδιος και υπεύθυνος κρατικός φορέας εφαρμογής και υλοποίησης του σχεδίου της πόλεως του Πύργου, ήτοι παρέλειψε να συντάξει την απαραίτητη πράξη αναλογισμού αποζημιώσεων, μετά του σχετικού κτηματολογικού πίνακα και του κτηματολογικού διαγράμματος, να καθορίσει δικαστικώς την τιμή μονάδας αποζημιώσεως και να συντάξει την κατάσταση των νόμιμων αποζημιώσεων των δικαιούχων ιδιοκτητών, να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση στους δικαιούχους με αποτέλεσμα να μην συντελεσθεί ποτέ η κηρυχθείσα υπέρ αυτού ρυμοτομική απαλλοτρίωση, δεν εκτέλεσε το έργο για το οποίο κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση, ήτοι να διανοίξει τους δύο δρόμους Κωνσταντινουπόλεως και Περιμετρική οδό στο σημείο, όπου ευρίσκεται το οικόπεδό τους, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να μην εκπληρωθεί μέχρι σήμερα ο επικληθείς δημόσιας ωφέλειας σκοπός της απαλλοτρίωσης, δεν ήρε την κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση οίκοθεν ή εφαρμόζοντας την ανωτέρω υπ’αριθμ……./2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Ότι με την υπ’αριθμ.πρωτ……/11.6.2004 αίτησή του προς το Νομάρχη Ηλείας από κοινού με το αδερφό του ζήτησαν να αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση τμήματος, επιφανείας 1.212 τ.μ., του οικοπέδου τους, που υφίστατο από το έτος 1940, η δέσμευση τμήματος, επιφανείας 195,27 τ.μ., του οικοπέδου τους για τη δημιουργία σχολείου, που υφίστατο από το έτος 1973 έως το 2003 και διατηρήθηκε περαιτέρω και μετά το έτος 2003 και τέλος η επιβάρυνση τμήματος, επιφανείας 63,34 τ.μ., του οικοπέδου τους, που υφίστατο αρχικά με δέσμευση για τη δημιουργία σχολείου, από τ0 1973 έως το 2003, και εν συνεχεία με απαλλοτρίωση το έτος 2003, η οποία [αίτηση] απορρίφθηκε σιωπηρώς δια της απράκτου παρελεύσεως της νόμιμης προθεσμίας. Ότι με την υπ’αριθμ……/2005 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου έγινε δεκτή εξ ολοκλήρου η προσφυγή του ιδίου και του αδερφού του και διατάχθηκε η Διοίκηση να προβεί στη τροποποίηση του σχεδίου της πόλεως του Πύργου στο συγκεκριμένο σημείο. Ότι με την υπ’αριθμ.πρωτ……/…..01.2006 αίτησή τους προς τη Πολεοδομία Πύργου [Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας] ζήτησαν τη χορήγηση άδειας οικοδομής προκειμένου να τους επιτραπεί να αρχίσουν άμεσα την υλοποίηση προγράμματος ανεγέρσεως κτιρίων για κατοικίες [πολυόροφων κτιρίων]. Ότι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας – Διεύθυνση Πολεοδομίας Πύργου με την υπ’αριθμ.πρωτ. ……/02.3.2006 αρνητική απάντησή της απέρριψε το αίτημά τους για χορήγηση οικοδομικής άδειας, λόγω του ότι ολόκληρο το οικόπεδό τους δεν διαθέτει σε καμία πλευρά του το ελάχιστο απαιτούμενο πρόσωπο, 15 μ., σε διανοιγμένο κοινό χώρο συνεπεία της μη διανοίξεως από τον Δήμο Πύργου των προβλεπόμενων από το σχέδιο πόλεως του 1940 οδών. Ότι συνεπεία της υπερβολικά μεγάλης διάρκειας της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συνδυασμό με την απαγόρευση ανοικοδόμησης ολόκληρου του οικοπέδου του, ρυμοτομούμενου και μη, παραβιάστηκε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας του σε αντίθεση με το άρθρο 17 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του ΑΚ και το άρθρο 1 της ΕΣΔΑ καθώς η μη διάνοιξη των δύο δημοτικών οδών στο Ο.Τ. 260 Β, που συνιστούσε τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, καθώς είχε ως επακόλουθο την απαγόρευση ανοικοδόμησης ακόμη και του μη ρυμοτομούμενου τμήματος του οικοπέδου τους, επιφανείας 6.172,24 τ.μ., καθόσον τούτο είχε μεν το απαιτούμενο εμβαδό αρτιότητα αλλά στερήθηκε της οικοδομησιμότητας. Ότι από τη μη διάνοιξη των πέριξ του οικοπέδου του δύο δημοτικών οδών αχρηστεύθηκε πολεοδομικώς και εκμηδενίστηκε ολικά η αξία του καθόλη την επιφάνεια των 7.642,85 τ.μ. Ότι κατόπιν των συνεχών αρνήσεων των εναγόμενων είτε να συντελέσουν την απαλλοτρίωση είτε να άρουν αυτή προσέφυγαν ο ίδιος και ο αδερφός του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στραβούργου [ΕΔΑΔ], το οποίο με τις δύο από …..4.2007 και …..02.2008 αποφάσεις του έκρινε ότι ως προς το άρθρο 6 παρ.1 και το άρθρο 13 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπήρξε παραβίαση των ελληνικών αρχών σε βάρος τους και τους επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ότι επί της κύριας και παρεμπίπτουσας αγωγής, που άσκησε ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, εκδόθηκαν διαδοχικά η υπ’αριθμ…./2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου Ηλείας, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, η υπ’αριθμ. …../2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, η οποία απέρριψε την αγωγή, και η υπ’αριθμ……/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκανε δεκτή την αναίρεση του ενάγοντος, εξαφάνισε την υπ’αριθμ. …../2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών και κήρυξε απαράδεκτες τη κύρια και τη παρεμπίπτουσα αγωγή του για έλλειψη δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων. Με βάση το ιστορικό αυτό, ισχυρίζεται ότι από τη μακροχρόνια συμπεριφορά των εναγόμενων, του πρώτου εξ αυτών ως ουσιαστικά υπεύθυνου και των λοιπών εναγόμενων ως τυπικώς υπευθύνων, σε βάρος της ιδιοκτησίας του προξενήθηκε οικονομική ζημία, υπό το είδος της θετικής και αποθετικής ζημίας, και ηθική βλάβη από τη μη αξιοποίηση του ακινήτου του, εμβαδού 7.438,36 τ.μ., επί [68] έτη. Ειδικότερα ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η θετική ζημία του ιδίου  και του αδερφού του ως συνιδιοκτητών του ακινήτου, συνεπεία αδυναμίας ανοικοδόμησης αυτού ανέρχεται σε 817.996 ευρώ, και η αποθετική ζημία τους στο ποσό των 427.524 ευρώ. Η θετική τους ζημία αντιστοιχεί στο ποσό των 501.312 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία του ρυμοτομούμενου τμήματος του ακινήτου τους (1.212 τ.μ. +280 τ.μ.=1492 τ.μ. x 336 ευρώ / τ.μ.=501.312 ευρώ) και στο ποσό των 316.684 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% της αξίας του μη ρυμοτομούμενου τμήματος του ακινήτου τους, εμβαδού 4.498 τ.μ. εντός σχεδίου, και εμβαδού 1.448,46 τ.μ. εκτός σχεδίου. Η αποθετική τους ζημία συνίσταται στην απώλεια κερδών και τόκων, οφειλόμενη στην εξαιτίας των ζημιογόνων παραλείψεων της  διοίκησης μη οικοπεδοποίηση του μη ρυμοτομούμενου τμήματος του ακινήτου τους, από το οποίο θα μπορούσαν να προκύψουν δέκα αυτοτελή οικόπεδα, που θα μπορούσαν να πωληθούν αντί συνολικού ποσού 1.583,423 ευρώ κεφαλαίου, το οποίο θα τους απέδιδε για τα έτη 2001 έως 2009, με ετήσιο επιτόκιο 3%, τόκους ποσού 427.524 ευρώ. Η ηθική του βλάβη συνεπεία της αποστέρησης της περιουσίας του ισχυρίζεται ότι ανέρχεται στο ποσό των εκατόν χιλιάδων ευρώ [100.000,00 €]. Με βάση το ιστορικό αυτό, που εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, ο ενάγων αιτείται :  Α] Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, χωριστά και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, άλλως και επικουρικώς κατ’ισομοιρίαν έκαστος εξ αυτών, άλλως και επικουρικότερον κατά το ποσοστό ευθύνης του έκαστος εξ αυτών, τα κάτωθι ποσά, τα οποία αιτήθηκε και με την από 26.3.2008 [αριθμ.εκθ.καταθ. …./26.3.2008] αγωγή και την από …..3.2009 [αριθμ.εκθ.καταθ…../27.3.2009] παρεμπίπτουσα αγωγή : α) για θετική ζημία το ποσό των τετρακοσίων οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ [ 408.998,00 € ], που αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού των οκτακοσίων δέκα επτά χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα έξι ευρώ [817.996,00 € ], β) για αποθετική ζημία το ποσό των διακοσίων δεκατριών χιλιάδων ευρώ και επτακοσίων εξήντα δύο λεπτών [213.762,00 € ], που αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού των τετρακοσίων είκοσι επτά χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ [427.524,00 € ], γ) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ [100.000,00 € ], ήτοι να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν ως συνολική αποζημίωση το ποσό των επτακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα ευρώ [722,760,00 € ], που αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων σαράντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ [1.445,520 € ], όπως αιτήθηκε με την ανωτέρω κύρια αγωγή και την ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, νομιμοτόκως άπαντα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της από 26.3.2008 κύριας αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Β] Να καταδικαστούν οι εναγόμενοι, χωριστά και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, άλλως και επικουρικώς κατ’ισομοιρίαν έκαστος εξ αυτών, άλλως και επικουρικότερον αναλόγως προς το ποσοστό της ευθύνης του έκαστος εξ αυτών, να καταβάλουν σε αυτόν το ποσό των πεντακοσίων ευρώ [500,00 € ] για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Γ] Να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη. Δ] Να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη του ανερχόμενη στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ [15.000,00 €], που αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού των τριάντα χιλιάδων ευρώ [30.000,00 €], όπως αιτήθηκε με την ανωτέρω κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Το παριστάμενο τρίτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, πλην άλλων ισχυρισμών, με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η προκείμενη διαφορά συνιστά διοικητική διαφορά ουσίας, στηριζόμενη στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, και υπάγεται στη δικαιοδοσία των κατά το άρθρο 94 παρ.1 του Συντάγματος τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθόσον οι επίδικες αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες μετά τις 11 Ιουνίου του έτους 1985 κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην υπ’αριθμ. 31/2008 απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Ο ενάγων καθ’ υποφορά στο δικόγραφο της αγωγής του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις σελίδες 87 έως και 89 αυτής, μολονότι επαναφέρει κατά το άρθρο 41 του Ν.3659/2008 και κατόπιν εκδόσεως της υπ’αριθμ……/2022 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας την ασκηθείσα ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή, εκθέτει ότι δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς έχουν τα διοικητικά δικαστήρια καθόσον οι αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο παραλείψεις σχετικά με την διατήρηση και μη άρση της επιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης είναι διαρκείς και επαναλαμβανόμενες και μετά τις 11.6.1985, η δε τρίτη παράλειψη δεν άρχισε προ τις 11.6.1985 αλλά από το έτος 2005 και εφεξής ενώ οι ζημιογόνες συνέπειες αφορούν έκαστο των ετών 2001 έως και 2009 και όχι τα παρωχημένα έτη 1940 έως 1985. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως των ισχυρισμών των διαδίκων, η δικαιοδοσία των [πολιτικών] δικαστηρίων στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2 ΚΠολΔ ερευνάται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως [ΚΠολΔ άρθρο 4]. Στο σημείο αυτό σε σχέση με την εξεταζόμενη διαδικαστική προϋπόθεση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εξέταση της αγωγής θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη ρύθμιση του δικονομικού δικαίου, δηλαδή του άρθρου 4 του ΚΠολΔ, η αγωγή, που εισάγεται ενώπιον δικαστηρίου, που στερείται δικαιοδοσίας, δεν παραπέμπεται, αλλά απορρίπτεται, η δε απόφαση, που τυχόν εκδίδεται για την ουσία, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας, είναι, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ, αυτοδικαίως άκυρη, και δεν παράγει έννομες συνέπειες, ενώ δεν δημιουργείται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνεπώς, η άσκηση αγωγής σε δικαστήριο άλλης δικαιοδοσίας (π.χ. σε διοικητικό) δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη υποβολή της διαφοράς της ίδιας αγωγής, μεταξύ των αυτών διαδίκων, με την ίδια νομική και πραγματική αιτία ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων και αντιστρόφως, καθόσον η σύγκρουση, μεταξύ των αποφάσεων των διαφορετικών αυτών δικαιοδοσιών, αίρεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος [ΕφΑθ 3201/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, εκτός των άλλων, «Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου, με την κατάθεση σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Κώδικα, η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους [ΑΕΔ 7/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].

 

Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι παριστάμενοι διάδικοι, προκειμένου να κριθεί η συνδρομή ή μη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων στο σημείο αυτό προκύπτει ότι δυνάμει του υπ’αριθμ.9/17.02.1940 βασιλικού διατάγματος εγκρίθηκε η αναθεώρηση και επέκταση του σχεδίου ρυμοτομίας της πόλεως του Πύργου Ηλείας. Με το εν λόγω διάταγμα η προβλεπόμενη Περιμετρική οδός, που αποτελεί το όριο του σχεδίου πόλεως, χώρισε το ακίνητο συνιδιοκτησίας του ενάγοντος σε δύο τμήματα, από τα οποία το ένα βρισκόταν εντός και το άλλο εκτός του σχεδίου πόλεως, το δε εντός σχεδίου τμήμα εκτεινόταν στα οικοδομικά τετράγωνα 260 και 261. Συγκεκριμένα ρυμοτομήθηκε τμήμα εμβαδού 1.212 τ.μ.  για τη δημιουργία της Περιμετρικής οδού και της οδού Κωνσταντινουπόλεως και ορίστηκε ότι  άλλο τμήμα του εν λόγω ακινήτου, εμβαδού 280 τ.μ. που βρισκόταν στο Ο.Τ. 261, θα προσκυρωθεί σε άλλο ακίνητο. Με το από 15.9.1973 προεδρικό διάταγμα εγκρίθηκε τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου  Πύργου και με την πρόβλεψη οδού στο Ο.Τ. 261 αυτό χωρίστηκε σε δύο, το ΟΤ 261 και το Ο.Τ.261Α, από τα οποία το τελευταίο χαρακτηρίστηκε ως χώρος εγκατάστασης κοινής  ωφέλειας, με την ανέγερση δημοτικού σχολείου. Τέλος με την υπ’αριθμ.6644/19.6.2003 απόφαση του Νομάρχη Ηλείας εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη αναθεωρήσεως του βορείου και του νοτίου τμήματος του σχεδίου πόλεως του Πύργου και ο Πολεοδομικός Κανονισμός. Με την εν λόγω αναθεώρηση αφενός διατηρήθηκαν οι απαλλοτριώσεις που είχαν επιβληθεί για τη δημιουργία των δύο οδών και η δέσμευση του Ο.Τ. 261 Α για τη δημιουργία σχολείου, αφετέρου το σχέδιο πόλεως επεκτάθηκε πέραν της περιμετρικής οδού, το πλάτος της οποίας αυξήθηκε από 10 μ. σε 18 μ. και με την πρόβλεψη οδού και πεζόδρομου στο Ο.Τ. 260 αυτό χωρίστηκε σε τρία Ο.Τ. από τα οποία το Ο.Τ. 260 Α ορίστηκε ως κοινόχρηστος χώρος. Με την από …...6.2004 αίτηση, που υπέβαλε ο ενάγων από κοινού με τον αδερφό του Β…… Κ…… στο Νομάρχη Ηλείας, ζήτησε την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης των τμημάτων εμβαδού 1.212 τ.μ. και 63,34 τ.μ. και την άρση της δέσμευσης του τμήματος εμβαδού 195,27 τ.μ., κατά της σιωπηρής δε απόρριψης της αιτήσεως άσκησε προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου, το οποίο με την υπ’αριθμ…../2005 απόφασή του έκρινε ότι η ρυμοτομική απαλλοτρίωση των ανωτέρω τμημάτων εμβαδού 1.212 τ.μ. και 63,34 τ.μ. και η δέσμευση του τμήματος εμβαδού 195,27 τ.μ. έχει διατηρηθεί χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, ακύρωσε τη σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση και τη δέσμευση των τμημάτων αυτών, αναγνώρισε ότι επήλθε αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και της δέσμευσης και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να τροποποιηθεί το σχέδιο της πόλεως του Πύργου. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η γενεσιουργός  αιτία της ζημίας που υπέστη ο ενάγων δεν έλαβε χώρα άπαξ με την επιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης το έτος 1940 από την έκδοση του από 09.02.1940 βασιλικού διατάγματος περί αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως του Πύργου και το έτος 1973 από την έκδοση του από 15.9.1973 προεδρικού διατάγματος  περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως του Πύργου αλλά από την επί μακρόν χρόνο, πέραν του εύλογου, διατήρηση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συνδυασμό με τη διαρκή παράλειψη των οργάνων της διοίκησης μη άρσης αυτής. Κατά τα ειδικότερα δε αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας [V],  από την αρχική δέσμευση του ακινήτου του, ήτοι το έτος 1968, μέχρι την ημερομηνία υποβολής της από 11.6.2004 αιτήσεώς του προς τον Νομάρχη Ηλείας για την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης -δέσμευσης των εδαφικών τμημάτων είχε παρέλθει χρονικό διάστημα υπερβαίνον τον εύλογο χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγων-διοικούμενος ήταν υποχρεωμένος να ανεχθεί τον επιβληθέντα περιορισμό της ιδιοκτησίας του. Σε κάθε περίπτωση από την έκδοση της υπ’αριθμ……/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου Ηλείας, ήδη αμετάκλητης, η οποία ακύρωσε τη σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση  και τη δέσμευση των τμημάτων και αναγνώρισε ότι επήλθε αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης, αρχίζει η παράνομη παράλειψη της διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση κατ’εφαρμογή της ανωτέρω δικαστικής απόφασης. Συνεπώς η παρανομία της Διοίκησης στην ένδικη περίπτωση ανάγεται μετά τις 11 Ιουνίου του έτους 2004, ότε ο ενάγων και ο αδερφός του, ως συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, αιτήθηκαν από τον Νομάρχη Ηλείας την άρση της απαλλοτρίωσης. Άλλωστε τριάντα έτη από το έτος 1973 και συγκεκριμένα το έτος 2003, κατόπιν των υπ’αριθμ.141/1996, 264/1996, 266/1996, 309/1996, 481/1999, 378/2001, 673/2001, 701/2001 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Πύργου Ηλείας εξεδόθη η υπ’αριθμ.6644/19.6.2003 απόφαση του Νομάρχη Ηλείας περί έγκρισης πολεοδομικής μελέτης αναθεώρησης του σχεδίου της πόλεως του Πύργου Ηλείας, με την οποία αφενός μεν διατηρήθηκε η κατά τα άνω απαλλοτρίωση έκτασης για τη  δημιουργία μέρους των δύο οδών και η δέσμευση έκτασης για τη δημιουργία σχολείου, αφετέρου δε επιβλήθηκε σε βάρος τους νέα απαλλοτρίωση για τη διαπλάτυνση της περιμετρικής οδού από 10 έως 18 μέτρα, για τη δημιουργία πεζόδρομου και για τη δημιουργία και τρίτης δημοτικής οδού, με ταυτόχρονη διαίρεση του Ο.Τ. 260 σε έξι νέα Ο.Τ. 260, 260 α, 260 β, 260γ, 260δ, 260ε. Επιπλέον ο ενάγων επικαλείται έγγραφες οχλήσεις προς τον εναγόμενο Δήμο Πύργου για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης και του έργου των διανοίξεων που αφορούν τα έτη 2000 έως 2005, χωρίς να προκύπτει ότι αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης προ των ετών αυτών. Πέραν όμως του ότι η παράνομη διατήρηση της απαλλοτρίωσης ήταν διαρκής και εκτεινόταν και μετά την 11η.6.1985, οι αξιώσεις του ενάγοντος για θετική ζημία λόγω εκμηδένισης της αξίας του οικοπέδου συνεπεία της απαλλοτρίωσης από τη μη δυνατότητα αξιοποίησής του με ανοικοδόμηση και για αποθετική ζημία συνιστάμενη σε απώλεια κερδών και τόκων από τη μη εκμετάλλευση των κτιριακών έργων γεννήθηκαν, κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες και προσδιορίσιμες μετά το έτος 1985. Ειδικότερα η θετική ζημία για τη μη δυνατότητα χρήσης του οικοπέδου ναι μεν γεννήθηκε προ τις 11ης.6.1985, καθόσον η ρυμοτική απαλλοτρίωση επιβλήθηκε το έτος 1940, πλην όμως κατέστη προσδιοριστέα και δικαστικώς επιδιώξιμη το έτος 2006 καθώς κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο για τον προσδιορισμό της και δη υπό όρους ανοικοδόμησης χρειάστηκε να εκπονηθεί η επικαλούμενη από τον Μάρτιο του 2006 οικονομοτεχνική μελέτη, για δε τον προσδιορισμό της αντικειμενικής και αγοραίας αξίας λήφθηκε υπόψη η τιμή ζώνης και ο συντελεστής δόμησης, όπως είχαν διαμορφωθεί τον Μάρτιο του 2006. Επίσης ο ενάγων αιτείται να του επιδικαστούν διαφυγόντα κέρδη για το χρονικό διάστημα κατά τα έτη 2000 έως 2009, τα οποία συνδέονται με την ανοικοδόμηση του ακινήτου και την εκμετάλλευση των κτιριακών εγκαταστάσεων, για την οποία [ανοικοδόμηση] δεν προκύπτει ότι εκδήλωσε πρόθεση και προέβη σε προπαρασκευαστικές ενέργειες προ τις 11ης.6.1985 καθώς μετά την έκδοση της υπ’αριθμ……/2005 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου, που διέταξε τη Διοίκηση  να προβεί  στη τροποποίηση του σχεδίου της πόλεως του Πύργου υπέβαλε στη Πολεοδομία Πύργου [ Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας] τη με αριθμό πρωτοκόλλου …../31.01.2006 αίτηση χορήγησης άδειας οικοδομής, προκειμένου να του επιτραπεί να αρχίσουν άμεσα την υλοποίηση προγράμματος ανεγέρσεως κτιρίων για κατοικίες. Ρητώς δε συνδέει την αδυναμία έκδοσης οικοδομικής άδειας με την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη ως στοιχείο προσδιορισμού αυτής. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, πρέπει αυτεπαγγέλτως, ελλείψει δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου εκδίκασης της ένδικης διαφοράς, η αγωγή να  απορριφθεί, ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 του ΚΠολΔ, 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., 1 παρ. 1, παρ. 2 στοιχ. η΄, 9 παρ. 1 εδ. γ και παρ. 2 του Ν.1406/1983. Τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της ύπαρξης ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν στην ένδικη υπόθεση (άρθρα 183 και 179 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των δύο πρώτων εναγόμενων, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των δύο πρώτων εναγόμενων και κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ για έκαστο των μη παριστάμενων ομοδίκων, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά τη παρούσας απόφασης.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ, μεταξύ των παριστάμενων διαδίκων, τα δικαστικά τους έξοδα.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πύργο Ηλείας, στις 30 Ιουλίου του έτους 2024 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον ίδιο τόπο στις               του έτους 30 Ιουλίου του έτους 2024.  

 

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ