ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

ΜΠρΠειρ 7/2025

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων -  Συνέπειες θανάτου οφειλέτη - Εφαρμογή αρ. 12α παρ. 3 ν. 3869/2010 -.

 

Σε περίπτωση που εκ των πραγμάτων ολοκληρώθηκαν οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 είτε πριν, είτε μετά το θάνατο του κληρονομούμενου οφειλέτη, παρόλο που η ρύθμιση είναι προσωποπαγής ο κληρονόμος απαλλάσσεται· περαιτέρω, με την παράγραφο 3 του αρ. 12α ν. 3869/2010, αντιμετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά την κύρια κατοικία του από την ρευστοποίηση, πλην όμως απεβίωσε πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, αν χρησιμοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 3968/2010 να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει τη συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρμοσμένου φυσικά στην δική του ικανότητα αποπληρωμής. Δέχεται την αίτηση.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

 

 

 

Αριθμός Ν-7/2025

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή, Αρετή Κουβέλη με την σύμπραξη της Γραμματέως, Μαρίας Ευσταθιάδου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του Παραρτήματος Πρωτοδικείου Πειραιώς- πρώην Ειρηνοδικείου Νίκαιας την 19η Μαρτίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Α. ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:

 

... κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (οδός .., με Α.Φ.Μ. ..., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Γεώργιου Καλτσά (αρ. Γραμ. προκ/λης εισφ. & ενσημ. ΔΣΠ: Α./2024).

 

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, 3) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, 4) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία ... που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.

 

Β. ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα με ΑΦΜ ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και νομίμως έχει αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις - Μη Δικαιούχου Διαδίκου σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και της κάτωθι αναφερόμενης απαίτησης από την εταιρεία με την επωνυμία <...> και έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει της από 18-6- 2021 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και όπως τροποποιήθηκε με την από 10-04-2023 περίληψη σύμβασης μακροπρόθεσμης διαχείρισης όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και δυνάμει του υπ' αρ. .../15-6-2021 ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία <...>  και το διακριτικό τίτλο <...>  που εδρεύει στην Αθήνα με ΑΦΜ ..., νόμιμα εκπροσωπούμενης, δυνάμει της από 30-4-2020 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και α. 3 Ν 2844/2000, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ... (υπ' αρ. Π./2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών Δ.Σ.Α.) και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΚΑΤΑ

 

 

Η αιτούσα, με την από 14-12-2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024 στην Γραμματεία του πρώην Ειρηνοδικείου Νίκαιας, αίτηση, η συζήτησης της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο, ζητά την μεταρρύθμιση της υπ’ αριθμ. 423/2022 απόφασης του πρώην Ειρηνοδικείου Νίκαιας, εκδοθείσας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

 

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά και με τις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση αίτηση και η προφορικώς ασκηθείσα κύρια παρέμβαση η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον έχουν μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπόμενου και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 1, 246 και 741 ΚΠολΔ).

 

Όπως προκύπτει από τις με αριθ. .δ/8-1-2024, .δ/12-1-2024, .δ/12-1-2024 και  .δ/12-1-2024 εκθέσεις επίδοσης της ΔΕ της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, αντίγραφο της αίτησης της, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ' ων. Επομένως, εφόσον εκείνες δεν παραστάθηκαν κατά την παρούσα ως άνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να είναι όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 εδ. β1 ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζόμενο).

 

I. Σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 4549/2018, μετά το άρθρο 12 του ν. 3869/2010 προστίθεται άρθρο 12α ως εξής: «1. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει όσο η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είναι εκκρεμής, η δίκη καταργείται. 2. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, μειωμένο κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον κληρονομούμενο. Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 6 δεν ανατρέπονται για το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη. 3. Αν το δικαστήριο είχε διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από τη ρευστοποίηση, και ο κληρονόμος χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία, μπορεί, εφόσον ασκήσει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις παραδοχής της, να ζητήσει την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου αυτής. Στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ωστόσο για τον προσδιορισμό του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, το ποσό, το οποίο θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό που καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο. Η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομουμένου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τη διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9. 4. Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται και όταν ο κληρονομούμενος απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 συνέτρεχαν στο πρόσωπό του. Το ζήτημα του θανάτου του αιτούντος οφειλέτη ενόψει και του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης του Νόμου και ιδιαίτερα ο χρόνος θανάτου του μεσούσης της εκκρεμοδικίας, προ της ολοκλήρωσης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010, μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010 αποτελεί ένα πρόβλημα η λύση του οποίου απορρέει από την ερμηνεία του άρθρου 12α ν. 3869/2010. Η παρούσα διάταξη τελεί σε άμεση σύνδεση με την αναθεώρηση του άρθρου 11 του Ν. 3869/2010, που καθιέρωσε την αυτοδίκαιη απαλλαγή του οφειλέτη και τον προαιρετικό χαρακτήρα της αίτησης απαλλαγής, με συνέπεια η έννοια της «απαλλαγής» να ταυτίζεται, πλέον, με τη χρονική και επιτυχή ολοκλήρωση του άρθρου 8 του νομού. Επομένως, σε περίπτωση που εκ των πραγμάτων ολοκληρώθηκαν οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 είτε πριν είτε μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου οφειλέτη, παρόλο που η ρύθμιση είναι προσωποπαγής ο κληρονόμος απαλλάσσεται. Αν όμως οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 δεν ολοκληρώθηκαν κατά οποιονδήποτε τρόπο πριν ή μετά τον θάνατο του οφειλέτη αποβιώσαντος τότε, στα πλαίσια της προσωποπαγούς ρύθμισης εξετάζεται αν συντρέχουν στο πρόσωπο του κληρονόμου οι προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ήτοι ότι: 1) είναι φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007, 2) έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τη μνεία ότι για την έννοια του δόλου λαμβάνεται υπόψιν ο περιορισμός που έθεσε το άρθρο 56 του Ν. 4549/2018 «Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών» και 3) ο κληρονόμος ευρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, ήτοι η σχέση ενεργητικού (εισόδημα από κάθε πηγή) και παθητικού (μηνιαία δόση αποπληρωμής προϊόντων + δαπάνες διαβίωσης ανά περίπτωση) είναι αρνητική και διαφαίνεται ότι θα παραμείνει αρνητική στο μέλλον. Αυτές οι προϋποθέσεις εξετάζονται προκειμένου ο αιτών κληρονόμος να ενταχθεί σε νέα ρύθμιση που αφορά το άρθρο 8 παρ. 2 και 5 καθώς και στην συνέχεια στην ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 12α. Τα παραπάνω συνάγονται από την ερμηνεία του άρθρου 12α παρ. 2 κατά το οποίο μοναδική συνέπεια του θανάτου πριν από την απαλλαγή του κληρονομούμενου οφειλέτη κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 είναι ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 καθώς και η διατήρηση της παύσης ή του περιορισμού της τοκογονίας κατά το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη. Σε ουδέν σημείο του νόμου αναφέρεται ούτε συνάγεται ερμηνευτικά ότι συνέπεια του θανάτου του κληρονομούμενου οφειλέτη πριν από την απαλλαγή του άρθρου 11 είναι ότι το Δικαστήριο δε θα ορίσει καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 του Νόμου και δε θα προβλέψει περίοδο χάριτος για την έναρξη των καταβολών. Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018. «Με την προτεινόμενη διάταξη αντιμετωπίζεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης αποβιώνει είτε κατά την διάρκεια της δίκης είτε μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή η απόφαση ρυθμίζει τις οφειλές με βάση συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη, η δίκη δεν μπορεί να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων». Από την παραπάνω αιτιολογική έκθεση προκύπτει σαφώς το αυτοτελές της νέας αίτησης του άρθρου 12α από τους κληρονόμους, εφόσον δεν μπορεί ούτε η δίκη να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων, επομένως μόνο ως νέα αυτοτελείς προσωποπαγής αίτηση μπορεί να κατατεθεί με όλες τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις από το ν. 3869/2010 ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 8 παρ. 2 και 5. Τέλος, με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά από την ρευστοποίηση πλην όμως απεβίωσε του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιμοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3968/2010, να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει την συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρμοσμένου φυσικά στην δική του ικανότητα αποπληρωμής. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονομουμένου και του κληρονόμου να υπερβαίνουν την μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια (20 έτη και κατ’ εξαίρεση 35 έτη επί συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας).

 

Ωστόσο, ο κληρονόμος θα μπορεί να ζητήσει προστασία της κύριας κατοικίας και ο μετά την 31.12.2018, η δε αξία ρευστοποίησης, την οποία θα καταβάλει για την προστασία της κύριας κατοικίας, θα μειωθεί κατά τα ποσά που κατέβαλε ο κληρονομούμενος (βλ. Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Συμπλήρωμα, 2018, σελ. 193-194). Με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά την κύρια κατοικία του από την ρευστοποίηση πλην όμως απεβίωσε πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιμοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3968/2010, να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει την συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρμοσμένου φυσικά στην δική του ικανότητα αποπληρωμής. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονομουμένου και του κληρονόμου να υπερβαίνουν την μεγίστη επιτρεπόμενη διάρκεια (20 έτη και κατ' εξαίρεση 35 έτη επί συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας). Ωστόσο, ο κληρονόμος θα μπορεί να ζητήσει προστασία της κύριας κατοικίας και μετά την 31.12.2018, η δε αξία ρευστοποίησης, την οποία θα καταβάλει για την προστασία της κύριας κατοικίας, θα μειωθεί κατά τα ποσά που κατέβαλε ο κληρονομούμενος (βλ. Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Συμπλήρωμα, 2018, σελ. 193-194). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παραγράφου 3 είναι οι ακόλουθες: 1. Το δικαστήριο να έχει διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από την ρευστοποίηση. Στην διάταξη δεν αναφέρεται ποιου βαθμού πρέπει να είναι η απόφαση του δικαστηρίου. Από τον συνδυασμό της παρ. 3 με την παρ. 4 του άρθρου 12α προκύπτει ότι η απόφαση του δικαστηρίου που διέταξε την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας πρέπει να είναι τελεσίδικη. 2. Ο κληρονόμος του αιτούντος οφειλέτη να χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αν ο κληρονόμος είτε δεν κληρονόμησε την κύρια κατοικία είτε έχει άλλη κύρια κατοικία και όχι αυτή που κληρονόμησε. 3. Ο κληρονόμος πρέπει να υποβάλλει αίτηση της παρ. 1 του άρθ. 4 του νόμου και να συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις εφαρμογής της όπως επίσης να ζητήσει εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 9 του νόμου χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθ. 9 του νόμου, δηλαδή και μετά την 31.12.2018. Αν γίνει δεκτή η αίτηση του κληρονόμου, θα τηρηθεί ο κανόνας της μη χειροτερεύσεως της θέσεως των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πάντως το ποσό των δόσεων που θα ορίσει η δικαστική απόφαση κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονόμου μπορεί να διαφέρει από το ποσό των δόσεων και την διάρκεια της καταβολής αυτών που όρισε η απόφαση που εκδόθηκε κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονομουμένου. Ωστόσο, αφαιρείται από το ποσό που θα καταβάλει ο κληρονόμος κάθε ποσό που έχει καταβάλει ο κληρονομούμενος σε υλοποίηση της σχετικώς εκδοθείσης αποφάσεως κατά παραδοχή της αιτήσεώς του. Πάντως η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομούμενου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παρ. 2 του άρθ. 9 του νόμου. Εν προκειμένω μπορεί να παρατεθεί ένα παράδειγμα: Η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονομούμενου όρισε μηνιαίες καταβολές 200,00 ευρώ για 20 έτη. Ο αρχικός οφειλέτης ενόσω ήταν εν ζωή και πριν αποβιώσει κατέβαλε κανονικώς τις μηνιαίες δόσεις για μία πενταετία. Η νέα απόφαση που θα εκδοθεί κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονόμου θα ορίσει συγκεκριμένο ποσό δόσεων, από τις οποίες θα αφαιρέσει τις δόσεις που κατέβαλε ο κληρονομούμενος. Το δε χρονικό διάστημα των δόσεων που θα ορίσει η απόφαση δεν πρέπει να υπερβαίνει την διάρκεια των 20 ετών, εκτός αν οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν οι πιστώσεις είχαν μεγαλύτερη διάρκεια, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 35 έτη. (βλ. Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Συμπλήρωμα, 2018, σελ. 193- 194).

 

Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα, ισχυρίζεται ο αποβιώσας σύζυγός της είχε υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις Ν 3869/2010, οι οφειλές του οποίου ρυθμίστηκαν δυνάμει της 423/2022 απόφασής του πρώην Ειρηνοδικείου Νίκαιας, προς τις πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση. Ότι δυνάμει της ως άνω απόφασης, ορίστηκαν μηδενικές μηνιαίες καταβολές του α. 8 παρ. 2 επί τρία χρόνια, αρχής γενομένης από τον μήνα Αύγουστο και εξαιρέθηκε από την εκποίηση το ακίνητο του κληρονομουμένου συζύγου της που αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία της, η οποία ανήκει πλέον κατά πλήρη κυριότητα σε αυτήν κατά ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου, για την διάσωση της οποίας ο κληρονομούμενος σύζυγός της υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία ... το ποσό των 48510,00 ευρώ, με 144 μηνιαίες δόσεις των 336,87ευρώ εκάστη, αρχής γενομένης από τον μήνα Αύγουστο 2025, νομιμότοκα όπως ειδικότερα ορίζεται στην προαναφερθείσα απόφαση. Με το ιστορικό αυτό, ζητά, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της ως εκ διαθήκης μοναδική κληρονόμος του αποβιώσαντος στις 21-4-2023 συζύγου της, την διευθέτησή τους από το Δικαστήριο, ώστε να επέλθει απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της έναντι αυτών και να εξαιρεθεί η μοναδική και κύρια κατοικία της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση.

 

Η αίτηση παραδεκτά εισάγεται στο αρμόδιο τούτο Δικαστήριο σύμφωνα με την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741-781 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 12α παρ. 3 ν. 3869/2010, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή του στοιχεία κατ' άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η αιτούσα εκθέτει επαρκώς τα γεγονότα που δικαιολογούν το αίτημά της και περιγράφει με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της υπόθεσης, καθότι αναφέρει ως μεταβολή των συνθηκών τον θάνατο του συζύγου της, του οποίου τα χρέη είχαν ρυθμιστεί με απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και στην περιέλευση της κύριας κατοικίας στην αποκλειστική της κυριότητα. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 744, 745, 751 ΚΠολΔ περί εκούσιας δικαιοδοσίας, δίνεται η δυνατότητα συμπλήρωσης των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και επομένως και του αιτήματος αυτής (Π. Αρβανιτάκης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κεραμεύς/Νίκας/Κονδύλης, άρθρο 747 αρ. 7, ΕφΑθ 2735/2000 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, είναι νόμιμη και ως προς την εφαρμογή της ευεργετικής διάταξης του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/2010 και της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 στηριζόμενη στις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία, ύστερα από την καταβολή των νόμιμων τελών για τη συζήτησή της.

 

Περαιτέρω, η εταιρεία με την επωνυμία ..., με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις της, που κατατέθηκαν επί της έδρας, άσκησε παραδεκτά κατ7 άρθρο 54 παρ. Ιεδ. β' ΠτωχΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του Ν. 3869/2010, παρέμβαση, ενεργούσα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας «GALAXY II FUNDING DESIGNATED ACTIVIRY COMPANY», ειδικής διαδόχου δυνάμει πώλησης και εκχώρησης, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΒΑΝΚ», ήτοι της πρώτης και τέταρτης των καθ' ων, με αίτημα, όπως αυτό προσηκόντως εκτιμάται από το Δικαστήριο, να υπαχθούν στη ρύθμιση ως δικές της απαιτήσεις, οι απαιτήσεις της δικαιοπαρόχου της ..., που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης. Η ασκηθείσα, παρέμβαση χαρακτηρίζεται ως κύρια και είναι νόμιμη (άρθρα 79 και 741 ΚΠολΔ), καθόσον είναι πρόδηλο το έννομο συμφέρον της κυρίως παρεμβαίνουσας, λόγω της επελθούσας, μετά την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, μεταβολής της διαχείρισης των ένδικων απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου ..., της οποίας τις απαιτήσεις πλέον διαχειρίζεται, ως απαιτήσεις της πρώτης και τέταρτης πιστώτριας, της οποίας ζητείται η ένταξη στις διατάξεις του Ν. 3869/10, και συνεπώς, πρέπει, συνεκδικαζόμενη με την ένδικη αίτηση (άρθρα 741 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 225 παρ. 2 και 246 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω και στην ουσία της.

 

Η πληρεξούσια δικηγόρος της κυρίως παρεμβαίνουσας, αρνήθηκε την αίτηση και προέβαλε την ένσταση περί νόμω αβασίμου της αίτησης, για το λόγο ότι το αίτημα περί δικαστικής ρύθμισης των καταβολών της αιτούσας κατ’ α. 8 παρ. 2 Ν 3869/210 και για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, της οποίας πλέον είναι αποκλειστικά κυρία, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, στηριζόμενο στο άρθρο 8 παρ. 4 του Νόμου, αλλά ούτε στο άρθρο 12α παρ. 3 του ίδιου Νόμου, επειδή δεν προκύπτει η ολοσχερής εκπλήρωση των υποχρεώσεων του θανόντος, με βάση της ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 και δεν έχει πιστοποιηθεί η απαλλαγή του. Ως προς το πρώτο σκέλος, λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν εκτενώς στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τη διασταλτική και τελεολογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 12α παρ. 3 δεν συνάγεται ότι για την άσκηση του δικαιώματος που αποτυπώθηκε ανωτέρω απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η ρύθμιση του άρθρου 11 του Νόμου, να προκύπτουν οι καταβολές και να έχει επέλθει απαλλαγή του οφειλέτη. Τούτο δε, διότι η απαλλαγή που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 3869/2010 είναι ανεξάρτητη από την ρύθμιση το άρθρου 9 παρ. 2 και επέρχεται με τη συμμόρφωση σε όσα επιβάλλει η απόφαση που ρυθμίζει τις οφειλές του προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2, 4 και 5 του Νόμου. Για το λόγο αυτό, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη η υπό κρίση ένσταση. Περαιτέρω, προέβαλε την ένσταση δόλιας περιέλευσης σε κατάσταση υπερχρέωσης ισχυριζόμενη με γενικόλογη αναφορά ότι η αιτούσα αποδέχθηκε υπερχρεωμένη κληρονομιά παρότι γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε με βάση τα εισοδήματά της να τα εξυπηρετήσει. Η ένσταση αυτή είναι πρωτίστως αόριστη, διότι δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που θεμελιώνουν την ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές, δεδομένου ότι, η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς - από τους νόμιμους μεριδούχους δεν συνιστά από μόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. υπαιτιότητα αιτούσας για την υπερχρέωση του θανόντος ή αποξένωσή της από το ακίνητο - αντικείμενο της κληρονομιάς στο οποίο η ίδια να μην κατοικεί ή μη δυνατότητα υπαγωγής του κληρονομούμενου στον ν. 3869/2010, περιστατικά που ουδόλως επικαλείται η κυρίως παρεμβαίνουσα (3145/2021 ΜΠρΠειραιώς, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018 όταν αποβιώνει υπερχρεωμένο πρόσωπο, οι κληρονόμοι του πολλές φορές αποδέχονται την κληρονομιά είτε ελπίζοντας ότι θα τα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του κληρονομουμένου είτε επειδή συγκατοικούσαν με τον κληρονομούμενο σε κατοικία ιδιοκτησίας του και θα αντιμετωπίσουν στεγαστικό πρόβλημα σε περίπτωση αποποίησης, ενώ αν στην συνέχεια, δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που πλέον βαρύνουν αυτούς και ζητήσουν την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010 κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν την ένσταση δόλιας περιέλευσης τους σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής μόνο και μόνο για το λόγο ότι αποδέχθηκαν εν γνώσει τους υπερχρεωμένη κληρονομιά. Επειδή το φαινόμενο αυτό συνιστά κοινωνικό πρόβλημα από μόνο του και είναι και επιβλαβές για την εθνική οικονομία, γιατί δημιουργεί κίνητρο για αποποιήσεις κληρονομιών, με αποτέλεσμα το ενεργητικό του κληρονομουμένου να παραμένει μεγάλο χρονικό διάστημα αναξιοποίητο, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, με τον ν. 4549/2018 προστέθηκε εδάφιο ως εξής «Η αποδοχή υπερχρεωμένη κληρονομιάς από τους νομίμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μονή της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών», το οποίο κατά την διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του ν. 4549/2018 εφαρμόζεται και όταν η αποδοχή κληρονομιάς έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ήτοι την 14.06.18, ενώ αφορά μόνο τους νόμιμους μεριδούχους προς αποφυγή καταχρήσεων από πρόσωπα που αποδέχονται την κληρονομιά όχι από ανάγκη ή δυσμενείς ψυχολογικές συνθήκες αλλά βάσει σταθμίσεων και υπολογισμών. Τέλος, η κυρίως παρεμβαίνουσα ην ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος η οποία, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (βλ. σχετ. Α.Π. 1006/1999, ΕλλΔνη 40,1718, Α.Π. 392/1997, ΕλλΔνη 38. 1842, ΕφΠειρ 357/2005,. Δ.Ε.Ε, 2005,1066, ΕφΛαρ 474/2005, Αρμ 2005.1768, ΕφΠατρ 964/2004, ΑχΝομ 2005,22, ΕφΘεσ 1729/2003, Αρμ 2004,1401). Κοιτά δε το μέρος που αφορά τους πραγματικούς ισχυρισμούς που αφορούν στο περιεχόμενό της αίτησης είναι επίσης απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ένσταση του άρθρου ΑΚ 281. Άλλωστε, η επιδίωξη για ρύθμιση δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Αντίθετα, κρίνεται ότι είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα αλλά σύμφωνα και το σκοπό των διατάξεων του Ν. 3869/2010 (βλ. σχετικά αιτιολογική έκθεση) και σύμφωνα με τους παγωμένους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου. Η επιδίωξη εκάστου αιτούντος να ενταχθεί στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 αποτελεί δικαίωμα που τους παρέχεται από το νόμο, απόκειται δε στο Δικαστήριο να κρίνει με βάση τις αποδείξεις αν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να εντάξει τα χρέη τους σε ρύθμιση, καθώς και το είδος της ρύθμισης στην οποία θα ενταχθούν. Με τον Ν. 3869/2010 παρέχεται η δυνατότητα στο φυσικό πρόσωπο να ρυθμίσει τα χρέη του με απαλλαγή από αυτά και οι ίδιες οι διατάξεις του βρίσκουν νομιμοποίηση ευθέως στο συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μια χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία άλλωστε και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Ο ίδιος δε παραπάνω νόμος, εξειδικεύοντας την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών του άρθρου 288 ΑΚ, στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής του οφειλέτη καθορίζοντας τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών αυτού, με σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία των παροχών μεταξύ του τελευταίου και των πιστωτών του (βλ. ΕιρΣάμου 82/2012, ΕιρΘεσσαλ 5105/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ερευνητέο είναι το κατά πόσο νοείται καταχρηστική άσκηση του εν λόγω δικονομικού (δημοσίου) δικαιώματος. Στο πεδίο του δικονομικού δικαίου η διάταξη του 281 ΑΚ είναι ανεφάρμοστη και τούτο διότι αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα (Ράμμος, Εγχειρ. 1 (1980), παρ. 228, σελ. 624, 625, Μπέης Ερμην. ΚΠολΔ υπ' αρθρ. 116, 111 σελ. 295, ΑΠ 224/1986 ΕλΔνη 27.1109). Εξάλλου, η καταχρηστική άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων και ευχερειών ρυθμίζεται από το άρθρο 116 ΚΠολΔ. Όμως, η διάταξη αυτή δε θεσμοθετεί ως γνήσια δικονομική κύρωση το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, η οποία επιχειρήθηκε κατά παράβασή της (Μπέης ό.π. σελ. 595, Κεραμέας Αστ.Δικ.Δ. έκδ. 11 (1978), σελ. 148).

 

Από την ένορκη επ' ακροατηρίω εξέταση του μάρτυρα απόδειξης, … που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, από τους περιεχόμενους των διαδίκων ισχυρισμούς και ομολογίες, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρα 261 και 336 του ΚΠολΔ) και από όλη την διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, διάγει το 70ό έτος της ηλικίας της. Ο σύζυγος της, .... απεβίωσε στις 21-4-2023 (βλ. από 17-9-2023 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου). Κατά τον χρόνο θανάτου του άφησε την από 20-11-2020 ιδιόγραφη διαθήκη και όρισε μοναδική κληρονόμο στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του την αιτούσα η οποία (διαθήκη) δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει του με αρ. πρωτ. ./25-9-2023 πρακτικού της Ειρηνοδίκη Νίκαιας. Το κληρονομικό, δε, δικαίωμα της αιτούσας, δεν έχει προσβληθεί έως και σήμερα όπως εμφαίνεται στο με αρ. ./21-3-2024 πιστοποιητικού του Πρωτοδικείου Πειραιά. Τα εισοδήματα της αιτούσας, προερχόμενα από την σύνταξη χηρείας ανέρχονται μηνιαίως σε 528,65 ευρώ μηνιαίως (βλ. Το από 11-3-2024 ενημερωτικό σημείωμα ΕΦΚΑ). Το, δε, συνολικό δηλωθέν οικογενειακό εισόδημά της, ενόσω ο σύζυγός της ήταν εν ζωή, το οποίο προερχόταν αποκλειστικά από την σύνταξή του, ανερχόταν 6668,09 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα για το έτος 2021). Περαιτέρω, όσο αφορά στην ακίνητη περιουσία της, η αιτούσα έχει στην πλήρη κυριότητά της, ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου επί ενός διαμερίσματος υπό στοιχεία Β1, επιφάνειας 78 τ.μ., στον δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο πολυκατοικίας κείμενης στον Κορυδαλλό Αττικής, οδ. . με αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Απ1 αποθήκης υπογείου, επιφ. 22,50 τ.μ. και των υπό στοιχεία Ρ1 και Ρ3 ανοιχτών θέσεων στάθμευσης επιφ. 10 τ.μ. εκάστη, το οποίο αποτελεί την μοναδική κυρία κατοικία της. Η κατοικία αυτή αποτελούσε και κύρια κατοικία του θανόντος συζύγου της . η οποία εξαιρέθηκε από την ρευστοποίηση δυνάμει της 423/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, αντικειμενικής αξίας 60337,50 ευρώ. Ο αποβιώσας σύζυγος της αιτούσας είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη: 1) Στην κυρίως παρεμβαίνουσα α) δυνάμει της υπ’ αρ. . σύμβασης το ποσό 468,37 ευρώ, β) δυνάμει της με αρ. . σύμβασης το ποσό 79325,67 ευρώ, γ) δυνάμει τής με αρ . σύμβασης το ποσό 51001,56 ευρώ, δ) δυνάμει της υπ. αρ. ... σύμβασης το ποσό 96152,22 ευρώ, ε) δυνάμει της υπ. αρ . ... το ποσό 46694,43ευρώ, 2) στην δεύτερη καθ' ης δυνάμει της με αρ ... σύμβασης το ποσό 18941,99 ευρώ, β) δυνάμει της με αρ . ... σύμβασης το ποσό 229,30 ευρώ, ν) δυνάμει της με αρ. ... σύμβασης το ποσό 0,07 ευρώ και στην τρίτη καθ' ης δυνάμει της με αρ . ... σύμβασης το ποσό 46157,37 ευρώ. Οι δύο απαιτήσεις της κυρίως παρεμβαίνουσας που πηγάζουν από την με αρ. … σύμβαση ποσού 96152,22 ευρώ και 46694,43 ευρώ, αντιστοίχως, είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συνεπώς ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν.3869/2010). Για τις λοιπές ανωτέρω απαιτήσεις δεν αποδείχθηκε ύπαρξη εμπράγματης ασφάλειας και θεωρούνται, κατά πλάσμα του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3γ ν. 3869/2010, με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμες, υπολογίζονται δε με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο αυτό (βλ. Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 99). Το σύνολο επομένως των οφειλών της αιτούσας ως κληρονόμος (1710 ΑΚ) ανέρχεται στο ποσό των 338.970,98 ευρώ. Ωστόσο, λόγω του ότι τα ανωτέρω δάνεια που έλαβε ο αποβιώσας σύζυγός της, έχουν συμπεριληφθεί στην με αρ. 423/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, η οποία ρύθμισε τις οφειλές του ως άνω συζύγου της μέχρι του συνολικού ποσού των 48510,00 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 καθώς και με μηδενικές καταβολές με την ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/2010 επί τριετία και με δεδομένο ότι ο αποβιώσας το έτος 2023 σύζυγός της δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει πλασματικά τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2, η αιτούσα δικαιούται σύμφωνα με την μείζονα σκέψη κατά την οποία η νέα αίτηση του άρθρου 12α μόνο ως νέα αυτοτελής προσωποπαγής αίτηση μπορεί να κατατεθεί με όλες τις προβλεπόμενες από το ν. 3869/2010 ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 8 παρ. 2 και 5, να υπαχθεί σε νέα ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2, στην ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 του θανόντος συζύγου της και να υποκατασταθεί στην ρύθμιση. Το παρόν εισόδημα της αιτούσας, δεν επαρκεί για την προσήκουσα εξυπηρέτηση των άνω οφειλών εάν συνυπολογισθεί και η ανάγκη κάλυψης του μηνιαίου κόστους διαβίωσης (δαπάνες για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, καταναλωτικά αγαθά, μετακινήσεις, λειτουργικά έξοδα κατοικίας (ηλεκτρισμός, ύδρευση, θέρμανση, επισκευών), για υπηρεσίες τηλεφωνίας, για προμήθεια ειδών και για υπηρεσίες ατομικής φροντίδας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης) που ανέρχεται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σε 600,00 ευρώ μηνιαίως, κατ' ελάχιστον, σύμφωνα και με την οικονομική έκθεση της «ΕΛΣΤΑΤ» για τον υπολογισμό των εύλογων δαπανών διαβίωσης που διενεργείται από εμπειρογνώμονες των Υπουργείων Ανάπτυξης και Οικονομικών, βασισμένη στα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) και δεδομένου ότι η αιτούσα δεν επιβαρύνεται με έξοδα ενοικίου και ότι οφείλει να μειώσει τις δαπάνες της στις απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών της (βλ. ΜΠρΛαμ 65/2016, ΕιρΧαν 259/2011, όπως εκτίθεται σε Α. Γαλανοπούλου - Μητροπούλου, Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, Νομική αντιμετώπιση, σελ. 145 επ.). Έτσι συντρέχει στην περίπτωση της αιτούσας μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις καθ’ ων πιστώτριες και οι προϋποθέσεις για την ένταξή της στις ρυθμίσεις του νόμου 3869/10 και ειδικότερα σ’ αυτές των άρθρων 8 παρ.2 και α.9 παρ.2 , εφόσον υφίσταται αίτημα. Με βάση τα προλεχθέντα, η ρύθμιση των χρεών της αιτούσας θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες μηδενικές καταβολές απευθείας στις ανωτέρω πιστώτριες, συμμέτρως καταβαλλόμενες επί τριετία αρχής γενομένης από την δημοσίευση της παρούσας. Το Δικαστήριο δεν κρίνει σκόπιμη την επανεξέταση των οικονομικών στοιχείων της αιτούσας προς επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών στα πλαίσια του άρθρου 8§§2,5 Ν. 3869/2010, λόγω της μικρής πιθανότητας βελτίωσης των εισοδημάτων της, δεδομένης και της αμέσως ακόλουθης ρύθμισης στα πλαίσια του άρθρου 9§2 Ν. 3869/2010 (βλ. και Κρητικό, ο.π., σελ. 197, επίσης Βενιέρη- Κατσά, ο.π., σελ. 533), στην οποία θα υπαχθεί η αιτούσα. Σημειωτέον ότι εφόσον βελτιωθούν τα εισοδήματά της μπορεί να αναπροσαρμοσθούν οι μηνιαίες δόσεις με ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης κατ' α. 8 παρ. 4 Ν. 3869/2010 και 758 ΚΠολΔ (Ειρ. Πατρ 60/2013 ΕλλΔνη.878.2013, με σημείωση του Αθ. Κρητικού).

 

Η ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/2010 θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/10, εφόσον με τις καταβολές επί τριετίας της πρώτης ρύθμισης δεν έχει επέλθει εξόφληση των αιτήσεων και προβάλλεται σχετικό αίτημα από την αιτούσα, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κατοικίας του από την εκποίηση (βλ. Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», δεύτερη έκδοση σ. 215), δεδομένου ότι η αξία της κατοικίας αυτής δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Η συνέχιση της ρύθμισης για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της απούσας, θα αφορά την εμπορική αξία της. Τούτο διότι, αφενός η παρ. 3 του άρθρ. 62 του Ν. 4549/2018, η οποία και εισήγαγε τις αλλαγές στο άρθρο 9 (παρ. 2α και 2β), εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αιτήσεις, οι οποίες υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4346/2015 με εφαρμογή από 1.1.2016 και μετέπειτα, αφετέρου πρόκειται για μία νέα αυτοτελή αίτηση και όχι μία αίτηση μεταρρύθμισης νομική βάση της οποίας θα ήταν το ισχύον κατά την έκδοση της υπό μεταρρύθμισης απόφασης νομικό καθεστώς της προστασίας της κύριας κατοικίας. Επομένως, θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Ν. 4336/2015 εφ' όσον και οι πιστώτριες δεν επικαλέστηκαν ούτε απέδειξαν ως όφειλαν ότι η αιτούσα δεν ήταν συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών. Συνεπώς, σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, έχει η εμπορική αξία αυτής μειωμένη κατά τα έξοδα της εκτέλεσης, ενώ για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, που κατάσχεται, λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης. Η αξία αυτή ορίζεται και ως τιμή πρώτης προσφοράς με βάση τη διάταξη του άρθρ. 993 παρ. 2 και 995 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4335/2715. Πριν επέλθει η τροποποίηση αυτή ίσχυε η κατ' εκτίμηση αξία από το δικαστικό επιμελητή ή τον προσληφθέντα πραγματογνώμονα, η οποία δεν μπορούσε να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και ο προσδιορισμός της τιμής πρώτης προσφοράς γινόταν στα 2/3 της εκτιμηθείσας αξίας ή στην αντικειμενική αξία αντίστοιχα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα και δεν καταλαμβάνει στο ρυθμιστικό πεδίο της την υπό κρίση αίτησης. Το παρόν Δικαστήριο, με βάση την επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα της πραγματικής εμπορικής αξίας ισάξιων ακίνητων, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την παλαιότητα του ακίνητου, προσδιορίζει την εμπορική αξία της ανωτέρω κύριας κατοικίας της αιτούσας στο ποσό της  αντικειμενικής, ήτοι στο ποσό των 60637,50 ευρώ. Αφαιρώντας δε τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης (ήτοι αμοιβές δικαστικών επιμελητών, αμοιβή  συμβολαιογράφου, κόστος δημοσίευσης, αποζημιώσεις Υποθηκοφυλακείου) που από το Δικαστήριο υπολογίζονται σε 2000,00 ευρώ, το ελάχιστο ποσό που θα λάμβαναν οι πιστώτριες σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης και πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας της αιτούσας ανέρχεται σε 58637,50 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό υποχρεούται να καταβάλλει η αιτούσα για χρονικό διάστημα 15 ετών (180 μηνών), ήτοι ποσό 325,76 ευρώ μηνιαίως. Η καταβολή των 180 δόσεων θα ξεκινήσει από τον δεύτερο μήνα από την δημοσίευση της παρούσας και θα γίνεται εντός του πρώτου 5-νθημέρου εκάστου μηνάς. Η καταβολή των δόσεων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από τις καταβολές αυτές για την διάσωση της κύριας κατοικίας θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι απαιτήσεις της κυρίως παρεμβαίνουσας που είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης κατά την σειρά εγγραφής τους και μέχρι του ποσού των 58637,50 ευρώ στο οποίο εξαντλείται η υποχρέωση της αιτούσας. Το υπόλοιπο των απαιτήσεων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, γιατί δεν μπορεί από το νόμο να επιβληθεί άλλη υποχρέωση στην αιτούσα. Τυχόν προσωρινές καταβολές, θα καταλογιστούν ως διπλές καταβολές (417 ΑΚ) στο συνολικό χρέος και η αιτούσα δεν μπορεί να τις αναζητήσει κατ' α. 904 ΑΚ.

 

Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό κρίση αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της απ' αυτά με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 της ν.3869/2010.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, την αίτηση και την κύρια παρέμβαση ερήμην των καθ’ ων

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την παρέμβαση.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ τις επί μία τριετία μηδενικές μηνιαίες καταβολές της αιτούσας προς τους πιστωτές και την παρεμβαίνουσα, διανεμητέες συμμετρικά μεταξύ των απαιτήσεων και θα καταβάλλονται, πλασματικά, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, αρχής γενόμενης από την δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

 

ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την κύρια κατοικία της, ήτοι το διαμέρισμα υπό στοιχεία Β1, επιφάνειας 78τμ, στον δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο πολυκατοικίας κείμενης στον Κορυδαλλό Αττικής, ... με αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Απ1 αποθήκης υπογείου, επιφ. 22,50 τ.μ. και των υπό στοιχεία Ρ1 και Ρ3 ανοιχτών θέσεων στάθμευσης επιφ. 10 τ.μ. εκάστη.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το ποσό των 58637,50 ευρώ, το οποίο θα καταβληθεί για το χρονικό διάστημα 15 ετών (180 μήνες), αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα από την δημοσίευση της παρούσας, και εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, ποσού εκάστης μηνιαίας δόσης (325,76 ευρώ) η δε τελευταία δόση ανέρχεται στο ποσό 326,46 ευρώ λόγω στρογγυλοποίησης. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Νίκαια, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 8-1-2025.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ