ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚαρδίτσας 88/2025

 

Αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης εύλογης διάρκειας δίκης - Προϋποθέσεις παραδεκτού αίτησης - Αποκατάσταση ηθικής βλάβης -.

 

Προϋποθέσεις παραδεκτού αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης εύλογης διάρκειας δίκης. Διαδικασία που διήρκεσε 7 έτη, 3 μήνες και 20 ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Διαπιστώνει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντα στην εκδίκαση της υπόθεσής του εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. Αίτημα χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης. Κρίνει ότι η διαπίστωση της ανωτέρω παραβίασης αποτελεί, καθ' εαυτήν, επαρκή και δίκαιη ικανοποίηση για τον αιτούντα. Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Καρδίτσας Δημήτρη Τζέλλη).

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 88/2025

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης: ./11-10-2024)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

(Ειδική διαδικασία ν. 4239/2014)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Τσάνα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε δυνάμει της με αριθμό 10/2025 πράξης της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Καρδίτσας και από τη Γραμματέα Ερμιόνη Καρρά.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, τη 19η Φεβρουαρίου 2025, για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11.10.2024 αίτηση, με αντικείμενο τη δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ..., δικηγόρου, του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας (με Α.Μ. Δ.Σ.Κ.: .), κατοίκου Παλαμά Καρδίτσας (..., με Α.Φ.Μ.: ………), ο οποίος εκπροσωπήθηκε, στο Δικαστήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τζέλλη του Ευαγγέλου (με Α.Μ. Δ.Σ.Κ.: 379), κάτοικο Παλαμά Καρδίτσας (Κ. Μαντοπούλου αριθμ. 63Γ), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, απαλλασσόμενος από την υποχρέωση προσκόμισης γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, κατ’ άρθρο 82 παρ. 2 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), σύμφωνα με την από 19.2.2025 υπεύθυνη δήλωση αυτού, ως συγγενής εξ αίματος μετά του αιτούντος δευτέρου βαθμού.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Καραγεώργη Σερβίας αριθμ. 10, με Α.Φ.Μ.: .), το οποίο εκπροσωπήθηκε, στο Δικαστήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Δήμου (με Α.Μ. Δ.Σ.Κ.: 344), κάτοικο Καρδίτσας (Χαρίτου αριθμ. 7), δυνάμει του με αριθμό πρωτ. ΚΥ-147384/908695/22.10.2024 εγγράφου της Κεντρικής Υπηρεσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, περί χορήγησης εντολής και πληρεξουσιότητας, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, μη υποχρεούμενος στην προσκόμιση γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, κατ’ άρθρο 61 παρ. 3 περ. γ´ του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων).

 

Ο αιτών κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 2.10.2024 αίτησή του, περί δίκαιης ικανοποίησης κατά το νόμο 4239/2014, η οποία έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11.10.2024 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν επί της έδρας.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 4239/2014 (ΦΕΚ Α 43) "Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και στο Ελεγκτικό Συνέδριο και άλλες διατάξεις" θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης στα πολιτικά Δικαστήρια, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο [πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων, τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ (αρ. 1)] και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από τη σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση (ν. 4239/2014), οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ’ επίκληση των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς τις πιλοτικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), με τις οποίες διαπιστώθηκε η ύπαρξη συστημικού προβλήματος καθυστερήσεων κατά την απονομή της δικαιοσύνης, στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών και των ποινικών δικαστηρίων, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των προαναφερθέντων άρθρων της Σύμβασης και ιδίως του άρθρου 6 §1 αυτής αναφορικά με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της πολιτικής και της ποινικής δίκης, επί των οποίων έχει εκδοθεί σημαντικός αριθμός αποφάσεων του ΕΔΔΑ ή εκκρεμούν σχετικές προσφυγές ενώπιον αυτού. Αντικείμενο της αίτησης είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης. Ακολούθως, στις επιμέρους διατάξεις του ανωτέρω νόμου, ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 "Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε δίκη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση, προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη". Άρθρο 2 "1. Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Αρείου Πάγου, ανατίθεται σε Αρεοπαγίτη, (β), (γ)… (δ) του πρωτοδικείου, ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (ε)…..”. Άρθρο 3 "1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής. Ο αιτών δεν μπορεί να ζητήσει δίκαιη ικανοποίηση για υπέρβαση εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία έλαβε χώρα σε προηγούμενο βαθμό δικαιοδοσίας, με την αίτηση του για καθυστέρηση δίκης από ανώτερο δικαστήριο 2.… 3. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. 4. Η αίτηση, συνοδευομένη από τα στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 4, κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση κατοικίας εκείνου που την ασκεί, χρονολογία, υπογραφή, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση ή τον αριθμό τηλεφώνου ή του τηλεομοιοτύπου (φαξ) του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του.… 5.… 6. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε πενήντα (50) ευρώ για τις αιτήσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου, εκατό (100) ευρώ για τις αιτήσεις ενώπιον του Πρωτοδικείου και Εφετείου και εκατόν πενήντα (150) ευρώ για τις αιτήσεις ενώπιον του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη συζήτηση". Άρθρο 5 «Κριτήρια για τη διαπίστωση της υπέρβασης και την επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης»: “1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας ιδίως: α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για τη διάρκεια της οποίας διατυπώνεται παράπονο ότι υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης, κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου”. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της νομολογιακής πρακτικής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προκύπτει ότι η εκτίμηση της εύλογης διάρκειας της δίκης γίνεται ad hoc, με βάση τα επί μέρους χαρακτηριστικά κάθε δίκης. Δηλαδή έχει κριθεί ότι δεν υπάρχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, όταν αυτή διήρκεσε πλέον των δύο ετών ανά βαθμό δικαιοδοσίας, δεν υπερέβη όμως τα τρία έτη, χωρίς βεβαίως ν’ αποκλείεται διάρκεια δύο ετών ή και μικρότερη να συνιστά υπέρβαση των ορίων της εύλογης διάρκειας της δίκης, όπως συμβαίνει ιδίως στις αποφάσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων ή εκούσιας δικαιοδοσίας χωρίς αντιδικία. Όσο μεγαλύτερη είναι η υπέρβαση, τόσο πιο εμφανής καθίσταται η παράβαση του εύλογου χρόνου. Για τον προσδιορισμό του χρόνου που διήρκεσε η συγκεκριμένη δίκη, προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης στον συγκεκριμένο βαθμό δικαιοδοσίας, ως «εκδίκαση» της υπόθεσης, νοείται το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο του συγκεκριμένου βαθμού δικαιοδοσίας (επί ενδίκου μέσου από τον προσδιορισμό αυτού στο αρμόδιο προς εκδίκασή του δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή στον Άρειο Πάγο) μέχρι τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου. Τέλος, όπως συνάγεται ειδικότερα από τη ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 4239/2014, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της πολιτικής δίκης, περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Το δικαστήριο αποφαίνεται εν πρώτοις αν η αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της πολιτικής δίκης, με βάση, ιδίως, τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται, ακολούθως, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή εάν αντιθέτως μόνη η διαπίστωση της παραβίασης του εν λόγω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. ΕΔΔΑ αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2006: κατά Ιταλίας -σκέψη 95η, της 23ης Σεπτεμβρίου 2004 κ.λπ. κατά Ελλάδας -σκέψη 35η και της 15ης Ιουλίου 2004 κατά Ελλάδας -σκέψη 35η της 18ης Απριλίου 2013: κατά Ελλάδας - σκέψη 43η). Εάν το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει αφενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας ιδίως υπ’ όψη την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία και αφετέρου στην επιβολή στο Δημόσιο των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα ειδικότερα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 5 του ν. 4239/2014.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών εκθέτει ότι, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρος, του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας, ήγειρε αρχικά, ενώπιον του άλλοτε Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, την από 30.3.2017 αγωγή του, αιτούμενος την καταβολή αμοιβών του για παρεχόμενες στη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Παλαμά υπηρεσίες και λοιπές δαπάνες, στις οποίες είχε υποβληθεί για την εκτέλεση σχετικών εντολών. Ότι, η έκδοση οριστικής απόφασης, επί της ουσίας της ανακύψασας διαφοράς, έλαβε χώρα μετά από επτά (7) έτη και τρεις (3) μήνες περίπου, ενώ το καθ’ ου η αίτηση όφειλε να οργανώσει το δικαστικό του σύστημα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων και η έκδοση αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών του οργάνων εντός εύλογης προθεσμίας. Ότι, ειδικότερα, η με αριθμό κατάθεσης ./30.3.2017 αγωγή του, μετά από αναβολή και τα αλλεπάλληλα δικόγραφα επαναφοράς συζήτησής της, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αίτηση, κατά τις ημερομηνίες, που αναφέρει, συζητήθηκε εν τέλει στις 13.3.2024 και εκδόθηκε η με αριθμό 102/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, στις 19.7.2024, η οποία του επιδίκασε το αναφερόμενο σε αυτή ποσό των 1.475,16 ευρώ έναντι του συνολικά αιτούμενου ποσού των 1.513,16 ευρώ. Ότι, ενόψει των αναφερόμενων στο δικόγραφο δικονομικών ενεργειών των επιληφθέντων Δικαστηρίων, η υπόθεση διήρκησε επτά (7) έτη και τρεις (3) μήνες, σε χρόνο, δηλαδή, που είναι ασυμβίβαστος με την έννοια της εύλογης διάρκειας της δίκης. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενος ότι η υπόθεση δεν είχε ιδιαίτερη πολυπλοκότητα και ότι υπήρχε παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, χωρίς ευθύνη του ιδίου, λόγω της στάσης των αρμοδίων αρχών, κατά παράβαση του ν. 4239/2014, 6§1 και άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και ότι το διακύβευμα για τον ίδιο ήταν η παραβίαση του δικαιώματος της αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του, ως μοναδικού μέσου βιοπορισμού του, αλλά και η ταλαιπωρία που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, την οποία επικαλείται ως ιδιαιτέρως σημαντική, ζητά να υποχρεωθεί το καθ’ ου να του καταβάλει ως δίκαιη ικανοποίηση το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων (3.400,00) ευρώ και να καταδικασθεί αυτό στα δικαστικά του έξοδα.

 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στο οποίο αποδίδεται η επικαλούμενη καθυστέρηση, κατά την ειδική διαδικασία του παραπάνω νόμου, έχει, δε, ασκηθεί εμπρόθεσμα, καθώς ασκήθηκε πριν την πάροδο του, κατ’ άρθρο 3 § 1 του ν. 4239/2014, εξαμήνου (δημοσίευση κρίσιμης οριστικής απόφασης στις 19.7.2024 και άσκηση ένδικης αίτησης στις 11.10.2024), είναι δε ορισμένη, έχοντας το απαιτούμενο περιεχόμενο και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 5 § 2 του παραπάνω νόμου σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ και 935 ΑΚ. Επομένως, αφού καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα με αριθμό ……… e παράβολο και από 1.10.2024 απόδειξη πληρωμής της «Εθνικής Τράπεζας» και η αίτηση αυτή επιδόθηκε νόμιμα στον Υπουργό Οικονομικών δια του Ν.Σ.Κ. (σχετ. η με αριθμό ./16.10.2024 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, χωρίς να κωλύεται η πρόοδος της διαδικασίας από τη μη υποβολή της, κατ’ άρθρο 4 § 2 εδ. γ´ του ίδιου νόμου, έκθεσης της γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, για την πορεία και τα στοιχεία της προκειμένης υπόθεσης τουλάχιστον δέκα πέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση.

 

Από τα προσκομισθέντα από αμφότερα τα διάδικα μέρη και υπάρχοντα στο φάκελο της προκειμένης δικογραφίας έγγραφα, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών τυγχάνει δικηγόρος, εγγεγραμμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Καρδίτσας. Με την από 30.3.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./30.3.2017 αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, στρεφόμενος κατά της “Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Παλαμά”, αιτήθηκε την καταβολή του ποσού των 1.513.16 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, για τις αναφερόμενες ειδικότερα σε αυτή παρεχόμενες υπηρεσίες στα πλαίσια εκτέλεσης ανατεθεισών σε αυτόν εντολών. Ορίστηκε αρχικά δικάσιμος συζήτησης της αγωγής αυτή της 18ης.1.2018 και αντίγραφό της επιδόθηκε επιμελεία του στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο, όπως δείκνυται από την προσκομιζόμενη με αριθμό .’/3.4.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Καρδίτσας .... Κατά τη δικάσιμο αυτή, η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου και προσδιορίστηκε μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 13ης.12.2018. Συζητήσεως γενομένης κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε, στις 17.5.2019, η με αριθμό 91/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκασή της, λόγω της εκτέλεσης των αναφερόμενων σε αυτή εντολών, που είχαν δοθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο και της παράστασης του νυν αιτούντος στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, αντίστοιχα. Στις 11.6.2019 ο αιτών επιμελήθηκε την επίδοση αντιγράφου της με αριθμό 91/2019 παραπεμπτικής ως άνω απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, προκειμένου να επέλθουν οι έννομες συνέπειες της τελεσιδικίας της, με περαιτέρω συνέπεια έκτοτε (από της τελεσιδικίας) τη δέσμευση του Δικαστηρίου να δεχτεί την ύπαρξη της αρμοδιότητάς του, μην έχοντας τη δυνατότητα, σε περίπτωση που έκρινε ότι είναι αναρμόδιο, να την αναπέμψει στο Δικαστήριο που την παρέπεμψε ή να την παραπέμψει παραπέρα σε τρίτο Δικαστήριο (ΕφΑθ 513/1997 ΕλλΔνη1997. 1604-1605, ΕφΚρήτης 502/1991 ΕλλΔνη33. 1273, έτσι Κεραμέας Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σελ. 84, Μπέης, ΠολΔ46, σελ. 286, Κωστάκος σε ΕλλΔνη24, 56, Ελ. Καμπουράκη σε Αρμ31, 471, πρβλ. δε και ΑΠ 881/1975 ΝοΒ24. 173, βλ. και Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 46, τόμος Α' σελ. 307, περ. 23), εφόσον η επίδοση της απόφασης αφετηριάζει την προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου τόσο για το διάδικο που θα αφορά η επίδοση, όσο και για το διάδικο που θα παραγγείλει την επίδοση, επιδρώντας, κατά συνέπεια, στον εξοπλισμό αυτής με ισχύ δεδικασμένου. Λόγω της μη άσκησης ενδίκου μέσου, κατά της παραπεμπτικής απόφασης, ο αιτών επανέφερε προς συζήτηση την άνω αγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής με την από 4.10.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 232/4.10.2019 κλήση του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 6ης.5.9020, αντίγραφο της οποίας με κλήση προς εμφάνιση επιδόθηκε στο αντίδικό του, νομικό πρόσωπο, στις 7.10.2019, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με αριθμό .’/7.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Καρδίτσας .... Κατά τη δικάσιμο, ωστόσο, της 6ης.5.2020 η υπόθεση δεν συζητήθηκε λόγω εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 16.3.2020 έως 31.5.2020 και η υπόθεση προσδιορίστηκε οίκοθεν, με την υπ’ αριθμ. 81/2020 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Καρδίτσας, για τη δικάσιμο της 4ης.11.2020, οπότε και συζητήθηκε. Επί αυτής, στις 7.1.2022, εκδόθηκε η με αριθμό 3/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι, παρά την τελεσιδικία της απόφασης προς το εναγόμενο, δεν είχε τελεσιδικήσει αυτή και ως προς τον ενάγοντα, λόγω μη παρέλευσης της καταχρηστικής προθεσμίας άσκησης ως προς αυτόν ή παραίτησής από το δικαίωμα άσκησης έφεσης, καθόσον αντίγραφό της δεν είχε επιδοθεί (σύμφωνα με το σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης) και στον ενάγοντα και παραπέμφθηκε εκ νέου η υπόθεση προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσας, ως καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, ενώ συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε επιμελεία του ενάγοντος στο εναγόμενο, νομικό πρόσωπο, στις 29.4.2022, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με αριθμό ./29.4.2022 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή. Ο νυν αιτών άσκησε κατ’ αυτής την από 27.6.2022 και με αριθμό προσδιορισμού ./28.11.2022 αίτηση αναίρεσης, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η 28η.3.2023 και αντίγραφό της, με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 20.1.2023, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με αριθμό ./20.1.2023 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας, με έδρα το Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Η αίτηση αναίρεσης συζητήθηκε στη δικάσιμο αυτή και εκδόθηκε η με αριθμό 1086/10.7.2023 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, αφού η γνήσια προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ για την άσκηση έφεσης τρέχει και εναντίον εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση, κατά το άρθρο 144 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 221/2020), περαιτέρω δε καταδικάστηκε το αντίδικό του νομικό πρόσωπο (αναιρεσίβλητο) στα δικαστικά του έξοδα, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 2.300 ευρώ. Ακολούθως, σε συμμόρφωση με το διατακτικό της απόφασης αυτής, ο νυν αιτών επέσπευσε στις 23.10.2023 την περαιτέρω συζήτηση της αγωγής, με την από 19.10.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23.10.2023 κλήση του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13ης.3.2024 και επί αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 102/19.7.2024 απόφασή του, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκε το εναγόμενο στην καταβολή του ποσού των 1.475,16 ευρώ με το νόμιμο τόκο μέχρι και την ολοσχερή εξόφληση, ενώ καταδικάστηκε το εναγόμενο και στα δικαστικά του έξοδα, ποσού 150,00 ευρώ, μειωμένα λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας. Συναφώς προς τα ανωτέρω και σύμφωνα με τις ανωτέρω δικονομικές ενέργειες, που με απόλυτη χρονική αλληλουχία διενέργειάς τους μνημονεύονται, η επίμαχη διαδικασία εκκίνησε στις 30.3.2017, με την κατάθεση της αγωγής και έληξε στις 19.7.2024, με τη δημοσίευση της οριστικής υπ’ αριθμ. 102/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Επομένως, η εν λόγω διαδικασία διήρκησε, κατ’ αρχήν, επτά (7) έτη, τρεις (3) μήνες και είκοσι (20) ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Από την περίοδο αυτή πρέπει να αφαιρεθεί το εύλογο χρονικό διάστημα από 6.5.2020 έως 4.11.2020 [ήτοι πέντε (5) μήνες και είκοσι οκτώ (28) ημέρες], το οποίο αντιστοιχεί στο διάστημα αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων κατά τη δικάσιμο της 6ης.5.2020 στο πλαίσιο της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19 (πρβλ. ΣτΕ 215/2022) έως τον επαναπροσδιορισμό και τη συζήτηση της υπόθεσης με ενέργειες του Δικαστηρίου στις 4.11.2020, διάστημα που θεωρείται εύλογο. Επίσης, θα πρέπει να αφαιρεθεί το διάστημα από 13.3.2024 έως 19.7.2024 [τεσσάρων (4) μηνών και πέντε (5) ημερών], ήτοι το διάστημα από τη συζήτηση ως τη δημοσίευση της απόφασης, το οποίο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (336 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κρίνεται εύλογο. Συνεπώς, η χρονική περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, στην κρινόμενη περίπτωση, διήρκεσε έξι (6) έτη, πέντε (5) μήνες και τρεις (3) ημέρες, για ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Από τη συνεκτίμηση του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού δεν προκύπτει ότι ο αιτών συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην καθυστέρηση της επίμαχης διαδικασίας, ενώ δεν πρέπει να παροραθεί ότι η συμπεριφορά των διαδίκων, ακόμη και στα νομικά συστήματα που καθιερώνουν την αρχή της διεξαγωγής της δίκης από αυτούς, δεν αναιρεί την υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξασφαλίζει την απαιτούμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ταχύτητα στην διεξαγωγή και ολοκλήρωση της δίκης (βλ. ΕΔΔΑ Λιτοσελίτης κατά Ελλάδος 5.2.2004 σκ. 30). Τούτο, δε, διότι ο αιτών άσκησε την αγωγή του στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο [καθώς στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονταν (πλην άλλων) οι διαφορές από απαιτήσεις δικηγόρων και αν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις 250.000,00 ευρώ, ήτοι έστω και αν πρόκειται για διαφορές που άλλως θα υπάγονταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όχι όμως και διαφορές της άνω κατηγορίας αξίας μέχρι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, οι οποίες υπάγονταν στην τακτική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αφού η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα (του άρθρου 16 ΚΠολΔ) καθιερώθηκε μόνο σε βάρος της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όχι όμως και αυτής του Ειρηνοδικείου (ΑΠ 1162/2001 ΝοΒ2002. 1838, ΕφΛαρ 123/2020 Δικογραφία2020. 367, ΕφΠειρ 164/2016 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, έκδοση 2012, 16 αρ. 14)], ενώ επιμελήθηκε για τη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο της παραπομπής μετά την τελεσιδικία της περί παραπομπής απόφασης, οπότε αυτή καθίστατο υποχρεωτική για το τελευταίο. Εκτιμώντας το παρόν Δικαστήριο το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από την έναρξη έως τη λήξη της διαδικασίας - και το οποίο οφείλεται αποκλειστικώς στο χειρισμό της υπόθεσης από το Δικαστήριο (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ, Gumuyten κατά Τουρκίας, Νο. 47116/99, && 24-26 της 30.11.2004, Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδας, Νο. Φ09222/4263 της 3.4.2012, Ιωάννου και άλλοι κατά Ελλάδας της 12.6.2012), χωρίς μάλιστα, να δικαιολογείται από τυχόν νομική ιδιαιτερότητα - δεν ικανοποιεί τα κριτήρια της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά την έννοια του ν. 4239/2014, ούτε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας» του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, εν προκειμένω, το διακύβευμα της επίμαχης διαδικασίας για τον αιτούντα αφορούσε σε δικαιούμενη αμοιβή από την εκτέλεση εντολών, δοθεισών εκ μέρους του εναγομένου. Ως προς τη δυνητική, ωστόσο, για το Δικαστήριο, επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [βλ. σχετ. ΜεφΑθ 424/2023 ΕλλΔνη 64(2023).861], ως εκ της διαπιστώσεως παραβάσεως της εύλογης διάρκειας (6§1 της Σύμβασης), στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ, κατά το οποίο η διάγνωση αποτελεί ισχυρό -αν και μαχητό- τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όσον αφορά στο διακύβευμα της προκειμένης υπόθεσης για τον αιτούντα, δηλαδή τη σημασία και αξία που είχε γι’ αυτόν η δίκη επί της αγωγής του, ο τελευταίος δεν επικαλείται συγκεκριμένη ηθική βλάβη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, παρεκτός της ταλαιπωρίας την οποία υπέστη και της καθυστέρησης στην καταψήφιση της απαίτησής του, χωρίς ειδικότερο περαιτέρω προσδιορισμό, ενώ εξάλλου ουδένα ισχυρισμό διαλαμβάνει περί του διακυβεύματος της υπόθεσης για τον ίδιο, περιοριζόμενος μόνον στην αναφορά περί στέρησης του αξιούμενου ποσού ως αναγκαίου για το βιοπορισμό του, τούτο δε αξιολογείται ως ήσσονος εμβέλειας για τον αιτούντα, ενόψει του ύψους της απαίτησης αφενός και του ότι το αποτέλεσμα της απόφασης δεν αποδείχθηκε ότι ήταν τυχόν αναγκαίο για την εικόνα αυτού στον επαγγελματικό του χώρο, ιδιαιτέρως σημαντικό για την επαγγελματική του πορεία και εξέλιξη αφετέρου, ενώ δεν πρέπει να παροραθεί και η επιδίκαση του ποσού των 2.300 ευρώ για δικαστικά του έξοδα με τη με αριθμό 1086/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με βάση τα παραπάνω κρίνεται, στην ένδικη περίπτωση, ότι η ηθική βλάβη του αιτούντος επανορθώνεται επαρκώς με μόνη τη διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματός του σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 532/2021, ΣτΕ 1107/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά μερική αποδοχή της κρινόμενης αίτησης, να διαπιστωθεί η παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, να απορριφθεί όμως το αίτημα επιδίκασης χρηματικού ποσού ως δίκαιης ικανοποίησης. Ενόψει δε τούτου και κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, πρέπει να αποδοθεί στον αιτούντα το καταβληθέν παράβολο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων εν όψει και της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογης αμφιβολίας του Δημοσίου ως προς την έκβαση της δίκης (βλ.. 5 § 3 του ν. 4239/2014 και του αναλογικά εφαρμοζόμενου 179 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά το άρθρο 8 ν. 4842/2021), λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη και του ότι ο αιτών δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερη δαπάνη για την άσκηση της αίτησης, ούτε και για την παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής του πληρεξουσίου δικηγόρου του.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΙ ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1-6 ν. 4239/2014 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

 

ΚΡΙΝΕΙ ότι η διαπίστωση της ανωτέρω παραβίασης αποτελεί, καθ'εαυτήν, επαρκή και δίκαιη ικανοποίηση για τον αιτούντα.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση κατά τα λοιπά.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του παραβόλου στον καταθέσαντα.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Καρδίτσα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 16 Απριλίου 2025.

 

            Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ