ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 3003/2025
Απόφαση επί ανακοπής άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά πλειστηριασμού κατοικίας, η οποία έκανε δεκτή
την ανακοπή λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της επισπεύδουσας,
καθώς η αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα στο μοναδικό ακίνητο της ανακόπτουσας, το οποίο αποτελούσε και την κατοικία της
ίδιας και της οικογένειάς της, για ποσό απαίτησης υποπολλαπλάσιας
αξίας εκείνης του προς εκπλειστηρίαση ακινήτου κι ενώ
εκκρεμούσε σε πρώτο βαθμό αίτηση της ανακόπτουσας
άρθρου 4 ν. 3869/2010 περί ρυθμίσεων των οφειλών της, μεταξύ των οποίων και η
απαίτηση δυνάμει της οποίας επεσπεύδετο η εκτέλεση.
Ενδιαφέρουσα ανάλυση για την ανάγκη προστασίας της κατοικίας της ανακόπτουσας, παρόλο που η αίτηση ν. 3869/2010 είχε
κατατεθεί μετά την 28/2/2019, ήτοι την καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης αίτησης
με αίτημα την εξαίρεση της κατοικίας του αιτούντος από την εκποίηση, σύμφωνα με
το άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3869/2010.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Ευαγγελίας Μαργαρίτη).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
(ΕΙΔΙΚΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3003/2025
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ
ΕΔΡΑ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ
από τη Δικαστή Σωτηρία Σιώρα, Πρωτόδικη Ειδικής
Επετηρίδας, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Ντάρδα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ
δημόσια στο ακροατήριο του, στην Ελευσίνα, στις ... για να δικάσει την ανακοπή,
μεταξύ:
ΤΗΣ
ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ..., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας
δικηγόρου της Ευαγγελίας Μαργαρίτη του Ιωάννη (Α.Μ. ΔΣΑ:25521), που κατέθεσε
έγγραφες προτάσεις και προκατέβαλε τις εισφορές, που
προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 4194/2013 [κατατεθέντα
γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Νο. Π... (ανακοπή) και Π... (παράσταση - προτάσεις)].
ΤΗΣ
ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Εταιρείας με την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ
ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «CEPAL HELLAS», που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη
Αττικής, Λεωφόρος Συγγρού αριθμός 209-211, με Α.Φ.Μ.: …, νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμ. 505/20/28.06.2024 της Επιτροπής Πιστωτικών και
Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως Εταιρείας Διαχείρισης
Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1-15 και
115 του Ν. 5072/2023 και της Πράξης 225/1/30.01.2024 της Εκτελεστικής Επιτροπής
της Τράπεζας της Ελλάδος, νομίμως εκπροσωπούμενης και στην οποία έχει ανατεθεί
η διαχείριση των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την
επωνυμία «GALAXY II FUNDING DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (ΓΚΑΛΑΞΥ II ΦΑΝΤΙΝΓΚ
ΝΤΕΣΙΓΚΝΕΗΤΕΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΥ ΚΟΜΠΑΝΥ), με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (1-2 Victoria Buildings, Haddington Road, Dublin 4, D04 ΧΝ32) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο
εταιρειών της Ιρλανδίας …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο
από 18.06.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων, το οποίο αποτελεί
περίληψη της από 08.04.2021 Σύμβασης Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης, ως
τροποποιήθηκε κατά καιρούς και το οποίο καταχωρήθηκε νομίμως στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών την 22α.06.2021 με αριθμό
πρωτοκόλλου 208/22.06.2021 στον τόμο 12 και αύξοντα αριθμό 198, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παρ. 16 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 όπως ισχύει, και του υπ’ αριθμ. 46.041/15.06.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του
Συμβολαιογράφου Αθηνών ., της τελευταίας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού ως
ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», όπως νομίμως
εκπροσωπείται, δυνάμει της από 30ης.04.2020 Σύμβασης Μεταβίβασης Τιτλοποιούμενων Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως
και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών την 30.04.2020 με αρ. πρωτ.
161/30.04.2020 στον τόμο 11 και α.α. 109, σύμφωνα με
το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το αρ. 3
του ν. 2844/2000, η οποία («CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ»)
παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια ... με αριθμό μητρώου ..., που κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις και προκατέβαλε τις εισφορές, που
προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 4194/2013 [κατατεθέν γραμμάτιο
προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Νο. Π... (παράσταση - προτάσεις)].
Η
ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή, για τους λόγους που
αναφέρονται σε αυτήν, η από 10ης.10.2024 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε την
... στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου
γενικό ... και ειδικό ... και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Αφού
εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν
την παραδοχή αυτών, αναφέρθηκαν δε και στις έγγραφες προτάσεις τους, που
κατέθεσαν νομοτύπως κι εμπροθέσμως.
Ακολούθησε
η συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η άσκηση κάθε Δικαιώματος που παρέχεται από
τον Νόμο στον φορέα του είναι κατ’ αρχήν απεριόριστη. Ωστόσο, όσο κι αν το
Δίκαιο ευνοεί με τη σύσταση του Δικαιώματος τον φορέα του, άλλο τόσο
τουλάχιστον ενδιαφέρεται η άσκηση αυτού του Δικαιώματος να μην οδηγεί σε άδικες
καταστάσεις. Με την θέση ορίων στην άσκηση του Δικαιώματος επιδιώκεται να
δημιουργηθεί ισορροπία μεταξύ συστάσεως και ασκήσεώς του (βλ. Δημ. Παπαστερίου, «Γενικές Αρχές
του Αστικού Δικαίου», τόμος Ι/α, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σελ. 251). Πράγματι, το Δίκαιο απαγορεύει
την άσκηση ενός Δικαιώματος αν αυτή γίνεται κατά τρόπο που προσβάλλει το κοινό
περί Δικαίου αίσθημα ή αντιτίθεται στον σκοπό του Δικαιώματος. Η αναγνώριση
ενός τέτοιου περιορισμού είναι απόρροια των σύγχρονων περί Δικαιώματος αντιλήψεων,
οι οποίες εγκατέλειψαν τον απολύτως ατομιστικό χαρακτήρα του Δικαιώματος χάριν
της ομαλότερης κοινωνικής συμβίωσης, η δε απαγόρευση αυτή έχει λάβει
Συνταγματική κατοχύρωση (άρθρ. 25 παρ. 3 Συντ.) (βλ. Απόστολος Σ. Γεωργιάδης,
«Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Δεύτερη Έκδοση, 1997, σελ. 227-228). Κατά δε το
άρθρ. 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση Δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η
προφανής υπέρβαση των ορίων που τίθενται στην αμέσως παραπάνω αναφερόμενη
διάταξη να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά
του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις
περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά Νόμο
να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του Δικαιώματος, καθιστούν
μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί Δικαίου και Ηθικής αντιλήψεις του μέσου
κοινωνικού ανθρώπου, είναι δε η υπέρβαση αυτή προφανής όταν προκαλεί την έντονη
εντύπωση αδικίας, σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του
δικαιώματος (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 158/2012 και 642/2012, Α’ Δημοσίευση NOMOS).
Εξάλλου, τα ως άνω αναφερόμενα κριτήρια αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες και
εξειδικεύονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον Δικαστή με βάση τις
εκάστοτε κοινωνικές αντιλήψεις, όχι τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Σημειώνεται
δε ότι ως προς την Καλή Πίστη, την οποία αναφέρει η διάταξη αυτή, πρόκειται για
την αντικειμενική ή συναλλακτική Καλή Πίστη, δηλαδή την επιβαλλόμενη στην
κοινωνική συμβίωση και στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα. Η Καλή Πίστη
έχει το νόημα συμπεριφοράς, ορθής συμπεριφοράς στις συναλλαγές, με το νόημα
αυτό χρησιμοποιείται ως κριτήριο προσδιορισμού των ορίων της συγκεκριμένης
διάταξης και επιβάλλει να μην βλάπτει ο δικαιούχος κάποιον άλλον δυσανάλογα σε
σχέση με την ωφέλεια που ο ίδιος αποκομίζει από την άσκηση του δικαιώματός του,
αλλά να προτιμά ηπιότερο τρόπο άσκησης του Δικαιώματος. Ως προς τον Κοινωνικό
και Οικονομικό Σκοπό του Δικαιώματος σημειώνεται ότι είναι αυτός που προκύπτει
από την κοινωνική λειτουργία που εξυπηρετεί και τα οικονομικά συμφέροντα που
επιδιώκει να ικανοποιήσει το συγκεκριμένο Δικαίωμα κατά τις αντιλήψεις της
έννομης τάξης (βλ. Παπαστερίου ό.π.
σελ. 258 και Γεωργιάδη ό.π. σελ. 233).
ΙΙ. Περαιτέρω, λόγο της ανακοπής του άρθρ. 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της
επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια
της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του
δικαιώματος που θέτει η διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και
το άρθρ. 25 παρ.3 του Συντ., όπου κατοχυρώνεται συνταγματική απαγόρευση, η
οποία εφαρμόζεται σε όλους τους Κλάδους Δικαίου και αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Επιπλέον, η
διάταξη του άρθρ. 116 ΚΠολΔ είναι ατελής ως προς την
ενδεχόμενη κύρωση που επιβάλλεται εις βάρος του διαδίκου που ενεργεί, τόσο
δικονομικά όσο και ουσιαστικά, αντίθετα προς την Καλή Πίστη. Την ατέλεια αυτή
καλύπτει η ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Βάσει των ως άνω, υφίσταται δυνατότητα
ακύρωσης της εκτέλεσης που επισπεύδεται καταχρηστικά. Έτσι, αν η συμπεριφορά
του επισπεύδοντας συνίσταται σε κατάχρηση, ο σχετικός λόγος ανακοπής αποτελεί
ουσιαστικό ελάττωμα της εκτέλεσης. Προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει
αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων,
συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των
μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της
συμπεριφοράς. Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται
υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του
χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση
δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή
πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από
κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό την βλάβη του άλλου, ή όταν η πράξη της
εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Εξάλλου, η αρχή της
αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρ. 25 παρ. 3 Συντ. θέτει όρια τα οποία
απαγορεύουν την χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών
πράξεων εκτέλεσης: i) όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν
τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλόλητας), ii) όταν δεν είναι αναγκαία, επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο
μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και iii)
τρίτον, όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για
τον θιγόμενο, διότι τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις
εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές
επιπτώσεις τους για τον καθ’ ου η εκτέλεση. Ειδικότερα, οι πράξεις κατάσχεσης
και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της
αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να
ικανοποιηθεί με άλλο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη μέσο, ενώ οι πράξεις
κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν
την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα
εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα
ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι
μικρής αξίας και, συνεπώς, είναι έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου
εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίον αυτό επιβάλλεται. Τέλος, οι
χρηματοδοτικοί οργανισμοί, αλλά και οι διάδοχοί τους, επιβάλλεται να
προστατεύουν τα συμφέροντα των οφειλετών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα
επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Επομένως, και για τον λόγο αυτόν, η άσκηση των
δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και
σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και
να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, η
καλόπιστη από την πλευρά τους συμπεριφορά επιβάλλει να ανεχθούν μια εύλογη
καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της
άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική
καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για τις ίδιες. Επιπροσθέτως, από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ
και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική
εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί ενάσκηση
ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου λόγο της ανακοπής του
άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής
αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα
αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή
οικονομικού σκοπού του δικαιώματος που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ,
καθόσον αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι
δυνατό να οδηγήσει σε ακύρωση αυτού. Η εκτέλεση είναι καταχρηστική, όταν
υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του
επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με
κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η
άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που
επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός
του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση
του να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας. Εφόσον δε η
αντίθεση στα αντικειμενικά όρια που τίθενται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ,
αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό
ελάττωμα του, με την επιδίωξη εκτελέσεως δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο
οποίος όμως επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος
ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ α' ΚΠολΔ. Αν όμως η
αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ αφορά την απαίτηση ή τη διαδικασία της
εκτέλεσης, ο λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του
άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠολΔ,
δηλαδή ως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης (ΟΛ ΑΠ 12/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 311/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 261/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ.Πρ.Ηλ.
132/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας,
υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον
συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του ενώ
ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και συνεπώς, έκδηλη η
μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο
αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα, η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται
έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα
μπορούσαν να κατασχεθούν. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η
άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται
και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος
του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (Εφ.Πειρ. 172/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ.Πρ.Ηλ.
132/2022 ό.π.). Πάντως για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του
δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον υπόχρεο,
θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς
απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του. Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος,
εξαιτίας της οποίας προκαλούνται στον υπόχρεο επαχθείς και όχι κατ’ ανάγκη
αφόρητες συνέπειες, πρέπει να μην είναι σε τέτοιο βαθμό ανεκτή, ώστε, μετά από
στάθμιση τους προς το εντεύθεν εξυπηρετούμενο συμφέρον του δικαιούχου, να
κρίνεται επιβεβλημένη για την αποτροπή των επαχθών ως προς τον υπόχρεο
συνεπειών η θυσία του ασκούμενου δικαιώματος, σε συνάρτηση με τη θεμελιώδη αρχή
της αναλογικότητας. Η τελευταία, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα
όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, οφείλει δε ο δικαστής, κατά την
ερμηνεία και την εφαρμογή της νομοθεσίας, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη
έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Αποτελεί
την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το
ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια της καλής πίστης, των χρηστών
ηθών, καθώς και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Στην
περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία
μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία
του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι
απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί
απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι
και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η
οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και
του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η
έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου, είτε απαγγέλλεται από
δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς
το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται
από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε
ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των
δικαστηρίων (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 σε ΧρΙΔ
2015.575).
ΙΙΙ. Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου της
ΠΝΠ 31/12/2018 (Α' 221/31.12.2018), η οποία κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου από τη
δημοσίευσή της (13.02.2019) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με το άρθρο πρώτο
του Ν. 4549/2019 (Α' 20/13.02.2019), αντικαταστάθηκαν στο πρώτο εδάφιο της παρ.
2 του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010 οι λέξεις «Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018» από
τις λέξεις «Μέχρι την 28η Φεβρουάριου 2019». Συγκεκριμένα, κατά τα οριζόμενα
στις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως ίσχυσε μετά την
τροποποίησή του από το άρθρο 1 του Ν. 4549/2019 «Μέχρι την 28η Φεβρουάριου
2019, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης και
σχέδιο διευθέτησης οφειλών ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή
μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον, στο πρόσωπο του οφειλέτη, πληρούνται
σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια
κατοικία του ...». Συνεπώς καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αιτήματος
εξαίρεσης της κύριας κατοικίας υπερχρεωμένου οφειλέτη από την αναγκαστική
ρευστοποίηση, καθώς και για τη διάσωση αυτής από το Δικαστήριο, ήτοι τον ορισμό
συγκεκριμένου ποσού που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής
εκτέλεσης, ως το υποχρεωτικό αντάλλαγμα που καταβάλλει ο υπερχρεωμένος
οφειλέτης σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις-καταβολές κατά τη διάρκεια έως και 35
ετών για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, στα πλαίσια της ρύθμισης του
χρέους του κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2020, υπήρξε η 28η.02.2019. Πλην
όμως, η κατάργηση των παρ. 2 έως 4 του άρθρου 9 με το άρθρο 1 του Ν. 4592/1019
τερμάτισε το καθεστώς της οργανωμένης προστασίας της κύριας κατοικίας, όχι,
ωστόσο, και τη δυνατότητα εξαίρεσης της τελευταίας από τη ρευστοποίηση. Δεν
πρέπει να παραβλέπεται ότι η ρύθμιση των χρεών κατά
το Ν. 3869/2010 είναι εκδήλωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου που
αποβλέπει στην επανένταξη του υπερχρεωμένου οφειλέτη στην κοινωνική και
οικονομική ζωή και στην αποκατάσταση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης του οφειλέτη
και της οικογενείας του. Σκοπό έχει να επιτρέψει μία νέα αρχή (fresh start) για τον
υπερχρεωμένο οφειλέτη, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος. Στην εφαρμογή
και ερμηνεία των κανόνων του Ν. 3869/2010 θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο
σκοπός των εν λόγω ρυθμίσεων που κατατείνει στη στήριξη του αδύναμου οφειλέτη.
Αν, επομένως, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση
αποτρέπονται συνθήκες που δυσχεραίνουν την οικονομική και κοινωνική ένταξη του
οφειλέτη, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτή η συμβατότητα ενός αιτήματος εξαίρεσης
με τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν την δικαστική ρύθμιση των χρεών (βλ. Παπαστάμου-Σπυράκου «Η προστασία της κύριας κατοικίας στο
Ν. 3869/2010, μετά την κατάργηση των παρ. 2 έως 4 του άρθρου 9, και στο Ν.
4605/2019», Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας 2019, τεύχος
11). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1, όπως ίσχυε κατά το χρόνο
κατάθεσης, στις 27-05-2021, της από 25-05-2021 αίτησης της εδώ ανακόπτουσας του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, μετά την
αντικατάστασή του με την παρ. 18 του άρθρου 1 της υποπαρ.Α.4 του άρθρου 2 του
Ν. 4336/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 94/14.08.2015), που καταλάμβανε, σύμφωνα με την παρ. 5
του άρθρου 2 της υποπαρ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’
94/14.08.2015), τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του,
δηλαδή μετά από την υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης
Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Β’ του άρθρου 3 του Ν. 4336/2015
(Φ.Ε.Κ. Α’ 94/14.08.2015) και μετά την εν συνεχεία αντικατάσταση της παραγράφου
1 από 01η- 01-2016 με το άρθρο 14 παρ. 7 και 11 Ν. 4346/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 152),
«1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται
απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών ή όταν το δικαστήριο κρίνει
αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης
των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των
συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής». Σύμφωνα με το γράμμα και
πνεύμα του νόμου, το άρθρο αυτό παρέχει την διαζευκτική επιλογή στο Δικαστήριο
είτε να προτιμήσει την βίαιη εκποίηση της κύριας κατοικίας με τον τρόπο της
ελεύθερης πώλησης ή του πλειστηριασμού προς ικανοποίηση των πιστωτών σε
περίπτωση ληξιπρόθεσμων οφειλών είτε να αξιοποιήσει την ακίνητη περιουσία του
οφειλέτη με στόχο είτε την απαλλαγή του από τα χρέη είτε την εξασφάλιση των
συμφερόντων των πιστωτών. Αν το άρθρο αυτό ερμηνευτεί στενά μόνο ως εργαλείο
βίαιης εκποίησης, τούτο συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης
κατά της κύριας κατοικίας των οφειλετών, με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετείται
κάποια δραστηριότητα του Κράτους και να επηρεαστεί αρνητικά η οικονομική
κατάσταση της χώρας αφού θα αυξηθεί το ποσοστό των κοινωνικά και οικονομικά
εξαθλιωμένων πολιτών. Εξάλλου, αν ερμηνευτεί ως άνω, δεν θα έχει νόημα ύπαρξης
ο νόμος αφού ουδείς οφειλέτης θα είχε λόγο να προσφύγει σε αυτόν, παρά όποιος
δεν έχει περιουσιακά στοιχεία προς εκποίηση, αφού ουδείς θα προσέφευγε σε ένα
νόμο ο οποίος από την μία πλευρά τον υποχρεώνει δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 1 σε
καταβολές και από την άλλη του εκποιεί ακόμα και την κύρια κατοικία. Όμως, ο
νόμος 3869/2010 με όλες του τις μετατροπές ουδέποτε λειτούργησε ως απαλλοτριωτικός ολόκληρης της περιουσίας των πολιτών και ως
εκποιητικός της πρώτης κατοικίας, επομένως ουδείς
δικαιούται να τον καταστήσει ως τέτοιον ερμηνεύοντας στενά την τελευταία του
τροποποίηση. Επομένως, η σύμφωνη με το πνεύμα του νόμου του ερμηνεία του άρθρου
9 παρ. 1 ως παρέχων την διαζευκτική επιλογή είτε της βίαιης εκποίησης της
πρώτης κατοικίας είτε της αξιοποίησης και εκμετάλλευσης αυτής δια της παροχής
ανταλλάγματος εκ μέρους του οφειλέτη εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τα συμφέροντα
των πιστωτών οι οποίοι με αυτό τον τρόπο λαμβάνουν μέρος του μηνιαίου
εισοδήματος του οφειλέτη και ικανοποιούνται έστω εν μέρει αποφεύγοντας τα έξοδα
εκποιήσεως ακόμα και αν η εκποίηση στο τέλος αποφέρει κάποιο μικρό όφελος σε
αυτούς, καθώς και τα συμφέροντα του οφειλέτη ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση
θα απωλέσει την πρώτη του κατοικία, η οποία θα μεταφερθεί στους πιστωτές.
Συμπερασματικά, λοιπόν ο συνδυασμός της κατάργησης του άρθρου 9 παρ. 2 δια της
ερμηνείας του άρθρου 9 παρ. 1 δεν καταργεί την προστασία της πρώτης κατοικίας
παρά δίνει στο Δικαστήριο την επιλογή είτε της βίαιης εκποίησης είτε της
αξιοποίησης, η οποία προστασία στις παλαιότερες μορφές του νόμου υφίστατο ως
υποχρέωση ενώ τώρα ως διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ως άνω ερμηνεία
λοιπόν συνάδει με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αφού υπολογίζει το
πραγματικό μακροπρόθεσμο οικονομικό συμφέρον των πιστωτών οι οποίοι έτσι θα
εξοφληθούν έστω μερικώς σε ορισμένη χρονική περίοδο με συνέπεια την ρευστότητά
τους, την επανακυκλοφορία του χρήματος και συνεπώς την επιβίωσή τους, αντί της
μετατροπής τους σε «τράπεζες ακινήτων» δυσχερώς ρευστοποιήσιμων καθώς και το
άμεσο συμφέρον του οφειλέτη στο βασικό συνταγματικώς προστατευμένο κοινωνικό
και περιουσιακό δικαίωμα στην κατοικία. Συνάδει με τον πυρήνα του Ν. 3869/2010
στόχος του οποίου είναι προστασία της κύριας κατοικίας των αδύναμων οικονομικά
οφειλετών καθώς και με τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,4,17 και 25 παρ. 1
Συντάγματος, 2 ΑΚ, καθώς στις υπερνομοθετικής ισχύος
(άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1
του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΕιρΑΘ
433/2022, ΕιρΠατρ 965/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην
προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή της, η ανακόπτουσα,
για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφό της λόγους, ζητεί να ακυρωθούν
στο σύνολό τους: α) η από ... επιταγή προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί παραπόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ... διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών και
β) η υπ' αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου
Αθηνών, διορισμένου στο Πρωτοδικείου Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα, ... και
εκπροσωπείται νόμιμα, με την οποία κατασχέθηκε το αναλυτικώς περιγραφόμενο στο
υπό κρίση δικόγραφο ακίνητο, ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας,
που βρίσκεται στην Ελευσίνα Αττικής και πρόκειται να εκτεθεί στις ... σε
πλειστηριασμό και η δυνάμει αυτών αρξάμενη διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης. Ζητεί δε τέλος, να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή
στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με
το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή, στο δικόγραφο της
οποίας παραδεκτά σωρεύονται αντιρρήσεις κατά περισσοτέρων πράξεων της
εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται σε βάρος της ανακόπτουσας,
αρμοδίως καθ’ ύλην [μετά και την κατάργηση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας από την
16η.09.2024 και την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής
δικαιοσύνης δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α’ σε
συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ. 1 περ. ε' και 14 παρ. 1 (όπως η παρ. 1
τροποποιήθηκε με το άρθρο 72 παρ. 2 Ν. 5140/2024, ΦΕΚΑ' 154/30.09.2024 με
έναρξη ισχύος, κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου και νόμου, από 16.9.2024), παρ.
9, 10 και 12 του Ν. 5108/2024 (Φ.Ε.Κ. Α’ 65/02.05.2024), όπως η παρ. 12 του αρ. 14 προστέθηκε με το άρθρο 109 του Ν. 5134/2024 (ΦΕΚΑ'
146/2024) με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του αυτού νόμου, από
τη 16η.9.2024] και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση
ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αφού το κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην
περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών - Περιφερειακή Έδρα Ελευσίνας, κατά την
προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 583, 584, 585,
614 επ. , 933 παρ. 1 και 3 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ). Έχει δε ασκηθεί παραδεκτά, νόμιμα και εμπρόθεσμα,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933, 934 παρ. 1 περ. α' υποπερ.
α' και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι στις 31.07.2024
επιδόθηκε στην ανακόπτουσα η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης
περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών,
διορισμένου στο Πρωτοδικείου Αθηνών, ... που εδρεύει στην Αθήνα, ... αρ. . και εκπροσωπείται νόμιμα (βλ. την από 31.07.2024
επισημείωση του ανωτέρω Δικαστικού Επιμελητή στην εμπρόσθια σελίδα της
προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ανακόπτουσα), η δε κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης
η ανακοπή την 14η. 10.2024 (βλ. την υπ’ αριθμ.'...
έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου
Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., την οποία προσκομίζει μετ’
επικλήσεως η ανακόπτουσα), ήτοι εντός της
προβλεπόμενης στο άρθρο 934 παρ. 1 περ. α' υποπερ. α'
ΚΠολΔ προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών, αρχομένης από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της
προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, ήτοι από την 01η.09.2024 εν προκειμένω,
δοθέντος ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για
τις προθεσμίες του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α και β (αρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ) και για να
αρχίσει να τρέχει η ως άνω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 παρ. 1 περ.
α' υποπερ. α' ΚΠολΔ δεν
αρκεί η σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά για την περιφρούρηση του
δικαιώματος άμυνας του καθ’ ου η εκτέλεση θα πρέπει να συντελείται και η
επίδοσή της στον τελευταίο, ώστε να εξασφαλιστεί η επίσημη γνώση του για την
κατάσχεση (ΕφΠειρ 172/2021, ΜΠρΘεσ
14008/2021 και ΜΠρΛαμ 42/2019 στηνΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, Γέσιου - Φαλτσή,
Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γεν. Μέρος, Β' έκδοση, σελ.702, παρ. 28).
Επομένως, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική
και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Η
καθ’ ης η ανακοπή αρνήθηκε την ένδικη ανακοπή και προέβαλε
παραδεκτά, τον ισχυρισμό ότι η υπό κρίση ανακοπή (ως προς όλους τους λόγους
της) ασκείται καταχρηστικά, με σκοπό την καθυστέρηση εκτέλεσης της επίδικης
διαταγής πληρωμής, και τούτο, διότι όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ανακοπής είναι
προδήλως αβάσιμοι, έχουν δε κριθεί επανειλημμένως από τα δικαστήρια και έχει
παγιωθεί η νομολογία, επομένως δε, η υπό κρίση ανακοπή ασκείται καταχρηστικά με
μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και για το
λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Αναφορικά με τον ως άνω ισχυρισμό, ο οποίος
συνιστά ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ανακόπτουσας,
επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ τυγχάνει μη νόμιμη, διότι, στο
πεδίο του δικονομικού δικαίου η διάταξη του 281 ΑΚ είναι ανεφάρμοστη και τούτο
διότι αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα (Ράμμος, Εγχειρ.
1 (1980), παρ. 228, σελ. 624, 625, Μπέης Ερμην. ΚΠολΔ υπ'αρθρ. 116, 111 σελ. 295,
ΑΠ 224/1986 ΕλΔνη 27.1109). Εξάλλου, η καταχρηστική
άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων και ευχερειών ρυθμίζεται από το άρθρο 116 ΚΠολΔ. Όμως, η διάταξη αυτή δε θεσμοθετεί ως γνήσια
δικονομική κύρωση το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, η οποία επιχειρήθηκε κατά
παράβασή της (Μπέης ό.π. σελ. 595, Κεραμέας Αστ. Δικ. Δ. έκδ. 11 (1978), σελ.
148). Ειδικότερα, στις διαδικαστικές πράξεις που ενεργούνται στο χώρο του
δικονομικού δικαίου, όπως είναι η άσκηση αγωγής ή ενδίκου μέσου, δεν
εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, που απαγορεύει την καταχρηστική
άσκηση δικαιωμάτων του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 735/2017, ΑΠ 221/2016, ΑΠ
331/2015) αλλά το άρθρο 116 του ΚΠολΔ, που επιβάλλει
μεν και αυτό την καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης,
χωρίς, όμως, κατά τα λοιπά να προβλέπει ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης που
ενεργήθηκε κατά παράβασή του (ΑΠ 221/2016, ΑΠ 331/2015, ΑΠ 1595/2014) αλλά
επάγεται ως κύρωση την, σύμφωνα με το άρθρο 205 ιδίου Κώδικα, επιβολή στον
παραβάτη διάδικο ή τον δικηγόρο ποινών τάξεως (ΑΠ 331/2015). Άλλωστε, η άσκηση
ενός αμιγώς δικονομικού δικαιώματος (άσκηση ανακοπής) δεν μπορεί να θεωρηθεί
καταχρηστική, από το γεγονός και μόνο ότι επιφέρει επιβλαβή αποτελέσματα για
τον υπόχρεο και εν προκειμένω στην καθ’ ης η ανακοπή.
Με
τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, την έρευνα του οποίου παραδεκτώς προτάσσει το παρόν Δικαστήριο, μη δεσμευόμενο
από τη σειρά προτεραιότητας που έχει επιλεγεί στο υπό κρίση δικόγραφο (ΑΠ
696/2021 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ανακόπτουσα επικαλείται
ότι η επίσπευση από την καθ’ ης της προσβαλλόμενης εκτελεστικής διαδικασίας σε
βάρος της είναι καταχρηστική, διότι εν προκειμένω η καθ’ ης, επισπεύδει
πλειστηριασμό σε ακίνητό της, εμπορικής αξίας 95.000,00 ευρώ σύμφωνα με τον
πιστοποιημένο εκτιμητή, η δε τιμή πρώτης προσφοράς ορίστηκε: 1) για την με
στοιχεία ΑΠΟΘΗΚΗ 8 - ΥΠ8 οριζόντια ιδιοκτησία- αποθήκη του υπογείου ορόφου, στο
ποσό των 5.000,00 ευρώ και 2) για την υπό στοιχείο και αριθμό Άλφα δύο (Α-2)
οριζόντια ιδιοκτησία - διαμέρισμα, του πρώτου (α') ορόφου πάνω από το ισόγειο -
πυλωτή, με αποκλειστική χρήση της με στοιχείο και αριθμό (ΘΑ - 3) θέσης
στάθμευσης αυτοκινήτων του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου, στο ποσό των
90.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας των προαναφερομένων
ακινήτων της το ποσών των ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000,00) ευρώ, υπερπολλαπλάσιας δε πραγματικής εμπορικής αξίας σύμφωνα με
τα συγκριτικά στοιχεία της περιοχής, για ικανοποίηση απαίτησής της ύψους μόλις
δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών
(15.527,23 €), χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί σε ενέργειες προς είσπραξη του
οφειλόμενου ποσού, λιγότερο βλαπτικές για την ίδια, όπως η κατάσχεση τραπεζικών
λογαριασμών της και η ενημέρωσή της για δυνατότητα διαπραγμάτευσης των όρων
αποπληρωμής της οφειλής της. Ότι την άκρως καταχρηστική συμπεριφορά της καθ’ ης
αποδεικνύει περίτρανα το γεγονός πως από την επίδοση στις 10.04.2024 της υπ' αριθμ. ...
διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την κάτωθι αυτής από ... επιταγή
προς πληρωμή, μέχρι την 31.07.2024, ότε και της επεδόθη
η εδώ ανακοπτομένη υπ' αριθμ.
.../2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, μεσολάβησε χρονικό
διάστημα μικρότερο των τεσσάρων μηνών, κατά το οποίο προσπάθησε πλείστες όσες
φορές μέσω τηλεφώνου να συνεννοηθεί για ρύθμιση της οφειλής της, πλην όμως αυτό
κατέστη αδύνατο αφού ποτέ δεν έλαβε μια σαφή απάντηση, ούτε για το ακριβές ύψος
της οφειλής της, αλλά ούτε για την δυνατότητα ρύθμισης αυτής. Ότι μάλιστα, τα
ανωτέρω συνέβαιναν ενώ η καθ’ ης γνώριζε πως ήταν
εκκρεμής - κι εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα - ενώπιον του Ειρηνοδικείου
Ελευσίνας η από .2021 αίτησή της του άρθρου 4 ν. 3869/2010 (... και κατόπιν
αίτησης επαναπροσδιορισμού δυνάμει του άρθρου 1 ν. 4745/2020, ...) για ρύθμιση
των οφειλών της προς τους πιστωτές της, μεταξύ των οποίων και η ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ
Α.Ε. για την εδώ επίδικη απαίτηση επί της οποίας επισπεύδεται πλειστηριασμός
της κύριας κατοικίας της ιδίας και της πενταμελούς οικογένειάς της, η οποία δεν
προκατέθεσε προτάσεις κατά την ορισθείσα δικάσιμο της
… 2022 και δεν παραστάθηκε κατά την συζήτηση στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε
από πληρεξούσιο δικηγόρο, ωστόσο άσκησε κύρια παρέμβαση η στην παρούσα ανακοπή
καθ’ ης «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (η CEPAL HELLAS) που εδρεύει
στη Ν. Σμύρνη Αττικής επί της οδού Λεωφ. Συγγρού αρ. 209-211, με Α.Φ.Μ.: … αρ.
Γ.Ε.ΜΗ.: …, ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την
επωνυμία «GALAXY II FUNDING DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (ΓΚΑΛΑΞΥ II ΦΑΝΤΙΝΓΚ
ΝΤΕΣΙΓΚΝΕΗΤΕΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΥ ΚΟΜΠΑΝΥ), με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (1-2 Victoria Buildings, Haddington Road, Dublin 4, D04 ΧΝ32) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο
εταιρειών της Ιρλανδίας …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο
από 18/6/2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων και σύμφωνα με την
παράγραφο 14 του άρθρου 10 του Ν. 8156/2003, στην οποία ως ειδική διάδοχο
μεταβιβάστηκε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ
ΑΕ». Ότι η καθ' ης είχε πλήρη γνώση και του περιεχομένου της αιτήσεώς της του
ν. 3869/2010, και πιθανότατα - λόγω του μεγάλου επιτελείου νομικών συμβούλων
που διαθέτει - και του γεγονότος ότι κατά το χρόνο επίδοσης της υπ' αριθμ. ... διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών είχε
ήδη δημοσιευθεί επί της αιτήσεώς της η υπ’ αριθμ. ...
προδικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, το οποίο η ίδια δυστυχώς δεν εγνώριζε ακόμη τότε, πολύ πρόσφατα δε έλαβε γνώση της προαναφερομένης απόφασης. Ότι προφανώς, προκύπτει πως η
επιμονή της καθ’ ης να προχωρήσει σε πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας της
αφορά την πρόθεσή της να αποκτήσει το ακίνητό της σε χαμηλή τιμή και όχι να
εξοφληθεί από την ίδια, αφού είναι εντελώς αρνητική σε κάθε προσπάθειά της για
διαπραγμάτευση και ρύθμιση των οφειλών της. Ότι η εκτίμηση της εμπορικής αξίας
των ακινήτων της είναι πολύ χαμηλή και δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές
συνθήκες της αγοράς, αφού στην περιοχή που βρίσκονται οι οριζόντιες ιδιοκτησίες
κυριότητάς της, στην Ελευσίνας Αττικής, η τιμή
πώλησης για ακίνητα ίδιου εμβαδού και με την ίδια παλαιότητα με τα επίδικα,
κυμαίνεται στο ποσό των 150.000,00€ έως 200.000,00€, προς απόδειξη δε των
ισχυρισμών της θα προσκομίσει εκτύπωση από ιστότοπο
πώλησης, από το οποίο προκύπτει πως στην περιοχή δεν διατίθενται προς πώληση
ακίνητα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην τιμή των 5.000,00€ ή 90.000,00€.
Ότι επομένως, εξαιτίας: 1) της αναιτιώδους και
επίμονης άρνησης της καθ' ης να διαπραγματευτεί μαζί της την εξωδικαστική
επίλυση της διαφοράς με ρύθμιση της οφειλής και τμηματική εξόφληση αυτής αν και
η ίδια προσπάθησε με κάθε μέσο για την επίτευξή της, 2) της δυσαναλογίας του
επιδιωκόμενου σκοπού και του ληφθέντος μέτρου, 3) της
δυσαναλογίας της πραγματικής αξίας του ακινήτου της και του ύψους της απαίτησης
της καθ' ης (ούτε το 1/6 της εκτιμηθείσας από την
καθ’ ης εμπορικής αξίας των ακινήτων της), 4) του γεγονότος πως η καθ' ης δεν
επεδίωξε την είσπραξη των οφειλόμενων με λιγότερο επαχθή για την ίδια μέτρα
όπως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, 5) του γεγονότος πως οι τράπεζες ως
χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και
στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη
ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν
για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν αφού από τη φύση της η
πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των
συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των
τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα
επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη είναι άκυρη ως
καταχρηστική, καθώς παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί δηλαδή ένα
υπερβολικά επαχθές μέτρο συγκριτικά με τον σκοπό που επιδιώκεται, η δε άσκηση
του συγκεκριμένου δικαιώματος από την καθ’ ης υπερβαίνει προφανώς τα όρια που
επιβάλλουν η αντικειμενική καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και ο
κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ότι κατά ταύτα, δέον όπως
ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, επειδή η
επισπεύδουσα εταιρεία ασκεί καταχρηστικώς το δικαίωμα της, κατά παράβαση των
άρθρων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 Συντάγματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος αυτός της ένδικης ανακοπής προβάλλεται
παραδεκτά, ήτοι είναι ορισμένος, απορριπτομένων των
περί αντιθέτων ισχυρισμών της καθ’ ης διότι δήθεν δεν αναφέρει η ανακόπτουσα στο δικόγραφο της ανακοπής της με ποιον
συγκεκριμένο τρόπο μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ηπιότερο η απαίτηση της
ούτως ώστε να αποφύγει την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς η εν
λόγω κατάσχεση, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο ώστε να μπορέσει να ικανοποιηθεί η
απαίτησή της, ενώ άλλωστε η ανακόπτουσα δεν αναφέρει
καν εναλλακτικούς τρόπους ανάλογης ικανοποίησης. Και τούτο διότι, ως και
ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναλυτικά εκτέθηκε «... οι πράξεις
κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν
την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής
σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια
της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας
και, συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του
σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων
εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του
οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν...» (βλ. ΜονΕφΑΘ
2472/2022) ενώ περαιτέρω με την ΜΠρΧαλκ 90/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ κρίθηκε μη ανεκτή, σύμφωνα με την αρχή της
αναλογικότητας η επίσπευση πλειστηριασμού ακινήτου αξίας άνω των 150.000€ για
την ικανοποίηση απαίτησης ποσού 22.294€, καθώς υπάρχει δυσαναλογία μέσου και
σκοπού, χωρίς το δικαστήριο να απαιτήσει για το ορισμένο του σχετικού λόγου
ανακοπής την αναφορά άλλων περιουσιακών στοιχείων, επαρκών προς ικανοποίηση της
ένδικης απαίτησης, τα οποία όφειλε να κατασχέσει η καθ’ ης ως ηπιότερο μέσο.
Περαιτέρω η καθ' ης ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω λόγος ανακοπής είναι αόριστος και
για τον επιπλέον λόγο ότι δεν εκτίθενται στην υπό κρίση ανακοπή τα πραγματικά
περιστατικά που απαιτούνται για την υπαγωγή της ανακόπτουσας
στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, όπως ιδίως η κατάσταση της περιουσίας της και
των εισοδημάτων της, η κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεών της κατά
κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και η μη ύπαρξη πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπό
της. Ότι δήθεν τα ως άνω στοιχεία, είναι απαραίτητα, προκειμένου να κριθεί αν
όντως πρόκειται για υπερχρεωμένο κατά τους όρους του Ν. 3869/2010 οφειλέτη,
προκειμένου το γεγονός αυτό να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση περί της καταχρηστικότητας ή μη της συμπεριφοράς της καθ' ης η
ανακοπή. Ότι τα ως άνω στοιχεία, είναι απαραίτητα για το ορισμένο και το
παραδεκτό (όπως και για το νόμιμο) του συγκεκριμένου λόγου ανακοπής, στοιχεία
που ασφαλώς δεν υπάρχουν στο υπό κρίση δικόγραφο, με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός
της ανακοπής (και για τα ως άνω αναφερόμενα) να πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος λόνω της αοριστίας του. Πλην όμως ο
ανωτέρω ισχυρισμός της καθ’ ης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον τα
ανωτέρω στοιχεία που επικαλείται η καθ' ης η ανακοπή ότι θα έπρεπε να
διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής, είναι απαραίτητα στοιχεία για το
ορισμένο της αίτησης του αρ. 4 παρ. 1 του ν.
3869/2010, τα οποία μάλιστα αν δεν υπάρχουν προκαλούν νομική αοριστία του
δικογράφου της, ενώ αντιθέτως για το ορισμένο του σχετικού λόγου ανακοπής αρκεί
η επίκληση ότι η καθ’ ης η ανακοπή καταχρηστικά προέβη στην έκδοση διαταγής
πληρωμής και στην επίδοση στον ανακόπτοντα επιταγής
προς πληρωμή, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού
απογράφου της διαταγής πληρωμής και περαιτέρω σε αναγκαστική κατάσχεση της
κύριας κατοικίας του, αν και γνώριζε ότι ο ανακόπτων
ευρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, ύστερα από κοινοποίηση προς αυτήν
της αιτήσεώς του, που είχε υποβάλει ενώπιον του Ειρηνοδικείου με την τήρηση της
προβλεπόμενης διαδικασίας, κατά το ν. 3869/2010, όπως ίσχυε κατά το χρόνο
κατάθεσης της αίτησης (βλ και την ΜΠΡ ΛΑΜΙΑΣ 76/2018
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που δέχθηκε ότι ο ανωτέρω λόγω ανακοπής με αυτό το περιεχόμενο είναι
ορισμένος και νόμιμος, χωρίς να αξιώσει πρόσθετα στοιχεία για το ορισμένο όπως
αυτά που επικαλείται η καθ' ης η ανακοπή). Περαιτέρω ο εν λόγω τέταρτος λόγος
ανακοπής είναι και νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη
του άρθρου 281 ΑΚ, 116 ΚΠολΔ, αρ.
25 παρ. 3 Σ και αρ. 4 του ν. 3869/2010 κατά τα
ανωτέρω εκτιθέμενα και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική
του βασιμότητα.
Από
την δέουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως
προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων, άλλα εκ των οποίων μνημονεύονται ρητά στην παρούσα και
άλλα όχι, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της
διαφοράς (δεν εξετάστηκε μάρτυρας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου), από τους
εμπεριεχόμενους στις έγγραφες προτάσεις τους ισχυρισμούς, από τα διδάγματα της
κοινής πείρας τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αλλά
και από την όλη εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κρίσιμα για την
ένδικη υπόθεση, πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα
κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας την από ... 2021 με αριθμό έκθεσης
... κατάθεσης δικογράφου γενικό ... και ειδικό ... αίτησή της του άρθρου 4 παρ.
1 του Ν. 3869/2010, με την οποία επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας
και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις
ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες με την επωνυμία «ALPHA ΒΑΝΚ Α.Ε.» και «ΕΘΝΙΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» αντιστοίχως ζητούσε τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα
με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας
κατοικίας της, η δε συζήτηση της εν λόγω αίτησης προσδιορίσθηκε αρχικά για τη
δικάσιμο της … . Η ως άνω αίτηση
λογίστηκε ως αυτοδικαίως αποσυρθείσα, κατά τη διάταξη του άρθρου 4Κ του Ν.
3869/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020, καθώς ο κατά τα
ανωτέρω ορισθείς χρόνος συζήτησης αυτής ήταν μεταγενέστερος της 15ης.06.2021.
Ακολούθως, η εδώ ανακόπτουσα, κατ’ άρθρο 4Β του Ν.
3869/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020, εμπροθέσμως,
σύμφωνα με το άρθρο 4Δ του Ν. 3869/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του
Ν. 4745/2020, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο εκατοστό τρίτο παρ. 1 Ν.
4821/2021 (Φ.Ε.Κ. Α’ 110/30.06.2021), σύμφωνα με το οποίο «1. Όσες αιτήσεις
επαναπροσδιορισμού του άρθρου 4Β του ν. 3869/2010 (Α’ 130) δεν υποβλήθηκαν
εντός των προθεσμιών του άρθρου 4Δ αυτού, δύνανται κατ’ εξαίρεση να υποβληθούν
από την 1η.7.2021 έως και τις 15.7.2021.», και συγκεκριμένα στις 24.06.2021
(δεδομένου ότι η αρχική αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου
Ελευσίνας στις ... 2021, όπως τούτο προκύπτει από την ως άνω έκθεση κατάθεσης
δικογράφου με αριθμό γενικό ... και ειδικό ...), μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής
Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης με τη χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της
Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) κατέθεσε την με
αριθμό ... αίτηση επαναπροσδιορισμού, η οποία διαβιβάστηκε ηλεκτρονικά στην
Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας και για την οποία συντάχθηκε από την
τελευταία η σχετική έκθεση κατάθεσης δικογράφου αίτησης επαναπροσδιορισμού κατά
τις διατάξεις του Ν. 4745/2020 με αριθμό γενικό ... και ειδικό ..., που
αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4Ε του
Ν. 3869/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020. Κατόπιν,
δυνάμει της υπ’ αριθμ. ... Πράξης της Προϊσταμένης
της Υπηρεσίας του ως άνω Δικαστηρίου και της σχετικής Έκθεσης
Επαναπροσδιορισμού-Εγγραφής στο πινάκιο του Γραμματέα αυτού, μετά το πέρας των
προθεσμιών των άρθρων 4Η, 4Θ και 4ΙΑ του Ν. 3869/2010, όπως αυτά προστέθηκαν με
το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020, ορίσθηκε Ειρηνοδίκης για την εκδίκασή της,
προσδιορίσθηκε αυτή προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο της ... και εγγράφηκε στο
πινάκιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4ΙΒ του Ν.
3869/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020. Επί της ανωτέρω
αίτησης για την υπαγωγή της ανακόπτουσας στις
ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, η οποία συζητήθηκε κατά την ως άνω αναφερόμενη
δικάσιμο της εξεδόθη και δημοσιεύθηκε την..., η υπ’ αριθμ. ... μη οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας
[Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας (Ν.3869/2010)], η οποία, κατόπιν συνεκδίκασης αυτής (αίτησης) και της ασκηθείσας
με τις προτάσεις, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αυτοτελούς πρόσθετης
παρέμβασης της καθ’ ης στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία «CEPAL
HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», κήρυσσε απαράδεκτη τη συζήτηση της
προαναφερόμενης αίτησης και ανέβαλλε αυτεπαγγέλτως τη συζήτηση της ως άνω
αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, προκειμένου να ενωθεί και συνεκδικασθεί
με την τελευταία. Στο σκεπτικό, δε, της προρρηθείσας
απόφασης επισημαινόταν ότι ο ορισμός νέας δικασίμου για τη συζήτηση της
υπόθεσης θα γινόταν σύμφωνα με το άρθρο 4ΙΒ του Ν. 3869/2010, όπως αυτό
προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020, κατόπιν κατάθεσης σχετικής κλήσης
στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας από τον επιμελέστερο των διαδίκων,
επίδοσης αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 έως 143 του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας, στους μετέχοντες στη δίκη, εντός προθεσμίας τριάντα (30)
ημερών από την κατάθεσή της (άρθρο 4ΣΤ παρ. 5 του Ν. 3869/2010, όπως το άρθρο
αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020) [δεδομένης της παρέλευσης των
σχετικών προθεσμιών για την υποβολή αιτήσεων επαναπροσδιορισμού εκκρεμών
υποθέσεων μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, με χρήση της
ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους
(Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), σύμφωνα με το άρθρο 4Α του Ν. 3869/2010, όπως αυτό προστέθηκε με
το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020] και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 4Η έως 4ΙΑ
του Ν. 3869/2010, όπως αυτά προστέθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020, σχετικά
με την κατάθεση προτάσεων και προσθήκης σε αυτές, τον χρόνο προβολής των
ισχυρισμών των διαδίκων και την τυχόν άσκηση παρέμβασης, προσεπίκλησης ή
ανακοίνωσης δίκης. Εν συνεχεία, η αιτούσα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω
αναφερόμενη απόφαση, την 06η. 12.2024, κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου (λόγω κατάργησης του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας από την 16η.09.2024
και ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, κατά
τα αναλυτικώς προεκτεθέντα) την από … κλήση της με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου γενικό … και ειδικό … για τον ορισμό νέας
δικασίμου για τη συζήτηση της εν λόγω υπόθεσης. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι, η
καθ' ης η ένδικη ανακοπή, εταιρεία με τη επωνυμία «CEPAL HELLAS
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της
αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «GALAXY II FUNDING
DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (ΓΚΑΛΑΞΥ II ΦΑΝΤΙΝΓΚ ΝΤΕΣΙΓΚΝΕΗΤΕΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΥ
ΚΟΜΠΑΝΥ), η οποία τυγχάνει ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρεία με
την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», αρχικής πιστώτριας της ανακόπτουσας, εκκίνησε κατά της τελευταίας διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης επιδίδοντάς της την από … επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας του αντιγράφου του με αριθμό … πρώτου (α’) απογράφου
εκτελεστού της υπ’ αριθμ. …. διαταγής πληρωμής του
Ειρηνοδικείου Αθηνών και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των
δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών
(15.527,23€), επί των ακινήτων της αιτούσας, ήτοι: α) επί της με αριθμό
Κ.Α.Ε.Κ. … και με στοιχεία ΑΠΟΘΗΚΗ 8-ΥΠ8 οριζόντιας ιδιοκτησίας-αποθήκης του
υπογείου ορόφου, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών δώδεκα και 0,65 (12,65), με
ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο τρία χιλιοστά και 0,60 (3,60/1000) εξ
αδιαιρέτου, β) επί της με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ./. και υπό στοιχείο και αριθμό Άλφα
δύο (Α-2) οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος του πρώτου (Α') ορόφου πάνω από
το ισόγειο-πυλωτή, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών ογδόντα δύο και 0,20 (82,20),
με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο εβδομήντα επτά και 0,95 χιλιοστά
(77,95/1000) εξ αδιαιρέτου, με αποκλειστική χρήση της με στοιχείο και αριθμό
(ΘΣ-3) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτων του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου,
επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών δέκα και 0,125 (10,125), που αποτελεί συστατικό,
παρακολούθημα και αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω οριζόντιας
ιδιοκτησίας-διαμερίσματος, μίας πολυκατοικίας ανεγερθείσας επί οικοπέδου
εκτάσεως, κατά απώτερο τίτλο κτήσεως, μέτρων τετραγωνικών εννιακοσίων πενήντα
επτά και 0,66 (957,66), κείμενο στη Δημοτική Ενότητα Ελευσίνας, του Δήμου
Ελευσίνας, της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής, της Περιφέρειας Αττικής
και επί της οδού … Προς τούτο συντάχθηκε η υπ’ αριθμ.
… Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή
της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, επιδοθείσα στην ανακόπτουσα στις
31.07.2024, με την οποία ορίστηκε ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ανοικτού
πλειοδοτικού τύπου των ως άνω περιγραφέντων και
αναγκαστικά κατασχεθέντων ακινήτων θα πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα
(ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) στο διαδικτυακό τόπο της ιστοσελίδας Ηλεκτρονικών
Συστημάτων Πλειστηριασμών https://www.auction.gr, ενώπιον της πιστοποιημένης
για διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, Συμβολαιογράφου Αθηνών, … ως επί
του πλειστηριασμού υπαλλήλου ή σε περίπτωση κωλύματος της, ενώπιον του νόμιμου
αναπληρωτή της, και θα διενεργηθεί στις … ημέρα και ώρες... έως ... . Τα ανωτέρω ακίνητα περιήλθαν στην ανακόπτουσα κατά το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και
κατά ποσοστό 100%, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...
συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει νομίμως
έχει καταχωρηθεί στο Κτηματολογικό Γραφείο Ελευσίνας με αριθμό και ημερομηνία
καταχώρισης εγγραπτέας πράξης ... . Η εμπορική αξία
του ακινήτου εκτιμήθηκε από τον ανωτέρω Δικαστικό Επιμελητή, αφού έλαβε υπόψιν
του την από 26ης.07.2024 Έκθεση Εκτίμησης Εμπορικής Αξίας Ακινήτων που
διενεργήθηκε από την πιστοποιημένη εκτιμήτρια κα ... ..., εγγεγραμμένη στο
Μητρώο Πιστοποιημένων εκτιμητών (Φυσικά Πρόσωπα) του Υπουργείου Οικονομικών με
αριθμό μητρώου ..., ως εξής: α) η με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. ... και με στοιχεία
ΑΠΟΘΗΚΗ 8-ΥΠ8 οριζόντια ιδιοκτησία-αποθήκη του υπογείου ορόφου, αντί του ποσού
των 5.000,00€ και β) η με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. ... και υπό στοιχείο και αριθμό Άλφα
δύο (Α-2) οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα του πρώτου (Α') ορόφου πάνω από το
ισόγειο-πυλωτή, με αποκλειστική χρήση της με στοιχείο και αριθμό (ΘΣ-3) θέσης
στάθμευσης αυτοκινήτων του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, αντί του ποσού των
90.000,00€ (βλ. αναλυτικά στο κείμενο της υπ’ αρ. ...
έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης), ήτοι συνολικά στο ποσό των 95.000,00 ευρώ,
στο ίδιο δε ποσό καθορίστηκε και η τιμή πρώτης προσφοράς των ακινήτων της ανακόπτουσας, τελούσα, ως εκ τούτου, σε προφανή δυσαναλογία
με το προδιαληφθέν εκτελούμενο πόσο των 15.527,23
ευρώ, που αποτελεί την απαίτηση της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την
επωνυμία «GALAXY II FUNDING DESIGNATED ACTIVITY» (ΓΚΑΛΑΞΥ II ΦΑΝΤΙΝΓΚ
ΝΤΕΣΙΓΚΝΕΗΤΕΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΥ ΚΟΜΠΑΝΥ), η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» Η πληττόμενη
αναγκαστική κατάσχεση, τυγχάνει συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ και κατά τα
διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, καταχρηστική, ως αντιβαίνουσα
στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και στην αντικειμενική καλή πίστη. Συνεπώς, είναι
καταχρηστική η κατάσχεση του ακινήτου της ανακόπτουσας,
εμπορικής αξίας 95.000,00 ευρώ και αντικειμενικής αξίας 62.010,90 ευρώ για την
ικανοποίηση απαίτησης ύψους 15.527,23 ευρώ, καθώς παραβιάζει την αρχή της
αναλογικότητας, δηλαδή θεωρείται ως ένα υπερβολικά επαχθές μέτρο συγκριτικά με
τον σκοπό που επιδιώκεται. Επιπροσθέτως, το εν λόγω ακίνητο αποτελεί την πρώτη
και μοναδική κύρια κατοικία της ανακόπτουσας και της
πενταμελούς οικογένειάς της, γεγονός που επιτείνει την καταχρηστικότητα,
ενόσω δε εκκρεμεί ακόμη σε πρώτο βαθμό η εκδίκαση της με αριθμό γενικό ... και
ειδικό ... αίτησης περί υπαγωγής της ανακόπτουσας
στις προστατευτικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, που υπέβαλε η τελευταία στο
Ειρηνοδικείο Ελευσίνας. Οι οφειλές της ανακόπτουσας,
ύψους 184.249,46€, που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω αίτηση, προέρχονται κατά
βάση από δύο στεγαστικά δάνεια που είχε λάβει από την ALPHA ΒΑΝΚ Α.Ε.,
εμπραγμάτως εξασφαλισμένα και από δυο μικρότερα καταναλωτικά δάνεια, ένα από
την «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και την «ALPHA ΒΑΝΚ Α.Ε.». Ωστόσο, παρά
την εκκρεμοδικία σε πρώτο βαθμό της ανωτέρω αίτησης του αρ.
4. παρ. 1 του ν. 3869/2010 περί υπαγωγής της ανακόπτουσας
στις προστατευτικές ρυθμίσεις του Ν.3869/2010 και χωρίς η καθ’ ης να αναμείνει
την έκδοση οριστικής έστω απόφασης, δεν επέδωσε στην ανακόπτουσα
αντίγραφο της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής μόνον προς γνώση, αλλά ξεκίνησε άμεσα
σε βάρος της την εκτελεστική διαδικασία με την από … Επιταγή προς εκτέλεση, ενώ
περαιτέρω έδωσε γραπτή εντολή στις … και
έτσι επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της ανακόπτουσας. Σύμφωνα, όμως, με τα ανωτέρω πραγματικά
περιστατικά, η ενάσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση προς είσπραξη της απαίτησής της έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων που
επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός
του δικαιώματος της και, ως τέτοια, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της
διάταξης του άρθρ. 281 ΑΚ και εντεύθεν άκυρη, καθόσον οι σύντομες διαδικασίες
και οι ασφυκτικές προθεσμίες που εισήχθησαν στον ν. 3869/2010 με τον ν.
4745/2020 για την επίσπευση της συζήτησης των αιτήσεων ρύθμισης οφειλών του ν.
3869/2010, οι οποίες εκκρεμούσαν ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και είχαν
προσδιορισθεί σε δικάσιμο μετά τις 15.6.2021, για την εκκαθάριση των πινακίων
μέσω της υποχρεωτικής για τους ενδιαφερομένους υποβολής αίτησης
επαναπροσδιορισμού της συζήτησης μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας προς διευκόλυνση
των ενδιαφερομένων και εξοικονόμηση δαπανών και με την εφαρμογή του δικονομικού
προτύπου της νέας τακτικής διαδικασίας του ν. 4335/2015 με την κάμψη της
υποχρεωτικής προφορικότητας και την καθιέρωση της
κατ’ εξαίρεση διαδικασίας εμμάρτυρης απόδειξης, σε
συνδυασμό και με την έκδοση της υπ’ αρ. μη οριστικής
απόφασης του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας και των λοιπών περιστάσεων που μεσολάβησαν
(καθόσον η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στην εν
λόγω δίκη (εδώ καθ’ ης η ανακοπή), ουδέν επικαλέστηκε με τις εμπροθέσμως
κατατεθείσες την … προτάσεις της περί μη
προσκόμισης εκ μέρους της αιτούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας των
εγγράφων της παρ. 2 περ. α', β', γ' και δ' του αρ. 4
του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της αιτήσεώς της ανακόπτουσας), να μην είναι ανεκτή η άμεση εκκίνηση της
αναγκαστικής εκτέλεσης, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη και του ύψους της οφειλής
για την οποία επισπεύδεται, που ανέρχεται σε 15.527,23€, πλέον τόκων και
εξόδων. Αποδείχθηκε, επιπροσθέτως, ότι η οφειλή της ανακόπτουσας,
για την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, συμπεριλαμβάνεται
στην από … 2021 αίτησή της περί
δικαστικής ρύθμισης των χρεών της κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, καθώς
και στο συνυποβαλλόμενο με αυτήν σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Όμως, ενώ η καθ’
ης γνώριζε ότι η ανακόπτουσα έχει αιτηθεί τη ρύθμιση
των οφειλών της, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και αυτή για την οποία
εκδόθηκε η υπ’ αρ. … διαταγή πληρωμής του
Ειρηνοδικείου Αθηνών, την … ήτοι περίπου ένα έτος μετά την έκδοση της μη
οριστικής αποφάσεως με αρ. του Ειρηνοδικείου
Ελευσίνας, την ύπαρξη της οποίας γνώριζε πολύ καλά η καθ’ ης, καθόσον είχε
ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ALPHA ΒΑΝΚ Α.Ε. και είχε καταθέσει
νομοτύπως κι εμπροθέσμως προτάσεις δια πληρεξουσίου δικηγόρου, κι ενώ θα μπορούσε
και η ίδια ευχερώς ως επιμελέστερος διάδικος να είχε αποφύγει περαιτέρω
καθυστέρηση στην έκδοση οριστικής πρωτοβάθμιας απόφασης προβαίνοντας άμεσα ήδη
από το έτος 2023 σε κατάθεση Κλήσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας
προκειμένου να επαναφέρει προς συζήτηση την αίτηση του αρ.
4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 της ανακόπτουσας, αντιθέτως
προέβη στην έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, στην επίδοση επιταγής προς
πληρωμή και σε αναγκαστική κατάσχεση της κύριας και μοναδικής κατοικίας της ανακόπτουσας. Με τον τρόπο αυτόν καθίσταται η επισπευδόμενη
αναγκαστική εκτέλεση μη ανεκτή σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος
της επισπεύδουσας - καθ’ ης κρίνεται καταχρηστική, διότι, παρά τις σύντομες
πλέον διαδικασίες του ν. 3869/2010, επέλεξε να εκκινήσει άμεσα τις διαδικασίες
αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ, δεδομένου του ύψους οφειλής για το οποίο
επισπεύδεται, θα έπρεπε να περιμένει την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεώς της ανακόπτουσας τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό. Σημειώνεται, ως
προς την ήδη εκκρεμή αίτηση, ότι οφειλές ύψους 184.249,46€ με στεγαστικό
δανεισμό δεν είναι υπέρμετρες σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και
λογικής. Εξάλλου, ακόμη κι αν η ανακόπτουσα δεν
μπορούσε στην βάση των εισοδηματικών της δυνατοτήτων να αποπληρώσει τη μηνιαία
δόση των 600,00€ όπως αναφέρει στην αίτησή της του ν. 3869/2010, επισημαίνεται
ότι οι δαπάνες στέγασης για κάθε οικογένεια και δη πενταμελή είναι ανελαστικές.
Τούτο σημαίνει πως, ανεξαρτήτως εισοδήματος, κάθε εργαζόμενος που στερείται
ιδιόκτητης οικίας θα πρέπει να δαπανήσει μηνιαίως ένα ελάχιστο ποσό ως μίσθωμα.
Η ανακόπτουσα, εν προκειμένω, επιλέγοντας, αντί για
την καταβολή μηνιαίου μισθώματος, τον στεγαστικό δανεισμό, και δη μεριμνώντας
ώστε η μηνιαία δόση των δανείων της να ανέλθει στο μικρότερο δυνατό ύψος,
προέβη σε συνετή διαχείριση των οικονομικών της. Ωστόσο, δέον εν προκειμένω να
επισημανθεί ότι επειδή η αμέσως ως άνω αναφερόμενη αίτηση της ανακόπτουσας κατατέθηκε στις 27.5.2021 (βλ. την ως άνω
έκθεση κατάθεσης δικογράφου με αριθμό γενικό… και ειδικό …), χρόνο κατά τον
οποίο, είχε παύσει η ισχύς της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010,
καθότι μετά την τροποποίηση αυτού με το Ν. 4346/2015 προβλέφθηκε συγκεκριμένη
χρονική ισχύς της εξαιρετικής αυτής ρύθμισης για τη διάσωσης της κύριας
κατοικίας έως την 28η Φεβρουάριου 2019, και, ως εκ τούτου, είχε ήδη τερματιστεί
το ειδικό καθεστώς της προστασίας της κύριας κατοικίας, αν η αίτησή της
ευδοκιμήσει και έχει ήδη περατωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης της υπ’ αριθμ. …διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που
έχει εκκινήσει η καθ' ης η παρούσα ανακοπή, με την αναγκαστική εκποίηση του
περιγραφόμενου αναλυτικώς ως άνω ακινήτου, ήτοι της οριζόντιας
ιδιοκτησίας-διαμερίσματος, που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία της αιτούσας
και της αποθήκης του υπογείου, θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντά της,
καθώς ματαιώνεται το δικαίωμά της να υπαχθεί στο ν. 3869/2010 και να ρυθμίσει
τα χρέη της (βλ. και ΜονΕφΛαρ 525/2018, ΜΠρΘεσ 4335/2023, δημ. ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, καίτοι, στην εξεταζόμενη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι πλέον δυνατή η εξαίρεση από την
εκποίηση του παραπάνω ακινήτου, εξαιτίας της παύσης της ισχύος της διάταξης του
άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, πλην όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη της παρούσας, θα ματαιωθεί
η επιδιωκόμενη με την αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ρύθμιση των
οφειλών της με τις ευνοϊκές διατάξεις αυτού, η οποία δύναται να επιτευχθεί με
την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 9, όπως εν προκειμένω ισχύει, δια της
ρευστοποίησης των ως άνω αναγκαστικά κατασχεθέντων και εκτεθέντων
σε πλειστηριασμό ακινήτων, που συνιστούν και τα μοναδικά περιουσιακά της
στοιχεία, είτε δια της βίαιης εκποίησης αυτών, στα πλαίσια όμως του Ν.
3869/2010, και όχι δια αναγκαστικού πλειστηριασμού, είτε δια της αξιοποίησης
και εκμετάλλευσής τους δια της παροχής ανταλλάγματος εκ μέρους της αιτούσας οφειλέτριας. Έτσι, χωρίς η επίδικη απαίτηση ουσιαστικά να
κινδυνεύει, η ανακόπτουσα βρίσκεται αντιμέτωπη στο να
απωλέσει σημαντικό περιουσιακό της στοιχείο, πράγμα που υπερβαίνει τα όρια της
αντοχής της και αποτελεί μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας. Εξάλλου, η καλόπιστη
από την πλευρά της καθ’ ης συμπεριφορά θα επέβαλλε σε αυτήν την υποχρέωση να
ανεχθεί την εύλογη καθυστέρηση και να αναμένει τουλάχιστον την έκδοση οριστικής
απόφασης σε πρώτο βαθμό. Άλλωστε, η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης οδηγεί
σε οικονομική καταστροφή της ανακόπτουσας, χωρίς
ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή, η καθ’ ης θα έπρεπε να
αποφύγει την εσπευσμένη αναγκαστική εκτέλεση, με αποτέλεσμα οι παραπάνω
ενέργειές της να προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η έναρξη της
αναγκαστικής εκτέλεσης, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, και κατά τα διαλαμβανόμενα στη
μείζονα σκέψη της παρούσας, καθίσταται, κατά την κρίση του παρόντος
Δικαστηρίου, μη ανεκτή, επειδή συντρέχει εν προκειμένω προφανής υπέρβαση των
ορίων της καλής πίστης, με έντονη την αίσθηση αδικίας που θα επιφέρει η απώλεια
ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας, σε σχέση με το
όφελος της δικαιούχου. Τούτων δοθέντων, η ανακόπτουσα,
έγγαμη με 3 ανήλικα τέκνα, εργαζόμενη τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της στον
ιδιωτικό τομέα, βλάπτεται δυσανάλογα, σε σχέση με την ωφέλεια της καθ’ ης, ενώ
υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του συγκεκριμένου οφειλέτη η απώλεια μέσω
αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου που, αν γίνει δεκτή η αίτησή της,
ενδέχεται να εκποιηθεί κατ' αρ. 9 παρ. 1 ν. 3869/2010
ως ισχύει σήμερα, στα πλαίσια όμως του Ν. 3869/2010, και όχι δια αναγκαστικού
πλειστηριασμού, είτε δια της αξιοποίησης και εκμετάλλευσής τους δια της παροχής
ανταλλάγματος εκ μέρους της αιτούσας οφειλέτριας.
Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα
σκέψη της παρούσας, η καταχρηστικότητα της κατάσχεσης
επιφέρει ακυρότητα της τελευταίας. Συνακόλουθα, πρέπει ο τέταρτος λόγος της
ένδικης ανακοπής να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένων
επιπροσθέτως ως νόμω και ουσία αβάσιμων των
ισχυρισμών της καθ’ ης η ανακοπή ότι η ανακόπτουσα
αμφισβητώντας την εκτιμηθείσα από τον πιστοποιημένο
εκτιμητή εμπορική αξία των ακινήτων της και ανταποδεικνύοντας
την υψηλότερη εμπορική αξία τους μέσω αγγελιών πώλησης παρόμοιων με το δικό της
ακινήτων σε μεσιτικά site, επιχειρεί ουσιαστικά να
πετύχει τη διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης, καθόσον αφενός μεν, διόρθωση της
εμπορικής αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς μπορεί να επιτευχθεί μόνο με
άσκηση της ανακοπής του αρ. 954 ΚΠολΔ
και όχι μέσω της υπό κρίση ανακοπής του αρ. 933 ΚΠολΔ, οι προβληθέντες λόγοι της
οποίας άλλωστε αφορούν αποκλειστικά και μόνο την επιταγή προς πληρωμή και την
αναγκαστική κατάσχεση, αφετέρου δε ανταποδεικνύοντας
η ανακόπτουσα την υπέρτερη εμπορική αξία των ακινήτων
της, σκοπό είχε να καταδείξει έτι περαιτέρω την καταχρηστικότητα
της συμπεριφοράς της καθ' ης και την δυσαναλογία μεταξύ του μικρού ύψους της
απαίτησης της καθ' ης και της δεκαπλάσιας περίπου εμπορικής αξίας των εκπλειστηριαζόμενων ακινήτων της, με συνέπεια να καθίσταται
η θυσία αυτή μη ανεκτή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία διέπει
τόσο το ουσιαστικό όσο και το δικονομικό δίκαιο, στην ισχύουσα εθνική και
υπερεθνική έννομη τάξη, δεδομένου ότι εν προκειμένω υπάρχει δυσαναλογία μέσου
και σκοπού. Καθίσταται δε, περαιτέρω, πρόδηλο ότι οι συνέπειες, σε περίπτωση
ευδοκίμησης του πλειστηριασμού, στο πρόσωπο της ανακόπτουσας
από την απώλεια του περιουσιακού αυτού αντικειμένου της είναι ιδιαίτερα
επαχθείς, συγκρινόμενες με τις συνέπειες από τη ματαίωση της ικανοποίησης του
δικαιώματος είσπραξης της καθ' ης.
Τέλος, δέον να σημειωθεί ότι, παρέλκει η
διερεύνηση της βασιμότητας των έτερων λόγων της ανακοπής, αφού ικανοποιήθηκε
ήδη το αίτημα αυτής για ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Κατόπιν
όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η άσκηση του συγκεκριμένου
δικαιώματος από την καθ’ ης υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή
πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά παραδοχή
και ως ουσιαστικά βάσιμου του κρινόμενου τέταρτου λόγου της ένδικης ανακοπής
και απορριπτομένων ως ουσία αβασίμων των ισχυρισμών
της καθ’ ης η ανακοπή. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή
και να ακυρωθεί αφενός μεν η επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου
εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αφετέρου
δε να ακυρωθεί καθ’ ολοκληρίαν η επίδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας. Τέλος, η καθ’ ης πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας
της, στην δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, σύμφωνα
με τις διατάξεις των άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ,
σε συνδυασμό με αυτές των άρθρ. 63, 65, 68 και 84 παρ. 1 Ν.4194/2013 (Κώδικας
Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ
την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ:
α) την από … επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού
απογράφου της υπ’ αριθμ. Διαταγής Πληρωμής του
Ειρηνοδικείου Αθηνών και β) την υπ’ αριθμ. … έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της
Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένου στο Πρωτοδικείου Αθηνών, που
εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... και εκπροσωπείται νόμιμα, με την οποία κατασχέθηκε
το αναλυτικώς περιγραφόμενο στο σκεπτικό της παρούσας ακίνητο, ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας, που βρίσκεται στην Ελευσίνα Αττικής και
πρόκειται να εκτεθεί στις σε πλειστηριασμό.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ
στην καθ’ ης την δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας,
την οποία ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500,00€).
Κρίθηκε,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Ελευσίνα, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 04 Μαρτίου 2025.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΩΤΗΡΙΑ
ΣΙΩΡΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΝΤΑΡΔΑ