ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 3/2025
Ανακοπή κατά επιταγής προς πληρωμή και έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας με ορισθέντα πλειστηριασμό - Άσκηση
της ανακοπής κατ' άρθρα 933 και 934 ΚΠολΔ με σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση κατ' άρθρο 152 παρ. 1 ΚΠολΔ μετά από 140
ημέρες από την λήξη της 45νθήμερης προθεσμίας - Ανωτέρα βία λόγω του ότι η
φερόμενη δικηγορική εταιρεία και ο φερόμενος
εντολοδόχος δικηγόρος για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής
δεν μπορούσαν να παρέχουν δικηγορικές υπηρεσίες - Αντιποίηση δικηγορικού
λειτουργήματος -.
Ανυπαίτια σχετική άγνοια της έλλειψης δικηγορικής ιδιότητος του εντολοδόχου
ένεκα απατηλής συμπεριφοράς του τελευταίου. Απόρριψη της ένστασης συντρέχοντος
πταίσματος ως ουσιαστικά αβάσιμης. Ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας ο μέσος
συνετός άνθρωπος δεν είναι εφικτό να αντιληφθεί ότι οι εκπρόσωποι εταιρείας που
διαφημίζεται δημοσίως στο διαδίκτυο ως παρέχουσα "εξειδικευμένες νομικές
υπηρεσίες" και "διορατικές νομικές συμβουλές" δεν φέρουν την
δικηγορική ιδιότητα. Δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη της
παραγράφου 2 του άρθρου 152 ΚΠολΔ περί πταίσματος του
πληρεξουσίου δικηγόρου ή του νομίμου αντιπροσώπου του
αιτούντος διαδίκου ως λόγος περί μη επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, διότι ο φερόμενος δικηγόρος δεν ήταν
στην πραγματικότητα πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε νόμιμος αντιπρόσωπος του ανακόπτοντος. Οι πράξεις και παραλείψεις του δεν συνιστούν
μόνο πταίσμα, αλλά συμπεριφορές που ερευνώνται ήδη ποινικά. Δεκτή η σωρευόμενη αίτηση. Εμπρόθεσμη η ανακοπή. Δεκτή η ανακοπή.
Ακυρώνει την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας λόγω καταχρηστικότητας.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του
δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Γαρέφου)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
- ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΔΡΑ ΚΟΡΩΠΙΟΥ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ -
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΔΡΑ ΚΟΡΩΠΙΟΥ
(Ειδική Διαδικασία
Περιουσιακών Διαφορών)
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή
Ευαγγελία Ξηροκώστα, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο
Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από την
Γραμματέα Κωστούλα Χατζηδάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2025 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ-ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:
., κατοίκου Κερατέας Αττικής, επί της οδού Δαβάκη αρ.
. και με Α.Φ.Μ. ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του,
Κωνσταντίνου Γαρέφου (ΑΜ ΔΣΑ 030489),
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ-ΚΑΘ’
ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: εταιρείας με την επωνυμία «V. Α. ΜΑΝΑGΕΜΕΝΤ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (πρώην «Β2Kapital
ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ»)
και με το διακριτικό τίτλο «V. Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π. (πρώην «Β2Kapital Α.Ε.»), η οποία
εδρεύει στην Αθήνα επί της Λεωφόρου Κηφισίας αρ. 1-3, Τ.Κ. 11523, με Α.Φ.Μ. ., με αριθμ.
Γ.Ε.ΜΗ ., νομίμως εκπροσωπούμενης και αδειοδοτηθείσας
από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και
Πιστώσεις, ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, ως εντολοδόχου και
ειδικής πληρεξούσιας, αντιπροσώπου και αντικλήτου, της αλλοδαπής εταιρείας με
την επωνυμία “ΗELLAS 3Ρ ΙΝVΕSΤΜΕΝΤ DESIGNATED ACTIVITY COMPΑΝΥ” (Ηellas 3Ρ), με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός Μ., Dublin, 2) όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 16
Νοεμβρίου 2018 Σύμβασης Διαχείρισης, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και του
αριθμόν ./14.07.2023 Ειδικού Πληρεξουσίου, της τελευταίας [«Η3Ρ»] ως ειδικής
διαδόχου απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «ULTIMO PORTOFOLIO INVESTMENT
[LUXEMBOURG] S.Α.» [με διακριτικό τίτλο «UΡΙ»], με έδρα το Λουξεμβούργο, 1 rue S. L-1925, νομίμως καταχωρημένης με αριθμό Β., ως
νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 16 Οκτωβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και
Μεταβίβασης Απαιτήσεων που υπεγράφη μεταξύ της «Η3Ρ» και της «UΡΙ» σε συνέχεια
της οποίας υπεγράφη η από 29 Οκτωβρίου 2019 Συνοπτική Σύμβαση Πώλησης και
Εκχώρησης, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών, και της τελευταίας [«UΡΙ»] ως ειδικής διαδόχου απαιτήσεων της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΕΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το
διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθμ. 40), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε
δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ιωάννη Μουσούρη
(ΑΜ ΔΣΑ 031603) της ΔΕ “ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ Δ. ΨΑΡΡΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ” με ΑΜ 080143.
Ο ανακόπτων-αιτών
ζητεί να γίνει δεκτή η από 04-03-2025 ανακοπή του και η σωρευόμενη
αίτηση άρθρου 152 ΚΠολΔ περί επαναφοράς των πραγμάτων
στην προηγούμενη κατάσταση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου
τούτου με ειδικό αριθμό κατάθεσης 6/05-03-2025 και γενικό αριθμό κατάθεσης
51066/05- 03-2025, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται
στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης,
οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και
ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες
προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου
152 ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του άρθρου
155 παρ.2 ΚΠολΔ, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η
αίτηση για την επαναφορά πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν
ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε
ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί, συνάγεται ότι η επαναφορά αποτελεί
έκτακτο ένδικο βοήθημα, με το οποίο παρέχεται προστασία για την απώλεια γνήσιας
δικονομικής προθεσμίας, η δε απώλεια αυτής έχει ως συνέπεια την έκπτωση από το
δικαίωμα για ενέργεια της διαδικαστικής πράξης που αφορά η προθεσμία (151 ΑΚ)
και την απόρριψή της ως εκπρόθεσμης, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για πράξη
σύγχρονη ή προγενέστερη της αίτησης επαναφοράς (ΑΠ 1012/2023 ΤΝΠ Νόμος). Κατά
την έννοια αυτή, η επαναφορά δεν συνεπάγεται τη χορήγηση νέας προθεσμίας για
την επιχείρηση της εκπρόθεσμης διαδικαστικής πράξης, αλλά προσδίδεται σε αυτήν
με τη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αίτηση επαναφοράς, η έννομη συνέπεια
που θα είχε, αν ήταν εμπρόθεσμη (ΟλΑΠ 29/1992),
δηλαδή θεωρείται πλασματικά ως εμπρόθεσμη. Ανταποκρίνεται έτσι η επαναφορά σε
εκτιμήσεις επιείκειας και παράλληλα ικανοποιείται το δικαίωμα ακρόασης των
διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του
δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης (ΑΠ 932/2020, ΑΠ
350/2017, ΑΠ 443/2015). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην περίπτωση απώλειας της
προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, προκύπτει ότι ο
θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία
τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας,
παρέχει τη δυνατότητα της -με δικαστική παρέμβαση- άρσης νομικής και επιβλαβούς
για το διάδικο καταστάσεως η οποία προέκυψε από τη μη τήρηση της ορισμένης από
το νόμο προθεσμίας για δύο λόγους: την ανώτερη βία ή το δόλο του αντιδίκου του.
Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο
γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν
και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας
επιμέλειας και σύνεσης (ΟλομΑΠ 29/1992). Τέτοια
γεγονότα μπορεί να είναι πλην άλλων και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του
πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην απώλεια προθεσμίας, με την
έννοια ότι ήταν αδύνατο να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή να ειδοποιήσει
τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάστασή του (ΑΠ 1119/2017). Επίσης ως
περιστατικά ανωτέρας βίας έχουν κριθεί νομολογιακά οι
φυσικές καταστροφές (ο σεισμός, η καθίζηση του εδάφους, η τρικυμία και η σφοδρή
θαλασσοταραχή, η ακραία και μη επαρκάς προβλεφθείσα κακοκαιρία), η αιφνίδια αρρώστια του
δικαιούχου εφόσον καθιστά αδύνατη τη σχετική ενέργεια, η απεργία δικαστικών
υπαλλήλων για τους διαδίκους αλλά και η εσφαλμένη νομική συμβουλή δικηγόρου
προς πελάτη του (βλ.σχετ. ΑΠ 15/2018, ΟΛ ΑΠ29/1992,
ΑΠ 1540/2017, ΑΠ 809/2019, ΑΠ 1568/2013, ΑΠ 438/2013, ΑΠ 1506/2013, ΕΦΠατρών 320/2-17, ΠΠρΑΘ
1826/2016.). Ειδικότερα ο πληρεξούσιος δικηγόρος του νομιμοποιουμένου
να ασκήσει το ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο διαδίκου οφείλει να προβαίνει
έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικά και, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις,
συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια ώστε να καταλείπεται ς’ αυτόν, μέχρι τη λήξη
της προθεσμίας, χρόνος επαρκώς αξιοποιήσιμος σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη
δικονομική επιμέλεια και σύνεση αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής
πίστεως και της μη παρέλκυσης των δικών του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 116 ΚΠολΔ (ΑΠ 438/2013). Με την έννοια αυτή, η ανώτερη βία,
αξιολογούμενη στο χάρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της
με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται
μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των
πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που
προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό
δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο
χάρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του
διαδίκου λόγω εσφαλμένης συμβουλής ή ελλιπούς ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του, ή του ίδιου του πληρεξουσίου δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο
δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η
σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη
(βλ. σχετ. ΑΠ 513/2016, ΕφΛαμ
186/2011, ΕφΠειρ 59/2010, ΑΠ 1537/2008, ΑΠ 1497/2008,
ΟλΑΠ 29/1992, ΜονΠρΠατρ
487/1992, ΟλΑΠ 15/1987, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Στην κρινόμενη ανακοπή, ο ανακόπτων-αιτών εκθέτει ότι εκδόθηκε σε βάρος του η υπ’ αριθμ. ./23.06.2023 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του
Ειρηνοδικείου Λαυρίου, δυνάμει σύμβασης προσωπικού δανείου, η οποία διέτασσε
τον ήδη ανακόπτοντα να καταβάλει το ποσό των
14.813,67 ευρώ, αναλυόμενο κατά κεφάλαιο στο ποσό των 6.689,55 ευρώ και εξωλογιστικούς τόκους στο ποσό των 8.124.12 ευρώ, πλέον
τυχόν τόκων και εξόδων από την επομένη έκδοσης αυτής και μέχρι την πλήρη
εξόφληση και το ποσό των 280 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ότι του επιδόθηκε στις
12-09-2023 η από 05.09.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του υπ' αριθμόν ./2023
αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμόν ./2023 διαταγής
πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, επιτάσσοντάς τον να καταβάλει
συνολικό ποσό ύψους 15.185,67 ευρώ. Ότι δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου
της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, η καθ’ ης προέβη με την υπ’ αριθμ.
./31-07-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού
επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ., στην
αναγκαστική κατάσχεση του αναφερόμενου στην ένδικη ανακοπή ακινήτου του ανακόπτοντος, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 82.000
ευρώ. Ότι ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ορίσθηκε στις 28-03-2025, ημέρα
Παρασκευή και από ώρες 10:00 π.μ. έως 12:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας ενώπιον της
Συμβολαιογράφου Αθηνών, .. Με το παραπάνω ιστορικό, για τους λόγους που
αναφέρονται στην ένδικη ανακοπή του, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ζητεί
να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η ανακοπή του, σωρεύοντας αίτημα περί
επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατ' άρθρο 152 ΚΠολΔ, επί σκοπώ όπως Θεωρεί εμπροθέσμως ασκηθείσα η υπό κρίση ανακοπή του, και ζητεί: α) την
ακύρωση της από 05.09.2023 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του υπ' αριθμόν ./2023
αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμόν ./2023 διαταγής
πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, β) την ακύρωση της με αριθμό ./31-07-2024
έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας για το ποσό των 15.185,67
ευρώ του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο
Αθηνών, ., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος
αναγκαστική κατάσχεση στην κείμενη στην Κερατέα Αττικής ακίνητη περιουσία του
και ειδικότερα στην ψιλή κυριότητά του επί διαμερίσματος με προσωρινό Κ.ΑΕΚ .,
για την οποία επισπεύδεται πλειστηριασμός και του με αριθμό ./2024 αποσπάσματος
της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών
με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . και γ) την καταδίκη της καθ' ης η ανακοπή στην
καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Με το παραπάνω περιεχόμενο
και αιτήματα το υπό κρίση δικόγραφο που αφορά στην ακύρωση περισσότερων πράξεων
αναγκαστικής εκτέλεσης (της επιταγής προς εκτέλεση, της έκθεσης αναγκαστικής
κατάσχεσης και του αποσπάσματος αυτής), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση
ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 632, 584, 933§§1, 2 ΚΠολΔ),
αφού ο εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από τη Δικαστή του (τέως) Ειρηνοδικείου
Λαυρίου (η κατά τόπον αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται
πλέον στην Περιφερειακή Έδρα Κορωπίου του
Πρωτοδικείου Αθηνών) και το κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του
παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ
όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 57 Ν. 4842/2021) για να
συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ). Η υπό κρίση ανακοπή,
της οποίας οι λόγοι αφορούν ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς
εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης,
καταρχήν δεν έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ήτοι εντός της κατ’ άρθρο 934 παρ. 1
περ. α/ ΚΠολΔ προθεσμίας των 45 ημερών από την ημέρα
της κατάσχεσης, αφού η κατασχετήρια έκθεση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα
στις 31 -07¬2024, όπως προκύπτει από την επισημείωση εφ' αυτής του δικαστικού
επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ., η οποία (ημερομηνία επίδοσης) αποτελεί
χρονική αφετηρία της κατ’ άρθρο 934 αρ. 1 περ. α ΚΠολΔ προθεσμίας (ΜΠΛαμίας
29/1019 ΤΝΠ Νόμος, Χ.Απαλαγάκη (Χ.Απαλαγάκη/Ρεντούλης, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚπολΔ,
6η εκδ. 2019, άρθρο 934 αρ.
5), ενώ η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 5-03-2025 (βλ. την υπ’ αριθμ, ./05-03-2025 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού
Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .). Εν τούτοις,
σύμφωνα με το σωρευόμενο αίτημα της επαναφοράς των
πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατ' άρθρο 152 ΚΠολΔ,
ο ανακόπτων επικαλείται την αντικειμενική αδυναμία
του να προβεί εγκαίρως στις απαραίτητες δικονομικές ενέργειες, λόγω ανωτέρας
βίας, άλλως λόγω δόλου της καθ' ης και ειδικότερα διότι ο εκπρόσωπος της
εταιρεία με την επωνυμία “Ρlanahead Consulting ΙΚΕ”
στην οποία ανέθεσε την διευθέτηση της οφειλής του προς την καθ' ης, ., παρέστησε ψευδώς σε αυτόν ότι έφερε τη δικηγορική ιδιότητα
και εντεύθεν ότι θα προχωρούσε νομίμως σε κάθε αναγκαία δικαστική ενέργεια για
την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων του, γεγονός που δεν ήταν αληθές, με
αποτέλεσμα ο ίδιος να παραπλανηθεί άνευ ευθύνης του
και να απωλέσει την ανωτέρω δικονομική προθεσμία των 45 ημερών για την άσκηση
της υπό κρίση ανακοπής, η δε καθ’ ης δολίως επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στην
ψιλή κυριότητα επί του ακινήτου του, ενώ συγχρόνως διαπραγματευόταν με την
συμβουλευτική και όχι δικηγορική (όπως πίστευε εύλογα και καλόπιστα ο ίδιος)
εταιρεία με την επωνυμία ““Ρlanahead Consulting ΙΚΕ” τον εξωδικαστικό διακανονισμό της
οφειλής του.
Με αυτό το περιεχόμενο και
αίτημα η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων αρμοδίως εισάγεται για να
συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά την παρούσα διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών και περαιτέρω ασκείται παραδεκτώς,
διότι σύμφωνα με το άρθρο 155 ΚΠολΔ, η αίτηση για την
επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή
με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις
διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο (εν προκειμένω
σωρεύεται στην υπό κρίση ανακοπή) και εμπροθέσμως εντός της προθεσμίας των 30
ημερών από την άρση του κωλύματος που συνιστούσε την ανωτέρω βία, ήτοι από την
ενημέρωση του ανακόπτοντος στις 05-02-2015, ότι η
εταιρεία με την επωνυμία “Ρlanahead Consulting ΙΚΕ” δεν αποτελεί δικηγορική εταιρεία και ο
εκπρόσωπός της, .. δεν φέρει την δικηγορική ιδιότητα (βλ. και υπ' αρ. ./05-03-2025 έκθεση επίδοσης της υπό κρίση ανακοπής του
Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .). Επίσης
οι λόγοι της εκτίθενται κατά ορισμένο τρόπο στο υπό κρίση δικόγραφο και έχουν
αναφερθεί σε αυτό τα αποδεικτικά μέσα (ηλεκτρονικά μηνύματα, υποβληθείσα
μήνυση-έγκληση κλπ.) για την εξακρίβωση των λόγων της, είναι δε νόμιμη κατ’
άρθρο 152 επ. ΚΠολΔ και
περαιτέρω πρέπει να εξεταστεί κατ' ουσίαν.
Από τα έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι και από τη
δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ανακόπτοντος-αιτούντος
αποδείχθηκε ότι: Ο ανακόπτων ήδη από την άνοιξη του
2023 και πριν την επίδοση σε αυτόν της προσβαλλόμενης από 05.09.2023 επιταγής
προς πληρωμή κάτωθι του υπ' αριθμόν 292/2023 αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού
απογράφου της υπ' αριθμόν 257/2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου
Λαυρίου είχε αναθέσει στην εταιρεία με την επωνυμία ““Ρlanahead
Consulting ΙΚΕ” την διευθέτηση της οφειλής
του προς την καθ' ης, αγνοώντας ανυπαιτίως ότι ο
εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας, ., με τον οποίο συνομιλούσε, δεν έφερε την
δικηγορική ιδιότητα και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατό να προβεί στην εμπρόθεσμη
ανακοπή της ανακοπτομένης κατασχετήριας έκθεσης. Η
ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που προβάλλει νόμιμα και εμπρόθεσμα η καθ' ης
στις προτάσεις της και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη
συζήτηση της παρούσας, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι
ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας ο μέσος συνετός άνθρωπος (πολλώ δε μάλλον ο μη έχων υψηλό μορφωτικό επίπεδο) δεν
είναι εφικτό να αντιληφθεί ότι οι εκπρόσωποι εταιρείας που διαφημίζεται
δημοσίως στο διαδίκτυο ως παρέχουσα “εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες” και
“διορατικές νομικές συμβουλές” δεν φέρουν την δικηγορική ιδιότητα και σε κάθε
περίπτωση ότι αδυνατούν να ασκήσουν νομίμως τα προσήκοντα ένδικα βοηθήματα και
ένδικα μέσα με σκοπό την προστασία και την έγκαιρη άμυνα του καλόπιστου
οφειλέτη έναντι διαδικασιών που επισπεύδονται εις βάρος, όπως οι προσβαλλόμενες
πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Για το λόγο αυτό άλλωστε έχει υποβληθεί ενώπιον
του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών η από 26-02-2025 με ΑΒΜ Ε2025/.
μήνυση-έγκληση του ανακοπτόντος κατά της τέως
λογίστριάς του, ., του ., ως φερόμενου δικηγόρου και της εταιρείας με την
επωνυμία “Ρlanahead Consulting ΙΚΕ”. Επιπροσθέτως, η διάταξη της παραγράφου
2 του άρθρου 152 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία πταίσμα
του πληρεξουσίου δικηγόρου ή του νομίμου αντιπροσώπου
του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην
προηγούμενη κατάσταση, δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, διότι ο .ς δεν
ήταν στην πραγματικότητα πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε νόμιμος αντιπροσώπου του ανακόπτοντος, ενώ και οι περιγραφόμενες πράξεις και
παραλείψεις του δεν συνιστούν μόνο πταίσμα, αλλά συμπεριφορές που ερευνώνται
ήδη ποινικά (βλ. από 26-02-2025 με ΑΒΜ Ε2025/. μήνυση-έγκληση του ανακόπτοντος) ως προς την πιθανή στοιχειοθέτηση αξιοποίνων
πράξεων. Σε κάθε περίπτωση, με την υπ' αριθμ. 24/2025
απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων) που εκδόθηκε
στις 10.03.2025, έγινε δεκτή σχετική αίτηση του ανακόπτοντος
περί σύντμησης νόμιμης προθεσμίας και συντμήθηκε
δικαστικά, κατ' άρθρο 150 παρ. 1 ΚΠολΔ, η προθεσμία
κοινοποίηση της υπό κρίση ανακοπής σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της
δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Για όλους τους ανωτέρω λόγους
πρέπει να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η σωρευόμενη
στην υπό κρίση ανακοπή αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση κατ' άρθρο 152 ΚΙ ΙολΔ και εντεύθεν η
ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη νομική και την
ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Αναφορικά με την
προσβαλλόμενη από 05.09.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του υπ' αριθμόν
292/2023 αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμόν 257/2023
διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, δεν προβάλλονται στο
υπό κρίση δικόγραφο συγκεκριμένοι και ορισμένοι λόγοι ανακοπής της, κατά
συνέπεια πρέπει η υπό κρίση ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της
ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας.
Από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 973 παρ.6, 933ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του
Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης
του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος
δημοσίου δικαίου. Επομένως, λόγο ανακοπής μπορεί να αποτελέσει και η προφανής
αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα
αντικειμενικά όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή
οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της
τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος
καταχρηστική, πρέπει να υπάρχει προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η
καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος,
είτε από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου,
είτε από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που
μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή
να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του
κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012 σε ΤΝΠ Νόμος). Ως
καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που
επιβάλλεται κατά τους συνήθεις τρόπους ενέργειας, ενώ τα χρηστά ήθη συνθέτουν
οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστού και εχέφρονα, σκεπτόμενου ανθρώπου.
Για να κριθεί αν υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερόμενων ορίων στην
εκάστοτε περίπτωση, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το
δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές
περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 119/2016 σε ΤΝΠ Νόμος).
Ενδεικτικά, η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται με
την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου εκτέλεσης και του
επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο
προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, όπως όταν η συμπεριφορά του φορέα του
δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή
όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Ειδικά
δε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση
της, κατά την διάταξη του άρθρου 116ΚΠολΔ, γενικής αρχής περί της απαγόρευσης
καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς και αποσκοπεί στην αποτροπή της
υπερβολικής καταπίεσης του οφειλέτη από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων
που βρίσκονται σε δυσαναλογία σε σχέση προς την απαίτηση, επιβάλλεται
περιορισμός, προς προστασία του καθ’ ου η κατάσχεση από τον κίνδυνο του
πλειστηριασμού πραγμάτων, περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση
των δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης. Ο περιορισμός της καταχρηστικής
άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας
των πράξεων της αναγκαστικής κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας
δυσαναλόγως μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντας ή
της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος. Το ζήτημα, αν οι συνέπειες της άσκησης του
δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να εκτιμάται και να
σταθμίζεται με βάση τις αντίστοιχες συνέπειες που είναι δυνατόν να επέλθουν σε
βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του
(βλ. ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ1603/2014 σε ΤΝΠ Νόμος).
Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος, εξαιτίας της οποίας προκαλούνται στον
υπόχρεο επαχθείς και όχι κατ' ανάγκη αφόρητες συνέπειες, πρέπει να μην είναι σε
τέτοιο βαθμό ανεκτή, ώστε, μετά από στάθμισή τους προς το εντεύθεν
εξυπηρετούμενο συμφέρον του δικαιούχου, να κρίνεται επιβεβλημένη για την
αποτροπή των επαχθών ως προς τον υπόχρεο συνεπειών η θυσία του ασκούμενου
δικαιώματος, σε συνάρτηση με τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας. Η τελευταία,
ως διάχυτη στην έννοια τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής
κατοχύρωσης της, οφείλει δε ο δικαστής, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της
νομοθεσίας, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της
συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της
απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει
τα ακραία όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, καθώς και του οικονομικού
και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής
της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το
ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του
προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη.
Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα,
και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της
αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία
προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του
ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη
συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου, είτε απαγγέλλεται από
δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς
το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται
από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε
ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των
δικαστηρίων (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 σε ΧρΙΔ
2015.575).
Με τον τρίτο λόγο της
ανακοπής της, ο ανακόπτων προσβάλλει την ένδικη
αναγκαστική κατάσχεση, με την αιτιολογία ότι αυτή πρέπει να ακυρωθεί λόγω
καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της καθ’ ης καθόσον ο τίτλος με
βάση τον οποίο επισπεύδεται αφορά απαίτηση ποσού 14.813,67 ευρώ και το
επιτασσόμενο με την προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση ποσό ανέρχεται σε
15.185,67 ευρώ, ενώ η ψιλή κυριότητα του ακινήτου που κατάσχεται προς
ικανοποίηση της απαίτησης της καθ’ ης έχει τιμή πρώτης προσφοράς 82.000 ευρώ,
δηλαδή πολλαπλάσια της απαίτησης (το δε όλο ακίνητο έτι υψηλότερη αξία), με
αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μέσου και σκοπού και
αφετέρου να καθίσταται μη ανεκτή η άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους της καθ’ ης
σε περίπτωση ευδοκίμησης αυτής, δεδομένου ότι ο ανακόπτων
Θα απολέσει την ψιλή κυριότητα ακινήτου αξίας (του
δικαιώματος ψιλής κυριότητας) τουλάχιστον 82.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα
αποτελεί κύρια κατοικία του και οικογενειακή στέγη του ίδιου και της
υπερήλικης, επικαρπώτριας μητέρας του, για απαίτηση
ποσού μόλις 15.185,67 ευρώ, συγχρόνως δε η ανωτέρω απαίτηση της καθ’ ης δύναται
να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο, όπως με εξωδικαστικό διακανονισμό αποπληρωμής
της οφειλής του σε δόσεις εντός μικρού χρονικού διαστήματος. Ο λόγος αυτός τυγχάνει
ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ, 116
και 973 παρ. 6, 933 ΚΠολΔ,
17 παρ. 1, 21 παρ. 1 και 4 και 25 παρ. 1-3 του Συντάγματος, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και ως εκ τούτου
πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από το σύνολο των
επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων αποδεικνύονται τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδει αναγκαστική
εκτέλεση σε βάρος του ανακόπτοντος, ως διαχειρίστρια
της προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, η οποία περιήλθε από την αρχική
δανείστρια τράπεζα με την επωνυμία “ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” στην εταιρία με την
επωνυμία “ΗELLAS 3Ρ ΙΝVΕSΤΜΕΝΤ DESIGNATED ACTIVITY COMPΑΝΥ”, της τελευταίας ως
ειδικής διαδόχου απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία “ULTIMO PORTOFOLIO
INVESTMENT [LUXEMBOURG] S.Α.”, νομίμως καταχωρημένης με αριθμό ., δυνάμει της
από 16 Οκτωβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων που υπεγράφη
μεταξύ της “ΗELLAS 3Ρ ΙΝVΕSΤΜΕΝΤ DESIGNATED ACTIVITY COMPΑΝΥ” και της “ULTIMO
PORTOFOLIO INVESTMENT [LUXEMBOURG] S.Α.”, σε συνέχεια της οποίας υπεγράφη η από
29 Οκτωβρίου 2019 Συνοπτική Σύμβαση Πώλησης και Εκχώρησης, όπως αυτή
καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών. Ειδικότερα δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ./2023 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του
Ειρηνοδικείου Λαυρίου εκδοθείσας για συνολική
χρηματική απαίτηση της καθ’ ης σε βάρος του ανακόπτοντος
ύψους 14.813,67 ευρώ πλέον τόκων και λοιπών εξόδων, η καθ’ ης προέβη με την υπ’
αριθμ. ./31-07-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης
Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο
Πρωτοδικείο Αθηνών, ., που κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα
στις 31-07-2024 (και το υπ’ αριθμ. ./16-09-2024
απόσπασμα της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης που κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα στις 18-09-2024), στην αναγκαστική κατάσχεση
της ψιλής κυριότητάς του σε ποσοστό 100% εξ
αδιαιρέτου επί διαμερίσματος του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, κείμενου σε
οικοδομή χτισμένη επί οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, εντός του
εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Κερατέας Αττικής του τέως Δήμου Θορικίων στην ειδική θέση Άγιος Αθανάσιος επί της δημοτικής
οδού Κωνσταντίνου Δαβάκη αρ. 12 και σήμερα Δημοτική
Ενότητα Κερατέας Δήμου Λαυρεωτικής, συνολικής επιφάνειας (του διαμερίσματος)
125.30 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 340/1000 εξ,
αδιαιρέτου, όπως περαιτέρω το ακίνητο αυτό αναλυτικός περιγράφεται στην
προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση και φέρει προσωρινό ΚΑΕΚ: .. Το ακίνητο αυτό
περιήλθε στην ψιλή κυριότητα του ανακόπτοντος σε
ποσοστό 100% δυνάμει του με αριθμό ./1997 συμβολαίου αγοραπωλησίας του
συμβολαιογράφου Κερατέας, ., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου Κερατέας την 21η-01-1998 σε στον τόμο 399 και με αύξοντα
αριθμό 293. Η αξία της ψιλής κυριότητας του ακινήτου αυτού εκτιμήθηκε, σύμφωνα
με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση, στο ποσό των 82.000 ευρώ και ακολούθως
ορίστηκε τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 82.000 ευρώ, ενώ επιπλέον ορίστηκε
ημερομηνία διεξαγωγής ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 28η Μαρτίου 2025, ημέρα
Παρασκευή και ώρα 10.00 π.μ. έως 12.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας ενώπιον της
πιστοποιημένης προς το σκοπό αυτό, μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων
πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθήνας, ., με έδρα στην Αθήνα επί της Λεωφ. Κηφισίας αρ. .. Ως εκ τούτου, κρίνεται, από τις διατάξεις των άρθρων
116 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ, ερμηνευομένων
και με βάση τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος),
ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας είναι
άκυρη ως καταχρηστική, ήτοι ως αντιβαίνουσα στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, στους
κανόνες ηθικής συμπεριφοράς που επικρατούν στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής
έννομης τάξης, αλλά και την αντικειμενική καλή πίστη, δηλαδή την ευθύτητα και
την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές. Τούτο δε, διότι βάσει της
επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, η θυσία που απαιτείται από την πλευρά
του ανακόπτοντος-οφειλέτη, ήτοι η απώλεια
περιουσιακού αντικειμένου, του οποίου η ψιλή κυριότητα (του ανακόπτοντος)
εκτιμάται κατ’ ελάχιστο σε ποσό ύψους 82.000 ευρώ, όπως η αξία αυτής
προσδιορίσθηκε από την πλευρά της καθ’ ης για τις ανάγκες της επισπευδόμενης
για χάρη της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος,
είναι δυσανάλογα μεγάλη, για την ικανοποίηση απαίτησής της, ποσού ύψους
15.185,67 ευρώ, η οποία συγκριτικά με αυτή, τυγχάνει δυσανάλογα μικρή,
λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το κεφάλαιο της απαίτησης ανέρχεται σε ποσό
ύψους μόλις 6.689,55 ευρώ (ενώ το υπολειπόμενο ποσό αφορά σε εξωλογιστικούς τόκους, επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη και
λοιπά έξοδα) και συνεπώς καθίσταται μη ανεκτή, σύμφωνα με την αρχή της
αναλογικότητας, η οποία διέπει τόσο το ουσιαστικό όσο και το δικονομικό δίκαιο,
στην ισχύουσα εθνική (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) και υπερεθνική έννομη τάξη
(άρθρο 5 παρ. 4 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), δεδομένου ότι εν προκειμένω
υφίσταται δυσαναλογία μέσου και σκοπού. Καθίσταται δε, πρόδηλο ότι οι
συνέπειες, σε περίπτωση ευδοκίμησης του πλειστηριασμού, στο πρόσωπο του ανακόπτοντος από την απώλεια της ψιλής κυριότητας του
περιουσιακού αυτού αντικειμένου-ακινήτου του, το οποίο μάλιστα αποτελεί κύρια
κατοικία του και οικογενειακή στέγη του ίδιου και της υπερήλικης, επικαρπώτριας μητέρας του, είναι ιδιαίτερα επαχθείς,
συγκρινόμενες με τις συνέπειες από τη ματαίωση της ικανοποίησης του δικαιώματος
είσπραξης της καθ’ ης. Επιπροσθέτως, η είσπραξη της απαίτηση της καθ' ης εν
τοις πράγμασι δεν ματαιώνεται, εφόσον παραμένει σε
ισχύ η από 05.09.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του υπ’ αριθμόν ./2023
αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμόν ./2023 διαταγής
πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Λαυρίου και είναι εφικτή η αποπληρωμή
του επιτασσόμενου ποσού εκ μέρους του οφειλέτη μέσω διακανονισμού με την καθ’
ης και καταβολής δόσεων εκ μέρους του εντός μικρού χρονικού διάστηματος
(την οποία αιτήθηκε και ο ίδιος ο ανακόπτων στην από
06-03-2025 ασκηθείσα εκ μέρους του αίτηση αναστολής διαδικασίας
πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ). Εξ’ άλλου, ο ανακόπτων έχει ήδη προβεί σε διακανονισμό έτερης οφειλής του προς την καθ’ ης, καταβάλλοντας, κατά τα
συμφωνηθέντα στο υπ’ αρ. πρωτ.
./01-10-2024 συμφωνίας, ποσό ύψους 2.670 ευρώ σε δύο δόσεις (βλ.
προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως αποδείξεις καταβολών). Κατά συνέπεια,
αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και το
απόσπασμα αυτής τυγχάνουν καταχρηστικώς εκδοθέντα ως
αντιβαίνοντα στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όπως εξειδικεύθηκε κατά τα ανωτέρω
εκτιθέμενα, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας και πρέπει να ακυρωθούν,
γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικώς προβληθέντος
λόγου ανακοπής εκ μέρους του ανακόπτοντος. Κατόπιν
τούτων, ο τρίτος λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά
βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της
ανακοπής καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 216, 218, 583, 585
και 933 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι, όταν υπάρχουν
περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, που όλοι μαζί ή καθένας χωριστά
αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ακύρωση της πράξης εκτέλεσης, τότε
αν το δικαστήριο κάνει δεκτό έναν εξ αυτών και ικανοποιώντας το αίτημα της
ανακοπής, ακυρώσει την πράξη, δεν πρέπει να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών
λόγων, καθώς μετά την ακύρωσή της θεωρείται ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως το
έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος (ΕφΔυτΜακ
3/2019 ΤΝΠ Νόμος).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω,
πρέπει να γίνει δεκτή η σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς
των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και να θεωρηθεί εμπροθέσμως ασκηθείσα η υπό κρίση ανακοπή. Πρέπει δε αυτή (η ανακοπή)
να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγο) αοριστίας, κατά το μέρος που στρέφεται κατά
της από 05.09.2023 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του υπ' αριθμόν ./2023
αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμόν ./2023 διαταγής
πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Λαυρίου. Τουναντίον, η υπό κρίση
ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμό ./31-07-2024 έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας για το ποσό των 15.185,67 ευρώ του
Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . και
του με αριθμό ./2024 αποσπάσματος της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού
Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . πρέπει να γίνει
δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, κατόπιν παραδοχής του τρίτου λόγου της, και
εντεύθεν να ακυρωθούν η με αριθμό ./31-07-2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας για το ποσό των 15.185,67 ευρώ του Δικαστικού Επιμελητή του
Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε
σε βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστική κατάσχεση στην
κείμενη στην Κερατέα Αττικής ακίνητη περιουσία του και ειδικότερα στην ψιλή
κυριότητα, του κατά ποσοστό 100% επί διαμερίσματος με προσωρινό ΚΑΕΚ ., για την
οποία επισπεύδεται πλειστηριασμός και το με αριθμό ./2024 απόσπασμα της ως άνω
κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το
Πρωτοδικείο Αθηνών, .. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η καθ' ης η ανακοπή, λόγω
της μερικής ήττας της, σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ανακόπτοντος (176. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ),
κατόπιν σχετικού αιτήματος του, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την
ανακοπή και την σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς των
πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση
επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και θεωρεί εμπροθέσμως ασκηθείσα την ανακοπή.
Απορρίπτει την ανακοπή κατά
το μέρος που στρέφεται κατά της από 05.09.2023 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του
υπ' αριθμόν 292/2023 αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμόν
257/2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Λαυρίου.
Δέχεται την ανακοπή κατά το
μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμό ./31-07-2024 έκθεση αναγκαστικής
κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας για το ποσό των 15.185,67 ευρώ του Δικαστικού
Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . και του με αριθμό
./2024 αποσπάσματος της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή
του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ..
Ακυρώνει τη με αριθμό
./31-07-2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας για το ποσό των
15.185,67 ευρώ του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το
Πρωτοδικείο Αθηνών, ., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστική κατάσχεση στην κείμενη στην
Κερατέα Αττικής ακίνητη περιουσία του και ειδικότερα στην ψιλή κυριότητά του
κατά ποσοστό 100% επί διαμερίσματος με προσωρινό ΚΑΕΚ ., για την οποία
επισπεύδεται πλειστηριασμός και το με αριθμό ./2024 απόσπασμα της ως άνω
κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το
Πρωτοδικείο Αθηνών, ..
Καταδικάζει την καθ' ης η
ανακοπή σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ανακόπτοντος,
την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε στο Κορωπί, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του
Δικαστηρίου αυτού, στις 24-03-2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΞΗΡΟΚΩΣΤΑ ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ