ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 1696/2025

 

Ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής (632, 933 ΚΠολΔικ) - Απαίτηση από καταναλωτικό δάνειο - Παράνομη κεφαλαιοποίηση τόκων - Βάρος της απόδειξης -.

 

Παραβίαση του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, οι τόκοι που οφείλονται σε πιστωτικά ιδρύματα ανατοκίζονται και κεφαλαιοποιούνται τουλάχιστον ανά εξάμηνο, ενώ κεφαλαιοποίηση σε μικρότερα διαστήματα αντίκειται στο νόμο και θεωρείται παράνομη. Βάρος της απόδειξης – η προβολή  λόγου ανακοπής ως προς το εκκαθαρισμένο της απαίτησης έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ' ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, της ύπαρξης και του ποσού της απαιτήσεως του. Δεκτή η ανακοπή.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Χρήστου – Γεωργίου Πατρινού)

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 1696/2025

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Πρωτόδικη Ειδικής Επετηρίδας Αγγελική- Λουκία Δαμαλά, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Αικατερίνη Μαλινδρέτου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Φεβρουάριου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Του ανακόπτοντος: … που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Γεωργίου Πατρινού με AM ΔΣΑ 34824.

 

Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν. 4354/2015 με την επωνυμία«…….ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ»……………..ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ] και το διακριτικό τίτλο «………Ε.Δ.Α.Δ.Π», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την προηγούμενη επωνυμία « …ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «……… Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων)που εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την Τράπεζα της Ελλάδος δυνάμει της υπ’ αριθ. 326/2/17-09-2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ υπ’ αριθ. 3533/20-09-2019), ενεργούσας εν προκειμένω υπό την ιδιότητα της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία …» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, όροφος με αριθμό μητρώου……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται νόμιμα κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία » που εδρεύει στην Αθήνα Αττικής επί της οδού … δυνάμει μεταβίβασης από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Κωνσταντίνου Αλεξίου με AM ΔΣΑ 41493 και

2) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας ….. με αριθ. Μητρώου…… η οποία εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ] και το διακριτικό τίτλο …Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, που δεν παραστάθηκε στη δίκη.

 

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 03-04-2023 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών με …/2023 η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2023 και κατόπιν αναβολών στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές και στα πρακτικά της δίκης.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί 1) να ακυρωθούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτήν α) η υπ’ αριθ. 3829/2023 Διαταγή Πληρωμής του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών και β) η από 24-02-2023 επιταγή προς εκτέλεση που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 3829/2023 Διαταγής Πληρωμής του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση ανακοπή εισάγεται ενώπιον του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου [άρθρο 584, 632, 933 ΚΠολΔ ισχύει μετά την αντικατάσταση του από τη διάταξη του άρθρου όγδοου παρ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015], παραδεκτώς για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 937 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 614 επ. του ιδίου Κώδικα, όπως το άρθρο 937 ΚΠολΔ ισχύει μετά την αντικατάσταση του από τη διάταξη του άρθρου όγδοου παρ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015]. Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632, 933 ΚΠολΔ, έχει δε ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, δεδομένου ότιη ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 21-03-2023 όπως προκύπτει από την …/21-03-2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή … και η ανακοπή του ανακόπτοντος κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών την 03-04-2023 και επιδόθηκε στις καθ’ ων την 07- 04-2023, όπως προκύπτει από την …/07-04-2023 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας ... Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση ανακοπή, να γίνει δεκτή ως προς το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 299/2003]. Πρέπει δε αυτό (εκκαθαρισμένο) να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, επιτρεπόμενης της συμπλήρωσης και από τα έγγραφα με βάση τα οποία εκδόθηκε η τελευταία και βρίσκονται στο σχετικό φάκελο.

 

Οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση από προσκόμιση εγγράφων εκτός φακέλου, ήτοι εγγράφων, που δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον αιτούντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται (βλ επί του άρθ 916 Μπρίνια οπ σελ 210, Ράμμου - Glasson τόμος Ε παρ 1008α σελ 72, Φραγκίστα Μητσόπουλου ΝοΒ 20/441 επ, Οικονομόπουλου Δίκη 3/413, ΜονΠρθες 9992/2016 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην ουσία το εκκαθαρισμένο αναφέρεται στην απαιτούμενη «έγγραφη απόδειξη της απαίτησης» και θεμελιώνεται, όταν κατά την εκδίκαση της ανακοπής με βάση τα έγγραφα, που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, κρίνεται από το δικαστήριο, ότι δεν αποδεικνύεται η ακριβής ποσότητα της απαίτησης, αλλά υπάρχει αμφιβολία για το ύψος αυτής και υπάρχει μόνο, όταν, πρόσθετα, διαπιστώνεται ότι ο ανακόπτων εμποδίζεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου να προβάλλει με πληρότητα λόγους μείωσης της απαίτησης για μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, όταν με τον λόγο της ανακοπής αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ύψος της απαιτήσεως, ο λόγος αυτός έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ' ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, της ύπαρξης και του ποσού της απαιτήσεως του (ΑΠ 1861/2011 ΤΝΠ Νόμος). Είναι δε επιτρεπτή η συμφωνία με την οποία η οφειλή του πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω συμφωνία προσδίδεται άνευ ετέρου σε ιδιωτικά έγγραφα πλήρης αποδεικτική ισχύς την οποία διαφορετικά θα είχαν μόνο υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448 ΚΠολΔ ελλείψει των οποίων θα περιέπιπταν σε απλά δικαστικά τεκμήρια (339 ΚΠολΔ), πλην όμως δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, καθώς ο δανειολήπτης διατηρεί το δικαίωμα ανταπόδειξης, ακόμα και αν συμφωνηθεί το αντίθετο (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος). Η δε ανταπόδειξη αντιδιαστέλλεται εννοιολογικά από την κύρια απόδειξη, δηλαδή από την αποδεικτική διαδικασία που διεξάγει ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ σελ1568) και συνίσταται κατά περιεχόμενο στη δικονομική δυνατότητα του αντιδίκου να καταρρίψει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιούνται από τον φέροντα το βάρος της κύριας απόδειξης διάδικο, καταδεικνύοντας την αναξιοπιστία τούτων, είτε κάθ’ αυτά είτε με την επίκληση και προσκόμιση ίδιων αποδεικτικών μέσων (βλ Νικολόπουλο/ Δίκαιο Αποδείξεως/ Β' έκδοση/ σελ 151), χωρίς να χρειάζεται να πείσει το δικαστήριο για την ανακρίβεια των αποδεικτέων ισχυρισμών, παρά μόνο να δημιουργήσει αμφιβολία ως προς την αλήθεια τους, οπότε και θα απορριφθεί η εκκρεμής αίτηση ως αβάσιμη, αφού τον κίνδυνο αμφιβολίας ως προς τη συνδρομή των γεγονότων στα οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια φέρει ο έχων το κύριο βάρος απόδειξης και όχι ο αντίδικος του που διεξάγει την ανταπόδειξη. Επομένως, το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα αντιδιαστέλλεται και ως προς την απόδειξη του αντιθέτου που καθιερώνει το άρθρο 338 παρ.2 ΚΠολΔ ως προς τα νόμιμα τεκμήρια, οπότε και ο αντίδικος του αιτούντος φέρει το βάρος της κύριας απόδειξης του αντιθέτου εκείνου που τεκμαίρει ο νόμος, της δημιουργίας δηλαδή πλήρους δικανικής πεποίθησης και όχι απλώς αμφιβολίας. Εκ των ως άνω προκύπτει ότι δεν υφίσταται βάρος παρά μόνο δικαίωμα ανταπόδειξης (βλ Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ σελ 1568,1569). Τα ως άνω σχετικά με το βάρος απόδειξης και τη δυνατότητα ανταπόδειξης ισχύουν και ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των δικονομικών κανόνων δικαίου, κάθε δε διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης των γεγονότων τα οποία στηρίζουν τα δικονομικά αιτήματά του (βλ Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ σελ 1508,1509.1510). Προκειμένου δε να εκδοθείσα διαταγή πληρωμής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων του άρθρου 623 ΚΠολΔ και των αρνητικών προϋποθέσεων του άρθρου 624 ΚΠολΔ. Αν ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην αμφισβήτηση των ως άνω προϋποθέσεων τότε ο δανειστής έχει υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή τους, διότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την επέλευση της επιδιωκόμενης δια της σχετικής αιτήσεως του έννομης συνέπειας ήτοι της έκδοσης έγκυρης διαταγής πληρωμής (Βλ Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ Ειδικές Διαδικασίες/ σελ244). Στην περίπτωση κατά την οποία κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχε μία εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων η διαταγή πληρωμής θα ακυρωθεί διότι θα έχει αποδειχθεί ότι η αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε ήταν δικονομικά ουσία αβάσιμη (βλ. για την έννοια της δικονομικά αβάσιμης διαδικαστικής πράξης σε Κ. Μπέη/ Πολιτική Δικονομία/ Ερμηνεία των άρθρων/ Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη και γενικές διατάξεις 1-207/ σελ 94). Αν κατά ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος του ο οφειλέτης αμφισβητήσει με λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη (ΕφΠειρ 711/2011, ΕφΠειρ 5/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς, όπως προεκτέθηκε, το βάρος της συνδρομής των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Ο ανακόπτων προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του δεν χρειάζεται να αποδείξει ούτε ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη, ότι δηλαδή το ποσό της δεν είναι ορισμένο, αρκεί μόνο αμφισβητώντας την αρνητική αυτή προϋπόθεση στα πλαίσια της ανταποδεικτικής του ευχέρειας να δημιουργήσει αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τη συνδρομή της και περαιτέρω να μην επιτύχει ο καθ’ ου η ανακοπή να άρει τη σχετική αμφιβολία παρότι φέρει τον κίνδυνό της ως έχων το υποκειμενικό και αντικειμενικό βάρος απόδειξής της. Όσο δε αφορά απαίτηση τράπεζας, η οποία, κατά δικονομική συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται πλήρως από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί βάσει των αποσπασμάτων διαταγή πληρωμής, επικαλεστεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι είναι άκυρος όρος της σύμβασης, δυνάμει της οποίας έχει επιβαρυνθεί η οφειλή του με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους και έξοδα τα οποία έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαίοποιηθεί και επανατοκισθεί, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα, αμφισβητεί όχι μόνο τη συνδρομή της αρνητικής προϋπόθεσης που σχετίζεται με το ορισμένο ποσό της απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά και της θετικής προϋπόθεσης της σχετικής με την έγγραφη απόδειξη του ακριβούς ύψους της. Η αντίθετη άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησής του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο ανακόπτων αμφισβητήσει και κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που αποδείξει το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου είναι αυτός που θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποιου ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτησή του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολο της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της. Επίσης η άποψη κατά την οποία είναι μεν ορισμένος ο λόγος της ανακοπής με τον οποίο αμφισβητείται το εκκαθαρισμένο της απαίτησης πλην όμως αν δεν επικαλείται ο ανακόπτων το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη θα πρέπει να διατάσσεται λογιστική πραγματογνωμοσύνη προς ανεύρεσή του προκειμένου να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της η διαταγή πληρωμής και όχι εν όλω, οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, καθώς η ανάγκη διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει ότι δεν είναι ορισμένο το ποσό της απαίτησης για το οποίο έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και δεν αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η διαπίστωση όμως των ανωτέρω οδηγεί για τους προαναφερόμενους λόγους στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στην έκδοση απόφασης περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ενδεχομένως να ήταν η προσήκουσα αν επιδιωκόταν η επιδίκαση της απαίτησης με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, στη δίκη όμως της ανακοπής όπου κρίνεται, μεταξύ άλλων, αν συνέτρεχαν οι δικονομικές προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης της διαταγής πληρωμής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης των ως άνω προϋποθέσεων και δη με αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν είναι πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής καθώς δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ (ΜονΠρωτΘες 9992/2016 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

 

II. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15.04.1998 (ΦΕΚ Α' 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοί στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ' ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού...». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36. 47, 48. 64-67 του Ν.Δ. 177/13.08.1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών", που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ' ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α' 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (βλ και ΟλΑΠ 8/1998 και 9/1998 ΕλλΔνη 39.72 και ΝοΒ 46.496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοί στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ' ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43.771, ΑΠ 1781/ Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1778/2010 Αρμ. 2011.251, ΜονΠρΑΘ 207/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Παν. Μάζη, γνωμοδότηση σε ΔΕΕ 06.1119 και μελέτη σε ΝοΒ 47.1525).

 

Με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης υπ’ αρίθ. ./2023 διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι η τελευταία εκδόθηκε για κεφάλαιο που δημιουργήθηκε κατόπιν παράνομης κεφαλαιοποίησης τόκων για τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο υπολογισμός της πραγματικής οφειλής του ανακόπτοντος, και ως εκ τούτου η απαίτηση να καθίσταται μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη και να τυγχάνει ακυρωτέα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το απόσπασμα του υπ’ αριθ. … λογαριασμού της πρώτης των καθ’ ων, την αποδεικτική δύναμη του οποίου αμφισβητεί με άλλο λόγο της ανακοπής, προκύπτει ότι η απαίτηση της δεύτερης καθ’ης σε βάρος του, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής περιλαμβάνει κατά το στάδιο λειτουργίας της συμβάσεως, κεφαλαιοποιηθέντες τόκους μηνιαίως, κάτι που αφενός δεν προ βλέπεται από τη σύμβαση και αφετέρου αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 ν. 2601/1998, βάσει του οποίου οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ' ελάχιστο όριο. Ότι εν η δεύτερη καθ'ης χρέωσε παράνομα σε βάρος του κεφαλαιοποιούμενους τόκους ατάκτως και σε χρονικά διαστήματα μικρότερα του εξαμήνου, ώστε μετά την εκταμίευση του δανείου την 22-04-2013 προέκυψαν οι κεφαλαιοποιήσεις τόκων που αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής, με αποτέλεσμα ο ανακόπτων να χρεωθεί συνολικό ποσό τεσσάρων πεντακοσίων δέκα εννέα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (4.519,35 €) παρανόμως κεφαλαιοποιηθέντων τόκων. Ο λόγος αυτός τυγχάνει παραδεκτός και νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στις ανωτέρω μείζονες σκέψεις διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 20-01- 2023 αίτησης της καθ'ης η ανακοπή, εκδόθηκε η υπ'αριθ. ./2023 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ’ης το ποσό των έντεκα χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ καί εξήντα τριών λεπτών (11.092,63 €] πλέον τόκων καί εξόδων, για απαίτηση από την υπ' αριθ. …/19-04-2013 σύμβαση καταναλωτικού δανείου στην οποία ο ανακόπτων είχε συμβληθεί ως οφειλέτης με πιστώτρια την  «…» ποσού 23.022,00 ευρώ, κατόπιν δε δυνάμει της με από 29-07-2015 πρόσθετης πράξης ρύθμισης με την …… τροποποιήθηκε ο τρόπος αποπληρωμής του εν λόγω δανείου όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής, εν συνεχεία δε αυτή η απαίτηση στη δεύτερη καθ’ ης, για την οποία η πρώτη ενεργεί ως μη δικαιούχος και υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων της. Περαιτέρω, από την κίνηση του υπ’ αριθ. … λογαριασμού που προσκόμισε η πρώτη καθ’ης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, προέκυψε ότι η τελευταία είχε χρεώσει σε βάρος του ανακοπτοντος τόκους επί τόκων κεφαλαιοποιημένους ατάκτως και σε χρονικά διαστήματα μικρότερα του εξαμήνου(βλ σχετ. 7 προτάσεων ανακόπτοντος). Ειδικότερα προέκυψε ότι την 22-05-2013 χρεώθηκε ποσό 220,45 ευρώ, την 21-06-2013 ποσό 227,80 ευρώ, την 22-07-2013 ποσό 220,45 ευρώ, την 22-08-2013 ποσό 227,80 ευρώ, την 22-09-2013 ποσό 227,80 ευρώ, την 22-10- 2013 ποσό 227,80 ευρώ, την 22-11-2013 ποσό 227,79 ευρώ, την 23-12-2013 ποσό 220,45 ευρώ, την 22-01-20214 ποσό 227,80 ευρώ, την 22-02-2014 ποσό 227,80 ευρώ, την 24-03-2014 ποσό 205,75 ευρώ, την 22-04-2014 ποσό 227,80 ευρώ, την 22-08-2015 ποσό 189,45 ευρώ, την 22-09-2015 ποσό 191,22 ευρώ, την 22-10-2015 ποσό 193,03 ευρώ, την 23-11-2015 ποσό 194,91 ευρώ, την 22-12- 2015 ποσό 196,63 ευρώ, την 22-01-2016 ποσό 198,78 ευρώ, την 22-06-2020 ποσό 79,43 ευρώ, την 22-07-2020 ποσό 75,76 ευρώ, την 24-08-2020 ποσό 77,13 ευρώ, την 22-09-2020 ποσό 2,45 ευρώ, την 22-09-2020 ποσό 73,52 ευρώ, την 22-10-2020 ποσό 72,40 ευρώ, την 23-11-2020 ποσό 73,64 ευρώ, την 22-12-2020 ποσό 70,13 ευρώ, την 22-01-2021 ποσό 71,28 ευρώ, την 22-02-2021 ποσό 70,10 ευρώ και συνολικά για κεφαλαιοποιημένους τόκους το ποσό των 4.519,35 ευρώ. Το ως άνω ποσό αφορά τόκους επί τόκων χρεωθέντες στο αρχικώς οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο κεφαλαιοποιήθηκε σταδιακά και ξανατοκίσθηκε ατάκτως, επί του οποίου κεφαλαίου εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο υπολογισμός της πραγματικής οφειλής του ανακόπτοντος. Επομένως, η απαίτηση που ενσαρκώνει η ανακοπτόμενη υπ' αριθ. ./2023 Διαταγή Πληρωμής είναι μη βέβαιη και εκκαθαρισμένη και ως εκ τούτου τυγχάνει ακυρωτέα καθώς για την έκδοση της δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 117,118, 624-626 ΚΠολΔ και εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων που διαλαμβάνονται στις παραπάνω μείζονες σκέψεις. Επομένως, το ποσό για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση διαταγή πληρωμής δεν είναι ορισμένο κατά παράβαση του άρθρου 624 ΚΠολΔ και δεν μπορεί να αποτελέσει η ανακοπτόμενη διαταγή τίτλο εκτελεστό (916 ΚΠολΔ) καθώς η απαίτηση τυγχάνει ανεκκαθάριστη. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής λόγω ανεκκαθάριστου της ενσαρκούμενης απαίτησης, παρελκούσης της διερεύνησης της βασιμότητας των λοιπών λόγων της αφού ικανοποιήθηκε ήδη το αίτημα αυτής για ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής (ΕφΑΘ 5824/2001 ΕλλΔνη 43.189). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή ως ουσιαστικά βάσιμη, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπ’ αριθ. ./2023 και η κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, από 24-02-2023 επιταγή προς πληρωμή, καθώς και να επιβληθεί σε βάρος των καθ ων λόγω της ήττας τους στη δίκη (άρθρο 176 ΚΠολΔ) η δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης καθ’ ης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αρίθ. ./2023 Διαταγή πληρωμής του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών μετά της από 24-02-2023 επιταγής προς πληρωμή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις καθ’ ων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400,00 €].

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριό του, και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την… Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ