ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 270/2025

 

Φύση απόφασης ΓΣ ΑΕ - Άκυρες και Ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ ΑΕ υπό το προϊσχύσαν δίκαιο - Λόγοι αναίρεσης άρθρου 559 αρ. 1 και 19  ΚΠολΔ -.

 

Δεν υπάρχει ακυρότητα απόφασης ΓΣ με την οποία εγκρίνεται η αγορά ακινήτου, εάν δεν προσδιορίζεται σε αυτήν ο χρόνος της εκπλήρωσης της παροχής, διότι υπήρχαν υπόψιν της ΓΣ όλα τα απαραίτητα για το κύρος της εγκρινόμενης σύμβασης στοιχεία. Απόφαση ΓΣ για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και συνυπολογίζεται στο ενεργητικό της ΑΕ ακίνητο του οποίου την κυριότητα δεν είχε αποκτήσει η ΑΕ, καθώς επίσης και η υπεραξία του, δεν είναι ανυπόστατη, αφού δεν αφορά ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση της ΓΣ, αλλά θα μπορούσε να είναι άκυρη και συνεπώς η προβολή της περιορίζεται στη νόμιμη διετή αποσβεστική προθεσμία.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Δανάης Αντωνοπούλου)

 

 

Αριθμός 270/2025

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη - Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία «.. LΙMΙTED» που εδρεύει στο Λονδίνο Μεγάλης Βρετανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Κουτσούλη και κατέθεσε προτάσεις.

 

Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ . Α.Ε.», που εδρεύει στην Καλαμάτα Μεσσηνίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δανάη Αντωνοπούλου που ανακάλεσε την από 9/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 24/6/1999 και 26/9/2000 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 107/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3/2013 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 11/1/2016 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 823/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου που ανέβαλλε την συζήτηση της κρινόμενης αίτησης για τους λόγους που αναφέρονται στο σκεπτικό αυτής. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση η αναιρεσείουσα με την από 13/7/2021 κλήση της.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την από 13-7-2021 κλήση της αναιρεσείουσας εταιρίας με την επωνυμία «.. LIMITED» νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου η από 11-1-2016 αίτηση αυτής για την αναίρεση της υπ'αριθ. 3/2013 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας, μετά την έκδοση της υπ'αριθ. 823/2018 μη οριστικής αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της ως άνω αιτήσεως, εωσότου εκδοθεί απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου για το ζήτημα του αν από την ισχύ του άρθρου 1 άρθρου τρίτου του ν.4335/2015 για τα μετά την 1-1-2016 ασκούμενα ένδικα μέσα, καταλαμβάνονται και οι αποφάσεις που είχαν μεν δημοσιευθεί πλην όμως δεν είχαν επιδοθεί πριν την ως άνω ημερομηνία. Εκδόθηκε η υπ'αριθ. 10/2018 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ η οποία έκρινε ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016 χωρίς όμως να έχουν επιδοθεί, η προθεσμία του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ εξακολουθεί να είναι τριετής. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης κατά της υπ'αριθ. 3/2013 τελεσίδικης απόφασης, (δημοσιεύθηκε στις 10-1-2013 χωρίς να έχει επιδοθεί), που ασκήθηκε με κατάθεση στη Γραμματεία του Εφετείου Καλαμάτας στις 11-1-2016, είναι εμπρόθεσμη (άρθ. 564 παρ.3 ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την ως άνω τροποποίησή του) για δε το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (άρθ. 495 παρ.Β δ, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

 

Ι.Η απόφαση της γενικής συνέλευσης ως οργάνου της ανώνυμης εταιρείας, από τον νόμο ιεραρχικά χαρακτηριζόμενου ως ανώτατου (άρθ. 33 και 34 παρ. 1 περ. β του ν.2190/1920), αποτελεί την έκφραση της βούλησης αυτού του οργάνου και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας. Ορίζεται δε ότι απόφαση της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας είναι η δικαιοπραξία σωματειακού δικαίου, με την οποία η Γενική Συνέλευση ως εταιρικό όργανο, μέσω της συμμετοχής και ψήφου των μετόχων, δημιουργεί την βούλησή της για τη ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων και την εκφράζει εντός της εταιρείας. Κατά το άρθρο 35α ν. 2190/1920, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν.3604/2007, ενόψει του χρόνου που έλαβαν χώρα, κατά τα εκτιθέμενα κατωτέρω, οι κρίσιμες Γενικές Συνελεύσεις της αναιρεσίβλητης (άρθ. 79 παρ. 7 ν. 3604/2007), "1. Αι αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως είναι άκυροι και όταν: α) Ελήφθησαν κατά παράβασιν των περί συγκροτήσεως των Γενικών Συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή β) διά του περιεχομένου των θίγουν διατάξεις του Καταστατικού τεθειμένας αποκλειστικώς ή κυρίως προς προστασίαν των δανειστών της Εταιρίας. 2. Ακυρότης των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως δι' οιονδήποτε λόγον δεν δύναται να αντιταχθή μετά πάροδον διετίας από της υποβολής εις το Υπουργείον Εμπορίου του αντιγράφου των πρακτικών της Γενικής Συνελεύσεως καθ' ην ελήφθη η απόφασις". Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως ανωνύμου εταιρίας είναι άκυρες, ως αποφάσεις του εταιρικού αυτού οργάνου, όχι μόνο όταν λήφθηκαν κατά παράβαση των περί συγκροτήσεως των γενικών συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή όταν με το περιεχόμενό τους θίγουν διατάξεις του καταστατικού που έχουν τεθεί αποκλειστικά ή κυρίως προς προστασία των δανειστών της εταιρίας, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση αντίθεσης αυτών προς απαγορευτική διάταξη του άνω νόμου ή προς αντίστοιχη απαγορευτική διάταξη άλλου νόμου, ήτοι σε κάθε περίπτωση αντιθέσεως αυτών προς ουσιώδεις διατάξεις του ως άνω νόμου ή του καταστατικού, οι οποίες έχουν απαγορευτικό ή επιτακτικό χαρακτήρα ή προς απαγορευτικές διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 410/2016). Η ακυρότητα αυτή επέρχεται αυτοδικαίως και καθένας που έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή και να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας. Εξάλλου, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, μετά την πάροδο προθεσμίας δύο ετών από την υποβολή του πρακτικού, επέρχεται ίαση της ακυρότητας, εφ' όσον αυτή δεν είχε προβληθεί, γιατί πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία (ΑΠ 1310/2018, ΑΠ 1624/2008). Η έννοια του ανυπόστατου μια απόφασης της γενικής συνέλευσης δεν υπήρχε στο νόμο πριν την αντικατάσταση του άρθ. 35 γ του ν.2190/1920 με το άρθ. 44 ν.3604/2007 (ΦΕΚ Α 189/8.8.2007). Στο τελευταίο ορίζεται πλέον ότι «1. Οι διατάξεις των άρθρων 35α και 35β δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις. 2. Μια απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα". Όμως και με το παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς γινόταν δεκτό ότι πέραν των σκύρων και ακυρώσιμων αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, που προβλέπονταν στο νόμο (άρθ. 35α -35γ ν.2190/1920) υπήρχαν και οι ανυπόστατες αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων. Σύμφωνα με την προϊσχύσασα ρύθμιση, αν το ελάττωμα της απόφασης αναφέρεται στον τύπο ή το περιεχόμενό της την καθιστά άκυρη (άρθ. 35α), ενώ συγκεκριμένες αποφάσεις είναι απλά ακυρώσιμες (άρθ. 35β'-35γ). Και οι μεν άκυρες δύνανται να ιαθούν εφόσον η ακυρότητα τους δεν προβληθεί μέσα σε μία διετία από την υποβολή στο υπουργείο εμπορίου των αντιγράφων των πρακτικών της γενικής συνελεύσεως κατά την οποία ελήφθη η απόφαση, ενώ η προς ακύρωση αγωγή πρέπει να εγερθεί εντός εξαμήνου, που έχει την ίδια ως άνω αφετηρία. Η νομική συνεπώς θεώρηση των ως άνω ρυθμίσεων των άρθρων 35α-35γ στηρίζεται στην σχέση μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης και της ισχυροποίησής τους. Αντίθετα οι ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης υπάρχουν μόνο κατά το φαινόμενο και όχι στην πραγματικότητα. Προϋποθέσεις του υποστατού της απόφασης της γενικής συνέλευσης είναι: α. Να έχει υπάρξει γενική συνέλευση των μετόχων με την έννοια να έχει λάβει χώρα πραγματική συνάθροιση των μετοχών, β. να συμμετέχουν σε αυτήν μέτοχοι με την έννοια ότι σε όλους τους μετόχους να παρέχεται, σύμφωνα με το νόμο, η δυνατότητα συμμετοχής σ' αυτή, γ. το υποστατό της απόφασης προϋποθέτει περαιτέρω αυτή, ως βούληση του εταιρικού οργάνου να έχει προέλθει από πραγματική άσκηση του δικαιώματος ψήφου των μετοχών, ανεξάρτητα αν είναι θετική ή αρνητική, δ. η συνάθροιση των μετοχών σε συνέλευση σκοπό έχει την ρύθμιση εταιρικών υποθέσεων στα πλαίσια της αρμοδιότητος που ο νόμος και η εσωτερική τάξη της εταιρείας παρέχει στο εταιρικό αυτό όργανο και συνεπώς απαιτείται οι μέτοχοι να έχουν συνείδηση ότι συγκεντρωμένοι απαρτίζουν το εταιρικό όργανο με τον ως άνω σκοπό. Συνεπώς η ανυπόστατη απόφαση δεν είναι δικαιοπραξία. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ανυπόστατη απόφαση δεν είναι αυτή που παραβιάζει κανόνες αναγκαστικού δικαίου, διότι όλες οι άκυρες αποφάσεις παραβιάζουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, τους οποίους, αν δεν παραβίαζαν, δεν θα ήταν άκυρες, ούτε θα ήταν άκυρες οι παραβιάζουσες κανόνας ενδοτικού δικαίου αποφάσεις, όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί σε αντίθεση με την πρώτη περίπτωση. Επομένως, η οριοθέτηση των εννοιών είναι σαφής όπως και των εννόμων συνεπειών τους.

 

Με τη διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο του ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ' αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 4/2018, ΟλΑΠ 6/2017, ΟλΑΠ 7/2006). Ο ουσιαστικού δικαίου κανόνας που παραβιάστηκε μπορεί να είναι οποιοσδήποτε κανόνας της έννομης τάξης, άσχετα από την ιεραρχική του θέση. Έτσι, μπορεί να εμπεριέχεται στο Σύνταγμα, στις κυρωμένες διεθνείς συμβάσεις (28 παρ. 1 Συντ), όπως είναι η ΕΣΔΑ και τα πρώτοκολλά της (ΟλΑΠ 7,8/2006), καθώς και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν.2462/1997 ΟλΑΠ 21/2001). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 483/2023, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρονται: α) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε εκ πλαγίου (ΑΠ ΑΠ 651/2010, ΑΠ 1022/2017, ΑΠ 357/2018), β) ο ισχυρισμός ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών και η σύνδεσή του με το διατακτικό, αν δεν είναι αυτονόητη, γ) Τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 702/2007), δ) οι κρίσιμες πραγματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, πλήρως και όχι αποσπασματικά και επιλεκτικά, ε) εξειδίκευση του σφάλματος, ήτοι: αα) Αν υποστηρίζεται παντελής έλλειψη αιτιολογιών, το ελάττωμα αυτό ΑΠ 1282/2010, ΑΠ 267/2011) ββ) Αν προβάλλεται ανεπάρκεια αιτιολογιών, ποια αναγκαία στοιχεία λείπουν για την πληρότητά τους, ποια δηλ. επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρει η απόφαση, γγ) Αν προβάλλεται αντίφαση αιτιολογιών, ποιες είναι αυτές, γιατί αντιφάσκουν και σε ποιά μέρη της απόφασης εντοπίζονται δδ) Αν προβάλλεται ασάφεια ή αντίφαση, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό, από ποιες ακριβώς πραγματικές παραδοχές προκύπτει και σε τι συνίσταται (ΑΠ 1362/2010).

 

Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 35α παρ.2 ν.2190/1920 με την εφαρμογή τους, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, καθώς και τις διατάξεις των άρθ. 10 ν.1249/1983, 21 ν.2065/1992 σε συν. με άρθ. 174 ΑΚ και 35α παρ.1 ν.2190/1920, 13α παρ.2 και 43 παρ. 1,5,9 ν.2190/1920 με τη μη εφαρμογή τους, ενώ ήταν εφαρμοστέες, δεχόμενο εσφαλμένα ότι η επικαλούμενη από την ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ακυρότητα των από 25-8-982 και 30-6-1989 αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της αναιρεσίβλητης, για τους λόγους ότι συμπεριέλαβαν και συνυπολόγισαν στο ενεργητικό της ακίνητα, επί των οποίων δεν είχε αποκτήσει κυριότητα και για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της υπολόγισαν την υπεραξία τους σε ποσοστά απαγορευόμενα από το νόμο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την ένδικη αγωγή, διότι από την καταχώριση των πρακτικών των ως άνω αποφάσεων στο μητρώο ΑΕ έως την άσκηση της αγωγής, παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της διετίας, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι οι ως άνω αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης λόγω της αντιθέσεως τους προς τους ανωτέρω κανόνες δημόσιας τάξεως που δεν εφαρμόστηκαν, παραμένουν άκυρες και μετά την πάροδο της διετίας, η οποία δεν επιφέρει την ίασή τους.

 

Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι αυτή διέλαβε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: «Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την αρχική επωνυμία "ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΔΕΛΦΟΙ . ΑΕ", που μετονομάσθηκε σε "ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ . ΑΕ", έχει έδρα της το Ασπρόχωμα Καλαμάτας και αντικείμενο την επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία τσιγάρων. Το κεφάλαιο της εταιρείας αυτής ανερχόταν κατά το έτος 1973 σε 25.600.000 δραχμές. Με την από 15-7-1973 απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ'αριθ. ./9-4-1974 ΦΕΚ (τεύχος Α.Ε. Και ΕΠΕ) αυξήθηκε το κεφάλαιο της κατά 2.000.000 δραχμές και διαμορφώθηκε σε 27.600.000 δραχμές. Με τις διαδοχικές αυξήσεις που ακολούθησαν, το κεφάλαιο της ανήλθε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής σε 3.312.000.000 δραχμές, διαιρεμένο σε 2.760.000 μετοχές, αξίας 1.200 δραχμών εκάστη, στο οποίο συμμετείχε και η ενάγουσα με 1.000 μετοχές. Στις 27-7-1975 συνήλθε η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εν λόγω εταιρίας κατά την οποία παραστάθηκαν οι μέτοχοι ..., οι οποίοι κατείχαν το 68,75% του μετοχικού της κεφαλαίου, ήτοι 85.330, 5.330 και 85.340 μετοχές ο καθένας αντίστοιχα και συνολικά κατείχαν 176.000 μετοχές από το σύνολο των 256.000 μετοχών που αντιπροσώπευαν κατά το χρόνο εκείνο το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Η γενική αυτή συνέλευση αποφάσισε ομόφωνα να επιτρέψει στην εταιρεία την αγορά από τους παριστάμενους μετόχους δύο συνεχόμενων οικοπέδων, εκτάσεως 620 τ.μ. περίπου, που βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως της Καλαμάτας και ανήκαν κατά κυριότητα στους μετόχους αυτούς (...), κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα έναντι συνολικού τιμήματος 24.000.000 δραχμών, καταβλητέου μέχρι τέλους του Ιουλίου 1975. Παράλληλα η γενική συνέλευση εξήρτησε την παρεχομένη άδειά της από τον όρο να δύναται η εναγομένη όπως, μέχρι τέλους του 1980, να προβαίνει "μονομερώς και κατά την ανέλεγκτον κρίση της εις ανατροπήν και ακύρωσιν της συμβάσεως", υποχρεωμένων των πωλητών στην επιστροφή του τιμήματος εντός τριμήνου, ατόκως. Κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως οι τρεις ως άνω μέτοχοι ήταν και μέλη του διοικητικού της συμβουλίου κατέχοντας τις θέσεις του Προέδρου, Εντεταλμένου Συμβούλου και Αντιπροέδρου αντίστοιχα. Τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήταν ο …. Το τίμημα της πώλησης καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου στους άνω πωλητές την επομένη ημέρα. Η κατάρτιση της συμβάσεως αυτής πραγματοποιήθηκε τελικά το έτος 1987 με την υπογραφή του υπ'αριθ. ./6-12-1987 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Καλαμάτας ..., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμάτας στον τόμο 246, με αύξοντα αριθμό 523. Η κατά το χρόνο αυτό (6-12-1987) κατάρτιση της συμβάσεως αγοραπωλησίας και η με αυτήν απόκτηση των άνω ακινήτων από την εναγομένη, απέχει χρονικά από την 9-4-1974, ημερομηνία δημοσίευσης της από 15-7-1973 απόφασης της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης, με την οποία πραγματοποιήθηκε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, πλέον των δύο ετών.

 Κατά συνέπειαν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην άνω νομική σκέψη, η εν λόγω σύμβαση αγοραπωλησίας δεν εμπίπτει στο κρίσιμο για την εφαρμογή της απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 10 του ν 2190/1920 χρονικό διάστημα των δύο ετών, το οποίο άρχισε την 9-7-1974 με τη δημοσίευση της απόφασης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης και συμπληρώθηκε την 10-4-1976. Κατ' ακολουθίαν δεν υφίσταται και ακυρότητα για το λόγο αυτό της καταρτισθείσης εκτός του χρόνου αυτού ως άνω συμβάσεως και της με αυτήν μεταβιβάσεως στην εναγομένη των εν λόγω ακινήτων. Το γεγονός δε ότι η από 27-7-1975 απόφαση της γενικής συνέλευσης περί παροχής της άδειας για την αγορά έλαβε χώρα εντός της κρίσιμης διετίας, δεν αλλάζει τα πράγματα, αφού αυτή δεν κατέτεινε στη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, (ούτε με την έννοια του προσυμφώνου, εφόσον μάλιστα δεν τηρήθηκε για την εγκυρότητά του και ο απαιτούμενος συμβολαιογραφικός τύπος), αλλά μόνον στη έγκριση της σύναψης μιας τέτοιας συμβάσεως στο μέλλον. Περαιτέρω, δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση ούτε η διάταξη του άρθρου 23α παρ. 2 του ίδιου νόμου, καθόσον από τα προεκτεθέντα απεδείχθη ότι η εναγομένη αποτελεί "προσωπική- οικογενειακή" εταιρεία, της οποίας οι μέτοχοι και πωλητές ..., κατείχαν συνολικό ποσοστό 68,75%, δηλαδή πλέον των 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου της (176.000 μετοχές σε σύνολο 256.000) και κατείχαν όλες τις αποφασιστικές θέσεις στο διοικητικό της συμβούλιο (Προέδρου, Εντεταλμένου Συμβούλου και Αντιπροέδρου). Επομένως εφόσον η βούληση των προαναφερθέντων μεγαλομετόχων ήταν η σύναψη της ως άνω σύμβασης, βούληση η οποία εκφράσθηκε και στη γενική συνέλευση της 27-7-1975, η οποία επέτρεψε την άνω αγορά, δεν απομένει ποσοστό μειοψηφίας το οποίο θα μπορούσε ν' αντιταχθεί και να ματαιώσει τη σύναψη της συμβάσεως, το οποίο ποσοστό κατά την ίδια ως άνω διάταξη (άρθρο 23α § 2 εδ. Β) ανέρχεται τουλάχιστον στο 1/3 του εις την συνέλευση εκπροσωπουμένου μετοχικού κεφαλαίου. Εξ άλλου, και υπό την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η τελευταία αυτή διάταξη έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση και, συνεπώς, ήταν κατά νόμο απαραίτητη η έγκριση με απόφαση των 2/3 του εκπροσωπουμένου στη γενική συνέλευση κεφαλαίου για τη μεταβίβαση των άνω ακινήτων δεν συντρέχει εν προκειμένω παραβίαση της διάταξης αυτής, αφού την κατάρτιση της επίμαχης συμβάσεως ενέκρινε, κατά τις παραδοχές και της εκκαλούσας με την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 η από 27-7-1975 τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της, η οποία ούτε ακυρώθηκε, ούτε ανακλήθηκε μέχρι τη σύνταξη του συμβολαίου μεταβίβασης. Αμφισβητείται όμως η εγκυρότητα της εγκριτικής αυτής αποφάσεως με την ένδικη πρώτη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα υποστηρίζει ότι αυτή είναι άκυρη, διότι δεν προσδιορίζεται σ' αυτήν ο χρόνος της εκπλήρωσης της παροχής, ο οποίος δεν τέθηκε υπόψιν της γενικής συνέλευσης, με συνέπεια να αφεθεί ο προσδιορισμός του στην ελεύθερη βούληση του διοικητικού της συμβουλίου, τα διευθύνοντα μέλη του οποίου ήταν και οι πωλητές στην επίμαχη σύμβαση. Περί του ισχυρισμού αυτού της ενάγουσας λεκτέα τα εξής: Ο προτεινόμενος λόγος ακυρότητας της από 27-7-1975 αποφάσεως της γενικής συνέλευσης της εναγομένης, προτεινόμενος το πρώτον με την ένδικη αγωγή, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 35α παρ.2 του ν. 2190/20 διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Οι διάδικοι όμως, μολονότι δεν αμφισβητούν την υποβολή στο Υπουργείο Εμπορίου του αντιγράφου των πρακτικών της, δεν προσκομίζουν σχετική βεβαίωση ή το αντίστοιχο ΦΕΚ. Επομένως, το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί του ζητήματος της συμπληρώσεως της αποσβεστικής ως άνω προθεσμίας. Περαιτέρω, από το προεκτεθέν ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η από 27-7-1975 γενική συνέλευση της εναγομένης είχε υπόψη της όλα τα απαραίτητα για το κύρος της εγκρινομένης συμβάσεως στοιχεία και ειδικότερα είχε υπόψη της τα σχετικά με το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής, αφού ως προς το χρόνο της υπογραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου επιφυλάχθηκε να τον προσδιορίσει η ίδια η εναγομένη, της οποίας κυρίαρχο όργανο είναι η γενική συνέλευση των μέτοχων της και όχι το διοικητικό της συμβούλιο, μέλη του οποίου ήταν οι πωλητές. Συνεπώς, δεν τίθεται ούτε θέμα ταύτισης της διοίκησής της με το πρόσωπο των πωλητών και κατ' επέκταση ανέλεγκτη αρμοδιότητα των τελευταίων να αποφασίσουν το χρόνο της μεταβίβασης των ακίνητων στην εναγομένη. Άλλωστε, ο μη προσδιορισμός  του χρόνου εκπλήρωσης τη παροχής δεν αποτελεί ουσιώδη όρο της πωλήσεως και η έλλειψή του δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της δικαιοπραξίας, αλλά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 323 Α.Κ. Ούτε, τέλος, συντρέχει περίπτωση αποδυνάμωσης της εγκριτικής αυτής απόφασης, λόγω του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ αυτής και της υπογραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου, δεδομένου μάλιστα ότι η γενική της συνέλευση είχε πάντοτε τη δυνατότητα να την ανακαλέσει, αλλά και η μειοψηφία του κεφαλαίου της, και η ενάγουσα ειδικότερα, να επιδιώξει την ακύρωσή της κατά τον διαδραμόντα χρόνο μέχρι την υπογραφή του συμβολαίου. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 23α παρ. 2 του ν. 2190/1920 εξαρτά το κύρος της μεταβιβάσεως μόνο από την έγκρισή της από τη γενική συνέλευση και όχι και από το χρόνο που θα μεσολαβήσει άποψη της μέχρι την υπογραφή της συμβάσεως. Επομένως, είναι και κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσης, η οποία επικαλείται ακυρότητα της εγκριτικής ως άνω αποφάσεως για τους άνω λόγους, και εκ του λόγου αυτού ακυρότητα και της εν συνεχεία, εμπεριεχόμενης στο υπ' αριθ. ./6-12-1987 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Καλαμάτας ..., μεταβιβαστικής συμβάσεως. Κατ' ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε με παρόμοια αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, περί μη παραβιάσεως των επιταγών του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν 2190/1920 και περί μη εφαρμογής εν προκειμένω των διατάξεων του άρθρου 23 α του Ν 2190/1920, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις αυτές και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν οι συναφείς δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Εξάλλου και ο συναφής με τα ανωτέρω πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα κατ' εκτίμηση του δικογράφου της, επικαλείται, το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέο θεμελιωτικό της ακυρότητας του υπ' αριθ. ./6-12-1987 συμβολαίου αγοραπωλησίας γεγονός και συγκεκριμένα, όπως εκτιμάται ο ισχυρισμός της, επικαλείται εικονικότητα του πωλητηρίου συμβολαίου και υποκρυπτόμενο δάνειο της εναγομένης προς τους μετόχους της, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι η επίκληση στην κατ' έφεση δίκη νέων γεγονότων θεμελιωτικών, (και όχι ενστάσεων και αντενστάσεων, επί των οποίων και μόνον εφαρμόζονται οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ), αυτής της ίδιας της αγωγής και ειδικότερα, επί αγωγής με αίτημα την ακύρωση δικαιοπραξίας η επίκληση νέων λόγων ακυρότητάς της, (που συνιστούν νέες, χωριστές και ιδιαίτερες αγωγικές βάσεις, οι οποίες δεν είχαν εξ αρχής περιληφθεί σ' αυτήν, αλλά το πρώτον προτείνονται ενώπιον του Εφετείου) συνιστά ανεπίτρεπτη και συνακόλουθα απαράδεκτη μεταβολή της αρχικής αγωγικής βάσης (βλ. ΚΠολΔ 529, ΑΠ 1077/2003, πρβλ. ΑΠ 56/2005, ΑΠ 357/2004, Εφ. Θεσ. 1401/2001 ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 35α παρ.1 του ν. 2190/20, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 19 του ν.δ. 4237/1962, που ορίζει ότι οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης είναι άκυρες και όταν: α) ελήφθησαν κατά παράβασιν των περί συγκροτήσεως των Γενικών Συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή β) διά του περιεχομένου των θίγουν διατάξεις του Καταστατικού τεθειμένος αποκλειστικώς ή κυρίως προς προστασίαν των δανειστών της, συνάγεται ότι οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως ανώνυμης εταιρίας είναι άκυρες όχι μόνο στις με στοιχεία α' και β' των παραπάνω διατάξεων αναφερόμενες περιπτώσεις, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση είναι αντίθετες σε απαγορευτικές διατάξεις του ν. 2190/1920 ή του ΑΚ (άρθρα 174 και 180 ΑΚ) ή του καταστατικού της εταιρίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 35α παρ.2 του ν. 2190/1920, με την οποία ορίζεται ότι "ακυρότης των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως δι' οιονδήποτε λόγον δεν δύναται να αντιταχθή μετά πάροδον διετίας από της υποβολής εις το Υπουργείον Εμπορίου του αντιγράφου των πρακτικών της Γενικής Συνελεύσεως καθ' ην ελήφθη η απόφασις", σε συνδυασμό με την άνω παρ. 1 του ιδίου άρθρου, προκύπτει ότι η εν λόγω ακυρότητα, αν και επέρχεται αυτοδικαίως, μπορεί να αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, η οποία έχει ισχύ έναντι πάντων, (...), κατόπιν έγερσης σχετικής αγωγής από τον έχοντα έννομο συμφέρον, η οποία αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής, αποσβεστικής προθεσμίας δύο ετών από τότε που τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης στην οποία ενσωματώνεται η άκυρη απόφαση κατατεθούν στον υπουργό εμπορίου, μετά την πάροδο της οποίας (διετίας) επέρχεται ίαση της άκυρης απόφασης (βλ. ΑΠ 94/99 ΕΕμπΔ 1999.324, ΕφΘεσ 2401/1998 Δνη 40.420). Η ακυρότητα αποφάσεως προϋποθέτει την ύπαρξή της, δηλαδή την κατά τη διάρκεια συνελεύσεως και συζητήσεως των μετόχων δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης για ορισμένα θέματα και την καταχώρηση αυτής σε πρακτικό. Διαφορετική είναι η περίπτωση της ανυπόστατης απόφασης, δηλαδή τέτοιας που δεν έχει τα εξωτερικό χαρακτηριστικό εκδήλωσης δικαιοπρακτικής βούλησης πράγμα που υπάρχει όταν τα μέλη δεν συνήλθαν ή δεν συνήλθαν και δεν αποφάσισαν προς τούτο τα δικαιούμενα μέλη ή αποφάσισαν επ' ευκαιρία κάποιας εκδήλωσης ή συνάντησης κ.λπ. (...). Στην περίπτωση ανυπόστατης απόφασης, με την παραπάνω έννοια, οποιοσδήποτε έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, τέτοιος δε είναι και ο μέτοχος, δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση αυτής ως ανυπόστατης μετερχόμενος προς τούτο την αναγνωριστική αγωγή (Εφ.Πατρ. 130/1997). Στην προκειμένη περίπτωση απεδείχθη περαιτέρω, ότι η εναγομένη με την από 25-8-1982 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της προέβη στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου από 138.000.000 δραχμές σε 531.000.000 δραχμές και αντίστοιχα στην αύξηση της ονομαστικής αξίας των μετοχών της από 100 σε 385 δραχμές. Η αύξηση αυτή έγινε με κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών της και αναπροσαρμογή της αξίας των παγίων της, μεταξύ των οποίων και τα επίμαχα ακίνητα, τα οποία συμπεριέλαβε στο ενεργητικό της. Ακολούθως, με την από 30-6-1989 απόφαση της γενικής συνέλευσης αύξησε εκ νέου το μετοχικό της κεφάλαιο σε 1.062.600 δραχμές και το κάλυψε με την εν μέρει κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας των περιουσιακών στοιχείων της, διπλασίασε δε αντίστοιχα τις μετοχές της, εκδίδοντας 1.380.000 νέες μετοχές, ονομαστικής αξίας 385 δραχμών, τις οποίες διένειμε δωρεάν στους μετόχους της. Η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε με την πρώτη από 20-6-1999 αγωγή της και επαναφέρει τον ισχυρισμό της στο εφετείο ότι οι παραπάνω αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της εναγομένης είναι ανυπόστατες, άλλως άκυρες, διότι, αφενός μεν συμπεριέλαβαν και συνυπολόγισαν στο ενεργητικό της εναγομένης τα ως άνω ακίνητα, επί των οποίων δεν είχε αποκτήσει κυριότητα, αφετέρου δε, για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, υπολόγισαν την υπεραξία τους σε ποσοστά απαγορευόμενα από το νόμο. Οι επικαλούμενοι εν προκειμένω λόγοι, δεν αφορούν κατά τα προεκτεθέντα το υποστατό των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αφού δεν επικαλούνται ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση της γενικής συνελεύσεως, αλλά αμφισβητούν μόνο την νομιμότητα και την ορθότητα του περιεχομένου τους. Κατά συνέπειαν, δεν πρόκειται για ανυπόστατες αποφάσεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα και η προσβολή τους περιορίζεται από την κατά τα άνω διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 35α παρ. 2 του ν. 2190/1920, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Τα πρακτικά των αποφάσεων αυτών καταχωρήθηκαν στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών της Νομαρχίας Μεσσηνίας την 25-8-1982 και 30-6-1989 αντίστοιχα. Από την ημερομηνία δε της καταχώρισης μέχρι την άσκηση της ένδικης (πρώτης) από 24-6-1999 αγωγής, που έλαβε χώρα την 29-6-1999 (βλ. την υπ'αριθ. ./29-6-1999 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ...), παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της διετίας, το οποίο συμπληρώθηκε αντίστοιχα για την κάθε μία την 26-8-1984 και 1-7-1991 (άρθρο 241 παρ. 1, 242 και 243 παρ. 2 του ΑΚ) και, επομένως, η τυχόν ακυρότητά τους δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί με αγωγή...». Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθ. 35α παρ.2 ν.2190/1920, η οποία ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο διότι οι επίμαχες αποφάσεις, με τις οποίες η Γενική Συνέλευση των μετόχων της αναιρεσίβλητης, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, συμπεριέλαβε και συνυπολόγισε στο ενεργητικό της αναιρεσίβλητης τα ακίνητα, επί των οποίων δεν είχε αποκτήσει κυριότητα και για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου υπολόγισε την υπεραξία τους σε ποσοστά απαγορευόμενα από το νόμο, δεν είναι ανυπόστατες, αφού δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις περί συγκροτήσεως της ΓΣ, ελήφθησαν δε με ψήφους προσώπων που είχαν τη μετοχική ιδιότητα της αναιρεσίβλητης, τυχόν δε ακυρότητα αυτών λόγω αντιθέσεώς τους στις απαγορευτικές διατάξεις των άρθ. 10 ν.1249/1982, 21 ν.2065/1992, 43 ν.2190/1920, δεν μπορεί να προβληθεί, διότι από τις 25-8-1982 και 30-6-1989, αντίστοιχα, που καταχωρήθηκαν οι αποφάσεις αυτές στο μητρώο ΑΕ της Νομαρχίας Μεσσηνίας, έως την άσκηση της ένδικης αγωγής (29-6-1999) παρήλθε η νόμιμη προθεσμία των δύο ετών, η οποία θεσπίστηκε για την ασφάλεια των συναλλαγών που επιβάλλει μετά την πάροδο όχι μακρού χρονικού διαστήματος να υπάρχει βεβαιότητα περί του απροσβλήτου ή μη των αποφάσεων της ΓΣ των μετόχων. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων του άρθρου 35α παρ.2 ν.2190/1920, ενώ αυτή έχει τις ανάγκες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος αναιρετικοί λόγοι από τους αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Αβάσιμος ωσαύτως είναι και ο έκτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάγεται στις διατάξεις του άρθ. 35α παρ.2 ν.2190/1920, καθόσον από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό και τον απέρριψε κατ'ουσίαν.

 

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το λόγο αναιρέσεως, ώστε όχι μόνο να εξάγεται από αυτόν σε ποιον από τους περιοριστικά στο άρθρο 559 ίδιου Κώδικα αναφερόμενους αναιρετικούς λόγους υπάγεται, αλλά και να καθορίζονται σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, στοιχειοθετούν την πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με βάση, όπου χρειάζεται, τις παραδοχές της, οι οποίες πρέπει επίσης να καθορίζονται στο αναιρετήριο. Ειδικότερα, όταν πλήττεται η απόφαση με την αιτίαση της αφέσεως αιτήσεως αδίκαστης (άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ), πρέπει, για την πληρότητα του δικογράφου της αναιρέσεως, να αναφέρεται αφενός ότι τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία, δηλαδή υπάρχει σιωπή του δικαστηρίου αναφορικά με την αίτηση που φέρεται ότι αφέθηκε αδίκαστη και αφετέρου το περιεχόμενο της αιτήσεως (κεφαλαίου) που υποβλήθηκε στο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν η αίτηση αυτή ήταν, ως ορισμένη και νόμιμη, ουσιώδης (ΑΠ 1284/2023, ΑΠ 885/2017, ΑΠ 704/2011, ΑΠ 777/2010, ΑΠ 2124/2007). Για την ευδοκίμηση του λόγου αυτού απαιτείται η παντελής σιωπή του δικαστηρίου της ουσίας σε αυτοτελή αίτηση των διαδίκων να υπάρχει όχι μόνο στο αιτιολογικό αλλά και στο διατακτικό (ΑΠ 1881/2007) και επομένως ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος στην περίπτωση κατά την οποία, από το διατακτικό προκύπτει η απόρριψη της αίτησης στο σύνολό της (ΑΠ 780/2014, ΑΠ 528/2009).

 

Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 9γ' του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το περιεχόμενο στην από 24-6-1999 αγωγή της αναιρεσείουσας αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητος της από 25-8-1982 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της αναιρεσίβλητης, με την οποία αποφασίστηκε η αναπροσαρμογή των παγίων της αναιρεσίβλητης εταιρίας, της ακυρότητας των μετοχών και των ετησίων οικονομικών καταστάσεων λόγω παραβίασης των διατάξεων του άρθ. 10 ν.1249/1982, καθώς και της ακυρότητας της από 30-6-1989 απόφασης της ΓΣ των μετόχων σχετικά με την κεφαλαιοποίηση του ακινήτου, του οποίου δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα η αναιρεσίβλητη. Από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δίκασε τα ως άνω αιτήματα της ένδικης αγωγής περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των από 25-8-1982 και 30-6-1989 αποφάσεων της γενικής συνέλευσης των μετόχων της αναιρεσίβλητης και τα απέρριψε κατ'ουσίαν, δεχόμενο ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για αναγνώριση της ακυρότητας των εν λόγω αποφάσεων έχει αποσβεστεί λόγω παρελεύσεως χρονικού διαστήματος πέραν της διετίας μέχρι την άσκηση της αγωγής. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο δέχεται ότι αποδείχθηκε το ουσία βάσιμο ή αβάσιμο ορισμένου ισχυρισμού, χωρίς να έχει προσαχθεί κανένα αποδεικτικό μέσο. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζητήσεως, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο "πράγματα", δεν έχει προσαχθεί καμία απόδειξη ή όταν δεν εκθέτει το δικαστήριο στην απόφασή του από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 217/2016, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 499/2007). Ως ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί προσδιορίζονται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 11/1996 ΝοΒ 1997.215, ΟλΑΠ 3/1997 ΝοΒ 1998.23) ή άλλης αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησης των διαδίκων προς παροχή έννομης προστασίας (ΑΠ 218/2003 ΧρΙΔ 2003.559). Ο λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 559/2020, ΑΠ 292/2011, ΑΠ 96/2008).

 

Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 10 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο έκρινε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας περί ακυρότητας των αποφάσεων της Γ.Σ των μετόχων της αναιρεσίβλητης στις 25-8-1982 και 30-6-1989 χωρίς απόδειξη. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και όσα συνομολόγησαν οι διάδικοι.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Η παράβαση αφορά σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου από τον αριθ. 1. Με το όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 1001/2022, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 384/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 933/2019). Εξάλλου, το ορισμένο ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά απ’ αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Αν τυχόν έλαβε υπόψη του γεγονότα που δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ή αν δεν έλαβε υπόψη παρόμοια γεγονότα εκτιθέμενα σ' αυτήν, τότε ιδρύονται οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως (ΑΠ 1195/2004, ΑΠ 874/1996). Έτσι αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στην αγωγή ή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ, αν κατά παράβαση του νόμου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο λόγος από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 362/2011, ΑΠ 118/1994, ΑΠ 507/1994). Αν ο λόγος συνίσταται στην αοριστία της αγωγής (είτε υποστηρίζεται ότι η αγωγή ήταν αόριστη και εσφαλμένα κρίθηκε ορισμένη, είτε το αντίστροφο), πρέπει να διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενό της και ως προς ποιο σημείο δεν υπάρχει η υπάρχει σαφής επίκληση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου ή σε ποιο σημείο δεν υπάρχει ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (ή το αντίστροφο) (ΑΠ 1685/2009 ΝοΒ 2010.722). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά καθιστά την αγωγή αόριστη και συνιστά έλλειψη προδικασίας που εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως διότι ανάγεται στη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ενάγων, όμως, μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. β’ σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ να διευκρινίσει συμπληρώσει και διορθώσει με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην αγωγή του θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της, με την εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, αλλά δεν μπορεί να αναπληρώσει περιστατικά, τα οποία παρόλο που είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, την παραγωγή δηλαδή του αγωγικού δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν μπορεί δηλαδή να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της (ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 1996.683). Η συμπλήρωση συνεπώς, της πραγματικής αοριστίας του εισαγωγικού δικογράφου επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της διατάξεως του άρθρου 224 εδ. β ΚΠολΔ ως επιτρεπτή απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ.

 

Με τον έβδομο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας τα αιτήματα των αγωγών της σχετικά με την αναγνώριση της ακυρότητας των αποφάσεων των ΓΣ της αναιρεσίβλητης στις 30-6-1997, 30-6-1998, 30-6-1999 και 28-6-2000, κρίνοντας ότι δεν αναφέρεται στις αγωγές το ακριβές ποσό κατά το οποίο αναπροσαρμόστηκε η αξία των επίμαχων ακινήτων και σε ποιο ποσό θα έπρεπε να υπολογισθεί η υπεραξία τους βάσει των νόμων που επέτρεπαν το συνυπολογισμό της στο ενεργητικό της. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 24-6-1999 αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα ιστορούσε σ' αυτήν ότι είναι μέτοχος της εναγομένης και κατέχει 1.000 μετοχές της κατατεθειμένες στην Τράπεζα Μακεδονίας-Θράκης. Ότι με την από 15-7-1973 απόφαση της γενικής συνέλευσης της εναγομένης, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 9-4-1974, το μετοχικό κεφάλαιο αυτής αυξήθηκε κατά 2.000.000 δραχμές και ανήλθε σε 27.600.000 δραχμές. Ότι με την από 27-7-1975 απόφαση της γενικής συνέλευσης εγκρίθηκε η μεταβίβαση στην εναγόμενη δύο συνεχόμενων οικοπέδων, εκτάσεως 611 τ.μ., που βρίσκονται στην πόλη της Καλαμάτας συνιδιοκτησίας των ..., μετόχων της εναγομένης και μελών του διοικητικού της συμβουλίου. Ότι το τίμημα της αγοράς τους που συμφωνήθηκε στο ποσό των 24.000.000 δραχμών, καταβλήθηκε στους πωλητές την επομένη της έγκρισης της μεταβίβασης από τη γενική συνέλευση της εναγομένης, ενώ το υπ' αριθ. ./1987 συμβόλαιο της μεταβίβασής του συντάχθηκε την 9-2-1987. Ότι με τις από 25-8-1982, 30-6-1989, 28-6-1991, 21-7-1994, 30-6-1997 αποφάσεις της γενικής συνέλευσης αυξήθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης. Ότι η αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου την 25-8-1982 έγινε κατ' επιταγή του ν. 1249/82 με κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών της και αναπροσαρμογή της αξίας των παγίων περιουσιακών της στοιχείων, μεταξύ των οποίων και τα άνω ακίνητα, και αντίστοιχα αυξήθηκε και η ονομαστική αξία της μετοχής της από 100 σε 385 δραχμές. Ότι η αύξηση την 30-6-1989 έγινε εν μέρει με κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας των παγίων περιουσιακών της στοιχείων σε εφαρμογή της Υ.Α. Ε 2665/1998 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και διπλασιάσθηκαν οι μετοχές της με την έκδοση των με αριθμούς 1.380.001 έως 2.760.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 385 δραχμών η κάθε μία, οι οποίες διανεμήθηκαν δωρεάν στους παλαιούς μετόχους της. Ότι η μεταβίβαση των άνω ακινήτων στην εναγομένη με το υπ' αριθ. ./1987 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καλαμάτας ... είναι άκυρη, διότι η από 27-7-1975 απόφαση της γενικής συνέλευσης που ενέκρινε την πραγματοποίησή της λήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 23α παρ. 2 και 10 παρ. 1 του ν. 2190/1920 και ότι οι από 25-8-1982 και 30-6-1989 αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της εναγομένης είναι ανυπόστατες, άλλως, ότι αυτές είναι άκυρες, διότι κατά παράβαση του άρθρου 10 του ν. 1249/1982, 21 του ν.206/1992 και 35α παρ. 1 του ν. 2190/1920 κεφαλαιοποίησαν την υπεραξία ακινήτων που δεν ανήκαν κατά κυριότητα στην εναγομένη και, επομένως άκυρες είναι και οι μετοχές που εκδόθηκαν με βάση την παράνομη κεφαλαιοποίηση. Ότι απολύτως άκυρες (ανυπόστατες) είναι και οι από 30-6-1997 και 30-6-1998 αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της εναγομένης, οι οποίες ενέκριναν αντίστοιχα τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας για τις χρήσεις 1996, 1997, την απαλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του ορκωτού λογιστή για τις χρήσεις των ίδιων ετών και, επιπλέον, η πρώτη από αυτές ενέκρινε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας των παγίων και την τροποποίηση των άρθρων 5, 7, 9 του καταστατικού και η δεύτερη ενέκρινε τις ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, διότι εμφανίζουν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους ανακριβώς ότι τα παραπάνω ακίνητα ανήκουν στην εναγομένη και υπολόγισαν την υπεραξία τους σε μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο στο νόμο ποσοστό. Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της μεταβιβάσεως των άνω ακινήτων, η "απόλυτη ακυρότητα" (ανυπόστατο) των γενικών συνελεύσεων της 25-8-1982 και 30-6-1989 αποφάσεων της γενικής συνέλευσης της εναγόμενης, καθώς και η ακυρότητα της αύξησης της ονομαστικής αξίας των υπ' αριθ. 1 έως 1.380.000 μετοχών, που έλαβε χώρα με την πρώτη από αυτές και την ακυρότητα των 561.039 μετοχών και δη των υπ' αριθ. 1.380.001 έως 1.941.039 μετοχών, που εκδόθηκαν με βάση τη δεύτερη, άλλως να αναγνωρισθεί η ακυρότητα 561.039 μετοχών εκ των με αριθμούς 1.380.001 έως 2.760.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 1200 δραχμών η κάθε μία, που εκδόθηκαν με βάση την από 30-6-1989 ανυπόστατη απόφαση της γενικής συνέλευσης και, σε περίπτωση αντικαταστάσεως ή αποϋλοποιήσεως αυτών, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των μετοχών που αντικατέστησαν τις άκυρες ή των άυλων μετοχών που αντιστοιχούν στις άκυρες. Εξάλλου, στο δικόγραφο της από 26-9-2000 αγωγής, η οποία στρεφόταν κατά της εναγόμενης και των ..., με το ίδιο ως άνω ιστορικό, ισχυριζόταν περαιτέρω ότι είναι άκυρες και οι από 30-6-1999 και 28-6-2000 αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της εναγομένης, οι οποίες ενέκριναν αντίστοιχα τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας για τις χρήσεις 1998, 1999 και τις ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, αποφάσισαν την απαλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του ορκωτού λογιστή για τις χρήσεις των ίδιων ετών, την διανομή μερίσματος, την καταβολή αμοιβής σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τη χρήση 1999 και 1-1-2000 έως 30- 6-2000 η πρώτη και για τη χρήση 2000 και 1-1-2001 έως 30-6-2001 η δεύτερη, την εκλογή ορκωτού ελεγκτή και του αναπληρωτή του και την πληρωμή τους και επιπλέον, η δεύτερη από αυτές ενέκρινε την εκλογή νέου μέλους του διοικητικού της συμβουλίου σε αναπλήρωση αποβιώσαντος και αποφάσισε τη δέσμευση μη διανομής επί δεκαετία του σχηματισθέντος μέχρι την 31-12-1999 αποθεματικού και την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών. Ζήτησε δε την αναγνώριση της ακυρότητας των ως άνω αποφάσεων, για το λόγο ότι εμφανίζουν ανακριβώς στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ότι τα παραπάνω ακίνητα ανήκουν στην εναγομένη και αναπροσάρμοσαν την υπεραξία τους σε μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο από το νόμο ποσοστό. Με αυτό το περιεχόμενο τα αιτήματα των ένδικων αγωγών περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των από 30-6-1997, 30-6-1998, 30-6-1999 και 28-6-2000 αποφάσεων των ΓΣ της αναιρεσίβλητης, για το λόγο ότι με αυτές κεφαλαιοποιήθηκε η υπεραξία του επίμαχου ακινήτου που εφέρετο ότι ανήκε κατά κυριότητα σ’ αυτήν, με συντελεστή κατά πολύ μεγαλύτερο από τον προβλεπόμενο στην οικεία ΥΑ είναι απαράδεκτα λόγω της αοριστίας τους, διότι δεν εκτίθεται στα αγωγικά δικόγραφα το ακριβές ποσό, στο οποίο κεφαλαιοποιήθηκε η υπεραξία του ακινήτου και το ποσό, στο οποίο έπρεπε να κεφαλαιοποιηθεί η υπεραξία του με βάση το νόμιμο συντελεστή. Επομένως το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε τα ως άνω αγωγικά αιτήματα ως αόριστα, δεν προέβη σε παρά το νόμο κήρυξη απαράδεκτου και ως εκ τούτου ως άνω έβδομος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφ' όσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 11-1-2016 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία «.. LIMITED» για την αναίρεση της υπ' αριθ. 3/2013 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας.

 

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο

 

Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εκ ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Οκτωβρίου 2024.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2025.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ