ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 16/2024
Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου -.
Σύνθετα
και πολύπλοκα στη σύλληψη και επενδυτική λειτουργία επενδυτικά προϊόντα,
αόριστης διάρκειας, εξαρτώμενα από τη φερεγγυότητα της εκδότριας. Ελλιπείς και
παραπλανητικές πληροφορίες κατά την προώθηση αυτών. Δυσχερής οικονομική
κατάσταση της εκδότριας κατά το χρόνο αγοράς αυτών από τους επενδυτές. Αποκαταστατέα ζημία. Συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη
συμπεριφορά (πλημμελής ενημέρωση) και συνίσταται στο ποσό που κατέβαλαν οι
επενδυτές για την αγορά των ΜΑΕΚ. Το επελθόν
αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάζεται από την μεταγενέστερη χρονικώς θέση της
εκδότριας και παρόχου των επενδυτικών συμβουλών σε
καθεστώς εξυγίανσης και την μετατροπή των εν λόγω τίτλων σε μετοχές. Δεν
συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Πάγια η ερμηνεία και
νομολογία επί των οποίων ερείδεται η ένδικη υπόθεση.
Αριθμός 16/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη,
Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Γεώργιο
Παπαγεωργίου και Κορνηλία Πανούτσου-Εισηγήτρια,
Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 8 Μαΐου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών:
1) Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου και εκπροσωπείται
νόμιμα, 2) ., κατοίκου Πρέβεζας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) ., 2) ., κατοίκων ., οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Δημήτριο Γουβέτα και Μιχαήλ Μαρκουλάτο και
κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 7/5/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που
κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2015
οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 273/2018 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από
28/1/2019 αίτησή τους και τους από 2/9/2020 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης
αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως
σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των
προσθέτων λόγων αυτής, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων
την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική
δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από
28.1.2019 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η με αριθμό 273/2018 τελεσίδικη
απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Η αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε
νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και επομένως, είναι παραδεκτή (αρθ.
577 παρ.1 ΚΠολΔ).Παραδεκτοί, εξ άλλου είναι και οι
από 2.9.2020 πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι ασκήθηκαν εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο
δικόγραφο εκ μέρους της πρώτης των αναιρεσειόντων
Τράπεζας Κύπρου, που επιδόθηκε νομότυπα στους αναιρεσιβλήτους,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2, όπως τροπ. με το άρθρο 37 του
ν. 4842/2021, σε συνδ. με αρθ. 22 του ν.
4912/17.3.2022 και τη παρ. 2β' του άρθρου 116 ν. 4842/2021. Η παραπάνω
προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της
υπόθεσης (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ)
εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή την έφεση των εναγόντων, ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά της με αριθμό 2/2015 οριστικής
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρεβέζης, με την οποία είχε απορριφθεί ως
απαράδεκτη λόγω αοριστίας η από 7.5.2014 αγωγή τους. Με την αγωγή αυτή, οι
τελευταίοι, επικαλούμενοι αδικοπρακτική συμπεριφορά,
συνιστάμενη σε εκ προθέσεως παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών εκ μέρους της
δευτέρας εναγομένης, προστηθείσας
υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, που οδήγησαν σε
παραπλάνησή τους, καθώς και παράνομη και υπαίτια παράλειψη εκ μέρους της
δεύτερης εναγομένης, υπό την αυτή ως άνω ιδιότητα,
της τήρησης της γενικής υποχρέωσης συναλλακτικής πρόνοιας και ασφάλειας των
εναγόντων ως πελατών της πρώτης, ζήτησαν να τους επιδικασθεί αποζημίωση και
χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής τους βλάβης. Η αίτηση αναιρέσεως και οι
πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να συνεκδικασθούν και να
ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτών (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων
298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική
ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια
(γενεσιουργός λόγος ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη
χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό
ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει
συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή, να
συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την
κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου,
αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις
επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής
υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα
της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς
επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής
της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων
επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η
παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική
υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή
συμφέροντος, και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική
υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη
νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την
κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ
118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια,
πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως
και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ' εαυτή
και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν
παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου
914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ
1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψή του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής
πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ
999/2010). Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων.
Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου
βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η διακοπή
του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενεστέρων όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε
ενεργειών τρίτων προσώπων, ενώ η παράλειψη του ζημιωθέντος να περιορίσει τη
ζημία του παρέχει στον υπόχρεο τη δυνατότητα να προβάλει την εκ του άρθρου 300
ΑΚ ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι
τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς,
ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της
κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον
έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη
υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην
αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή
η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του
αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ
813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι γενικές
αρχές για την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων και των βιοτικών σχέσεων, που
συνάγονται επαγωγικά από την εμπειρία, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις
τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα. Περαιτέρω,
ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών
των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω,
αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής
καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται
στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας
παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική
της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι
η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς, συνδεόμενης με την παράνομη
συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την
καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση,
πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι
συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις, παραβιάζονται, μεταξύ άλλων και στις
περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον
συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός, να είναι σε
θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των
κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την
ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να
αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης
επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει,
παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη
αυτού Τράπεζα. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όπως
ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, προκύπτει
ότι η ευθύνη του παρέχοντας υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων
αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή
συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική
είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη
ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015).
Υπό την συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω,
ότι με αυτές, θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση τόσο λόγω αδικοπραξίας
όσο και λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο
αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την
ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει
ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» και στις
τράπεζες την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» -
και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση
της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την
περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή»
συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή. Πρέπει, εξ άλλου, να σημειωθεί
ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και
ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς
επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή,
το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο
των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ
για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή
εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του
πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3606/2007,
όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς
προστασία των επενδυτών (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017). Περαιτέρω, κατά ευρέως
διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενο "perpetual bonds", δηλαδή "ομόλογα ατελεύτητης
διάρκειας", άλλως "διηνεκή" ή "αιώνια" ή
"αόριστης διάρκειας" ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες
εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί
αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα
κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη, κατά την
απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των
συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν μεν
στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την
ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι όμως και το
βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης
αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής δηλαδή, ενός τέτοιου
ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του,
προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας, μετά την λήξη μιας
συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το
δικαίωμα, της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ' ελεύθερη βούλησή του. Οι
τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες, τόσο
με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς
δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς,
είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά
στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά, προϊόντα, με αποτέλεσμα οι
παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως,
αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι
η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή,
πλασματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο
βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους (ΑΠ
244/2016). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του
ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν
οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε
παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με
εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό
ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων,
καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.
Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς,
απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε
δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΟλΑΠ
27/1998). Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η
παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών
περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας
και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι
πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο
συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά
περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του
ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν
για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των
πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν
υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.
19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει
νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον
προβλεπόμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 ΚΠολΔ λόγο
αναίρεσης, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την
ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν
αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά
περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί
ζητήματος με ουσιώδη, επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να
ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα
ουσιαστικού, δικαίου, που εφαρμόστηκε, ή αν συνέτρεχαν, οι όροι άλλου κανόνα
που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ
6/2006). Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93
παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης
ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται
καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση, της έννομης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ
τους (αντιφατική, αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που
στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ
τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την
υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και
το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια
αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες.
Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης
προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του
οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης
στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε
αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα
ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται
σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή
δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι
γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006).
Οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται
σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ' αυτούς ότι η προσβαλλόμενη
απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την
προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο. Τέλος, οι εκ των αριθμών 1 και 19
του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι δυνατόν να
φέρεται ότι πλήττουν την απόφαση, γιατί παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή
για έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά στην πραγματικότητα (υπό το πρόσχημα είτε ότι
αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου είτε ότι περιέχει ανεπαρκείς ή
αντιφατικές αιτιολογίες) να πλήττουν αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων,
που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 1350/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση,
με τη προσβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά κατά το ενδιαφέρον τους λόγους
αναίρεσης μέρος, τα εξής: Η πρώτη των εναγομένων
τραπεζική εταιρεία η οποία εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, είχε εγκατασταθεί
νομίμως στην Ελλάδα από το έτος 1990, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το
έτος 2013. Μεταξύ των υποκαταστημάτων που διατηρούσε στην Ελλάδα ήταν και αυτό
της Πρέβεζας, όπου οι δεύτερη εναγομένη εργαζόταν ως
προϊσταμένη από το έτος 2004. Ο ενάγοντες-εκκαλούντες οι οποίοι είναι σύζυγοι,
ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 79 ετών ο πρώτος και 64 ετών η
δεύτερη, καταγόμενοι από την Πρέβεζα, ήταν εγκατεστημένοι από πολλών ετών στη
Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, όπου διατηρούσαν επιχείρηση αρτοποιείου, ενώ από το
Δεκέμβριο του 2013 είναι πλέον μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Τα χρήματα
που αποταμίευσαν κατά τα χρόνια εργασίας τους στο εξωτερικό, τα κατέθεταν σε
απλούς αποταμιευτικούς λογαριασμούς και σε προθεσμιακές καταθέσεις στην Εθνική
Τράπεζα. Η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη άρχισε
το έτος 2005, όταν με την υπόδειξη και τη μεσολάβηση του τότε διευθυντή του
υποκαταστήματος της τελευταίας στην Πρέβεζα, ο οποίος ήταν παιδικός φίλος του
πρώτου εξ αυτών (εναγόντων) οι ενάγοντες έλαβαν στεγαστικό δάνειο, στο όνομα
όμως των δύο παιδιών τους και συγκεκριμένα ποσού 75.000 ευρώ στο όνομα του γιού
τους . και ποσού 75.000 ευρώ στο όνομα του γιού τους ., στα δάνεια δε αυτά, οι
ίδιοι συμβλήθηκαν ως εγγυητές. Την ίδια περίοδο άρχισε και η σχέση τους με τη
δεύτερη εναγομένη, προϊσταμένη, όπως προαναφέρθηκε,
του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην
Πρέβεζα, με την οποία και με την πάροδο των ετών ανέπτυξαν προσωπικές σχέσεις
και την οποία, λόγω των σχέσεων αυτών εμπιστεύονταν πλήρως. Από την κατά τα
ανωτέρω έναρξη της συνεργασίας τους με την πρώτη εναγομένη,
οι ενάγοντες διατηρούσαν σ’ αυτή δύο λογαριασμούς συντάξεων και συγκεκριμένα,
της μητέρας και της θείας της δεύτερης των εναγόντων. Επίσης, άνοιξαν και ένα
λογαριασμό με προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα της δεύτερης εξ αυτών, όπως και
ένα λογαριασμό ταμιευτηρίου στο όνομα της ίδιας, της μητέρας και της θείας της.
Από τα ανωτέρω συνάγεται, όσον αφορά τους ενάγοντες ότι επρόκειτο για απλούς
πελάτες της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι επεδίωκαν
την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους και σίγουρο επιτόκιο, καθώς η σχέση
τους με αυτήν υπήρξε καθαρά αποταμιευτική, με όρους απόλυτης εξασφάλισης του
κεφαλαίου και των τόκων. Δεν είχαν δε, λόγω και του επαγγέλματος τους, της ηλικίας
τους και της πολύχρονης απουσίας τους στο εξωτερικό την κατάλληλη πείρα και
γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν τους κινδύνους που εμπεριέχουν οι εν
γένει επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αποδείχθηκε
περαιτέρω, ότι τον Απρίλιο του 2011, η πρώτη εναγομένη
εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα
Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ)» . Τα ΜΑΕΚ αποτελούσαν άϋλες
ομολογίες της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας
στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και στο
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστης, είχαν
σταθερό επιτόκιο 6,5% ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και μάλιστα
μέχρι τις 30.6.2016, ήτοι για τα πρώτα 5 χρόνια, το οποίο για τον μετέπειτα
χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε euribor
6 μηνών, που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3%. Επίσης, το εν
λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους όρους έκδοσής του, όπως αυτοί διαλαμβάνονται στο
από 5.4.2011 ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε σχετικά η πρώτη εναγομένη
αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και μάλιστα χωρίς ημερομηνία λήξης,
ελάσσονος προτεραιότητας σε σχέση με τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας, μεταξύ
των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας σε σχέση με τις αξιώσεις
των κατόχων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου (ΜΑΚ)
που προέρχονταν από προηγούμενες εκδόσεις ομολογιών, δυνάμενες κατ’ επιλογή του
κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας κατά τις περιόδους
μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή
μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ’ επιλογή
της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολό τους στην ονομαστική τους αξία
μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30.6.2016, ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία
πληρωμής τόκου που ακολουθούσε, μετά από έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της
Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο
ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης. Προέβλεπαν επίσης, την προαιρετική, κατά τη κρίση
της τράπεζας επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα
και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε
περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις
ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως αυτές ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν
όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση
«γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονός βιωσιμότητας», όπως τα
γεγονότα αυτά προβλέπονταν στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο (όπως π.χ.
ανάγκη παροχής έκτακτης κρατικής βοήθειας για την διατήρηση της φερεγγυότητάς
της ή την αποφυγή πτώχευσής της κ.λπ.). Επομένως, σε περίπτωση προαιρετικής ή
υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η πρώτη εναγομένη
δεν Θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε άλλη πληρωμή σχετικά
με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο
κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα τα οποία αποτελούσαν ομόλογα ατελεύτητης ή
αόριστης διάρκειας (perpetual bonds)
έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο με τα οποία προωθούνταν από την
πρώτη εναγόμενη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εν όψει των
ανωτέρω χαρακτηριστικών τους τα συγκεκριμένα ΜΑΕΚ, έκδοσης της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, αποτελούσαν πολύπλοκο
χρηματοοικονομικό προϊόν, ως ασώματες κινητές αξίες, αόριστης διάρκειας,
μειωμένης εξασφάλισης, μετατρέψιμες σε μετοχές διαπραγματευόμενες στο ΧΑΑ και
εμπεριέχουσες τους ανωτέρω κινδύνους, οι οποίοι δεν ήσαν
ευχερώς και πλήρως αντιληπτοί από τους ιδιώτες επενδυτές, ενώ η ρευστοποίησή
τους με πρωτοβουλία των επενδυτών μπορούσε να γίνει αποκλειστικά με την πώλησή
τους στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά. Η δε πρώτη εναγομένη
μπορούσε κατ’ επιλογή της να εξαγοράσει τις αξίες αυτές ή να τις μετατρέψει σε
μετοχές της μέχρι τις 31.5.2016, οπότε στη συνέχεια οι μετοχές αυτές μπορούσαν
να πωληθούν στη δευτερογενή αγορά. Δεν συνιστούσαν, επομένως, προθεσμιακή
κατάθεση, ούτε ασφαλές επενδυτικό προϊόν που να προσομοιάζει με τέτοια, αλλά
αμιγές επενδυτικό προϊόν, αν ληφθεί υπόψη ότι η τοποθέτηση του κεφαλαίου του
επενδυτή σε ΜΑΕΚ δεν χαρακτηριζόταν στην πραγματικότητα, με βάση όσα προαναφέρθηκαν,
από ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, παρά μόνο για τα πέντε πρώτα χρόνια
της επένδυσης αυτής, περιοδική απόδοση τόκων, που και αυτή δεν ήταν
εξασφαλισμένη, δεδομένης της προαναφερθείσας προαιρετικής ή υποχρεωτικής
ακύρωσης της πληρωμής τόκων από την πρώτη εναγομένη,
καθώς και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αφού η απόδοση της εν λόγω
επένδυσης είχε στη πραγματικότητα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση της
πρώτης εναγομένης και κατ’ επέκταση από τις συνθήκες
που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη (της έκδοσής τους) στην ελληνική, στην
κυπριακή και στην διεθνή οικονομία. Όπως δε, περαιτέρω αποδείχθηκε, η
οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγόμενης την περίοδο εκείνη ήταν πραγματικά
δυσχερής, αν ληφθεί υπόψη ότι είχε συγκεντρώσει υψηλούς κινδύνους από την
επένδυσε σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) ύψους περί τα 2,3 δις ευρώ την
5.4.2001, τα οποία είχαν ήδη χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης
ως μηδενικής αξίας («σκουπίδια»). Επειδή δε, την ίδια περίοδο, και συγκεκριμένα
στις 31.3.2011 τα ίδια κεφάλαιά της, τα στοιχεία δηλαδή του ενεργητικού της
ανέρχονταν σε 2,8 δις ευρώ, είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων
κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυα, διορθώνοντας τον κλονισμένο ήδη
δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας από τη συγκέντρωση κινδύνων σε ΟΕΔ και
αποκτώντας ταυτόχρονα ένα πολυδύναμο εργαλείο-ένα «μαξιλάρι» με
οικονομοτεχνικούς όρους- για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της σχεδόν
βέβαιης πραγματοποίησης των κινδύνων με τον ενδεικνυόμενο κατά περίπτωση τρόπο.
Για το λόγο αυτό δημιούργησε τα ΜΑΕΚ που εντάσσονταν στα ίδια κεφάλαια της
τράπεζας και τα οποία ήταν εξοπλισμένα με τέτοιους παραπάνω εξαιρετικούς όρους
λειτουργίας και μετατροπής τους σε μετοχές, όπως ήδη αναφέρθηκε, ώστε να
εξυπηρετούν κάθε αναφυόμενη κεφαλαιακή ανάγκη της. Θα πρέπει δε, να σημειωθεί
εδώ, ότι η πρώτη εναγομένη δεν αναφέρει σε κανένα
σημείο του από 5.4.2011 Ενημερωτικού της Δελτίου την οικονομική της κατάσταση,
όπως αυτή προαναφέρθηκε, όπως και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης των ΜΑΕΚ. Έτσι,
παραπλανώντας τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και τους ενάγοντες, όπως θα
εκτεθεί στη συνέχεια, μέσω των υπαλλήλων των καταστημάτων της στην Ελλάδα ως
προς τις προοπτικές της και την πραγματική οικονομική της κατάσταση και
φερεγγυότητά της, προώθησε μέσω των ανωτέρω υπαλλήλων της τα ΜΑΕΚ, τα οποία
πέραν των λοιπών δυσμενών όρων, περιείχαν ρήτρες υποχρεωτικής μετατροπή σε
μετοχές και υποχρεωτικής αναστολής τόκων, που της παρείχαν ιδιαιτέρως αυξημένες
εξουσίες, δηλαδή να καθορίζει μονομερώς τις συνθήκες εκείνες που θα οδηγούσαν
είτε σε ακύρωση πληρωμής των συμφωνηθέντων τόκων είτε σε μετατροπή των
προϊόντων σε μετοχές. Στη συνέχεια, προκειμένου να πετύχει την κάλυψη της
έκδοσης των ΜΑΕΚ στο σύνολό τους (συνολικού ποσού με βάση την ονομαστική τους
αξία 1.342.422,29 ευρώ) και εκμεταλλευόμενη την ισχυρή οργανωτική και
λειτουργική της υποδομή, έπεισε τους ενάγοντες-επενδυτές με ελλιπή και
παραπλανητική πληροφόρηση και σύσταση, να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους
σε αυτά, χωρίς μάλιστα να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο συμβατότητας αυτών με τα
συγκεκριμένα προϊόντα. Γνώριζε δε, ως ενδεχόμενη και αποδέχθηκε τη πρόκληση
ζημίας σε βάρος των εναγόντων ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς
της. Έτσι για την υλοποίηση των στόχων της ξεκίνησε εκστρατεία πώλησης με στόχο
την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων της, ήτοι
στοχοθέτηση του δικτύου των καταστημάτων της.... Συγκεκριμένα, ενημερώθηκαν οι
αρμόδιοι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης για το
συγκεκριμένο προϊόν μέσω προγραμματισμένων συναντήσεων και επαφών με ανώτατα
στελέχη της διοίκησής της. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα
πλεονεκτήματα του προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών
που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες μεσαίου και υψηλού
οικονομικού επιπέδου, με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, οι
οποίοι θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για κάποια χρόνια, προκειμένου
να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα
επιτόκιο 6,5 %. Οι επενδυτές αυτοί μπορούσαν να είναι μέτοχοι ή μη της τράπεζας
και πελάτες της με προθεσμιακές καταθέσεις. Επί πλέον συστήθηκε στους αρμοδίους
υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης ότι θα έπρεπε να
τονίζουν στους υποψηφίους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα
πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως π.χ. το
γεγονός ότι θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό
επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη τόκων. Επίσης, δόθηκαν σαφείς οδηγίες να
«σπάνε» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς καμία ποινή για όσους από τους
πελάτες της τράπεζας ήθελαν να συμμετάσχουν στην αγορά του προϊόντος και δεν
είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της άνω ακολουθούμενης
πολιτικής, τον ή Μάϊο του 2011 οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τη δεύτερη εναγομένη,
προκειμένου αυτοί να επενδύσουν τα χρήματά τους στο ανωτέρω προϊόν.
Συγκεκριμένα, την 2.5.2011 έληγαν δύο προθεσμιακές καταθέσεις της δεύτερης των
εναγόντων, που διατηρούσε στη πρώτη των εναγομένων
και η δεύτερη των εναγομένων την ειδοποίησε
τηλεφωνικά για το γεγονός αυτό και καθώς αυτή βρισκόταν τότε στην Πρέβεζα, την
κάλεσε να προσέλθει στο υποκατάστημα της τράπεζας προκειμένου να συζητήσουν.
Εκεί η δεύτερη των εναγομένων της παρουσίασε το νέο
προϊόν της τράπεζας, δηλαδή τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου
(ΜΑΕΚ) ως ένα ιδιαίτερα επωφελές αλλά και ασφαλές γι’ αυτήν προϊόν,
ενημερώνοντας την συνοπτικά ότι το νέο αυτό προϊόν της τράπεζας ήταν ισοδύναμο
με προθεσμιακή κατάθεση, καθώς είχε πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο
επιτόκιο για τα πέντε έτη 6,5%, με περιοδική απόληψη τόκων ανά εξάμηνο και
εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου μετά τα πέντε έτη. Η δεύτερη των εναγόντων
ενημέρωσε στη συνέχεια τον σύζυγό της πρώτο των εναγόντων για το προϊόν αυτό
της πρώτης εναγομένης τράπεζας, ο οποίος ενημερώθηκε
στη συνέχεια και από την δεύτερη των εναγόμενων για τα ΜΑΕΚ, στον οποίο επίσης
η δεύτερη των εναγομένων επεσήμανε τα πλεονεκτήματα
του συγκεκριμένου προϊόντος, σύμφωνα άλλωστε και με τις οδηγίες της τράπεζας προς
τους αρμοδίους για την προώθηση του προϊόντος υπαλλήλους της, κατά τα
προαναφερθέντα. Πρότεινε δε στους ενάγοντες να αγοράσουν άμεσα το προϊόν αυτό
και μάλιστα τους επεσήμανε ότι έπρεπε να βιαστούν, αφού η προθεσμία αγοράς για
τους ενδιαφερομένους έληγε στις 17.5.2011, ενώ τους προέτρεψε συγχρόνως να
μεταφέρουν από την Εθνική Τράπεζα, όπου αυτοί διατηρούσαν άλλες καταθέσεις, επί
πλέον χρήματα για την αγορά του προϊόντος, γεγονός που αυτή γνώριζε λόγω των
φιλικών σχέσεων και των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους
από την πολυετή συνεργασία τους, κατά την οποία ή ίδια αποκλειστικά αναλάμβανε
τις εξυπηρετήσεις τους στα πλαίσια των καθηκόντων της. Ο προβληματισμός των
εναγόντων σε σχέση με το νέο αυτό προϊόν της τράπεζας επικεντρωνόταν στη μεγάλη
διάρκεια της κατάθεσης, καθώς και στο γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ ήταν διαπραγματεύσιμα
στο Χρηματιστήριο, από το οποίο η δεύτερη εξ αυτών είχε αρνητική εμπειρία,
καθώς στο παρελθόν είχε δραστηριοποιηθεί σε αυτό με μικρά ποσά, με αρνητικά
όμως αποτελέσματα. Ωστόσο οι επιφυλάξεις τους αυτές κάμφθηκαν γρήγορα, καθώς η
δεύτερη των εναγόμενων τους επεσήμανε τις μεγάλες οικονομικές δυνατότητες και
την εξέχουσα θέση στην ελληνική τραπεζική αγορά της πρώτης εναγομένης
τραπεζικής εταιρείας, την οποία παρουσίασε ως μία κραταιά τράπεζα από την οποία
δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε ως προς το εγγυημένο της επιστροφής του κεφαλαίου
τους. Ο ενάγοντες, λόγω και των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί
μεταξύ τους και της θέσης της δεύτερης εναγομένης στο
υποκατάστημα της πρώτης εξ αυτών στην Πρέβεζα, πείσθηκαν τελικά από τις
διαβεβαιώσεις της για το ασφαλές και επικερδές του νέου αυτού προϊόντος σε
σχέση με τις απλές προθεσμιακές καταθέσεις, στις οποίες μέχρι τότε τοποθετούσαν
τα χρήματά τους, και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους του εν λόγω
τραπεζικού προϊόντος, αφού οι κίνδυνοι αυτοί δεν τους επισημάνθηκαν από τη
δεύτερη εναγομένη θεώρησαν ότι το νέο αυτό προϊόν
αποτελεί είδος επένδυσης, ασφαλές όμως και ισοδύναμο δεύτερη μεν ένα με μία
προθεσμιακή κατάθεση, ιδιαίτερα συμφέρον γι’ αυτούς, επί πλέον δε, ότι το εν
λόγω προϊόν ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ. Για το λόγο
αυτό αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους στα ΜΑΕΚ, αγοράζοντάς τα. Έτσι
στις 5.5.2011 υπέγραψαν και οι δύο χωριστές συμβάσεις παροχής επενδυτικών
υπηρεσιών ,όπως υπέγραψαν και έλαβαν έντυπο προσυμβατικής
πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Σημειωτέον ότι στις ανωτέρω συμβάσεις παροχής επενδυτικών
υπηρεσιών έχει καταχωρηθεί η χειρόγραφη και ενυπόγραφη σημείωση από τη δεύτερη
εναγόμενη ότι « ο πελάτης έχει αποδεχθεί ΜiFID», ενώ
στη πρώτη σελίδα των ίδιων συμβάσεων αναφέρεται ότι «Σημειώνεται ότι η παροχή
επενδυτικών υπηρεσιών, και ως εκ τούτου και η παρούσα συμβατική σχέση μεταξύ
πελάτη ΑΕΠΕΥ, ήδη διέπεται από τον νόμο 3606/2007,
που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία (ΜiFID)
2004/39 /ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές
χρηματοπιστωτικών μέσων , καθώς και τη σχετική υπόλοιπη νομοθεσία». Πλην,
όμως... οι οδηγίες της τράπεζας δεν προέβλεπαν ερωτήσεις στους πελάτες για να
προκόψει το επενδυτικό τους προφίλ και να κριθεί έτσι, αν αυτοί είναι
κατάλληλοι για την συγκεκριμένη επένδυση και αν κατανοούν και γνωρίζουν τους
κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη σχετική σύμβαση. Επομένως, η ανωτέρω
χειρόγραφη σημείωση της δεύτερης εναγομένης δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τέτοιες ερωτήσεις δεν υποβλήθηκαν
στους ενάγοντες. Την ίδια ως άνω ημέρα επίσης, ο πρώτος των εναγόντων υπέγραψε
και αίτηση προκειμένου να ανοίξει κωδικό στο Χρηματιστήριο και να αποκτήσει
μερίδα επενδυτή στο Σύστημα Άϋλων Τίτλων (ΣΑΤ). Σημειωτέον, ότι τέτοια αίτηση δεν υπέγραψε ή δεύτερη των
εναγόντων, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, έχοντας δραστηριοποιηθεί στο
παρελθόν με το Χρηματιστήριο, είχε από παλαιότερα μερίδα επενδυτή και
χρηματιστηριακό κωδικό. Στις 6.5.2011 οι ενάγοντες, καθώς επιθυμούσαν να είναι συνδικαιούχοι στην επένδυση, υπέγραψαν εκ νέου αίτηση
δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών και εξουσιοδότηση χρήσης, προκειμένου να
αποκτήσουν κοινή μερίδα επενδυτή στο ΣΤΑ. Τελικά, στις 11.5.2011 οι ενάγοντες
υπέγραψαν κοινή αίτηση-σύμβαση για αγορά 200.000 ΜΑΕΚ, έναντι καταβληθέντος
ποσού 200.000 ευρώ και στις 13.5.2011, και ενώ την προηγουμένη ημέρα η δεύτερη
εξ αυτών κατέθεσε σε λογαριασμό της το ποσό των 140.000 ευρώ με επιταγή της
Εθνικής Τράπεζας, κατέβαλαν 50.000 ευρώ για την αγορά επί πλέον 50.000 ΜΑΕΚ,
υπογράφοντας την από 13.5.2011 σχετική αίτηση-σύμβαση. Σε προδιατυπωμένο
εκ μέρους της πρώτης εναγομένης όρο των συμβάσεων
αυτών, όπου σημειωτέον δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε
ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των ΜΑΕΚ, ώστε να δύνανται οι
αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εν τούτοις ότι αυτοί
βεβαιώνουν ότι διαθέτουν την γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην
αξιολόγηση της επένδυσής τους σε ΜΑΕΚ, και δηλώνουν ότι αφενός μεν αποδέχονται
τους όρους έκδοσης και αναγνωρίζουν τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται
στο Ενημερωτικό Δελτίο με ημερομηνία 5.4.2011 (που είχε εκδώσει η πρώτη εναγομένη) αφετέρου δε, ότι δεν τους έχει παρασχεθεί
οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την πρώτη εναγομένη
ή οποιαδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της
παρούσας έκδοσης και την απόφασή τους να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω
Ενημερωτικό Δελτίο, το οποίο απλώς βρισκόταν στο κατάστημα της τράπεζας στη
διάθεση κάθε ενδιαφερομένου. Επί πλέον, και αν ακόμα οι ενάγοντες είχαν
διαβάσει το Δελτίο αυτό, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν την λειτουργία και
τη νομική φύση του επενδυτικού αυτού προϊόντος. Και τούτο διότι, όπως
προαναφέρθηκε, τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά
στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση
και κυκλοφορίας τους ως ομολόγων ενός ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια
ψευδή εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε αδαή περί τα
χρηματοπιστωτικά μέσα περιστασιακό επενδυτή και ενδεχομένως και έναν μη
προσεκτικό έμπειρο επενδυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όπως αναφέρεται στη
σελίδα 41 του από 5.4.2001 Ενημερωτικού Δελτίου, τα εκδιδόμενα ΜΑΕΚ, λόγω της
ιδιαιτερότητάς τους, απευθύνονται στον επενδυτή που «κατέχει τη γνώση και την
εμπειρία είτε από μόνος του είτε με ένα οικονομικό σύμβουλο να τα αξιολογήσει».
Και όμως, η πρώτη εναγομένη, κατά κατάχρηση των
σχέσεων εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί με τους πελάτες της, απευθύνθηκε σε
απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους για τέτοιες συναλλαγές, και όχι σε
έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει, σύμφωνα με την ήδη διακηρυγμένη στο
Ενημερωτικό της Δελτίο θέση-εκτίμησή της. Τέτοιοι δε, απλοί καταθέτες και
άπειροι για τέτοιες συναλλαγές ήσαν και οι ενάγοντες,
οι οποίοι δεν είχαν ούτε τις κατάλληλες γνώσεις περί τα χρηματοπιστωτικά μέσα,
αλλά ούτε και τις σχετικές ικανότητες να αξιολογήσουν από μόνοι τους την
επένδυσή τους σε ΜΑΕΚ, όπως αναφέρεται στον ανωτέρω προδιατυπωμένο
όρο των πιο πάνω συμβάσεων ότι αποδέχθηκαν ότι κατείχαν. Έτσι, οι ενάγοντες,
χωρίς να αντιληφθούν σε όλη της την έκταση την νέα επένδυση, εμπιστεύθηκαν την
ελλιπή πληροφόρηση και τις συμβουλές και συστάσεις της δεύτερης εναγομένης για την αγορά των ΜΑΕΚ, οι οποίες πράγματι
έλαβαν χώρα... Το γεγονός ότι... δεν υπήρχε bonus για
τους υπαλλήλους για την διάθεση των ΜΑΕΚ, δεν αναιρεί όσα προαναφέρθηκαν, αν
ληφθεί υπόψη ότι υπήρχε πάντως στοχοθέτηση για κάθε κατάστημα της πρώτης εναγομένης αναφορικά με την διάθεση των ΜΑΕΚ....Η
διαλαμβανόμενη κατά συνέπεια, στον ανωτέρω προδιατυπωμένο
όρο των συμβάσεων δήλωση των εναγόντων ότι δεν τους παρασχέθηκε οποιαδήποτε
συμβουλή ή παρότρυνση από την τράπεζα ή υπάλληλό της δεν ανταποκρίνεται στη
πραγματικότητα. Επομένως, η πρώτη εναγομένη τραπεζική
εταιρεία, ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής
της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονται στο Ενημερωτικό
της Δελτίο προς αποφυγή συνεπειών σε βάρος της, σαφώς παρείχε μέσω της δεύτερης
εναγομένης, προστηθείσας
υπαλλήλου της, άτυπη επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες, οι οποίοι
διέθεταν στη προκειμένη περίπτωση και την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικοί
αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της πρώτης εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου
αποταμιευτή, δεδομένου του ότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχαν απασχοληθεί στο παρελθόν, έστω και
περιστασιακά, με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Τα ανωτέρω εξ άλλου,
όσον αφορά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, ενισχύονται και από την
4995/25.2.2013 έγγραφη σύσταση της ανεξάρτητης αρχής «Συνήγορος του Καταναλωτή»
προς την πρώτη εναγομένη, όπου, αφού αναφέρεται ότι η
αρχή αυτή έγινε αποδέκτης πολλών καταγγελιών καταναλωτών - πελατών της τράπεζας
σε σχέση με τα επίδικα ΜΑΕΚ, καταλήγει στη διαπίστωση ότι «... η τράπεζα
προχώρησε σε παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους επενδυτές πελάτες της,
χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει
αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και γενικότερα, χωρίς τις προαπαιτούμενες
οδηγίες του ν. 3606/2007 αναφορικά με τις αφορές
χρηματοπιστωτικών μέσων». Ενισχύονται, επίσης, τα ανωτέρω και από την έκθεση
ειδικού ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (ΚΤΚ) σε βάρος της πρώτης εναγομένης, όπου διαπιστώνεται ως τελικό συμπέρασμα ότι
υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής
στους πελάτες-επενδυτές της τελευταίας, αναφορικά με τη διάθεση των ΜΑΕΚ. Σημειωτέον ότι η έκθεση αυτή συντάχθηκε μετά από
καταγγελίες πολιτών της Κύπρου, κατόχων ΜΑΕΚ προς την ΚΤΚ, την τακτική δε αυτή
για την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε πελάτες της, όπως είναι και οι ενάγοντες,
ακολούθησε ασφαλώς η πρώτη εναγόμενη και στα καταστήματά της που ήταν
εγκατεστημένα στην ελληνική επικράτεια, όπως άλλωστε, σαφώς αποδείχθηκε, κατά
τα προαναφερθέντα. Λόγω δε της ανωτέρω συμπεριφοράς της, αλλά και του γεγονότος
ότι οι πληροφορίες που απευθύνονταν σε πελάτες της πρώτης εναγομένης
σχετικά με την έκδοση των ΜΑΕΚ, δεν ήταν σαφείς, ακριβείς και μη παραπλανητικές
και δεν έγινε αξιολόγηση της καταλληλότητας των
πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα, επιβλήθηκε στην πρώτη εναγομένη
συμβολικό, όπως αναφέρεται πρόστιμο 4.000 ευρώ σε βάρος της, με την από
13.9.2013 απόφαση της ΚτΚ. Πρόστιμο επίσης, ποσού
10.000 ευρώ επιβλήθηκε και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε βάρος της πρώτης εναγομένης, επειδή, όπως αναφέρεται στο από 10.12.2014
δελτίο τύπου της εν λόγω Επιτροπής, κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ παρείχε
επενδυτικές συμβουλές χωρίς να προβεί στον έλεγχο καταλληλότητας
επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις,
κατά παράβαση του ν. 3606/2007 και της με αριθμό 1/452/2007 απόφασης της
Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Καθίσταται, επομένως, σαφές, ενόψει όσων
προαναφέρθηκαν ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι, επιζητούσαν την ασφάλεια των
χρημάτων τους και την απόληψη τόκων, δεν θα προέβαιναν στην αγορά των ΜΑΕΚ, αν
γνώριζαν την αλήθεια για το συγκεκριμένο προϊόν και αν είχαν επαρκώς ενημερωθεί
από την έχουσα την προς τούτο υποχρέωση εναγομένη
τράπεζα ότι τα επίδικα ΜΑΕΚ ήταν υψηλού ρίσκου, μειωμένης διασφάλισης,
υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική
κατάσταση και την φερεγγυότητα της τράπεζας και ως εκ τούτου τα χρήματά τους
δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν άληκτα (αόριστης διάρκειας) και υποχρεωτικά
μετατρέψιμα σε μετοχές και ως εκ τούτου η πρώτη εναγομένη
δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (δεδομένου ότι ήταν προαιρετικό
το δικαίωμά της για την εξαγορά εκ μέρους της των ΜΑΕΚ στην πενταετία, ενώ οι
ίδιοι δεν διατηρούσαν κανένα δικαίωμα κατά της τράπεζας για επιστροφή του
κεφαλαίου), ότι τα ΜΑΕΚ δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις δυνατότητες και
τους στόχους τους, ότι η πρώτη εναγομένη τράπεζα
εκμεταλλεύθηκε κακόπιστα την πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ τους για να
προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαίτερα ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα και
ότι η πρώτη εναγόμενη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα, λόγω της
μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων, της
υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές
κάτω από ορισμένες συνθήκες, δικαιώματα που είχε επιφυλάξει με εξουσιαστικές
ουσιαστικά αιρέσεις υπέρ της. "Όπως δε περαιτέρω αποδείχθηκε, οι ανωτέρω
κίνδυνοι των ΜΑΕΚ τελικά πραγματώθηκαν. Συγκεκριμένα, στις 30.6.2011 και ενώ,
όπως προαναφέρθηκε, οι ενάγοντες θεωρούσαν ότι το κεφάλαιό τους ήταν απόλυτα
εξασφαλισμένο, έλαβαν μία επιστολή, από την πρώτη εναγομένη
περί « συνοπτικής παρουσίασης θέσης» με βάση την οποία το κεφάλαιό τους
παρουσιαζόταν μειωμένο κατά 28.290 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 221.710 ευρώ.
Το κεφάλαιό τους δε, συνέχιζε να μειώνεται, καθώς στις 30.12.2011 ανήλθε σε
165.369, 50 ευρώ, στις 30.6.2012 ανήλθε σε 74.499,75 ευρώ και στις 31.12.2012
σε 65.108,50 ευρώ. Εν τω μεταξύ, τον Ιούνιο του 2012, η πρώτη εναγομένη τους ανακοίνωσε ότι δεν θα καταβάλλονταν τόκοι
για το τελευταίο εξάμηνο, ήτοι από Ιανουάριο έως Ιούνιο 2012. Στις 29.3.2013 η
πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία τέθηκε, δυνάμει
του εκδοθέντος, σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο
της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ’ αριθμ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου
ως προς την διάσωσή της με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγίανσης ένεκα της δεινής
οικονομικής κατάστασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια.
Δυνάμει των με 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας
Κύπρου τα ΜΑΕΚ μετατράπηκαν σε μετοχές Δ’ τάξης με τιμή μετατροπής 1 ευρώ (ήτοι
στην ονομαστική τους αξία)και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής σε 1 ευρώ για
κάθε 1 ευρώ των παραπάνω χρεών της τράπεζας. Στη συνέχεια, επήλθε μείωση της
ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ' τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη, για την
διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της πρώτης εναγομένης.
Κάθε μία μετοχή Δ’ τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01
ευρώ. Στη συνέχεια κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις
μετοχές αξίας 0,01 εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε
μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστη. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες
διαθέτουν πλέον, 2.500 συνήθεις μετοχές της πρώτης εναγομένης
τραπεζικής εταιρείας με συνολική ονομαστική αξία 2.500 ευρώ. Σύμφωνα με όλα τα
παραπάνω, η ως άνω ζημία των εναγόντων οφείλεται στην υπαίτια συμπεριφορά της
δεύτερης εναγομένης, προστηθείσας
υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, ως προς την
εκπλήρωση της υποχρέωσής της για διαφώτιση και ενημέρωση των αντισυμβαλλομένων
της εναγόντων, σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τα υποδεικνυόμενα
από την ίδια επενδυτικά προϊόντα, η οποία απορρέει από την καλή πίστη, αλλά και
την σιωπηρώς καταρτισθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση
παροχής επενδυτικών συμβουλών (αρθ. 25 ν. 3606/2007,
281,288 του ΑΚ) για την οποία ευθύνεται η πρώτη εναγομένη
τραπεζική εταιρεία (αρθ. 922 του ΑΚ). Αποδεικνύεται,
επομένως, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την
οποία ευθύνονται οι εναγόμενες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198,
281, 288, 297, 298, 330, 914, 922 του ΑΚ 8 του ν. 2251/1994 και 25 του ν.
3606/2007, εφόσον οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των
άνω καθηκόντων, η οποία συνίσταται στο ποσό που κατέβαλαν για την αγορά των ΜΑΕΚ
και συγκεκριμένα, στο ποσό των 250.000 ευρώ. Από το ποσό όμως αυτό πρέπει να
αφαιρεθεί η αξία των 2.500 μετοχών που κατέχουν ήδη οι ενάγοντες, οπότε η ζημία
των εναγόντων ανέρχεται στο -ποσό των 247.500 ευρώ. Εξ άλλου η παραπάνω
παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης,
για την οποία ευθύνεται και η πρώτη εναγομένη κατά τα
προαναφερθέντα, συνδέεται σε κάθε περίπτωση αιτιωδώς προς την προκληθείσα
περιουσιακή ζημία των εναγόντων, η οποία δεν ανάγεται στον εγγενή στη
λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς
κίνδυνο ή σε γεγονός ανώτερης βίας και μάλιστα στην προαναφερθείσα απόφαση της
Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέση με το με αριθμό 103/2013 Διάταγμά της σε
καθεστώς εξυγίανσης την πρώτη εναγομένη με σκοπό την ανακεφαλαιοποίησή της με ίδια μέσα, όπως αβάσιμα
ισχυρίζεται η τελευταία. Ειδικότερα, η παράλειψη εκ μέρους της προστηθείσας υπαλλήλου, δεύτερης εναγόμενης να ενημερώσει
επαρκώς τους ενάγοντες για τους κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης στο
χρηματιστηριακό προϊόν των ΜΑΕΚ, προκειμένου οι τελευταίοι να κατανοήσουν
πλήρως τη μορφή και το περιεχόμενό της και να αποφασίσουν συνειδητά εάν θα
επιλέξουν την προτεινόμενη τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας μέσω
της επιλογής τους όσους κινδύνους συνδέονται με αυτή, ήταν ικανή, κατά τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας να προξενήσει
και πράγματι προξένησε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων, υπό την έννοια
της ύπαρξης ανάμεσα τους πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, δίχως να υφίσταται
υπέρβαση της τελευταίας από την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση της ΚΤΚ, η οποία
συνιστά, με βάση όσα προεκτέθηκαν, απλώς ένα τμήμα
της αιτιώδους διαδρομής, έστω και αν η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές της πρώτης
εναγόμενης ήταν μέτρο εξυγίανσής της και όχι μέτρο ιδιωτικής βούλησης, δεν
έγινε δηλαδή κατά την ενάσκηση δικαιώματος της πρώτης εναγομένης
ή εξ αιτίας παράβασης εκ μέρους της όρου έκδοσης των ΜΑΕΚ. Τούτο δε, αν επί
πλέον ληφθεί υπόψη ότι ο κίνδυνος αφερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης
δεν συνιστούσε γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο, καθώς η επέλευση του
κινδύνου ήταν ενδεχόμενη, αν ληφθεί υπόψη ο λόγος για τον οποίο αυτή προέβη
στην έκδοση του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, η δυσχερής δηλαδή
οικονομική της κατάσταση στην οποία ήδη βρισκόταν εξ αιτίας της συγκέντρωσης υψηλών
κινδύνων από την επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία είχαν ήδη
χαρακτηρισθεί ως μηδενικής αξίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω,
όπως ήδη προαναφέρθηκε, τα επίδικα ΜΑΕΚ ήταν προϊόντα μειωμένης διασφάλισης,
άληκτα και με όρους προαιρετικής ή αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και μονομερώς
υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και επομένως, δεν θα μπορούσαν να
αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου
κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων των εναγόντων. Ο δε προσδιορισμός
των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαίωση της πρώτης εναγομένης
τράπεζας, και η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς της. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές
ότι το εκδοθέν από την πρώτη εναγομένη
από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο περιείχε κάποιες γενικές αναφορές στα ΜΑΕΚ και
στους κινδύνους της επένδυσης σ’ αυτά. Ωστόσο, πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί
υπόψη ότι το δελτίο αυτό καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς
και οικονομικούς όρους μη κατανοητούς σε κάποιον που δεν είναι συστηματικός ή
θεσμικός επενδυτής, με εξειδικευμένες μάλιστα γνώσεις. Πράγματι, οι όροι
«μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων
προτεραιότητα» (subordinated), «ομόλογα μειωμένης
εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» (perpetual bonds), «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» κ.α. δεν γίνονται κατανοητοί
από τον οποιονδήποτε απλό τραπεζικό πελάτη. Πολύ δε περισσότερο, δεν γίνονται
κατανοητοί οι όροι αυτοί και το νομικό καθεστώς εν γένει των ΜΑΕΚΑ και οι
έννομες συνέπειες της έκδοσης και της πώλησής τους από έναν που δεν διαθέτει
και επαρκείς και εξειδικευμένες γνώσεις. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όπως
προαναφέρθηκε, το ίδιο το Ενημερωτικό Δελτίο, στη σελίδα 41, θεωρεί ότι τα
εκδιδόμενα ΜΑΕΚ, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους απευθύνονται στον επενδυτή που
κατέχει τη γνώση και την εμπειρία, είτε από μόνος του, είτε με ένα οικονομικό
σύμβουλο (είτε και με ένα νομικό
σύμβουλο ακόμα, όπως αναφέρεται σε άλλες σελίδες του δελτίου) για να τα
αξιολογήσει. Όμως, η πρώτη εναγομένη τράπεζα,
καταχρώμενη, όπως προεκτέθηκε, τις αναπτυχθείσες ήδη
με πελάτες της, σχέσεις εμπιστοσύνης, απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, που κατά
τεκμήριο ήσαν άπειροι σε τέτοιες συναλλαγές, όπως
ήταν οι ενάγοντες, και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει κατά
την ήδη διακηρυγμένη στο ενημερωτικό της δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής
απορρέουσα αυτοδέσμευσή της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή
πίστη. Επί πλέον, όπως επίσης προαναφέρθηκε, η τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα
σημείο του ενημερωτικού της δελτίου την οικονομική της κατάσταση, στην οποία
ήδη βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από επένδυση σε
Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου ύψους περί τα 2.3 δις ευρώ την 5.4.2011, που είχαν
ήδη χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως μηδενικής αξίας, όταν
τα ίδια κεφάλαιά της, κατά την ίδια περίοδο ανέρχονταν σε 2,8 δις ευρώ, γεγονός
που αποτέλεσε και την αναγκαιότητα έκδοσης των επίδικων ΜΑΕΚ, προκειμένου με
την εισροή νέων κεφαλαίων να αποκατασταθεί η κλονισμένη κεφαλαιακή της
επάρκεια. Επομένως, οι ενάγοντες, ως απλοί πελάτες της τράπεζας, ακόμη και αν
διάβαζαν το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο, δεν θα ήταν σε θέση να αντιληφθούν τους
κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης που επέλεξαν με προτροπή και σύσταση της
δεύτερης εναγομένης. Περαιτέρω δεν μπορεί να καταλογισθεί
ως συντρέχουσα αμέλεια των εναγόντων η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού
συμβούλου που θα είχε τις γνώσεις ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίδικων
ΜΑΕΚ και της επένδυσης σ' αυτά, καθώς η τακτική αυτή δεν είναι συνήθης και
ακολουθούμενη στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών, ιδίως της
λιανικής τραπεζικής. Επί πλέον, δεν πρέπει να παραβλεφθεί
το γεγονός ότι οι ενάγοντες, λόγω των σχέσεων που είχαν αναπτύξει με την
δεύτερη εναγομένη από την πολυετή συνεργασία τους,
είχαν πεισθεί πλήρως από τις διαβεβαιώσεις της ότι η συγκεκριμένη επένδυση ήταν
επωφελής και ασφαλής γι' αυτούς και ότι δεν υπήρχαν κίνδυνοι από την επένδυση
αυτή, λόγω της ισχυρής οικονομικής θέσης της τράπεζας, όπως τους είχε
διαβεβαιώσει η τελευταία. Κατά συνέπεια, δεν τους βαρύνει καμία υπαιτιότητα
επειδή δεν ανέγνωσαν τα πληροφοριακά έντυπα που εξέδωσε η πρώτη εναγόμενη και
δεν κατέφυγαν στις υπηρεσίες εξειδικευμένων προσώπων και συνακόλουθα, η σχετική
ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας των
εναγόντων στη πρόκληση της ζημίας τους, που είναι νόμιμη (αρθ.
300 του ΑΚ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι εναγόμενες
ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι ενάγοντες είναι συνυπαίτιοι της έκτασης της
ζημίας τους, καθώς, ενώ είχαν ενημερωθεί ήδη από τις 30.6.2011 από το
Ενημερωτικό (statement) της Συνοπτικής Παρουσίασης
Θέσης που τους είχε αποσταλεί και παρέλαβαν, ότι το κεφάλαιό τους είχε ήδη
απώλεια 28.290 ευρώ, αποτιμούμενο σε 221.710 ευρώ,
αυτοί (ενάγοντες) όφειλαν αμέσως, την 1η.7.2011 να πωλήσουν τα 250.000 ΜΑΕΚ στο
Χρηματιστήριο στην τιμή των 221.710 ευρώ και να περιορίσουν έτσι την ζημία τους
στο ποσό των 28.290 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος (αρθ.
300 ΑΚ) πρέπει όμως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, για τους εξής
ειδικότερους λόγους: Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί, ότι, όπως
προαναφέρθηκε, επιδίωξη των εναγόντων ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε
εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς
διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας και όχι η πώληση
των τίτλων στο Χρηματιστήριο. Επί πλέον η εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί με
την πρώτη των εναγομένων και την υπάλληλό της,
δεύτερη εξ αυτών, δημιούργησε στους ενάγοντες την πεποίθηση ότι θα λάβουν τα
χρήματά τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές
αποτιμήσεις του κεφαλαίου τους, και χωρίς να είναι αναγκαίο γι’ αυτούς να
εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επιδίκων ΜΑΕΚ στη δευτερογενή αγορά. Όπως
μάλιστα αποδείχθηκε, οι ενάγοντες, όταν έλαβαν την ανωτέρω συνοπτική παρουσίαση
θέσης του κεφαλαίου τους, απευθύνθηκαν στη δεύτερη εναγομένη
εκδηλώνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία τους για το θέμα αυτό, για να
λάβουν την απάντηση ότι τα έγγραφα αυτά είναι τυπικά, που δεν πρέπει να τους
ανησυχούν και που δεν επηρεάζουν την ασφάλεια του κεφαλαίου τους και την
επιστροφή του στο ακέραιο κατά τη λήξη της πενταετίας. Είναι δε προφανές, ότι
το άκρως συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ δεν συνάδει με άτομα που θα
διακινδύνευαν το σύνολο των αποταμιεύσεών τους, αν γνώριζαν ότι μόνο με την
πώληση στο Χρηματιστήριο θα μπορούσαν να περιορίσουν την ζημία τους. Περαιτέρω,
οι αποτιμήσεις του χαρτοφυλακίου, στις οποίες προέβαινε η τράπεζα σχετικά με το
κεφάλαιο των εναγόντων, ουδόλως αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο το οποίο
προσδιορίζει την συγκεκριμένη αξία των επιδίκων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται
και δεν εγγυάται και την πώλησή τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση δηλαδή του
χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει ότι τα επίδικα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία
αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχο αγοραστικό ενδιαφέρον, που δεν μπορεί να
προσδιορισθεί και που δεν αποδεικνύεται άλλωστε ότι υπήρχε. Τούτο δε, αν επί
πλέον ληφθεί υπόψη, ότι σύμφωνα με τους όρους του πιο πάνω από 5.4.2011
ενημερωτικού δελτίου, η τράπεζα ομολογεί την ανυπαρξία προηγούμενης δημόσιας
αγοράς, καθώς τα επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη
φορά που θα διαπραγματεύονταν και μάλιστα στη δευτερογενή αγορά του
Χρηματιστηρίου, που ιδίως τότε, λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης,
ήταν μικρή, ενώ επί πλέον τα προϊόντα αυτά είχαν περιπέσει από την έκδοσή τους
σε ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα
χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές). Για το λόγο αυτό
άλλωστε, δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating)
όπως συνηθίζεται. Επομένως, η εμπορευσιμότητα των επίδικων προϊόντων θα ήταν με
βεβαιότητα μηδενική. Εξ άλλου η επιλογή της ρευστοποίησης των τίτλων θα
αποτελούσε ουσιαστικά επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής
της ζημίας, αφού κάτι τέτοιο ήταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος των εναγόντων,
δεδομένου ότι η επιδίωξή τους ήταν να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το
κεφάλαιό τους ως τη λήξη της πενταετίας. Ισχυρίζονται επίσης οι εναγόμενες,
επικουρικά, ότι σε οποιοδήποτε ποσό τυχόν επιδικασθεί στους ενάγοντες ως
αποζημίωση, πρέπει να συνυπολογισθεί και να αφαιρεθεί ως ωφέλεια το συνολικό
ποσό των 8.590,24 ευρώ, που αυτοί έλαβαν ως τόκους για το διάστημα από
30.6.2011 έως 31.12.2011. Η ένσταση, όμως αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως μη
νόμιμη. Και τούτο διότι το επικαλούμενο από τις εναγόμενες κέρδος των εναγόντων
δεν προέρχεται από την ζημία που υπέστησαν αυτοί εξ αιτίας της απώλειας του
κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία
το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες
και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογισθεί στη ζημία τους (ΑΠ 244/2016).
Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι εξ αιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς
της δεύτερης εναγομένης, προστηθείσας
υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, οι \ενάγοντες
υπέστησαν ηθική βλάβη, ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που
υπέστησαν από την απώλεια του κεφαλαίου τους. Πρέπει, επομένως, να τους
επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης, κατ’ άρθρο
932 του ΑΚ, το ποσό των 3.000 ευρώ στον καθένα, το οποίο κρίνεται εύλογο, αν
ληφθεί υπόψη η αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεύτερης
εναγομένης, το είδος και η έκταση της περιουσιακής
ζημίας των εναγόντων και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων
μερών.». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού κατά παραδοχή του
σχετικού λόγου έφεσης των εναγόντων, έκρινε την αγωγή ορισμένη και εξαφάνισε
την εκκαλουμένη απόφαση, διακράτησε την υπόθεση και
έκανε την από 7.5.2014 αγωγή δεκτή ως νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και από
ουσιαστική άποψη, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες, εις ολόκληρον
εκάστη, να καταβάλουν στους ενάγοντες κατ’ ισομοιρίαν,
ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 247.500 ευρώ, και ως χρηματική τους
ικανοποίηση σε έκαστο αυτών το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, απάντων των
επιδικαζόμενων ποσών νομιμοτόκως από της επομένης που
έγινε η επίδοση της αγωγής. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες
παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 297,
298, 342 και 914 του ΑΚ και παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την
ερμηνεία αυτών (διατάξεων), αλλά και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών
στις διατάξεις αυτές (αρθ. 559 αρ.
1 ΚΠολΔ), καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης, εξ
αιτίας αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης για ζήτημα που
έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (αρθ. 559
αρ. 19 ΚΠολΔ). Πλέον
συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες αναφέρονται στην
πλημμέλεια του εφετείου, να μην δεχθεί, ότι η ψήφιση στις 22.3.2013 του ειδικού
νόμου για την εξυγίανση των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων, και η επακολουθήσασα στις 29.3.2013 υπαγωγή της πρώτης των αναιρεσειουσών τράπεζας σε καθεστώς εξυγίανσης, προκειμένου
να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια, υπήρξε γεγονός ανωτέρας βίας,
δηλαδή, εξαιρετικό και απρόβλεπτο από τον μέσο συνετό άνθρωπο, με βάση τα
δεδομένα που αυτός είχε υπόψη του, γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη
σύνδεσμο μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων,
λαμβανομένου ιδίως υπόψη, του ότι η ζημία εν προκειμένω των αναιρεσιβλήτων
υπήρξε μεταγενέστερη του χρόνου κατάρτισης της εν λόγω επένδυσης του χρηματικού
κεφαλαίου τους σε ΜΑΕΚ και τελικώς επήλθε εξ αιτίας της κατ’ εφαρμογή των
ειδικών νομοθετημάτων που ίσχυσαν μεταγενεστέρως,
μετατροπής των ΜΑΕΚ σε μετοχές και της εν συνεχεία απομείωσης
της αξίας αυτών. Με όσα παραπάνω δέχθηκε το Εφετείο ως αποδειχθέντα, ορθά τις
παραπάνω διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, καθόσον:
(α) δέχθηκε ότι η συμπεριφορά της πρώτης των εναγομένων
τράπεζας μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων των
καταστημάτων της στην Ελλάδα, υπήρξε παράνομη και υπαίτια, δεδομένου ότι
παραπλάνησε τους επενδυτές, και εν προκειμένω τους άπειρους περί τις επενδύσεις
ενάγοντες, μέσω της δεύτερης των εναγομένων υπαλλήλου
της, προϊσταμένης του υποκασταστήματος Πρεβέζης,
πείθοντάς τους με ελλιπή και παραπλανητική πληροφόρηση και σύσταση, και κατά
παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της
συναλλακτικής καλής πίστης, να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους στα εκδοθέντα από την ίδια ΜΑΕΚ (Μετατρέψιμα Αξιόγραφα
Ενισχυμένου Κεφαλαίου), υβριδικά και ιδιαιτέρως σύνθετα και πολύπλοκα στην
σύλληψη και επενδυτική τους λειτουργία επενδυτικά προϊόντα, τα οποία ως
αόριστης διάρκειας, μειωμένης εξασφάλισης, και εξαρτώμενα από την φερεγγυότητα
της εκδότριάς τους πρώτης των εναγομένων εμπεριείχαν
κινδύνους μη αντιληπτούς από αυτούς, ως ιδιώτες επενδυτές, και τούτο σε
συνδυασμό με την ψευδή παράσταση της πρώτης εναγόμενης ως κραταιάς
τραπέζης που εγγυάτο την επιστροφή του κεφαλαίου τους, και (β) ότι μεταξύ της
παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της επελθούσας
ζημίας των εναγόντων υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι η παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της προστηθείσας
υπαλλήλου της τράπεζας ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή
κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία αυτή, την οποία, κατά
τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης, επέφερε στη
συγκεκριμένη περίπτωση και η οποία (ζημία) θα είχε αποφευχθεί αν η προστηθείσα υπάλληλος δεν είχε ενεργήσει κατά τον προεκτεθέντα υπαίτιο και παράνομο τρόπο. Ειδικότερα δε, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε η προσβαλλομένη τις παραπάνω διατάξεις,
απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί διακοπής της αιτιώδους συνάφειας εξ αιτίας
γεγονότος ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα, της αιφνίδιας θέσης της πρώτης εναγομένης σε καθεστώς εξυγίανσης βάσει διαταγμάτων της
Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (ΚΤΚ), προς διάσωσή της με ίδια μέσα και αποκατάσταση
της κεφαλαιακής της επάρκειας, καθεστώς το οποίο οδήγησε στην ζημία των
εναγόντων, συνισταμένη στην απομείωση της περιουσίας
τους λόγω της τελικής μετατροπής των ΜΑΕΚ που είχαν αγοράσει, σε μετοχές
ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ. Τούτο, διότι δέχθηκε, ότι η έκδοση του
ειδικού νόμου της 22.3.2013 «περί εξυγίανσης τραπεζικών και άλλων ιδρυμάτων»
και τα κατ' εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθέντα
διατάγματα της ΚΤΚ, για την θέση της πρώτης εναγομένης
σε καθεστώς εξυγίανσης, ήσαν μεταγενέστερα του χρόνου
επέλευσης της ζημίας, η οποία κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης υπήρξε η
ίδια η αγορά των ΜΑΕΚ, στις 5.5.2011, αντί τιμήματος 250.000 ευρώ, στην οποία
οι ενάγοντες προέβησαν παραπλανηθέντες, και στην
οποία αυτοί δεν θα προέβαιναν, και συνεπώς δεν θα ζημιώνονταν κατά το ισόποσο,
αν γνώριζαν την πραγματική φύση των ΜΑΕΚ, ως λίαν επισφαλών χρηματοοικονομικών
προϊόντων, σε συνδυασμό με την ήδη κατά το χρόνο αγοράς τους, δυσχερή
οικονομική κατάσταση της εκδότριας τράπεζάς τους, πρώτης εναγομένης,
στοιχεία για τα οποία, έλαβαν ψευδή, ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση.
Συνακόλουθα, ορθώς η προσβαλλομένη κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς
(σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα πραγματική κατάσταση) έκρινε ότι η αποκαταστατέα ζημία των εναγόντων συνδέεται αιτιωδώς με τη προπεριγραφείσα παράνομη συμπεριφορά και συνίσταται στο
χρηματικό ποσό που οι ενάγοντες κατέβαλαν για την εν λόγω επένδυση,
αποκαθίσταται δε αυτή αποζημιωτικώς, ταυτιζομένης απολύτως της επένδυσης των εναγόντων σε ΜΑΕΚ
με την ισόποση ζημία τους. Συνεπώς, δεδομένου ότι κατά τις αναιρετικώς
ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης, η ζημία των εναγόντων επήλθε κατά τον
χρόνο σύναψης των υπόψη συμβάσεων επενδυτικών υπηρεσιών, με την διάθεση στην
πρώτη αναιρεσείουσα ισόποσο με την ζημία τους
χρηματικό ποσό, και την κατάρτιση όχι ασφαλούς προθεσμιακής κατάθεσης, όπως
συναφώς παραπλανήθηκαν, αλλά με την απόκτηση άληκτων
υβριδικών τίτλων χωρίς καμία υποχρέωση της εκδότριας πρώτης εναγομένης
στην επιστροφή τους, και χωρίς ουδόλως να επηρεάζεται το επελθόν
αποτέλεσμα της ζημίας τους από την μεταγενέστερη χρονικώς θέση της πρώτης
εναγόμενης σε καθεστώς εξυγίανσης και την μετατροπή των εν λόγω τίτλων σε απλές
μετοχές μηδενικής σχεδόν αξίας, η οποία, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης
ήταν προστατευτικό, της ήδη επισυμβάσας κεφαλαιακής
ανεπάρκειας της πρώτης εναγομένης, μέτρο εκ μέρους
της ΚΤΚ και όχι προληπτικό τοιούτο, ορθώς απορρίφθηκε από την προσβαλλομένη ο
ισχυρισμός των αναιρεσειουσών περί διακοπής της
αιτιώδους συνάφειας, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, ανάγεται στην εκτίμηση
πραγμάτων και συνεπώς εκφεύγει του αναιρετικού
ελέγχου, ως ζήτημα πραγματικό, δεδομένου ότι είναι όντως πραγματικό ζήτημα το
αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του
αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του
ζημιογόνου γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το
οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το
αποτέλεσμα (σχετ. ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 278/2018, ΑΠ
1564/2014, ΑΠ 1513/2014, ΑΠ 1305/2005). Όσα δε, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης
επικαλούνται οι αναιρεσείουσες ειδικότερα, ως προς
την κεφαλαιακή επάρκεια της πρώτης εναγομένης, την
αναγκαστική επιβολή διάσωσής της με ίδια μέσα και την φερεγγυότητά της κατά το
χρόνο έκδοσης των ΜΑΕΚ, αφορούν στην ανέλεγκτη από το Δικαστήριο εκτίμηση των
αποδείξεων και είναι ως εκ τούτου απαράδεκτα, όπως απαράδεκτος είναι ο λόγος
κατά το μέρος που με αυτούς γίνεται επίκληση παραβίασης των διδαγμάτων της
κοινής πείρας, χωρίς να εκτίθεται ποιων συγκεκριμένων διδαγμάτων έγινε
παραβίαση. Εξ άλλου, έτσι που έκρινε το Εφετείο αναφορικά με την συνδρομή των
προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης των εναγομένων
προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, διέλαβε στην απόφασή του, πλήρεις και σαφείς
αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της
υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς της δεύτερης των εναγομένων
προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης και της ζημίας των
εναγόντων. Ειδικότερα, σαφώς και πλήρως εκτίθενται στην προσβαλλομένη και στην
ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που
στηρίζουν με επάρκεια το αποδεικτικό της πόρισμα, ήτοι η παράνομη και υπαίτια
συμπεριφορά (παραπλάνηση και ελλιπής ενημέρωση) των εναγόντων εκ μέρους της
δεύτερης εναγόμενης υπό την άνω ιδιότητά της, συμπεριφορά, η οποία κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει τη ζημία των
εναγόντων, την οποία και τελικώς προκάλεσε, ειδικότερα δε, πλήρως αιτιολογήθηκε
το ζήτημα της πιθανότητας επέλευσης του παράγοντος κινδύνου από την υπόψη
επένδυση, ενόψει του ότι οι κίνδυνοι αυτοί ήσαν τόσο
προβλέψιμοι, ώστε διελαμβάνοντο αναλυτικά σε
ενημερωτικό έντυπο της πρώτης των αναιρεσειουσών, το
οποίο όμως, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης ουδέποτε παραδόθηκε στους
ενάγοντες. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι
αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 300 παρ.
1 εδ. α' του ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε
από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην
επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από τη πιο πάνω διάταξη
προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς
αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό πταίσμα στην ζημία ή την
έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την
επέκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι’ αυτό
η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντας
πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της,
δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως
ως αποδειχθέντα, συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ,
για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου καθώς και για
παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1673/2013).
Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ,
που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ.
110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της
ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα
(άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του
πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 13/1995), είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που
προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, Ως πράγματα
νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση,
κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση
ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997,
ΑΠ 1431/2022, ΑΠ 95/2017, ΑΠ 1/2016, ΑΠ 1225/2004, ΑΠ 1530/2001), δηλαδή οι
ισχυρισμοί, που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν
το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ
2/1989, ΑΠ 1072/2005, ΑΠ 864/ 2003). Αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν
λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, αυτοί να προτάθηκαν παραδεκτά στο
δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 20/2016, ΑΠ 623/2011, ΑΠ 319/2008) και
μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 881/1988).
Ειδικότερα, αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβαθμίου
δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί
παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με
λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με
τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ.
562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ
43/1990, ΑΠ 1933/2006, ΑΠ 760/2004, ΑΠ 1446/2003 ) ή πρόκειται για ισχυρισμό
που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για
πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Επομένως, δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο
αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό
εκπρόθεσμο (ΑΠ 867/1988), αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή
(ΟλΑΠ 2/1989, ΟλΑΠ 14/2004)
ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν
καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας ( ΑΠ 57/2019, ΑΠ 792/2015, ΑΠ
1058/1998) και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα
πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα
αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης (ΑΠ
857/2007, ΑΠ 140/2006, ΑΠ 1274/1994), ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε
αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την
επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν
στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη
συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως
αβάσιμος, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη του τον κρίσιμο ισχυρισμό, όμως τον
απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά (ΑΠ 839/2010), για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή
ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 68/2022, ΑΠ 1668/2005,
ΑΠ 448/1996) και συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος δεν στοιχειοθετείται
όταν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο,
αόριστο και γενικά απαράδεκτο, ή αλυσιτελή, αφού τέτοιος ισχυρισμός δεν ασκεί
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/1989,
ΑΠ 57/2019, ΑΠ 792/2015, ΑΠ 933/2014, ΑΠ 1434/2010). Για την πληρότητα του
προαναφερόμενου λόγου αναίρεσης, πρέπει, κατά τα άρθρα 118 εδ.
4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, να αναφέρονται σ’
αυτόν "τα πράγματα", που παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο
της ουσίας, να εκτίθενται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο
ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο (ΑΠ 367/2009) και μάλιστα από τον
ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 354/2011), το περιεχόμενό του
όπως προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας ώστε να κριθεί το νόμιμο και ορισμένο
του ισχυρισμού, γιατί διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρεπόταν να
τον λάβει υπόψη (ΟλΑΠ 2/2001) και τα στοιχεία από τα
οποία να προκύπτει ότι αν γινόταν δεκτός
αυτός ο ισχυρισμός θα είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
δηλαδή θα επηρέαζε ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το
διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 173/2017, ΑΠ 99/2016).
Με τον δεύτερο λόγο
αναίρεσης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στη
προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες των αριθμών 1,8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδοντας σ’ αυτή ότι παραβίασε τα διδάγματα της
κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 300, 330 και
914 του ΑΚ και δεν έλαβε υπόψη της προταθέντα
ισχυρισμό, άλλως, ότι έλαβε υπόψη της μη προταθέντα,
καθώς και ότι στερείται νόμιμης βάσης
λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών για ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης
.αναφορικά προς την συνυπαιτιότητα των αναιρεσιβλήτων
στην πρόκληση της ζημίας τους αλλά και στον μη περιορισμό της, και τούτο διότι
οι τελευταίοι: (α) δεν επισκόπησαν έστω,
την σωρεία εγγράφων που υπέγραψαν, προκειμένου να αντιλαμβάνονταν ευχερώς, ότι
επρόκειτο για επένδυση σε αμιγώς χρηματιστηριακό/ομολογιακό προϊόν και συνακόλουθα να απείχαν από την εν
λόγω συναλλαγή, και (β) δεν έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τα ΜΑΕΚ που κατείχαν,
στο Χρηματιστήριο, αμέσως μόλις ενημερώθηκαν για την μειωμένη αποτίμηση του
χαρτοφυλακίου τους. Με όσα παραπάνω δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλομένη
απόφασή του, όσον αφορά στον ισχυρισμό περί έλλειψης συνυπαιτιότητας των
εναγόντων-αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση και στην
έκταση της ζημίας τους, δεν παραβίασε ευθέως, αλλά ούτε εκ πλαγίου, είτε με
εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή, είτε με παραβίαση
διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των προεκτεθέντων
πραγματικών περιστατικών τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300,
330 και 914 του ΑΚ, διέλαβε δε, στην προσβαλλόμενη, σαφείς και επαρκείς
αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των
παραπάνω διατάξεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες
παραδοχές της προσβαλλομένης, οι ενάγοντες παραπλανήθηκαν
εξαπατηθέντες από την δεύτερη εναγομένη,
προστηθείσα υπάλληλο της πρώτης, ως προς τον
χαρακτήρα των ΜΑΕΚ, ως δήθεν τραπεζικού προϊόντος που προσομοίαζε με την
προθεσμιακή κατάθεση και παρείχε ασφάλεια ως προς τις αποδόσεις τόκων και
κεφαλαίου, αλλά και ως προς την οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης τράπεζας, η οποία ως δήθεν «κραταιά» παρείχε
πλήρη εγγύηση για την επιστροφή του κεφαλαίου τους, μηδέποτε ενημερωθέντες πλήρως και επακριβώς για τους κινδύνους της
επένδυσής τους και την αφερεγγυότητα της εκδότριας αυτών τράπεζας πρώτης εναγομένης, μέσω εγγράφων στα οποία επί πλέον, ψευδώς
βεβαιώθηκε, ότι αυτοί έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους, κατά' πλήρη κατάχρηση
των σχέσεων εμπιστοσύνης της εναγομένης τράπεζας με
τους πελάτες της, ώστε ουδεμία συνυπαιτιότητα βάρυνε τους ενάγοντες στην
πρόκληση της ζημίας τους, ενώ εξ άλλου, και σύμφωνα με τις παραδοχές της
προσβαλλομένης, ουδεμία συνυπαιτιότητα βάρυνε αυτούς και στην έκταση της ζημίας
τους, καθόσον όπως αναιρετικώς ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο, όταν αυτοί
ενημερώθηκαν για την απομείωση της αξίας της
επένδυσής τους στα ΜΑΕΚ και αμέσως απευθύνθηκαν στην δεύτερη εναγομένη, την οποία θεωρούσαν πρόσωπο της πλήρους
εμπιστοσύνης τους, εκδηλώνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία τους για το
γεγονός, έλαβαν την καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι τα έγγραφα αυτά ήσαν τυπικά, μη υφισταμένου συνεπώς λόγου ανησυχίας τους ,
γεγονός που τους απέτρεψε και από την πρόσληψη οικονομικού συμβούλου για
περαιτέρω διερεύνηση και αξιολόγηση της επένδυσής τους, η οποία σε κάθε
περίπτωση, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, και αν ακόμη ρευστοποιείτο
έκτοτε, δεν παρείχε καμία βεβαιότητα είσπραξης του αντιστοίχου τιμήματος, εξ
αιτίας της αποδειχθείσας έλλειψης αγοραστικής πρόθεσης από τρίτους.
Συνακόλουθα, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών στη
προσβαλλομένη, δεδομένου ότι οι πιο πάνω παραδοχές της στηρίζουν σαφώς και
πλήρως το αποδεικτικό της πόρισμα, συναφώς προς την αποκλειστική υπαιτιότητα
των εναγομένων στην πρόκληση και έκταση της ζημίας
των εναγόντων. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου
559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, ως προς αμφότερα
τα σκέλη του, ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της
κοινής πείρας είναι αόριστος καθώς δεν εξειδικεύεται το παραβιασθέν
δίδαγμα. Περαιτέρω και όσον αφορά στην επικαλούμενη πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ο λόγος είναι κατά
το πρώτο σκέλος του (μη επισκόπηση των τίτλων) απαράδεκτος καθόσον δεν
πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό αλλά αποδεικτικό επιχείρημα των αναιρεσειουσών συναπτόμενο με την
εκτίμηση των αποδείξεων, και κατά το δεύτερο (μη ρευστοποίηση) αβάσιμος, αφού η
αναιρεσιβαλλομένη έλαβε υπόψη της τον σχετικό
ισχυρισμό και τον απέρριψε σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες
αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές της Από τις διατάξεις των άρθρων 297,298 και
914 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον, υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ
της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου
γεγονότος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς, αν δεν συνέβαινε αυτό
το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία
τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν
πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη, πορεία των πραγμάτων (άρθρο
298 του ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται, μετά την αφαίρεση της
ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται
(εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός
του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις
δυνατόν από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο
υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει
στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του
δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολισμός
της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το
κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος
(ΑΠ 114/2022, ΑΠ 1082/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016).
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης
οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στη προσβαλλομένη απόφαση
την πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,
υποστηρίζοντας ότι με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297,298 και
914 του ΑΚ και ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε την ένστασή τους
περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους των εναγόντων, προκειμένου να αφαιρεθεί
η ωφέλεια που αυτοί αποκόμισαν από την τοκοφορία του
κεφαλαίου τους κατά τον χρονικό διάστημα που κατείχαν τα επίδικα ομόλογα. Όπως προεκτέθηκε, ο ισχυρισμός αυτός των αναιρεσειουσών
απορρίφθηκε από το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του ως μη νόμιμος, με
την αιτιολογία, ότι το κέρδος (ωφέλεια) των εναγόντων δεν προήλθε από την ζημία
που αυτοί υπέστησαν από την απώλεια του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση
αυτού στην τράπεζα και την εντεύθεν εκμετάλλευσή του, η οποία απέδωσε στους
ενάγοντες τους συμφωνημένους καρπούς (τόκους). Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν
υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και
υπαγωγή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ
τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, καθόσον το κέρδος των αναιρεσιβλήτων
(τόκοι) δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξ αιτίας απώλειας του
κεφαλαίου τους, οφειλόμενη στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δευτέρας
των αναιρεσειουσών, προστηθείσας
υπαλλήλου της πρώτης, όπως παραπάνω εκτέθηκε, αλλά από το μη επιζήμιο
διαφορετικό γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου τους προς εκμετάλλευση, που
στηριζόταν στην απόκτηση των εν λόγω τίτλων (ΜΑΕΚ) οι οποίοι απέδωσαν ως
καρπούς τους εισπραχθέντες από τους αναιρεσιβλήτους
καρπούς. Εξ άλλου, ο προταθείς από τις αναιρεσείουσες
συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις στην συναλλακτική
καλή πίστη, που δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβαίνει
προς όφελος των ζημιωσάντων. Συνεπώς, είναι αβάσιμος
ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες
αιτιώνται πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,
ενώ ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που αφορά σε πλημμέλεια εκ του αριθμού 19 του
ιδίου άρθρου, είναι απαράδεκτος καθόσον προϋπόθεση της έρευνάς της είναι ότι το
δικαστήριο ερεύνησε τον κρίσιμο ισχυρισμό κατ’ ουσίαν
και δεν τον απέρριψε ως μη νόμιμο, ως εν προκειμένω ( ΟλΑΠ
3/1997, ΑΠ 145/2019, ΑΠ 1935/2017,ΑΠ 369/2014).
Η υπέρβαση από τα πολιτικά
δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του
άρθρου 559 αρ. 4 ΚΠολΔ.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και
ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια δεχόμενα ότι
έχουν δικαιοδοσία επιλαμβάνονται υπόθεσης, η οποία, κατά τον νόμο, δεν ανήκει
στη δικαιοδοσία τους, αλλά με βάση τα πλαίσια που ορίζονται στο άρθρο 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2018) στη
δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία
διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ
319/2018, ΑΠ 397/2018). Όταν όμως το δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για
την έρευνα της υπόθεσης απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη
δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας) υποπίπτει στην πλημμέλεια της
παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου του αρ. 14 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ
2/1999, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 1002/2020, ΑΠ 397/2018).
Με τον πρόσθετο λόγο
αναίρεσης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην
προσβαλλομένη τις κάτωθι πλημμέλειες : α) υπέρβαση της δικαιοδοσίας των
πολιτικών δικαστηρίων (αρθ. 559 αρ.
4 ΚΠολΔ), β) αποδοχή πραγμάτων ως αληθών για ζήτημα
που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (αρθ.
559 αρ. 10 ΚΠολΔ) γ)
εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αρχών της Βασιλείας II, των οδηγιών
2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του ν, 3601/2007 και της οδηγίας της Κεντρικής
Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ) για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των
μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως 2011 (αρθ.
559 αρ. 1 ΚΠολΔ) και δ)
έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω έλλειψης αιτιολογίας, άλλως, λόγω ανεπαρκούς
αιτιολογίας σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (αρθ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ως προς έκαστο σκέλος του παραπάνω
λόγου αντιστοίχως: (1) διότι το εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση
δεν είχε την δικαιοδοσία να αποφανθεί περί της κεφαλαιακής επάρκειας της πρώτης
αναιρεσείουσας τράπεζας, κατά το χρόνο προ της
έκδοσης των ΜΑΕΚ , (2) διότι η προσβαλλομένη κατέληξε στην κρίση της περί
συνδρομής του πραγματικού γεγονότος της αφερεγγυότητας της πρώτης των αναιρεσειουσών, χωρίς απόδειξη, (3) διότι βάσει των ειδικών
κανόνων που εκδίδει η Επιτροπή της Βασιλείας με το «Σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙ»,
το οποίο ενσωματώθηκε στο ενωσιακό δίκαιο, με τις
οδηγίες με στοιχεία, 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του ν. 3601/2007 και την οδηγία
της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ), για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών
απαιτήσεων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως 2011, η αναιρεσείουσα τράπεζα πληρούσε τις προβλέψεις του Συμφώνου
της Βασιλείας II, ως προς τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, σε
αντίθεση με τις περί αφερεγγυότητος κρίσεις της
προσβαλλομένης και (4) διότι η αναιρεσείουσα τράπεζα
δεν εξέδωσε τα υπόψη ΜΑΕΚ για να καλύψει οικονομική ζημία της, δεδομένου ότι με
βάση τα κριτήρια, του ιδρυθέντος το έτος 2002, Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών
Προτύπων (ΔΛΠ) και των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΠ) που
αποτελούν ενωσιακό δίκαιο, αυτή ήταν κεφαλαιακά
επαρκής κατά τα έτη 2010 και 2011, δηλαδή σε χρόνο προς της εκδόσεως των ΜΑΕΚ,
ως και οι αρμόδιες εποπτικές αρχές (κυπριακές και ευρωπαϊκές) είχαν
πιστοποιήσει, περί του ζητήματος δε αυτού, οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης είναι
ανύπαρκτες και σε κάθε περίπτωση, εσφαλμένες.
Κατά την έννοια του άρθρου
562 παρ. 2 του ΚΠολΔικ για το παραδεκτό του λόγου
αναιρέσεως, πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται, έστω και αν
ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως
ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο
της προτάσεως αυτής, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να
προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια
την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις
όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος
προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια
τάξη, ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά
γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και
να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής
αυτής (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 966/2017). Συνεπώς προς τα
ανωτέρω: (Α) Ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το 1ο σκέλος αυτού, κρίνεται
απορριπτέος ως απαράδεκτος καθόσον, σύμφωνα με προεκτεθέντα,
ο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος μπορεί, ως αφορών
τη δημόσια τάξη, να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 20/2008, ΑΠ 1983/2009) εφόσον, όμως, τα προς θεμελίωση
αυτού επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν προταθεί στο δικαστήριο της
ουσίας και γίνεται επίκληση (στο αναιρετήριο
δικόγραφο) από την αναιρεσείουσα της εν λόγω
προβολής, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει στην ένδικη περίπτωση αφού ούτε η αναιρεσείουσα επικαλείται με το αναιρετήριο
δικόγραφο ότι τα, προς θεμελίωση της προσβαλλομένης από το 559 αρ. 4 ΚΠολΔικ αιτιάσεως, ως άνω
πραγματικά περιστατικά, είχαν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε από την
παραδεκτή επισκόπηση των κατατεθεισών ενώπιον αυτού (δικαστηρίου της ουσίας)
προτάσεων προκύπτει η, έστω και υπαινικτική, προβολή των επικαλούμενων ως άνω πραγματικών
περιστατικών από την αναιρεσείουσα, ούτε τέλος και
από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση αποδεικνύεται η αποδιδόμενη σ' αυτήν
αιτίαση. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός (κατά το 1ο σκέλος του) είναι
αβάσιμος, μη συντρεχούσης υπέρβασης της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων
προς εκδίκαση της υπόθεσης, ενόψει του ότι αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι
η αποζημίωση των εναγόντων ήδη αναιρεσιβλήτων από την
εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα
,τράπεζα εξ αιτίας αντισυμβατικής, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της,
μέσω της προστηθείσας υπαλλήλου της, δεύτερης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας,
αντικείμενο δηλαδή, της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία, σε
κάθε περίπτωση έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως, επί
παντός θέματος, ακόμη και διοικητικής φύσεως, το οποίο αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής
διαφοράς που άγεται ενώπιον τους (ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 246/2019, ΑΠ 27/2019, ΑΠ
547/2016). (Β) Ο πρόσθετος λόγος, ως προς το 2ο σκέλος του, συναφώς προς την
παραδοχή της αφερεγγυότητας (κεφαλαιακής ανεπάρκειας) της εκδότριας των υπόψη
τίτλων αναιρεσείουσας τράπεζας, χωρίς να υφίσταται
κάποια απόδειξη περί αυτού, είναι αβάσιμος, καθόσον ο λόγος αυτός ιδρύεται σε
περίπτωση αποδείξεως ή μη κρίσιμου πραγματικού ισχυρισμού, που δεν υφίσταται εν
προκειμένω, καθόσον το ζήτημα της φερεγγυότητος ή μη
της αναιρεσείουσας τράπεζας, ουδόλως συνιστά κρίσιμο
πραγματικό ισχυρισμό, λαμβανομένου υπόψη του ότι νόμιμο λόγο ευθύνης των
εναγόμενων συνιστά η ιστορούμενη αντισυμβατική και συνάμα αδικοπρακτική
συμπεριφορά, το δε ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας η μη της αναιρεσείουσας τράπεζας κατά το χρόνο έκδοσης των υπόψη
τίτλων, ερευνήθηκε παρεμπιπτόντως από την προσβαλλομένη, με βάση την εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών, ως εκλυτικός παράγων
της έκδοσής τους, χωρίς ουδόλως το γεγονός αυτό να επιδρά στο διατακτικό της
προσβαλλομένης, κατά τα προεκτεθέντα. (Γ) Ο πρόσθετος
λόγος ως προς το 3ο σκέλος αυτού, περί της εσφαλμένης εφαρμογής των παραπάνω
Αρχών και Οδηγιών, είναι προεχόντως απαράδεκτος διότι
με την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, προβάλλονται αιτιάσεις για την κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών
περιστατικών, και δη ως προς το ζήτημά της, κατά τις παραδοχές της
προσβαλλομένης, δυσχερούς οικονομικής θέσης της αναιρεσείουσας
κατά το χρόνο έκδοσης των ΜΑΕΚ, ως προς το οποίο οι αναιρεσείουσες
έχουν διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση. Σε κάθε δε περίπτωση, αλυσιτελής,
διότι οι παραβιασθείσες διατάξεις, παρεκτός του ότι
ουδόλως παρατίθενται αναλυτικώς, δεν εφαρμόστηκαν από την προσβαλλομένη,
καθόσον κατά τις ορθές παραδοχές της τελευταίας, το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας
ή μη της αναιρεσείουσας τράπεζας δεν τελεί σε αιτιώδη
συνάφεια προς την επικαλούμενη ζημία των αναιρεσιβλήτων,
όπως εσφαλμένως
υπολαμβάνουν οι αναιρεσείουσες κατά τα
λεπτομερώς προδιαληφθέντα. Τέλος, (Δ) Ο πρόσθετος
λόγος ως προς το 4ο σκέλος αυτού, δηλ. την έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών
αιτιολογιών, ως αφορών ομοίως στο ζήτημα της
κεφαλαιακής επάρκειας της αναιρεσείουσας τράπεζας και
ειδικότερα στην ισχυριζόμενη εσφαλμένη κρίση της προσβαλλομένης, περί της
δυσχερούς οικονομικής της θέσης, κατά τα έτη 2010 και 2011, είναι απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενες
ελλείψεις που αφορούν στην εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι στην ανάλυση, στάθμιση
και αξιολόγησή τους, καθώς και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από
αυτές ή στην σχετική με αυτή (εκτίμηση των αποδείξεων) επιχειρηματολογία του
Δικαστηρίου, δεν θεμελιώνουν την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, εφόσον όπως προεκτέθηκε, το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου από την
εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφασή
του και επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Επί
πλέον, παρεκτός του ότι με τον λόγο αυτό πλήττεται ανεπίτρεπτα η ουσιαστική
κρίση του Εφετείου, ο λόγος αυτός είναι και αλυσιτελής, διότι η πληττόμενη αιτιολογία, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές του Εφετείου εκ περισσού
διατυπώθηκε, είναι δηλαδή πλεοναστική και δεν επιδρά στο διατακτικό της
απόφασης.
Η προδικαστική παραπομπή, η
οποία προβλέπεται στα άρθρα 19, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης για την
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (ΣΛΕΕ), αποτελεί θεμελιώδη μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σκοπός της είναι η διασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου
αυτού στην Ένωση, με την παροχή στα δικαστήρια των κρατών μελών ενός μέσου το
οποίο τους επιτρέπει να υποβάλλουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)
προδικαστικά ερωτήματα, σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή το
κύρος των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Το ΔΕΕ
έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της
ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης, που ασκείται με αποκλειστική
πρωτοβουλία του εθνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι της
κύριας δίκης έχουν εκφράσει ή όχι την επιθυμία για υποβολή προδικαστικού
ερωτήματος στο Δικαστήριο. Στο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η
διαφορά και το οποίο φέρει την ευθύνη της απόφασης, που θα εκδοθεί, εναπόκειται
αποκλειστικά να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης,
τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής απόφασης, προκειμένου να εκδώσει τη
δική του απόφαση, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο
Δικαστήριο. Τα δικαστήρια, δηλαδή, των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν στο
Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος του
δικαίου της Ένωσης, εφόσον εκτιμούν ότι η επίλυση του ζητήματος από το
Δικαστήριο είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης (άρθρο 267 εδ. β’ ΣΛΕΕ). Η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να
αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, ιδίως, όταν ανακύπτει ενώπιον του εθνικού
δικαστηρίου νέο ερμηνευτικό ζήτημα, το οποίο έχει γενικότερη σημασία για την
ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί
να παράσχει τις διευκρινίσεις, που είναι αναγκαίες σε ένα καινοφανές νομικό ή
πραγματικό πλαίσιο. Ωστόσο, όταν ανακύπτει ζήτημα σε υπόθεση εκκρεμή ενώπιον
δικαστηρίου κράτους μέλους, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα
μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό οφείλει να υποβάλει στο
Δικαστήριο τέτοιο ερώτημα (άρθρο 267 εδ. γ’ ΣΛΕΕ),
εκτός εάν υπάρχει ήδη σχετική νομολογία ή εάν δεν υπάρχει καμία εύλογη
αμφιβολία, ως προς την 2061/2022, περίπτωση υπέβαλαν διατύπωσης ορθή ερμηνεία
του οικείου κανόνα δικαίου (ΑΠ ΑΠ 948/2021, ΑΠ
423/2018). Στην προκείμενη οι αναιρεσείουσες ενώπιον
του προδικαστικού Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με το υπόμνημα - προτάσεις τους,
παρόντος Δικαστηρίου, αίτημα ερωτήματος στο Δικαστήριο αφενός ως προς την
δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου από ένα ελληνικό πολιτικό δικαστήριο του
διοικητικής φύσεως ζητήματος της φερεγγυότητας ενός αλλοδαπού (κυπριακού)
πιστωτικού ιδρύματος και αφετέρου αν, εν προκειμένω, τίθεται ζήτημα παραβίασης
από την αναιρεσείουσα τράπεζα σειράς κρίσιμων
ευρωπαϊκών νομοθετημάτων και δη των αρχών της Βασιλείας II και III, των Οδηγιών
2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του Ν. 3601 /2007 και της Οδηγίας της Κεντρικής
Τράπεζας της Κύπρου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των
μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως του 2011, του Διεθνούς
Λογιστικού Προτύπου 39 και του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 7,
των Κανονισμών 1606/2002 και 1126/2008 αναφορικά με την λογιστική απεικόνιση
των ΟΕΔ στις Οικονομικές Καταστάσεις της Τράπεζάς μας για το έτος 2010, καθώς
και για την εν γένει τήρηση ή μη των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας αυτής (αναιρεσείουσας τράπεζας) για το έτος 2010. Όμως, ενόψει των
όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων των
άρθρων 147, 149, 297, 298, 330, 914, 281, 288 ΑΚ, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και
2 και 25 Ν. 3606/2007, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13
και 14 της υπ' αριθμ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του
Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και 8 του ν. 2251/1994, ως
προς τις οποίες είναι πάγια η ερμηνεία και η νομολογία και επί των οποίων
ερείδεται η ένδικη υπόθεση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης σε βάρος των
αναιρεσειουσών, δεν συντρέχει λόγος υποβολής
προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, κατά το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη
Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ως προς τα παραπάνω τιθέμενα από τις αναιρεσείουσες, με την αόριστη επίκληση διατάξεων ενωσιακού δικαίου, Οδηγιών, Κανονισμών και Διεθνών
Προτύπων, ζητήματα, η επίλυση των οποίων δεν είναι αναγκαία ούτε καθοριστική
για την παρούσα υπόθεση, απορριπτομένου ως αβασίμου
του σχετικού αιτήματος. Κατ' ακολουθίαν, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος
αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί
η εισαγωγή του κατατεθέντος για την
άσκηση αυτής παράβολου στο Δημόσιο
Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα
δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι
κατέθεσαν προτάσεις, σε βάρος των αναιρεσειουσών, λόγω της ήττας των τελευταίων (αρθ.
176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28.1.2019
αίτηση αναίρεσης και τους προσθέτους λόγους αυτής κατά της με αριθμό 273/2018
τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Διατάσσει την εισαγωγή του
κατατεθέντος παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει τα δικαστικά των αναιρεσιβλήτων, στις αναιρεσείουσες,
τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην
Αθήνα, στις 28 Δεκεμβρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ