ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1359/2023

 

Αποζημίωση χρήσης στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις-. 

 

Ενιαία δίκη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Αποζημίωση χρήσης και ηθική βλάβη επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης άρθρου 25 ν. 2882/2001 επί κατάληψης πριν την καταβολή της αποζημίωσης. Η σχετική αξίωση εκδικάζεται και σωρευόμενη με την αίτηση καθορισμού τιμής μονάδος κατά την διαδικασία του άρθρου 19 ν. 2882/2001. Μη νόμιμος ο χωρισμός των αιτήσεων καθορισμού τιμής μονάδος και αποζημίωσης χρήσης και ηθικής βλάβης κατ' άρθρο 218 §2 ΚΠολΔ. Ορισμένο της σχετικής αίτησης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Τριανταφυλλιάς Καρανάτσιου)

 

 

 

Αριθμός 1359/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ ́ Πολιτικό Τμήμα

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη Γρυπάρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη και Σταύρο - Μάλαινο, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων: 1. …………... 13.

Οι 1η, 2ος, 3ος, 4ος, 6ος, 7ος, 8ος, 9ος 10ος και 11ος των αναιρεσειόντων εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γκεσούλη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο ,……….. (5ος) απεβίωσε στις 14-2-2019 και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ……….. (6ος) και ………… (7ος), εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο.

Οι 12η και 13ος των αναιρεσειόντων δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.

 

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και το Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου - Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου, που κατοικοεδρεύει στην Πάτρα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Βασιλείου Τρύφων, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-10-2017 αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του ήδη αναιρεσιβλήτου (μετά την έκδοση της 38/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης), που κατατέθηκε στο Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και συνεκδικάστηκε με την από 9-8-2017 αίτηση και την από 21-6- 2018 διά των προτάσεων ανταίτηση των ήδη αναιρεσειόντων και του …………………………………. , μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, με τις αιτήσεις άλλων προσώπων, επίσης μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθώς και με τις ανταιτήσεις και παρεμβάσεις των εκεί διαδίκων. Εκδόθηκε η 86/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-11-2019 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σταύρο Μάλαινο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με το άρθρο 25 KAAA «Σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης καλλιεργούμενων αγροτικών ακινήτων ή προσοδοφόρων, ιδιωτικών δασών ή προσοδοφόρων αστικών ακινήτων, που κατελήφθησαν νομίμως μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όποιος έχει εμπράγματο δικαίωμα επί τούτων δύναται να ζητήσει αποζημίωση από το βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από την κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Η σχετική αγωγή ασκείται ενώπιον του εφετείου κατά τη διαδικασία του άρθρου 19, χωρίς όμως να αποκλείεται η έκδοση προδικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση υπαιτιότητας τρίτου, η κατ' αυτού αγωγή του δικαιούχου της αποζημίωσης ασκείται κατά την αυτή διαδικασία». Περαιτέρω, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάσης της εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας, με την νομική παραδοχή ότι κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., Ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλούμενων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εκτιθέμενων, κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη, στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς τούτο να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού η βάση της αγωγής συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το αίτημα, ενώ δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας σε αναιρετικό έλεγχο. Εξαίρεση, ισχύει στην περίπτωση, που το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παράβαση κανόνα δικαίου, κατά τη διάταξη του αριθμ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ. Α.Π. 4/2005).

 

Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και, κατ' επέκτασιν, σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου του παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Η ανεπάρκεια λοιπόν, των πραγματικών περιστατικών, που επικαλείται με την αγωγή του ο ενάγων για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο της προαναφερομένης διατάξεως, ως παράβαση κανόνα δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα να κρίνει ως αόριστη την αγωγή αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία, από όσα απαιτεί ο νόμος (Ολ. Α.Π. 4/2021, Ολ. Α.Π. 2/2021, Ολ. Α.Π. 5/2020). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικώς με τους λόγους του άρθρου 559 αριθμ. 8 ή 14 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ., η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου κατά νόμο της αγωγής. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διορθώσεως ή συμπληρώσεως από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 του Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η ποσοτική δε αοριστία της αγωγής (δηλ. η έλλειψη εξειδικεύσεως με πληρότητα των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα) ή η ποιοτική αοριστία αυτής (δηλ. η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών) ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ενώ οι δικονομικές ελλείψεις που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφο της ελέγχονται κατά το ίδιο άρθρο 559 αριθμ. 14 του αυτού Κώδικα. Αν, λοιπόν, το δικαστήριο δεχτεί την αγωγή ως ορισμένη, μολονότι το δικόγραφο της σε ό,τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο και προβαίνει στην κατ' ουσίαν εξέτασή της, κατά παράβαση της ως άνω δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. και δεν κηρύσσει ακυρότητα του δικογράφου, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αριθμό 1 του ιδίου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1330/2022, Α.Π. 778/2022, А.П. Α.Π. 382/2021, A.П. 74/2021, А.П. 671/2020, A.M. 458/2017). Με τον τρίτο και τελευταίο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1, 8 και 14 του Κ.Πολ.Δ., επειδή το Εφετείο απέρριψε, το μεν, ως αόριστη, το δε, ως απαραδέκτως σωρευθείσα με την αίτηση για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος απαλλοτριώσεως, την αίτησή τους εκ του άρθρου 25 του Ν. 2882/2001, με την οποία ζήτησαν αποζημίωση λόγω στερήσεως χρήσεως των απαλλοτριωθέντων ακινήτων τους και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

 

Από την παραδεκτή, κατ' άρθρον 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο ως προς το κεφάλαιο της ανωτέρω αιτήσεως των αναιρεσειόντων, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Οι αιτούντες της υπό στ. 3Γ ́ αίτησης,, σωρεύουν στην ένδικη αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας και αίτημα περί επιδίκασης πρόσθετης αποζημίωσης, ποσού 30% επί της καθορισθησόμενης αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, ποσού 4% επ' αυτής, που υπέστησαν συνεπεία των αναφερόμενων σε αυτή παράνομων πράξεων των οργάνων του υπέρ ού η απαλλοτρίωση κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στα πλαίσια της διαδικασίας της απαλλοτριώσεως, λόγω στέρησης της χρήσης και κάρπωσης των απαλλοτριούμενων προσοδοφόρων ακινήτων για μια πενταετία (1.11.2012 1.11.2017) και μη καταβολής της προσδιορισθείσας τιμής μονάδας, που έχει κατά λέξη ως ακολούθως: "Στην ένδικη υπόθεση από την κήρυξη της κύριας και της ένδικης απαλλοτρίωσης και την κατάληψη των επίδικων ακινήτων (της) αίτησης έχουν επέλθει μεταβολές στις ιδιοκτησίες μας και έχουν εξαιτίας αυτών επέλθει οι κάτωθι ζημίες μας, τις οποίες ως παρεμπίπτουσες έχουμε δικαίωμα να ζητήσουμε κατά το άρθρο 283 ΚΠολΔ, στην ανοιγείσα δίκη. Τα ακίνητά μας κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα με τις Κοινές Υπουργικές αποφάσεις 1112062/8397/0010/9.1.2007 και 1003858/336 /10010/23.1.2009 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με τις οποίες κηρύχθηκε դ αναγκαστική απαλλοτρίωση ευρύτερης έκτασης 469.984,82 τ.μ., στο τμήμα της Εθνικής Οδού Αντιρρίου - Ιωαννίνων από Χ.Θ. 0+005 έως και 10+248, για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου της Ιόνιας Οδού. Έκτοτε είναι δεσμευμένα, και μετά την κατάληψή τους, το έτος 2012, μετά την έκδοση της απόφασης 240/2012 Εφετείου Πατρών, απωλέσαμε κάθε δικαίωμά αυτά. Στην ένδικη περίπτωση όλα τα επίδικα είναι προσοδοφόρα αστικά ακίνητα, εκτός σχεδίου, για τα οποία υφιστάμεθα πολύ πριν την κήρυξη της ένδικης απαλλοτρίωσης ουσιώδη δέσμευση αυτών, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η χρήση τους, έως την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης της ένδικης απαλλοτρίωσης, καθώς η επιβολή επάλληλων και συνεχόμενων απαλλοτριώσεων σε ένα ακίνητο πρέπει να αντιμετωπίζεται ενιαίως, και στην προκειμένη περίπτωση είμαστε σε αβεβαιότητα ως προς τα ακίνητά μας επί 4 έτη και δεν μας επιτράπηκε να απολαύσουμε τις επίδικες ιδιοκτησίες, καθώς παρά την αρχική απαλλοτρίωση επιβλήθηκε και 2η, η οποία είναι η ένδικη. Συνεπώς μας οφείλεται αποζημίωση στέρησης χρήσης και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής μας βλάβης, ήτοι μας οφείλεται αποζημίωση στέρησης χρήσης, κατά το άρθρο 25 ΚΑΑΑ, και ως προς το ύψος της, αναφερόμαστε στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Χατζηπροκοπίου κατά Τουρκίας…”. Έτσι διατυπωμένο το σχετικό αίτημα, είναι απορριπτέο προεχόντως λόγω αοριστίας, καθώς δεν διευκρινίζεται στην αίτηση αν η κατάληψη των ακινήτων τους έλαβε χώρα πριν ή μετά την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, αν συντελέστηκε και πότε η απαλλοτρίωση με καταβολή της δικαστικώς καθορισθείσας αποζημιώσεως στο δικαιούχο ή νόμιμης παρακατάθεσης αυτής (άρθρ. 7 και 8 ν. 2882/2001), και ο λόγος της μη είσπραξης της τυχόν παρακατατεθείσας αποζημιώσεως, καθώς η μέχρι την συντέλεση της απαλλοτριώσεως κατάληψη είναι παράνομη και γεννά υποχρέωση αποζημίωσης, κατά τα άρθρ. 914, 987β', 298 ΑΚ, η οποία περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος που εν προκειμένω ουδόλως αναφέρονται, μετά όμως την συντέλεση της απαλλοτριώσεως η κατάληψη των ακινήτων είναι νόμιμη, πλην όμως ο έχων εμπράγματο δικαίωμα επ' αυτών μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για απωλεσθείσα πρόσοδο από την κατάληψη μέχρι την είσπραξη της αποζημίωσης, εφόσον όμως η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο (δικαιούχο) ή σε υπαιτιότητα τρίτου ...Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω αίτημα απαραδέκτως σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο με την αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως και πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός αυτών, κατ' άρθρο 218 §2 ΚΠολΔ, διότι πρόκειται περί διαφοράς του υπάγεται σε διαφορετικό είδος διαδικασίας, ήτοι στην τακτική, από εκείνο της σωρευόμενης στο ίδιο δικόγραφο ως ανωτέρω αίτησης και περαιτέρω, να παραπεμφθεί κατά τα αιτήματά της αυτά ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, προκειμένου να ερευνηθεί και το θέμα της δικαιοδοσίας, καθώς δεν μπορεί να εισαχθεί προς συζήτηση κατά παράκαμψη του πρώτου βαθμού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να θεμελιωθεί αρμοδιότητα αυτού στις επικαλούμενες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διότι το τελευταίο, δεν υποκαθιστά τον Εθνικό νομοθέτη στη θέσπιση του εφαρμοστέου δικονομικού συστήματος, που δεν προβλέπει ενιαία καθ' ύλη αρμοδιότητα του Εφετείου προς εκδίκαση κάθε διαφοράς που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την απαλλοτρίωση ή ανακύπτει επ' ευκαιρία αυτής ή συνεπεία παρανομίας των οργάνων της διοίκησης στα πλαίσια της απαλλοτριώσεως ή έχει ως γενεσιουργό αιτία αυτή, ενώ εξ άλλου η ρύθμιση αυτή δεν πλήττει την αρχή της εκδικάσεως των συνεπειών της απαλλοτριώσεως εντός ευλόγου χρόνου στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας και δίκης, διότι πρωτίστως δεν πρόκειται για αποζημίωση λόγω απαλλοτριώσεως...». Με το να κρίνει την αίτηση αυτή ως αόριστη και ότι απαραδέκτως σωρεύθηκε με την αίτηση των αναιρεσειόντων για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος απαλλοτριώσεως, το Εφετείο παραβίασε ευθέως την ως άνω ουσιαστική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2882/2001 ΚΑΛΑ, διότι από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτό απαίτησε περισσότερα στοιχεία για το ορισμένο της, δεδομένου ότι οι αιτούντες ανέφεραν στην αίτησή τους ότι τα ακίνητά τους καταλήφθηκαν από το υπερ ού η απαλλοτρίωση Ελληνικό Δημόσιο το 2012, ήτοι πριν την ένδικη απαλλοτρίωση, η οποία κηρύχθηκε στις 22-7-2014, ενώ το Εφετείο γνωρίζει ότι η οριστική αποζημίωση δε είχε καθορισθεί ακόμη. Περαιτέρω, η σχετική αίτηση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, νομίμως, σωρεύθηκε στην αίτηση για τον καθορισμό της οριστικής μονάδος αποζημιώσεως, για να εκδικασθεί με τη διαδικασία του άρθρου 19 του Ν. 2.882/2001.

 

Συνεπώς, ο τρίτος αναιρετικός λόγος είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, αφού η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως γίνει εν μέρει δεκτή, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το προαναφερόμενο κεφάλαιο ως προς τους διαδίκους της δίκης αυτής και, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το ανωτέρω αναιρούμενο κεφάλαιο της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους λόγω της μερικής νίκης και ήττας καθενός των διαδίκων, κατ' άρθρον 22 παρ. 2, εδάφιο β' του Ν. 3693/1957, που εφαρμόζεται στην παρούσα αναιρετική δίκη (Α.Π. 781/2022, Α.Π. 388/2018, Α.Π. 162/2016), κατά τα, ειδικότερα, αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση ως προς τους με α.α. 2 (……………………………..), 4 (………………………), 11 (…………………………….), 12 (……………………..) και 13 (……………………………..) των αναιρεσειόντων.

 

Διατάσσει το χωρισμό της υποθέσεως ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες.

 

Αναιρεί ως προς τους τελευταίους αυτούς αναιρεσείοντες την υπ' αριθμ. 86/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 33/2019 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία του Ν. 2882/2001, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας κεφάλαια.

 

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

 

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες αυτό αναιρεσείοντες. Και Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2023

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Σεπτεμβρίου 2023.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ