ΜΠρΑθ 2616/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολόγιο - Εκδίκαση υποθέσεων
με αντικείμενο εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα
κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα -.
Προϋπόθεση
του παραδεκτού της συζήτησης στις υπό κτηματογράφηση περιοχές αποτελεί η
προσκομιδή του αντίστοιχου πιστοποιητικού υποβολής σχετικής δήλωσης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Μονομελές
Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθ.
2616/2007
(Απόσπασμα) ... Σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 5 του ν. 2308/1995 «Κτηματογράφηση
για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου. Διαδικασία έως τις πρώτες εγγραφές στα
κτηματολογικά βιβλία και άλλες διατάξεις», κατά τη διάρκεια της ισχύος της κατά
την § 1 του ιδίου άρθρου απαγόρευσης δεν επιτρέπεται, χωρίς προσκόμιση του
προβλεπόμενου στην παράγραφο αυτή κτηματογραφικού
αποσπάσματος (ήδη, μετά το ν. 3127/2003, του πιστοποιητικού υποβολής δηλώσεως,
το οποίο εκδίδεται από το αρμόδιο Γραφείο Κτηματολογίου), η συζήτηση ενώπιον
Δικαστηρίου υπόθεσης που έχει ως αντικείμενο εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της
περιοχής, στην οποία αφορούν τα αναρτώμενα στοιχεία. Εγγραπτέες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 § 1 παρ.
β περ. γγ, παρ. ία, ιβ και ιστ του ίδιου νόμου, είναι, εκτός των άλλων, και οι κατά το
άρθρο 220 του ΚΠολΔ αγωγές, οι οποίες εγγράφονται
σύμφωνα με την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία. Η μη προσκόμιση του εν λόγω κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη του πιστοποιητικού
υποβολής της σχετικής δήλωσης) συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης της
αγωγής με τέτοιο αντικείμενο. Ο ενάγων Δήμος εκθέτει στην αγωγή του ότι
απέκτησε και έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή του με παραχώρηση από το
Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει του υπ' αριθ. 70620/1957 τίτλου κυριότητας (απόφαση
του Νομάρχη Αττικής, ΦΕΚ 10 Β/ 1958), που έχει
μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας (τόμος 488 και αριθ. 428), το υπ' αριθμ. 689 κληροτεμάχιο, συνολικής έκτασης 2.380 τ.μ., που βρίσκεται
στην κτηματική περιφέρειά του και στη θέση «Χ.**», όπως περιγράφεται κατ'
είδος, θέση και όρια στην αγωγή του. Ότι στο δικαιοπάροχό του Ελληνικό Δημόσιο
περιήλθε δυνάμει της υπ' αριθ. 6/1921 αποφάσεως της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων
Αθηνών, με την οποία απαλλοτριώθηκε από το Δημόσιο προς αποκατάσταση ακτημόνων
καλλιεργητών, το μείζονος εκτάσεως αγρόκτημα με την ονομασία «Γ.Λ.**». Ότι το επίδικο ακίνητο, αξίας 15.000 ευρώ, όπως προσδιορίζεται από τον ενάγοντα Δήμο στην αγωγή
του, αποτελεί τμήμα του ανωτέρω κληροτεμαχίου και
έχει επιφάνεια 250 τ.μ. Ότι οι εναγόμενοι παράνομα κατέλαβαν και κατέχουν το
επίδικο, αρνούμενοι, παρά τις οχλήσεις του, να του το αποδώσουν. Με βάση αυτά
τα περιστατικά, ζητεί να αναγνωριστεί το δικαίωμα της κυριότητάς του στο
επίδικο, να διαταχθεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, η
αποβολή των εναγομένων και η εγκατάσταση του ενάγοντος σε αυτό, καθώς και να ακυρωθεί το υπ αριθ. 2526/1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, Δ.Μ.** Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα
δικαστικά έξοδά του. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή,
η οποία κατ' ερμηνεία του περιεχόμενου της είναι διεκδικητική (...), εισάγεται
απαράδεκτα για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο ενάγων
Δήμος προσκομίζει μεν: (α) το υπ' αριθ. πρωτ.
5257/31.8.2006 πιστοποιητικό του κτηματολογικού γραφείου Κρωπίας
περί εγγραφής περιλήψεως της κρινόμενης αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων και (β)
την υπ' αριθ. 196/12.7. 2006 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου
Παιανίας για τον διορισμό του παρισταμένου πληρεξουσίου δικηγόρου της για τη
διεξαγωγή αυτής της δίκης (άρθρο 111 § 2 περ. 1 του ΔΚΚ,
βλ. ΑΠ 1250/2006 ΕλλΔνη 48. 457, ΕφΑθ
9465/2005 ΕλλΔνη 47. 1468), πλην όμως δεν
προσκομίζει, ούτε επικαλείται με τις προτάσεις του, το αναφερόμενο στην § 2 του
άρθρου 5 του ν. 2308/ 1995 κτηματογραφικό απόσπασμα
(ήδη πιστοποιητικό υποβολής της σχετικής δήλωσης), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη
νομική σκέψη, από το οποίο να προκύπτει ότι το διεκδικούμενο επίδικο ακίνητο
δηλώθηκε στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο ως ιδιοκτησία του ενάγοντος Δήμου, ο
οποίος ισχυρίζεται, κατά τα ανωτέρω, ότι
έχει την κυριότητα
αυτού (βλ. και
άρθρο 9 § 1
του ν. 2664/1998). Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η απόφαση
δεν είναι οριστική (αρθρ. 191 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1027/1992 ΕλλΔνη
35. 378, ΕφΑθ 623/1994 ΕλλΔνη
37. 393).