ΝΟΜΟΣ
ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3899 ΦΕΚ 212/Α/17.12.2010
Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης
της ελληνικής οικονομίας.
Ο
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Αρθρο 1
Επέκταση πεδίου εφαρμογής του ν. 3429/2005
1.α. Το άρθρο 19 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α')
αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 19
Κατάργηση
εξαιρέσεων, επέκταση πεδίου εφαρμογής
Στο πεδίο
εφαρμογής του Κεφαλαίου Α' του νόμου αυτού, υπάγονται οι δημόσιες επιχειρήσεις,
ανεξαρτήτως αν έχουν εξαιρεθεί από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τον
ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που
υπάγονται στη Γενική Κυβέρνηση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1Β του ν.
2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α') με εξαίρεση το Ταμείο του ν. 3864/2010 (ΦΕΚ 119 Α') και
τις εταιρείες στις οποίες το Δημόσιο αν και πλειοψηφών μέτοχος, δεν ασκεί τη
διοίκηση και διαχείρισή τους.»
β. Οι
κοινές υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 19
του ν. 3429/2005, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τις διατάξεις της
προηγούμενης περίπτωσης, καταργούνται.
2. Στην
παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3429/2005 προστίθεται περίπτωση ε' ως εξής:
«ε)
τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα
Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, ελεγμένες από ορκωτό ελεγκτή - λογιστή,
ανεξάρτητα από τον ετήσιο κύκλο εργασιών, που υποβάλλονται στην Ειδική
Γραμματεία Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη
της τρίμηνης περιόδου.»
3. Στο
τέλος της παρ. 2 του άρθρου 78 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α'), προστίθενται
εδάφια ως εξής:
«Με όμοια
απόφαση καθορίζονται οι κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών σε βάρος των φορέων που δεν τηρούν την υποχρέωση του πρώτου εδαφίου
και τις οδηγίες και εγκυκλίους του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
Μεταξύ των κυρώσεων που μπορεί να επιβληθούν είναι και η διακοπή της
χρηματοδότησης ή της επιχορήγησης του φορέα.»
4. Τα
άρθρα 15 έως και 21 του ν. 3891/2010 (ΦΕΚ 188
Α')
εφαρμόζονται αναλόγως και στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα Ανώνυμη Βιομηχανική
και Εμπορική Εταιρεία (ΕΑΣ Α.Β.Ε.Ε.).
Αρθρο 2
Αναπροσαρμογή αποδοχών εργαζομένων σε δημόσιες επιχειρήσεις
και Ν.Π.Ι.Δ. που υπάγονται στη Γενική Κυβέρνηση
Στο τέλος του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ
65 Α'), προστίθενται παράγραφοι ως εξής:
«17. Οι
πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα
με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική
διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με
σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, που καταβάλλονται στους
απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και στους απασχολούμενους
με σύμβαση έμμισθης εντολής, των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του
Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005, όπως τροποποιείται και ισχύει κατά την έναρξη
ισχύος της παραγράφου αυτής, απαγορεύεται από 1.1.2011 να υπερβαίνουν κατά
μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000)
ευρώ.
Για την
εφαρμογή του ορίου του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνονται υπόψη οι πάσης φύσεως
αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές ή αποζημιώσεις, όπως διαμορφώνονται
μετά την εφαρμογή των επόμενων παραγράφων.
Το
δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 εφαρμόζεται αναλόγως
και για τον υπολογισμό του ορίου της παρούσας παραγράφου.
Με κοινή
απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού, μετά από
εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Δ.Ε.Κ.Ο. επιτρέπεται υπέρβαση του
ορίου που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ανάλογα με τα ειδικά προσόντα ή τις
ειδικές συνθήκες απασχόλησης και τη θέση ιδιαίτερης ευθύνης στην οποία
υπηρετούν, σε στελέχη των ανωτέρω φορέων και μέχρι του ορίου της παρ. 1 του
άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α').
Για το
ανώτατο όριο αποδοχών και πρόσθετων παροχών του Προέδρου ή Διοικητή ή
Διευθύνοντος Συμβούλου των φορέων, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων
1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010.
18. Οι
πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα
με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική
διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με
σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, που καταβάλλονται στους
απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και στους απασχολούμενους
με σύμβαση έμμισθης εντολής, των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του
Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005, όπως τροποποιείται και ισχύει κατά την έναρξη
ισχύος της παραγράφου αυτής, μειώνονται, από 1.1.2011, κατά ποσοστό δέκα τοις
εκατό (10%).
Από τη
μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την
οικογενειακή κατάσταση, καθώς και με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας.
Εξαιρούνται
επίσης, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, εφόσον τα
επιδόματα αυτά έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του
άρθρου αυτού.
Η μείωση
του πρώτου εδαφίου διενεργείται εφόσον οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα,
αποζημιώσεις και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων που
εξαιρούνται κατά τα οριζόμενα στα δύο προηγούμενα εδάφια, υπερβαίνουν κατά
μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Αν με την
εφαρμογή της διατάξεως του πρώτου εδαφίου οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα,
αποζημιώσεις ή αμοιβές γενικά, υπολείπονται του ορίου του προηγούμενου εδαφίου,
η μείωση περιορίζεται στο όριο των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
19. Το
σύνολο των μειώσεων που επέρχεται με την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων
17 και 18 δεν επιτρέπεται να υπερβεί κατά μήνα, υπολογιζόμενο σε δωδεκάμηνη
βάση, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων,
αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά που θα καταβάλλονταν μηνιαίως, υπολογιζόμενες
σε δωδεκάμηνη βάση, χωρίς την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Αν οι μειώσεις
υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό, το όριο του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 17
αυξάνεται μέχρι του ποσοστού αυτού.
20. Στους
φορείς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005,
όπως τροποποιείται και ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, το
σύνολο των καταβαλλόμενων σε ετήσια βάση πάσης φύσεως αμοιβών για υπερωριακή
εργασία, υπερεργασία, εκτός έδρας μετακίνηση και οδοιπορικά, καθώς για εργασία
κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, απαγορεύεται σε επίπεδο φορέα να
υπερβαίνει σε ποσοστό, το δέκα τοις εκατό (10%) των πάσης φύσεως αποδοχών,
επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, που καταβάλλονται σε ετήσια βάση,
όπως αυτές διαμορφώνονται μετά την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων.
21. Οι
διατάξεις των παραγράφων 17 έως και 20 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής
διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής ή κλαδικής ή επιχειρησιακής σύμβασης
εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας. Κάθε
γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρος συλλογικής ή κλαδικής ή επιχειρησιακής
σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή
συμφωνίας που καθορίζει αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές οι οποίες
υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια που ορίζονται στις παραγράφους 17 και 19,
καταργείται. Αποδοχές, πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν τα ανώτατα
όρια αυτά αναπροσαρμόζονται αυτοδίκαια στο αντίστοιχο όριο.
22. Όσοι
από 1.1.2010 έχουν μεταταχθεί ή μεταφερθεί, καθώς και όσοι μετατάσσονται ή
μεταφέρονται εφεξής, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας από οποιονδήποτε φορέα του
δημόσιου τομέα, σε άλλο φορέα του δημόσιου τομέα, δικαιούνται μόνον το σύνολο
των αποδοχών της θέσης στην οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται, χωρίς να
διατηρούν ως προσωπική διαφορά τυχόν επιπλέον αποδοχές που ελάμβαναν στο φορέα
από τον οποίο μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που
ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα αυτό καταργείται. Αποδοχές που έχουν καταβληθεί ως
προσωπική διαφορά μέχρι την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής δεν
αναζητούνται.
Ως
δημόσιος τομέας για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, νοείται αυτός που
ορίζεται στην περίπτωση 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995, συμπεριλαμβανομένων
και των Ν.Π.Ι.Δ. που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως, από Ο.Τ.Α. και
Ο.Κ.Α. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2011.»
Αρθρο
3
Εισοδηματική πολιτική έτους 2011 και ρυθμίσεις για
τον περιορισμό των προσλήψεων στους κρατικούς φορείς
1. Στο άρθρο 3 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α'),
προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Οι
διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων για την εισοδηματική πολιτική του έτους
2010 εφαρμόζονται και για την εισοδηματική πολιτική του έτους 2011.»
2. Στους
φορείς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005,
όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος, ως συνολικές
αποδοχές για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου λογίζονται οι συνολικές
αποδοχές που καταβάλλονται κατά τη δημοσίευση του παρόντος, όπως
αναπροσαρμόζονται με την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου.
3. Η
παράβαση των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου, καθώς και των προηγούμενων παραγράφων
του άρθρου αυτού, συνιστά σπουδαίο λόγο:
α)
καταγγελίας της συμβάσεως του Διευθύνοντος Συμβούλου με το φορέα και β) λήξεως
της θητείας του Προέδρου, Αντιπροέδρου και των μελών Δ.Σ. του φορέα.
Η
καταγγελία της σύμβασης και η λήξη της θητείας διενεργείται με απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Δ.Ε.Κ.Ο.,
αζημίως για το φορέα.
4.α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του
άρθρου 11 του ν. 3833/2010 καταργείται.
β. Η
παράγραφος 2 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«2.
Ειδικά στους κρατικούς φορείς του δημόσιου τομέα, των περιπτώσεων α' και β' της
παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α'), για τον υπολογισμό του
λόγου της προηγούμενης παραγράφου, συνυπολογίζονται στις προσλήψεις και οι
τυχόν μεταφορές και εντάξεις προσωπικού ιδιωτικού δικαίου από τους φορείς των
περιπτώσεων στ' έως και θ' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 με
εξαίρεση τις μεταφορές προσωπικού που προβλέπονται στις διατάξεις του ν.
3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α').»
γ. Η παρ.
3 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 καταργείται και οι επόμενες παράγραφοι
αναριθμούνται.
δ. Το
πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010, όπως αναριθμήθηκε από
την προηγούμενη περίπτωση, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού με σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις μίσθωσης έργου για
το έτος 2011 περιορίζονται κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) σε σχέση με τις
αντίστοιχες εγκρίσεις του έτους 2010.»
Αρθρο
4
Τροποποιήσεις του Κώδικα Φ.Π.Α. και των νόμων
3845/2010 και 3888/2010
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21
του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κώδικα Φ.Π.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το
ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α'), αντικαθίσταται και προστίθεται και νέο τρίτο εδάφιο
ως εξής:
«Κατ'
εξαίρεση, για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙΙ
του παρόντος, ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε δεκατρία τοις εκατό (13%).
Για τα
αγαθά και τις υπηρεσίες για τα οποία υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο Παράρτημα ΙΙΙ
του παρόντος, ο συντελεστής του φόρου μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%).»
2. Ο
τίτλος του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«ΑΓΑΘΑ
ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΕΙΩΜΕΝΟ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ (δεύτερο και τρίτο εδάφιο
της παραγράφου 1 του άρθρου 21)».
3. Στο
τέλος της περίπτωσης 36 του Κεφαλαίου Α. ΑΓΑΘΑ του Παραρτήματος ΙΙΙ,
προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Προκειμένου
για τα φάρμακα για την ιατρική του ανθρώπου των δασμολογικών κλάσεων 3003 και
3004 και τα εμβόλια για την ιατρική του ανθρώπου της δασμολογικής κλάσης 3002,
ο συντελεστής του φόρου μειώνεται κατά 50%.»
4. Το
τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης 43 του Κεφαλαίου Α. ΑΓΑΘΑ του Παραρτήματος ΙΙΙ
αντικαθίσταται ως εξής:
«Προκειμένου
για τα βιβλία της δασμολογικής κλάσης 4901, τα βιβλία με εικόνες για παιδιά της
δασμολογικής κλάσης 4903 και τις εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις της
δασμολογικής κλάσης 4902, ο συντελεστής του φόρου μειώνεται κατά 50%.»
5. Στο
τέλος της περίπτωσης 5 του Κεφαλαίου Β. Υπηρεσίες του Παραρτήματος ΙΙΙ
προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Για τις
υπηρεσίες της περίπτωσης αυτής, ο συντελεστής του φόρου μειώνεται κατά 50%.»
6. Στο
τέλος της παραγράφου 12 του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α'),
προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η ισχύς
των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2012.»
7. Το
δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 3888/2010 (ΦΕΚ 175 Α')
καταργείται.
Αρθρο 5
Τροποποιήσεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα
1.
Η περίπτωση α' της παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α')
αντικαθίσταται ως εξής:
«α) για
την εφαρμογή των παραπάνω περιπτώσεων ζ' για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) και ια' για το φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη),
που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης για τη χρονική περίοδο από τη 15η
Οκτωβρίου μέχρι και την 30ή Απριλίου κάθε έτους, ο συντελεστής του Ειδικού
Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) ορίζεται σε είκοσι ένα (21) ευρώ το χιλιόλιτρο.
Στην
περίπτωση που οι παραπάνω ημερομηνίες συμπίπτουν με μη εργάσιμες ημέρες, ως
ημερομηνία λαμβάνεται η προηγούμενη εργάσιμη για την έναρξη και η επόμενη
εργάσιμη για τη λήξη.
1. Ειδικά
το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 1 τίθεται σε
ανάλωση, διακινείται και διατίθεται από επιτηδευματίες που εντάσσονται σε
Μητρώο Διακινητών Πετρελαίου Θέρμανσης (ΔΙΠΕΘΕ), με την εξαίρεση της περίπτωσης
των Ενόπλων Δυνάμεων για τις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση ένταξής τους στο
Μητρώο ΔΙΠΕΘΕ.
2. Τα
μέλη του Μητρώου ΔΙΠΕΘΕ υποχρεούνται να καταχωρούν με ακρίβεια εντός 14 ημερών
στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης που τηρείται στη
Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, όλες τις
συναλλαγές του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης που πραγματοποιούν σε όλα τα στάδια,
αρχής γενομένης από την κατάθεση στην Τελωνειακή Αρχή της Δήλωσης Ειδικού Φόρου
Κατανάλωσης (Δ.Ε.Φ.Κ.), μέχρι και την τελική κατανάλωση.
Με
αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι
διαδικασίες ένταξης των ενδιαφερόμενων επιτηδευματιών στο μητρώο ΔΙΠΕ-ΘΕ, ο
τρόπος ελέγχου μέσω του ανωτέρω Πληροφοριακού Συστήματος της νόμιμης χρήσης του
πετρελαίου θέρμανσης, οι υπηρεσίες ελέγχου, καθώς και η διαδικασία για την
παραλαβή πετρελαίου θέρμανσης από πρόσωπα που δεν είναι συνδεδεμένα με το
δίκτυο της ΔΕΗ και οι ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια καλύπτονται από Αυτόνομους
Σταθμούς Ενέργειας.»
2. Η παρ.
5 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με
τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) βεβαιώνεται και εισπράττεται κατά την ίδια
χρονική στιγμή ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), καθώς και κάθε άλλη
σχετική επιβάρυνση.
Κατ'
εξαίρεση, προκειμένου για την αιθυλική αλκοόλη, ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας
(Φ.Π.Α.) θα εισπράττεται
το αργότερο μέχρι την 25η του
επόμενου μήνα από το μήνα εξόδου αυτής από το καθεστώς αναστολής.
Οι
εγκεκριμένοι αποθηκευτές πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης, αλκοολούχων ποτών,
καθώς και οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές, εγγεγραμμένοι παραλήπτες, εκτός των
περιστασιακά εγγεγραμμένων παραληπτών κατά την έννοια της παραγράφου 4 του
άρθρου 113 και οι εισαγωγείς βιομηχανοποιημένων καπνών, ασκούν το δικαίωμα
έκπτωσης του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) των εισροών τους με την κατάθεση
του παραστατικού εγγράφου ή κατά την εκκαθάριση των φόρων που γίνεται με την
κατάσταση φορολογίας βιομηχανοποιημένων καπνών αντίστοιχα με βάση τα
δικαιολογητικά δαπανών που κατέχουν αυτοί κατά το χρόνο της κατάθεσης του
παραστατικού εγγράφου ή της εκκαθάρισης των φόρων κατά περίπτωση.
Το
δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α., όπως αυτό προβλέπεται ανωτέρω, ασκούν και τα
πρόσωπα που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην παραγωγή, εξόρυξη, εισαγωγή,
και διάθεση λιθάνθρακα, λιγνίτη και οπτάνθρακα των δασμολογικών κλάσεων 2701,
2702 και 2704.»
3. Η παρ.
6 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001 καταργείται και οι παράγραφοι 7 και 8 του
ιδίου άρθρου αναριθμούνται αντίστοιχα σε 6 και 7.
4. Στο
άρθρο 147 του ν. 2960/2001, προστίθεται παράγραφος 9, ως εξής:
«9. Σε περίπτωση μη καταχώρισης ή εκπρόθεσμης
καταχώρισης ή ανακριβούς καταχώρισης των συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο
Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης, εντός της, κατά το
άρθρο 73 παράγραφος 2 περίπτωση α' του παρόντος νόμου, περιόδου,
επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο
με το πενταπλάσιο της διαφοράς των συντελεστών του Ε.Φ.Κ. μεταξύ πετρελαίου
κίνησης και θέρμανσης, υπολογιζόμενης επί της ποσότητας που αφορούν οι ανωτέρω
πράξεις ή παραλείψεις.
Σε
περίπτωση που οι ως άνω πράξεις ή παραλείψεις διαπραχθούν από το ίδιο μέλος
ΔΙΠΕΘΕ δεύτερη φορά, το μέλος αυτό διαγράφεται από το μητρώο ΔΙΠΕΘΕ.»
5. α) Στο
α' εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α'), οι λέξεις «για
το οποίο χορηγείται επιστροφή του φόρου αυτού» διαγράφονται.
β) Το
τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α')
διαγράφεται.
6. Η
παράγραφος 7 του άρθρου 20 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α') καταργείται.
7. Οι περιπτώσεις
ιγ', ιδ' και ιε' της παραγράφου 8 και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του
άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') καταργούνται.
8. Οι
εκκρεμείς συναλλαγές πετρελαίου θέρμανσης των περιόδων 15.2.2008 μέχρι
15.5.2008, από 15.10.2008 μέχρι 15.5.2009, από 15.10.2009 μέχρι 15.5.2010 και
από 15.10.2010 μέχρι 31.12.2010 τακτοποιούνται με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν
την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Αρθρο 6
Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2010/12/ΕΕ του Συμβουλίου
της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (EE L 50/27.2.2010)
Στο ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α') επέρχονται οι
ακόλουθες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις:
1. Η
περίπτωση β' του άρθρου 94 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«β) τα
πούρα και τα πουράκια,».
2. Το
άρθρο 95 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο 95
Έννοια βιομηχανοποιημένων καπνών
1. Για
την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντα Κώδικα θεωρούνται:
Α.
Τσιγάρα:
α) Οι
κύλινδροι καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν και οι οποίοι δεν είναι
πούρα ή πουράκια.
β) Οι
κύλινδροι καπνού, οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό γλιστρούν μέσα σε
σωλήνες τσιγάρων.
γ) Οι
κύλινδροι καπνού, οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό περιτυλίγονται σε
τσιγαρόχαρτα.
Β. Πούρα
ή πουράκια:
α) Οι
κύλινδροι καπνού με εξωτερικό περίβλημα από φυσικό καπνό.
β) Οι
κύλινδροι καπνού με τεμαχισμένο μείγμα καπνού και με εξωτερικό περιτύλιγμα στο
σύνηθες χρώμα του πούρου, από ανασυσταθέντα καπνό, που καλύπτει πλήρως το
προϊόν και όπου χρειάζεται και το φίλτρο, όχι όμως και το επιστόμιο στην περίπτωση
προϊόντων με επιστόμιο, όπου το βάρος ανά μονάδα, μη περιλαμβανομένου του
φίλτρου ή του επιστομίου, δεν είναι μικρότερο από 2,3 γραμμάρια ούτε μεγαλύτερο
από 10 γραμμάρια και η περίμετρος στο ένα τρίτο τουλάχιστον του μήκους δεν
είναι μικρότερη από 34 χιλιοστά.
Τα
προϊόντα των παραπάνω περιπτώσεων θεωρούνται πούρα ή πουράκια αν μπορούν και
προορίζονται αποκλειστικά να καπνίζονται ως έχουν, δεδομένων των
χαρακτηριστικών τους και των συνήθων καταναλωτικών προσδοκιών.
Γ.
Λεπτοκομμένος καπνός που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων:
Ο
κομμένος ή κατ' άλλον τρόπο τεμαχισμένος καπνός, φιλαρισμένος (νηματοποιημένος)
ή πεπιεσμένος σε πλάκες, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάπνισμα χωρίς
μεταγενέστερη βιομηχανική μεταποίηση και του οποίου τουλάχιστον το 25% του
βάρους των σωματιδίων καπνού έχει πλάτος κοπής μικρότερο από 1,5 χιλιοστόμε-τρο
ή έχει πλάτος κοπής ίσο προς 1,5 χιλιοστόμετρο ή μεγαλύτερο, εφόσον ο καπνός
αυτός πωλείται ή έχει πωληθεί για στρίψιμο τσιγάρων.
Δ. Αλλα καπνά
για κάπνισμα:
α) Ο
κομμένος ή κατ' άλλον τρόπο τεμαχισμένος καπνός, φιλαρισμένος (νηματοποιημένος)
ή πεπιεσμένος σε πλάκες, ο οποίος είναι κατάλληλος για κάπνισμα χωρίς
μεταποίηση.
β) Τα
συσκευασμένα υπολείμματα καπνού για λιανική πώληση, που δεν εμπίπτουν στις
παραπάνω περιπτώσεις Α, Β και Γ, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για
κάπνισμα. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «υπολείμματα καπνού»
νοούνται τα κατάλοιπα των φύλλων καπνού και τα υποπροϊόντα που προέρχονται από
την επεξεργασία του καπνού ή την παραγωγή προϊόντων καπνού.
2.
Εξομοιώνονται με πούρα και πουράκια τα προϊόντα που αποτελούνται κατά ένα μέρος
από ουσίες διαφορετικές από τον καπνό, ανταποκρίνονται όμως στα λοιπά κριτήρια
της περίπτωσης Β της προηγούμενης παραγράφου.
3. Εξομοιώνονται με τσιγάρα και άλλα καπνά για
κάπνισμα τα προϊόντα που αποτελούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος από ουσίες
διαφορετικές από τον καπνό, ανταποκρίνονται όμως στα άλλα κριτήρια των
περιπτώσεων Α και Δ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
4.
Τα προϊόντα που δεν περιέχουν καπνό, εφόσον προορίζονται αποκλειστικά για
ιατρική χρήση, δεν θεωρούνται βιομηχανοποιημένα καπνά.»
3. Η
παράγραφος 1 του άρθρου 96 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο
ειδικός φόρος κατανάλωσης των βιομηχανοποιημένων καπνών ορίζεται, προκειμένου
μεν για τα τσιγάρα, σε ποσοστό επί της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής
πώλησης των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση στο εσωτερικό της χώρας και
αποτελείται από ένα πάγιο στοιχείο (πάγιος φόρος) και από ένα αναλογικό στοιχείο
(αναλογικός φόρος), προκειμένου δε για τα λοιπά προϊόντα σε ποσοστό επί της
κατά χιλιόγραμμο τιμής λιανικής πώλησης αυτών.»
4. Το
άρθρο 97 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο 97
Βάση
υπολογισμού και συντελεστές του φόρου
Ο ειδικός
φόρος κατανάλωσης που επιβάλλεται στα βιομηχανοποιημένα καπνά υπολογίζεται ως
εξής:
1. Στα
τσιγάρα και τα προϊόντα που εξομοιώνονται με αυτά, ως βάση υπολογισμού του
φόρου λαμβάνεται η σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης αυτών, ανεξάρτητα από
το σήμα και την προέλευσή τους. Η σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των
τσιγάρων υπολογίζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία φορολογίας που είναι γνωστά κατά
την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με αναγωγή στη συνολική αξία όλων των τσιγάρων
που τίθενται σε ανάλωση, βάσει της λιανικής τιμής πώλησης, περιλαμβανομένων
όλων των φόρων, διαιρούμενη δια της συνολικής ποσότητας των τσιγάρων που
τίθενται σε ανάλωση. Στην τιμή αυτή ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης
ορίζεται σε ποσοστό 65%.
Η
σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων για τον υπολογισμό της νέας
φορολογικής επιβάρυνσης καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών βάσει
των δεδομένων που αφορούν τις συνολικές ποσότητες που τέθηκαν σε ανάλωση κατά
το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και η έναρξη εφαρμογής της ορίζεται μεταξύ 1ης
και 31ης Ιανουαρίου κάθε έτους.
Σε
περίπτωση που η μεταβολή της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής πώλησης των
τσιγάρων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής επίπτωσης που προκύπτει από
το ποσοστό του φόρου που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, η έναρξη εφαρμογής της
απόφασης αυτής επιτρέπεται να ορίζεται το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου του
δεύτερου έτους που έπεται εκείνου της μεταβολής.
Ο ειδικός
φόρος κατανάλωσης των τσιγάρων διαρθρώνεται:
α) σε
έναν πάγιο φόρο, ο οποίος επιβάλλεται ανά μονάδα προϊόντος, το ποσό του οποίου
είναι ίσο προς 15% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία προκύπτει από
το άθροισμα του ειδικού φόρου κατανάλωσης καπνού και του φόρου προστιθέμενης
αξίας, που επιβάλλονται στη σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων
και είναι το ίδιο (πάγιο στοιχείο) για όλες τις κατηγορίες τσιγάρων, ανεξάρτητα
από την τιμή λιανικής πώλησής τους και
β) σε
έναν αναλογικό φόρο ο συντελεστής του οποίου είναι 52,445% και προκύπτει από το
κλάσμα που έχει ως αριθμητή το γινόμενο του συντελεστή του Ειδικού Φόρου
Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) επί τη σταθμισμένη μέση τιμή μείον τον πάγιο φόρο και
παρονομαστή τη σταθμισμένη μέση τιμή.
Ο
αναλογικός συντελεστής 52,445% υπολογίζεται στην τιμή λιανικής πώλησης χιλίων
(1.000) τεμαχίων τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα) και είναι ο ίδιος για όλες τις
κατηγορίες τσιγάρων.
Το
συνολικό ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, που υπολογίζεται σύμφωνα με τις
ανωτέρω περιπτώσεις α' και β' δεν μπορεί να είναι κατώτερο του εβδομήντα πέντε
τοις εκατό (75%) του συνολικού ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στη
σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων.
2. Στα
πούρα ή στα πουράκια ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται σε
ποσοστό 34% επί της κατά χιλιόγραμμο τιμής λιανικής πώλησής τους.
3. Στο
λεπτοκομμένο καπνό, ο οποίος προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων
τσιγάρων, ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται σε ποσοστό 67%
επί της κατά χιλιόγραμμο τιμής λιανικής πώλησής τους.
Ο ειδικός
φόρος κατανάλωσης που υπολογίζεται με το συντελεστή αυτόν δεν μπορεί να είναι
κατώτερος του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της σταθμισμένης μέσης τιμής
λιανικής πώλησης του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για την κατασκευή
χειροποίητων τσιγάρων ο οποίος τίθεται σε ανάλωση στο εσωτερικό της χώρας,
ανεξάρτητα από το σήμα και την προέλευσή του.
Η
σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται
για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων υπολογίζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία
φορολογίας που είναι γνωστά κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με αναγωγή στη
συνολική αξία του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για την κατασκευή
χειροποίητων τσιγάρων ο οποίος τίθεται σε ανάλωση, βάσει της λιανικής τιμής
πώλησης, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, η οποία διαιρείται δια της συνολικής
ποσότητας λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων
τσιγάρων ο οποίος τίθεται σε ανάλωση.
Η
σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται
για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων, για τον υπολογισμό της νέας
φορολογικής επιβάρυνσης, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, βάσει
των δεδομένων που αφορούν τις συνολικές ποσότητες που τέθηκαν σε ανάλωση κατά το
προηγούμενο ημερολογιακό έτος και η έναρξη εφαρμογής της ορίζεται μεταξύ 1ης
και 31ης Ιανουαρίου κάθε έτους.
4. Στα
άλλα καπνά για κάπνισμα, ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται
σε ποσοστό 67% επί της κατά χιλιόγραμμο τιμής λιανικής πώλησής τους.
Ο ειδικός
φόρος κατανάλωσης που υπολογίζεται με το συντελεστή αυτόν δεν μπορεί να είναι
κατώτερος του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της σταθμισμένης μέσης
τιμής λιανικής πώλησης των άλλων καπνών για κάπνισμα, τα οποία τίθενται σε
ανάλωση στο εσωτερικό της χώρας ανεξάρτητα από το σήμα και την προέλευσή τους.
Η
σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των άλλων καπνών για κάπνισμα
υπολογίζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία φορολογίας που είναι γνωστά κατά την 1η
Ιανουαρίου κάθε έτους με αναγωγή στη συνολική αξία των άλλων καπνών για
κάπνισμα τα οποία τίθενται σε ανάλωση, βάσει της λιανικής τιμής πώλησης,
περιλαμβανομένων όλων των φόρων, η οποία διαιρείται δια της συνολικής ποσότητας
των άλλων καπνών για κάπνισμα τα οποία τίθενται σε ανάλωση.
Η σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των
άλλων καπνών για κάπνισμα, για τον υπολογισμό της νέας φορολογικής επιβάρυνσης,
καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, βάσει των δεδομένων που
αφορούν τις συνολικές ποσότητες που τέθηκαν σε ανάλωση κατά το προηγούμενο
ημερολογιακό έτος και η έναρξη εφαρμογής της ορίζεται μεταξύ 1ης και 31ης
Ιανουαρίου κάθε έτους.
5. Για τα
βιομηχανοποιημένα καπνά που παράγονται κατόπιν ειδικής παραγγελίας και δεν
προορίζονται για εμπορία, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται στην ανώτατη
τιμή λιανικής πώλησης των ομοειδών προϊόντων της επιχείρησης που τα παράγει ή
τα διαθέτει στην αγορά, εκτός αν έχει συμφωνηθεί μεγαλύτερη τιμή.
6. Για τα
βιομηχανοποιημένα καπνά που αποτελούν αντικείμενο λαθρεμπορίας και δεν έχει
καθοριστεί η τιμή λιανικής πώλησης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 100 του παρόντα
Κώδικα, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται, προκειμένου για τσιγάρα,
λεπτοκομμένο καπνό που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών)
τσιγάρων και άλλα καπνά για κάπνισμα, στη σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής
πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3 και 4 και ισχύει κάθε
φορά ανά είδος προϊόντος, προσαυξημένη κατά δέκα τοις εκατό (10%), και για τα
πούρα και τα πουράκια στην ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης των ομοειδών προϊόντων
που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της χώρας.
7. Για τα
βιομηχανοποιημένα καπνά που διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής και δεν έχει
καθοριστεί η τιμή λιανικής πώλησης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 100 του παρόντα
Κώδικα, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται, για τους σκοπούς της
παραγράφου 6 του άρθρου 112, προκειμένου για τσιγάρα, λεπτοκομμένο καπνό που
προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων και άλλα καπνά
για κάπνισμα, στη σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης που καθορίζεται
σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3 και 4 και ισχύει κάθε φορά ανά είδος προϊόντος
και για τα πούρα και τα πουράκια στην ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης των
ομοειδών προϊόντων που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της χώρας.»
5. Το άρθρο
99 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο 99
Μήκος
τσιγάρων για τον υπολογισμό του φόρου
Για τον
υπολογισμό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) καπνού, ανάλογα με το μήκος
του τσιγάρου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το φίλτρο και το επιστόμιο θεωρείται:
α) ως ένα
τσιγάρο, όταν έχει μήκος μέχρι οκτώ (8) εκατοστά,
β) ως δύο
τσιγάρα, όταν έχει μήκος μεγαλύτερο από οκτώ (8) εκατοστά και μέχρι έντεκα (11)
εκατοστά,
γ) ως
τρία τσιγάρα, όταν έχει μήκος μεγαλύτερο από έντεκα (11) εκατοστά και μέχρι
δεκατέσσερα (14) εκατοστά και ούτω καθεξής.»
6. Στο
πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 104 η φράση «συμπεριλαμβανομένων των
εδαφών της παραγράφου 4 του άρθρου 54 του παρόντος Κώδικα» αντικαθίσταται από
τη φράση «συμπεριλαμβανομένων των εδαφών των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 54
του παρόντος Κώδικα».
Αρθρο 7
Ελαφρύνσεις και απαλλαγές Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης
για την ηλεκτρική ενέργεια
1. Η περίπτωση κα' του πίνακα της παραγράφου 1 του άρθρου
73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται
ως ακολούθως:
κα) Ηλεκτρική ενέργεια |
2716 |
|
|
1) για επιχειρηματική χρήση - από
καταναλωτές υψηλής τάσης - από
τους λοιπούς καταναλωτές |
|
2,5 5 |
MWh MWh |
2) για μη επιχειρηματική χρήση - από
οικιακή χρήση - από λοιπές χρήσεις |
|
2,2 5 |
MWh MWh |
2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 78 του ν.
2960/2001 προστίθεται περίπτωση ια' ως ακολούθως:
«ια)
η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για γεωργική χρήση».
3. Στο
άρθρο 29 του ν. 2773/1999 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Τα
τιμολόγια προμήθειας της ΔΕΗ Α.Ε. για τη μέση και χαμηλή τάση μέχρι την
30.6.2013 εγκρίνονται με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και
Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη της Ρ.Α.Ε.»
Αρθρο 8
Εξαίρεση της δαπάνης για την απόκτηση πρώτης
κατοικίας από τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Κίνητρα για την
αντικατάσταση αυτοκινήτων παλαιάς τεχνολογίας. Αναπροσαρμογή φόρου πολυτελείας
στα επιβατικά αυτοκίνητα.
1. Εξαιρείται και δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις της
περίπτωσης γ' του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. η από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού
και μέχρι 31.12.2012 δαπάνη για την αγορά από ενήλικο, με δικαίωμα πλήρους
κυριότητας, καθώς και η ανέγερση από αυτόν οικοδομής, ως πρώτης κατοικίας,
εφόσον η επιφάνειά της δεν υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) τ.μ. και η
συνολική αξία της το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
Αν η αξία
της οικοδομής υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ ή η
επιφάνειά της τα εκατόν είκοσι (120) τ.μ., λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή
της περίπτωσης γ' του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε., η επιπλέον του ποσού αυτού δαπάνη ή
η δαπάνη που αντιστοιχεί στην επιφάνεια των, πάνω από τα εκατόν είκοσι (120),
τετραγωνικών μέτρων. Αν συντρέχουν και οι δύο ανωτέρω προϋποθέσεις, λαμβάνεται
υπόψη το
μεγαλύτερο, κατά περίπτωση ποσό
μεταξύ της δαπάνης των πάνω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ και της
δαπάνης που αντιστοιχεί στην επιφάνεια πάνω από τα εκατόν είκοσι (120) τ.μ..
Κατά την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων δεν θεωρείται ότι αποκτάται πρώτη
κατοικία, αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε., έχουν δικαίωμα πλήρους
κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή οίκησης, εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού
μεριδίου, σε άλλη κατοικία ή κατοικίες, εφόσον το άθροισμα της συνολικής
επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα εβδομήντα (70) τ.μ.. Η επιφάνεια
αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και
κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα που
βαρύνουν τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο.
Δωρεές ή
γονικές παροχές χρηματικών ποσών που συνιστώνται αποκλειστικά για την αγορά ή
ανέγερση πρώτης κατοικίας, κατά τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων και
μέχρι του ποσού που ορίζεται σε αυτές, απαλλάσσονται από τον οικείο φόρο που
προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών,
Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266
Α').
2. α)
Καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι
και 2.000 κυβικά εκατοστά που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της
Οδηγίας 98/69 Ε.Κ. «Φάση Β» ή μεταγενέστερης ή Κανονισμού και παραλαμβάνονται
σε αντικατάσταση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, που αποσύρονται από
την κυκλοφορία για καταστροφή, απαλλάσσονται από το προβλεπόμενο από τις
διατάξεις του άρθρου 121 του ν. 2960/ 2001 τέλος ταξινόμησης, ως εξής:
αα)
Αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 900 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται
από το προβλεπόμενο τέλος ταξινόμησης για φορολογητέα αξία μέχρι και 6.000
ευρώ.
ββ)
Αυτοκίνητα κυλινδρισμού από 901 μέχρι και 1400 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται
από το προβλεπόμενο τέλος ταξινόμησης για φορολογητέα αξία μέχρι και 8.000
ευρώ.
γγ) Αυτοκίνητα
κυλινδρισμού κινητήρα από 1401 μέχρι και 1600 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται
από το 65% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης και για φορολογητέα αξία μέχρι
και 11.000 ευρώ.
δδ)
Αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα από 1601 μέχρι και 2000 κυβικά εκατοστά,
απαλλάσσονται από το 50% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης και για
φορολογητέα αξία μέχρι και 14.000 ευρώ.
β) Η κατά
την προηγούμενη περίπτωση φορολογητέα αξία διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις
του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 και σε περίπτωση που είναι μεγαλύτερη των
προαναφερόμενων ποσών θα εισπράττεται για το επί πλέον ποσό, ο προβλεπόμενος
ακέραιος συντελεστής τέλους ταξινόμησης.
γ) Οι
διατάξεις των περιπτώσεων α' και β' εφαρμόζονται μόνο για αυτοκίνητα παλαιάς
τεχνολογίας για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα μέχρι
31.12.1998 και για τα οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας του έτους
εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή, καθώς και τυχόν οφειλομένων προηγουμένων
ετών.
δ) Με
κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και
Κλιματικής Αλλαγής και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, καθορίζεται η
διαδικασία απόσυρσης από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, τα απαιτούμενα
δικαιολογητικά, οι αρμόδιες αρχές και φορείς εν γένει, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια για την εφαρμογή του ως άνω μέτρου της απόσυρσης της παραγράφου
αυτής.
ε) Οι
διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται μετά από δέκα (10) ημέρες από την
έκδοση της απόφασης της προηγούμενης περίπτωσης και για αυτοκίνητα που θα αποσυρθούν
μέχρι 20.12.2011.
3. α) Οι
περιπτώσεις α) και β) της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40
Α') αντικαθίστανται ως εξής:
«α) από
20.000 ευρώ μέχρι και 22.000 ευρώ, σε ποσοστό 10% και β) άνω των 22.000 ευρώ
και μέχρι 28.000 ευρώ, ποσοστό 30%.»
β) Οι
περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010
αντικαθίστανται ως εξής:
«α) από
16.000 ευρώ μέχρι και 17.000 ευρώ, ποσοστό 10%,
β) άνω
των 17.000 ευρώ μέχρι και 19.000 ευρώ, ποσοστό 30%».
4. Επιβατικά
αυτοκίνητα συμπεριλαμβανομένων και των αυτοκινήτων τύπου jeep που έχουν κομισθεί στη χώρα μας μέχρι και την 8
Δεκεμβρίου 2010 και για τα οποία μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, έχουν κατατεθεί
δηλωτικά εισαγωγής ή δηλώσεις άφιξης οχημάτων ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία
εισόδου όταν πρόκειται για μετοικούντα πρόσωπα, εφόσον πληρούν εκ κατασκευής
τις προδιαγραφές των Οδηγιών 98/69/ΕΚ Φάση Β ή μεταγενέστερης και της 98/69/ΕΚ
Φάση Α ή μεταγενέστερης, εξακολουθούν να υπάγονται στους συντελεστές τέλους
ταξινόμησης που προβλέπονται από τις περιπτώσεις α' και β' αντίστοιχα της
παραγράφου 2 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), με την προϋπόθεση
ότι μέχρι 30.6.2011 θα έχουν τελωνισθεί και καταβληθεί γι' αυτά, οι οφειλόμενες
φορολογικές επιβαρύνσεις.
5. Το
τελευταίο εδάφιο της παραγράφου Β.1 του άρθρου 22 του ν. 3172/2003 (ΦΕΚ 197 Α')
αντικαθίσταται ως εξής: «Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται με κοινή
απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.»
6. Το
επίδομα που χορηγείται στο προσωπικό Λιμενικού Σώματος σύμφωνα με την παρ. 9
του άρθρου 20 του ν. 2386/1996 θεωρείται ως έξοδο κίνησης και δεν υπόκειται σε
κρατήσεις υπέρ τρίτων και φόρου εισοδήματος. Η ισχύς της παραγράφου αυτής
αρχίζει από 1.1.2010.
Αρθρο 9
Ρυθμίσεις για το προσωπικό των Νομαρχιακών
Αυτοδιοικήσεων και τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών
1. Η μισθοδοσία του μονίμου και με σχέση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, που υπηρετεί στις νομαρχιακές
αυτοδιοικήσεις την 31.12.2010 και από 1.1.2011 καθίσταται αυτοδίκαια προσωπικό
των περιφερειών, ή μετατάσσεται σε δήμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α') και ανεξαρτήτως
δημοσιεύσεως ή μη των σχετικών
διαπιστωτικών πράξεων κατάταξης ή μετάταξής του, καταβάλλεται έως τον Απρίλιο
του 2011 από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και ειδικότερα σε βάρος των οικείων ΚΑΕ
του Ε.Φ. 07-120 του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Εσωτερικών,
Αποκέντρωσης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με την ίδια έως την 31.12.2010
διαδικασία.
Η τακτοποίηση
των ανωτέρω πληρωμών γίνεται απολογιστικά έως την 30.6.2011, με μεταφορά στον
ανωτέρω Ε.Φ. και τους σχετικούς ΚΑΕ αντίστοιχων κατά περίπτωση ποσών από τους
πόρους των άρθρων 259 και 260 του προαναφερθέντος νόμου.
2. Στο
πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3864/2010 (ΦΕΚ 119 Α') η λέξη
«ετήσιας» αντικαθίσταται με τη λέξη «τριετούς».
3. Στην
παράγραφο 1 του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α'), προστίθενται εδάφια ως
εξής:
«Οι
φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, όπως ορίζεται στην περίπτωση 4 του άρθρου 1Β,
επιτρέπεται μέχρι την 31.12.2013 να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις παροχής
συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών, υπηρεσιών πληροφορικής και υπηρεσιών
εκπόνησης μελετών (με εξαίρεση μελέτες τεχνικών έργων), με απευθείας ανάθεση,
για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, χωρίς να
συμπεριλαμβάνεται στο ποσό αυτό ο Φ.Π.Α. που αναλογεί, εφόσον οι ανωτέρω
υπηρεσίες και μελέτες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του προγράμματος
στήριξης της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με το ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α').
Από το
ποσό αυτό και μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται
στο ποσό αυτό ο Φ.Π.Α. που αναλογεί, απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική
διαδικασία (πρόχειρος) που θα διενεργείται από τριμελή επιτροπή.
Ανω του
ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο ποσό
αυτό ο Φ.Π.Α. που αναλογεί, απαιτείται σύναψη δημόσιας σύμβασης κατόπιν
διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας
νομοθεσίας.
Σύναψη
σύμβασης παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών με την ίδια διαδικασία γίνεται και στην
περίπτωση μικτής προμήθειας, κατά την οποία η αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών
υπερβαίνει την αξία των προϊόντων.
Με
απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις
εφαρμογής των τεσσάρων προηγούμενων εδαφίων.»
4. Στην
παράγραφο 4 του άρθρου 9 του Καταστατικού της εταιρείας με την επωνυμία
«Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.», το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010
(ΦΕΚ 204 Α'), αντί των λέξεων «τα δε λοιπά τρία (3) μέλη τα οποία δεν
εκλέγονται ή υποδεικνύονται σύμφωνα με την παρ. 4» τίθενται οι λέξεις «τα δε
λοιπά τέσσερα (4) μέλη τα οποία δεν εκλέγονται ή υποδεικνύονται σύμφωνα με την
παρ. 5».
5. Το
τελευταίο εδάφιο της παρ. 19 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α')
αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά την
πρώτη εφαρμογή της διάταξης, η αίτηση γίνεται αποδεκτή εφόσον υποβληθεί μέχρι
31.12.2010. Δυνατότητα ασκήσεως δικαιώματος έχουν και όσοι έχουν αυτοδικαίως
απολυθεί από 1ης Ιουνίου 2010, εφόσον δεν έχει εκδοθεί η πράξη συνταξιοδοτήσεως
κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.»
Αρθρο 10
Θέματα του ΕΛ.Σ.Σ. και της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Στο ν. 3832/2010 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει,
επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
1. Στην παράγραφο
3 του άρθρου 7, οι λέξεις «του αρμόδιου οργάνου» και «η ΕΛ.ΣΤΑΤ.»
αντικαθίστανται από τις λέξεις «του Προέδρου» και «ο Πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ.»,
αντίστοιχα.
2. Στην
παράγραφο 4 του άρθρου 10, οι λέξεις «από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.» αντικαθίστανται από τις
λέξεις «από τον Πρόεδρο της ΕΛ.ΣΤΑΤ.».
3. Μετά
το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 10, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η
πιστοποίηση παρέχεται με απόφαση του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ.. »
4. Η
παράγραφος 7 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η
ΕΛ.ΣΤΑΤ., ως συλλογικό όργανο: α) εγκρίνει το ΕΛ.Σ.Π.,
β)
εγκρίνει τον «Κανονισμό Στατιστικών Υποχρεώσεων των Φορέων του ΕΛ.Σ.Σ.»,
γ)
εγκρίνει το ετήσιο στατιστικό πρόγραμμα εργασίας της, το οποίο υποβάλλεται από
τον Πρόεδρο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. στη Βουλή, στον Υπουργό Οικονομικών και στην Ευρωπαϊκή
Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat),
δ)
εκδίδει τις οδηγίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του παρόντος
νόμου,
ε)
εγκρίνει την έκθεση αξιολόγησης του στατιστικού προγράμματος του προηγούμενου
έτους,
στ)
εγκρίνει το σχέδιο του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το
οποίο υποβάλλεται από τον Πρόεδρο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. στη Βουλή προς συζήτηση ενώπιον
της αρμόδιας Επιτροπής, καθώς και το τελικό κείμενο του Κανονισμού,
ζ)
καθορίζει τις «εθνικές αρχές» σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του
παρόντος νόμου,
η)
καθορίζει τους φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. που έχουν την αρμοδιότητα ή την υποχρέωση
συλλογής στατιστικών στοιχείων, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 10 του
παρόντος νόμου,
θ)
εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων που υποβάλλεται από τον Πρόεδρο της
ΕΛ.ΣΤΑΤ. στον Πρόεδρο της Βουλής σύμφωνα με τον Κανονισμό της,
ι)
αποφασίζει για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 11
του παρόντος νόμου,
ια)
διατυπώνει γνώμη για τον Οργανισμό της ΕΛ.ΣΤΑΤ.,
ιβ)
αποφασίζει για τα θέματα που υπάγονται από το νόμο ρητώς στην αρμοδιότητα της
ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικού οργάνου,
ιγ)
αποφασίζει, εκφράζει γνώμη ή διαβουλεύεται για κάθε θέμα που εισάγει στην
ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικό όργανο ο Πρόεδρος προς λήψη απόφασης ή προς έκφραση
γνώμης ή προς διαβούλευση.»
5. Το
τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2
του άρθρου 13 καταργούνται.
6. Στο
τέλος του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13, το οποίο λαμβάνει τη
θέση του καταργούμενου πρώτου εδαφίου αυτής, προστίθεται η φράση: «ο οποίος
διευθύνει τη συνεδρίαση όταν ο Πρόεδρος απουσιάζει ή κωλύεται».
7. Η παράγραφος 4 του άρθρου 13 λαμβάνει τον αριθμό
5 και εισάγεται νέα παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η
ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικό όργανο δεν επιτρέπεται να σχηματίζει κλιμάκια από τα μέλη
της και να αναθέτει σε αυτά την άσκηση αρμοδιοτήτων της».
8. Το
κείμενο του άρθρου 14 ορίζεται ως παράγραφος 1 του άρθρου αυτού και
τροποποιείται ως εξής:
α) Το
πρώτο εδάφιο του άρθρου 14, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο
Πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ασκεί κάθε αρμοδιότητα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. η οποία δεν
ανατίθεται από το νόμο ρητώς στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικό όργανο και έχει την
ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας της για την εκπλήρωση των σκοπών της, σύμφωνα
με τις διατάξεις της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, του Κώδικα Ορθής
Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές και των βέλτιστων διεθνών στατιστικών
πρακτικών. Ο Πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ. έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:»
β) Στο
τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' του άρθρου 14, προστίθεται η φράση:
«συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων β', γ', ε' και στ' της παραγράφου 2 και
της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.»
γ) Στο
δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' του άρθρου 14, διαγράφεται η φράση «σε άλλο
μέλος της».
δ) Στο
τέλος της περίπτωσης β' του άρθρου 14 προστίθεται η φράση: «παρέχει τις
υπηρεσιακές εντολές για την εκτέλεση κάθε ενέργειας που αφορά την εκπλήρωση της
αποστολής της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και συγκροτεί ομάδες εργασίας από το ειδικό επιστημονικό
ή το λοιπό προσωπικό της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ορίζοντας και το αντικείμενό τους».
ε) Η
περίπτωση γ' του άρθρου 14 αναριθμείται σε δ' και προστίθεται νέα περίπτωση γ'
ως εξής:
«γ)
Λαμβάνει τις αποφάσεις σχετικά με τις στατιστικές μεθόδους, τα πρότυπα και τις
διαδικασίες, καθώς και με το περιεχόμενο και τη χρονική στιγμή της δημοσίευσης
στατιστικών στοιχείων, σχετικά με τη διαβίβαση των επίσημων στατιστικών του
ΕΛ.Σ.Σ. στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) και γενικότερα σχετικά με τη διαβίβαση, υποβολή ή
γνωστοποίηση στατιστικών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και διεθνούς στατιστικής
συνεργασίας».
στ) Η
περίπτωση ε' του άρθρου 14 αναριθμείται σε ζ' και προστίθενται νέες περιπτώσεις
ε' και στ' ως εξής:
«ε) Είναι
αρμόδιος για το συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων των λοιπών φορέων του
ΕΛ.Σ.Σ. που αφορούν την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των επίσημων
στατιστικών της χώρας.
στ)
Παραγγέλλει την πρόσβαση του προσωπικού της ΕΛ.ΣΤΑΤ. σε όλες τις διοικητικές
πηγές και τα δημόσια μητρώα και αρχεία που τηρούνται εγγράφως ή με ηλεκτρονικά,
μαγνητικά, ή άλλα ανάλογα μέσα, από τις υπηρεσίες και τους φορείς του δημόσιου
τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/ 1982, και
τη λήψη στοιχείων από αυτά, καθώς και σε όλες τις πηγές και αρχεία που
τηρούνται από νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, ενώσεις προσώπων και φυσικά
πρόσωπα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου».
ζ) Οι
περιπτώσεις στ', ζ' και η' του άρθρου 14 καταργούνται και στη θέση τους
εισάγονται περιπτώσεις η' έως και ιζ' ως εξής:
«η)
Μεριμνά για τη συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού της ΕΛ.ΣΤΑΤ. σε
επιχειρησιακά, εκπαιδευτικά και σε επιχορηγούμενα προγράμματα και γενικότερα
για τη διαρκή αναβάθμισή του κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση θ' της παραγράφου
2 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.
θ)
Συντονίζει, εποπτεύει και είναι γενικά αρμόδιος για την εκπόνηση των
προγραμμάτων, κανονισμών, οδηγιών, εκθέσεων και όλων των λοιπών πράξεων επί των
οποίων αποφασίζει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικό όργανο.
ι)
Συγκαλεί και διευθύνει τις συνεδριάσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικού οργάνου,
καταρτίζει την ημερήσια διάταξη και είναι αρμόδιος για την εισήγηση επί όλων
των θεμάτων. Με απόφασή του μπορεί να αναθέσει την εισήγηση σε μέλος του
ειδικού επιστημονικού ή του λοιπού προσωπικού της ΕΛ.ΣΤΑΤ..
ια) Είναι
αρμόδιος για την εκτέλεση του ετήσιου στατιστικού προγράμματος, καθώς και
γενικότερα όλων των αποφάσεων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικού οργάνου.
ιβ)
Μπορεί να αποφασίζει τη διενέργεια κάθε είδους στατιστικών ερευνών, απογραφών
και μελετών επιπλέον αυτών που προβλέπονται στο ΕΛ.Σ.Π. και στο ετήσιο
στατιστικό πρόγραμμα εργασίας της ΕΛ.ΣΤΑΤ..
ιγ)
Καταρτίζει τους ετήσιους προϋπολογισμούς, απολογισμούς και ισολογισμούς της
ΕΛ.ΣΤΑΤ..
ιδ) Είναι
αρμόδιος για κάθε θέμα που αφορά τη διοικητική λειτουργία και την οικονομική
διαχείριση της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και αναλαμβάνει ως διατάκτης των δαπανών της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
τις υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της. Στο πλαίσιο αυτό
λαμβάνει μεταξύ άλλων και τις αποφάσεις για τη διενέργεια και την έγκριση
δαπανών και την ανάθεση των συμβάσεων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, εκδίδει
τις προκηρύξεις, συγκροτεί τις επιτροπές διενέργειας των διαγωνισμών και
αξιολόγησης των προσφορών, καθώς και παρακολούθησης των συμβάσεων και παραλαβής
και υπογράφει τις σχετικές συμβάσεις.
ιε)
Δύναται να εξουσιοδοτεί με απόφασή του όργανα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. να υπογράφουν «με
εντολή Προέδρου» έγγραφα ή άλλες πράξεις της.
ιστ)
Δύναται να εισάγει στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως συλλογικό όργανο προς λήψη απόφασης ή προς
έκφραση γνώμης ή προς διαβούλευση οποιοδήποτε θέμα που εμπίπτει στις
αρμοδιότητές του.
ιζ) Ασκεί
κάθε άλλη αρμοδιότητα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. που προβλέπει ο νόμος και ο Κανονισμός
Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΕΛ.ΣΤΑΤ.»
9. Στο
άρθρο 14, προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2. Σε
περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του ο Πρόεδρος αναπληρώνεται στην άσκηση όλων
των καθηκόντων του, εκτός από τις αρμοδιότητές του ως Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως
συλλογικού οργάνου, από τον Γενικό Διευθυντή Στατιστικών Ερευνών, και σε
περίπτωση απουσίας ή κωλύματος και αυτού, από τον Γενικό Διευθυντή Διοίκησης
και Οργάνωσης.»
10. Στο
τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 16 προστίθεται η φράση:
«Τον προϋπολογισμό εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών ο Πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
ο οποίος είναι και διατάκτης των δαπανών της.»
11. Στην
αρχή της παραγράφου 6 του άρθρου 23 του ν. 3832/2010 οι λέξεις «Μέχρι
31.12.2010» αντικαθίστανται
με τις λέξεις «Μέχρι 30.4.2011»
και στο τέλος της ίδιας παραγράφου προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με
απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται κατά παρέκκλιση των διατάξεων
του άρθρου 17 του ν. 3871/ 2010 (ΦΕΚ 141 Α') εγγράφονται σε Ειδικό Φορέα του
προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών οι αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη
των δαπανών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. μέχρι 30.4.2011. Για την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών
μειώνεται ισόποσα η πίστωση που έχει προβλεφθεί για την επιχορήγηση της
ΕΛ.ΣΤΑΤ.»
Αρθρο 11
Αναπροσαρμογή αποδοχών στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ και τις εταιρείες του Ομίλου της
1. Οι συνολικές πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές,
επιδόματα, αποζημιώσεις, πρόσθετες ενισχύσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και οι
με οποιαδήποτε άλλη ονομασία και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική ρήτρα ή όρο
συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση, απόφαση Διοίκησης, διάταξη
Οργανισμού ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία ή έθιμο ή επιχειρησιακή
συνήθεια οριζόμενες, που καταβάλλονται στους εργαζόμενους στην Αγροτική Τράπεζα
της Ελλάδος, η οποία ανήκει κατά ποσοστό πάνω του 51% στο Ελληνικό Δημόσιο,
μειώνονται από 1.1.2011 κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) για μηνιαίες
αποδοχές που υπερβαίνουν το ποσό των 1.800 ευρώ. Το επίδομα (έξοδα) «περιποίησης
πελατείας» καταργείται και το ποσό της ενίσχυσης χαμηλόμισθων παραμένει και
καταβάλλεται κατά τα ισχύοντα στους εργαζόμενους με συνολικές μηνιαίες αποδοχές
μέχρι το ποσό των 1.500 ευρώ και μόνο κατά το αναλογούν μηνιαίο ποσό μέχρι τη
συμπλήρωση του παραπάνω ποσού (1.500 ευρώ).
Το κατά
μήνα ποσό, που προκύπτει από την παραπάνω μείωση των αποδοχών, παρακρατείται
κατά μήνα από το συνολικό ποσό μηνιαίας μισθοδοσίας των εργαζομένων και
θεωρείται ότι βαρύνει αναλογικά τα ποσά των κάθε φύσεως και ονομασίας αποδοχών,
επιδομάτων αποζημιώσεων, πρόσθετων ενισχύσεων και αμοιβών γενικά, με εξαίρεση
το βασικό μισθό και τα επιδόματα πολυετίας, βαθμού, επιστημονικό και
οικογενειακής κατάστασης (γάμου και τέκνων).
2. Οι
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν αναλογική εφαρμογή και επί των
εταιρειών μετοχικού ενδιαφέροντος της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, στις
οποίες η Τράπεζα κατέχει από μόνη της ή από κοινού με άλλες θυγατρικές της,
ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου τους μεγαλύτερο του 50%.
3. Οι
διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εξυπηρετούν λόγους κατεπείγοντος
επιτακτικού γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, που συνδέεται ιδίως με το
πρόγραμμα εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης της ως άνω κρατικής Τράπεζας και του
Ομίλου της, την προστασία και τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας και την
ανόρθωση των δημοσίων οικονομικών εν γένει και κατισχύει κάθε αντίθετης ή άλλης
γενικής ή ειδικής διάταξης, συμφωνίας, όρου ή ρήτρας, νόμου ή οργανισμού
έχοντος ισχύ νόμου, κανονιστική ή άλλη συμβατική ή συλλογικής σύμβασης εργασίας
ή διαιτητικής απόφασης ή απόφασης Διοίκησης ή συλλογικής συμφωνίας ή ατομικής
σύμβασης ή πρακτικών συμφωνίας ή επιχειρησιακής πρακτικής ή εργασιακής
συνήθειας.
Αρθρο 12
Πρόσληψη από το ΙΚΑ επιτυχόντων σε διαγωνισμό του
ΑΣΕΠ της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων των επόμενων
παραγράφων, οι ακόλουθες λέξεις έχουν την εξής έννοια:
«Επιτυχόντες»
: Οι επιτυχόντες των κατηγοριών ΤΕ και ΔΕ στο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από
το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) με την προκήρυξη 9Κ/2008 (ΦΕΚ
575/3.11.2008) για την πλήρωση με σειρά προτεραιότητας θέσεων τακτικού
προσωπικού στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, που περιλαμβάνονται στους πίνακες
διοριστέων, που δημοσιεύθηκαν στα υπ' αριθμ. 1012/Γ/16.12.2009, 1017/Γ/ 18.12.2009
και 10145/Γ/30.12.2009 Φύλλα Εφημερίδας της Κυβερνήσεως για την κατηγορία ΤΕ
και 43/ 26.1.2010 Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως για την κατηγορία ΔΕ και οι
οποίοι μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν έχουν διορισθεί στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ με απόφαση Διοίκησης. «Φορέας Υποδοχής»: Ίδρυμα Κοινωνικών
Ασφαλίσεων (ΙΚΑ).
«Πρόσληψη»:
Η πρόσληψη των επιτυχόντων στον Φορέα Υποδοχής.
2. Με τις
προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων, οι επιτυχόντες που δεν
έχουν διορισθεί με απόφαση Διοίκησης στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,
προσλαμβάνονται από τον Φορέα Υποδοχής, αναλόγως των αναγκών και των
οικονομικών δυνατοτήτων αυτού.
3. Οι
επιτυχόντες προσλαμβάνονται με σειρά προτεραιότητας από τους άνω πίνακες από
τον Φορέα Υποδοχής μέχρι τις 31.12.2011. Ο ενδιαφερόμενος για πρόσληψη
υποβάλλει αίτηση στο ΙΚΑ μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση του
παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην αίτηση αναγράφεται το
ονοματεπώνυμο, η σειρά επιτυχίας στο διαγωνισμό, η βαθμολογία, ο κωδικός θέσης
και ο κλάδος/ειδικότητα του επιτυχόντα. Η κατανομή των επιτυχόντων στις
υπηρεσίες και τα Καταστήματα του Φορέα Υποδοχής γίνεται με απόφαση του Διοικητή
αυτού:
α) σε
κενή οργανική θέση του ίδιου κλάδου/ειδικότητας (ΤΕ ή ΔΕ, αντίστοιχα) του Φορέα
Υποδοχής εντός του νομού της θέσης για την οποία είχε επιτύχει ο καθένας,
β) αν δεν
υπάρχει κενή οργανική θέση κατά τα παραπάνω, σε κενή οργανική θέση του ίδιου
κλάδου/ειδικότητας των πλησιέστερων νομών και
γ) αν δεν
υπάρχουν οι ως άνω θέσεις, σε κενή οργανική θέση του ίδιου κλάδου/ειδικότητας
κατά την κρίση του Φορέα Υποδοχής.
Η
πρόσληψη από τον Φορέα Υποδοχής γίνεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του και
με τους όρους, το βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΤΕ ή ΔΕ
αντίστοιχα, που ισχύουν για το προσλαμβανόμενο προσωπικό του Φορέα Υποδοχής.
Όσοι προσληφθούν, πρέπει να παρουσιαστούν στον Φορέα Υποδοχής για ανάληψη
υπηρεσίας, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την επίδοση της απόφασης του
Διοικητή του Φορέα Υποδοχής, άλλως θεωρείται ότι δεν αποδέχθηκαν την πρόσληψή
τους. Για τις ανωτέρω προσλήψεις δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων
1 και 2 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010.
4. Από την πρόσληψη των επιτυχόντων στον Φορέα
Υποδοχής, παύει κάθε αξίωση των επιτυχόντων για διορισμό τους και παροχή της
εργασίας τους στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, οι δε τυχόν ανοιχθείσες δίκες,
κατόπιν αγωγής τους ή αιτήσεως για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καταργούνται
αυτοδικαίως. Η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 έως και 4 του παρόντος
άρθρου δεν μπορεί να οδηγήσει σε ευθεία ή αναλογική εφαρμογή του άρθρου 7 του
ν. 2112/1920. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται θέσεις
τακτικού προσωπικού της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ των κατηγοριών ΤΕ και ΔΕ,
ισάριθμες με εκείνες για τις οποίες προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός της παραγράφου 1
και για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί απόφαση διορισμού από τη Διοίκηση της
τράπεζας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ΕΚ
ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΚΑΙ
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Αρθρο 13
Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Στο άρθρο 3 του ν. 1876/1990 προστίθεται παράγραφος
5Α ως εξής:
«5Α. 1α)
Με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι αποδοχές και οι συνθήκες
εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές της αντίστοιχης κλαδικής
συλλογικής σύμβασης εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο της εθνικής
γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρησιακή
συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία μπορεί να ανανεώνεται, ονομάζεται «ειδική
επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας». Οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές
συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν από τις αντίστοιχες κλαδικές συλλογικές
συμβάσεις εργασίας, χωρίς περιορισμούς. Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 για τη
συρροή και τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 11 για την
επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν ισχύουν για τις συλλογικές
συμβάσεις εργασίας της παρούσας παραγράφου. Οι ειδικές επιχειρησιακές
συλλογικές συμβάσεις εργασίας λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη προσαρμογής των
επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, με στόχο τη δημιουργία ή τη διατήρηση
των θέσεων εργασίας, καθώς και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και
ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
β) Με την
ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας του προηγούμενου εδαφίου
δύνανται να ρυθμίζονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, όροι και προϋποθέσεις
μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, καθώς και κάθε
άλλος όρος εφαρμογής της, περιλαμβανομένης της διάρκειάς τους.
2. Κατ'
εξαίρεση των οριζομένων στο άρθρο 6 παρ. 1 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, η ειδική
επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί και από εργοδότη που
απασχολεί λιγότερους από πενήντα (50) εργαζόμενους, με το αντίστοιχο
επιχειρησιακό σωματείο και αν δεν υπάρχει με το αντίστοιχο κλαδικό σωματείο ή
με την αντίστοιχη ομοσπονδία.
3. Για
την εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο 1 τα μέρη υποβάλλουν από κοινού
αιτιολογική έκθεση των λόγων που δικαιολογούν την πρόθεσή τους για κατάρτιση
ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας προς το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου
Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), το οποίο και γνωμοδοτεί για τη σκοπιμότητα
της κατάρτισής της, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών μετά την
πάροδο της οποίας τεκμαίρεται η χορήγησή της. Με την ίδια διαδικασία
συμφωνείται και η τυχόν παράτασή της.
4. Η συλλογική
σύμβαση εργασίας αυτής της παραγράφου αρχίζει από την υπογραφή της και είναι
έγκυρη, σύμφωνα με τα ισχύοντα στο άρθρο 5 του παρόντος νόμου.
5. Σε
περίπτωση παραβίασης των όρων του άρθρου αυτού, η ειδική επιχειρησιακή
συλλογική σύμβαση εργασίας είναι άκυρη και σε περίπτωση καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας, η αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές της
αντίστοιχης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
6.
Οποιαδήποτε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά παράβαση των συμφωνημένων
στο πλαίσιο της ειδικής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, συνιστά μη
εμπρόθεσμη καταβολή νομίμων αποδοχών, για την οποία εφαρμόζονται ο α.ν.
690/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995.»
Αρθρο 14
Διαδικασία επίλυσης συλλογικών διαφορών
Τα άρθρα 14, 15,16 και 17 του ν.1876/1990
αντικαθίστανται ως εξής:
«Αρθρο 14
Μεσολάβηση - Διαιτησία
1. Αν οι
συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτύχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα να
ζητήσουν τις υπηρεσίες μεσολάβησης ή να προσφύγουν στη διαιτησία.
2. Οι
όροι της προσφυγής στη μεσολάβηση και διαιτησία και η όλη διαδικασία
καθορίζονται με τη συνομολόγηση σχετικών ρητρών στις συλλογικές συμβάσεις ή σε
περίπτωση που δεν συνομολογήθηκαν τέτοιες ρήτρες, με κοινή συμφωνία των μερών
που διαπραγματεύονται. Αν λείπουν παρόμοιες συμφωνίες, εφαρμόζονται οι
διατάξεις του νόμου αυτού.
3. Οι
υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας γενικώς και αυτές που παρέχονται από τους
μεσολαβητές και διαιτητές του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.)
βασίζονται στις αρχές της ορθής κρίσης, της αντικειμενικότητας και της
αμεροληψίας.»
«Αρθρο 15
Μεσολάβηση
1. Τον
ορισμό μεσολαβητή μπορεί να ζητήσει οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
2. Η
διαδικασία της μεσολάβησης αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τα
ενδιαφερόμενα μέρη, που υποβάλλεται από κοινού ή χωριστά. Η αίτηση, στη δεύτερη
περίπτωση, κοινοποιείται και στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται η
πρόσκληση που απευθύνει
το ένα μέρος προς το άλλο, τα στοιχεία
των μερών και των οριζόμενων εκπροσώπων τους, οι προτάσεις ή τα αιτήματα, οι
λόγοι που τα δικαιολογούν, οι τυχόν εναλλακτικές προτάσεις και αντιπροτάσεις
και οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις.
3. Ο
μεσολαβητής επιλέγεται από τα μέρη από τον ειδικό κατάλογο μεσολαβητών. Σε
περίπτωση ασυμφωνίας των μερών ο μεσολαβητής ορίζεται με κλήρωση. Για το σκοπό
αυτόν, ύστερα από 48 ώρες από την υποβολή της αίτησης, η αρμόδια υπηρεσία του
Ο.ΜΕ.Δ. καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο και ώρα για την επιλογή
μεσολαβητή και σε περίπτωση διαφωνίας για την ανάδειξή του με κλήρωση.
Η κλήρωση
διεξάγεται ενώπιον του Προέδρου του Ο.ΜΕ.Δ. ή του οριζομένου από αυτόν
εκπροσώπου του και κάθε μέρος έχει το δικαίωμα για μια φορά να εκφράσει την
άρνησή του για το κληρωθέν πρόσωπο. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται και ο
αναπληρωματικός του μεσολαβητή. Μετά τον ορισμό του μεσολαβητή συντάσσεται
πρακτικό ανάληψης της μεσολάβησης. Ο μεσολαβητής οφείλει να αναλάβει τα
καθήκοντά του εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών το αργότερο από τον ορισμό του.
4. Ο
μεσολαβητής καλεί τα μέρη σε συζητήσεις, προβαίνει σε κατ' ιδίαν ακρόαση των
μερών, σε εξέταση της οικονομικής κατάστασης και της εξέλιξης της
ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικής δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται η
συλλογική διαφορά, σε εξετάσεις προσώπων και σε οποιαδήποτε έρευνα σχετική με
τους όρους εργασίας, συνεπικουρούμενος από έναν ή περισσότερους
πραγματογνώμονες της επιλογής του.
5. Η
εργοδοτική πλευρά και κάθε αρμόδια υπηρεσία έχουν την υποχρέωση να δώσουν στον
μεσολαβητή κάθε πληροφορία και να υποβοηθήσουν το έργο του. Ειδικότερα για την
εργοδοτική πλευρά ισχύουν όσα περιγράφονται στην παρ. 4 του άρθρου 4 του
ν.1876/1990.
6.α) Αν
τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) εργάσιμων
ημερών από την επομένη της ημέρας ανάληψης των καθηκόντων του μεσολαβητή, ο
μεσολαβητής έχει δικαίωμα να υποβάλλει σε αυτά δική του πρόταση.
β) Αν τα
μέρη δεν γνωστοποιήσουν εγγράφως την αποδοχή της πρότασης του μεσολαβητή μέσα
σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίησή της, θεωρείται ότι την
απέρριψαν. Η αποδοχή ή η απόρριψη της πρότασης κοινοποιείται και στο άλλο
μέρος. Η πρόταση του μεσολαβητή είναι δυνατόν να δημοσιεύεται από αυτόν στον
ημερήσιο ή /και στον περιοδικό τύπο.
γ) Εφόσον
η πρόταση γίνεται δεκτή o
μεσολαβητής καλεί τα μέρη για την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας.»
«Αρθρο 16
Διαιτησία
1. Η
προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των
διαπραγματεύσεων με κοινή συμφωνία των μερών.
2. Είναι
δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις:
α) από
οποιοδήποτε μέρος, εφόσον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση, ή
β) από
οποιοδήποτε μέρος μετά τη υποβολή της πρότασης μεσολάβησης, εφόσον και τα δύο
μέρη προσήλθαν και συμμετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης.
3. Η
προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή/και
βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η
συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας.
4. Η
διαιτησία διεξάγεται από έναν διαιτητή και στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής
στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, είναι δυνατόν να
ζητηθεί από ένα εκ των μερών η συγκρότηση τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας. Ο
διαιτητής ή οι διαιτητές της τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, οι αναπληρωτές
τους, καθώς και ο ορισμός ενός εκ των διαιτητών ως Προέδρου της τριμελούς
Επιτροπής Διαιτησίας, επιλέγονται με κοινή συμφωνία των μερών από ειδικό κατάλογο
διαιτητών και σε περίπτωση ασυμφωνίας με κλήρωση. Για το σκοπό αυτόν, ύστερα
από σαράντα οκτώ (48) ώρες από την προσφυγή στη διαιτησία, η αρμόδια υπηρεσία
του Ο.ΜΕ.Δ. καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο και ώρα για την
επιλογή διαιτητή ή Επιτροπής Διαιτησίας και τον Πρόεδρό της.
Η κλήρωση
διεξάγεται ενώπιον του Προέδρου του Ο.ΜΕ.Δ. ή του οριζομένου από αυτόν
εκπροσώπου του και κάθε μέρος έχει το δικαίωμα για μια φορά να εκφράσει την
άρνησή του για το κληρωθέν πρόσωπο. Ο διαιτητής και οι διαιτητές της τριμελούς
Επιτροπής Διαιτησίας οφείλουν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους εντός πέντε (5)
εργάσιμων ημερών το αργότερο από τον ορισμό τους. Η απόφαση της Επιτροπής
Διαιτησίας λαμβάνεται ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία.
5. Ο
διαιτητής μελετά όλα τα στοιχεία και πορίσματα, που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο
της μεσολάβησης, την οικονομική κατάσταση και την εξέλιξη της
ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η
συλλογική διαφορά, και έχει τα ίδια δικαιώματα με τον μεσολαβητή. Το ίδιο
ισχύει και για την Επιτροπή Διαιτησίας.
6. Η
απόφαση της διαιτησίας εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας και ισχύει
από την επομένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση.
7. Η
διαιτητική απόφαση εκδίδεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ανάληψη των
καθηκόντων του Διαιτητή ή της Επιτροπής Διαιτησίας, αν προηγήθηκε μεσολάβηση,
και σε διάστημα τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν δεν προηγήθηκε.
8. Στις
περιπτώσεις προσφυγής στη διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της
απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής.
9. Οι
διαφορές για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων υπάγονται στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχείο 5 του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 του
ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από τα συμμετέχοντα στη συλλογική
διαφορά μέρη ή δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από τη
διαιτητική απόφαση μέρη.
Η
δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά εντός σαράντα πέντε (45) εργάσιμων ημερών από
την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα από πόσες υποθέσεις έχει η δικάσιμος. Η
έφεση ασκείται εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της
απόφασης και η δικάσιμος της
έφεσης ορίζεται υποχρεωτικά εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, η
επίδοση της οποίας γίνεται δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση.»
«Αρθρο 17
Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας
1. Ο Οργανισμός
Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ. Δ.) είναι ανεξάρτητος φορέας και λειτουργεί
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, των προεδρικών διαταγμάτων και των
κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 2
του ν.1876/1990, καθώς και των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του κατά παρέκκλιση
των διατάξεων που αφορούν το δημόσιο τομέα.
2.
Σκοπός του Ο.ΜΕ.Δ. είναι η υποστήριξη των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων
με την παροχή υπηρεσιών μεσολάβησης και διαιτησίας προς τις εργατικές και
εργοδοτικές οργανώσεις και μεμονωμένους εργοδότες. Για την εκπλήρωση αυτού του
σκοπού, ιδίως: α) οργανώνει υπηρεσίες διοικητικής υποστήριξης της μεσολάβησης
και της διαιτησίας, β) διεξάγει ενημερωτικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, που
απευθύνονται κυρίως σε εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και
οργανώσεις εργοδοτών για θέματα συλλογικών διαπραγματεύσεων, εργασιακών σχέσεων
και οικονομίας της εργασίας γ) εκπονεί επιστημονικές έρευνες και μελέτες για
θέματα συναφή με τους σκοπούς του και δ) συντάσσει ετήσια έκθεση του έργου του,
η οποία υποβάλλεται προς τα Διοικητικά Συμβούλια των: α) Γενική Συνομοσπονδία
Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), β) Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), γ)
Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ,) δ)
Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) και καθώς επίσης προς τον
Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
3. Ο
Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας διοικείται από επταμελές διοικητικό
συμβούλιο, που αποτελείται από:
α) έναν
εκπρόσωπο του ΣΕΒ, έναν της ΓΣΕΒΕΕ και έναν της ΕΣΕΕ, με τους αναπληρωτές τους,
β) τρεις
εκπροσώπους της ΓΣΕΕ, με τους αναπληρωτές τους και
γ) τον
Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που επιλέγονται με ομόφωνη απόφαση των μελών
των περιπτώσεων α' και β', η οποία απόφαση λαμβάνεται σε συνεδρίαση, η οποία
συγκαλείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πριν τη
συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε σώμα. Ο Πρόεδρος και ο αναπληρωτής του
πρέπει να είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους και έμπειρα σε θέματα εργασιακών
σχέσεων ή οικονομίας της εργασίας ή του εργατικού δικαίου.
4. Στο
διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας συμμετέχει ως
παρατηρητής και χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας
και Κοινωνικής Ασφάλισης, με τον αναπληρωτή του, κάτοχος πτυχίου πανεπιστημίου
με εμπειρία στα εργασιακά θέματα.
5. Για
τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 3, η υπόδειξη από τους αρμόδιους
φορείς γίνεται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την πρόσκληση του Υπουργού
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
6. Το
Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται σε σώμα με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος του Διοικητικού
Συμβουλίου καθώς και ο αναπληρωτής του από τα τακτικά μέλη του Διοικητικού
Συμβουλίου.
7. α) Η
θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής. Ο επαναδιορισμός των τακτικών
μελών είναι δυνατός για μία ακόμη συνεχόμενη τριετία.
β) Σε
περίπτωση παραίτησης ή θανάτου μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, το Διοικητικό
Συμβούλιο βρίσκεται σε νόμιμη συγκρότηση και είναι δυνατή η συμμετοχή του
αναπληρωματικού μέλους ως τακτικού. Εάν ελλείπει τακτικό μέλος, ο Υπουργός
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καλεί με τη διαδικασία της παραγράφου 5 αυτού
του άρθρου, τον φορέα από τον όποιο προέρχεται το ελλείπον μέλος να ορίσει άλλο
πρόσωπο για το υπόλοιπο της θητείας του ελλείποντος μέλους.
8. α) Οι
μεσολαβητές και οι διαιτητές αποτελούν δύο αυτοτελή ειδικά σώματα.
Ο
ανώτατος αριθμός θέσεων μεσολαβητών και διαιτητών για όλη τη χώρα είναι τριάντα
οκτώ (38) εκ των οποίων δώδεκα (12) είναι διαιτητές. Με απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες μπορεί να αυξομειώνεται ο
αριθμός κάθε σώματος, χωρίς υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των τριάντα οκτώ (38)
θέσεων.
β) Οι
μεσολαβητές και οι διαιτητές ασκούν δημόσιο λειτούργημα χωρίς να έχουν την
ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την
εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα οποία οφείλουν να εκτελούν με αντικειμενικότητα
και έχουν υποχρέωση να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας του Σώματος Μεσολαβητών
Διαιτητών, που εκδίδεται με ομόφωνη απόφαση των επτά (7) μελών του Διοικητικού
Συμβουλίου.
9. α) Οι
υποψήφιοι μεσολαβητές πρέπει:
i) να έχουν συμπληρώσει
το 35ο έτος της ηλικίας τους,
ii) να έχουν πτυχίο
πανεπιστημίου, νομικών ή οικονομικών επιστημών ή συναφών σπουδών,
iii) να έχουν πενταετή
αποδεδειγμένη εμπειρία σε θέματα εργασιακών σχέσεων.
β)
Οι υποψήφιοι διαιτητές πρέπει:
i) να έχουν συμπληρώσει
το 45ο έτος της ηλικίας τους,
ii) να έχουν πτυχίο
πανεπιστημίου, νομικών ή οικονομικών επιστημών ή συναφών σπουδών,
iii) να έχουν δεκαετή
αποδεδειγμένη εμπειρία σε θέματα εργασιακών σχέσεων.
γ)
Συνεκτιμώνται πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, όπως μεταπτυχιακοί τίτλοι
σπουδών και σχετικές δημοσιεύσεις, ιδίως σε θέματα εργασιακών σχέσεων.
Το
Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί με κανονισμό να καθορίσει επιπλέον προσόντα από όσα
αναφέρονται.
10. Οι
μεσολαβητές και οι διαιτητές προσλαμβάνονται με τριετή θητεία, η οποία είναι
ανανεώσιμη με δυνατότητα μεταβολής της ιδιότητας του μεσολαβητή ή του διαιτητή
κατά την προηγούμενη θητεία τους. Προκειμένου να ανανεωθεί η θητεία τους
επανακρίνονται σύμφωνα με όσα ορίζει ειδικός κανονισμός με αιτιολογημένη
απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με ομόφωνη απόφαση των
επτά (7) μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
11. α) Ο διορισμός γίνεται μετά από δημόσια
προκήρυξη των θέσεων των μεσολαβητών και των θέσεων των διαιτητών. Οι
ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν βιογραφικά σημειώματα, τίτλους σπουδών, σχετικές
δημοσιεύσεις και δήλωση σε ποιο από το δύο σώματα προτιμούν να ενταχθούν, καθώς
και ό,τι άλλο καθορίζεται με την προκήρυξη.
β) Το
Διοικητικό Συμβούλιο μετά από μελέτη των φακέλων των υποψηφίων και ενδεχόμενη
προφορική συνέντευξη επιλέγει τους ικανότερους με ομόφωνη απόφαση των επτά (7)
μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
12. Με
προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης, έπειτα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του
Ο.ΜΕ.Δ. που εκφράζεται με ομόφωνη απόφαση των επτά (7) μελών του Διοικητικού
Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια, που αφορά τα θέματα των παραγράφων 3
έως 11 του άρθρου αυτού, περιλαμβανομένου του αριθμού των θέσεων μεσολαβητών
διαιτητών και του διοικητικού ή άλλου προσωπικού του Ο.ΜΕ.Δ.»
Αρθρο 15
Μετά
την παρέλευση τριών (3) ετών από τη ισχύ του παρόντος, οι κοινωνικοί εταίροι
που συμβάλλονται για την κατάρτιση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης
εργασίας αξιολογούν την αποτελεσματικότητα του θεσμού Μεσολάβηση και Διαιτησία
και προτείνουν προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τη διατήρηση,
κατάργηση ή τροποποίηση των ρυθμίσεών τους.
Αρθρο 16
Γενικές ρυθμίσεις και μεταβατικές διατάξεις
1. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 56 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ
166 Α') και του άρθρου 51 του ν. 3871/2010 (ΦΕΚ 141 Α') εξακολουθούν να
ισχύουν.
2. Τα
προεδρικά διατάγματα 198/1990 (ΦΕΚ 76 Α') και 147/1990 (ΦΕΚ 56 Α'), καθώς και
οι υφιστάμενοι κανονισμοί που έχουν εκδοθεί με βάση το άρθρο 18 παρ. 2 του ν.
1876/1990 εξακολουθούν να ισχύουν, εκτός αντίθετης διάταξης προς τις ρυθμίσεις
του παρόντος, μέχρι την καθ' οιονδήποτε τρόπο τροποποίησή τους.
3. Μέσα
σε ένα μήνα από την έκδοση του παρόντος ολοκληρώνεται η διαδικασία συγκρότησης
του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση τα προβλεπόμενα στο παρόν. Μέχρι τη
συγκρότηση σε σώμα του νέου Διοικητικού Συμβουλίου, συνεχίζεται η θητεία του
υφιστάμενου σήμερα Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί
και να ασκεί τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν.1876/1990.
Στο νέο
Διοικητικό Συμβούλιο αποκλείεται ο ορισμός των τακτικών μελών του απερχόμενου
Διοικητικού Συμβουλίου, εφόσον έχουν συμπληρώσει έξι (6) έτη συνεχούς θητείας.
4. Μέσα
σε ένα μήνα από τη συγκρότηση του νέου Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το
παρόν, το Διοικητικό Συμβούλιο με απόφασή του προβαίνει σε δημόσια προκήρυξη
για την πρόσληψη μεσολαβητών και διαιτητών. Οι μεσολαβητές και οι διαιτητές,
που υπηρετούν σήμερα στον Ο.ΜΕ.Δ. εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους
μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής μεσολαβητών διαιτητών, στην οποία
μπορούν να συμμετάσχουν και αυτοί, και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30ή Μαρτίου
2011, οπότε και λύεται αζημίως η σχέση τους με τον Ο.ΜΕ.Δ.
Αρθρο 17
Ρύθμιση θεμάτων μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής
εργασίας, προσωρινής απασχόλησης, δοκιμαστικής περιόδου απασχόλησης και
απλοποίηση διαδικασιών εφαρμογής εργατικής νομοθεσίας
1. Η παράγραφος 9 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990,
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Οι
αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης
υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν
στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.»
2. Η
παράγραφος 11 του άρθρου 38 του
ν.1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010,
αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη
εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα, ο μερικώς απασχολούμενος εργαζόμενος έχει
υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα
ήταν αντίθετη με την καλή πίστη. Ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την
παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν αυτή η πρόσθετη εργασία λαμβάνει
χώρα κατά συνήθη τρόπο.»
3. Το
τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 3846/2010 αντικαθίσταται ως
εξής:
«Αν
περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην
επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα
(9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε
ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα
με τις διατάξεις του π.δ. 260/2006 και του ν. 1767/1988.»
4. Η
παράγραφος 6 του άρθρου 22 του ν. 2956/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3
του ν. 3846/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Η
διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη, στην οποία
περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν
επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους τριάντα έξι (36) μήνες. Σε περίπτωση
υπέρβασης των χρονικών ορίων, που τίθενται από την παρούσα παράγραφο, επέρχεται
μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο
εργοδότη.»
5.α. Στην
παράγραφο 2 του άρθρου 74 του ν. 3863/ 2010 προστίθεται εδάφιο ως εδάφιο Α' ως
εξής:
«Α. Η
απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής
περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η
οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης,
εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.»
β. Το
πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 αναριθμείται ως Β'
και η περίπτωση α' αυτής αντικαθίστανται ως εξής:
«Β. Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου
χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν
προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη ως εξής:
α) Για
υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) μήνες έως δύο (2) χρόνια,
προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.»
6.α. Με
αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είναι δυνατή η αλλαγή
της διαδικασίας υποβολής δηλώσεων, αναφορών, ειδοποιήσεων, αναγγελιών και
λοιπών στοιχείων που υποβάλλουν οι εργοδότες στον ΟΑΕΔ, στις Επιθεωρήσεις
Εργασίας, στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και σε άλλες υπηρεσίες του
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και των εποπτευόμενων από αυτό
φορέων, και αφορούν στους μισθωτούς τους και συγκεκριμένα στην πρόσληψη,
αποχώρηση, τους όρους εργασίας, την απασχόληση και άλλες σχετικές πληροφορίες.
β. Mε
όμοιες υπουργικές αποφάσεις μπορεί να ρυθμίζονται μεταξύ άλλων η δυνατότητα
ηλεκτρονικής υποβολής των στοιχείων, που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο εν
όλω ή εν μέρει, περιλαμβανομένης της τροποποίησης των προθεσμιών υποβολής, της
χρήσης κοινής βάσης δεδομένων των προαναφερόμενων αρμόδιων δημόσιων φορέων
καθώς και κάθε άλλη τροποποίηση και απλούστευση διαδικαστικής ενέργειας, που
προβλέπεται για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους και που συμβάλλει στη
μείωση διοικητικού βάρους.
Αρθρο 18
Καταργούμενες διατάξεις
Η διάταξη του άρθρου 73 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α')
καταργείται.
Αρθρο 19
Έναρξη ισχύος
1. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1, 2, 3, 4
και 5 του άρθρου 4, των άρθρων 5, 6 και της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του νόμου
αυτού αρχίζει από 1.1.2011.
2. Η
ισχύς των λοιπών διατάξεων του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους
διατάξεις του.
Παραγγέλλομε
τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του
ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 17
Δεκεμβρίου 2010