ΝΟΜΟΣ 3875 ΦΕΚ 158/Α/20.9.2010

 

Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

   Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

’ρθρο πρώτο

 

   Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, που άνοιξε για υπογραφή στο Παλέρμο Ιταλίας στις 12-15 Δεκεμβρίου 2000 και τα τρία Πρωτόκολλα αυτής, ήτοι:

 

   Το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τι­μωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών και το Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, που άνοιξαν για υπογραφή στο Παλέρμο Ιταλίας στις 12-15 Δεκεμβρίου 2000, καθώς και το Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρο­μαχικών, που άνοιξε για υπογραφή στη Νέα Υόρκη στις 2 Ιουλίου 2001, το κείμενο των οποίων, σε πρωτότυπο στην αγγλική και γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

 

 

   Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου εγκλήματος και τα τρία πρωτόκολλα αυτής.

 

’ρθρο 1

Αντικείμενο

 

   Αντικείμενο αυτής της Σύμβασης είναι η προαγωγή της συνεργασίας για την πιο αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλή­ματος.

 

’ρθρο 2

Έννοια όρων

 

   Για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής:

   (α) «Οργανωμένη εγκληματική ομάδα» νοείται δο­μημένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων που υπάρχει για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί με κοινό σκοπό τέλεσης ενός ή περισσότερων σοβαρών εγκλημάτων ή εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, προκειμένου να ποριστεί αμέσως ή εμμέσως οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.

   (β) «Σοβαρό έγκλημα» νοείται συμπεριφορά η οποία συνιστά αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ανώτατο όριο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τέσσερα έτη ή με αυστηρότερη ποινή.

   (γ) «Δομημένη ομάδα» νοείται ομάδα που δεν σχημα­τίζεται τυχαία για την άμεση τέλεση αδικήματος, και η οποία δεν απαιτείται να έχει τυπικά προσδιορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή αναπτυγμένη δομή.

   (δ) «Περιουσία» νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα και τίτλοι ή έγγραφα γενικά που αποδεικνύουν ιδιοκτησία ή συμφέροντα στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

   (ε) «Προϊόν εγκλήματος» νοείται κάθε περιουσία που προέρχεται ή αποκτάται αμέσως ή εμμέσως από την τέλεση ενός εγκλήματος.

   (στ) «Δέσμευση» ή «κατάσχεση» νοείται η προσωρι­νή απαγόρευση μεταβίβασης, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσίας ή η προσωρινή θέση υπό επι­τήρηση ή υπό έλεγχο της περιουσίας, με βάση διάταξη που εκδίδει το δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.

   (ζ) «Δήμευση» νοείται η μόνιμη στέρηση της περιουσί­ας με διάταξη δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής.

   (η) «Βασικό έγκλημα» νοείται κάθε έγκλημα, από το οποίο δημιουργήθηκαν προϊόντα που μπορούν να απο­τελέσουν αντικείμενο ενός εγκλήματος που ορίζεται στο άρθρο 6 της Σύμβασης αυτής.

   (θ) «Ελεγχόμενη παράδοση» νοείται η τεχνική του να επιτρέπεται σε παράνομα ή ύποπτα φορτία να εξέρχο­νται, διέρχονται ή διακινούνται στην επικράτεια ενός ή περισσότερων Κρατών, με τη γνώση και υπό την επί­βλεψη των αρμόδιων αρχών τους, με σκοπό τη διερεύνηση εγκλή­ματος και τον εντοπισμό των προσώπων που εμπλέκο­νται στην τέλεση αυτού.

   (ι) «Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίη­σης» νοείται οργανισμός που αποτελείται από κυρίαρχα Κράτη μιας δεδομένης περιοχής, στον οποίο τα Κράτη μέλη έχουν μεταβιβάσει αρμοδιότητα για ζητήματα που αφορά η παρούσα Σύμβαση και ο οποίος οργανισμός έχει εξουσιοδοτηθεί δεόντως, σύμφωνα με τις εσωτε­ρικές του διαδικασίες, για την υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση σε αυτή. Οι αναφορές της παρούσας Σύμβασης στα «Κράτη Μέρη» εφαρμόζο­νται και στους οργανισμούς αυτούς, μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς τους.

 

’ρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

 

   1. Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη:

   α. Εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5,6,8, και 23 αυτής,

   β. Σοβαρών εγκλημάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 όταν το έγκλημα είναι διεθνικής φύσης και αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα.

 

   2. Για το σκοπό της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ένα έγκλημα είναι διεθνικής φύσης αν:

   α. τελείται σε περισσότερα του ενός Κράτη,

   β. τελείται σε ένα Κράτος, αλλά σημαντικό τμήμα της προπαρασκευής, του σχεδιασμού, της καθοδήγησης ή του ελέγχου του λαμβάνει χώρα σε άλλο Κράτος

   γ. τελείται σε ένα Κράτος από οργανωμένη εγκλημα­τική ομάδα που συμμετέχει σε εγκληματικές δραστηρι­ότητες σε περισσότερα του ενός Κράτη, ή

   δ. τελείται σε ένα Κράτος, αλλά έχει σημαντικές επι­πτώσεις σε άλλο Κράτος.

 

’ρθρο 4

Προστασία κυριαρχίας

 

   1. Τα Κράτη Μέρη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους από τη Σύμβαση αυτή με τρόπο συμβατό προς τις αρ­χές της κυριαρχίας, της ισότητας και της εδαφικής ακεραιότητας των Κρατών και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων Κρατών.

 

   2. Καμιά διάταξη της Σύμβασης αυτής δεν παρέχει στα Κράτη Μέρη το δικαίωμα να ασκήσουν στην επι­κράτεια άλλου Κράτους δικαιοδοσία και λειτουργίες που επιφυλάσσονται αποκλειστικά για τις αρχές αυτού του Κράτους από το εσωτερικό του δίκαιο.

 

’ρθρο 5

Ποινικοποίηση της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να υιοθετήσει τα νομο­θετικά και άλλα μέσα που μπορεί να είναι απαραίτητα για να θεσπιστούν τα εξής ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

   (α) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα δύο ή και τα δύο ως ποινικά αδικήματα, ξεχωριστά από αυτά που αφο­ρούν την απόπειρα ή ολοκλήρωση της αξιόποινης δρα­στηριότητας:

   ι. Συμφωνία με ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα τέλεσης σοβαρού εγκλήματος, για σκοπό που αφορά άμεσα ή έμμεσα την απόκτηση οικονομικού ή άλλου υλι­κού οφέλους και, εφόσον απαιτείται από την εσωτερική νομοθεσία, συνεπάγεται πράξη που επιχειρήθηκε από συμμέτοχο για την προαγωγή της συμφωνίας ή αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα

   ιι. Συμπεριφορά από πρόσωπο το οποίο, γνωρίζοντας είτε το σκοπό και τη γενική εγκληματική δραστηριότητα μιας οργανωμένης εγκληματικής ομάδας ή την πρόθε­ση της να τελέσει τα εν λόγω αδικήματα, συμμετέχει ενεργά:

   α. σε εγκληματικές δραστηριότητες της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας

   β. σε άλλες δραστηριότητες της οργανωμένης εγκλη­ματικής ομάδας γνωρίζοντας ότι η συμμετοχή του θα συνεισφέρει στην επίτευξη του εγκληματικού σκοπού που περιγράφεται πιο πάνω.

   (β) Οργάνωση, διεύθυνση, συνδρομή, υποκίνηση, διευ­κόλυνση ή παροχή συμβουλών για την τέλεση σοβαρού εγκλήματος από οργανωμένη εγκληματική ομάδα.

 

   2. Η γνώση, η πρόθεση, οι επιδιώξεις, ο σκοπός, ή η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρ­θρου τούτου, μπορεί να συνάγεται από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη, η εσωτερική νομοθεσία των οποίων απαιτεί εμπλοκή οργανωμένης εγκληματικής ομάδας για τους σκοπούς των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 (α) (ι) του άρθρου αυτού, διασφαλίζουν ότι η εσωτερική νομοθεσία τους καλύπτει όλα τα σοβαρά εγκλήματα στα οποία εμπλέκονται ορ­γανωμένες εγκληματικές ομάδες. Αυτά τα Κράτη Μέρη, καθώς και τα Κράτη Μέρη, που η εσωτερική νομοθεσία τους απαιτεί πράξη για την προαγωγή της συμφωνίας προς επίτευξη των σκοπών των αδικημάτων που θεσπί­ζονται σύμφωνα με την παράγραφο (1) (α) (ι) του άρθρου αυτού, ενημερώνουν σχετικά το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθε­σης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση.

 

’ρθρο 6

Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί, σύμφωνα με τις θε­μελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεσπιστούν ως εγκλήματα, όταν τελούνται από πρό­θεση:

   (α) (ι) Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι η εν λόγω περιουσία είναι προϊόν εγκλήματος, με σκοπό να αποκρύβει ή να συγκαλυφθεί η παράνομη προέλευση της περιουσίας ή να παρασχεθεί βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εμπλέκεται στην τέλεση του βασικού εγκλήματος να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του,

   (ιι) Η απόκρυψη ή συγκάλυψη της πραγματικής φύσης, πηγής, τοποθεσίας, διάθεσης, μετακίνησης ή ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων σχετικών με περιουσία, εν γνώσει του ότι η περιουσία αυτή είναι προϊόν εγκλήματος.

   (β) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος:

   (ι) Η κτήση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο λήψης, ότι η εν λόγω περιουσία είναι προϊόν εγκλήματος

   (ιι) Η συμμετοχή, ένωση ή συμφωνία για τέλεση, από­πειρα τέλεσης και συνδρομή, υποκίνηση, διευκόλυνση και παροχή συμβουλών για την τέλεση οποιωνδήπο­τε εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με άρθρο αυτό.

 

   2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου:

   (α) Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να προσπαθήσει να εφαρμόσει την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού στο ευρύτερο φάσμα βασικών εγκλημάτων.

   (β) Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να συμπεριλάβει ως βασικά εγκλήματα όλα τα σοβαρά εγκλήματα, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 2, και τα εγκλήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 8 και 23 της Σύμ­βασης. Τα Κράτη Μέρη, που η νομοθεσία τους περιέχει κατάλογο συγκεκριμένων βασικών εγκλημάτων, οφεί­λουν, κατ' ελάχιστο όριο, να συμπεριλαμβάνουν στον κατάλογο αυτό ένα πλήρες φάσμα εγκλημάτων που συνδέονται με οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.

   (γ) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (β), τα βα­σικά εγκλήματα περιλαμβάνουν εγκλήματα που τελού­νται εντός και εκτός της δικαιοδοσίας ενός Κράτους Μέρους. Ωστόσο, τα εγκλήματα που τελούνται εκτός της δικαιοδοσίας Κράτους Μέρους συνιστούν βασικά εγκλήματα, μόνο όταν η σχετική συμπεριφορά αποτε­λεί ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους όπου τελείται και θα αποτελούσε ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους που υλοποιεί ή εφαρμόζει το άρθρο αυτό, αν είχε τελεστεί στο έδαφός του.

   (δ) Κάθε Κράτος Μέρος χορηγεί αντίγραφα των νόμων του που εκδίδονται σε εφαρμογή του άρθρου τούτου και τυχόν μετέπειτα τροποποιήσεων των νόμων αυτών ή περιγραφή τους στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμέ­νων Εθνών.

   (ε) Εάν συμβιβάζεται με τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού δικαίου ενός Κράτους Μέρους, μπορεί να προβλεφθεί ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού δεν ισχύουν για πρό­σωπα που τέλεσαν τα βασικά εγκλήματα.

   (στ) Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτείται ως στοιχείο εγκλήματος που προβλέπεται από την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μπορεί να συνάγεται από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις.

 

’ρθρο 7

Μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος:

   α. Θεσπίζει στο εσωτερικό του μέτρα, με τα οποία μπορεί να ρυθμίζεται και εποπτεύεται αποτελεσματικά η λειτουργία τραπεζών και μη τραπεζικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων φορέων, οι οποίοι, λόγω της δρα­στηριότητας τους, προσφέρονται ιδιαίτερα στη νομι­μοποίηση προϊόντων εγκλήματος. Τα μέτρα αυτά έχουν σκοπό να εντοπίζουν και αποτρέπουν όλες τις μορφές νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος, πρέπει δε να είναι ιδιαιτέρως κατάλληλα για τον προσδιορισμό της ταυτότητας πελατών, την τήρηση αρχείων και την κα­ταγγελία ύποπτων συναλλαγών.

   β. Διασφαλίζει, με την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27 της Σύμβασης αυτής, ότι οι διοικητικές, ρυθμιστικές, αστυνομικές και άλλες αρχές, που είναι επιφορτισμένες με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δι­καστικές, σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία) θα μπορούν να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με τις προϋποθέσεις που ορίζει το εσωτερικό τους δίκαιο. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, οφείλουν να εξετάσουν τη δημιουργία μονάδας χρηματο­οικονομικών πληροφοριών, η οποία θα αποτελέσει το εθνικό κέντρο για τη συλλογή, ανάλυση και διανομή πληροφοριών, που σχετίζονται με πιθανές πράξεις νο­μιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εξετάσουν τη λήψη μέτρων, πρόσφορων για τον εντοπισμό και παρακολού­θηση της κίνησης μετρητών και εμπορεύσιμων τίτλων στα σύνορα τους, υπό εγγυήσεις που διασφαλίζουν την προσήκουσα χρήση των πληροφοριών, χωρίς να παρεμποδίζεται με κανένα τρόπο η κίνηση νομίμων κεφαλαίων. Τα μέτρα αυτά μπορούν να προβλέπουν ότι άτομα και επιχειρήσεις υποχρεούνται να δηλώνουν τις διασυνοριακές μετακινήσεις σημαντικών ποσοτήτων μετρητών και εμπορεύσιμων τίτλων.

 

   3. Κατά τη θέσπιση ενός εσωτερικού ρυθμιστικού και εποπτικού καθεστώτος σύμφωνα με τους όρους του άρθρου αυτού και με την επιφύλαξη οιουδήποτε άλ­λου άρθρου της Συμβάσεως, τα Κράτη Μέρη καλούνται να λαμβάνουν υπόψη τους τις σχετικές πρωτοβουλίες περιφερειακών, διαπεριφερειακών και πολυμερών ορ­γανισμών κατά της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλή­ματος.

 

   4. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να προσπαθήσουν να αναπτύξουν και προαγάγουν την παγκόσμια, περιφε­ρειακή, υποπεριφερειακή και διμερή συνεργασία με­ταξύ δικαστικών, αστυνομικών και οικονομικών αρχών, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος.

 

’ρθρο 8

Ποινικοποίηση της διαφθοράς

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα αναγκαία νομο­θετικά και άλλα μέτρα, για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

   (α) Η υπόσχεση, προσφορά ή παροχή σε δημόσιο λειτουργό, αμέσως ή εμμέσως, μη οφειλόμενου ωφε­λήματος, για τον ίδιο ή για άλλο φυσικό πρόσωπο ή οντότητα, προκειμένου να προβεί σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στα υπηρεσιακά καθήκοντά του.

   (β) Η απαίτηση ή αποδοχή από δημόσιο λειτουργό, αμέσως ή εμμέσως, μη οφειλόμενου ωφελήματος, για τον εαυτό του ή άλλο φυσικό πρόσωπο ή οντότητα, προκειμένου να προβεί σε πράξη ή παράλειψη που ανά­γεται στα υπηρεσιακά καθήκοντά του.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος στοχεύει στην υιοθέτηση των αναγκαίων νομοθετικών και άλλων μέτρων για να θεσπι­σθούν ως ποινικά αδικήματα οι πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, όταν εμπλέκεται αλλοδαπός δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος διεθνούς οργανισμού. Ομοίως, κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα και άλλες μορφές διαφθοράς.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης τα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεσπισθεί ως ποινικό αδίκημα η συμμετοχή στα εγκλήματα που θεσπίζονται με το άρθρο αυτό.

 

   4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και του άρθρου 9 της Σύμβασης, ως «δημόσιος υπάλληλος» νοείται ο υπάλληλος ή το πρόσωπο που πα­ρέχει δημόσια υπηρεσία, όπως ορίζεται στο εσωτερικό δίκαιο και εφαρμόζεται στο ποινικό δίκαιο του Κράτους Μέρους, στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο εκτελεί την υπηρεσία αυτή.

 

’ρθρο 9

Μέτρα κατά της διαφθοράς

 

   1. Εκτός από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος, στην προσήκουσα έκταση και σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, υιο­θετεί αποτελεσματικά νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα, για την ενίσχυση της υπηρεσιακής ακεραιότητας και την πρόληψη, εντοπισμό και τιμωρία της διαφθοράς των δημόσιων λειτουργών.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα για να δια­σφαλίσει την αποτελεσματική δράση των αρχών του στην πρόληψη, εντοπισμό και τιμωρία της διαφθοράς των δημόσιων λειτουργών, στα οποία περιλαμβάνεται και η παροχή στις αρχές αυτές επαρκούς ανεξαρτησί­ας, για την αποτροπή κάθε ανάρμοστης επιρροής στις ενέργειές τους.

 

’ρθρο 10

Ευθύνη νομικών προσώπων

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου του, προ­κειμένου να θεσπίσει την ευθύνη νομικών προσώπων για τη συμμετοχή σε σοβαρά εγκλήματα, στα οποία εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα, καθώς και στα εγκλήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης αυτής.

 

   2. Με την επιφύλαξη των αρχών του δικαίου του Κρά­τους Μέρους η ευθύνη των νομικών προσώπων μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.

 

   3. Η εν λόγω ευθύνη δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που τέλεσαν τα εγκλήματα.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει, ειδικώς, ότι τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο αυτό, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογι­κές και αποτρεπτικές ποινικές ή μη ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων.

 

’ρθρο 11

Δίωξη, εκδίκαση και κυρώσεις

 

   1. Κάθε Κράτος Μέλος, για την τέλεση αδικήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης, επιβάλει κυρώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του αδικήματος αυτού.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί να διασφαλίσει ότι όλες οι κατά το εσωτερικό του δίκαιο διακριτικές νομικές εξουσίες που αφορούν τη δίωξη προσώπων για αδικήματα τα οποία προβλέπονται από τη Σύμβαση αυτή, ασκούνται για τη μεγιστοποίηση της δραστικό­τητας των μέτρων επιβολής του νόμου σε σχέση με τα αδικήματα αυτά και με τη δέουσα προσοχή στην ανάγκη να περιορισθεί η τέλεση τέτοιων αδικημάτων.

 

   3. Προκειμένου για αδικήματα που θεσπίζονται σύμφω­να με τα άρθρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο και με τον οφειλόμενο σεβασμό στα δικαιώματα της υπεράσπισης, για να διασφαλίσει ότι οι όροι που τίθενται σε αποφάσεις απόλυσης σε εκ­κρεμή δίκη ή για την άσκηση έφεσης, λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να εξασφαλίζεται η παρουσία του κατηγο­ρουμένου στην ποινική διαδικασία που ακολουθεί.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι τα δικαστήρια του ή άλλες αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη βαρύ­τητα των αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο προσωρινής ή υφ' όρον απόλυσης προσώπων, που έχουν καταδικασθεί για τέτοια αδικήματα.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος θεσπίζει, κατά τις περιστάσεις και σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, μακρά περίο­δο παραγραφής, εντός της οποίας πρέπει να αρχίζουν οι διαδικασίες για κάθε αδίκημα που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή και μία μεγαλύτερη περίοδο, όταν ο φερόμενος ως δράστης φυγοδικεί.

 

   6. Καμία διάταξη της Σύμβασης δεν αναιρεί την αρχή ότι η στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που έχουν θε­σπισθεί σύμφωνα με αυτή και τα προσήκοντα νομικά μέσα υπεράσπισης ή άλλες νομικές αρχές, με βάση τις οποίες ελέγχεται η νομιμότητα της συμπεριφοράς, επι­φυλάσσονται υπέρ του εσωτερικού δικαίου κάθε Κρά­τους Μέρους και ότι τα ανωτέρω αδικήματα διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με το δίκαιο αυτό.

 

’ρθρο 12

Κατάσχεση και δήμευση

 

   1. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μέσα στα πλαίσια της εσωτερικής νομοθεσίας τους, τα μέτρα που είναι αναγκαία για να είναι δυνατή η δήμευση:

   (α) Προϊόντων εγκλήματος, που προέρχονται από αδι­κήματα στα οποία αφορά η Σύμβαση αυτή, ή περιουσίας, η αξία της οποίας αντιστοιχεί στην αξία των εν λόγω προϊόντων.

   (β) Περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρη­σιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε εγκλήματα, στα οποία αφορά η Σύμβαση αυτή.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διευκολυνθεί ο προσδιορισμός της ταυτότητας, η ανίχνευση, η δέσμευση ή η κατάσχεση κάθε αντικειμένου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προς το σκοπό ενδεχόμενης δή­μευσης.

 

   3. Εάν τα προϊόντα εγκλήματος μεταποιήθηκαν ή με­τατράπηκαν, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλη περιουσία, η εν λόγω περιουσία υπόκειται στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, αντί για το προϊόν.

 

   4. Εάν τα προϊόντα του εγκλήματος αναμίχθηκαν με περιουσία που αποκτήθηκε νομίμως, η περιουσία αυτή, και αν ακόμη δεσμεύτηκε ή κατασχέθηκε εξ ολοκλήρου, υπόκειται σε δήμευση μέχρι του ποσού, στο οποίο εκτι­μάται η αξία του αναμιχθέντος προϊόντος.

 

   5. Εισοδήματα ή άλλα οφέλη που προέρχονται από προϊόντα εγκλήματος, από περιουσία στην οποία μετα­ποιήθηκαν ή μετατράπηκαν τα προϊόντα εγκλήματος ή από περιουσία με την οποία αναμίχθηκαν τα προϊόντα εγκλήματος υπόκεινται επίσης στα μέτρα που αναφέ­ρονται στο άρθρο αυτό, με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως τα προϊόντα του εγκλήματος.

 

   6. Για τους σκοπούς του άρθρου τούτου και του άρ­θρου 13 της Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος παρέχει την εξουσία στα δικαστήρια του ή σε άλλες αρμόδιες αρχές να διατάσσουν την επίδειξη ή κατάσχεση τραπεζικών, οικονομικών ή εμπορικών αρχείων. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αρνηθούν τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, επικαλούμενα το τραπεζικό απόρρητο.

 

   7. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να εξετάσουν τη δυνατό­τητα να απαιτήσουν από τον δράστη να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση αυτών που φέρονται ως προϊόντα εγκλήματος ή άλλης περιουσίας που μπορεί να δημευ­θεί, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές του εσωτερικού τους δικαίου και με τη φύση των δικαστικών και άλλων διαδικασιών.

 

   8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ερμηνεύονται προς βλάβη των δικαιωμάτων των καλόπιστων τρί­των.

 

   9. Καμία διάταξη του άρθρου τούτου δε θίγει την αρχή ότι τα μέτρα που αναφέρονται σε αυτό, καθορίζονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εσω­τερικού δικαίου κάθε Κράτους Μέρους.

 

’ρθρο 13

Διεθνής συνεργασία για τη δήμευση

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος που λαμβάνει από άλλο Κρά­τος Μέρος, το οποίο έχει δικαιοδοσία για αδίκημα που αναφέρεται στη Σύμβαση αυτή, αίτηση για τη δήμευ­ση προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων, από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης και βρίσκονται στην επικράτειά του, οφείλει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό που επιτρέπει το εσωτερικό νομικό του σύστημα:

   α) Να προωθήσει την αίτηση στις αρμόδιες αρχές του, προκειμένου να επιτύχει απόφαση για δήμευση και, εάν μια τέτοια απόφαση εκδοθεί, να την εκτελέσει, ή

   β) Να προωθήσει στις αρμόδιες αρχές του, προκειμέ­νου να εκτελέσουν στο βαθμό που ζητείται, απόφαση δικαστηρίου του αιτούντος Κράτους Μέρους, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης αυτής, κατά το μέρος που αφορά τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης και βρίσκονται στην επικράτειά του Κρά­τους Μέρους, που είναι αποδέκτης της αίτησης.

 

   2. Για την ικανοποίηση αίτησης που έγινε από άλλο Κράτος Μέρος, το οποίο έχει δικαιοδοσία για αδίκημα που αναφέρεται στη Σύμβαση, το Κράτος Μέρος το οποίο είναι αποδέκτης αυτής οφείλει να λάβει μέτρα για τον προσδιορισμό της ταυτότητας, την εξιχνίαση, τη δέσμευση ή την κατάσχεση προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων, που αναφέρο­νται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης, προς το σκοπό τελικής δήμευσης, η οποία διατάσσεται είτε από το αιτούν Κράτος Μέρος ή από το Κράτος Μέρος που είναι αποδέκτης της αίτησης και σε εκτέλεση αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου τούτου.

 

   3. Οι διατάξεις του άρθρου 18 της Σύμβασης εφαρμό­ζονται, mutatismutandis, και στο άρθρο αυτό. Εκτός από τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 15 του άρθρου 18, οι αιτήσεις που υποβάλλονται κατ' εφαρ­μογή του άρθρου τούτου, πρέπει να περιλαμβάνουν:

   α) Εάν η αίτηση αφορά την παράγραφο 1 (α), περιγρα­φή της περιουσίας που πρέπει να δημευθεί και έκθεση των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αί­τηση του Κράτους Μέρους, επαρκή για να μπορέσει το Κράτος Μέρος που είναι αποδέκτης αυτής να ζητήσει την έκδοση απόφασης, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.

   β) Εάν η αίτηση αφορά την παράγραφο 1 (β), νομικά αποδεκτό αντίγραφο της απόφασης που διέταξε τη δή­μευση, επί της οποίας βασίσθηκε η αίτηση, και η οποία έχει εκδοθεί από το αιτούν Κράτος Μέρος, έκθεση των πραγματικών περιστατικών και πληροφορίες για το μέ­τρο, στο οποίο ζητείται η εκτέλεση της απόφασης.

   γ) Εάν η αίτηση αφορά την παράγραφο 2, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αίτηση του Κράτους Μέρους και περιγραφή των ενεργειών που ζητούνται.

 

   4. Οι αποφάσεις ή ενέργειες που προβλέπονται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, διενερ­γούνται από το Κράτος Μέρος που είναι αποδέκτης της αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου και τους δικονομικούς κανόνες αυτού ή τις τυχόν διμερείς ή πολυμερείς συνθήκες, συμφωνίες ή δι­ακανονισμούς, βάσει των οποίων μπορεί να δεσμεύεται έναντι του αιτούντος Κράτους Μέρους.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να καταθέτει στο Γε­νικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών αντίγραφα των νόμων και κανονισμών του που εκδίδονται σε εκτέλεση του άρθρου αυτού, καθώς και κάθε μεταγενέστερης τροποποίησης τέτοιων νόμων ή κανονισμών.

 

   6. Εάν ένα Κράτος Μέρος θέλει να εξαρτήσει τη λήψη των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού από την ύπαρξη σχετικής συμφω­νίας, αυτό το Κράτος Μέρος οφείλει να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως αναγκαία και επαρκή προς τούτο συμβατική βάση.

 

   7. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να αρνηθεί συνεργασία κατά το άρθρο αυτό, αν το αδίκημα που αναφέρεται στην αίτηση δεν είναι από εκείνα που προβλέπονται στη Σύμβαση.

 

   8. Οι διατάξεις του άρθρου τούτου δεν πρέπει να ερμηνεύονται προς βλάβη των δικαιωμάτων των καλό­πιστων τρίτων.

 

   9. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εξετάσουν τη δυνα­τότητα για σύναψη διμερών ή πολυμερών συνθηκών, συμφωνιών ή διακανονισμών, που βελτιώνουν την απο­τελεσματικότητα της διεθνούς συνεργασίας, η οποία αναλαμβάνεται σε εφαρμογή του άρθρου αυτού.

 

’ρθρο 14

Διάθεση προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας που δημεύθηκαν

 

   1. Προϊόντα εγκλήματος ή περιουσία που δημεύθηκαν από ένα Κράτος Μέρος κατά τα άρθρα 12 ή 13 παρά­γραφος 1 αυτής της Σύμβασης διατίθενται από αυτό το Κράτος Μέρος σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο και τις διοικητικές του διαδικασίες.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη, όταν ενεργούν ύστερα από αίτηση άλλου Κράτους Μέρους, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης, στην έκταση που επιτρέπει το εσωτερικό τους δίκαιο και αν τούτο τους ζητείται, δίνουν προτεραι­ότητα στην επιστροφή των προϊόντων του εγκλήματος ή της περιουσίας που δημεύθηκαν στο αιτούν Κράτος Μέρος, ώστε το τελευταίο να μπορέσει να αποζημιώσει τους παθόντες εκ του εγκλήματος ή να αποδώσει τα προϊόντα αυτά ή την περιουσία στους νόμιμους ιδιο­κτήτες της.

 

   3. Το Κράτος Μέρος που ενεργεί μετά από αίτηση άλλου Κράτους Μέρους σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης, εξετάζει ειδικά τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών ή διακανονισμών που προβλέπουν:

   (α) Τη συνεισφορά της αξίας προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας ή κεφαλαίων που προέρχονται από την πώληση προϊόντων εγκλήματος ή μέρους αυτών στο λογαριασμό που δημιουργείται κατά την παράγραφο 2 (γ) του άρθρου 30 αυτής της Σύμβασης και σε διακυβερ­νητικούς φορείς που ειδικεύονται στη καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

   (β) Τη διανομή με άλλα Κράτη Μέρη σε τακτική ή κατά περίσταση βάση, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο ή τις διοικητικές διαδικασίες, προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας ή κεφαλαίων που προέρχονται από την πώληση τέτοιων προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας.

 

’ρθρο 15

Δικαιοδοσία

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ίδρυση της δικαιοδοσίας του επί των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης όταν:

   (α) Το αδίκημα τελέστηκε στην επικράτεια του εν λόγω Κράτους Μέρους, ή

   (β) Το αδίκημα τελέστηκε επί πλοίου που φέρει τη σημαία του εν λόγω Κράτους Μέρους ή επί αεροσκά­φους νηολογημένου σύμφωνα με τους νόμους του εν λόγω Κράτους Μέρους κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.

 

   2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της Σύμβασης αυτής, ένα Κράτος Μέρος μπορεί επίσης να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του για τέτοια αδικήματα όταν:

   (α) Το αδίκημα τελείται κατά υπηκόου του εν λόγω Κράτους Μέρους.

   (β) Το αδίκημα τελείται από υπήκοο του εν λόγω Κράτους Μέρους ή από απάτριδα, που έχει τη συνήθη διαμονή του στην επικράτειά του, ή

   (γ) Το αδίκημα:

   (ι) είναι ένα από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της Σύμβασης και τελείται έξω από την επικράτειά του, με σκοπό την διάπραξη σοβαρού εγκλήματος μέσα στην επικράτειά του,

   (ιι) είναι ένα από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 (β) (ιι), της Σύμβασης και τελείται έξω από την επικράτειά του, με σκοπό την διάπραξη αδικήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 (α) (ι) ή (ιι) ή (β) (ι), της Σύμβασης μέσα στην επικράτειά του.

 

   3. Για τους σκοπούς του άρθρου 16 παράγραφος 10, κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που είναι αναγκαία για να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του επί των αδικημάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση, όταν ο φερόμενος ως δράστης βρίσκεται στην επικράτειά του και δεν τον εκδίδει, για τον αποκλειστικό λόγο ότι είναι υπήκοός του.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί επίσης να υιοθετήσει μέτρα που είναι αναγκαία για να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του επί των αδικημάτων που προβλέπονται στη Σύμ­βαση, όταν ο φερόμενος ως δράστης βρίσκεται στην επικράτειά του και δεν τον εκδίδει.

 

   5. Εάν ένα Κράτος Μέρος που ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 του άρθρου αυ­τού έχει ενημερωθεί, ή πληροφορήθηκε με άλλο τρόπο, ότι ένα ή περισσότερα Κράτη Μέρη διεξάγουν έρευνα, δίωξη ή δικαστική διαδικασία για την ίδια πράξη, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω Κρατών Μερών θα διαβου­λεύονται καταλλήλως μεταξύ τους για να συντονίσουν τις ενέργειές τους.

 

   6. Με την επιφύλαξη των κανόνων του γενικού δι­εθνούς δικαίου, η Σύμβαση αυτή δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από ένα Κράτος Μέρος, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.

 

’ρθρο 16

Έκδοση

 

   1. Το άρθρο τούτο εφαρμόζεται για τα αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή ή για περιπτώσεις όπου, σε αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρά­γραφος 1 (α) ή (β) εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα και το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης έκδοσης βρίσκεται στο Κράτος Μέρος αποδέ­κτη της αίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση τιμωρείται σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του αιτούντος Κράτους Μέρους και του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.

 

   2. Εάν η αίτηση έκδοσης περιλαμβάνει περισσότερα του ενός ξεχωριστά σοβαρά εγκλήματα, ορισμένα από τα οποία δεν καλύπτονται από το άρθρο αυτό, το Κρά­τος Μέρος αποδέκτης της αίτησης μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο τούτο και στα τελευταία αδικήματα,

 

   3. Κάθε ένα από τα αδικήματα για τα οποία ισχύει το άρθρο αυτό θεωρείται ότι περιλαμβάνεται ως αδίκημα για το οποίο επιτρέπεται η έκδοση σε κάθε συμφωνία έκδοσης που υφίσταται μεταξύ των Κρατών Μερών. Τα Κράτη Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να περιλά­βουν τα εν λόγω αδικήματα ως αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση σε κάθε συμφωνία έκδοσης που θα συναφθεί μεταξύ τους.

 

   4. Εάν ένα Κράτος Μέρος, το οποίο εξαρτά την έκδοση από τον όρο ύπαρξης συμφωνίας, λάβει αίτηση έκδοσης από άλλο Κράτος Μέρος με το οποίο δεν έχει συμφωνία έκδοσης, μπορεί να θεωρήσει τη Σύμβαση αυτή ως τη νομική βάση για την έκδοση, σε σχέση με αδίκημα για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο τούτο.

 

   5. Τα Κράτη Μέρη που εξαρτούν την έκδοση από τον όρο ύπαρξης συμφωνίας, οφείλουν:

   (α) Κατά το χρόνο κατάθεσης του εγγράφου επικύ­ρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησής τους στη Σύμβαση, να ενημερώσουν το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών αν θα έχουν τη Σύμβαση αυτή ως νο­μική βάση συνεργασίας για την έκδοση με άλλα Κράτη Μέρη της Σύμβασης, και

   (β) Εάν δεν έχουν τη Σύμβαση αυτή ως νομική βάση συνεργασίας για την έκδοση, μεριμνούν, όπου είναι απαραίτητο, να συνάψουν συμφωνίες έκδοσης με άλλα Κράτη Μέρη της Σύμβασης, προκειμένου να εφαρμόσουν το άρθρο τούτο.

 

   6. Τα Κράτη Μέρη που δεν εξαρτούν την έκδοση από τον όρο της ύπαρξης συμφωνίας, αναγνωρίζουν τα αδι­κήματα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, ως αδική­ματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση στις μεταξύ τους σχέσεις.

 

   7. Η έκδοση υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέ­πει το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης ή προβλέπουν οι ισχύουσες συμφωνίες έκδοσης, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι προϋποθέσεις σχετικά με το ελάχιστο της ποινής που απαιτείται για την έκδοση και τους λόγους για τους οποίους το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης μπορεί να αρνηθεί την έκδοση.

 

   8. Τα Κράτη Μέρη, τηρώντας το εσωτερικό τους δί­καιο, μεριμνούν για την επίσπευση των διαδικασιών έκ­δοσης και την απλούστευση των απαιτήσεων απόδειξης που τις αφορούν, σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο τούτο.

 

   9. Τηρώντας τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου και τις συνθήκες έκδοσης που το δεσμεύουν, το Κρά­τος Μέρος αποδέκτης της αίτησης, αφού πεισθεί ότι οι περιστάσεις το υποδεικνύουν ως επείγον και εφόσον το ζητήσει άλλο Κράτος Μέρος, μπορεί να συλλάβει πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση και βρίσκεται στην επικράτειά του ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την παρουσία του στη διαδικασία έκδοσης.

 

   10. Κράτος Μέρος, στην επικράτεια του οποίου βρί­σκεται ο φερόμενος ως δράστης, αν δεν εκδώσει το εν λόγω πρόσωπο για αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο αυτό, μόνο για το λόγο ότι είναι ένας από τους υπηκόους του, μετά από αίτηση του Κράτους Μέρους που ζητά την έκδοση, υποχρεούται να υποβάλει την υπό­θεση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του, με σκοπό τη δίωξη. Οι εν λόγω αρχές λαμ­βάνουν την απόφαση τους και διεξάγουν τη διαδικασία τους με τον ίδιο τρόπο, όπως στην περίπτωση άλλου αδικήματος σοβαρής φύσης, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους αυτού. Τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους, ειδικότερα για θέματα δικονομίας και απόδειξης, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα της δίωξης.

 

   11. Όταν το εσωτερικό δίκαιο ενός Κράτους Μέρους επιτρέπει την έκδοση ή την κατ' άλλο τρόπο παρά­δοση ενός από τους υπηκόους του μόνο υπό τον όρο ότι το πρόσωπο θα επιστραφεί στο εν λόγω Κράτος Μέρος για να εκτίσει την ποινή που θα επιβληθεί ως αποτέλεσμα της δίκης ή της διαδικασίας για την οποία ζητήθηκε η έκδοση ή η παράδοση του προσώπου, το δε Κράτος Μέρος αυτό και το Κράτος Μέρος που ζητά την έκδοση του προσώπου συμφωνούν με την επιλογή αυτή και με άλλους όρους που ενδεχομένως θεωρηθούν ενδεδειγμένοι, αυτή η υπό αίρεση έκδοση ή παράδοση είναι επαρκής για την απαλλαγή από την υποχρέωση της παραγράφου 10 του άρθρου τούτου.

 

   12. Εάν η έκδοση που ζητήθηκε για την εκτέλεση ποι­νής αποκρουσθεί, επειδή το πρόσωπο που ζητείται είναι υπήκοος του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης, το Μέρος που είναι αποδέκτης της αίτησης, αν το επι­τρέπει το εσωτερικό του δίκαιο και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου αυτού, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος Μέρους, μεριμνά προκειμένου να εκτελεσθεί η ποινή που επιβλήθηκε σύμφωνα με το εσωτερικό δί­καιο του αιτούντος Μέρους ή το υπόλοιπο αυτής.

 

   13. Σε κάθε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκκρεμούν διαδικασίες σε σχέση με οποιοδήποτε από τα αδικήμα­τα για τα οποία εφαρμόζεται το άρθρο αυτό, παρέχο­νται εγγυήσεις δίκαιης μεταχείρισης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της απόλαυσης όλων των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων που προ­βλέπει το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους, στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται το πρόσωπο αυτό.

 

   14. Καμία διάταξη της Σύμβασης δεν ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει υποχρέωση έκδοσης, αν το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έγινε με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της εθνικής καταγωγής ή των πολιτικών απόψεων του ή ότι η ικανοποίηση της αίτησης θα βλάψει την κατάσταση του προσώπου για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς.

 

   15. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αποκρούσουν μια αίτηση έκδοσης, αποκλειστικά και μόνο επειδή το αδίκημα θεωρείται ότι αφορά και σε δημοσιονομικά ζητήματα.

 

   16. Πριν αρνηθεί την έκδοση, το Κράτος Μέρος απο­δέκτης της αίτησης διαβουλεύεται με το αιτούν Κράτος Μέρος, προκειμένου να του παράσχει πλήρη ευκαιρία για να παρουσιάσει τις απόψεις του και να δώσει πλη­ροφορίες σχετικά με τους ισχυρισμούς του.

 

   17. Τα Κράτη Μέρη επιδιώκουν τη σύναψη διμερών και πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών, που διευκολύ­νουν την εκτέλεση ή βελτιώνουν την αποτελεσματικό­τητα τη έκδοσης.

 

’ρθρο 17

Μεταφορά καταδικασθέντων

 

   Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών για τη μεταφορά στην επικράτειά τους προσώπων που κα­ταδικάστηκαν σε φυλάκιση ή άλλες μορφές στέρησης της ελευθερίας για αδικήματα που προβλέπονται στη Σύμβαση, προκειμένου να συνεχίσουν την έκτιση των ποινών τους εκεί.

 

’ρθρο 18

Αμοιβαία δικαστική συνδρομή

 

   1. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν αμοιβαίως τον μέγιστο βαθμό δικαστικής συνδρομής για έρευνες, διώξεις και δικαστικές διαδικασίες, σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στη Σύμβαση αυτή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, και παρέχουν αμοιβαίως όμοια συνδρομή, όταν το αιτούν Κράτος έχει σοβαρούς λόγους να υποπτεύ­εται ότι κάποιο αδίκημα, από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1(α) ή (β), είναι διεθνικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένου ότι οι παθόντες, οι μάρτυρες, τα προϊόντα, τα μέσα τέλεσης ή οι αποδείξεις τέτοιων αδικημάτων βρίσκονται στο έδαφος του Κρά­τους Μέρους αποδέκτη της αίτησης και ότι στο αδίκημα εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα.

 

   2. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή παρέχεται στην ευρύτερη δυνατή έκταση, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους, τις συνθήκες, τις συμφωνίες και τους διακανο­νισμούς του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης, αναφορικά με έρευνες, διώξεις και δικαστικές διαδικα­σίες που σχετίζονται με αδικήματα, για τα οποία ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο κατά το άρθρο 10 της Σύμβασης, στο αιτούν Κράτος Μέρος.

 

   3. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή που παρέχεται σύμ­φωνα με το άρθρο αυτό μπορεί να ζητηθεί για οποιον­δήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

   α. Συλλογή αποδείξεων ή λήψη καταθέσεων από πρό­σωπα.

   β. Επίδοση δικαστικών εγγράφων.

   γ. Διενέργεια ερευνών, κατασχέσεων και δεσμεύσεων.

   δ. Εξέταση αντικειμένων και τόπων. ε. Παροχή πληροφοριών, αποδεικτικών στοιχείων και εκτιμήσεων εμπειρογνωμόνων.

   στ. Χορήγηση πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγρά­φων από σχετικά έγγραφα και αρχεία, στα οποία περι­λαμβάνονται δημόσια, τραπεζικά, οικονομικά, εταιρικά ή επιχειρηματικά αρχεία.

   ζ. Προσδιορισμό της ταυτότητας ή ανακάλυψη προϊό­ντων εγκλήματος, περιουσίας, μέσων τέλεσης εγκλήμα­τος ή άλλων αντικειμένων για αποδεικτικούς σκοπούς.

   η. Διευκόλυνση της εκούσιας εμφάνισης προσώπων στο αιτούν Κράτος Μέρος.

   θ. Οποιοδήποτε άλλο είδος συνδρομής, το οποίο δεν αντιβαίνει στο εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.

 

   4. Με την επιφύλαξη του εσωτερικού δικαίου, οι αρ­μόδιες αρχές ενός Κράτους Μέρους μπορούν, χωρίς προηγούμενη αίτηση, να διαβιβάζουν πληροφορίες που σχετίζονται με ποινικές υποθέσεις στην αρμόδια αρχή άλλου Κράτους Μέρους, εφόσον πιστεύουν ότι τέτοι­ες πληροφορίες μπορούν να βοηθήσουν την αρχή να επιληφθεί ή να περατώσει με επιτυχία έρευνες και ποι­νικές διαδικασίες ή θα μπορούσαν να καταλήξουν στη διατύπωση αίτησης από το τελευταίο Κράτος Μέρος σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή.

 

   5. Η διαβίβαση πληροφοριών, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου τούτου, δεν πρέπει να παραβλάπτει έρευ­νες και ποινικές διαδικασίες στο Κράτος των αρμόδιων αρχών, οι οποίες παρέχουν τις πληροφορίες. Οι αρμό­διες αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες οφείλουν να συμμορφώνονται με την απαίτηση ότι οι εν λόγω πληροφορίες θα παραμείνουν εμπιστευτικές, έστω και προσωρινά, ή με περιορισμούς στη χρήση τους. Ωστόσο, τούτο δεν εμποδίζει το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες να τις αποκαλύψει κατά τη διεξαγω­γή διαδικασιών, εφόσον οδηγούν στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή, το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες πρέπει να ενη­μερώνει το Κράτος Μέρος που τις διαβίβασε πριν από την αποκάλυψη και, εφόσον ζητηθεί, διαβουλεύεται με το Κράτος αυτό.

   Εάν, σε κάποια εξαιρετική περίπτωση, η προειδοποί­ηση δεν είναι δυνατή, το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες ενημερώνει το Κράτος Μέρος που τις διαβίβασε για την αποκάλυψη χωρίς καθυστέρηση.

 

   6. Οι διατάξεις του άρθρου τούτου δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε άλλη συνθήκη, διμερή ή πολυμερή, η οποία διέπει ή θα διέπει, εν όλω ή εν μέρει, την αμοιβαία δικαστική συνδρομή.

 

   7. Οι παράγραφοι 9 έως 29 ισχύουν για τις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, αν τα εν­διαφερόμενα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από συνθήκη αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Εάν τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεσμεύονται από μια τέτοια συνθήκη, εφαρμό­ζονται οι αντίστοιχες διατάξεις της συνθήκης αυτής, εκτός εάν τα Κράτη Μέρη συμφωνήσουν στην εφαρ­μογή των παραγράφων 9 έως 29 του άρθρου τούτου, αντί εκείνων. Τα Κράτη Μέρη παροτρύνονται σθεναρά να εφαρμόσουν τις παραγράφους αυτές, αν καθιστούν ευχερή τη συνεργασία.

 

   8. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να μην αρνούνται την παροχή αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, επικαλούμενα το τραπεζικό απόρρητο.

 

   9. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να αρνηθούν την παροχή αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, λόγω ελλείψεως του διπλού αξιοποίνου.

   Ωστόσο, το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης μπορεί, αν θεωρήσει ότι επιβάλλεται, να παράσχει συν­δρομή, στο βαθμό που θα αποφάσιζε κατά διακριτική ευχέρεια, ασχέτως αν η πράξη αποτελεί αδίκημα, σύμ­φωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.

 

   10. Πρόσωπο που κρατείται προσωρινά ή εκτίει ποι­νή στην επικράτεια ενός Κράτους Μέρους, του οποίου ζητείται η παρουσία σε άλλο Κράτος Μέρος προς ανα­γνώριση, μαρτυρία ή παροχή άλλης βοήθειας για την απόκτηση αποδείξεων, την ανάκριση, τη δίωξη ή τις δικαστικές διαδικασίες, σε σχέση με αδικήματα που προβλέπονται από τη Σύμβαση αυτή, μπορεί να μετα­φερθεί, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   (α) Εάν το πρόσωπο παρέχει ελεύθερα τη συγκατάθε­ση του, γνωρίζοντας πλήρως την αιτία της μεταφοράς του.

   (β) Οι αρμόδιες αρχές και των δύο Κρατών Μερών συμφωνούν, υπό τις προϋποθέσεις που κρίνουν κατάλ­ληλες.

 

   11. Για το σκοπό της παραγράφου 10 του άρθρου τού­του:

   (α) Το Κράτος Μέρος στο οποίο μεταφέρεται το πρό­σωπο έχει την εξουσία και υποχρέωση να διατηρεί υπό κράτηση το μεταφερόμενο πρόσωπο, εκτός αντίθετης αίτησης ή εξουσιοδότησης του Κράτους Μέρους από το οποίο το πρόσωπο μεταφέρθηκε.

   (β) Το Κράτος Μέρος στο οποίο μεταφέρεται το πρό­σωπο οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, να εκπληρώσει την υποχρέωση του να αποδώσει το πρόσωπο στην εξου­σία του Κράτους Μέρους από το οποίο το πρόσωπο μεταφέρθηκε, όπως συμφωνήθηκε εκ των προτέρων ή όπως άλλως συμφώνησαν οι αρμόδιες αρχές των δύο Κρατών Μερών.

   (γ) Το Κράτος Μέρος στο οποίο μεταφέρεται το πρό­σωπο, δεν θα ζητήσει από το Κράτος Μέρος από το οποίο μεταφέρθηκε το πρόσωπο, να κινήσει τη διαδι­κασία έκδοσης για την επιστροφή του.

   (δ) Ο χρόνος κράτησης στο Κράτος Μέρος, όπου με­ταφέρθηκε το πρόσωπο, συνυπολογίζεται στην ποινή που αυτό εκτίει στο Κράτος Μέρος από όπου μετα­φέρθηκε.

 

   12. Χωρίς τη συγκατάθεση του Κράτους Μέρους από το οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο, σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου αυτού, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του, δεν διώκεται, δεν κρατείται, δεν τιμωρείται και δεν υποβάλλεται σε οποιονδήποτε άλλο περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας στην επικράτεια του Κράτους Μέρους στο οποίο μεταφέρε­ται, για πράξεις, παραλείψεις ή καταδίκες προηγούμενες της αναχώρησης του από το Κράτος Μέρος από το οποίο μεταφέρθηκε.

 

   13. Κάθε Κράτος Μέρος ορίζει μια κεντρική αρχή που έχει την ευθύνη και την εξουσία να λαμβάνει αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και να τις εκτελεί ή να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες για την εκτέλεση αρχές. Εάν ένα Κράτος Μέρος έχει μια ειδική περιοχή ή επι­κράτεια με διαφορετικό σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, μπορεί να ορίσει ξεχωριστή κεντρική αρχή που θα έχει την ίδια αρμοδιότητα γι' αυτή την περιοχή ή επικράτεια. Οι κεντρικές αρχές διασφαλίζουν την ταχεία και προσήκουσα εκτέλεση ή διαβίβαση των αιτήσεων που λαμβάνουν. Όταν η κεντρική αρχή διαβιβάζει την αίτηση σε αρμόδια αρχή προς εκτέλεση, την παροτρύνει για την ταχεία και προσήκουσα εκτέλεση της αίτησης. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ενημερώ­νεται για την κεντρική αρχή που ορίστηκε γι' αυτό το σκοπό από κάθε Κράτος Μέρος, κατά την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή προσχώρησης στη Σύμβαση αυτή. Οι αιτήσεις δικαστι­κής συνδρομής και κάθε άλλη σχετική ανακοίνωση δι­αβιβάζονται στις κεντρικές αρχές που όρισαν τα Κράτη Μέρη. Η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα του Κρά­τους Μέρους να αξιώσει να απευθύνονται σ' αυτό όλες οι αιτήσεις και γνωστοποιήσεις δια της διπλωματικής οδού και σε επείγουσες περιπτώσεις, αν τα Κράτη Μέρη συμφωνούν, δια της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματο­λογικής Αστυνομίας, εφόσον τούτο είναι δυνατό.

 

   14. Οι αιτήσεις υποβάλλονται εγγράφως ή, αν είναι δυνατόν, με οποιοδήποτε άλλο μέσο γραπτής αποτύ­πωσης, σε γλώσσα αποδεκτή στο Κράτος Μέρος που λαμβάνει την αίτηση, υπό συνθήκες που επιτρέπουν στο εν λόγω Κράτος Μέρος να αναγνωρίσει τη γνησιότη-τά του. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ενημερώνεται για τη γλώσσα ή τις γλώσσες που είναι αποδεκτές σε κάθε Κράτος Μέρος κατά την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή προσχώρησης στη Σύμβαση αυτή. Σε επείγουσες περι­πτώσεις και όπου συμφωνείται από τα Κράτη Μέρη, οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται προφορικώς, αλλά επιβεβαιώνονται εγγράφως χωρίς καθυστέρηση.

 

   15. Η αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής περι­έχει:

   (α) Την ονομασία της αρχής που υποβάλλει την αί­τηση.

   (β) Το αντικείμενο και τη φύση της έρευνας, δίωξης ή δικαστικής διαδικασίας στην οποία αναφέρεται η αί­τηση, καθώς και το όνομα και τις αρμοδιότητες της αρχής που τις διεξάγει.

   (γ) Περίληψη των σχετικών περιστατικών, εκτός αν πρόκειται για αίτηση παροχής δικαστικών εγγράφων.

   (δ) Περιγραφή της αιτούμενης συνδρομής και λεπτο­μέρειες κάθε ειδικής διαδικασίας, που το αιτούν Κράτος Μέρος επιθυμεί να τηρηθεί.

   (ε) Εάν είναι δυνατό, την ταυτότητα, τη διεύθυνση και την εθνικότητα κάθε προσώπου που αφορά η αίτηση.

   (στ) Το σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι καταθέσεις, πληροφορίες ή τα μέτρα.

 

   16. Το Κράτος Μέρος από το οποίο ζητείται η συνδρο­μή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες, αν τούτο θεωρείται αναγκαίο για την εκτέλεση της αίτησης κατά το εσωτερικό του δίκαιο ή διευκολύνει την εκτέλεση της αίτησης.

 

   17. Η αίτηση εκτελείται σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους από το οποίο ζητείται η συνδρομή και στο μέτρο που δεν αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό και εφόσον τούτο είναι εφικτό, σύμφωνα με τις διαδικασίες που εξειδικεύονται στην αίτηση.

 

   18. Εφόσον είναι δυνατό και σύμφωνο με τις θεμελι­ώδεις αρχές του εσωτερικού δικαίου, αν ένα πρόσωπο βρίσκεται στη επικράτεια ενός Κράτους Μέρους και πρέπει να εξετασθεί ως μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας από τις δικαστικές αρχές άλλου Κράτους Μέρους, το πρώτο Κράτος μετά από αίτηση του δεύτερου, μπορεί να επιτρέψει την εξέταση με βιντεοσκόπηση, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να εμφανισθεί προσωπικώς στην επικράτεια του αιτούντος Κράτους Μέρους. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι η εξέταση θα διεξαχθεί από δικαστική αρχή του αιτού­ντος Κράτους Μέρους, με την παρουσία της δικαστικής αρχής του Κράτους Μέρους στο οποίο εκτελείται η αίτηση.

 

   19. Το αιτούν Κράτος Μέρος δεν διαβιβάζει ούτε χρη­σιμοποιεί πληροφορίες ή αποδείξεις που παρασχέθηκαν από το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης για έρευ­νες, διώξεις ή δικαστικές διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που αναφέρονται στην αίτηση, χωρίς την προη­γούμενη συγκατάθεση του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης. Κανένα σημείο της παραγράφου αυτής δεν εμποδίζει το αιτούν Κράτος Μέρος να αποκαλύψει κατά τις διαδικασίες του πληροφορίες ή αποδείξεις που οδηγούν στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Στην τελευταία περίπτωση, το αιτούν Κράτος Μέρος θα ενημερώσει το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης πριν την αποκάλυψη και, αν του ζητηθεί, διαβουλεύεται με το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης. Εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή η προειδο­ποίηση, το αιτούν Κράτος Μέρος ενημερώνει σχετικά με την αποκάλυψη το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης χωρίς καθυστέρηση.

 

   20. Το αιτούν Κράτος Μέρος μπορεί να ζητήσει από το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης να τηρήσει απόρρητο το γεγονός και το περιεχόμενο της αίτησης, εκτός από όσο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της αίτησης. Εάν το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης δεν μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση του απορρή­του, ενημερώνει εγκαίρως το αιτούν Κράτος Μέρος.

 

   21. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή μπορεί να μην παρασχεθεί:

   (α) Εάν η αίτηση δεν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου τούτου.

   (β) Εάν το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης θεωρεί ότι η παροχή της είναι πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, ασφάλεια, δημόσια τάξη ή άλλα ουσιώδη συμφέροντα του.

   (γ) Εάν οι αρχές του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης εμποδίζονται από το εσωτερικό του δίκαιο να προβούν στην ενέργεια που ζητείται, σε σχέση με πα­ρόμοιο αδίκημα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο έρευνας, δίωξης ή δικαστικής διαδικασίας που υπάγεται στη δική του δικαιοδοσία.

   (δ) Εάν η δικαστική συνδρομή που ζητήθηκε είναι αντίθετη με το νομικό σύστημα του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.

 

   22. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αρνηθούν δικαστι­κή συνδρομή αποκλειστικά και μόνο επειδή το αδίκημα θεωρείται ότι αφορά και δημοσιονομικά ζητήματα.

 

   23. Η άρνηση χορήγησης αμοιβαίας δικαστικής συν­δρομής πρέπει να αιτιολογείται.

 

   24. Το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης εκτελεί την αίτηση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή το τα­χύτερο δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν προθε­σμίες που προτείνει το αιτούν Κράτος Μέρος και τους λόγους για τους οποίους τις προτείνει, οι οποίοι κατά προτίμηση αναφέρονται στην αίτηση. Το Κράτος Μέ­ρος αποδέκτης της αίτησης ανταποκρίνεται σε εύλογα αιτήματα του αιτούντος Κράτους Μέρους σχετικά με την πρόοδο του χειρισμού της αίτησης του.

   Το αιτούν Κράτος Μέρος ενημερώνει εγκαίρως το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης, όταν η αιτηθείσα συνδρομή δεν είναι πλέον αναγκαία.

 

   25. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή μπορεί να ανα­βληθεί από το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης, εάν παρεμποδίζει εκκρεμή έρευνα, δίωξη ή δικαστική διαδικασία.

 

   26. Πριν από την άρνηση για την ικανοποίηση μιας αίτησης, σύμφωνα με την παράγραφο 21 ή την αναβολή της εκτέλεσης της, σύμφωνα με την παράγραφο 25 του άρθρου αυτού, το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης διαβουλεύεται με το αιτούν Κράτος Μέρος, προκειμένου να εξετασθεί εάν η συνδρομή μπορεί να παρασχεθεί υπό όρους και προϋποθέσεις τις οποίες αυτό θεωρεί αναγκαίες. Εάν το αιτούν Κράτος Μέρος αποδέχεται τη συνδρομή υπό προϋποθέσεις, οφείλει να συμμορφώνεται με αυτές.

 

   27. Με την επιφύλαξη εφαρμογής της παραγράφου 12 του άρθρου τούτου, μάρτυρας, εμπειρογνώμονας ή άλλο πρόσωπο, το οποίο συγκατατίθεται στην αίτηση ενός Κράτους Μέρους να καταθέσει σε διαδικασία ή να βοηθήσει σε έρευνα, δίωξη ή δικαστική διαδικασία στο έδαφος αυτού, δεν διώκεται, δεν κρατείται, δεν τιμωρείται ούτε υποβάλλεται σε οποιοδήποτε άλλο πε­ριορισμό της προσωπικής του ελευθερίας στο έδαφος εκείνο, σε σχέση με πράξεις, παραλείψεις ή καταδίκες προγενέστερες της αναχώρησής του από το έδαφος του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης. Η ασυλία αυτή παύει, όταν ο μάρτυρας, ο εμπειρογνώμονας ή το άλλο πρόσωπο, αν και είχε την ευκαιρία να φύγει, μέσα σε μια περίοδο δεκαπέντε συνεχών ημερών ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο έχουν συμφωνήσει τα Κρά­τη Μέρη, από την ημέρα κατά την οποία ενημερώθηκε επίσημα ότι η παρουσία του δεν είναι πλέον αναγκαία στις δικαστικές αρχές, ωστόσο παραμένει εκουσίως στο έδαφος του αιτούντος Κράτους Μέρους ή, ενώ αναχώρησε, επέστρεψε σ' αυτό οικειοθελώς.

 

   28. Το Κράτος Μέρος αποδέκτης μιας αίτησης φέρει τα συνήθη έξοδα για την εκτέλεση αυτής, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη. Εάν για την ικανοποίηση της αίτησης απαιτούνται ή θα απαιτηθούν έξοδα σημαντικά ή εξαιρετικά, τα Κρά­τη Μέρη διαβουλεύονται προκειμένου να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα εκτελεσθεί η αίτηση, καθώς και τον τρόπο καταβολής των εξόδων.

 

   29. Το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης:

   α. Χορηγεί στο αιτούν Κράτος Μέρος αντίγραφα δη­μόσιων αρχείων, εγγράφων ή πληροφοριών που βρίσκο­νται στην κατοχή του και στα οποία, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, έχει πρόσβαση το κοινό.

   β. Μπορεί, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, να χορηγεί στο αιτούν Κράτος Μέρος εν όλω, εν μέρει ή υπό τις προϋποθέσεις που θα έκρινε ότι αρμόζουν, αντίγραφα όλων των δημόσιων αρχείων, εγγράφων ή πληροφο­ριών που βρίσκονται στην κατοχή του και στα οποία, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, δεν έχει πρόσβαση το κοινό.

 

   30. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν, εφόσον είναι αναγκαίο, τη δυνατότητα για σύναψη διμερών ή πολυμερών συμ­φωνιών ή διακανονισμών που εξυπηρετούν τους σκο­πούς, καθιστούν αποτελεσματικές στην πράξη ή ενισχύ­ουν τις διατάξεις του άρθρου τούτου.

 

’ρθρο 19

Κοινές έρευνες

 

   Τα Κράτη Μέρη αποβλέπουν στη σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών, βάσει των οποίων οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορούν να συστήσουν κοινά όργανα έρευνας, για υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο ανάκρισης, δίωξης ή δικαστικών διαδικασιών σε μια ή περισσότερες χώρες. Εάν δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή διακανονισμοί, οι κοινές έρευνες μπορούν να αποφασισθούν κατά περίπτωση. Τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη διασφαλίζουν τον απόλυ­το σεβασμό της κυριαρχίας του Κράτους Μέρους, στο έδαφος του οποίου διεξάγεται η έρευνα.

 

’ρθρο 20

Ειδικές ανακριτικές τεχνικές

 

   1. Εάν επιτρέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού νομικού του συστήματος, κάθε Κράτος Μέ­ρος, με τις δυνατότητες του και υπό τις προϋποθέσεις του εσωτερικού του δικαίου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέψει την προσήκουσα χρήση της ελεγχόμενης παράδοσης και, εφόσον το κρίνει ανα­γκαίο, τη χρήση άλλων ειδικών ανακριτικών τεχνικών, όπως ηλεκτρονικές ή άλλες μορφές παρακολούθησης και μυστικές επιχειρήσεις από τις αρμόδιες αρχές στο έδαφός του, για την αποτελεσματική καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

 

   2. Προς το σκοπό διερεύνησης αδικημάτων που καλύ­πτονται από αυτή τη Σύμβαση, τα Κράτη Μέρη ενθαρρύ­νονται να συνάπτουν, όταν είναι αναγκαίο, κατάλληλες διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς για τη χρήση τέτοιων ειδικών ανακριτικών τεχνικών στα πλαίσια διεθνούς συνεργασίας. Αυτές οι συμφωνίες ή διακανονισμοί συνάπτονται και εφαρμόζονται με πλήρη σεβασμό της αρχής της ισότιμης κυριαρχίας των Κρα­τών Μερών και εκτελούνται αυστηρά, σύμφωνα με τους όρους των εν λόγω συμφωνιών και διακανονισμών.

 

   3. Αν δεν υπάρχουν συμφωνίες ή διακανονισμοί από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, οι αποφάσεις για τη χρήση των ειδικών ανακρι­τικών τεχνικών σε διεθνές επίπεδο λαμβάνονται κατά περίπτωση και μπορεί, αν είναι αναγκαίο, να ληφθούν υπόψη οικονομικές συμφωνίες και διακανονισμοί σχε­τικοί με την άσκηση της αρμοδιότητας από τα ενδια­φερόμενα Κράτη Μέρη.

 

   4. Αποφάσεις για τη χρήση της ελεγχόμενης παράδο­σης σε διεθνές επίπεδο, με τη συγκατάθεση των ενδι­αφερόμενων Κρατών Μερών, περιλαμβάνουν μεθόδους, όπως η παρεμπόδιση της διακίνησης των εμπορευμάτων και η παροχή άδειας να την συνεχίσουν ανέπαφα ή αφού αφαιρεθεί ή αντικατασταθεί το σύνολο ή μέρος τους.

 

’ρθρο 21

Μεταβίβαση ποινικών διαδικασιών

 

   Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα αμοιβαίας μεταβίβασης διαδικασιών για τη δίωξη αδικήματος που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή, σε περιπτώσεις όπου η μεταβίβαση αυτή εκτιμάται ότι είναι προς το συμφέ­ρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ειδικότερα σε υποθέσεις όπου εμπλέκονται διάφορες δικαιοδοσίες, ώστε να διασφαλιστεί η ενότητα της δίωξης.

 

’ρθρο 22

Δημιουργία ποινικού μητρώου

 

   Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ληφθούν υπόψη, υπό τους όρους και για τους σκοπούς που θεωρεί εν­δεδειγμένους, τυχόν προηγούμενες καταδίκες σε άλλο Κράτος προσώπου που φέρεται ως δράστης, προκει­μένου οι πληροφορίες αυτές να χρησιμοποιηθούν σε ποινικές διαδικασίες, οι οποίες σχετίζονται με αδίκημα που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή.

 

’ρθρο 23

Ποινικοποίηση της παρακώλυσης της δικαιοσύνης

 

   Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέ­τρα που είναι αναγκαία για να θεσπιστούν ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:

   (α) Η χρήση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού ή η υπόσχεση, προσφορά ή χορήγηση μη οφειλομένου ωφελήματος για την παρακίνηση σε ψευδή μαρτυρία ή την επέμβαση σε κατάθεση μάρτυρα ή στην προσαγωγή αποδείξεων σε διαδικασία που σχετίζεται με την τέλεση αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή.

   (β) Η χρήση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού για την επέμβαση στην άσκηση των υπηρεσιακών κα­θηκόντων δικαστού ή οργάνου των διωκτικών αρχών σε σχέση με την τέλεση αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Καμία διάταξη της υποπαραγράφου αυτής δεν θίγει το δικαίωμα των Κρατών Μερών να έχουν νομοθεσία που προστατεύει άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών.

 

’ρθρο 24

Προστασία μαρτύρων

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος, στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, λαμβάνει πρόσφορα μέτρα για να παράσχει απο­τελεσματική προστασία κατά ενδεχόμενων πράξεων αντιποίνων ή εκφοβισμού μαρτύρων που καταθέτουν σε ποινικές διαδικασίες σχετικά με αδικήματα που αφο­ρά η Σύμβαση αυτή και, αν συντρέχει περίπτωση, σε συγγενείς τους και άλλα πρόσωπα που έχουν σχέση με αυτούς.

 

   2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, με την επιφύ­λαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία περιλαμβάνεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη:

   (α) Καθιέρωση διαδικασιών για τη φυσική προστασία των προσώπων αυτών, όπως, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό, την αλλαγή της διαμονής τους και, κατά τις περιστάσεις, τη μη παροχή ή την περιορισμέ­νη παροχή πληροφοριών, που αφορούν την ταυτότητα τους και τον τόπο, όπου βρίσκονται αυτά.

   (β) Θέσπιση κανόνων απόδειξης, ώστε να μπορεί η κατάθεση των μαρτύρων να δίδεται με τρόπο που εγ­γυάται την ασφάλεια τους, ιδίως με την καθιέρωση της δυνατότητας να δίνεται η κατάθεση με χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως οι βιντεοσυνδέσεις ή άλλα πρόσφορα μέσα.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη μεριμνούν για τη σύναψη συμφω­νιών ή διακανονισμών με άλλα Κράτη για την αλλαγή διαμονής των προσώπων που αναφέρονται στην πα­ράγραφο 1.

 

   4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στα θύματα εφόσον είναι μάρτυρες.

 

’ρθρο 25

Αρωγή και προστασία των θυμάτων

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει πρόσφορα μέτρα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, για την παροχή αρωγής και προστασίας σε θύματα αδικημάτων που καλύπτο­νται από τη Σύμβαση αυτή, ειδικότερα σε περιπτώσεις απειλών, αντιποίνων ή εκφοβισμού.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος θεσπίζει κατάλληλες διαδικα­σίες για την αποζημίωση και την αποκατάσταση των θυμάτων από αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμ­βαση αυτή.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος, τηρώντας το εσωτερικό του δίκαιο, παρέχει τη δυνατότητα ώστε οι απόψεις και οι ανησυχίες των θυμάτων να παρουσιασθούν και εξε­τασθούν στα οικεία στάδια των ποινικών διαδικασιών εναντίον των δραστών, κατά τρόπο που δεν θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

 

’ρθρο 26

Μέτρα για τη βελτίωση της συνεργασίας των διωκτικών αρχών

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να ενθαρρύνει πρόσωπα που μετέχουν ή μετείχαν σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες:

   α. Να δίνουν πληροφορίες χρήσιμες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς που αφορούν τη διερεύνηση και τη συλλογή αποδείξεων, σε ζητήματα όπως:

   ι) Η ταυτότητα, η φύση, η σύνθεση, η δομή, η εγκατά­σταση ή οι δραστηριότητες οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.

   ιι)0 Οι διασυνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των διε­θνών διασυνδέσεων, με άλλες οργανωμένες εγκλημα­τικές ομάδες.

   ιιι) Τα αδικήματα που τέλεσαν ή μπορεί να τελέσουν οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.

   β. Να παρέχουν ουσιαστική και συγκεκριμένη βοήθεια στις αρμόδιες αρχές, η οποία μπορεί να συμβάλει στο να στερηθούν οργανωμένες εγκληματικές ομάδες από τους πόρους τους ή από τα προϊόντα του εγκλήμα­τος.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα, σε κατάλληλες περιπτώσεις, μετριασμού της ποινής ενός κατηγορουμένου, ο οποίος συνεργά­σθηκε ουσιωδώς στην ανάκριση ή στη δίωξη αδικήμα­τος, που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού του δικαίου, να μην ασκηθεί δίωξη κατά προσώπου, το οποίο συνεργάσθηκε ουσιωδώς στην ανά­κριση ή στη δίωξη αδικήματος, που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή.

 

   4. Η προστασία τέτοιων προσώπων είναι εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 24 της Σύμβασης.

 

   5. Όταν πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και είναι εγκατεστημένο σε ένα Κρά­τος Μέρος μπορεί να παράσχει ουσιώδη συνεργασία στις αρμόδιες αρχές ενός άλλου Κράτους Μέρους, τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη μπορούν να μεριμνήσουν για τη σύναψη συμφωνιών ή διακανονισμών, σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο, που αφορούν την πιθανή παροχή από το άλλο Κράτος Μέρος της μεταχείρισης που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρ­θρου τούτου.

 

’ρθρο 27

Συνεργασία των υπηρεσιών έρευνας και καταστολής

 

   1. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται στενά, σύμφωνα με τα αντίστοιχα νομικά και διοικητικά τους συστήματα, για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της έρευνας και της καταστολής των καλυπτόμενων από τη Σύμβαση αυτή αδικημάτων.

   Ειδικότερα, κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί μέτρα απο­τελεσματικά προκειμένου:

   α) Να ενισχύσει ή, εάν είναι αναγκαίο, να εγκαθιδρύσει διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, οργανισμών και υπηρεσιών του για τη διευκόλυνση της ασφαλούς και ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται σε όλες τις πτυχές των αδικημάτων τα οποία καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή συμπεριλαμ­βανομένων, εάν τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη το κρί­νουν ενδεδειγμένο, των σχέσεων με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.

   β) Να συνεργάζεται με άλλα Κράτη Μέρη, αναφορικά με τα αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, για τη διεξαγωγή ερευνών που αφορούν τα εξής σημεία:

   ι. ταυτότητα και δραστηριότητες των προσώπων για τα οποία υπάρχουν υποψίες εμπλοκής τους στα προ-μνημονευθέντα αδικήματα, τον τόπο όπου αυτά βρίσκο­νται ή τον τόπο όπου βρίσκονται άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα,

   ιι. διακίνηση προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας που προέρχονται από τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.

   ιιι. διακίνηση περιουσίας, υλικών ή άλλων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.

   γ) Να παρέχει, εάν συντρέχει λόγους, τα αναγκαία είδη ή τις ποσότητες ουσιών για τους σκοπούς ανάλυ­σης και έρευνας.

   δ) Να διευκολύνει τον αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών, οργανισμών και υπηρεσιών και να προάγει την ανταλλαγή προσωπικού και εμπει­ρογνωμόνων, στην οποία περιλαμβάνεται, υπό τον όρο της ύπαρξης διμερών συμφωνιών και διακανονισμών με­ταξύ των ενδιαφερομένων Κρατών Μερών, η απόσπαση αξιωματικών-συνδέσμων.

   ε) Να ανταλλάσσει με άλλα Κράτη Μέρη πληροφορίες για συγκεκριμένα μέσα και μεθόδους που χρησιμοποιού­νται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, συμπερι­λαμβανομένων, όπου είναι εφικτό, των δρομολογίων και μέσων μεταφοράς και της χρήσης πλαστών ταυτοτήτων, αλλοιωμένων ή νοθευμένων εγγράφων ή άλλων μέσων απόκρυψης των δραστηριοτήτων τους.

   στ) Να ανταλλάσσει πληροφορίες και να συντονίζει τα διοικητικά και άλλα μέτρα, που λαμβάνονται ως πρό­σφορα για την έγκαιρη διακρίβωση των αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση.

 

   2. Για να καταστεί αποτελεσματική η Σύμβαση αυτή, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο της σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών για την απευθείας συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών έρευ­νας και καταστολής και, εφόσον υπάρχουν τέτοιες συμ­φωνίες ή διακανονισμοί, της τροποποίησής τους. Εάν δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή διακανονισμοί μετα­ξύ των ενδιαφερόμενων Κρατών Μερών, αυτά μπορούν να βασιστούν στην προκείμενη Σύμβαση για να εγκαθιδρύσουν αμοιβαία συνεργασία ως προς την έρευνα και την καταστολή των αδικημάτων που καλύπτονται από αυτή. Οσάκις παρίσταται ενδεδειγμένο, τα Κράτη Μέρη κάνουν πλήρη χρήση των συμφωνιών ή διακανονισμών, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών ή περιφερειακών οργανισμών, για να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών τους έρευνας και καταστολής.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να συνεργάζονται, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, για να αντιμετωπίσουν το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα που τελείται με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.

 

’ρθρο 28

Συλλογή, ανταλλαγή και ανάλυση πληροφοριών για τη φύση του οργανωμένου εγκλήματος

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για την ανάλυση, με τη συνδρομή των επιστημονικών και ακαδημαϊκών κοι­νοτήτων, των τάσεων του οργανωμένου εγκλήματος στην επικράτειά του, των συνθηκών κάτω από τις οποί­ες λειτουργεί το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και των επαγγελματικών ομάδων και τεχνολογιών που εμπλέ­κονται.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη μεριμνούν για την ανάπτυξη και την ανταλλαγή μεταξύ τους και μέσω διεθνών και περιφε­ρειακών οργανισμών της εμπειρίας στην ανάλυση των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Για το σκοπό αυτό ενδείκνυται η ανάπτυξη και η προσήκουσα εφαρμογή κοινών ορισμών, προτύπων και μεθοδολο­γιών.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για την παρακολού­θηση της πολιτικής και των πρακτικών μέτρων καταπο­λέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και προβαίνει σε αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας και της επάρκειάς τους.

 

’ρθρο 29

Επιμόρφωση και τεχνική αρωγή

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, θέτει σε εφαρμογή, αναπτύσσει ή βελτιώνει ειδικά προ­γράμματα επιμόρφωσης για το προσωπικό επιβολής του νόμου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι εισαγγελείς, ανακριτές και τελωνειακοί και άλλοι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την πρόληψη, την ανίχνευση και τον έλεγχο των αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή. Τα εν λόγω προγράμματα μπορεί να περιλαμβάνουν αποσπάσεις και ανταλλαγές προσωπι­κού. Τα προγράμματα αυτά αναφέρονται ειδικότερα και στο μέτρο που επιτρέπει το εσωτερικό δίκαιο, στα ακόλουθα:

   (α) στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την πρό­ληψη, ανίχνευση και καταπολέμηση των αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή.

   (β) στα δρομολόγια και στις τεχνικές που χρησιμοποι­ούνται από πρόσωπα ύποπτα εμπλοκής σε αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, ακόμα και στις χώρες διαμετακόμισης, καθώς και στα πρόσφορα μέτρα για την καταπολέμηση τους.

   (γ) στην παρακολούθηση της κίνησης του λαθρεμπο­ρίου.

   (δ) στην ανίχνευση και παρακολούθηση της κίνησης των προϊόντων εγκλήματος, της περιουσίας, του εξο­πλισμού ή άλλων μέσων και των μεθόδων που χρησιμο­ποιούνται για τη μεταφορά, απόκρυψη ή συγκάλυψη των εν λόγω προϊόντων, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων, καθώς επίσης και των μεθόδων που χρησιμοποι­ούνται για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και άλλων οικονομικών εγκλημάτων. (ε) στη συλλογή αποδείξεων.

   (στ) στις τεχνικές ελέγχου των ελεύθερων ζωνών εμπορίου και των ελεύθερων λιμένων.

   (ζ) στο σύγχρονο εξοπλισμό και στις τεχνικές των διωκτικών αρχών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η ηλεκτρονική παρακολούθηση, οι ελεγχόμενες παραδό­σεις και οι επιχειρήσεις διείσδυσης.

   (η) στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την κατα­πολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος που τελείται με τη χρήση υπολογιστών, τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή άλλων μέσων σύγχρονης τεχνολογίας, και

   (θ) στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την προ­στασία θυμάτων και μαρτύρων.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη βοηθούνται αμοιβαίως στη σχεδία­ση και εφαρμογή προγραμμάτων έρευνας και επιμόρφω­σης, που προορίζονται για την ανταλλαγή ειδικών γνώ­σεων και αναφέρονται στους τομείς της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου και για το σκοπό αυτό, όταν πρέπει, χρησιμοποιούν περιφερειακά και διεθνή συνέδρια και σεμινάρια, για την προώθηση της συνεργασίας και την υποκίνηση συζητήσεων επί προβλημάτων αμοιβαίου εν­διαφέροντος, στα οποία περιλαμβάνονται τα προβλήμα­τα και οι ανάγκες των Κρατών διαμετακόμισης.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη προάγουν την επιμόρφωση και τε­χνική βοήθεια που διευκολύνει την έκδοση και την αμοι­βαία δικαστική αρωγή. Τέτοια επιμόρφωση και τεχνική βοήθεια περιλαμβάνει γλωσσική εκπαίδευση, αποσπά­σεις και ανταλλαγές προσωπικού των κεντρικών αρχών και οργανισμών, που έχουν σχετικές αρμοδιότητες.

 

   4. Εάν υπάρχουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμοί, τα Κράτη Μέρη ενισχύουν, στον απα­ραίτητο βαθμό, τις προσπάθειες μεγιστοποίησης των επιχειρησιακών και επιμορφωτικών δραστηριοτήτων, εντός των διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, στα πλαίσια και άλλων σχετικών διμερών και πολυμερών συμφωνιών και διακανονισμών.

 

’ρθρο 30

’λλα μέτρα: Εφαρμογή της Σύμβασης μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και της τεχνικής αρωγής.

 

   1. Τα Κράτη Μέρη λαμβάνουν μέτρα που συμβάλουν στην εφαρμογή της Σύμβασης στον καλύτερο δυνατό βαθμό, μέσω διεθνούς συνεργασίας, εκτιμώντας τις αρ­νητικές επιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος στην κοινωνία γενικά και, ιδιαίτερα, στη βιώσιμη ανάπτυξη.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη καταβάλουν συγκεκριμένες προσπά­θειες, στο βαθμό που είναι δυνατόν και σε συντονισμό μεταξύ τους, καθώς επίσης με διεθνείς και περιφερει­ακούς οργανισμούς, ώστε:

   α. Να βελτιώσουν τη συνεργασία τους σε διάφορα επίπεδα με τις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητα των τελευταίων για την πρό­ληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

   β. Να αυξήσουν την οικονομική και υλική αρωγή, προ­κειμένου να υποστηριχθούν οι προσπάθειες των ανα­πτυσσόμενων χωρών για αποτελεσματική καταπολέμη­ση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και να τις βοηθήσουν να εφαρμόσουν με επιτυχία τη Σύμβαση.

   γ. Να χορηγούν τεχνική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες με οικονομίες υπό μετάβαση, που θα τις βοηθήσει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για την εφαρμογή της Σύμβασης. Προς τούτο, τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να καταβάλουν επαρκείς και τακτι­κές εκούσιες εισφορές σε λογαριασμό που έχει ειδικά προορισθεί γι' αυτό, σε χρηματοδοτικό μηχανισμό των Ηνωμένων Εθνών. Τα Κράτη Μέρη μπορούν επίσης να μεριμνούν ειδικά, σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο και τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής, για τη συνεισφο­ρά στον ανωτέρω λογαριασμό ενός ποσοστού από τα χρήματα ή από την αντίστοιχη αξία των προϊόντων του εγκλήματος ή της περιουσίας που δημεύθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής.

   δ) Να ενθαρρύνουν και να πείσουν άλλα Κράτη και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συνεργασθούν μαζί τους στις προσπάθειες σύμφωνα με το άρθρο αυτό, παρέχοντας, ειδικώς, σε αναπτυσσόμενες χώρες πε­ρισσότερα επιμορφωτικά προγράμματα και σύγχρονο εξοπλισμό, προκειμένου να τις βοηθήσουν να εφαρμό­σουν τη Σύμβαση αυτή.

 

   3. Στο βαθμό που είναι εφικτό, τα μέτρα αυτά δεν θίγουν υφιστάμενες δεσμεύσεις από ξένη αρωγή ή από άλλους διακανονισμούς οικονομικής συνεργασίας σε διμερές, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο.

 

   4. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς για την πα­ροχή υλικής και διαχειριστικής αρωγής, λαμβάνοντας υπόψη τους οικονομικούς διακανονισμούς που είναι απαραίτητοι, ώστε να καθίσταται αποτελεσματική η διεθνής συνεργασία που προβλέπεται από τη Σύμβαση αυτή και για την πρόληψη, την ανίχνευση και τον έλεγχο του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

’ρθρο 31

Πρόληψη

 

   1. Τα Κράτη Μέρη μεριμνούν για την ανάπτυξη και αξιολόγηση εθνικών προγραμμάτων καθώς και για τη δημιουργία και προαγωγή των καλύτερων πρακτικών και πολιτικών, που αποσκοπούν στην πρόληψη του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν, σύμφωνα με τις θε­μελιώδεις αρχές του εθνικού τους δικαίου, να μειώσουν μέσω κατάλληλων νομοθετικών, διοικητικών ή άλλων μέτρων τις υφιστάμενες ή μελλοντικές ευκαιρίες των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων να συμμετέχουν σε νόμιμες αγορές με τα προϊόντα εγκλήματος. Τα μέτρα αυτά πρέπει να εστιάζονται στα εξής:

   (α) Στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ υπηρεσιών επιβολής του νόμου ή δημοσίων κατηγόρων και συνα­φών ιδιωτικών οντοτήτων, στις οποίες συμπεριλαμβά­νεται και η βιομηχανία.

   (β) Στην προαγωγή της ανάπτυξης προτύπων και δι­αδικασιών που αποβλέπουν στη διαφύλαξη της ακεραι­ότητας δημοσίων και συναφών ιδιωτικών οντοτήτων, καθώς και κωδίκων συμπεριφοράς για αντίστοιχα επαγ­γέλματα, συγκεκριμένα δικηγόρους, συμβολαιογράφους, φοροτεχνικούς και λογιστές.

   (γ) Στην πρόληψη της κατάχρησης από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες των διαδικασιών διαγωνισμών που διεξάγουν δημόσιες αρχές και των επιδοτήσεων και αδειών που χορηγούν οι δημόσιες αρχές για εμπορικές δραστηριότητες.

   (δ) Στην πρόληψη της κατάχρησης νομικών προσώπων από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν:

   (ι) Τη δημιουργία δημόσιων αρχείων νομικών και φυ­σικών προσώπων που ασχολούνται με την ίδρυση, δια­χείριση και χρηματοδότηση νομικών προσώπων.

   (ιι) Την εισαγωγή της δυνατότητας αποκλεισμού, με δικαστική εντολή ή άλλο πρόσφορο μέσο για εύλογη περίοδο, προσώπων που έχουν καταδικαστεί για αδι­κήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, έτσι ώστε να μην ενεργούν ως διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων που έχουν ιδρυθεί εντός της δικαιοδοσίας τους.

   (ιιι) Τη δημιουργία εθνικών αρχείων για πρόσωπα που αποκλείστηκαν από το να ενεργούν ως διευθυντικά στε­λέχη νομικών προσώπων, και

   (ιν) Την ανταλλαγή πληροφοριών που περιέχονται στα αρχεία που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (δ) (ι) και (ιιι) της παραγράφου αυτής με τις αρμόδιες αρχές άλλων Κρατών Μερών.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να βοηθήσουν την επανένταξη στην κοινωνία προσώπων που καταδικάστη­καν για αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή.

 

   4. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να αξιολογούν κατά περιόδους τα σχετικά νομικά μέσα και τις διοικητικές πρακτικές προκειμένου να επισημάνουν αν προσφέρο­νται για κατάχρηση από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.

 

   5. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να προαγάγουν την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την ύπαρξη, τις αιτίες, τη σοβαρότητα και την απειλή που προέρχεται από το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Μπορούν να δίδουν πληροφορίες, όπου ενδείκνυται, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και υιοθετούν μέτρα για την προαγωγή της συμμετοχής του κοινού στην πρόληψη και κατα­πολέμηση του εν λόγω εγκλήματος.

 

   6. Κάθε Κράτος Μέρος γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμ­ματέα των Ηνωμένων Εθνών το όνομα και τη διεύθυνση της αρχής ή των αρχών που μπορούν να βοηθήσουν άλλα Κράτη Μέρη να προωθήσουν μέτρα πρόληψης του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

   7. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και με αρμόδιους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, κατά τον προσφορότερο τρόπο, για την προαγωγή και ανάπτυξη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο τούτο. Αυτά περιλαμβάνουν και τη συμμετοχή σε διε­θνή προγράμματα που αποσκοπούν στην πρόληψη του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, αμβλύνοντας, για παράδειγμα, τις περιστάσεις που καθιστούν τις κοινω­νικά περιθωριοποιημένες ομάδες ευάλωτες στη δράση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

’ρθρο 32

Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης

 

   1. Με τη διάταξη αυτή ιδρύεται Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης για τη βελτίωση της ικανότητας των Κρατών Μερών προς καταπολέμηση του διεθνικού ορ­γανωμένου εγκλήματος και προς προαγωγή και ανα­σκόπηση της εφαρμογής της Σύμβασης.

 

   2. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών συ­γκαλεί τη Διάσκεψη των Μερών όχι αργότερα από την πάροδο έτους από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης. Η Διάσκεψη των Μερών υιοθετεί διαδικαστικούς κανό­νες και κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητες που περιγράφονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι κανόνες που αναφέρονται στην πληρωμή δαπανών που πραγ­ματοποιούνται κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων αυτών).

 

   3. Η Διάσκεψη των Μερών υιοθετεί τους μηχανισμούς προς επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού, στους οποίους συμπε­ριλαμβάνεται:

   (α) Η διευκόλυνση των δραστηριοτήτων των Κρατών Μερών κατά τα άρθρα 29, 30 και 31 της Σύμβασης, με­ταξύ των οποίων και η ενθάρρυνση της κινητοποίησης εθελοντικών εισφορών.

   (β) Η διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μετα­ξύ των Κρατών Μερών, σε σχέση με τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις του οργανωμένου διεθνικού εγκλήμα­τος και τις επιτυχείς πρακτικές για την καταπολέμηση του.

   (γ) Η συνεργασία με σχετικούς διεθνείς και περιφερει­ακούς οργανισμούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις.

   (δ) Η περιοδική εξέταση της εφαρμογής της Σύμβα­σης.

   (ε) Η υποβολή εισηγήσεων για τη βελτίωση και την εφαρμογή της Σύμβασης.

 

   4. Για τους σκοπούς των εδαφίων δ' και ε' της παρα­γράφου 3 του άρθρου τούτου, η Διάσκεψη των Κρατών Μερών ενημερώνεται σχετικά με τα μέτρα που λαμβά­νουν τα Κράτη Μέρη για την εφαρμογή της Σύμβασης και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην εφαρμογή της, από πληροφορίες που παρέχουν τα ίδια τα Κράτη Μέρη και συμπληρωματικοί εξεταστικοί μηχανισμοί, τους οποίους μπορεί να ιδρύσει η Διάσκεψη των Μερών.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει στη Διάσκεψη των Κρατών Μερών πληροφορίες για τα προγράμματα του, τα σχέδια και τις πρακτικές του, καθώς και για τα νομο­θετικά και διοικητικά μέτρα εφαρμογής της Σύμβασης, εφόσον ζητηθεί από τη Διάσκεψη των Μερών.

 

’ρθρο 33

Γραμματεία

 

   1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών πα­ρέχει τις αναγκαίες γραμματειακές υπηρεσίες στη Δι­άσκεψη των Μερών της Σύμβασης.

 

   2. Η γραμματεία:

   (α) Βοηθά τη Διάσκεψη των Μερών να εκπληρώσει τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 32 της Σύμβασης, προετοιμάζει και παρέχει τις αναγκαί­ες υπηρεσίες για τις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Μερών.

   (β) Μετά από αίτημα, βοηθά τα Κράτη Μέρη να πα­ρέχουν πληροφορίες στη Διάσκεψη των Μερών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 5 της Σύμβα­σης, και

   (γ) Διασφαλίζει τον αναγκαίο συντονισμό με τις γραμ­ματείες των σχετικών διεθνών και περιφερειακών ορ­γανισμών.

 

’ρθρο 34

Εφαρμογή της Σύμβασης

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτε­ρικού του δικαίου, για να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του κατά τη Σύμβαση αυτή.

 

   2. Τα αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρ­θρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης πρέπει να θεσπισθούν στο εσωτερικό δίκαιο κάθε Κράτους Μέρους ανεξάρτη­τα από τη διεθνική φύση τους ή την εμπλοκή οργανω­μένης εγκληματικής ομάδας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, με εξαίρεση το άρθρο 5, στο μέτρο που αυτό απαιτεί την εμπλοκή οργανωμένης εγκλημα­τικής ομάδας.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετεί μέτρα σο­βαρότερα ή αυστηρότερα από αυτά που προβλέπονται στη Σύμβαση, για την πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

’ρθρο 35

Επίλυση διαφορών

 

   1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις δια­φορές που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής με διαπραγματεύσεις.

 

   2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρα­τών Μερών που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με δια­πραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνα­τούν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να παραπέμψει τη δια­φορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προ­σχώρησης στη Σύμβαση, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλα­ξη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

’ρθρο 36

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

 

   1. Η Σύμβαση αυτή είναι ανοικτή σε όλα τα Κράτη για υπογραφή από 12 έως 15 Δεκεμβρίου 2000 στο Παλέρμο Ιταλίας και μετέπειτα στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη μέχρι 12 Δεκεμβρίου 2002.

 

   2. Η Σύμβαση είναι επίσης ανοικτή για υπογραφή από περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ενοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα Κράτος μέλος τέτοιου οργανισμού έχει υπογράψει τη Σύμβαση αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

 

   3. Η Σύμβαση υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονο­μικής ενοποίησης μπορεί να καταθέσει τα έγγραφα της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του, εφόσον ένα τουλάχιστον από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στα εν λόγω έγγραφα της επικύρωσης, απο­δοχής ή έγκρισης, ο ανωτέρω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από τη Σύμβαση αυτή. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεμα­τοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού της αρμοδιότητάς του.

 

   4. Η Σύμβαση είναι ανοικτή σε προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης, του οποίου ένα τουλάχιστον Κράτος μέλος είναι Μέρος της Σύμβασης αυτής. Τα έγγραφα προσχώ­ρησης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνω­μένων Εθνών. Κατά το χρόνο της προσχώρησής του, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από τη Σύμβαση αυτή. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφο­ρεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού της αρμοδιότητάς του.

 

’ρθρο 37

Σχέση με τα πρωτόκολλα

 

   1. Η Σύμβαση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί με ένα ή περισσότερα πρωτόκολλα.

 

   2. Για να γίνει Μέρος σε πρωτόκολλο, ένα Κράτος ή ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης πρέπει επίσης να είναι Μέρος της Σύμβασης αυτής.

 

   3. Κανένα Κράτος Μέρος της Σύμβασης δεν δεσμεύ­εται από πρωτόκολλο εκτός αν καταστεί Μέρος του πρωτοκόλλου σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.

 

   4. Κάθε πρωτόκολλο της Σύμβασης ερμηνεύεται σε συσχετισμό με αυτή αφού ληφθεί υπόψη ο σκοπός του πρωτοκόλλου.

 

’ρθρο 38

Θέση σε ισχύ

 

   1. Η Σύμβαση αυτή τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης του τεσσαρα­κοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης. Για τους σκοπούς της παραγράφου αυ­τής, έγγραφο που κατατίθεται από περιφερειακό ορ­γανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

 

   2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικο­νομικής ενοποίησης που επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρί­νει ή προσχωρεί στη Σύμβαση μετά την κατάθεση του τεσσαρακοστού εγγράφου, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου.

 

’ρθρο 39

Τροποποίηση

 

   1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση αυτή, κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να προ­τείνει τροποποίηση και να την καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης, για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Η Διάσκεψη των Μερών καταβάλει κάθε προσπάθεια προ­κειμένου να επιτύχει συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των Κρατών Μερών που παρίστανται και ψηφίζουν κατά τη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

 

   2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου τούτου με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους που είναι Μέρη της Σύμβασης αυτής. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα ψήφου, εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

 

   3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

 

   4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την ημερο­μηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

 

   5. Όταν μια τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτι­κή για τα Κράτη Μέρη που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής και από όσες άλλες προηγούμενες τρο­ποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει.

 

’ρθρο 40

Καταγγελία

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση με γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνω­στοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα.

 

   2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενο­ποίησης παύει να είναι Μέρος της Σύμβασης αυτής, όταν όλα τα Κράτη μέλη του την καταγγείλουν.

 

   3. Η καταγγελία της Σύμβασης, σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου τούτου, συνεπάγεται και την καταγγελία όλων των πρωτοκόλλων της.

 

’ρθρο 41

Θεματοφύλακας και γλώσσες

 

   1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζε­ται θεματοφύλακας της Σύμβασης αυτής.

 

   2. Το πρωτότυπο της Σύμβασης, της οποίας τα κείμενα στην Αραβική, Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου αυθεντικά, θα κατατεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

   Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την Σύμβαση αυτή.

 

Ι

 

Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμέ­νων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλή­ματος

 

Προοίμιο

 

   Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου τούτου, Δηλώνοντας ότι η αποτελεσματική δράση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διακίνησης προσώ­πων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, απαιτεί συνολική διεθνή προσέγγιση στις χώρες προέλευσης, διέλευσης και προορισμού, η οποία περιλαμβάνει μέτρα πρόληψης της εν λόγω διακίνησης, τιμωρίας των διακινητών και προστασίας των θυμάτων της διακίνησης, συμπεριλαμ­βανομένης της προστασίας των διεθνώς αναγνωρισμέ­νων ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους,

   Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, παρά την ύπαρ­ξη διαφόρων διεθνών νομικών πράξεων που περιέχουν κανόνες και πρακτικά μέτρα για την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, δεν υπάρχει καμία παγκόσμια νομική πράξη που να ασχολείται με όλες τις πτυχές της διακίνησης προσώπων,

   Ανησυχώντας επειδή, εφόσον δεν υπάρχει τέτοια νο­μική πράξη, πρόσωπα που είναι ευάλωτα στη διακίνηση δεν προστατεύονται επαρκώς,

   Υπενθυμίζοντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 53/111 από 9 Δεκεμβρίου 1998, με την οποία η Συνέλευση αποφάσισε να δημιουργήσει μια ανοικτή διακυβερνητική ad hoc επιτροπή για να επεξεργαστεί μια πλήρη διεθνή σύμβαση κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και να συζητήσει την επεξεργασία, μεταξύ άλλων, μιας διεθνούς νομικής πράξης που θα ασχολείται με τη δι­ακίνηση γυναικών και παιδιών,

   Πεπεισμένα ότι η συμπλήρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος με μια διεθνή νομική πράξη για την πρό­ληψη, καταστολή και τιμωρία της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, θα είναι χρήσιμη για την πρόληψη και την καταπολέμηση αυτού του εγκλή­ματος.

   Συμφώνησαν τα εξής:

’ρθρο 1

Σχέση με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

   Ι. Γενικές διατάξεις

 

   1. Το Πρωτόκολλο αυτό συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και ερμηνεύεται μαζί με τη Σύμβαση.

 

   2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται mutatis mutandis στο Πρωτόκολλο, αν δεν προβλέπεται διαφο­ρετικά σ' αυτό.

 

   3. Τα αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρ­θρο 5 του Πρωτοκόλλου, θεωρούνται ως αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση.

 

’ρθρο 2

Δήλωση σκοπού

 

   Σκοποί του Πρωτοκόλλου τούτου είναι:

   (α) Η πρόληψη και καταπολέμηση της διακίνησης προσώπων με ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες και τα παιδιά.

   (β) Η προστασία και αρωγή προς τα θύματα της δι­ακίνησης αυτής, με πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δι­καιώματα τους, και

   (γ) Η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών για την εκπλήρωση των σκοπών αυτών.

 

’ρθρο 3

Έννοια όρων

 

   Για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου τούτου:

   (α) «Διακίνηση προσώπων» νοείται η στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, παροχή καταλύματος ή η υπο­δοχή προσώπων, με την απειλή ή χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, εξαπάτηση, πα­ραπλάνηση, κατάχρηση εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή με παροχή ή αποδοχή χρημάτων ή ωφελημάτων για να επιτευχθεί η συγκατάθεση προσώπου που έχει τον έλεγχο άλλου προσώπου, με σκοπό την εκμετάλλευση. Η εκμετάλλευση περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την εκμετάλ­λευση της πορνείας άλλων ή άλλες μορφές γενετήσιας εκμετάλλευσης, την αναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, τη δουλεία ή πρακτικές παρόμοιες με τη δουλεία, την υποτέλεια ή την αφαίρεση οργάνων.

   (β) Η συγκατάθεση του θύματος της διακίνησης προ­σώπων για την σκοπούμενη εκμετάλλευση, όπως αυτή ορίζεται στην υποπαράγραφο (α), δεν λαμβάνεται υπόψη όταν έχει χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο αυτή.

   (γ) Η στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, παροχή καταλύματος ή υποδοχή παιδιού με σκοπό την εκμε­τάλλευση θεωρείται ως «διακίνηση προσώπων» ακόμα κι αν δεν έχει χρησιμοποιηθεί κανένα από τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α).

   (δ) «Παιδί» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο κάτω των δεκαοκτώ ετών.

 

’ρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

 

   Το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται δι­αφορετικά σε αυτό, για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου, εφόσον τα αδικήματα αυτά είναι διεθνικά ως προς τη φύση τους και εμπλέ­κεται σ' αυτά οργανωμένη εγκληματική ομάδα, καθώς επίσης και για την προστασία των θυμάτων τέτοιων αδικημάτων.

 

’ρθρο 5

Ποινικοποίηση

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά και άλλα μέτρα, που είναι αναγκαία για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν τελούνται με πρόθεση.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης νομοθετικά και άλλα μέτρα, που είναι αναγκαία για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα:

   α) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος, η απόπειρα τέλεσης αδικήματος, που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

   β) Η συμμετοχή σε αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

   γ) Η οργάνωση ή καθοδήγηση άλλων προσώπων για τη διάπραξη αδικήματος, που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

 

’ρθρο 6

Αρωγή και προστασία των θυμάτων διακίνησης προσώπων

 

   II. Προστασία θυμάτων διακίνησης προσώπων

 

   1. Στις περιπτώσεις που ενδείκνυται και στο βαθμό που είναι δυνατό κατά το εσωτερικό του δίκαιο, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα για να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή και την ταυτότητα των θυμάτων διακίνησης προσώπων, στα οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η εμπιστευτική διεξαγωγή των νομικών διαδικασιών που σχετίζονται με τη διακίνηση αυτή.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι το εσωτερικό νομικό ή διοικητικό του σύστημα περιλαμβάνει μέτρα, ώστε να παρέχονται στα θύματα διακίνησης προσώπων, όταν συντρέχει περίπτωση:

   (α) Πληροφορίες για τις σχετικές δικαστικές και διοι­κητικές διαδικασίες1

   (β) Αρωγή, ώστε οι απόψεις και ανησυχίες τους να καταστεί δυνατό να παρουσιασθούν και να εξετασθούν στα κατάλληλα στάδια της δικαστικής διαδικασίας ενα­ντίον των δραστών, κατά τρόπο που δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα εφαρ­μογής μέτρων που διασφαλίζουν τη σωματική, ψυχο­λογική και κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων της διακίνησης προσώπων, σε συνεργασία με μη κυβερ­νητικές οργανώσεις, άλλες σχετικές οργανώσεις και κοινωνικούς φορείς, στα οποία περιλαμβάνεται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η παροχή ιδίως:

   (α) Κατάλληλης στέγασης.

   (β) Συμβουλών και πληροφοριών, ειδικότερα σε σχέση με τα νομικά τους δικαιώματα, σε γλώσσα που τα θύ­ματα της διακίνησης προσώπων κατανοούν.

   (γ) Ιατρικής, ψυχολογικής και υλικής βοήθειας, και

   (δ) Ευκαιριών απασχόλησης, εκπαίδευσης και επιμόρ­φωσης.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος, κατά την εφαρμογή του άρ­θρου αυτού, λαμβάνει υπόψη, την ηλικία, το φύλο και τις ειδικές ανάγκες των θυμάτων της διακίνησης προ­σώπων, ιδιαίτερα τις ειδικές ανάγκες των παιδιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η κατάλληλη στέγαση, εκ­παίδευση και φροντίδα.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί να παράσχει σωμα­τική ασφάλεια στα θύματα της διακίνησης προσώπων, όσο βρίσκονται στην επικράτειά του.

 

   6. Κάθε Κράτος Μέρος, διασφαλίζει ότι το εσωτερικό νομικό του σύστημα περιλαμβάνει μέτρα που προσφέ­ρουν στα θύματα της διακίνησης προσώπων τη δυνατό­τητα αποκατάστασης των ζημιών που υπέστησαν.

 

’ρθρο 7

Καθεστώς των θυμάτων διακίνησης προσώπων στα Κράτη υποδοχής

 

   1. Πέραν από τα μέτρα που λαμβάνονται κατά το άρ­θρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού, κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα να υιοθετήσει νομοθετικά και άλλα πρόσφορα μέτρα, που επιτρέπουν στα θύματα της διακίνησης προσώπων να παραμείνουν στην επικράτειά του, προσωρινά ή μόνιμα, κατά περίσταση.

 

   2. Κατά την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει υπό­ψη, στο μέτρο που αρμόζει, παράγοντες ανθρωπισμού και ευσπλαχνίας.

 

’ρθρο 8

Επαναπατρισμός των θυμάτων διακίνησης προσώπων

 

   1. Το Κράτος Μέρος, υπήκοος του οποίου είναι το θύμα διακίνησης προσώπων ή στο οποίο το πρόσωπο είχε δικαίωμα μόνιμης κατοικίας κατά το χρόνο εισόδου στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής, διευκολύνει και δέχεται, με την οφειλόμενη επιμέλεια για την ασφά­λεια του προσώπου αυτού, την επιστροφή του χωρίς αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη καθυστέρηση.

 

   2. Όταν ένα Κράτος Μέρος επιστρέφει θύμα διακίνη­σης προσώπων σε Κράτος Μέρος του οποίου το πρό­σωπο αυτό είναι υπήκοος ή στο οποίο είχε, κατά το χρόνο εισόδου στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής, δικαίωμα μόνιμης κατοικίας, η εν λόγω επι­στροφή θα είναι κατά προτίμηση οικειοθελής και θα γίνεται με την οφειλόμενη επιμέλεια για την ασφάλεια του προσώπου και την τήρηση των νομικών διαδικασιών, που έχουν σχέση με το γεγονός ότι το πρόσωπο είναι θύμα διακίνησης προσώπων.

 

   3. Μετά από αίτημα Κράτους Μέρους υποδοχής, το Κράτος Μέρος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα επαλη­θεύει χωρίς υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν το πρόσωπο που είναι θύμα διακίνησης προσώπων είναι υπήκοος του ή είχε το δικαίωμα μόνιμης κατοικί­ας στην επικράτειά του κατά το χρόνο εισόδου στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής.

 

   4. Για να διευκολυνθεί η επιστροφή θύματος διακί­νησης προσώπων που δεν διαθέτει τα κατάλληλα έγ­γραφα, το Κράτος Μέρος του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος ή στο οποίο είχε το δικαίωμα μόνιμης κατοικίας κατά το χρόνο εισόδου στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής δέχεται να εκδώσει, μετά από αίτημα του Κράτους Μέρους υποδοχής, τα ταξιδι­ωτικά έγγραφα ή κάθε άλλη άδεια που είναι απαραί­τητη για να μπορέσει το πρόσωπο να ταξιδέψει και να εισέλθει ξανά στην επικράτειά του.

 

   5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν θίγουν τα δι­καιώματα που παρέχονται σε θύματα διακίνησης προ­σώπων από το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους υποδοχής.

 

   6. Το άρθρο αυτό ισχύει με την επιφύλαξη κάθε δι­μερούς ή πολυμερούς συμφωνίας ή διακανονισμού που διέπει, εν όλω ή εν μέρει, την επιστροφή θυμάτων δια­κίνησης προσώπων.

 

’ρθρο 9

Πρόληψη διακίνησης προσώπων

 

   III. Πρόληψη, συνεργασία και άλλα μέτρα

 

   1. Τα Κράτη Μέρη θεσπίζουν ολοκληρωμένες πολιτικές, προγράμματα και άλλα μέτρα:

   (α) Για την πρόληψη και καταπολέμηση της διακίνησης προσώπων, και

   (β) Για την προστασία των θυμάτων διακίνησης προ­σώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, από το να κα­ταστούν και πάλι θύματα.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να λάβουν μέτρα, όπως έρευνα, πληροφόρηση και εκστρατείες στα μέσα μαζι­κής ενημέρωσης και κοινωνικές και οικονομικές πρω­τοβουλίες για την πρόληψη και καταπολέμηση της δι­ακίνησης προσώπων.

 

   3. Οι πολιτικές, τα προγράμματα και άλλα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό περιλαμβάνουν τη συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλους σχετικούς οργανισμούς και κοινωνικούς φορείς.

 

   4. Τα Κράτη Μέρη λαμβάνουν ή ενισχύουν μέτρα, ιδίως με διμερείς ή πολυμερείς συνεργασίες, για να απαλεί­ψουν τους παράγοντες που καθιστούν τα πρόσωπα, ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα παιδιά, ευάλωτα στη δι­ακίνηση, όπως η φτώχεια, η υπανάπτυξη και η έλλειψη ίσων ευκαιριών.

 

   5. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν ή ενισχύουν νομοθετικά ή άλλα μέτρα, όπως εκπαιδευτικά, κοινωνικά ή πολιτιστι­κά, ιδίως με διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες, για να αποθαρρύνουν τη ζήτηση που υποθάλπει όλες τις μορφές εκμετάλλευσης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, οι οποίες οδηγούν στη διακίνηση.

 

’ρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών και επιμόρφωση

 

   1. Οι Αρχές επιβολής του νόμου, της μετανάστευσης και άλλες ανάλογες των Κρατών Μερών, συνεργάζονται μεταξύ τους, κατά τις περιστάσεις, ανταλλάσσοντας πληροφορίες, σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο, για να μπορούν να προσδιορίζουν:

   α. Εάν άτομα που διασχίζουν ή επιχειρούν να διασχί­σουν διεθνή σύνορα με ταξιδιωτικά έγγραφα που ανή­κουν σε άλλα πρόσωπα ή χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα είναι δράστες ή θύματα διακίνησης προσώπων.

   β. Τους τύπους των ταξιδιωτικών εγγράφων, τα οποία χρησιμοποίησαν ή επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν άτομα για να διασχίσουν διεθνή σύνορα, προς το σκο­πό της διακίνησης προσώπων.

   γ. Τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για τη διακίνη­ση προσώπων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η στρα­τολόγηση και η μεταφορά των θυμάτων, τις διαδρομές και τους δεσμούς μεταξύ των ατόμων και των ομάδων που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους διακινήσεις, και τα μέτρα που είναι πρόσφορα για τον εντοπισμό τους.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη εξασφαλίζουν ή βελτιώνουν την επιμόρφωση των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την επιβολή του νόμου, την μετανάστευση και άλλα συναφή, στην πρόληψη της διακίνησης προσώπων. Η επιμόρφωση πρέπει να εστιάζεται στις μεθόδους πρόλη­ψης τέτοιων διακινήσεων, στη δίωξη των διακινητών και στην προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων, στην οποία περιλαμβάνεται και η προστασία των θυμάτων από τους διακινητές. Η επιμόρφωση πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προς εξέταση θεμάτων σχετικών με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ευαίσθητων θεμάτων που έχουν σχέση με την παιδική ηλικία και το φύλο και πρέπει να ενθαρρύνει τη συνεργασία με μη κυβερνητικούς οργανισμούς, άλλους συναφείς οργανι­σμούς και άλλους κοινωνικούς φορείς.

 

   3. Το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες οφείλει να συμμορφώνεται σε κάθε αίτηση του Κράτους Μέρους που διαβίβασε τις πληροφορίες, η οποία θέτει περιορισμούς στη χρήση τους.

 

’ρθρο 11

Συνοριακά μέτρα

 

   1. Με την επιφύλαξη των διεθνών δεσμεύσεων αναφο­ρικά με την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, τα Κράτη Μέρη ενισχύουν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τους συνοριακούς ελέγχους που είναι αναγκαίοι για την πρό­ληψη και τον εντοπισμό της διακίνησης προσώπων.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα πρόσφορα μέτρα για να εμποδίσει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τη χρήση μεταφορικών μέσων, τα οποία χρησιμοποιούνται από εμπορικούς μεταφορείς, για τη διάπραξη των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

   3. Όπου αρμόζει, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής διεθνών συμβάσεων, τέτοια μέτρα περιλαμβάνουν τη θέσπιση της υποχρέωσης των εμπορικών μεταφορέων, στους οποίους περιλαμβάνεται κάθε μεταφορική εται­ρία ή ο ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, να εξακριβώνουν ότι όλοι οι επιβάτες κατέχουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα που απαιτούνται για την είσοδο στο Κράτος υποδοχής.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, για να προβλέψει κυρώσεις, σε περιπτώσεις παράβασης της υποχρέω­σης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη λήψη μέτρων που επιτρέπουν, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, την άρνηση εισόδου ή την ανάκληση των θεωρήσεων των διαβατηρίων σε πρόσωπα που εμπλέκονται στη διά­πραξη αδικημάτων, που θεσπίζονται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό.

 

   6. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν την ενίσχυση της συνεργασί­ας μεταξύ υπηρεσιών συνοριακού ελέγχου, εκτός των άλλων, με τη δημιουργία και διατήρηση απ' ευθείας διαύλων επικοινωνίας.

 

’ρθρο 12

Ασφάλεια και έλεγχος εγγράφων

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, στα πλαίσια των δυνατοτήτων του:

   (α) Για να διασφαλίσει ότι τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τα δελτία ταυτότητας που εκδίδει είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μην μπορεί εύκολα να γίνει παρά­νομη χρήση τους και να μην μπορούν εύκολα να πλα­στογραφηθούν, νοθευτούν, αναπαραχθούν ή εκδοθούν παράνομα, και

   (β) Για να διασφαλίσει την ακεραιότητα και ασφάλεια των ταξιδιωτικών εγγράφων και δελτίων ταυτότητας, που εκδίδονται από το Κράτος Μέρος ή για λογαριασμό του και για να εμποδίσει την παράνομη δημιουργία, έκδοση και χρήση τους.

 

’ρθρο 13

Νομιμότητα και εγκυρότητα των εγγράφων

 

   Μετά από αίτημα άλλου Κράτους Μέρους, κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, επαληθεύει, μέσα σε εύλογο χρόνο, τη νομιμότητα και εγκυρότητα των ταξιδιωτικών εγγράφων και δελτίων ταυτότητας που εκδόθηκαν ή φέρονται ότι εκδόθηκαν στο όνομα του και πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνται για τη διακίνηση προσώπων.

 

’ρθρο 14

Ρήτρα επιφύλαξης

 

IV. Τελικές διατάξεις

 

   1. Καμία διάταξη του Πρωτοκόλλου τούτου δεν θίγει τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και ευθύνες των Κρα­τών και των ατόμων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα, όπου εφαρμόζονται, η Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων και την αρχή της μη επιστροφής, όπως περιέχεται σ' αυτά.

 

   2. Τα μέτρα που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο τούτο ερμηνεύονται και εφαρμόζονται κατά τρόπον, ώστε να μη γίνονται διακρίσεις σε πρόσωπα, για το λόγο ότι αποτελούν θύματα διακίνησης προσώπων. Η ερμηνεία και εφαρμογή των μέτρων αυτών πρέπει να είναι σύμ­φωνη με τις διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές της μη διάκρισης.

 

’ρθρο 15

Επίλυση διαφορών

 

   1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις δια­φορές που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αυτού με διαπραγματεύσεις.

 

   2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με δια­πραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνα­τούν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να παραπέμψει τη δια­φορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώ­ρησης στο Πρωτόκολλο, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλα­ξη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

’ρθρο 16

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

 

   1. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό σε όλα τα Κρά­τη για υπογραφή από 12 έως 15 Δεκεμβρίου 2000 στο Παλέρμο της Ιταλίας και, μετέπειτα, στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη έως 12 Δεκεμβρίου 2002.

 

   2. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι επίσης ανοικτό για υπογραφή από περιφερειακούς οργανισμούς οικονομι­κής ενοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα Κράτος μέλος του εν λόγω οργανισμού το έχει υπογράψει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου τούτου.

 

   3. Το Πρωτόκολλο υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρι­σης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποί­ησης μπορεί να καταθέσει το έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, εφόσον τουλάχιστον ένα από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στο έγ­γραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητάς του σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

 

   4. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό για προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης, του οποίου τουλάχιστον ένα Κράτος μέλος είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της προσχώρησής του ο περιφερειακός οργανισμός οικο­νομικής ενοποίησης οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

 

’ρθρο 17

Θέση σε ισχύ

 

   1. Το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης του τεσσαρα­κοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, αλλά δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης. Για το σκοπό της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται από περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

 

   2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικο­νομικής ενοποίησης που επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρί­νει ή προσχωρεί στο Πρωτόκολλο μετά την κατάθεση του τεσσαρακοστού εγγράφου μιας τέτοιας πράξης, το Πρωτόκολλο αυτό τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου ή κατά την ημερομηνία που το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οποι­αδήποτε από αυτές είναι μεταγενέστερη.

 

’ρθρο 18

Τροποποίηση

 

   1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό, κάθε Κράτος Μέρος του Πρωτο­κόλλου μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη των Με­ρών της Σύμβασης για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου, συνερχόμενα στη Διάσκεψη των Μερών, καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των Κρατών Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού που παρίστανται και ψηφίζουν στη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

 

   2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου τούτου, με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους, που είναι Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα ψήφου εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

 

   3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

 

   4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την ημερο­μηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

 

   5. Όταν μία τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτι­κή για τα Κράτη Μέρη που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου τούτου και από όσες άλλες προηγού­μενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει.

 

’ρθρο 19

Καταγγελία

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει το Πρωτόκολλο με γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γε­νικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα.

 

   2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενο­ποίησης παύει να είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν όλα τα Κράτη μέλη του το καταγγείλουν.

 

’ρθρο 20

Θεματοφύλακας και γλώσσες

 

   1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζε­ται θεματοφύλακας του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

   2. Το πρωτότυπο του Πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στην Αραβική, Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου αυθεντικά, θα κατα­τεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

   Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν το Πρωτόκολλο αυτό.

 

II

 

Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μετανα­στών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, που συ­μπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος

 

Προοίμιο

 

   Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου τούτου, Δηλώνοντας ότι η αποτελεσματική δράση για την καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από γη, θάλασσα και αέρα απαιτεί συνολική διεθνή προ­σέγγιση, η οποία περιλαμβάνει συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμ­βανομένων των κοινωνικοοικονομικών μέτρων σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο,

   Υπενθυμίζοντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευ­σης 54/212 από 22 Δεκεμβρίου 1999, με την οποία η Συνέλευση κάλεσε τα Κράτη Μέλη και το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών να ενδυναμώσουν τη διεθνή συνεργα­σία στον τομέα της διεθνούς μετανάστευσης και ανά­πτυξης για να αντιμετωπιστούν οι ριζικές αιτίες της μετανάστευσης, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με τη φτώχεια, και να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη της διεθνούς μετανάστευσης στους ενδιαφερόμενους, και ενθάρρυνε, όπου άρμοζε, τους διαπεριφερειακούς, περιφερειακούς και υποπεριφερειακούς μηχανισμούς να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της μετανάστευσης και ανά­πτυξης.

   Πεπεισμένα για την ανάγκη παροχής ανθρώπινης με­ταχείρισης και πλήρους προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών,

   Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, παρά το έργο που έχουν πραγματοποιήσει άλλα διεθνή φόρα, δεν υπάρχει καμιά παγκόσμια νομική πράξη που ασχολείται με όλες τις πτυχές της λαθραίας διακίνησης μετανα­στών και άλλα σχετικά ζητήματα,

   Ανησυχώντας για τη σημαντική αύξηση των δραστη­ριοτήτων οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, για τη λαθραία διακίνηση μεταναστών και άλλες σχετικές εγκληματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο τούτο, που βλάπτουν σοβαρά τα ενδια­φερόμενα Κράτη,

   Ανησυχώντας επίσης ότι η λαθραία διακίνηση μετανα­στών μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή ή την ασφάλεια των μεταναστών,

   Υπενθυμίζοντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 53/111 από 9 Δεκεμβρίου 1998, με την οποία η Συνέλευση αποφάσισε να δημιουργήσει ανοικτή διακυβερνητική ειδική επιτροπή για να επεξεργαστεί μια πλήρη διεθνή σύμβαση κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και για να συζητήσει την επεξεργασία, μεταξύ άλλων, μιας διεθνούς νομικής πράξης που θα ασχολείται με την παράνομη διακίνηση και μεταφορά μεταναστών, και δια θαλάσσης,

   Πεπεισμένα ότι η συμπλήρωση της Σύμβασης Ηνωμέ­νων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήμα­τος με μια παγκόσμια νομική πράξη κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα θα είναι χρήσιμη για την καταπολέμηση του εγκλήματος αυτού,

   Συμφώνησαν τα εξής:

 

’ρθρο 1

Σχέση με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

 

Ι. Γενικές διατάξεις

 

   1. Το Πρωτόκολλο αυτό συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και ερμηνεύεται μαζί με τη Σύμβαση.

 

   2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται mutatis mutandis στο Πρωτόκολλο, αν δεν προβλέπεται διαφο­ρετικά σ' αυτό.

 

   3. Τα αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρ­θρο 6 του Πρωτοκόλλου, θεωρούνται ως αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση.

 

’ρθρο 2

Δήλωση σκοπού

 

   Σκοπός του Πρωτοκόλλου τούτου είναι η πρόληψη και καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών και η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, ενώ θα προστατεύονται και τα δικαιώματα των λαθραία μετα­φερόμενων μεταναστών.

 

’ρθρο 3

Χρήση όρων

 

   1. Για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου τούτου:

   (α) "Λαθραία διακίνηση μεταναστών" σημαίνει την επί­τευξη της παράνομης εισόδου ενός προσώπου σε ένα Κράτος Μέρος, του οποίου το πρόσωπο αυτό δεν είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος, με το σκοπό απόκτησης, αμέσως ή εμμέσως, ενός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.

   (β) "Παράνομη είσοδος" σημαίνει τη διέλευση των συ­νόρων χωρίς συμμόρφωση προς τις απαραίτητες προϋ­ποθέσεις νόμιμης εισόδου στο Κράτος υποδοχής.

   (γ) "Ψευδές ταξιδιωτικό έγγραφο ή δελτίο ταυτότητας" σημαίνει κάθε ταξιδιωτικό έγγραφο ή δελτίο ταυτότη­τας:

   (i) Που έχει καταρτισθεί πλαστό ή έχει νοθευτεί κατά υλικό τρόπο από οποιονδήποτε άλλον, εκτός από το πρόσωπο ή την υπηρεσία που έχει αρμοδιότητα να καταρτίζει ή να εκδίδει το ταξιδιωτικό έγγραφο ή το δελτίο ταυτότητας στο όνομα του Κράτους.

   (ii) Που έχει εκδοθεί αντικανονικά ή αποκτήθηκε με ψευδή δήλωση, δωροδοκία ή εξαναγκασμό ή άλλο πα­ράνομο τρόπο.

   (iii) Που έχει χρησιμοποιηθεί από άλλο πρόσωπο εκτός από το νόμιμο κάτοχο.

   (δ) "Πλοίο" σημαίνει κάθε τύπο θαλάσσιου σκάφους, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που δεν έχουν εκτόπισμα, καθώς και τα υδροπλάνα, που χρησιμοποι­ούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα με­ταφοράς στο νερό, εκτός από τα πολεμικά πλοία, τα βοηθητικά πλοία του πολεμικού ναυτικού ή άλλα πλοία που ανήκουν ή χρησιμοποιούνται από Κυβέρνηση, έστω και προσωρινά, μόνο για μη εμπορική υπηρεσία.

 

’ρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

 

   Το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται δι­αφορετικά σε αυτό, για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 αυτού, εφόσον τα εν λόγω αδικήματα είναι διεθνικά ως προς τη φύση και εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα, καθώς επίσης για την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων που αποτέλεσαν αντι­κείμενο τέτοιων αδικημάτων.

 

’ρθρο 5

Ποινική ευθύνη των μεταναστών

 

   Οι μετανάστες δεν υπόκεινται σε ποινική δίωξη δυ­νάμει του Πρωτοκόλλου τούτου, για το γεγονός ότι αποτέλεσαν αντικείμενο των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6.

 

’ρθρο 6

Ποινικοποίηση

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση και για να αποκτηθεί άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος:

   (α) Η λαθραία διακίνηση μεταναστών.

   (β) Όταν διαπράττονται με σκοπό τη διευκόλυνση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών:

   (i) Η κατάρτιση ψευδούς ταξιδιωτικού εγγράφου ή δελτίου ταυτότητας,

   (ii) Η προμήθεια, παροχή ή κατοχή τέτοιου εγγρά­φου.

   (γ) Η διευκόλυνση προσώπου που δεν είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος να παραμείνει στο ενδιαφερόμενο Κράτος χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες προϋπο­θέσεις για νόμιμη παραμονή στο Κράτος με τα μέσα που αναφέρονται στην περίπτωση (β) της παραγράφου αυτής ή άλλα παράνομα μέσα.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία ώστε να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα:

   (α) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομι­κού του συστήματος, η απόπειρα διάπραξης εγκλήμα­τος που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

   (β) Η συμμετοχή σε αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 (α), (β) (ί) ή (γ) του άρθρου αυτού, και με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος, η συμμετοχή σε αδίκημα που θεσπί­ζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 (β) (ii) του άρθρου αυτού.

   (γ) Η οργάνωση ή καθοδήγηση άλλων προσώπων για τη διάπραξη εγκλήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεσπίσει ως επιβαρυ­ντικές περιστάσεις των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 (α) (β) (i) και (γ) του άρθρου αυτού και, με την επιφύλαξη των βασικών εν­νοιών του νομικού του συστήματος, των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 (β) και (γ) του άρθρου αυτού, εκείνες:

   (α) που θέτουν σε κίνδυνο, ή μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο, τη ζωή ή την ασφάλεια των μεταναστών, ή

   (β) που συνεπάγονται απάνθρωπη ή ταπεινωτική με­ταχείριση των μεταναστών, στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή που έχει σκοπό την εκμετάλλευσή τους.

 

   4. Καμία διάταξη του Πρωτοκόλλου αυτού δεν εμπο­δίζει τα Κράτη Μέρη να λάβουν μέτρα κατά προσώπου, η συμπεριφορά του οποίου αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο.

 

’ρθρο 7

Συνεργασία

 

II. Λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα

 

   Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται στο μεγαλύτερο δυνα­τό βαθμό για την πρόληψη και καταστολή της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη θάλασσα, τηρώντας το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.

 

’ρθρο 8

Μέτρα κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη θάλασσα

 

   1. Κράτος Μέρος που έχει σοβαρούς λόγους να υπο­πτεύεται ότι ένα πλοίο που υψώνει τη δική του σημαία ή που ισχυρίζεται ότι είναι καταχωρισμένο στα νηο­λόγια του, που είναι χωρίς εθνικότητα ή που, αν και υψώνει ξένη σημαία ή αρνείται να επιδείξει σημαία, έχει πράγματι την εθνικότητα του ενδιαφερόμενου Κράτους Μέρους, εμπλέκεται σε λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα, μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή άλλων Κρατών Μερών προκειμένου να εμποδίσει τη χρήση του πλοίου για το σκοπό αυτό. Τα Κράτη Μέρη, εφόσον τους ζητηθεί, χορηγούν τη συνδρομή αυτή στο μεγαλύτερο βαθμό, στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους.

 

   2. Κράτος Μέρος που έχει σοβαρούς λόγους να υπο­πτεύεται ότι ένα πλοίο που ασκεί ελεύθερη ναυσιπλοΐα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και υψώνει σημαία ή επι­δεικνύει τα σημεία νηολογίου άλλου Κράτους Μέρους εμπλέκεται σε λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα μπορεί, αφού ενημερώσει το Κράτος της σημαί­ας, να ζητήσει επιβεβαίωση νηολογίου και, αν επιβεβαι­ωθεί, να ζητήσει την άδεια από το Κράτος της σημαίας για να λάβει τα προσήκοντα μέτρα σε σχέση με το πλοίο αυτό. Το Κράτος της σημαίας μπορεί να επιτρέψει στο Κράτος που υπέβαλε την αίτηση, μεταξύ άλλων:

   α. Την επιβίβαση στο πλοίο,

   β. Την έρευνα του πλοίου, και

   γ. Αν βρεθούν αποδείξεις ότι το πλοίο εμπλέκεται σε λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα, να λάβει τα μέτρα που αρμόζουν σε σχέση με το πλοίο και τα πρόσωπα και το φορτίο επί του πλοίου, όπως έχει επιτρέψει το Κράτος της σημαίας.

 

   3. Κράτος Μέρος που έλαβε οποιαδήποτε μέτρα σύμ­φωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, ενημε­ρώνει αμέσως το ενδιαφερόμενο Κράτος της σημαίας για τα αποτελέσματα των μέτρων τούτων.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος ανταποκρίνεται αμέσως στο αίτημα που υποβάλλεται από άλλο Κράτος Μέρος για να προσδιορίσει αν ένα πλοίο που ισχυρίζεται ότι είναι καταχωρισμένο στα νηολόγια του ή υψώνει τη σημαία του δικαιούται να το κάνει, καθώς και σε αίτημα για παροχή άδειας που γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

 

   5. Το Κράτος της σημαίας μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου τούτου, να εξαρτήσει τη χορήγηση της άδειας από όρους που θα συμφωνηθούν μεταξύ αυτού και του αιτούντος Κράτους, στους οποί­ους περιλαμβάνονται και οι όροι που αφορούν στην ευθύνη και την έκταση των αποτελεσματικών μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Ένα Κράτος Μέρος δεν επι­τρέπεται να λάβει πρόσθετα μέτρα χωρίς τη ρητή άδεια του Κράτους της σημαίας, πέραν εκείνων που είναι αναγκαία προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου για τη ζωή προσώπων ή εκείνων που απορρέουν από σχετικές διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες.

 

   6. Κάθε Κράτος Μέρος ορίζει μία αρχή ή, όπου είναι απαραίτητο, αρχές για να δέχονται και ανταποκρίνο­νται σε αιτήσεις συνδρομής, επιβεβαίωσης νηολογίου ή του δικαιώματος ενός πλοίου να υψώνει τη σημαία του, καθώς και για την παροχή άδειας προς λήψη των κατάλληλων μέτρων. Εντός μηνός, ο ορισμός αυτός γνω­στοποιείται, μέσω του Γενικού Γραμματέως, σε όλα τα άλλα Κράτη Μέρη.

 

   7. Κράτος Μέρος που έχει σοβαρούς λόγους να υπο­πτεύεται ότι ένα πλοίο εμπλέκεται σε λαθραία δια­κίνηση μεταναστών από τη θάλασσα και είναι χωρίς εθνικότητα ή ενδέχεται να ομοιάζει με ένα πλοίο χωρίς εθνικότητα, μπορεί να διενεργήσει επιβίβαση και έρευνα αυτού. Εάν βρεθούν αποδείξεις που επιβεβαιώνουν την υποψία, το εν λόγω Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που αρμόζουν, σύμφωνα με το οικείο εσωτερικό και το διεθνές δίκαιο.

 

’ρθρο 9

Ρήτρες Προστασίας

 

   1. Όταν ένα Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα κατά πλοί­ου σύμφωνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αυτού:

   (α) Μεριμνά για την ασφάλεια και την ανθρώπινη με­ταχείριση των προσώπων που βρίσκονται στο πλοίο.

   (β) Λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ανάγκη να μη διακιν­δυνεύσει η ασφάλεια του πλοίου ή του φορτίου του

   (γ) Λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ανάγκη να μη θιγούν τα εμπορικά ή νόμιμα συμφέροντα του Κράτους σημαίας ή άλλου ενδιαφερόμενου Κράτους.

   (δ) Μεριμνά, στο πλαίσιο των μέσων που διαθέτει, ότι κάθε μέτρο που λαμβάνει σε σχέση με το πλοίο είναι ασφαλές για το περιβάλλον.

 

   2. Όταν αποδεικνύονται αβάσιμοι οι λόγοι για τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλ­λου αυτού, το πλοίο αποζημιώνεται για κάθε απώλεια ή ζημία που μπορεί να υπέστη, με την προϋπόθεση ότι το πλοίο δεν τέλεσε πράξη που να δικαιολογεί τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

 

   3. Κάθε μέτρο που ελήφθη, υιοθετήθηκε ή εφαρμόστη­κε σύμφωνα με το κεφάλαιο αυτό, λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ανάγκη μη παρέμβασης ή προσβολής:

   (α) Των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και της άσκη­σης δικαιοδοσίας παράκτιων Κρατών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ή

   (β) Της εξουσίας του Κράτους της σημαίας να ασκεί δικαιοδοσία και έλεγχο σε διοικητικά, τεχνικά και κοι­νωνικά ζητήματα που αφορούν το πλοίο.

 

   4. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται στη θάλασσα, σύμφωνα με το κεφάλαιο αυτό, εκτελείται μόνο από πολεμικά πλοία ή στρατιωτικά αεροσκάφη, ή από άλλα πλοία ή αεροσκάφη με σαφείς ενδείξεις ότι βρίσκονται σε κυβερνητική υπηρεσία και είναι εξουσιοδοτημένα προς τούτο.

 

’ρθρο 10

Πληροφόρηση

 

III. Πρόληψη, συνεργασία και άλλα μέτρα

 

   1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 27 και 28 της Σύμ­βασης, τα Κράτη Μέρη και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν κοινά σύνορα ή βρίσκονται σε διαδρομές, κατά μήκος των οποίων διακινούνται λαθραία μετανάστες, για την επίτευξη των σκοπών του Πρωτοκόλλου τούτου, ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αντίστοι­χα εσωτερικά νομικά και διοικητικά τους συστήματα, πληροφορίες σχετικές με ζητήματα, όπως:

   (α) Τα σημεία επιβίβασης, ή προορισμού, τις διαδρο­μές, τους μεταφορείς και τα μεταφορικά μέσα, όταν είναι γνωστό ή υπάρχουν υποψίες ότι χρησιμοποιούνται από οργανωμένη εγκληματική ομάδα που εμπλέκεται σε συμπεριφορά που περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

   (β) Η ταυτότητα και η μέθοδος των οργανώσεων ή των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που είναι γνωστό ή υπάρχουν υποψίες ότι εμπλέκονται σε συμπεριφορά που περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

   (γ) Η γνησιότητα και ο κατάλληλος τύπος των ταξιδιω­τικών εγγράφων που εκδίδονται από ένα Κράτος Μέρος και η κλοπή ή η σχετική παράνομη χρήση ασυμπλήρω­των ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτότητας.

   (δ) Τα μέσα και οι μέθοδοι απόκρυψης και μεταφοράς προσώπων, παράνομης μεταβολής, αναπαραγωγής ή κτήσης ή άλλης κατάχρησης ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτότητας που χρησιμοποιούνται σε συμπερι­φορά που περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου και τρόπους εντοπισμού αυτών.

   (ε) Οι νομοθετικές εμπειρίες και πρακτικές και τα μέ­τρα πρόληψης και καταπολέμησης συμπεριφοράς που περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

Και

   (στ) Οι επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες που είναι χρήσιμες για την επιβολή του νόμου, ώστε να βελτιώνεται αμοιβαίως η ικανότητα τους στην πρόλη­ψη, εντοπισμό και διερεύνηση της συμπεριφοράς που περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου και τη δίωξη αυτών που εμπλέκονται.

 

   2. Το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες οφείλει να συμμορφώνεται σε κάθε αίτηση του Κράτους Μέρους που διαβίβασε τις πληροφορίες, η οποία θέτει περιορισμούς στη χρήση τους.

 

’ρθρο 11

Συνοριακά μέτρα

 

   1. Με την επιφύλαξη των διεθνών δεσμεύσεων αναφο­ρικά με την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, τα Κράτη Μέρη ενισχύουν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τους συνοριακούς ελέγχους που είναι αναγκαίοι για την πρόληψη και τον εντοπισμό της λαθραίας διακίνησης μεταναστών.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα πρόσφορα μέτρα για να εμποδίσει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τη χρήση μεταφορικών μέσων, τα οποία χρησιμοποιούνται από εμπορικούς μεταφορείς, για την διάπραξη του αδικήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 (α) του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

   3. Όπου αρμόζει, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής διεθνών συμβάσεων, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη θέσπιση της υποχρέωσης των εμπορικών μεταφορέων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται κάθε μεταφορική εταιρεία ή ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο που εκμεταλλεύε­ται οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, να εξακριβώνουν ότι όλοι οι επιβάτες κατέχουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα που απαιτούνται για την είσοδο στο Κράτος υποδοχής.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, για να προβλέψει κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβίασης της υποχρέω­σης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη λήψη μέτρων που επιτρέπουν, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, την άρνηση εισόδου ή την ανάκληση των θεωρήσεων των διαβατηρίων σε πρόσωπα που εμπλέκονται στην διά­πραξη αδικημάτων, που θεσπίζονται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό.

 

   6. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν την ενίσχυση της συνεργασί­ας μεταξύ υπηρεσιών συνοριακού ελέγχου, εκτός των άλλων, με τη δημιουργία και διατήρηση απ' ευθείας διαύλων επικοινωνίας.

 

’ρθρο 12

Ασφάλεια και έλεγχος εγγράφων

 

   Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του:

   (α) Για να διασφαλίσει ότι τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τα δελτία ταυτότητας που εκδίδει είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μην μπορεί εύκολα να γίνει παρά­νομη χρήση τους και να μην μπορούν ευχερώς να πλα­στογραφηθούν, νοθευτούν, αναπαραχθούν ή εκδοθούν παρανόμως και

   (β) Για να διασφαλίσει την ακεραιότητα και ασφάλεια των ταξιδιωτικών εγγράφων και δελτίων ταυτότητας που εκδίδονται από το Κράτος Μέρος ή για λογαριασμό του και να εμποδίσει την παράνομη δημιουργία, έκδοση και χρήση τους.

 

’ρθρο 13

Νομιμότητα και εγκυρότητα εγγράφων

 

   Με αίτημα άλλου Κράτους Μέρους, κάθε Κράτος Μέ­ρος, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, επαληθεύει μέσα σε εύλογο χρόνο τη νομιμότητα και εγκυρότητα των ταξιδιωτικών εγγράφων και δελτίων ταυτότητας που εκδόθηκαν ή φέρονται ότι εκδόθηκαν στο όνομα του και πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνται για την τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

’ρθρο 14

Εκπαίδευση και τεχνική συνεργασία

 

   1. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν ή ενισχύουν εξειδικευμένη εκπαίδευση για υπαλλήλους υπηρεσιών μετανάστευσης ή άλλων σχετικών, στην πρόληψη της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου και στην ανθρώπινη μεταχείριση των μεταναστών που υπήρξαν αντικείμενο τέτοιας συμπεριφοράς, πέραν του σεβασμού των δικαιωμάτων τους που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο αυτό.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και με αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλους ανάλογους οργανισμούς και κοινωνικούς φορείς, όπως αρμόζει, προκειμένου να εξασφαλισθεί επαρκής εκπαίδευση προσωπικού στην επικράτειά τους για την πρόληψη, καταπολέμηση και εκρίζωση της συ­μπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτο­κόλλου τούτου και για την προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών, που υπήρξαν αντικείμενο τέτοιας συ­μπεριφοράς. Η εν λόγω εκπαίδευση περιλαμβάνει:

   α) Τη βελτίωση της ασφάλειας και της ποιότητας των ταξιδιωτικών εγγράφων.

   β) Την αναγνώριση και την επισήμανση πλαστών τα­ξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτότητας.

   γ) Τη συλλογή εγκληματολογικών πληροφοριών που αφορούν συγκεκριμένα τον προσδιορισμό οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, για τις οποίες είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι εμπλέκονται σε συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού, τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά λαθρομεταναστών, την παράνομη χρήση ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτότητας για την τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 και τα μέσα απόκρυψης που χρησιμοποιούνται για τη λαθραία δια­κίνηση μεταναστών.

   δ) Τη βελτίωση των διαδικασιών επισήμανσης λαθρο­μεταναστών στα προκαθορισμένα και μη προκαθορι­σμένα σημεία εισόδου και εξόδου, και

   ε) την ανθρώπινη μεταχείριση των μεταναστών και την προστασία των δικαιωμάτων τους, όπως αναφέρεται στο Πρωτόκολλο αυτό.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη με σχετική εμπειρία εξετάζουν τη δυνατότητα παροχής τεχνικής βοήθειας σε Κράτη που είναι συχνά χώρες προέλευσης ή διαμετακόμισης για πρόσωπα, τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της συμπερι­φοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα Κράτη Μέρη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να χορηγήσουν τους αναγκαίους πόρους, όπως οχήματα, συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και αναγνώστες εγγράφων, για την καταπολέμηση της συ­μπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6.

 

’ρθρο 15

’λλα μέτρα πρόληψης

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα για να δια­σφαλίσει ότι παρέχει ή ενισχύει προγράμματα πληρο­φόρησης προκειμένου να διευρύνει την ενημέρωση του κοινού σχετικά με το γεγονός ότι η συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού απο­τελεί εγκληματική δραστηριότητα η οποία διαπράττεται συχνά από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για πο­ρισμό κέρδους και ότι δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τους εμπλεκόμενους μετανάστες.

 

   2. Σύμφωνα με το άρθρο 31 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται στον τομέα ενημέρωσης του κοι­νού, προκειμένου να αποτρέψουν πιθανούς μετανάστες από του να πέσουν θύματα οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος προάγει ή ενισχύει, κατά τις περιστάσεις, προγράμματα ανάπτυξης και συνεργασί­ας σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, λαμ­βάνοντας υπόψη τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες της μετανάστευσης και δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις οικονομικά και κοινωνικά καταπιεσμένες περιοχές, προκειμένου να καταπολεμηθούν τα ριζικά κοινωνικο­οικονομικά αίτια της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, όπως η φτώχεια και η υπανάπτυξη.

 

’ρθρο 16

Μέτρα προστασίας και συνδρομής

 

   1. Κατά την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου τούτου, κάθε Κράτος Μέρος, ανταποκρινόμενο στις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, λαμβάνει όλα τα πρόσφορα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών εάν παραστεί ανάγκη, για να διατηρήσει και προστατεύσει τα δικαιώματα προσώπων, τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού, όπως επιβάλλει το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο, ιδιαίτερα το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα να μην υποβάλλονται σε βα­σανιστήρια ή άλλη σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει πρόσφορα μέτρα προκειμένου να παράσχει στους μετανάστες την προ­σήκουσα προστασία εναντίον της βίας που μπορεί να τους ασκηθεί, από άτομα ή ομάδες, εξ αιτίας του ότι αποτελούν αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέ­ρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει την προσήκουσα συν­δρομή στους μετανάστες των οποίων η ζωή ή η ασφά­λεια βρίσκεται σε κίνδυνο εξ αιτίας του ότι αποτελούν αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

 

   4. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, τα Κράτη Μέρη θα λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των γυναικών και παιδιών.

 

   5. Σε περίπτωση κράτησης προσώπου το οποίο υπήρξε αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου, κάθε Κράτος Μέ­ρος συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του από τη Σύμβαση της Βιέννης για τις Προξενικές Σχέσεις, όπου αυτή έχει εφαρμογή, στις οποίες περιλαμβάνεται και εκείνη της χωρίς καθυστέρηση ενημέρωσης του ενδι­αφερομένου προσώπου σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τη γνωστοποίηση προς και την επικοινωνία με προξενικούς υπαλλήλους.

 

’ρθρο 17

Συμφωνίες και διακανονισμοί

 

   Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα για τη σύνα­ψη διμερών ή περιφερειακών συμφωνιών ή λειτουργικών διακανονισμών ή συνεννοήσεων, με σκοπό:

   α. Τη θέσπιση των πλέον πρόσφορων και αποτελε­σματικών μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέ­μηση της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού, ή

   β. τη βελτίωση των διατάξεων του Πρωτοκόλλου τού­του στις μεταξύ τους σχέσεις.

 

’ρθρο 18

Επιστροφή λαθρομεταναστών

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος συμφωνεί να διευκολύνει και να δέχεται, χωρίς αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη καθυστέ­ρηση, την επιστροφή προσώπου που αποτέλεσε αντι­κείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού και το οποίο είναι υπήκοος ή έχει δικαίωμα να κατοικεί μονίμως στην επικράτειά του κατά το χρόνο της επιστροφής.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα να δι­ευκολύνει και να δέχεται την επιστροφή προσώπου που απετέλεσε αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού και το οποίο είχε το δικαίωμα να κατοικεί μονίμως στην επικράτειά του κατά το χρόνο εισόδου στο Κράτος υποδοχής, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού.

 

   3. Μετά από αίτημα του Κράτους Μέρους υποδοχής, το Κράτος Μέρος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα, επαληθεύει χωρίς αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη καθυ­στέρηση, αν πρόσωπο το οποίο αποτέλεσε αντικείμε­νο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού είναι υπήκοος του ή έχει δικαίωμα μόνιμης κατοικίας στην επικράτειά του.

 

   4. Για να διευκολυνθεί η επιστροφή προσώπου το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού και δεν διαθέτει τα κατάλληλα έγγραφα, το Κράτος Μέρος του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος ή στο οποίο έχει δικαίωμα μόνιμης κατοικίας οφείλει να συγκατα­τεθεί, ύστερα από αίτημα του Κράτους Μέρους υποδο­χής, στην έκδοση των ταξιδιωτικών εγγράφων ή κάθε άλλης άδειας που είναι απαραίτητη για να μπορέσει το πρόσωπο να ταξιδέψει και να εισέλθει πάλι στην επικράτειά του.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος που εμπλέκεται στην επι­στροφή προσώπου το οποίο υπήρξε αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτο­κόλλου αυτού, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να πραγματοποιήσει την επιστροφή με μεθοδικό τρόπο και με τη δέουσα προσοχή για την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια του προσώπου.

 

   6. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συνεργάζονται με αρ­μόδιους διεθνείς οργανισμούς για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

 

   7. Το άρθρο αυτό δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα που παρέχονται από το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους υποδοχής, σε πρόσωπα τα οποία υπήρξαν αντι­κείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου.

 

   8. Το άρθρο αυτό δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί από άλλες ισχύουσες συμβάσεις, διμερείς ή πολυμερείς, ή άλλη ισχύουσα λειτουργική συμφωνία ή διακανονισμό που διέπει, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, την επιστροφή προσώπων τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου.

 

’ρθρο 19

Ρήτρα Επιφύλαξης

 

IV. Τελικές διατάξεις

 

   1. Καμία διάταξη του Πρωτοκόλλου αυτού δεν θίγει άλλα δικαιώματα, υποχρεώσεις και ευθύνες των Κρα­τών και των ατόμων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, ειδικότερα, όπου εφαρμόζονται, η Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 19672 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων και την αρχή της μη επιστροφής, όπως περιέχεται σ' αυτά.

1 United Nations, Treaty Series, vol. 189, Νο. 2545.

 

   2. Τα μέτρα που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο αυτό ερμηνεύονται και εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να μην γίνονται διακρίσεις σε πρόσωπα, για το λόγο ότι αποτελούν το αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού. Η ερμηνεία και εφαρμογή των μέτρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές της μη διάκρισης.

 

’ρθρο 20

Επίλυση διαφορών

 

   1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις δια­φορές που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αυτού με διαπραγματεύσεις.

 

   2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με δια­πραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνα­τούν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να παραπέμψει τη δια­φορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώ­ρησης στο Πρωτόκολλο, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλα­ξη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

’ρθρο 21

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

 

   1. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό σε όλα τα Κράτη για υπογραφή από 12 έως 15 Δεκεμβρίου 2000 στο Πα­λέρμο Ιταλίας και μετέπειτα στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη μέχρι 12 Δεκεμβρίου 2002.

 

   2. Το Πρωτόκολλο είναι επίσης ανοικτό για υπογραφή από περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ενοποίη­σης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα Κράτος μέλος τέτοιου οργανισμού το έχει υπογράψει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου τούτου.

 

   3. Το Πρωτόκολλο υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνω­μένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης μπορεί να καταθέσει το έγγραφο επικύ­ρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, εφόσον ένα τουλάχιστον από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στο έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

 

   4. Το Πρωτόκολλο είναι ανοικτό σε προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε περιφερειακό οργανισμό οικονο­μικής ενοποίησης, του οποίου ένα τουλάχιστον Κράτος μέλος είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα έγγρα­φα προσχώρησης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της προσχώρησής του, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

 

’ρθρο 22

Θέση σε ισχύ

 

   1. Το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης του τεσσαρα­κοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, αλλά δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης. Για το σκοπό της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται από περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

 

   2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικο­νομικής ενοποίησης που επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρί­νει ή προσχωρεί στο Πρωτόκολλο μετά την κατάθεση του τεσσαρακοστού εγγράφου μιας τέτοιας πράξης, το Πρωτόκολλο αυτό τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου ή κατά την ημερομηνία που το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ σύμφω­να με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οποιαδήποτε από αυτές είναι μεταγενέστερη.

 

’ρθρο 23

Τροποποίηση

 

   1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό, κάθε Κράτος Μέρος του Πρωτο­κόλλου μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη των Με­ρών της Σύμβασης για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου, συνερχόμενα στη Διάσκεψη των Μερών, καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των Κρατών Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού που παρίστανται και ψηφίζουν στη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

 

   2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου τούτου, με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους, που είναι Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα ψήφου εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

 

   3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

 

   4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την ημερο­μηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

 

   5. Όταν μία τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτι­κή για τα Κράτη Μέρη που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου τούτου και από όσες άλλες προηγού­μενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει.

 

’ρθρο 24

Καταγγελία

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει το Πρωτόκολλο αυτό με γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα.

 

   2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενο­ποίησης παύει να είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν όλα τα Κράτη μέλη του το καταγγείλουν.

 

’ρθρο 25

Θεματοφύλακας και γλώσσες

 

   1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζε­ται θεματοφύλακας του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

   2. Το πρωτότυπο του Πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στην Αραβική, Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου αυθεντικά, θα κατα­τεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

   Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν το Πρωτόκολλο αυτό.

 

ΙΙΙ

 

Πρωτόκολλο κατά της Παράνομης Κατασκευής και Δι­ακίνησης Πυροβόλων Όπλων, Τμημάτων και Συστα­τικών τους και Πυρομαχικών, συμπληρωματικό της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνι­κού Οργανωμένου Εγκλήματος.

 

Προοίμιο

   Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού, Αναγνωρίζοντας την επείγουσα ανάγκη της πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης της παράνομης κατα­σκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, λόγω των επι­κίνδυνων συνεπειών των δραστηριοτήτων αυτών για την ασφάλεια κάθε Κράτους, περιοχής και του κόσμου συνολικά, και της θέσης σε κίνδυνο της ευημερίας των λαών, της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξής τους και του δικαιώματός τους να ζουν με ειρήνη,

   Πεπεισμένα, συνεπώς, για την ανάγκη λήψης όλων των ενδεδειγμένων προς τούτο μέτρων από όλα τα Κράτη, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς συνεργασί­ας και άλλων μέτρων σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο,

   Ενθυμούμενα την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 53/111 από 9 Δεκεμβρίου 1998, με την οποία η Συνέ­λευση αποφάσισε την σύσταση ανοικτής διακυβερνητι­κής ειδικής επιτροπής με σκοπό την εκπόνηση ενιαίας διεθνούς σύμβασης κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και τη συζήτηση σχετικά με την εκπόνηση, μεταξύ άλλων, ενός διεθνούς οργάνου για την κατα­πολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών,

   Έχοντας υπόψη την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως διακηρύσσεται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και την Δια­κήρυξη των Αρχών Διεθνούς Δικαίου σχετικά με Φιλικές Σχέσεις και Συνεργασία μεταξύ Κρατών σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών

   Πεπεισμένα ότι η συμπλήρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος με ένα διεθνές όργανο κατά της παρά­νομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, θα είναι χρήσιμη για την πρόληψη και καταπολέμηση των εγκλημάτων αυτών,

   Συμφώνησαν τα εξής:

 

’ρθρο 1

Σχέση με την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος

 

Ι. Γενικές διατάξεις

 

   1. Το Πρωτόκολλο αυτό συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος. Ερμηνεύεται από κοινού με τη Σύμβαση.

 

   2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται, με τις απαραίτητες μεταβολές, στο Πρωτόκολλο, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτό.

 

   3. Ο Τα εγκλήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρ­θρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού θεωρούνται ως εγκλήμα­τα που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με την Σύμβαση.

 

’ρθρο 2

Δήλωση σκοπού

 

   Σκοπός του Πρωτοκόλλου είναι η προώθηση, διευκό­λυνση και ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των Κρα­τών Μερών προκειμένου να προληφθεί, καταπολεμηθεί και εξαλειφθεί η παράνομη κατασκευή και διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

 

’ρθρο 3

Χρήση όρων

 

   Για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου αυτού:

   (α) «Πυροβόλο όπλο» νοείται κάθε φορητό όπλο με κάννη που εκτοξεύει, είναι σχεδιασμένο να εκτοξεύει ή μπορεί εύκολα να μετατραπεί ώστε να εκτοξεύει σφαίρα ή βλήμα με την δράση ενός εκρηκτικού, εξαιρουμένων των πυροβόλων-αντικών ή των αντιγράφων τους. Οι αντίκες και τα αντίγραφα τους ορίζονται από το τοπικό δίκαιο.

   Σε καμία περίπτωση, πάντως, τα πυροβόλα-αντίκες δεν θα περιλαμβάνουν πυροβόλα που κατασκευάσθηκαν μετά το 1899.

   (β) «Τμήματα και συστατικά» νοούνται κάθε στοιχείο ή ανταλλακτικό που έχει σχεδιασθεί ειδικά για πυροβόλο όπλο και είναι απαραίτητο για την λειτουργία του, στα οποία περιλαμβάνονται η κάννη, το πλαίσιο ή ο υποδο­χέας, τα ολισθαίνοντα μέρη ή ο κύλινδρος, το κλείστρο και οποιαδήποτε διάταξη σχεδιάσθηκε ή προσαρμόσθη­κε για να ελαττώνει τον θόρυβο που προκαλείται απ' την εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου.

   (γ) «Πυρομαχικά» νοούνται η πλήρης ποσότητα για μία βολή ή συστατικά της, στα οποία περιλαμβάνονται κάλυκες, εμπυρεύματα, σκόνη προώθησης, σφαίρες ή βλήματα, που χρησιμοποιούνται σε πυροβόλο όπλο, εφ' όσον για τα συστατικά αυτά πρέπει να ληφθεί άδεια στο αντίστοιχο Κράτος Μέρος.

   (δ) «Παράνομη κατασκευή» νοείται η κατασκευή ή συ­ναρμολόγηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστα­τικών τους ή πυρομαχικών:

   (ι) Από τμήματα και συστατικά που διακινούνται πα­ρανόμως,

   (ιι) Χωρίς άδεια ή έγκριση από αρμόδια αρχή του Κράτους Μέρους όπου λαμβάνει χώρα η κατασκευή ή συναρμολόγηση, ή

   (ιιι) Χωρίς σήμανση των πυροβόλων όπλων κατά τον χρόνο κατασκευής, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Πρω­τοκόλλου τούτου.

   Η χορήγηση άδειας ή έγκρισης για την κατασκευή τμημάτων και συστατικών πρέπει να είναι σύμφωνη με το εσωτερικό δίκαιο.

   (ε) «Παράνομη διακίνηση»: η εισαγωγή, εξαγωγή, από­κτηση, πώληση, παράδοση, μετακίνηση ή μεταφορά πυ­ροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών από ή δια μέσου της επικράτειας ενός Κράτους Μέρους σε εκείνη ενός άλλου Κράτους Μέ­ρους, αν οποιοδήποτε από τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεν παρέχει σχετική άδεια σύμφωνα με τους όρους του Πρωτοκόλλου αυτού ή εάν τα πυροβόλα όπλα δεν έχουν σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου.

   (στ) «Εντοπισμός» νοείται η συστηματική παρακολού­θηση πυροβόλων όπλων και, όπου είναι δυνατόν, των τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών από τον κατασκευαστή ως τον αγοραστή με σκοπό την πα­ροχή συνδρομής προς τις αρμόδιες αρχές των Κρατών Μερών στην ανακάλυψη, διερεύνηση και ανάλυση της παράνομης κατασκευής και παράνομης διακίνησης.

 

’ρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

 

   1. Το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται δια­φορετικά σε αυτό, στην πρόληψη της παράνομης κατα­σκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών και για τη διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού εφόσον τα εν λόγω εγκλήματα είναι διεθνικής φύσης και εμπλέκεται σε αυτά οργανωμένη εγκληματική ομάδα.

 

   2. Το Πρωτόκολλο δεν εφαρμόζεται σε διακρατικές συναλλαγές ούτε σε κρατικές μετακινήσεις εφόσον η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου θα μπορούσε να βλάψει το δικαίωμα Κράτους Μέρους να αναλάβει δράση προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

 

’ρθρο 5

Ποινικοποίηση

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπισθούν ως εγκλή­ματα οι ακόλουθες συμπεριφορές, όταν γίνονται με πρόθεση:

   (α) Η παράνομη κατασκευή πυροβόλων όπλων, τμημά­των και συστατικών τους και πυρομαχικών.

   (β) Η παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημά­των και συστατικών τους και πυρομαχικών.

   (γ) Η παραποίηση ή η παράνομη διαγραφή, αφαίρεση ή αλλαγή των ενδείξεων επί των πυροβόλων όπλων που απαιτείται βάσει του άρθρου 8 του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

   2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται ώστε να θεσπισθούν ως εγκλήματα οι ακόλουθες συμπεριφορές:

   (α) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομι­κού του συστήματος, η απόπειρα διάπραξης ή η συμ­μετοχή σε έγκλημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, και

   (β) Η οργάνωση, διεύθυνση, συνεργεία, ηθική αυτουρ­γία ή καθοδήγηση στην διάπραξη εγκλήματος που θε­σπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

 

’ρθρο 6

Δήμευση, κατάσχεση και διάθεση

 

   1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη υιοθετούν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, στα πλαίσια του εσωτερικού νομικού τους συστήματος, τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να επιτραπεί η δήμευση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών που έχουν παράνομα κατασκευασθεί ή διακινηθεί.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν, στα πλαίσια του εσω­τερικού νομικού τους συστήματος, τα μέτρα που απαι­τούνται ώστε να προληφθεί το ενδεχόμενο πυροβόλα όπλα, τμήματα και συστατικά τους και πυρομαχικά, που έχουν κατασκευασθεί και διακινηθεί παρανόμως, να περιέλθουν σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με την κατάσχεση και καταστροφή των εν λόγω πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, εκτός εάν άλλη διάθεση έχει επισήμως εγκριθεί, με την προϋπόθεση ότι τα πυροβόλα όπλα έχουν σημανθεί και οι μέθοδοι διάθεσης τους έχουν καταγραφεί.

 

’ρθρο 7

Τήρηση αρχείου

 

II. Πρόληψη

 

   Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει τη διατήρηση, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των δέκα ετών, των πληροφοριών που έχουν σχέση με πυροβόλα όπλα και, όπου ενδείκνυται και είναι εφικτό, με τμήματα όπλων, συστατικά τους και πυρομαχικά, οι οποίες είναι απαραί­τητες για τον εντοπισμό και αναγνώριση των εν λόγω πυροβόλων όπλων και, όπου ενδείκνυται και είναι εφικτό, των τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών που έχουν παρανόμως κατασκευασθεί ή διακινηθεί και για την πρόληψη και διαπίστωση των εν λόγω δρα­στηριοτήτων.

   Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

   (α) Τις ενδείξεις που απαιτούνται από το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αυτού,

   (β) Σε περιπτώσεις διεθνών συναλλαγών που έχουν ως αντικείμενο πυροβόλα όπλα, τμήματα και συστατι­κά τους και πυρομαχικά, τις ημερομηνίες έκδοσης και λήξης των απαιτούμενων αδειών ή εγκρίσεων, τη χώρα εξαγωγής, τη χώρα εισαγωγής, τις τυχόν χώρες διαμε­τακόμισης, και τον τελικό αποδέκτη και την περιγραφή και ποσότητα των ειδών.

 

’ρθρο 8

Σήμανση πυροβόλων όπλων

 

   1. Προς τον σκοπό αναγνώρισης και εντοπισμού πυ­ροβόλων όπλων, τα Κράτη Μέρη οφείλουν:

   (α) Κατά τον χρόνο κατασκευής κάθε πυροβόλου όπλου, είτε να απαιτούν μοναδική σήμανση με το όνομα του κατασκευαστή, την χώρα ή τον τόπο κατασκευής και τον αύξοντα αριθμό, είτε να διατηρούν εναλλακτική, μοναδική, φιλική προς τον χρήστη σήμανση με απλά γεωμετρικά σύμβολα σε συνδυασμό με αριθμητικό ή/και αλφαριθμητικό κώδικα, που επιτρέπει εύκολη αναγνώρι­ση της χώρας κατασκευής από όλα τα Κράτη.

   (β) Να απαιτούν κατάλληλη απλή σήμανση επάνω σε κάθε εισαγόμενο πυροβόλο όπλο, που επιτρέπει την αναγνώριση της χώρας εισαγωγής και, όπου είναι δυ­νατόν, του έτους εισαγωγής και δίνει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές της χώρας αυτής να εντοπίσουν το πυροβόλο όπλο, και μοναδική σήμανση εάν το πυρο­βόλο όπλο δεν φέρει παρόμοια σήμανση. Οι απαιτήσεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται κατ' ανάγκη στις προσωρινές εισαγωγές πυροβόλων όπλων για επαλη-θεύσιμους νόμιμους σκοπούς.

   (γ) Να διασφαλίζουν, κατά τον χρόνο μεταφοράς πυ­ροβόλου όπλου από κυβερνητικά αποθέματα σε μόνιμη ιδιωτική χρήση, την κατάλληλη μοναδική σήμανση που επιτρέπει την αναγνώριση από όλα τα Κράτη Μέρη της χώρας που ενεργεί τη μεταφορά.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη ενθαρρύνουν την βιομηχανία κα­τασκευής πυροβόλων όπλων να αναπτύξει μέτρα κατά της αφαίρεσης ή αλλοίωσης των ενδείξεων.

 

’ρθρο 9

Απενεργοποίηση πυροβόλων όπλων

 

   Το Κράτος Μέρος που δεν αναγνωρίζει απενεργοποιη­μένο πυροβόλο όπλο ως πυροβόλο όπλο σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο οφείλει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνεται, εφόσον απαιτείται, η θέσπιση ειδικών εγκλημάτων, για την πρόληψη της παράνομης επανενεργοποίησης πυροβόλων όπλων που έχουν απενεργοποιηθεί, σύμφωνα με τις ακόλουθες γε­νικές αρχές:

   (α) Όλα τα ουσιώδη μέρη απενεργοποιημένου πυροβό­λου όπλου πρέπει να καθίστανται μονίμως μη λειτουρ­γικά και να μην επιδέχονται αφαίρεση, αντικατάσταση ή μετατροπή με τρόπο που θα επέτρεπε οπωσδήποτε την επανενεργοποΐηση του πυροβόλου όπλου.

   (β) Πρέπει να γίνονται ρυθμίσεις προς επαλήθευση των μέτρων απενεργοποίησης από αρμόδια αρχή ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μετατροπές που έγιναν σε πυρο­βόλο όπλο το καθιστούν μονίμως μη λειτουργικό.

   (γ) Η επαλήθευση από αρμόδια αρχή περιλαμβάνει μία πιστοποίηση ή καταχώρηση που βεβαιώνει την απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου ή την τοποθέτηση σαφώς ορατού σχετικού σήματος επάνω στο πυροβόλο όπλο.

 

’ρθρο 10

Γενικές απαιτήσεις για τα συστήματα παροχής άδειας ή έγκρισης εξαγωγής, εισαγωγής και διαμετακόμισης

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος συνιστά ή διατηρεί αποτελε­σματικό σύστημα παροχής άδειας ή έγκρισης εξαγωγής και εισαγωγής, καθώς και μέτρων για τη διεθνή διαμε­τακόμιση και τη μεταφορά πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

 

   2. Πριν από την έκδοση αδειών εξαγωγής ή εγκρίσε­ων για αποστολές πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, κάθε Κράτος Μέρος επαληθεύει:

   (α) Ότι τα Κράτη εισαγωγής έχουν εκδόσει άδειες ή εγκρίσεις εισαγωγής, και

   (β) Ότι, με την επιφύλαξη διμερών ή πολυμερών συμ­φωνιών ή διακανονισμών που ευνοούν ηπειρωτικά Κρά­τη, τα Κράτη διαμετακόμισης έχουν, τουλάχιστον, δώσει γραπτή ειδοποίηση, πριν την φόρτωση, ότι δεν έχουν αντίρρηση για την διαμετακόμιση.

 

   3. Η άδεια ή έγκριση εξαγωγής και εισαγωγής, καθώς και η συνοδευτική τεκμηρίωση περιέχουν πληροφορίες που, κατ' ελάχιστον, περιλαμβάνουν τον τόπο και την ημερομηνία έκδοσης, την ημερομηνία λήξης, τη χώρα εξαγωγής, τη χώρα εισαγωγής, τον τελικό αποδέκτη, την περιγραφή και την ποσότητα των πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών και, όποτε υπάρχει διαμετακόμιση, τις χώρες διαμετακόμι­σης. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην άδεια ει­σαγωγής πρέπει να παρέχονται εκ των προτέρων στα Κράτη διαμετακόμισης.

 

   4. Το Κράτος Μέρος εισαγωγής ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Κράτος Μέρος εξαγωγής σχετικά με τη λήψη του αποσταλέντος φορτίου πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους ή πυρομαχικών.

 

   5. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει, στα πλαίσια των μέσων που διαθέτει, τα μέτρα που απαιτούνται προκει­μένου να καταστεί βέβαιο ότι οι διαδικασίες παροχής άδειας ή έγκρισης είναι ασφαλείς και ότι η γνησιότητα των εγγράφων της άδειας ή έγκρισης μπορεί να επα­ληθευτεί ή επικυρωθεί.

 

   6. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να υιοθετούν απλουστευ­μένες διαδικασίες για την προσωρινή εισαγωγή, εξαγω­γή και διαμετακόμιση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών για επαληθεύσιμους νόμιμους σκοπούς, όπως κυνήγι, σκοποβολή, αξιολόγηση, εκθέσεις ή επισκευές.

 

’ρθρο 11

Ασφάλεια και προληπτικά μέτρα

 

   Σε μία προσπάθεια διαπίστωσης, πρόληψης και εξά­λειψης της κλοπής, απώλειας ή μετατροπής, καθώς και της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει πρόσφορα μέτρα, ώστε:

   (α) Να απαιτεί την ασφάλεια πυροβόλων όπλων, τμη­μάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών κατά τον χρόνο κατασκευής, εισαγωγής, εξαγωγής και διαμετα­κόμισης δια μέσου της επικράτειάς του, και

   (β) Να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των ελέγχων εισαγωγής, εξαγωγής και διαμετακόμισης, συμπερι­λαμβανομένων, κατά τις περιστάσεις, των συνοριακών ελέγχων και της αστυνομικής και τελωνειακής διασυ­νοριακής συνεργασίας.

 

’ρθρο 12

Πληροφορίες

 

   1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 27 και 28 της Σύμβα­σης, τα Κράτη Μέρη ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σύμ­φωνα με τα αντίστοιχα εσωτερικά νομικά και διοικητικά τους συστήματα, σχετικές συγκεκριμένες πληροφορίες για θέματα όπως εξουσιοδοτημένοι παραγωγοί, έμπο­ροι, εισαγωγείς, εξαγωγείς και, εφόσον είναι δυνατόν, μεταφορείς πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατι­κών τους και πυρομαχικών.

 

   2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 27 και 28 της Σύμ­βασης, τα Κράτη Μέρη ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αντίστοιχα εσωτερικά νομικά και διοι­κητικά τους συστήματα, σχετικές πληροφορίες επάνω σε θέματα όπως:

   (α) Οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για τις οποίες είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι συμμετέχουν στην παράνομη κατασκευή ή διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

   (β) Τα μέσα απόκρυψης που χρησιμοποιούνται στην παράνομη κατασκευή ή διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών και τους τρόπους ανίχνευσης τους.

   (γ) Μέθοδοι και μέσα, σημεία αποστολής και προο­ρισμού και δρομολόγια που συνήθως χρησιμοποιού­νται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για την παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, και

   (δ) Νομοθετικές εμπειρίες και πρακτικές και μέτρα πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης της παρά­νομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν αμοιβαίως ή μοιράζονται, καταλλήλως, σχετικές επιστημονικές και τεχνολογικές πληροφορίες χρήσιμες στις αρχές επιβολής του νόμου προκειμένου να αυξήσουν την ικανότητα τους στην πρό­ληψη, ανίχνευση και διερεύνηση της παράνομης κατα­σκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών και στην δίωξη των προσώπων που εμπλέκονται σε αυτές τις παράνομες δραστηριότητες.

 

   4. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται για τον εντοπισμό πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών που ενδεχομένως έχουν παρανόμως κα­τασκευασθεί ή διακινηθεί. Στη συνεργασία αυτή περι­λαμβάνεται η ταχεία ανταπόκριση σε αιτήματα συνδρο­μής για τον εντοπισμό των εν λόγω πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, στα πλαίσια των μέσων που διατίθενται.

 

   5. Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος ή των διεθνών συμφωνιών, κάθε Κράτος Μέρος εγγυάται την εμπιστευτικότητα και συμμορφώ­νεται με τυχόν περιορισμούς στη χρήση πληροφοριών που λαμβάνει από άλλο Κράτος Μέρος σύμφωνα με το άρθρο αυτό, στις οποίες περιλαμβάνονται οι απο­κλειστικές πληροφορίες που σχετίζονται με εμπορικές συναλλαγές, εάν αυτό απαιτηθεί από το Κράτος Μέρος που παρέχει τις πληροφορίες. Εάν η εμπιστευτικότητα αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, το Κράτος Μέρος που έδωσε τις πληροφορίες ειδοποιείται πριν από την απο­κάλυψη τους.

 

’ρθρο 13

Συνεργασία

 

   1. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται σε διμερές, περιφε­ρειακό και διεθνές επίπεδο για την πρόληψη, καταπο­λέμηση και εξάλειψη της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατι­κών τους και πυρομαχικών.

 

   2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 13 της Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος ορίζει έναν εθνικό συλλογικό ή ατομικό φορέα που θα είναι σημείο επαφής που θα ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ αυτού και άλλων Κρατών Μερών επάνω σε θέματα που σχετίζονται με το Πρωτόκολλο.

 

   3. Τα Κράτη Μέρη επιδιώκουν την υποστήριξη και συνεργασία κατασκευαστών, εμπόρων, εισαγωγέων, εξαγωγέων, μεσιτών και εμπορικών μεταφορέων πυ­ροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυ­ρομαχικών για την πρόληψη και ανίχνευση παράνομων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

 

’ρθρο 14

Εκπαίδευση και τεχνική συνδρομή

 

   Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και με σχετικές διεθνείς οργανώσεις, κατά τις περιστάσεις, έτσι ώστε τα Κράτη Μέρη να μπορούν να λάβουν, ύστε­ρα από αίτηση τους, την εκπαίδευση και την τεχνική συνδρομή που απαιτείται για την επαύξηση της ικανό­τητας τους στην πρόληψη, καταπολέμηση και εξάλειψη της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, στην οποία περιλαμβάνεται τεχνική, οικονομική και υλι­κή συνδρομή για τα θέματα που προσδιορίζονται στα άρθρα 29 και 30 της Σύμβασης.

 

’ρθρο 15

Μεσίτες και μεσιτεία

 

   1. Με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της πα­ράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, τα Κράτη Μέρη που δεν το έχουν ήδη κάνει, εξετάζουν το ενδεχόμενο να καθιερώσουν σύστημα για την ρύθμιση των δραστηριοτήτων αυτών που ασχολούνται με τη μεσιτεία. Το σύστημα αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα μέτρα όπως:

   (α) Υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο των μεσιτών που δραστηριοποιούνται μέσα στην επικράτειά τους,

   (β) Υποχρέωση λήψης άδειας ή έγκρισης για εργασίες μεσιτείας, ή

   (γ) Υποχρέωση αποκάλυψης, προκειμένου για άδειες ή εγκρίσεις εισαγωγής και εξαγωγής, ή για συνοδευτικά έγγραφα, του ονόματος και του τόπου εγκατάστασης των μεσιτών που σχετίζονται με τη συναλλαγή.

 

   2. Τα Κράτη Μέρη που έχουν καθιερώσει σύστημα εγκρίσεων που αφορά στη μεσιτεία, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενθαρρύνονται να συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με μεσίτες και μεσιτείες κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με βάση το άρθρο 12 του Πρωτοκόλλου αυτού και να τηρούν αρχεία μεσιτών και μεσιτειών, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου.

 

’ρθρο 16

Επίλυση διαφορών

 

III. Τελικές διατάξεις

 

   1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις δια­φορές που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αυτού με διαπραγματεύσεις.

 

   2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, η οποία δεν μπορεί να λυθεί με δια­πραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνα­τούν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να παραπέμψει τη δια­φορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

 

   3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώ­ρησης στο Πρωτόκολλο, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

 

   4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλα­ξη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

’ρθρο 17

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

 

   1. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό σε όλα τα Κράτη για υπογραφή στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη από την τριακοστή ημέρα μετά την υιοθέ­τηση του από τη Γενική Συνέλευση μέχρι 12 Δεκεμβρίου 2002.

 

   2. Το Πρωτόκολλο είναι επίσης ανοικτό για υπογραφή από περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ενοποίη­σης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα Κράτος μέλος τέτοιου οργανισμού το έχει υπογράψει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

 

   3. Το Πρωτόκολλο υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνω­μένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης μπορεί να καταθέσει το έγγραφο επικύ­ρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, εφόσον ένα τουλάχιστον από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στο έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητάς του. σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

 

   4. Το Πρωτόκολλο είναι ανοικτό σε προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε περιφερειακό οργανισμό οικονο­μικής ενοποίησης, του οποίου ένα τουλάχιστον Κράτος μέλος είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της προσχώ-ρησής του, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

 

’ρθρο 18

Θέση σε ισχύ

 

   1. Το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης του τεσσαρα­κοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, αλλά δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης. Για το σκοπό της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται από περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

 

   2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικο­νομικής ενοποίησης που επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρί­νει ή προσχωρεί στο Πρωτόκολλο μετά την κατάθεση του τεσσαρακοστού εγγράφου μιας τέτοιας πράξης, το Πρωτόκολλο αυτό τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου ή κατά την ημερομηνία που το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ σύμφω­να με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οποιαδήποτε από αυτές είναι μεταγενέστερη.

 

’ρθρο 19

Τροποποίηση

 

   1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό, κάθε Κράτος Μέρος του Πρωτο­κόλλου μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη των Με­ρών της Σύμβασης για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου, συνερχόμενα στη Διάσκεψη των Μερών, καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των Κρατών Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού που παρίστανται και ψηφίζουν στη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

 

   2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου τούτου, με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους, που είναι Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα ψήφου εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

 

   3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

 

   4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 του άρθρου αυτού τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την ημερο­μηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

 

   5. Όταν μία τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτι­κή για τα Κράτη Μέρη που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου τούτου και από όσες άλλες προηγού­μενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει,

 

’ρθρο 20

Καταγγελία

 

   1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει το Πρωτόκολλο με γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γε­νικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα.

 

   2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενο­ποίησης παύει να είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν όλα τα Κράτη μέλη του το καταγγείλουν.

 

’ρθρο 21

Θεματοφύλακας και γλώσσες

 

   1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζε­ται θεματοφύλακας του Πρωτοκόλλου αυτού.

 

   2. Το πρωτότυπο του Πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στην Αραβική, Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου αυθεντικά, θα κατα­τεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

 

   Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν το Πρωτόκολλο αυτό.

 

’ρθρο δεύτερο

Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα

 

   1. Το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα τροποποιείται ως εξής:

   α) Στην παράγραφο 1 η φράση «και επιδιώκει» αντικα­θίσταται με τη φράση «που επιδιώκει».

   β) Στην παράγραφο 1 η φράση «παράβαση του τελευ­ταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 87 .... για διαρκή δράση προς τούτο», αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 87 και στο άρθρο 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α'), ό­ταν οι πράξεις αυτές (διευκόλυνση της παράνομης εισό­δου ή εξόδου ή της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρί­των χωρών) τελούνται από κερδοσκοπία,».

 

   γ) Προστίθενται νέες παράγραφοι με αριθμούς 2, 3 και 8, ενώ οι υπάρχουσες παράγραφοι 2-5 αναριθμούνται σε 4-7. Οι νέες παράγραφοι 2, 3 και 8 έχουν ως εξής:

 

   «2. Οποιος παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες ή υλικά μέσα, με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει οργά­νωση της προηγούμενης παραγράφου για τη διάπραξη των επιδιωκόμενων από αυτή κακουργημάτων, τιμωρεί­ται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.».

 

   «3. Όποιος διευθύνει την οργάνωση της πρώτης παρα­γράφου τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ε­τών».

 

   «8. Η διάταξη του άρθρου 238 εφαρμόζεται αντίστοιχα και στα εγκλήματα των παραγράφων 1 έως 4 του παρό­ντος.».

 

   2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, η φράση «με εξαίρεση των περιπτώσεων που ο­ρίζονται στην παράγραφο 8,» διαγράφεται.

 

   3. Οι παράγραφοι 3 έως και 9 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «3. Όποιος απειλεί σοβαρά με την τέλεση του κατά την παράγραφο 1 εγκλήματος και έτσι προκαλεί τρόμο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η από­πειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι αξιόποινη.

 

   4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συ­γκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρ­κή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού και επιδιώκουν την τέλεση του εγκλή­ματος της παραγράφου 1 (τρομοκρατική οργάνωση). Με ποινή μειωμένη (άρθρο 83) τιμωρείται η πράξη του προη­γούμενου εδαφίου, όταν η τρομοκρατική οργάνωση έχει συσταθεί για την τέλεση των πλημμελημάτων της παρα­γράφου 1. Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, ε­κρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλι­κών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινο­βολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της τρομοκρατι­κής οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Η μη τέλεση από την τρομοκρατική οργάνωση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' της παραγράφου 1 συνιστά ελα­φρυντική περίσταση.

 

   5. Όποιος διευθύνει την κατά το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου τρομοκρατική οργάνωση τι­μωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου μειωμένη (άρθρο 83) τιμωρείται όποιος διευθύνει την κατά το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου τρομοκρατική οργάνω­ση.

 

   6. Όποιος παρέχει κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοι­κονομικά μέσα, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης τους, σε τρομοκρατική οργάνωση ή σε μεμονωμένο τρομοκρά­τη ή για τη συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης ή για να καταστεί κάποιος τρομοκράτης ή τα εισπράττει, συλ­λέγει ή διαχειρίζεται χάριν των ανωτέρω, ανεξάρτητα α­πό τη διάπραξη οποιουδήποτε εγκλήματος από τα ανα­φερόμενα στην παράγραφο 1, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

   Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, εν γνώσει της μελλοντικής αξιοποίησης τους, παρέχει ουσιώδεις πλη­ροφορίες για να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει την τέλε­ση από τρομοκρατική οργάνωση ή από μεμονωμένο τρο­μοκράτη οποιουδήποτε από τα κακουργήματα της παρα­γράφου 1.

 

   7. Όποιος διαπράττει διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374), ληστεία (παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 380), πλαστο­γραφία (άρθρο 216) που αφορά δημόσιο έγγραφο ή ε­κβίαση (άρθρο 385) με σκοπό την τέλεση του εγκλήμα­τος της παραγράφου 1 τιμωρείται με κάθειρξη, εκτός αν η εκβίαση τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή. Αν η πράξη που τελέσθηκε είναι πλημμέλημα, επιβάλλεται ποινή φυ­λάκισης τουλάχιστον τριών ετών.

 

   8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 187 ισχύει και για τα ε­γκλήματα των προηγούμενων παραγράφων.».

 

   4. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 323Α του Ποινι­κού Κώδικα αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «1. Οποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξανα­γκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει, προωθεί εντός ή εκτός της ε­πικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρό­σωπο με σκοπό την αφαίρεση ιστών ή οργάνων του σώ­ματος του ή για να εκμεταλλευτεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία ή την επαιτεία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πε­νήντα χιλιάδων ευρώ.».

 

   «3. Όποιος εν γνώσει δέχεται την εργασία προσώπου, το οποίο τελεί υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2, ή τα έσοδα από την επαιτεία του προσώπου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.».

 

  5. Η περίπτωση α' της παραγράφου 4 του άρθρου 323Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

 

  «α) στρέφεται κατά ανηλίκου ή ατόμου σωματικώς ή διανοητικώς ανάπηρου,».

 

’ρθρο τρίτο

Τροποποιήσεις στον ν. 3064/2002 (ΦΕΚ 248 Α') και στο π.δ. 233/2003 (ΦΕΚ 204 Α')

 

   1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3064/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Στα θύματα των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α') παρέχεται προστασία, η οποία αφορά ιδίως την προστασία της ζω­ής, της σωματικής ακεραιότητας και της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας τους, αν υφίσταται σοβαρός κίν­δυνος για τα αγαθά αυτά.».

 

   2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του ν. 3064/2002 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Κατά τη διάρκεια της προστασίας ή αρωγής, οι αλλο­δαποί θύματα κατά την έννοια του παρόντος δεν απε­λαύνονται. Απόφαση απέλασης που έχει εκδοθεί, αλλά δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, αναστέλλεται.».

 

   3. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 13 του ν. 3064/2002 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Οι αλλοδαποί που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και είναι θύματα των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρ­θρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Ποινι­κού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α') επαναπατρίζονται χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπεια τους με ασφαλή τρόπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου άρ­θρου.».

 

   4. Ο τίτλος του π.δ. 233/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Προστασία και αρωγή κατά το άρθρο 12 του ν. 3064/ 2002 (ΦΕΚ 248 Α') στα θύματα των εγκλημάτων των άρ­θρων 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Ποι­νικού Κώδικα, και των άρθρων 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005.».

 

   5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του π.δ. 233/2003 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Στα θύματα των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (εφεξής αποκαλούμενα «θύματα»), πα­ρέχεται προστασία και αρωγή, κατά το άρθρο 12 του ν. 3064/2002, καθώς και κατά τα οριζόμενα στο παρόν διάταγμα, ανεξάρτητα αν το θύμα συνεργάζεται ή όχι με τις διωκτικές Αρχές.».

 

   6. Στο άρθρο 5 του π.δ. 233/2003 προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:

 

   «Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το αν το θύμα είναι ανήλικο, αλλά αυτό μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί ότι είναι νεότερο των 18 ετών, θεω­ρείται ότι είναι ανήλικο και του παρέχονται ειδικά μέτρα προστασίας μέχρις ότου εξακριβωθεί η πραγματική του ηλικία.».

 

’ρθρο τέταρτο

Τροποποιήσεις του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α')

 

   1. Το άρθρο 1 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως ε­ξής:

 

«’ρθρο 1

Ορισμοί

 

   1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού:

   α. Αλλοδαπός είναι το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ή που δεν έχει ιθαγένεια.

   β. Υπήκοος τρίτης χώρας είναι το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ούτε την ιθαγένεια άλλου κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

   γ. Ανιθαγενής είναι το φυσικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1954 περί του καθεστώτος των ανιθαγενών, η οποία έχει κυ­ρωθεί με το ν. 139/1975 (ΦΕΚ 176 Α').

   δ. Αδεια διαμονής είναι κάθε είδους πιστοποίηση που παρέχεται από τις ελληνικές αρχές και με βάση την ο­ποία επιτρέπεται σε υπήκοο τρίτης χώρας να διαμένει νόμιμα στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τις δια­τάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση α' του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1030/2002 του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 «Για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών» (EE L 157/15.6.2002).

   ε. Οικογενειακή επανένωση είναι η είσοδος και η δια­μονή στη Χώρα των μελών της οικογένειας υπηκόου τρί­της χώρας που διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα, προκειμέ­νου να διατηρηθεί η ενότητα της οικογένειας του, ασχέ­τως εάν οι οικογενειακοί δεσμοί δημιουργήθηκαν πριν ή μετά από την είσοδο του στη Χώρα.

   στ. Συντηρών είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμέ­νει νόμιμα στην Ελλάδα και υποβάλλει αίτηση οικογενει­ακής επανένωσης, προκειμένου να επιτραπεί η είσοδος και η διαμονή στα μέλη της οικογένειας του στην Ελλά­δα, όπως αυτά προσδιορίζονται στον παρόντα νόμο.

   ζ. Επί μακρόν διαμένων είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας που αποκτά την ανωτέρω ιδιότητα, σύμφωνα με το άρ­θρο 67 του παρόντος.

   η. Σπουδαστής είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας που έγι­νε δεκτός σε ένα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως αυτά ορίζονται στον παρόντα νόμο, και στον οποίο έχει επιτραπεί η είσοδος και διαμονή στο έδαφος της Χώρας, προκειμένου να έχει ως κύρια δραστηριότητα του την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών.

   θ. Ασυνόδευτος ανήλικος είναι ο υπήκοος τρίτης χώ­ρας ή ανιθαγενής που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έ­τος της ηλικίας του και ο οποίος είτε εισέρχεται στην Ελληνική Επικράτεια χωρίς να συνοδεύεται από τον κα­τά το νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο για την επιμέλεια του ε­νήλικο και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ανωτέρω κατάσταση είτε βρέθηκε χωρίς συνοδεία μετά την είσο­δο του στη Χώρα.

   ι. Θύμα εμπορίας ανθρώπων είναι τόσο το φυσικό πρό­σωπο για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, ώστε να θε­ωρηθεί θύμα οποιουδήποτε από τα εγκλήματα που προ­βλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του ΓΙ.Κ., πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη γι' αυτό όσο και εκείνο σε βάρος του οποίου τελέστηκε κάποιο α­πό τα παραπάνω εγκλήματα για τα οποία κινήθηκε η ποι­νική δίωξη, ανεξάρτητα από το εάν αυτό έχει εισέλθει στη χώρα νόμιμα ή παράνομα.

   ια. Θύμα παράνομης διακίνησης μεταναστών είναι τό­σο το φυσικό πρόσωπο, για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ώστε να θεωρηθεί θύμα οποιουδήποτε από τα ε­γκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88, όταν τελούνται από εγκληματικές οργα­νώσεις κατά το άρθρο 187 παρ. 1 του ΓΙ.Κ., πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη γι' αυτό όσο και εκείνο σε βάρος του ο­ποίου τελέστηκε κάποιο από τα παραπάνω εγκλήματα για τα οποία κινήθηκε η ποινική δίωξη, εφόσον αυτό έχει εισέλθει στη χώρα παράνομα.

 

   2.α. Ο χαρακτηρισμός «θύμα εμπορίας ανθρώπων», ό­πως ορίζεται στην περίπτωση ι' της προηγούμενης πα­ραγράφου, αποδίδεται με Πράξη του αρμόδιου Εισαγγε­λέα Πρωτοδικών, τόσο αμέσως μετά την κίνηση της ποι­νικής δίωξης για έγκλημα που προβλέπεται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., όσο και πριν ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο από αυτά τα α­δικήματα. Στην τελευταία περίπτωση, για την έκδοση της εν λόγω Πράξης απαιτείται έγγραφη γνωμοδότηση, που συντάσσεται από δύο επιστήμονες με ειδικότητα ψυχιάτρου, ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού, οι ο­ποίοι υπηρετούν σε Υπηρεσία ή σε Μονάδα Προστασίας και Αρωγής των άρθρων 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003, ό­πως αυτό ισχύει, ή σε ΜΚΟ ή στο ΔΟΜ ή σε Διεθνείς Ορ­γανώσεις ή σε άλλους εξειδικευμένους και αναγνωρι­σμένους από το Κράτος φορείς προστασίας και αρωγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003. Η Πράξη χαρακτηρισμού εκδίδεται και όταν το θύμα δεν συνεργάζεται με τις διωκτικές Αρχές, σε όσες περιπτώσεις ο ανωτέρω Εισαγγελέας κρίνει, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι συντρέ­χουν οι όροι του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003 ή ότι το θύμα δεν συνεργάζεται εξαιτίας απειλών που στρέ­φονται κατά προσώπων της οικογένειας του που βρίσκο­νται στην Ελλάδα ή στη χώρα της προέλευσης του ή ο­πουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτό δεν προστατευθεί ή εάν απελαθεί, αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προα­ναφερόμενα πρόσωπα.

   β. Η παραπάνω ρύθμιση ισχύει και για το χαρακτηρι­σμό προσώπου ως «θύματος παράνομης διακίνησης με­ταναστών, όπως ορίζεται στην περίπτωση ια' της προη­γούμενης παραγράφου.».».

 

   2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρ­θρου 3 του ν. 3386/2005 προστίθεται το ακόλουθο εδά­φιο:

 

   «Έργο της Επιτροπής αποτελεί, επίσης, η λήψη πρω­τοβουλιών για την εκπαίδευση των υπαλλήλων των αρ­μόδιων υπηρεσιών σε μεθόδους πρόληψης της παράνο­μης διακίνησης μεταναστών από εγκληματικές οργανώ­σεις και στην ανθρωπιστική αντιμετώπιση και τη διασφά­λιση των δικαιωμάτων των μεταναστών που υπήρξαν θύ­ματα παράνομης διακίνησης από εγκληματικές οργανώ­σεις, για την παροχή υλικοτεχνικής βοήθειας σε κράτη που είναι συχνά χώρες προέλευσης ή διαμετακόμισης μεταναστών και για την ανάπτυξη προγραμμάτων ενημέ­ρωσης του κοινού για το φαινόμενο της παράνομης δια­κίνησης μεταναστών, καθώς και προγραμμάτων συνερ­γασίας αρμόδιων φορέων σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.».

 

   3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν. 3386/2005 προστίθεται εδάφιο στ' ως εξής:

 

   «στ. Εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο σε παράνομη διακίνηση μεταναστών από οργανωμένη εγκληματική ο­μάδα, οπότε ανακαλείται η θεώρηση εισόδου που έχει χορηγηθεί, ενώ ενημερώνεται και ο κατάλογος ανεπιθύ­μητων αλλοδαπών του άρθρου 82 παρ. 1.».

 

   4. Η περίπτωση Δ3 του άρθρου 9 του ν. 3386/2005 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Δ3. Θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακί­νησης μεταναστών.».

 

   5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του ν. 3386/2005 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Α­ποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ερ­γασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, επιτρέπεται να χορη­γείται άδεια διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσε­ως σε υπηκόους τρίτων χωρών:

   α. Θύματα εργατικών ατυχημάτων και λοιπών ατυχη­μάτων, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θεραπεία ή συνταξιοδοτούνται για την ίδια αιτία.

   β. Θύματα εμπορίας ανθρώπων που δεν συνεργάζο­νται με τις διωκτικές Αρχές εφόσον υφίσταται σχετική πράξη χαρακτηρισμού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 περί­πτωση α' του άρθρου 1.

   γ. Θύματα εγκληματικών πράξεων, οι οποίες προβλέ­πονται στα άρθρα 1 έως 3 του ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α'), εφόσον έχει ασκηθεί γι' αυτές ποινική δίωξη και μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Εάν τα ανωτέρω πρόσωπα υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή, η άδεια διαμονής εξακολουθεί να χορηγείται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θεραπεία τους.

   δ. Πρόσωπα τα οποία φιλοξενούνται σε ιδρύματα και σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού.

   ε. Ανήλικα, την επιμέλεια των οποίων έχουν ελληνικές οικογένειες ή οικογένειες υπηκόων τρίτων χωρών με νό­μιμη διαμονή στη Χώρα ή για τα οποία είναι εκκρεμής διαδικασία υιοθεσίας.

   στ. Πρόσωπα που πάσχουν από σοβαρά προβλήματα υγείας. Η συνδρομή σοβαρών προβλημάτων υγείας, κα­θώς και η διάρκεια της θεραπείας διαπιστώνονται με πρόσφατο πιστοποιητικό κρατικού νοσοκομείου ή νοσο­κομείου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αν το πρόβλημα υγείας αναφέρεται σε λοιμώδες νόσημα, για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης απαιτείται σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγ­γύης ότι δεν συντρέχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας στις περιπτώσεις α' και στ' είναι η προηγούμενη κατοχή από τον αιτούντα άδειας διαμονής. Η διάρκεια της άδειας εί­ναι μέχρι ένα έτος και μπορεί να ανανεώνεται κάθε φορά για ισόχρονο διάστημα.».

 

   6. Ο τίτλος του κεφαλαίου Θ' του ν. 3386/2005 αντικα­θίσταται ως εξής:

 

   «ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΣΕ ΘΥΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Ή ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΔΙΑ­ΚΙΝΗΣΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ».

 

   7. Το άρθρο 48 του ν. 3386/2005 αναριθμείται ως άρ­θρο 46 και αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο 46

Προθεσμία περίσκεψης

 

   1. Σε υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν χαρακτηρι­σθεί θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνη­σης μεταναστών κατά τις διατάξεις των περιπτώσεων ι' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, εφόσον δεν υ­πάγονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003, παρέχεται με πράξη της αρμόδιας Εισαγγελι­κής Αρχής προθεσμία περίσκεψης τριών μηνών, ώστε να διαφύγουν από την επιρροή των δραστών των σε βάρος τους εγκλημάτων και να αποκατασταθούν ψυχικά για να μπορέσουν να λάβουν συνειδητά ανεπηρέαστη απόφα­ση σχετικά με τη συνεργασία τους με τις διωκτικές Αρ­χές.

 

   2. Ειδικά για τους ανηλίκους - θύματα εμπορίας αν­θρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών, η ίδια προθεσμία μπορεί να παρατείνεται για δύο ακόμη μήνες με απόφαση της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής και με κριτήριο την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του ανηλί­κου.

 

   3. Κατά το χρονικό διάστημα της προθεσμίας περίσκε­ψης τα πρόσωπα των προηγούμενων παραγράφων δεν απελαύνονται. Απόφαση απέλασης, που έχει εκδοθεί, αλλά δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, αναστέλλεται.

 

   4. Με απόφαση της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής, η προθεσμία περίσκεψης μπορεί να περατώνεται πριν από τη λήξη της, σε περίπτωση κατά την οποία:

   α. Διαπιστώνεται από την οικεία Εισαγγελική Αρχή, ό­τι το ανωτέρω πρόσωπο επανασυνέδεσε ενεργώς, εκου­σίως και με δική του πρωτοβουλία τις σχέσεις του με τους δράστες των εγκλημάτων του άρθρου 1 παράγρα­φος 1 περιπτώσεις ι' και ια' του παρόντος νόμου ή ότι δε συντρέχουν στο πρόσωπο του τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για το χαρακτηρισμό του ως θύματος εμπορίας αν­θρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών, τα οποία απαιτούνται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις ι' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ή

   β. συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας.».

 

   8. Το άρθρο 46 του ν. 3386/2005 αναριθμείται ως άρ­θρο 47 και αντικαθίσταται ως εξής:

 

«’ρθρο 47

 

   1. Σε υπήκοο τρίτης χώρας που έχει χαρακτηρισθεί θύμα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης με­ταναστών με Πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδι­κών, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2, χορηγείται, μετά α­πό σχετική αίτηση του, που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα, άδεια διαμονής ή α­νανεώνεται η χορηγηθείσα, χωρίς να απαιτείται η κατα­βολή παραβόλου, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων άρθρων.».

 

   9. Το άρθρο 47 του ν. 3386/2005 αναριθμείται ως άρ­θρο 48 και αντικαθίσταται ως εξής:

 

«’ρθρο 48

Ενημέρωση θυμάτων και ειδική μέριμνα για ανηλίκους

 

   1. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή η αρμόδια αστυνομική Αρχή ή οι αρμόδιοι φορείς κοινωνικής στήρι­ξης, που προβλέπονται στο π.δ. 233/2003, όπως αυτό ι­σχύει, αλλά και οποιοσδήποτε από τους φορείς που ανα­φέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1, γνωστοποιούν στον υπήκοο τρίτης χώρας - θύμα εμπορίας ανθρώπων ή πα­ράνομης διακίνησης μεταναστών ότι δικαιούται να υπο­βάλει αίτημα για να του χορηγηθεί άδεια διαμονής, σύμ­φωνα με τα προαναφερόμενα, παρέχοντας σε αυτόν την αναγκαία προς τούτο ενημέρωση.

 

   2. Στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας θύματος ε­μπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μετανα­στών που είναι ασυνόδευτος ανήλικος, η αρμόδια Εισαγ­γελική Αρχή προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για να προσδιορίσει την ταυτότητα και την ιθαγένεια του και για να θεμελιώσει το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται κατα-βάλλει κάθε προσπάθεια για τον ταχύτερο δυνατό εντο­πισμό της οικογένειας του και λαμβάνει αμέσως τα απα­ραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη νομική του εκπρο­σώπηση και, εφόσον χρειάζεται, την εκπροσώπηση του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ο αρμόδιος Εισαγ­γελέας Ανηλίκων ή, όπου δεν υφίσταται Εισαγγελέας Α­νηλίκων, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών, εάν δεν βρεθεί η οικογένεια του ανηλίκου ή εάν κρίνει ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο επαναπατρισμός του δεν ε­ξυπηρετεί το συμφέρον του, μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του μέχρι την έκδο­ση απόφασης από το Δικαστήριο, στο οποίο πρέπει να α­πευθύνεται εντός τριάντα ημερών, για το διορισμό Επι­τρόπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1532, 1534 και 1592 Α.Κ.».

 

   10. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 49 του ν. 3386/ 2005 αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «1. Κατά τη διάρκεια της περιόδου περίσκεψης, τα θύ­ματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών έχουν δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και πρόσβασης στις Υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης που παρέχονται από το Ε.Σ.Υ., από τις Μονάδες Προστασίας και Αρωγής, αλλά και από φορείς που συνεργάζονται με τους ανωτέρω, σύμφωνα με τα οριζό­μενα στα άρθρα 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003, όπως ισχύει.».

 

   «3. Οι αρμόδιες εισαγγελικές, δικαστικές και αστυνο­μικές αρχές φροντίζουν, κατά προτεραιότητα, για την προστασία και την ασφάλεια των προαναφερόμενων θυμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, για την παροχή σε αυτά υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας όταν αγνοούν την ελληνική γλώσσα, για την ενημέρωση τους σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματα τους και με τις υπηρεσίες που τους παρέχονται, καθώς και για την παροχή κάθε αναγκαίας νομικής βοήθειας.».

 

   11. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «γ. Εάν το ίδιο πρόσωπο έχει διακόψει κάθε σχέση με τους φερόμενους ως δράστες των αδικημάτων του άρ­θρου 1 παράγραφος 1 περιπτώσεις ι' και ια.».

 

   12. Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Η ανωτέρω άδεια διαμονής διασφαλίζει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, το οποίο ισχύει μόνο κατά τη διάρκεια της, στις παροχές και την περίθαλψη του άρθρου 49, καθώς και στις προϋποθέσεις επαγγελ­ματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ει­δικότερες προβλέψεις των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 233/2003, όπως ισχύει.».

 

   13. Το άρθρο 51 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως ε­ξής:

 

«’ρθρο 51

Ειδικοί λόγοι μη ανανέωσης και ανάκλησης της άδειας διαμονής

 

   Η άδεια διαμονής δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται εφό­σον συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α. Εάν ο δικαιούχος επανασυνδέσει τις σχέσεις του ε­νεργώς και εκουσίως με τους εικαζόμενους δράστες των πράξεων που έχει καταγγείλει.

   β. Εάν η αρμόδια Αρχή κρίνει ότι η συνεργασία ή η κα­ταγγελία του θύματος είναι δόλια ή καταχρηστική ή ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

   γ. Όταν η ποινική διαδικασία για τα εγκλήματα των πε­ριπτώσεων ι' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 έ­χει περατωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 43 ή 47 Κ.Π.Δ. ή έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία περατώνεται η σχετική διαδικασία. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τα θύματα κα­τά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003.».

 

   14. Στο άρθρο 52 του ν. 3386/2005 μετά τη φράση «με την ιδιότητα του θύματος εμπορίας ανθρώπων» προστί­θεται η φράση «ή παράνομης διακίνησης μεταναστών». Στο τέλος του ίδιου άρθρου προστίθεται η εξής φράση «Κατά τη διαδικασία χορήγησης της άδειας διαμονής λαμβάνεται ειδικά υπόψη ότι ο/η αιτών/ούσα είναι ή υ­πήρξε κάτοχος άδειας διαμονής ως θύμα εμπορίας αν­θρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών.».

 

   15. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 66 του ν. 3386/2005, μετά τη φράση «ευαι­σθητοποίηση της κοινής γνώμης», στη θέση της συντο­μογραφίας «κ.λπ.» τίθεται η εξής φράση: «,καθώς και ε­νημέρωσης του κοινού, ότι η υποβοήθηση της παράνο­μης μετανάστευσης αποτελεί εγκληματική δραστηριότη­τα, η οποία διαπράττεται συχνά από οργανωμένες ε­γκληματικές ομάδες για πορισμό κέρδους και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τους εμπλεκόμενους μετανά­στες.».

 

   16. Στο άρθρο 82 του ν. 3386/2005 προστίθεται παρά­γραφος 6 που έχει ως εξής:

 

   «6. Διαγράφεται από τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλ­λοδαπών ο αλλοδαπός που έχει χαρακτηρισθεί θύμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις ι' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ή εκείνος για τον οποίο προκύπτει από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ότι υπήρ­ξε θύμα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, ε­φόσον καταχωρήθηκε σε αυτόν εξαιτίας της καταδίκης του για οποιαδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις της πα­ράνομης εισόδου στη Χώρα, της κατοχής και της χρήσης πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτοτήτων ή αδειών διαμονής ή άλλων, ομοίου περιεχομένου, γνή­σιων εγγράφων άλλων προσώπων, της παράνομης εργα­σίας και της πορνείας που τέλεσε κατά το χρονικό διά­στημα της παράνομης διακίνησης του και για τις οποίες, αιτιολογημένα, προκύπτει ότι συνδέονται με κάποιο από τα εγκλήματα του άρθρου 1 παράγραφος 1 περιπτώσεις Γ και ια', του οποίου υπήρξε θύμα.».

 

   17. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 83 του ν. 3386/2005 η φράση «μπορεί να απόσχει από την ποινική δίωξη για την πράξη αυτήν» αντικαθίσταται ως εξής: «μπορεί, αν δεν συντρέχει περίπτωση του άρ­θρου 59 παρ. 4 του Κ.Π.Δ., να απόσχει από την ποινική δίωξη για την πράξη αυτήν,».

 

’ρθρο πέμπτο

Τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

 

   1. Στο άρθρο 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προ­στίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

 

   «4. Στις περιπτώσεις οποιασδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης εισόδου στη χώρα και εξόδου από αυτή, της κατοχής και της χρήσης ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτοτήτων ή αδειών διαμονής ή άλ­λων εγγράφων πλαστών ή γνησίων, που εκδόθηκαν για άλλο πρόσωπο, της παράνομης εργασίας και της πορνείας που φέρεται ότι διαπράχθηκε από θύμα εγκλήματος των άρθρων 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., καθώς και των άρθρων 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005, εξαιτίας της σε βάρος του συμπεριφοράς του δράστη των ανωτέρω πράξεων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέ­ταση ή την αυτεπάγγελτη προανάκριση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια κατά του θύματος έως το τέλος της ποινικής δίωξης για το έγκλημα που τελέσθηκε σε βάρος του, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση ο­ποιουδήποτε από τα παραπάνω εγκλήματα που τελέσθηκαν σε βάρος του θύματος, εάν η απόφαση είναι καταδικαστική, δεν ασκείται ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για τις προαναφερόμενες πράξεις του.».

 

   2. Το άρθρο 108Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ό­πως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3727/2008 (ΦΕΚ 257 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Ο ανήλικος-θύμα των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Απαρ. 4, 323Β εδάφιο α', 324, 336, 337 παρά­γραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 έχει τα δι­καιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 101, 104 και 105 και αν ακόμη δεν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων.

   Επίσης, έχει το δικαίωμα ενημέρωσης από τον αρμό­διο εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών για την προσωρινή ή οριστική απόλυση του υπαιτίου, καθώς και για τις άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης.».

 

   3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποι­νικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύμα­τος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α', 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυ­χίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατά­ξεις των άρθρων 204-208.».

 

’ρθρο έκτο

Τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

   Η παράγραφος 5 του άρθρου 173 του Κώδικα Πολιτι­κής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5. Στις υποθέσεις που αφορούν σε ενήλικο θύμα των εγκλημάτων που ορίζονται στα άρθρα 323, 323Α και 351 του Π.Κ. ή σε ανήλικο θύμα των πράξεων που αναφέρο­νται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α', 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., ο εναγόμενος προκαταβάλλει τα κατά την κρίση του δικαστή έξοδα και τέλη του ενάγοντος (θύματος) έως το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.».

 

’ρθρο έβδομο

Τροποποιήσεις του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α')

 

   1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές αξιώσεις τους είναι και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, εδάφιο α', 324, 339, 342, 348Α, 351 και 351Α του Π.Κ. και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005, καθώς και τα ανήλικα θύ­ματα των πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 336, 338, 343, 345, 346, 347, 348 και 349 του Π.Κ.».

 

   2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5. Εφόσον ο διάδικος ανήκει στους δικαιούχους νομι­κής βοήθειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1, ο εισαγγελέας, ο ανακριτής με διάταξη, το συμβούλιο και το δικαστήριο με απόφαση, μπορούν κατά περίπτωση και αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συ­νήγορο αυτεπαγγέλτως από τον ειδικό πίνακα της παρα­γράφου 1 του παρόντος άρθρου.».

 

’ρθρο όγδοο

Τροποποιήσεις - Προσθήκες στο ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α')

 

   1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 μετά τις λέξεις «η μεταβολή των στοιχείων της ταυτότη­τας» προστίθενται οι λέξεις «η μετεγκατάσταση σε άλ­λες χώρες,».

 

   2. Στο άρθρο 9 του ν. 2928/2001 οι παράγραφοι 3 και 4 αναριθμούνται σε 4 και 5 και προστίθεται νέα παράγρα­φος 3, η οποία έχει ως εξής:

 

   «3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιο­σύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργα­σίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρη­σκευμάτων και Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται ο φορέας και η διαδικασία υλοποίησης των μέτρων προ­στασίας που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη παρά­γραφο.».

 

   3. Η αναριθμημένη παράγραφος 4 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέ­τασης του. Αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από έναν διάδικο η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του, το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα για την αποκάλυ­ψη ή μη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το δικαστή­ριο και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστή­ριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.».

 

   4. Στο άρθρο 9 του ν. 2928/2001 προστίθεται παράγρα­φος 6 ως εξής:

 

   «6. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323, 323Α, 323Β και 351 του Π.Κ., καθώς και για τις αξιόποινες πρά­ξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρ­θρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α' ), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4, για την αποτελε­σματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρί­ζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3386/2005, των οικείων του θύματος ή των ουσιωδών μαρτύρων, α­κόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες α­ξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργα­νωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ­θρο 187 παρ. 1 του Π.Κ.».

 

’ρθρο ένατο

Τροποποιήσεις του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α')

 

   1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 η φράση «, όπως αυτή αντικαθίσταται με την παρ. 1 του άρθρου 53 του παρόντος νόμου» διαγράφεται.

 

   2. Το άρθρο 51 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως ε­ξής:

 

«’ρθρο 51

Ευθύνη νομικών προσώπων

 

   1. Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις νομιμοποίη­σης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελείται προς όφελος νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νο­μικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυ­τού με βάση εξουσία εκπροσώπησης του ή εξουσιοδότη­ση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτού, επιβάλλονται στο νο­μικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

   α) Αν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή εισηγ-μένη σε οργανωμένη αγορά εταιρεία, με απόφαση της αρμόδιας κατά το άρθρο 6 του παρόντος αρχής επιβάλ­λονται:

   ί) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,

   ιι) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη ανάκληση ή αναστολή της άδειας λει­τουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,

   iii) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα,

   ίν) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστη­μα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επι­δοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομι­κών προσώπων του δημόσιου τομέα.

   Το διοικητικό πρόστιμο του στοιχείου i επιβάλλεται πά­ντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων.

   Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρμόδια αρχή για την επιβολή των ως άνω κυρώσεων σε εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες που δεν εποπτεύονται από άλλες αρμόδιες αρχές του άρθρου 6.

   β) Αν πρόκειται για άλλο μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο, με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφά­νειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του κατά περί­πτωση αρμόδιου Υπουργού επιβάλλονται:

   ί) διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευ­ρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ,

   ιι) οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και ίν του εδα­φίου α' κυρώσεις.

   Ως αρμόδιος κατά περίπτωση Υπουργός θεωρείται αυ­τός που προΐσταται Υπουργείου που έχει τις εξής, κατά σειρά προτεραιότητας, αρμοδιότητες:

- εποπτεύει την ορθή και νόμιμη λειτουργία του νομι­κού προσώπου και δύναται να επιβάλει κυρώσεις,

- χορηγεί άδεια λειτουργίας,

- τηρεί μητρώα, στα οποία εγγράφεται η πράξη σύστα­σης,

- τηρεί επαγγελματικό μητρώο, στο οποίο εγγράφεται το νομικό πρόσωπο,

- χρηματοδοτεί, επιδοτεί ή παρέχει οικονομική ενίσχυ­ση.

   Οι ανωτέρω αρμοδιότητες μπορεί να ασκούνται από υ­πηρεσίες ή άλλους φορείς που υπάγονται ή ελέγχονται από το οικείο Υπουργείο.

 

   2. Οταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρό­ντος άρθρου κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχι­κά κατώτερο στέλεχος της πράξης νομιμοποίησης εσό­δων από εγκληματικές δραστηριότητες προς όφελος νο­μικού προσώπου, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

   α) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο α' της παραγράφου 1 περίπτωση:

- διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ,

- οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και ίν, για χρονι­κό διάστημα έως έξι μήνες.

   β) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο β' της παραγράφου 1 περίπτωση:

- διοικητικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ,

- οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και ίν, για χρονι­κό διάστημα έως έξι μήνες.

 

   3. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώ­σεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγρά­φους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμ­βάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου, το ύψος των παράνομων εσόδων ή του τυχόν προκύψαντος οφέλους και η τυχόν υποτροπή του νομικού προσώπου. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώ­πων του νομικού προσώπου προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον δέκα (10) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρό­ασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των πα­ραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του ν. 2690/1999 (Κώδι­κας Διοικητικής Διαδικασίας) (ΦΕΚ 45 Α').

 

   4. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων πα­ραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών προσώπων.

 

   5. Οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και η Επιτροπή ενημε­ρώνουν τις αρμόδιες αρχές και τον Υπουργό Δικαιοσύ­νης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για υπο­θέσεις, στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου, υπό την έννοια των παραγράφων 1 έως 3, στην τέλεση πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δρα­στηριότητες, καθώς και για τις εκδιδόμενες σχετικές δι­καστικές αποφάσεις.

 

   6. Η ευθύνη των νομικών προσώπων για τα κακουργή­ματα της παραγράφου 6 του άρθρου 187Α του Π.Κ. κα­θορίζεται στο άρθρο 41 του ν. 3251/2004.».

 

   3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 52 του ν. 3691/2008 α­ντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Οι κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι ανεξάρτητες από εκείνες του άρθρου 51 του παρόντος νόμου και του άρθρου 41 του ν. 3251/2004. Οι κυρώσεις αυτές αιτιολογούνται και δημοσιοποιούνται εφόσον η δημοσιοποίηση τους δεν είναι πιθανό να προκαλέσει δυ­σανάλογη ζημία στο νομικό πρόσωπο στο οποίο επιβάλ­λεται η κύρωση.».

 

’ρθρο δέκατο

Τροποποίηση του ν. 3251/2004 (ΦΕΚ 127 Α')

 

   Το άρθρο 41 του ν. 3251/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«’ρθρο 41

Ευθύνη νομικών προσώπων

 

   1. Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ. τελέσθηκε μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου από φυσικό πρόσω­πο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού με βάση εξουσία εκπροσώπησης του ή εξουσιοδό­τηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτού, επιβάλλονται στο νο­μικό πρόσωπο με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιο­σύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, σωρευτικά ή διαζευ­κτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

   ί) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,

   ιι) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη ανάκληση ή αναστολή της άδειας λει­τουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,

   iii) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα,

   iv) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστη­μα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επι­δοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομι­κών προσώπων του δημόσιου τομέα.

   Το διοικητικό πρόστιμο του στοιχείου ί επιβάλλεται πά­ντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων.

 

   2. Οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται και όταν κάποιο από τα κακουργήματα που αναφέρονται στο άρθρο 187 παράγραφος 1 του Π.Κ. έχει διαπραχθεί από εγκληματι­κή οργάνωση για λογαριασμό νομικού προσώπου, με υ­παιτιότητα οποιουδήποτε από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο φυσικά πρόσωπα.

 

   3. Οταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μέσω ή προς όφελος ή για λο­γαριασμό νομικού προσώπου, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώ­σεις:

- διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ,

- οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και iv, για χρονι­κό διάστημα έως έξι μήνες.

 

   4. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώ­σεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγρά­φους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμ­βάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου και η τυχόν υποτροπή του. Καμιά κύ­ρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδια­φερόμενο τουλάχιστον δέκα πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) (ΦΕΚ 45 Α').

 

   5. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων πα­ραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών προσώπων.

 

   6. Οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές ενημερώ­νουν τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρω­πίνων Δικαιωμάτων για υποθέσεις, στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου, υπό την έννοια των παρα­γράφων 1 έως 3, στην τέλεση των εγκλημάτων των άρ­θρων 187 και 187Α του Π.Κ., καθώς και για τις εκδιδόμε­νες σχετικές δικαστικές αποφάσεις.».

 

’ρθρο ενδέκατο

 

   Η Ελληνική Αστυνομία συντάσσει αναλυτική ετήσια έκθεση σχετικά με την κατάσταση και τις τάσεις του ορ­γανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, σε συνεργασία με δύο ειδικούς επιστήμονες, κατά προτίμηση μέλη ΔΕΠ του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, και με τον υπεύθυνο για τη δίωξη του οργανωμένου ε­γκλήματος εισαγγελέα. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται η αρμόδια υπηρε­σία για τη σύνταξη της έκθεσης και οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία και τις υποχρεώσεις της.

 

’ρθρο δωδέκατο

 

   Η Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλή­ματος, το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμέ­νων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήμα­τος και το Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, κυ­ρώνονται με επιφυλάξεις. Ειδικότερα:

   Το άρθρο 16 της Σύμβασης στο σύνολο του κυρώνεται με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του Συντάγματος και του άρθρου 438 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

   Το άρθρο 18 της Σύμβασης κυρώνεται με την επιφύλα­ξη του άρθρου 458 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. και τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α') για την προστασία του α­τόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χα­ρακτήρα, όπως ισχύει.

   Η Ελληνική Πολιτεία κάνει χρήση της παραγράφου 3 του άρθρου 35 και δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

   Η Ελληνική Πολιτεία κυρώνει το άρθρο 13 του Πρωτο­κόλλου για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών και το άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, με την επιφύλαξη των άρθρων 9Α Σ., 19 παρ. 3 Σ., 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 436-457 Κ.Π.Δ. και 352Β Π.Κ., όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 12 του ν. 3625/2007 (ΦΕΚ 290 Α'), του ν. 2472/1997, όπως τροπο­ποιήθηκε με τα άρθρα 8 του ν. 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α'), 10 του ν. 3090/2002 (ΦΕΚ 329 Α') και όγδοο του ν. 3625/2007, του ν. 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α') και του π.δ. 47/2005 (ΦΕΚ64Α').

   Η Ελληνική Πολιτεία κάνει χρήση της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του Πρωτοκόλλου κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα και δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγρα­φο 2 του άρθρου αυτού.

 

’ρθρο δέκατο τρίτο

 

   1. Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

   2. Η ισχύς της Σύμβασης και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής που τη συμπληρώνουν αρχίζει με την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 38 της Σύμβασης και των άρθρων 17, 22 και 18 αντίστοιχα των Πρωτοκόλλων, πρώτου, δεύτερου και τρίτου αυτής.

   Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

 

Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 2010