Αριθμός απόφασης 148/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΒ'

ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2009 με δικαστές τις: Μάρθα Παυλίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αυγή Μπούζη και Μαρία Τσεβαϊρίδου (Εισηγήτρια) Πρωτοδίκες Δ.Δ. και με γραμματέα τη δικαστική υπάλληλο, Ελένη Ξενιτίδου,

 

για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεση 27-11-2006,

 

των: 1) έως 21) .... οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντιστοίχως, Βασιλείου Κερασιώτη και Κωστούλας Μαζαράκη.

 

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε η Δικαστική Αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Μαγδαληνή Καρυπίδου.

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, μόνιμοι υπάλληλοι (εκπαιδευτικοί) του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, παραδεκτώς επιδιώκουν, μετά από νόμιμο περιορισμό των αιτημάτων τους με το από 20.10.2009 υπόμνημά τους, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 10.560 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 8.448 ευρώ, στην εικοστή πρώτη το ποσό των 10.912 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στην διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι ανωτέρω έλαβαν και σ αυτές που θα ελάμβαναν αν συνυπολογιζόταν και η ειδική μηνιαία παροχή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν 3016/2002  (ΦΕΚ Α΄ 110), η οποία, κατά τα προβαλλόμενα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος  δεν τους χορηγήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένα από 1.1.2002 έως 31.8.2006 για τον πρώτο ενάγοντα, από 1.1.2002 έως 31.8.2005 για την δεύτερη, από 1.11.2004 έως 31.10.2006 για την εικοστή πρώτη και από 1.1.2002 έως 31.10.2006 για τους λοιπούς. Την αναγνώριση καταβολής των ανωτέρω ποσών οι ενάγοντες ζητούν επικουρικώς κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου να τους καταβάλει τα παραπάνω ποσά.

 

 

2. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντ. καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που αναθέτουν σ αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, όσο και τη διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή παίρνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Η παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να εξασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός με ίσους όρους. Κατά τον έλεγχο αυτόν, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο ή διαφορετικό τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές και άλλες συνθήκες που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, και με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, να προβαίνει στη ρύθμιση αυτή μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση είτε υπό μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου με αξιολογικά κριτήρια είτε υπό μορφή αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή, αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (ΣτΕ Ολ 992/2004  ). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας λόγω του ότι ο νομοθέτης ή η κατ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση προέβη σε ειδική ρύθμιση που αφορά συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων αποκλείοντας από τη ρύθμιση αυτή, ρητά ή σιωπηρά, πρόσωπα, τα οποία ανήκουν μεν σε άλλη κατηγορία, τελούν, όμως, υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες προς τα πρόσωπα, στα οποία αφορά η ρύθμιση, προς άρση της αντισυνταγματικότητας απαιτείται το δικαστήριο να προβεί στην επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων, τα οποία αποκλείστηκαν αδικαιολόγητα από αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντ  . Και τούτο διότι, αν το δικαστήριο περιοριζόταν μόνο στην κήρυξη της αντισυνταγματικότητας της διάταξης που καθιερώνει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς στη συνέχεια να εφαρμόσει την ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνων σε βάρος των οποίων έγινε η διάκριση αυτή, θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα, με αποτέλεσμα να είναι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία, την οποία, όμως, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο εφαρμόζοντας την αρχή της ισότητας σε όλη της την έκταση, να παράσχει ολοκληρωμένα, συμμορφούμενο με την περιεχόμενη στα άρθρα 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος επιταγή για το σεβασμό των διατάξεών του. Αυτό δεν αντίκειται, εξάλλου, στο άρθρο 80 παρ. 1 του ίδιου Συντάγματος, με το οποίο ορίζεται ότι «μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο», γιατί νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή ρύθμιση (πρβλ. ΣτΕ 1184/2001, 3587/1997, 2704/1996, 3240/1995).

 

 

3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 14 του Ν 3016/2002  «Για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 110), ορίζεται ότι: «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν 2738/1999  (ΦΕΚ Α΄180) και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν 2738/1999  και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και το προσωπικό των λοιπών ΝΠΔΔ περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους. 5. ... 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002». Κατ εφαρμογή της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με διάφορους κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκε πληθώρα κοινών υπουργικών αποφάσεων (περίπου 60 στον αριθμό), με τις οποίες επεκτάθηκε η χορήγηση της ανωτέρω παροχής του άρθρου 14 παρ. 2 και 3 του Ν 3016/2002  ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα 1.1.2002-30.6.2002 και 176 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από 1.7.2002 και εφεξής, σε μεγάλο μέρος κατηγοριών υπαλλήλων του δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Ειδικότερα, η ανωτέρω παροχή χορηγήθηκε, μεταξύ άλλων, στους διοικητικούς υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στους υπαλλήλους του εποπτευόμενου από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, στο μόνιμο προσωπικό των Λιμενικών Ταμείων της Χώρας που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, στους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, στους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, στους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, στους υπαλλήλους του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης, στους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής ʼμυνας, στους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, της Βουλής, του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και της Γενικής Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργού Επικρατείας, των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, του Υπουργείου Εξωτερικών κ.λπ. [βλ. ενδεικτικά τις κοινές υπουργικές αποφάσεις 2/41890/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1266/7.8.2002), 2/36962/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1038/7.8.2002), 2/40326/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1242/ 23.9.2002), 2/2414/0022/2003 (ΦΕΚ Β 145/12.2.2003), 2/40196/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1254/25.9.2002), 2/61184/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1424/ 11.11.2002), 2/58319/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1424/11.11.2002) και 2/66892/0022/2002 (ΦΕΚ Β 1534/9.12.2002)]. Σύμφωνα με αυτές τις κοινές υπουργικές αποφάσεις, η παροχή της παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν 3016/2002  χορηγήθηκε σε όλους τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν 2470/1997  , καθώς και στους αποσπώμενους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. Σε όλες αυτές τις ΚΥΑ ορίζεται ότι η καταβολή της παροχής αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κυήσεως, κ.λπ.) και ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις για ασφαλιστικές παροχές, ενώ, περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν 3029/2002  (ΦΕΚ Α 160), η εν λόγω παροχή λαμβάνεται υπόψη στη βάση υπολογισμού της σύνταξης. Τέλος, ο Ν 3205/2003  «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α 297/1.1.2004), παρά το γεγονός ότι με το άρθρο 28 παρ. 4 κατήργησε το άρθρο 14 του Ν 3016/2002  και όλες τις δυνάμει αυτού εκδοθείσες ΚΥΑ, εντούτοις, με το άρθρο 24 παρ. 2 αυτού, διατήρησε την επίμαχη παροχή ως προσωπική διαφορά, κατά τρόπο ώστε να μη μειωθεί το εισόδημα των μισθωτών που την ελάμβαναν μέχρι 31.12.2003 αλλά να διατηρείται η επίδικη παροχή και να μειώνεται ανάλογα με τις μισθολογικές αυξήσεις που θα ελάμβαναν αυτοί στο μέλλον. Ειδικότερα προβλέφθηκε ότι «... ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν 3016/2002  ... ως ειδική παροχή..., διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης, ή από αύξηση κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31.12.2003 δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν 3016/2002  και τις κατ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις...».

 

 

4. Επειδή, η προαναφερόμενη παροχή χορηγήθηκε αρχικά με σκοπό την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ. Για να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός, δηλαδή η διασφάλιση της χορήγησης της παροχής αυτής μόνον σε κατηγορίες χαμηλόμισθων υπαλλήλων, και όχι και σε άλλες ευνοημένες κατηγορίες, προβλέφθηκε, ότι οι κατ εξουσιοδότηση του Ν 3016/2002 εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις θα έπρεπε να αναφέρουν στο σώμα τους το συνολικό ποσό των λαμβανόμενων από την κατηγορία αυτή των υπαλλήλων συνολικών μηνιαίων αποδοχών και των λοιπών πάσης φύσεως παροχών, το οποίο και θα αποτελούσε το θεμελιωτικό λόγο της επέκτασης και σ αυτήν. Παρά τον παραπάνω όμως σκοπό (ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων), σε σύντομο χρονικό διάστημα (κυρίως εντός του έτους 2002), η ως άνω παροχή χορηγήθηκε διαδοχικώς σε διάφορες, ανόμοιες μεταξύ τους, κατηγορίες και ειδικότητες υπαλλήλων διαφόρων Υπουργείων, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του Ν 2470/1997  αλλά και στο νυν ισχύον (Ν 3205/2003  ), χωρίς στο προοίμιο των κοινών υπουργικών αποφάσεων να γίνεται καμία συγκεκριμένη αναφορά στις λαμβανόμενες από τις εν λόγω κατηγορίες πάσης φύσεως αποδοχές και παροχές, δηλαδή χωρίς καμία διάκριση αν πρόκειται για χαμηλόμισθους ή μη (ΣτΕ 498/2004), την οποία (διάκριση) βεβαίως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά η αορίστως και συλλήβδην τεθείσα, σε όλες τις πιο πάνω αποφάσεις, ρήτρα περί χορήγησης της ειδικής παροχής «μόνο σε υπαλλήλους που δεν λαμβάνουν άλλου είδους μισθολογικές παροχές», η οποία απλώς επαναλαμβάνει τους όρους του Ν 3016/2002. Ενόψει δε της μη συνδέσεως και συναρτήσεως της παροχής αυτής προς τις πραγματικές μισθολογικές συνθήκες υπό τις οποίες τελούσαν οι κατηγορίες των υπαλλήλων στις οποίες αυτή καταβλήθηκε και της γενικότητας με την οποία χορηγήθηκε σε πλήθος κατηγοριών υπαλλήλων, που ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, εξέλειψε τελικώς ο βασικός λόγος που θα δικαιολογούσε τη χορήγησή της σε συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να καταστεί, αντιθέτως, κανόνας η χορήγησή της σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Έτσι, η ειδική αυτή παροχή, απέκτησε πλέον το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που, χωρίς άλλη προϋπόθεση, προσαυξάνει τους μισθούς όλων των κατηγοριών υπαλλήλων του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, στις οποίες χορηγήθηκε, οι οποίοι αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και ως τέτοια δεν είναι δεκτική συμψηφισμού με οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή που τυχόν χορηγείται (όπως επί παραδείγματι με το επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης των εκπαιδευτικών). Επομένως, η κατ εξαίρεση μη χορήγηση αυτής σε μερικές μόνον κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων και ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής της και ως προς αυτούς (υπαγωγή τους στις διατάξεις του Ν 2470/1997  αρχικώς και του Ν 3205/2003  ακολούθως), συνιστά, άνιση μεταχείρισή τους έναντι των υπολοίπων κατηγοριών, στις οποίες αυτή εχορηγείτο, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου συμφέροντος. Προς αποκατάσταση δε της διαταραχθείσης ισότητας, θα πρέπει η εν λόγω παροχή να χορηγηθεί και σε όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα που δεν την έλαβαν (βλ. ΑΠ 93/2009  , πρβλ. ΣτΕ 828/2002  ). Η άνιση και αδικαιολόγητα δυσμενής αυτή μεταχείριση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του Ν 3205/2003  , διότι, ναι μεν, με την παρ. 4 του άρθρου 28 αυτού καταργήθηκαν από 1.1.2004 και εφεξής όλες οι εκδοθείσες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν 3016/2002  κοινές υπουργικές αποφάσεις, όμως, αφενός η παροχή αυτή διατηρήθηκε δυνάμει του άρθρου 24 παρ. 2 του ίδιου νόμου, ως προσωπική διαφορά σε όλους τους υπαλλήλους στους οποίους είχε χορηγηθεί με τις ΚΥΑ και συνέχισε να καταβάλλεται σ αυτούς εξακολουθώντας να προσαυξάνει τις αποδοχές τους, αφετέρου δε με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν 3336/2005  ίδια παροχή χορηγήθηκε και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνταν ήδη η παροχή (βλ. ΔΕφΘεσ 1056/2009  , 850/2008). Η παροχή όμως αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αργίας, διότι αυτή αποτελεί μεν προσαύξηση τακτικών μηνιαίων αποδοχών των δικαιούχων υπαλλήλων, όχι όμως και του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που είχε κάθε φορά ο υπάλληλος, ο οποίος (βασικός μισθός) αποτελεί τη βάση υπολογισμού των επιδομάτων αυτών, τόσο υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του Ν 2470/1997  όσο και υπό την ισχύ του Ν 3205/2003  (βλ. ΔΠρΘεσ 820/2007  ).

 

 

5. Επειδή, με το Ν 2362/1995  «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247), ορίζεται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 86 ότι: «2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη» και «3. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου που α) απορρέει από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει ... β) ... γ) ... δ) ... ε) αφορά σε περιοδικές παροχές στ) ... παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή εννοία βεβαίωση αυτής» και στο άρθρο 90 ότι: «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2... 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαυές αυτών ή αποζημιώσεως, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία αυτό της γενέσεώς της». Στη συνέχεια, με το άρθρο 91 αυτού ορίζεται ότι: «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής...».

 

 

6. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), τα οποία -Πρωτόκολλο και Σύμβαση- κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ΝΔ 53/1974  (ΦΕΚ Α΄ 256) και έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ., αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίζεται ότι: «1. Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. 2. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους, όπως θέση εν ισχύ Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

 

Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντ. προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΑ): Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. κατά Βελγίου (1995) Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας (1992), βλ. επίσης ΑΠ 104/2009, 222/2006, 43/2002, Ολ 40/1998, ΣτΕ 3428/2006  , Ολ 542/1999, ΕλΣυν 2274/1997).

 

 

7. Επειδή, η θέσπιση με το προαναφερθέν άρθρο 90 παρ. 3 του Ν 2362/1995  εις βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδικής βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαβών, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος των υπαλλήλων αυτών για προστασία της περιουσίας τους και ως εκ τούτου, αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο διότι εισάγει δυσμενή διάκριση σε σχέση με τον χρόνο παραγραφής (πενταετής) των αξιώσεων του Δημοσίου κατά τρίτων, κατ άρθρο 86 παρ. 2 του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο η διάκριση αυτή σε βάρος των υπαλλήλων να δικαιολογείται από συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος, ως τέτοιοι δε δεν μπορεί να θεωρηθούν η έγκαιρη ισοσκέλιση των οφειλών του Δημοσίου και η αποφυγή, με τον τρόπο αυτό, υπερχρέωσης του προϋπολογισμού του Κράτους με απρόβλεπτες δαπάνες (βλ. ΕΔΔΑ Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, σκέψεις 35, 36, 37). Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995  δεν είναι εφαρμοστέα ως αντικείμενη στην προπαρατεθείσα διάταξη του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα, για όλες τις άλλες χρηματικές κατά του Δημοσίου αξιώσεις πενταετή παραγραφή, που ισχύει και για τις αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων, κατ άρθρο 86 παρ. 2 του ίδιου νόμου, και αρχίζει σύμφωνα με το άρθρο 91 από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους.

 

 

8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διορισμένοι σε διάφορα γυμνάσια του νομού Θεσσαλονίκης, αμείβονται με βάση τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 και ήδη του Ν. 3205/2003, και δεν έλαβαν την προβλεπόμενη από το άρθρο 14 του Ν 3016/2002  ειδική μηνιαία παροχή κατά τα κρίσιμα, κατά περίπτωση, χρονικά διαστήματα (βλ. σχετικές [βεβαιώσεις] υπηρεσιακές βεβαιώσεις). Με την υπό κρίση αγωγή τους και τα επ αυτής παραδεκτώς κατατεθέντα υπομνήματα εκθέτουν ότι η επίμαχη παροχή έχει προσλάβει το χαρακτήρα γενικής μισθολογικής προσαύξησης των αποδοχών υπαλλήλων, οι οποίοι αμείβονται με βάση το ενιαίο μισθολόγιο, καθόσον χορηγήθηκε σε πολλές κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ με αποκλειστικό κριτήριο την υπαγωγή αυτών στο μισθολογικό καθεστώς του Ν 2470/1997  χωρίς να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της ή των δικαιούχων της οι ειδικότερες συνθήκες εργασίας ή η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων. Ενόψει των ανωτέρω υποστηρίζουν ότι η μη χορήγηση της ένδικης παροχής στους ίδιους που υπήχθησαν αρχικώς στο, προβλεπόμενο από το Ν 2470/1997, μισθολόγιο και ακολούθως σ αυτό του Ν. 3205/2003, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείρισή τους έναντι των ρητώς κατονομαζόμενων ως δικαιούχων υπαλλήλων και παραβιάζει την αρχή της ισότητας που καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντ. Ακολούθως ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, σε καθέναν από αυτούς τα αναφερόμενα στην 1η σκέψη ποσά για τα χρονικά διαστήματα που εκτέθηκαν στην ίδια σκέψη (1η), ως διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έλαβαν και αυτών που θα ελάμβαναν αν συνυπολογιζόταν η ένδικη ειδική μηνιαία παροχή. Τα ποσά αυτά οι ενάγοντες έχουν υπολογίσει, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή τους, μηνιαίως προς 176 ευρώ, ενώ, ειδικά για τα έτη 2002 και 2003 έχουν συνυπολογίσει την επίμαχη παροχή στα επιδόματα εορτών και αργίας. Επικουρικώς οι ενάγοντες στηρίζουν την αγωγή τους στις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, και ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει τα επίδικα ποσά ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του να τους καταβάλει τα εν λόγω ποσά.

 

 

9. Επειδή, εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο με το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του ζητά την απόρριψη της αγωγής υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη παροχή, εφόσον χορηγήθηκε με τους περιορισμούς που θεσπίζονται στο προοίμιο των κανονιστικών αποφάσεων, που είναι η μη λήψη άλλου είδους πρόσθετων μισθολογικών παροχών ή ο συμψηφισμός οποιασδήποτε παροχής τυχόν λαμβάνεται προς την ένδικη παροχή, δεν φέρει το χαρακτήρα της προσαύξησης του μισθού, και συνεπώς, ορθώς δεν επεκτάθηκε από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση και στους ενάγοντες, αφού οι τελευταίοι δεν είχαν τις προϋποθέσεις λήψης της παροχής αυτής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, οι ενάγοντες ως εκπαιδευτικοί ελάμβαναν κατά τα κρίσιμα, κατά περίπτωση, χρονικά διαστήματα, εκτός από τις μισθολογικές παροχές των Ν. 2470/1997 και Ν. 3205/2003  και το προβλεπόμενο από τους ίδιους νόμους (άρθρα 8 παρ. 4 και 8 παρ. 3 αντιστοίχως) επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης, ως πρόσθετη μισθολογική παροχή, το οποίο ειδικά για το έτος 2005 ανήλθε στο ποσό των 310,76 ευρώ μηνιαίως, συνεπώς ελάμβαναν παροχές που υπερέβαιναν το ποσό των 176 ευρώ μηνιαίως. Το εναγόμενο προσθέτει επίσης ότι ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι μη νόμιμα οι ενάγοντες παραλείφθηκαν από τη χορήγηση της επίμαχης παροχής δεν είναι επιτρεπτή η χορήγησή της με δικαστική απόφαση παρά μόνο με τη θέσπιση τυπικού νόμου, ότι σε κάθε περίπτωση από την έναρξη ισχύος του Ν 3205/2003  , δηλαδή, από 1.1.2004 οι αξιώσεις των εναγόντων που ανάγονται στα έτη 2004 έως και 2006 ερείδονται επί διατάξεων που έχουν καταργηθεί, καθόσον, με το άρθρο 28 παρ. 4 του νόμου αυτού καταργήθηκε η επίμαχη διάταξη (άρθρο 14 του Ν 3016/2002  ), καθώς και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί κατ εξουσιοδότησή της, ότι περαιτέρω, ενόψει του χρόνου άσκησης της υπό κρίση αγωγής (στις 27.11.2006) οι επίδικες αξιώσεις χρονικού διαστήματος 1.1.2002-27.11.2004 έχουν υποπέσει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν 2362/1995  διετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης, καθώς και οι τόκοι οφείλονται μόνον επί καταψηφιστικής αγωγής.

 

 

10. Επειδή, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν και έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα, η εξαίρεση των εναγόντων από τη χορήγηση της ένδικης παροχής, η οποία αποτελεί προσαύξηση μισθού, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντ.), προς άρση δε της διαπιστωθείσης αντισυνταγματικότητας -που διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του Ν. 3205/2003 -, επιβάλλεται η επέκταση της εφαρμογής της επίμαχης ειδικής ρύθμισης του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002  και σ αυτούς, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλονται απορρίπτονται ως νόμω αβάσιμα. Συνεπώς, οι ενάγοντες δικαιούνται κατ αρχάς να λάβουν την αιτούμενη παροχή, οι δε απαιτήσεις τους δεν έχουν υποπέσει, ενόψει του χρόνου άσκησης της αγωγής (στις 27.11.2006), στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 του Ν 2362/1995  , πενταετή παραγραφή, που άρχισε, κατ άρθρο 91 του ίδιου νόμου, από τα τέλη των οικείων, κατά περίπτωση, ετών. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι αφενός το ποσό της επίδικης παροχής ανέρχεται σε 88 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 30.6.2002 και σε 176 ευρώ από 1.7.2002 και εφεξής, αφετέρου η παροχή αυτή δεν συνυπολογίζεται στα επιδόματα εορτών και αργίας, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, που έλαβε χώρα στις 6.12.2006 (βλ. σχετικώς την .../6.12.2006 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Χ.Μ.) και έως την πλήρη εξόφληση (για την αναγνώριση οφειλής τόκων από την επίδοση αναγνωριστικής αγωγής βλ. ΣτΕ 2021/2009, 2555/2007, 3141/2006 Ολ. κ.ά.), στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 9.328 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.8.2006, στην δεύτερη το ποσό των 7.216 ευρώ για το χρονικό διάστημα αποό 1.1.2002 έως 31.8.2005, σε καθέναν από τους τρίτο έως και εικοστό το ποσό των 9.680 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.10.2006, κατά μερική αποδοχή ως βάσιμης της αγωγής και στην εικοστή πρώτη το ποσό των 4.224 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.11.2004 έως 31.10.2006 κατ αποδοχή ως βάσιμης της αγωγής.

 

 

11. Επειδή, κατ ακολουθίαν των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τους 1ο, 2η, 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 8ο, 9η, 10η, 11ο, 12η, 13ο, 14ο, 15η, 16η, 17ο, 18ο, 19η και 20ο ενάγοντες και δεκτή εν όλω ως προς την 21η ενάγουσα, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε καθέναν από αυτούς τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη ποσά. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ αφενός των εναγόντων για τους οποίους γίνεται εν μέρει δεκτή η αγωγή και αφετέρου του Ελληνικού Δημοσίου, το Δικαστήριο όμως, εκτιμώντας τις περιστάσεις της δίκης απαλλάσσει το τελευταίο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων της 21ης ενάγουσας (κατ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ και τελευταίο αντίστοιχα του ΚΔΔ).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους 1ο, 2η, 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 8ο, 9η, 10η, 11ο, 12η, 13ο, 14ο, 15η, 16η, 17ο, 18ο, 19η και 20ο ενάγοντες.

 

Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή.

 

Αναγνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει για την αναφερόμενη στο σκεπτικό αιτία, στον 1ο ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ (9.328 ευρώ), στην 2η ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων δέκα έξι ευρώ (7.216 ευρώ), στην 21η ενάγουσα το ποσό ων τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ (4.224 ευρώ), και σε καθέναν από τους 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 8ο, 9η, 10η, 11ο, 12η, 13ο, 14ο, 15η, 16η, 17ο, 18ο, 19η και 20ο ενάγοντες το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ (9.680 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (6-12-2006).

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αφενός των 1ου, 2ης, 3ου, 4ης, 5ης, 6ης, 7ης, 8ου, 9ης, 10ης, 11ου, 12ης, 13ου, 14ου, 15ης, 16ης, 17ου, 18ου, 19ης και 20ου εναγόντων αφετέρου του Ελληνικού Δημοσίου και απαλλάσσει το τελευταίο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων της 21ης ενάγουσας.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσαλονίκη στις 18-12-2009, όπου και δημοσιεύτηκε στις 25-1-2010 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.