ΤρΔΠρΠειρ 2006/2012

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για καταβολή αναδρομικών αποδοχών μετέπειτα διορισθέντος στο Λιμενικό Σώμα μετά από ακύρωση του πίνακα κατάταξης της Διοίκησης, στον οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί - Υποχρέωση συμμόρφωσης διοίκησης - Παραγραφή - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Τόκοι -.

 

 

Αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για καταβολή αναδρομικών αποδοχών μετέπειτα διορισθέντος στο Λιμενικό Σώμα μετά από ακύρωση του πίνακα κατάταξης της Διοίκησης, στον οποίο αρχικά δεν είχε συμπεριληφθεί και για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού του που έπρεπε κατά νόμο να γίνει και μέχρι τον διορισμό του, που έγινε σε εκτέλεση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου. Όταν η Διοίκηση ενεργεί κατά συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου, έχει υποχρέωση όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη  υφιστάμενη νομικώς τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε αλλά και να προβεί με θετικές ενέργειες στην αναμόρφωση της  νομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε στο μεταξύ βάσει  της πράξης που ακυρώθηκε (βλ. ΣτΕ 1599/2007, 2577/2006, 3170/2005, 3320/2003, 915/2001 κ.ά.). Πενταετής παραγραφή της αξίωσης κατά του Δημοσίου, γιατί οι διατάξεις που επιβάλλουν τη διετή παραγραφή είναι αντισυνταγματικές και προσβάλλουν το δικαίωμα της περιουσίας, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Επιδίκαση τόκων με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας επί του ποσού της αποζημιώσεως.

 

Αριθμός απόφασης : Α 2006/2012

 

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα 6ο  Τριμελές

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-3-2012 με την εξής σύνθεση: Ιφιγένεια Μετζελοπούλου, Πρόεδρος Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ανδρέας Σταυρόπουλος (Εισηγητής) και Βασιλική-Αλκηστις Καλλίτση, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων,  Γραμματέας η Αννα Μπατσάκη, δικαστική υπάλληλος.

 

Για να δικάσει την με ημερομηνία 30-12-2005 αγωγή:

 

 της ..., κατοίκου Νέας Περάμου Αττικής, (...), η οποία παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο  29 παρ. 1 του Ν. 2915/2001, του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Βασίλειου Γεωργίου,

 

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/2001, της δικαστικής αντιπροσώπου, Μαργαρίτας Μαντά.

 

 Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία.

 

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο και

Η κρίση του είναι η εξής:

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημα αυτής παραδεκτώς μετατράπηκε εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το από 23-9-2011 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά της, η ενάγουσα, ζητεί α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως και με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, το ποσό των 62.141 ευρώ, για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία έχει υποστεί λόγω της παράνομης παράλειψης της Διοίκησης να κατατάξει αυτήν αναδρομικά στη Σχολή Δόκιμων Αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος από τις 10-12-2002 και η οποία ισούται με τη διαφορά αποδοχών της Δόκιμης Υπαξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, που θα λάμβανε κατά το χρονικό διάστημα από 10-12-2002 έως 9-9-2003 και των αποδοχών, που θα λάμβανε, μετά την αποφοίτηση της από τη Σχολή Δοκίμων Αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, ως Υπαξιωματικός του Σώματος αυτού, κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2003 έως 31-12-2007 και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 90.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της ως άνω καθυστερημένης κατάταξής της στην ανωτέρω Σχολή και του διορισμού της στο Λιμενικό Σώμα. Με τέτοιο αντικείμενο, η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για το λόγο δε ότι ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία της.

 

 

2.  Επειδή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989 και 4 παρ. 1 του ν. 702/1977, η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων κατά τον τρόπο που έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται και προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, όταν η Διοίκηση ενεργεί κατά συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου, έχει υποχρέωση όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικώς τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε αλλά και να προβεί με θετικές ενέργειες στην αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε στο μεταξύ βάσει της πράξης που ακυρώθηκε (βλ. ΣτΕ 1599/2007, 2577/2006, 3170/2005, 3320/2003, 915/2001 κ.ά.). Όταν δε η εν λόγω απόφαση αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου του Δημοσίου, έχει υποχρέωση ειδικότερα να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τη σχετική διοικητική πράξη ή να εκδώσει νέα με αναδρομική ισχύ, με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων στη θέση, που θα ήταν, εάν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η διοικητική πράξη, που ακυρώθηκε, και χωρίς δέσμευση από τον έκτοτε διαδραμόντα χρόνο.

 

 

3. Επειδή, περαιτέρω,  με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής ζημίας του, ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως, παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ειδικότερα ότι, αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, η διοίκηση οφείλει αφενός μεν να εκδώσει νέα πράξη διορισμού, στην οποία πρέπει να προσδώσει αναδρομική ισχύ, αφετέρου δε να θεωρήσει τον υπάλληλο εγκατεστημένο από την παραπάνω ημερομηνία αναδρομικά και να του καταβάλλει τις αποδοχές του για το χρόνο αυτό, αλλιώς ο υπάλληλος μπορεί, επικαλούμενος την ακυρωτική απόφαση, να ζητήσει κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αποζημίωση, στην οποία περιλαμβάνεται κάθε θετική και αποθετική ζημία την οποία υπέστη (ΣτΕ 1016/2005, 3739/1988, πρβλ. ΣτΕ 1229/2008, 2769/2008, 1378/2007).

 

 

4.  Επειδή, ο Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 245) ορίζει στο άρθρο 86 ότι «1. …….2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου ………. παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. 3. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου που …….. ε) αφορά σε περιοδικές παροχές, ………παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή εννοία βεβαίωση αυτής». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 90 τα εξής : «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2……. 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ΄ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της».

 

 

5. Επειδή, η θέσπιση με το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 εις βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδικής βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαβών ή αποζημιώσεων λόγω παράνομης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης ή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, διότι είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που προβλέπεται (πενταετής) αφενός μεν από την παράγραφο 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αφετέρου δε από το άρθρο 86 παρ. 2 του εν λόγω νόμου για τις χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων. Η θέσπιση δε της ανωτέρω βραχυπρόθεσμης παραγραφής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη της ταχείας εκκαθάρισης των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις, και της τήρησης της δημοσιονομικής τάξης, με την αποφυγή ανατροπής των δεδομένων, κατ' εκτίμηση των οποίων έχει καταρτισθεί ο κρατικός προϋπολογισμός. Και τούτο, διότι η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή έχει θεσπισθεί μόνον για τις απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, ενώ για όλες τις άλλες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ο χρόνος παραγραφής είναι πενταετής, αν και των απαιτήσεων αυτών ενδείκνυται η ταχεία εκκαθάριση. Εξάλλου, η θέσπιση της ανωτέρω διετούς παραγραφής δεν δικαιολογείται ούτε από την φύση της έννομης σχέσης, που συνδέει το Δημόσιο με τους υπαλλήλους του, εφόσον οι χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατ΄ αυτών δεν υπόκεινται στην ίδια βραχεία παραγραφή. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοίκησης ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή (ΟλΣτΕ 953/2011, ΣτΕ 71, 1513/2009, Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 του Συντάγματος 1/2005). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α) με την υπ' αριθμό 25-6/2009 απόφαση του (υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος), η ανωτέρω προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 διετής παραγραφή των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραβιάζει το δικαίωμα της περιουσίας, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Eυρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Με το δε άρθρο 1 της Συνθήκης  της Λισαβόνας, που υπογράφηκε στις 13-12-2007, τροποποιήθηκε το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ορίστηκε στην παρ. 2 του άρθρου αυτού ότι η Ένωση προσχωρεί στην ανωτέρω Σύμβαση, στη δε παρ. 3 του ίδιου άρθρου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση αυτή και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

 

 

6. Eπειδή, επιπλέον, στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. της 26.6/10.7.1944 - Α' 139), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του  Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984 Α' 164), ορίζεται ότι «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Σύμφωνα με τη  διάταξη αυτή, το ποσοστό του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου που ίσχυε για τις οφειλές του Δημοσίου από τις 2-1-2006, οπότε επιδόθηκε στο εναγόμενο η υπό κρίση αγωγή, μέχρι τη συζήτησή της (12-3-2012), ανερχόταν σε 6%. Καθ' όλο όμως το διάστημα τούτο το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου ήταν σημαντικά υψηλότερο από το πιο πάνω ποσοστό. Ειδικότερα το επιτόκιο τούτο ανερχόταν για το χρονικό διάστημα από 2-1-2006 έως 7-3-2006 σε 10.25% (Δ.Σ. Ε.Κ.Τ. της 5-12-2005), για το χρονικό διάστημα από 8-3-2006 έως 14-6-2006 σε 10,5% (Δ.Σ. Ε.Κ.Τ. της 7-3-2006), για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 9-8-2006 έως 10-10-2006 σε 11%, για το χρονικό διάστημα από 11-10-2006 έως 12-12-2006 σε 11,25%, για το χρονικό διάστημα από 13-12-2006 έως 13-3-2007 σε 11,5%, για το χρονικό διάστημα από 14-3-2007 έως 12-6-2007 σε 11,75%, για το χρονικό διάστημα από 13-6-2007 έως 8-7-2008 σε 12%, για το χρονικό διάστημα από 9-7-2008 έως 7-10-2008 σε 12,25%, για το χρονικό διάστημα από 8-10-6-2008 έως 8-10-2008 σε 11,75%, για το χρονικό διάστημα από 9-10-2008 έως 10-11-2008 σε 11,25%, για το χρονικό διάστημα από 11-11-2008 έως 9-12-2008 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 10-12-2008 έως 10-3-2009 σε 10%, για το χρονικό διάστημα από 11-3-2009 έως 7-4-2009 σε 9,5%, για το χρονικό διάστημα από 8-4-2009 έως 12-5-2009 σε 9,25%, για το χρονικό διάστημα από 13-5-2009 έως 12-4-2011 σε 8,75%, για το χρονικό διάστημα από 13-4-2011 έως 12-7-2011 σε 9%, για το χρονικό διάστημα από 13-7-2011 έως 8-11-2011 σε 9,25%, για το χρονικό διάστημα από 9-11-2011 έως 13-12-2011 σε 9% και για το χρονικό διάστημα από 14-12-2011 έως 12-3-2011 σε 8,75% (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 2842/2000).

 

 

7. Επειδή, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «οι Έλληνες είναι  ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη δεν καθιερώνεται, κατ' αρχήν, ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του τελευταίου εκδίδουν πράξεις κατ' ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Η διάταξη όμως αυτή έχει πεδίο εφαρμογής και σε σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν το Δημόσιο εξοπλίζεται αδικαιολόγητα, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου (βλ. Σ.Τ.Ε. 2807/2002 Ολομ., 1476/2004 Ολομ.) ή αν, με συγκεκριμένη ουσιαστικού περιεχομένου ρύθμιση, που δεν ανάγεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας από τα όργανα του Δημοσίου, θεσπίζεται υπέρ αυτού έναντι των ιδιωτών αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημόσιου συμφέροντος. Τέτοια αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση συνιστά η θεσπιζόμενη με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νόμιμου και υπερημερίας, και του αντίστοιχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή. Τέτοιο δε λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α' 256), «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους .... ». Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο νόμιμος τόκος επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας η οποία προστατεύεται από την πιο πάνω διάταξη (βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [Ε.Δ.Δ.Α.] Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, 22-5-2008, σκέψεις 27, 28. Η απόφαση αυτή κατέστη οριστική την 1η-12-2008 σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., δεδομένου ότι την ημερομηνία αυτή απορρίφθηκε αίτημα του Δημοσίου να παραπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του Ε.Δ.Δ.Α.). Περαιτέρω, το Δημόσιο είναι δυνατόν να διαθέτει, κατά την άσκηση τω ν λειτουργιών του, προνόμια που του επιτρέπουν να ασκεί αποτελεσματικά τις δημοσίου δικαίου αρμοδιότητές του. Μόνη όμως η ένταξη στην κρατική δομή δεν αρκεί, αυτή καθ’ αυτήν, να καταστήσει νόμιμη, σε κάθε περίπτωση, την εφαρμογή κρατικών προνομίων, αλλά πρέπει τούτο να είναι αναγκαίο για την καλή άσκηση των δημόσιων λειτουργιών. Εξ άλλου, μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου για προστασία της περιουσίας του (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, σκέψεις 30, 31). Ειδικότερα, στην περίπτωση που το Δημόσιο οφείλει σε ιδιώτη χρηματική παροχή, η φύση της υποκειμένης αιτίας της οφειλής ως ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου έχει σημασία μόνο προκειμένου να εκτιμηθεί αν και σε ποιο βαθμό υφίσταται λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα μπορούσε να καταστήσει ανεκτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εφαρμογή κρατικών προνομίων και τη διαφορετική μεταχείριση Δημοσίου και ιδιώτη οφειλέτη (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, σκέψη 29). Τέτοια όμως περίπτωση δεν συντρέχει, κατ' αρχήν, επί αποζημίωσης, που επιδικάζεται σε βάρος του Δημοσίου ύστερα από άσκηση αγωγής κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Κατ' ακολουθίαν τούτων, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου αντίκειται στις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου μάλιστα ότι το Δημόσιο δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει την ύπαρξη κάποιου λόγου δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη διαφοροποίηση του ύψους του επιτοκίου, νόμιμου και υπερημερίας, που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του αντίστοιχου επιτοκίου που αφορά τις οφειλές των ιδιωτών (Ολ ΣτΕ 384,1087/2010, ΟλΣτΕ 1663/2009 κ.ά. contra ΣτΕ 1620/2011 παρ. στην Ολομέλεια).

 

 

8. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα, η οποία υπηρετεί ως Υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, συμμετέσχε στο διαγωνισμό για κατάταξη στη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος και ειδικότερα στην ειδικότητα του Ενιαίου Λυκείου, ο οποίος προκηρύχθηκε με τη την υπ' αριθμό 1212.3/03/02/4-9-2002 απόφαση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος. Με την προκήρυξη του διαγωνισμού ορίστηκε ο αριθμός εισακτέων για την εν λόγω ειδικότητα, που ανερχόταν σε 60 (εξήντα). Η Διοίκηση, μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων,  κατάρτισε πίνακα των εισαγομένων υποψηφίων στη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, στην οποία δεν περιέλαβε την ενάγουσα, ενόψει του ότι τα μόρια, που είχε συγκεντρώσει ανέρχονταν σε 22.772 και υπολείπονταν των μορίων, που είχε συγκεντρώσει ο τελευταίος επιτυχών και ανέρχονταν σε 23.050. Ο προαναφερόμενος πίνακας κυρώθηκε με την οικεία πράξη-απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και, στη συνέχεια, με τη σχετική υπ' αριθμό 1212.3/08/03/11-1-2003 απόφαση του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, κλήθηκαν οι αναφερόμενοι σε αυτόν ως επιτυχόντες του ανωτέρω διαγωνισμού να καταταγούν στην προαναφερόμενη σχολή από 9-12-2002, ακολούθως δε ορκίστηκαν ως κελευστές του Λιμενικού Σώματος στις 15-7-2003 δυνάμει της υπ' αριθμό 1235.3./35/03/24-7-2003 απόφασης του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος. Κατά της παράλειψης της Διοίκησης να την καλέσει προς κατάταξη στις 9-12-2002, η οποία εκδηλώθηκε με την πρώτη από τις ως άνω αποφάσεις, καθώς και κατά της υπ' αριθμό 1212.3/46/2002/25-11-2002 πράξης του Διευθυντή του Κλάδου Προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της να προσμετρηθούν στην τελική της βαθμολογία 2.000 μόρια, λόγω της κατοχής του πτυχίου Ιταλικής Γλώσσας CELI 5, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την υπ' αριθμό 255/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς και ακυρώθηκαν οι παραπάνω αποφάσεις. Κατόπιν τούτου, ο αρχηγός του Λιμενικού Σώματος, με την υπ' αριθμό 1212.3/226/07/7-6-2007 απόφαση του, κατέταξε την ενάγουσα ως δόκιμη υπαξιωματικό του Λιμενικού Σώματος στις 25-4-2007, και, ακολούθως, με την υπ' αριθμό 1235.3./17/07/28-12-2007 απόφαση του ίδιου, η ενάγουσα ορκίστηκε Κελευστής του Λιμενικού Σώματος στις 20-12-2007.

 

 

9.  Ήδη, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή και το επ' αυτής υπόμνημα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχε συμπεριληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού του έτους 2002, θα είχε καταταχθεί στη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος στις. 9-12-2002 και όχι στις 25-4-2007 και θα είχε ορκιστεί ως κελευστής του Λιμενικού Σώματος στις 15-7-2003 και όχι στις 20-12-2007 και από τις ανωτέρω ημερομηνίες θα λάμβανε τις αποδοχές της Δόκιμης Υπαξιωματικού και της κελευστή. Για το δε λόγο αυτό ζητά αφενός να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως και με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, το ποσό των 62.141 ευρώ, για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία έχει υποστεί λόγω της παράνομης παράλειψης της Διοίκησης να κατατάξει αυτήν αναδρομικά στη Σχολή Δόκιμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος από τις 10-12-2002 και η οποία ισούται με τη διαφορά αποδοχών της Δόκιμης Υπαξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, που θα λάμβανε κατά το χρονικό διάστημα από 10-12-2002 έως 9-9-2003 και των αποδοχών, που θα λάμβανε, μετά την αποφοίτησή της από τη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, ως Υπαξιωματικός του Σώματος αυτού, κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2003 έως 31-12-2007 και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 90.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της ως άνω καθυστερημένη κατάταξής της στην ανωτέρω Σχολή και του διορισμού της στο Λιμενικό Σώμα.

 

 

10. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 2, 73 και 80 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι αντικείμενο της αγωγής είναι αξιώσεις εκκαθαρισμένες ώστε αυτές να μπορούν να καταστούν δικαστικώς επιδιώξιμες και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής απαιτήσεις μέλλουσες, έστω και εάν με πιθανότητα προσδοκάται ότι τα περιστατικά, τα οποία ισχύουν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν πρόκειται να μεταβληθούν (ΔΕφΑθ 557/2009). Ενόψει τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που με αυτήν επιδιώκεται η καταβολή στην ενάγουσα διαφοράς αποδοχών για το μετά την άσκηση της διάστημα και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 31-12-2007.

 

 

11. Επειδή, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται με το υπόμνημα του επί της ένδικης αγωγής ότι η αξίωση της ενάγουσας σε ότι αφορά στο χρονικό διάστημα από 10-12-2002 έως 30-12-2003 έχει υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοίκησης ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή, στη δε προκείμενη περίπτωση, ως εκ του χρόνου άσκησης της κρινόμενης αγωγής (30-12-2005), με την οποία διακόπηκε η παραγραφή της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, η αξίωση αυτή, σε ότι αφορά στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, σε κάθε περίπτωση δεν έχει υποκύψει στην κατά τα ανωτέρω πενταετή παραγραφή.

 

 

12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ειδικότερα εφόσον η ενάγουσα δεν κατατάχθηκε ως επιτυχούσα στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού για κατάταξη στη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος και ειδικότερα στην ειδικότητα του Διοικητικού Λογιστικού, ο οποίος προκηρύχθηκε με τη την υπ' αριθμό 1212.3/03/02/4-9-2002 απόφαση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, καθώς και ότι η υπ' αριθμό 1212.3/08/03/11-1-2003 απόφαση του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, με την οποία κλήθηκαν οι αναφερόμενοι σε αυτόν ως επιτυχόντες του ανωτέρω διαγωνισμού να καταταγούν στην προαναφερόμενη σχολή από 9-12-2002 και παραλείφθηκε από την κατάταξη στην εν λόγω σχολή η ενάγουσα, καθώς και η υπ' αριθμό 1212.3/46/2002/25-11-2002 πράξη του Διευθυντή του Κλάδου Προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της να προσμετρηθούν στην τελική της βαθμολογία στον ανωτέρω διαγωνισμό 2.000 μόρια, ακυρώθηκαν με την υπ' αριθμό 255/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, καθώς και το γεγονός ότι η Διοίκηση, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική αυτή απόφαση, κάλεσε την ενάγουσα για κατάταξη στην παραπάνω σχολή με την επόμενη σειρά επιτυχόντων και ειδικότερα στις 25-4-2007, χωρίς όμως, όπως όφειλε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην τρίτη σκέψη, να θεωρήσει αυτή ως καταταγείσα στη σχολή αυτή αναδρομικά από τις 9-12-2002 και να της καταβάλει τις αποδοχές, που θα λάμβανε εάν είχε καταταγεί αναδρομικά στην σχολή αυτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα, εξαιτίας της κατά τα ανωτέρω παράνομης παράλειψης της Διοίκησης, ζημιώθηκε κατά το ποσό των αποδοχών, που στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 9-12-2002 έως και τις 30-12-2005, ημερομηνία άσκησης της ένδικης αγωγής, και πρέπει να λάβει ισόποση αποζημίωση, κατ' εφαρμογή των άρθρων 105 και επ. του ΕισΝΑΚ, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου περί αοριστίας της ένδικης αγωγής της και περί νόμω αβασίμου αυτής. Ειδικότερα, η ενάγουσα πρέπει να λάβει ως αποζημίωση τα εξής χρηματικά ποσά: 1) ως δόκιμη υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος το ποσό των  1.749,40 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 9-12-2002 έως 23-7 -2003, ημερομηνία κατά την οποία θα είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, 2) ως κελευστής του Λιμενικού Σώματος για το χρονικό διάστημα από 23-7-2003 έως 8-12-2003 το ποσό των 3.703,41 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 9-12-2003 έως 31-12-2003 το ποσό των 618,74 ευρώ, για το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2003 το ποσό των 676,41 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 31-12-2004 το ποσό των 11.062,56 ευρώ, για το δώρο Πάσχα του έτους 2004 το ποσό των 353,44 ευρώ, για το επίδομα αδείας του έτους 2004 το ποσό των 353,44 ευρώ, για το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2004 το ποσό των 706,88 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-8-2005 το ποσό των 7.541,44 ευρώ, για το δώρο Πάσχα του έτους 2005 το ποσό των 363,84 ευρώ, για το επίδομα αδείας του έτους 2005 το ποσό των 363,84 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-9-2005 έως 8-12-2005 το ποσό των 3.126,46 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 9-12-2005 έως 31-2-2005 το ποσό των 777,39 ευρώ και για το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2005 το ποσό των 855,12 ευρώ (βλ. την από 16-9-2010 βεβαίωση του Λιμενικού Σώματος). Συνολικά δε, η ενάγουσα πρέπει να λάβει ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από 9-12-2002 έως και τις 30-12-2005 το ποσό των 32.252,37 (1.749,40 + 3.703,41 + 618,74 + 676,41 + 11.062,56 + 353,44 + 353,44 + 706,88 + 7.541,44 + 363,84 + 363,84 + 3.126,46 + 777,39 + 855,12) ευρώ, νομιμοτόκως και με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται στην έβδομη σκέψη, από το χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (2-1-2006) έως την εξόφληση. Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί  το αίτημα της ενάγουσας να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 90.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της ως άνω καθυστερημένης κατάταξής της στη Σχολή Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος και του διορισμού της στο Λιμενικό Σώμα. Και τούτο, διότι με την επιδίκαση σε αυτήν αποζημίωσης για την παράνομη παράλειψη του εναγόμενου να καταβάλει σε αυτήν τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 9-12-2002, όταν και έπρεπε να είχε θεωρηθεί καταταγείσα στην παραπάνω Σχολή, έως το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής (30-12-2005), ικανοποιήθηκε η ενάγουσα για την επελθούσα σε αυτήν ζημία, συνυπολογιζόμενου και του ότι αυτή στη συνέχεια κατατάχθηκε στην προαναφερόμενη Σχολή και διορίστηκε κελευστής του Λιμενικού Σώματος. Εξάλλου, το αίτημα της ενάγουσας για κήρυξη της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι απορριπτέο, ως αβάσιμο, καθόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, ούτε προκύπτει ότι η τυχόν επιβράδυνση της εκτέλεσής της θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη σ' αυτήν (άρθρα 80 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

 

 

13.  Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 32.252,37 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (2-1-2006) έως την εξόφληση και με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, ενόψει της έκβασης της δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 32.252,37 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (2-1-2006) έως την εξόφληση και με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο ανέρχεται για το χρονικό διάστημα από 2-1-2006 έως 7-3-2006 σε 10.25% (Δ.Σ. Ε.Κ.Τ. της 5-12-2005), για το χρονικό διάστημα από 8-3-2006 έως 14-6-2006 σε 10,5% (Δ.Σ. Ε.Κ.Τ. της 7-3-2006), για το χρονικό διάστημα από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 9-8-2006 έως 10-10-2006 σε 11%, για το χρονικό διάστημα από 11-10-2006 έως 12-12-2006 σε 11,25%, για το χρονικό διάστημα από 13-12-2006 έως 13-3-2007 σε 11,5%, για το χρονικό διάστημα από 14-3-2007 έως 12-6-2007 σε 11,75%, για το χρονικό διάστημα από 13-6-2007 έως 8-7-2008 σε 12%, για το χρονικό διάστημα από 9-7-2008 έως 7-10-2008 σε 12,25%, για το χρονικό διάστημα από 8-10-6-2008 έως 8-10-2008 σε 11,75%, για το χρονικό διάστημα από 9-10-2008 έως 10-11-2008 σε 11,25%, για το χρονικό διάστημα από 11-11-2008 έως 9-12-2008 σε 10,75%, για το χρονικό διάστημα από 10-12-2008 έως 10-3-2009 σε 10%, για το χρονικό διάστημα από 11-3-2009 έως 7-4-2009 σε 9,5%, για το χρονικό διάστημα από 8-4-2009 έως 12-5-2009 σε 9,25%, για το χρονικό διάστημα από 13-5-2009 έως 12-4-2011 σε 8,75%, για το χρονικό διάστημα από 13-4-2011 έως 12-7-2011 σε 9%, για το χρονικό διάστημα από 13-7-2011 έως 8-11-2011 σε 9,25%, για το χρονικό διάστημα από 9-11-2011 έως 13-12-2011 σε 9% και για το χρονικό διάστημα από 14-12-2011 έως 12-3-2011 σε 8,75%.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 5-4-2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 11-4-2012.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΜΕΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ            ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ