ΤρΔΠρΠειρ 2001/2010
Ασφάλιση ΙΚΑ - Αναγνώριση ημερών εργασίας -
Προθεσμία υποβολής της αίτησης για αναγνώριση - Πράξεις Επιβολής Εισφορών -
Πράξεις Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών - Ασφάλιση αλλοδαπού στο ΙΚΑ - Δυσχέρεια διάκρισης παροχής ή όχι εξαρτημένης
εργασίας -.
Οι αλλοδαποί, οι οποίοι παρέχουν
στο ελληνικό έδαφος εξαρτημένη εργασία υπό τους όρους του άρθρου 2 του Α.Ν. 1846/1951, υπάγονται, πλην της περιπτώσεως όπου η
απασχόληση είναι πρόσκαιρη υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στην ασφάλιση του
Ι.Κ.Α. Η προσφεύγουσα εταιρία δεν απέδειξε ως όφειλε τον ισχυρισμό της περί μη
απασχόλησης του καταγγέλλοντος με σχέση εξαρτημένης
εργασίας. Κρίθηκε ότι νομίμως εκδόθηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας τόσο οι
ένδικες Π.Ε.Ε. όσο και οι ένδικες Π.Ε.Π.Ε.Ε.
για την ασφαλιστική τακτοποίηση του αλλοδαπού εργαζόμενου.
Αριθμός απόφασης Α2001/2010
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Τμήμα
7ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό
του στις 19 Ιανουαρίου 2010, με δικαστές τις : Αθηνά Μυλωνά, Πρόεδρο Πρωτοδικών
Διοικητικών Δικαστηρίων, Αυγερινή Λάσκαρη και Νικούλα
Μαρούλη, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες Διοικητικών
Δικαστηρίων και γραμματέα την Aννα Χατζίκου,
δικαστική υπάλληλο.
Για να δικάσει την από 22-9-2004
προσφυγή.
Τ η ς Εταιρείας Περιορισμένης
Ευθύνης με την επωνυμία «ΜΟΝΩΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
ΕΠΕ», που εδρεύει στο Παλ. Φάληρο Αττικής, Λεωφ. Αμφιθέας αριθ.153, η οποία παραστάθηκε με δήλωση,
κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 του πληρεξουσίου δικηγόρου της Aγγελου Χριστοδούλου.
Κ α τ ά
του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.)», το οποίο εκπροσωπείται από το Διευθυντή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αμφιθέας και παραστάθηκε
με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 του πληρεξουσίου δικηγόρου του ʼγγελου Χριστοδούλου.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφτηκε κατά το νόμο.
Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή,
για την άσκηση της οποίας κατατέθηκε παράβολο ποσού 9 ευρώ
(βλ. σχετ. το 416232, Σειράς Α΄, ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 235/συν.467/7.6.2004 απόφασης της
Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ
Αμφιθέας, με την οποία απορρίφθηκαν ενστάσεις της προσφεύγουσας εταιρείας κατά
των 4231 και 4239/2003 Πράξεων Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε),
καθώς και κατά των 2323 και 2337/2003 Πράξεων Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης
Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε), που εξέδωσε ο Διευθυντής του
Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αμφιθέας για την ασφαλιστική
τακτοποίηση του εργαζομένου ....
Επειδή, με τις διατάξεις του
άρθρου 26 παρ. 1 και 9 του Α.Ν 1846/1951 «περί
κοινωνικών ασφαλίσεων» (ΦΕΚ Α΄179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 Ν.Δ 4104/1960, ορίζονται τα εξής: «1. Διά
την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισμένων
ευθύνεται επί παρεχόντων εξηρτημένην εργασίαν ο εργοδότης
9. Προς εξακρίβωσιν
των εκάστοτε υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων,
του αριθμού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται
υποχρεούνται: α) Να μεριμνούν δια τον εφοδιασμόν των
απασχολουμένων παρ΄ αυτοίς προσώπων δια ασφαλιστικής
ταυτότητος, β) Να τηρούν τις οριζόμενες,
από Κανονισμό, καταστάσεις προσωπικού και να φυλάττουν
αυτές επί δεκαετία, γ) να επιτρέπωσιν εις τα δια
Κανονισμού ορισθησόμενα όργανα του ΙΚΑ και του Κράτους, την εξέτασιν των ως άνω καταστάσεων,
των εμπορικών των βιβλίων και παντός ετέρου στοιχείου, ως και την επιτόπιον έρευναν προς διαπίστωσιν της ακριβείας των εν αυτοίς
εγγραφών
δ) Να υποβάλουν εις τας
υπηρεσίας του ΙΚΑ αντίγραφα των περί ων το εδάφιον α καταστάσεων,
ε) Να
χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου,
κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε
περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις
δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του
προσωπικού, ως και οι κρατήσεις που έγιναν σ΄ αυτές
». Περαιτέρω, στην
παράγραφο 11 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 60 παρ.2 Ν.
2676/1999 (ΦΕΚ Α΄ 1/1999) ορίζεται ότι: «11.Πράξη Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε) συντάσσεται: α.α. Σε βάρος
των εργοδοτών οι οποίοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις
παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και δεν καταβάλλουν τις εισφορές ή δεν
επικολλούν τα ελλείποντα ένσημα. α.β Σε βάρος των
εργοδοτών οι οποίοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 9
του παρόντος άρθρου, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η εξακρίβωση των προσώπων που
υπάγονται στην ασφάλιση, καθώς και οι εισφορές που πρέπει να καταβληθούν. Στην
περίπτωση αυτή, η πράξη επιβολής εισφορών συντάσσεται κατά την κρίση των
αρμόδιων οργάνων του ΙΚΑ». Τέλος, στις διατάξεις των
άρθρων 12 παρ.2 και 23 έως 26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ
(ΑΥΕ 555/1965, ΦΕΚ Β΄ 816) προβλέπεται η υποχρέωση
των εργοδοτών να τηρούν μισθοδοτικές καταστάσεις του προσωπικού και
καθορίζονται ειδικότερα τα του ελέγχου περί της υπαγωγής των εργαζομένων στην
ασφάλιση και τις συναφείς προς αυτόν υποχρεώσεις των εργοδοτών και των
εργαζομένων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι εάν μεν ο εργοδότης τηρεί
προσηκόντως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές στοιχεία και γενικότερα
εκπληρώνει όλες τις επιβαλλόμενες από αυτές υποχρεώσεις για την ασφάλιση του
προσωπικού του, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ φέρουν
πλήρως το βάρος της απόδειξης, ότι τα ασφαλιστικά δεδομένα, που εμφανίζονται
στα στοιχεία αυτά, είναι εικονικά. Αντίθετα, εάν ο εργοδότης δεν τηρεί τις
θεσπιζόμενες από τις παραπάνω διατάξεις υποχρεώσεις του, τα όργανα του ΙΚΑ μπορούν, προς απόδειξη του αριθμού των προσώπων που
υπάγονται στην ασφάλιση, του είδους και του χρόνου της απασχόλησης και του ύψους
των αποδοχών, να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές βάσει των στοιχείων που
κατά την κρίση τους προκύπτουν από την ασφαλιστική σχέση (πρβλ. ΣτΕ 932/1989, 4286/1986, 1279, 521/1982). Αλλά ακόμη και
στην περίπτωση αυτή, η κρίση των αρμοδίων οργάνων του ΙΚΑ
για την απασχόληση που πραγματοποιήθηκε, μπορεί να συναχθεί μετά από έρευνα
κατά ενδεδειγμένο τρόπο και επί τη βάσει παντός πρόσφορου στοιχείου (ΣτΕ 4221/1987, ΔΕφΑθ.2381/2008).
Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ.1
του προαναφερόμενου αν.ν. 1846/1951, όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 του ν.4476/1965 (ΦΕΚ Α΄ 103), ορίζονται τα
ακόλουθα: «Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου
υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως: α) Τα πρόσωπα, τα οποία εντός των ορίων
της χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι
αμοιβής... Η έννοια του κυρίου επαγγέλματος δεν αποκλείει την ασφάλισιν προσώπων με μειωμένην απασχόλησιν, εφ΄ όσον δεν έχουν άλλην
κυρίαν πηγήν βιοπορισμού.
Επί δυσχερούς διακρίσεως εξηρτημένης ή μη εργασίας ή
του κυρίου ή μη επαγγέλματος προσώπου τινός, τούτο θεωρείται ως υπαγόμενον εις την ασφάλισιν....».
Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης,
υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. τα πρόσωπα που παρέχουν κατά κύριο
επάγγελμα εξαρτημένη εργασία με αμοιβή, χωρίς να αποκλείονται από την ασφάλιση
και τα πρόσωπα που έχουν μειωμένη απασχόληση, όταν δεν έχουν άλλη κύρια πηγή
βιοπορισμού. Ο χαρακτηρισμός δε της κατ΄ αρχήν ασφαλιστέας στο Ι.Κ.Α απασχολήσεως ως μη παρεχομένης κατά κύριο επάγγελμα,
δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στον τυχόν μικρό αριθμό ωρών εργασίας ή στο
περιορισμένο της αμοιβής, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη άλλης επαγγελματικής
απασχολήσεως του εργαζομένου, η οποία, σε σύγκριση με την πρώτη, κρίνεται
αιτιολογημένα ως η κύρια πηγή βιοπορισμού με βάση το χρόνο που διατίθεται γι΄αυτή και τα πραγματοποιούμενα από αυτήν εισοδήματα. Εξ
άλλου, στην περίπτωση που κατά την αιτιολογημένη κρίση των ασφαλιστικών οργάνων
του Ι.Κ.Α. ή και των διοικητικών δικαστηρίων, που τυχόν επιλαμβάνονται στη
συνέχεια, είναι δυσχερής η διάκριση για το αν ένα πρόσωπο παρέχει ή όχι
εξαρτημένη εργασία ή για το αν το επάγγελμά του είναι κύριο ή όχι, το πρόσωπο
αυτό υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. (ΣτΕ 217/1994,
350/1997).
Επειδή, περαιτέρω, από το
συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 2 του αν.1. 1846/1951, που
προβλέπει, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το γενικό κανόνα, κατά τον οποίο υπάγονται
υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. όλα τα πρόσωπα που
παρέχουν εντός των ορίων της Χώρας εξαρτημένη εργασία με αμοιβή, και αυτών του
άρθρου 4 παρ.1 του ιδίου α.ν. που ορίζει ότι: «Εκ των
άρθρω 2 αναφερομένων προσώπων δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος: 1. Οι αλλοδαποί, οι προσκαίρως εν Ελλάδι ασχολούμενοι. Ως πρόσκαιρος απασχόλησις θεωρείται η μη μέλλουσα να διαρκέσει εν Ελλάδι
τουλάχιστον επί εν έτος. Δύναται το αρμόδιον κατά τον
Κανονισμόν όργανον, επί εξαιρετικών περιπτώσεων, να
παρατείνει τον χρόνον της μη ασφαλισίμου
απασχολήσεως μέχρι 3 ετών εν συνόλω. 2
», συνάγεται ότι και οι αλλοδαποί,
οι οποίοι παρέχουν στο ελληνικό έδαφος εξαρτημένη εργασία υπό τους όρους του
άρθρου 2 του Α.Ν. 1846/1951, υπάγονται, πλην της
περιπτώσεως όπου η απασχόληση είναι πρόσκαιρη υπό την έννοια του παρατεθέντος άρθρου 4 παρ.1 του ιδίου Α.Ν.,
υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του
αν ο παρέχων εξαρτημένη εργασία αλλοδαπός έχει εφοδιασθεί με την προβλεπόμενη
από τις διατάξεις του Ν.4310/1929 και του διέποντος
-πριν την κατάργηση διατάξεών του με το άρθρο 72 του ν.2910/2001- την ένδικη
υπόθεση Ν. 1975/2001 (άρθρο 23), άδεια εργασίας, αφού η έλλειψη της άδειας
αυτής συνεπάγεται μεν την επιβολή κυρώσεων στον εργοδότη και στον αλλοδαπό, δεν
επιδρά όμως επί του κύρους της ασφαλιστικής σχέσης με το Ι.Κ.Α
(ΣτΕ 1319/1990,
2266/2009).
Επειδή, τέλος, στο άρθρο 26 παρ.
8α του ως άνω Α.Ν, όπως αυτό ίσχυε κατά το κρίσιμο
χρονικό διάστημα, ορίζονται τα εξής: «Ημέραι εργασίας
πραγματοποιηθείσαι παρ' ησφαλισμένου
εις περίοδον προγενεστέραν
της πενταετίας από της παρ' αυτού υποβολής της περί αναγνωρίσεως τούτων σχετικής
αιτήσεως, εν ουδεμία περιπτώσει αναγνωρίζονται υπό του ΙΚΑ.
Ο καθ' οιονδήποτε τρόπον αποχωρών ή απολυόμενος από
της εργασίας του ησφαλισμένος υποχρεούται όπως εντός
εξαμήνου από της
αποχωρήσεως ή απολύσεως δηλώση εις το
ΙΚΑ τας τυχόν παρ' αυτού πραγματοποιηθείσας ημέρας
εργασίας παρά τω τελευταίω εργοδότη
δια τας οποίας
δεν κατεβλήθησαν εις το ΙΚΑ ασφαλιστικαί εισφοραί.
Επί παραλείψεως δηλώσεως των ως
άνω ημερών εργασίας
εις το ΙΚΑ, εντός της
υπό του προηγουμένου εδαφίου
τασσομένης προθεσμίας, αύται δεν αναγνωρίζονται παρ' αυτού». Κατά την έννοια
της διάταξης αυτής, η οποία σκοπεύει στην παρεμπόδιση της καταδολίευσης του
Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων διά της επιδιώξεως
αναγνώρισης από αυτό ημερών εργασίας, οι οποίες ανάγονται σε παλαιές περιόδους,
για τις οποίες καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής ο διενεργούμενος από τα όργανα
του Ιδρύματος έλεγχος, οι τασσόμενοι στους εργαζομένους χρονικοί περιορισμοί
δεσμεύουν μόνο αυτούς. Για το λόγο αυτό, εκπρόθεσμες δηλώσεις ή καταγγελίες δεν
δημιουργούν για τους ασφαλισμένους που τις υπέβαλαν δικαίωμα προς ικανοποίηση
του σχετικού αιτήματος ή δικαίωμα να απαιτήσουν από το Ίδρυμα τη διενέργεια
σχετικού ελέγχου. Τα όργανα, όμως, του Ιδρύματος ουδόλως κωλύονται από την
εκπνοή των προθεσμιών αυτών να προβούν, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων περί
αρμοδιότητάς τους, σε έκδοση πράξεως περί επιβολής εργοδοτικών και εργατικών
εισφορών, είτε αυτεπαγγέλτως είτε εξ αφορμής δηλώσεως του απασχοληθέντος, η
οποία υποβλήθηκε μετά την πάροδο των ως άνω χρονικών ορίων. Κατά συνέπεια, οι
ανωτέρω χρονικοί περιορισμοί (πενταετία κλπ) κάμπτονται όταν έχει εκδοθεί σε
βάρος του οικείου εργοδότη Π.Ε.Ε, η οποία συνεπάγεται
κατά το νόμο, την αναγνώριση έναντι του ασφαλισμένου των ημερών εργασίας στις
οποίες αφορά, ο δε εργοδότης δύναται να επικαλεσθεί μόνο την κατ΄ άρθρο 27 παρ.
7 του Α.Ν 1846/1951 δεκαετή παραγραφή της σχετικής
αξίωσης του Ιδρύματος (ΣτΕ 1398/1994, 81/1992).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση
από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα μονοπρόσωπη
Ε.Π.Ε. με έδρα το Δήμο Παλαιού Φαλήρου, έχει ως αντικείμενο εργασιών την
εμπορία καθώς και τη μελέτη, τοποθέτηση και εγκατάσταση μονωτικών, στεγανωτικών, δομικών και συναφών προς αυτά υλικών κλπ (βλ.
σχετ. τη δημοσιευθείσα στο φύλλο 13814/21.12.2006 του Τεύχους ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης
τροποποίηση-κωδικοποίηση του καταστατικού της). Με την 11905/13.9.2001 δήλωση
απασχόλησης-καταγγελία, που υποβλήθηκε προς το Υποκατάστημα ΙΚΑ
Αμφιθέας, ο καταγγείλας, ..., δήλωσε ότι απασχολήθηκε
ως πωλητής στην προσφεύγουσα επιχείρηση, κατά το χρονικό διάστημα από
1990-2001, ενώ ασφαλίσθηκε σε αυτή από το έτος 1998 (8/1998 για 20 ημέρες
εργασίας) έως το έτος 2001 (σχετ. το από 7.7.2001 έγγραφο περί καταγγελίας εκ
μέρους της προσφεύγουσας της συμβάσεως εργασίας που είχε συνάψει με τον καταγγείλαντα). Περαιτέρω, δήλωσε ως συναπασχολούμενους
στην εν λόγω επιχείρηση τους ... (από 1988-1995), .. (από το έτος 1995) και ...
, .... Κατόπιν τούτου, διενεργήθηκε στις 9.10.2003 έλεγχος στα μισθολόγια και
βιβλία αγοράς ενσήμων της επιχείρησης, κατά τον οποίο, μετά από συνεκτίμηση της
ανωτέρω δήλωσης-καταγγελίας και των στοιχείων που προσκόμισε ο καταγγείλας (την από 14.7.2000 επιστολή της νομίμου
εκπροσώπου της προσφεύγουσας, ..., προς τον Πρέσβη της Αιγύπτου, σύμφωνα με την
οποία ο καταγγείλας «εργάζεται στην επιχείρηση από το
έτος 1990», καθώς και το από 29.5.1996 συμβόλαιο της ιδιωτικής ασφαλιστικής
εταιρείας «ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCAN», στο οποίο ως συμβαλλόμενος
αναγράφεται η προσφεύγουσα επιχείρηση και ως ασφαλιζόμενος ο καταγγείλας) προέκυψε ότι ο καταγγείλας,
απασχολήθηκε στην επιχείρηση για χρονική περίοδο κατά πολύ προγενέστερη από
αυτήν κατά την οποία η εργοδότρια επιχείρηση προέβη στην ασφαλιστική του
τακτοποίηση (10/1993-8/1998). Στις 20.10.2003 ακολούθησε συμπληρωματικός
έλεγχος για τη χρονική περίοδο 1/1993-9/1993, κατά τον οποίο επίσης
διαπιστώθηκε απασχόλησή του. Κατόπιν τούτων, σε βάρος της προσφεύγουσας
εταιρείας εκδόθηκε η 4231/9.10.2003 Π.Ε.Ε ποσού
3.523.400 δρχ. (10.340,13 ευρώ) για την ασφαλιστική
τακτοποίηση του καταγγείλαντος από 10/1993 έως
7/8/1998, καθώς και η 4239/20.10.2003 Π.Ε.Ε. ποσού
430.500 δρχ. (1263,39 ευρώ) για την ασφαλιστική
τακτοποίηση του καταγγείλαντος από 1/1993 έως 9/1993,
ενώ για το προ του έτους 1993 διάστημα δεν καταλογίσθηκαν εισφορές, με την
αιτιολογία ότι δεν είναι δυνατός ο καταλογισμός εισφορών πέραν της δεκαετίας.
Επίσης, με την 2323/9.10.2003 Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε) επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας επιβάρυνση
ποσού 1.057.020 δραχμών (3.102,04 ευρώ), λόγω μη υποβολής για τον καταγγείλαντα
μισθοδοτικών καταστάσεων χρονικής περιόδου 10/1993 έως 8/1998, ενώ με την
2337/20.10.2003 ΠΕΠΕΕ επιβλήθηκε σε βάρος της επιβάρυνση
ποσού 129.150 δρχ. (379,02 ευρώ) λόγω υποβολής
μισθοδοτικών καταστάσεων χρονικής περιόδου 1/1993-9/1993. Κατά των ως άνω
4239/2003 και 4231/2003 Π.Ε.Ε η προσφεύγουσα
επιχείρηση άσκησε στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή (Τ.Δ.Ε)
του προαναφερόμενου Υποκαταστήματος τις 15701 και 15703/28.11.2003 ενστάσεις,
αντιστοίχως, ενώ κατά των 2337/2003 και 2323/2003 Π.Ε.Π.Ε.Ε,
άσκησε τις 15702 και 15704/28.11.2003 ενστάσεις, αντιστοίχως, με τις οποίες
ισχυρίσθηκε ότι ο καταγγείλας απησχολείτο
περιστασιακά στην εν λόγω επιχείρηση όχι με σύμβαση εργασίας αλλά με ανάθεση
ορισμένων έργων, ότι κατά το διάστημα 1990-1991 δεν απασχολήθηκε καθόλου στην
προσφεύγουσα αλλά στην επιχείρηση του Ρούσσου Κυπριωτάκη
στην Κρήτη, ότι, όπως προκύπτει από το βιβλίο νεοπροσλαμβανομένου προσωπικού
που φέρει την υπογραφή του ιδίου του καταγγείλαντος,
προσελήφθη στις 4.8.1998, ότι η επιστολή προς τον Πρέσβη της Αιγύπτου απεστάλη
μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, είχε δε την έννοια ότι ο καταγγείλας
συνεργαζόταν με την επιχείρηση με σύμβαση έργου, ότι ακόμη και αν ήθελε
υποτεθεί ότι ο καταγγείλας εργαζόταν στην επιχείρηση
σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναγνωρισθούν ημέρες εργασίας πλέον της 5ετίας
από της υποβολής της από 13.9.2001 αιτήσεώς του, καθώς και ότι ο καταγγείλας ήταν αδύνατο να απασχοληθεί ως
εργάτης-υπάλληλος αφού αφενός μεν μέχρι την ημερομηνία πρόσληψής του στερείτο άδειας παραμονής, αφετέρου δε τα πρώτα χρόνια της
παραμονής του στη Χώρα δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Ενώπιον της Τ.Δ.Ε εμφανίσθηκε τόσο η νόμιμη εκπρόσωπος της εργοδότριας επιχείρησης, ...,
η οποία επανέλαβε τους προβαλλόμενους με την ένσταση ισχυρισμούς και προσέθεσε
ότι ο καταγγείλας βρισκόταν απλώς στο χώρο της
επιχείρησής της και μάθαινε τη δουλειά και περιστασιακά αναλάμβανε διάφορες
εργασίες που του ανέθεταν οι πελάτες, όσο και ο εργαζόμενος στην επιχείρηση
..., ο οποίος επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς αυτούς. Εξάλλου, ενώπιον της
Επιτροπής εμφανίσθηκε και ο καταγγείλας, ο οποίος
επιβεβαίωσε την καταγγελία του. Η Τ.Δ.Ε, με την
προσβαλλόμενη (235/συν.467/7.6.2004)
απόφασή της, αφού έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη της τα προσκομισθέντα από τον καταγγείλαντα στοιχεία απέρριψε ομόφωνα την ένσταση. Ήδη,
με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθειμένο
υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της Τ.Δ.Ε. προβάλλοντας ότι μη νομίμως της επιβλήθηκαν οι
ένδικες εισφορές, καθόσον ο καταγγείλας δεν συνδεόταν
με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την ίδια, αλλά με τρίτα πρόσωπα - πελάτες της
επιχείρησης- που αγόραζαν υλικά μονώσεως και στεγανοποιήσεως (δεδομένου ότι η
ίδια δεν διέθετε συνεργείο και δεν αναλάμβανε την εκτέλεση εργασιών μονώσεων
και στεγανοποιήσεων) από τους οποίους και αμειβόταν, καθώς και ότι η επιστολή
της προς τον Πρέσβη της Ελληνικής Πρεσβείας στην Αλεξάνδρεια, στην οποία,
εξάλλου, δεν αναγράφεται από πότε ο καταγγείλας
συνδεόταν μαζί της με σχέση εξαρτημένης εργασίας, απεστάλη για ανθρωπιστικούς
λόγους συνιστάμενους στη χορήγηση «visa» στην κόρη
του καταγγείλαντος που διέμενε στην Αλεξάνδρεια
προκειμένου να έρθει στην Ελλάδα. Περαιτέρω, προβάλλει ότι ναι μεν στο
ασφαλιστήριο συμβόλαιο με την ασφαλιστική εταιρεία «INTERAMERICAN»
αναγράφεται ως συμβαλλόμενο μέρος η ίδια, πλην όμως η εν λόγω σύμβαση συνήφθη λόγω του ότι ο καταγγείλας
δεν ασφαλίζονταν στο Ι.Κ.Α. από τους εργοδότες του-πελάτες της επιχείρησης, τα
δε ασφάλιστρα καταβάλλονταν από τον ίδιο. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της
επικαλείται την κατάθεση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του
μάρτυρα ..., καθώς και: α) αντίγραφο της από 4/8/1998 κατατεθειμένης στον Ο.Α.Ε.Δ.-
αναγγελίας πρόσληψης του καταγγείλαντος, που φέρει την υπογραφή του, στην οποία
αναγράφεται ως ημερομηνία πρόσληψης η 4.8.1998, β) αντίγραφο σελίδας του
ειδικού βιβλίου νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού, στο οποίο αναγράφεται ως
ημερομηνία πρόσληψης η 4.8.1998 και έχει τεθεί η υπογραφή του καταγγείλαντος, γ) αντίγραφο του από 7.7.2001 εγγράφου περί
καταγγελίας από την προσφεύγουσα της από 4.8.1998 σύμβασης εργασίας που είχε
συνάψει με τον καταγγείλαντα, κατατεθειμένου στον Ο.Α.Ε.Δ (αρ. πρωτ. 7027/13.7.2001)
και δ) αντίγραφο της προαναφερόμενης από 14.7.2000 επιστολής προς τον ως άνω
Πρέσβη. Το καθού, εξάλλου, με την από 15.12.2009
έκθεση απόψεών του, ζητά την απόρριψη της προσφυγής.
Επειδή, τόσο από την από 14.7.2000
επιστολή της ίδιας της νομίμου εκπροσώπου της προσφεύγουσας προς τον Πρέσβη
(στην οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο συντάχθηκε, αναγράφεται,
πάντως, ότι ο καταγγέλλων εργάζεται σε αυτή από το
έτος 1990) όσο και από την από 29.5.1996 ιδιωτική ασφάλιση με την ασφαλιστική
εταιρεία «INTERAMERICAN» στην οποία ως συμβαλλόμενο
μέρος αναγράφεται η ίδια η προσφεύγουσα επιχείρηση, προκύπτει απασχόληση του καταγγέλλοντος στην ως άνω επιχείρηση κατά το πριν από τις
4.8.1998 χρονικό διάστημα, η οποία, άλλωστε, συνομολογείται, και από την ίδια
την προσφεύγουσα στις ενστάσεις που υπέβαλε εγγράφως στην Τ.Δ.Ε,
όπου δήλωσε ότι απασχολούσε περιστασιακά από το έτος 1992 και μετά τον καταγγέλλοντα, και δεν αναιρείται από μόνη την τυχόν
έλλειψη γνώσης της ελληνικής γλώσσας από τον ανωτέρω. Και ναι μεν η προσφεύγουσα
με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλει ότι ο καταγγέλλων
δεν συνδεόταν μαζί της με σχέση εξαρτημένης εργασίας αλλά με τρίτα πρόσωπα,
πελάτες της, που αγόραζαν υλικά μονώσεως και στεγανοποιήσεως και από τους οποίους αμειβόταν, πλην, όμως,
δεν προσκομίζει στοιχεία που να αποδεικνύουν τον εν λόγω ισχυρισμό, ο οποίος,
άλλωστε, έρχεται σε αντίθεση με όσα προέβαλε δια της υποβληθείσης στην Τ.Δ.Ε. ενστάσεως περί απασχόλησης από την ίδια του καταγγέλλοντος. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει
στοιχεία για τη φύση της εργασίας, και ειδικότερα στοιχεία που να αποδεικνύουν
τον προβληθέντα με τις ανωτέρω ενστάσεις ισχυρισμό
της περί σύναψης σύμβασης έργου, η δε κατάθεση του μάρτυρα εργαζόμενου στην
προσφεύγουσα επιχείρηση- ... ενώπιον της Τ.Δ.Ε δεν
παρίσταται πειστική λόγω της σχέσης εξάρτησης που τον συνδέει με την
προσφεύγουσα και του γεγονότος ότι δεν συνεπικουρείται από έγγραφα στοιχεία.
Κατ΄ ακολουθία, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενόψει των στοιχείων που
εμπεριέχονται στο φάκελο, η διάκριση της φύσεως της παρασχεθείσης εργασίας
είναι δυσχερής, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ως όφειλε έχοντας, κατ΄ εφαρμογή
του τεκμηρίου του άρθρου 2 παρ.1 του ΑΝ.Ν. 1846/1951,
το σχετικό βάρος της αποδείξεως, τον ισχυρισμό της περί μη απασχόλησης του καταγγέλλοντος με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά το προ
της 4.8.1998 χρονικό διάστημα, μετά το οποίο, εξάλλου, προσελήφθη, ως δεν
αμφισβητείται (βλ. σχετ. και το ειδικό βιβλίο νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού,
την αναγγελία πρόσληψης στον Ο.Α.Ε.Δ και το έγγραφο
περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας) με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Για την
παρασχεθείσα δε, στα πλαίσια της ανωτέρω σχέσεως, εργασία, ο καταγγέλλων υπαγόταν στην ασφάλιση του Ιδρύματος,
ανεξαρτήτως της τυχόν υφιστάμενης σχέσης μαθητείας που επικαλέσθηκε η
προσφεύγουσα ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ότι τους συνέδεε -η
οποία, πάντως, δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας -και της
παροχής ή μη αμοιβής προς το μαθητευόμενο (άρθρο παρ. 1 εδ.γ΄
α.ν. 1846/1951, βλ. και ΔΕφΠειραιά
683/1992), αλλά και ανεξαρτήτως της τυχόν περιστασιακής απασχόλησης του καταγγέλλοντος στην προσφεύγουσα επιχείρηση, αφού η
τελευταία δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη άλλης
επαγγελματικής του απασχόλησης, η οποία, σε σύγκριση με την απασχόληση στην
προσφεύγουσα να αποτελούσε την κύρια πηγή βιοπορισμού του με βάση το χρόνο που
διέθετε γι΄ αυτή και τα πραγματοποιούμενα από αυτή εισοδήματα (ΣτΕ 217/1994, 1592/1994). Εξάλλου, ο καταγγέλλων
υπαγόταν αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην ασφάλιση του Ιδρύματος, ανεξαρτήτως
των μεταξύ τους ειδικότερων συμφωνιών (περί ιδιωτικής ασφάλισης, καταβολής
ασφαλίστρων κλπ) και του εάν κατά τον κρίσιμο χρόνο της εργασίας ήταν κάτοχος
άδειας παραμονής ή εργασίας, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, η
έλλειψη των αδειών αυτών, συνεπαγόμενη, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων στον
ίδιο ή στον εργοδότη, δεν επιδρά στο κύρος της ασφαλιστικής σχέσεως με το
Ι.Κ.Α. και δεν εμποδίζει το Ίδρυμα να επιβάλει εισφορές στον εργοδότη που
απασχολεί αλλοδαπούς και δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς αυτό (ΣτΕ 2266/2009). Ως εκ τούτου, νομίμως δεν έγινε δεκτός από
την Τ.Δ.Ε. ο ισχυρισμός περί του ότι μέχρι την ημερομηνία πρόσληψης
του καταγγέλλοντος αυτός στερείτο
άδειας παραμονής και, για το λόγο αυτό, ήταν αδύνατο να απασχοληθεί ως
εργάτης-υπάλληλος. Ομοίως, νομίμως απερρίφθη από την ανωτέρω Επιτροπή ο
ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί μη δυνατότητας αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης
πέραν της πενταετίας, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της
παρούσας, ο χρονικός αυτός περιορισμός κάμπτεται όταν έχει εκδοθεί, όπως εν
προκειμένω, σε βάρος της εργοδότριας πράξη επιβολής εισφορών, η οποία
συνεπάγεται την αναγνώριση έναντι του ασφαλισμένου των ημερών εργασίας στις
οποίες αφορά. Κατόπιν τούτων, νομίμως εκδόθηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας τόσο
οι ένδικες Π.Ε.Ε., όσο και, ενόψει του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα σε σχέση με τις Π.Ε.Ε., οι ένδικες Π.Ε.Π.Ε.Ε.,
για την ασφαλιστική τακτοποίηση του ανωτέρω εργαζομένου. Επομένως, ορθώς έκρινε
η Τ.Δ.Ε. με την προσβαλλόμενη απόφασή της, απορριπτομένων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της
προσφεύγουσας.
Επειδή,
κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση μέρους του καταβληθέντος παραβόλου,
ποσού 4,5 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο
277 παρ.9 ΚΔιοικΔ) και η επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του υπολοίπου, ποσού 4,5 ευρώ, στην προσφεύγουσα (άρθρο 277 παρ.2 και 11 ΚΔιοικΔ). Τέλος, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να
απαλλαγεί η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 παρ.1 ΚΔιοικΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση μέρους του
καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 4,5 ευρώ, υπέρ του
Ελληνικού Δημοσίου και την επιστροφή του λοιπού παραβόλου, ποσού 4,5 ευρώ, στην προσφεύγουσα.
Απαλλάσσει την προσφεύγουσα από τα
δικαστικά έξοδα.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε
στον Πειραιά στις 19-3-2010 και η
απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση στις
28-4-2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΑΘΗΝΑ ΜΥΛΩΝΑ ΝΙΚΟΥΛΑ ΜΑΡΟΥΛΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΝΑ ΧΑΤΖΙΚΟΥ