ΤρΔΠρΑθ
10115/2013
Κατάληψη
ακινήτου Ιδρύματος και διαμόρφωσή του σε πλατεία -.
Παράνομες πράξεις με υλικές ενέργειες
οργάνων διοίκησης στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους. Προϋπόθεση για αποζημίωση η
επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας. Αγωγή αποζημιώσεως για απόδοση
διαφυγόντος κέρδους. Εννοια διαφυγόντος κέρδους.
Πιθανότητα υπάρξεως τούτου [ΑΚ 298] και προϋποθέσεις για την ίδρυση και
λειτουργία σταθμών αυτοκινήτων PARKING. Διαπίστωση μη ύπαρξης
προπαρασκευαστικών πράξεων και περιστάσεων ώστε να καταστεί λίαν πιθανόν το
κέρδος, ανεξαρτήτως της παράνομης κατάληψης του οικοπέδου. Διαπίστωση της μη
απόδειξης αποθετικής ζημίας και αδικαιολόγητου πλουτισμού. Απορρίπτει την
αγωγή.
Αριθμός απόφασης 10115/2013
ΓΑΚ 11069/2012
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα 19° Τριμελές
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Μαρτίου 2013, με δικαστές
τους, Παναγιώτη Δανιά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Κωνσταντίνο Ζουρνατζή, Ιωάννη Δροσόπουλο (Εισηγητή), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και
γραμματέα την Ευφροσύνη Σακκά, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 22-12-2005,
του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος με την επωνυμία «Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο
Βουλιαγμένης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών», που εδρεύει στη Βουλιαγμένη
Αττικής (οδός Απόλλωνος αριθ. 28), το οποίο παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο
133 παρ. 2 εδ. β'του ΚΔΔ
του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευάγγελου Μπίκα,
κατά του Δήμου Αθηναίων, που εκπροσωπήθηκε από το Δήμαρχο του, ο οποίος
παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β'του ΚΔΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέλιου Μπεζαντέ.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε
σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε κατά
το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ζητείται παραδεκτώς,
όπως το αίτημα αυτής περιορίσθηκε από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό με το από 13-3-2013 κατατεθέν υπόμνημα του ενάγοντος
Φιλανθρωπικού Ιδρύματος, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων
οφείλει να καταβάλει σε αυτό, νομιμοτόκως, ως
αποζημίωση κατ' άρθρα 105 - 106 ΕισΝΑΚ, άλλως,
σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ), το
συνολικό ποσό των 567.882 ευρώ, άλλως το ποσό των 415.767 ευρώ, για τη ζημία
που, κατά τους ισχυρισμούς του, έχει υποστεί από την απώλεια διαφυγόντων κερδών
κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 31-12-2005, λόγω της αποδιδόμενης σε
παράνομες ενέργειες του εναγόμενου παρεμπόδισης του ενάγοντος να εκμεταλλευθεί
οικόπεδο ιδιοκτησίας του.
2. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα
(π.δ.456/1984, Α' 164) ορίζει ότι: «Για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των
οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει
ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη
έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος...»
και το άρθρο 106 αυτού ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων
εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται
στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς
αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής
πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά
και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νπδδ, ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών
ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες απορρέουν από την οργάνωση
και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών προς εξυπηρέτηση των γενικότερου
ενδιαφέροντος σκοπών που επιδιώκονται από το Δημόσιο ή το οικείο νπδδ, όχι δε και όταν συνάπτονται με την ιδιωτική
διαχείριση του Δημοσίου ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε
έξω από τον κύκλο των υπηρεσιακών αυτών καθηκόντων του (ΣτΕ
740/2001, 3626/2001). Είναι δε παράνομη η σχετική εκτελεστή πράξη ή υλική
ενέργεια (ή οι αντίστοιχες παραλείψεις) των οργάνων του Δημοσίου ή ορισμένου νπδδ, όταν με τη διοικητική αυτή πράξη ή υλική ενέργεια
παραβιάζεται κανόνας δικαίου με τον οποίο προστατεύεται δικαίωμα ή συμφέρον του
ζημιωθέντος (πρβλ. ΣτΕ 2171/2000, 3303/2001), ενώ και
απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η επίκληση και
απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας (ΣτΕ 4913/1998).
Εξάλλου, κατ' εφαρμογή των ως άνω άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ.,
ο διοικούμενος δικαιούται να απαιτήσει και διαφυγόν κέρδος, κατά το άρθρο 298
του Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 3626/2001,
2171/2000, 4913/1998). Ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς
με πιθανότητα, σύμφωνα με την πιθανή πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές
περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Προκειμένου
περί του διαφυγόντος κέρδους, το οποίο, κατά κανόνα, δεν είναι επιδεκτικό
πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, επιτρέπεται στον δικαστή να αρκεσθεί στην,
πιθανότητα, η οποία υφίσταται όταν συντρέχουν ικανοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ
της αλήθειας και δεν προκύπτει κάτι αντίθετο (πρβλ. Α.Π. 1249/1994, 79/1966).
Τέλος, τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με
βάση την κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι
ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, κατά το
άρθρο 73 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το
άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α' 97), να εκτίθενται στην αγωγή. Απαιτείται
δηλαδή η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων
περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα
επί μέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΣτΕ 1479/2006, Α.Π. 20/1992 Ολομ.,
83/2002).
3. Επειδή, εξάλλου, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ίδρυση και
λειτουργία σταθμών αυτοκινήτων και η διαδικασία για τη χορήγηση των σχετικών
αδειών ρυθμίζονται με το π.δ. 455/1976 (Α' 169) που
εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση, εκτός των άλλων, του ν.δ/τος 511/1970 «Περί ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών
καυσίμων, σταθμών αυτοκινήτων, πλυντηρίων αυτοκινήτων και περί κυκλοφοριακής
συνδέσεως εγκαταστάσεων μετά οδών» (Α' 91). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1
του ανωτέρω π.δ/τος, όπως
συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 326/19-29-Ιουλίου 1991 (Α' 117), οι σταθμοί αυτοκινήτων
διακρίνονται, μεταξύ άλλων, αφενός στην κατηγορία των στεγασμένων και στην
κατηγορία των υπαίθριων (παρ. 1) και αφετέρου σε ιδιωτικής χρήσης και σε
δημοσίας χρήσης (παρ. 2). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του κεφαλαίου Ζ' (άρθρα
27 έως 29) του ανωτέρω π.δ/τος,
το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπαίθριοι σταθμοί αυτοκινήτων», προβλέπεται στο άρθρο
27 παρ. 1 ότι: «Υπαίθριος σταθμός αυτοκινήτων χαρακτηρίζεται ακάλυπτος χώρος
χρησιμοποιούμενος δια τη στάθμευσιν, ολικήν ή μερικήν διανυκτέρευση
δέκα αυτοκινήτων και άνω», στο άρθρο 28 παρ. 1, 5, 6 και 7 ότι: «1. Η θέσις των υπαιθρίων σταθμών αυτοκινήτων είναι τοιαύτη ώστε
η λειτουργία των να μη επηρεάζη δυσμενώς την ομαλήν και ασφαλή διεξαγωγήν της
κυκλοφορίας ως και τα τυχόν υφιστάμενα εν αμέσω
γειτνιάσει ή έναντι εκπαιδευτήρια, γηροκομεία και άσυλα εν γένει ή την εμφάνισιν της περιοχής. 2. Εις πάσαν
περίπτωσιν απαγορεύεται η ίδρυσις υπαιθρίου σταθμού
αυτοκινήτων εν αμέσω γειτνιάσει κατά την έννοιαν του άρθρου 3 παρ. 2 περιπτ.
γ' του παρόντος μετά των νοσηλευτικών ιδρυμάτων εν γένει και αποθηκών εύφλεκτων
ή εκρηκτικών υλών ή υπεράνω υφισταμένων υπογείων χώρων. 3. ... 5. Εις
καταλλήλους εν τω σταθμώ θέσεις τοποθετώνται
αυτόματοι πυροσβεστήρες κόνεως εκτοξευομένης
δια διοξειδίου του άνθρακος βάρους γομώσεως εκάστουεξ
(6) χιλιόγραμμων τουλάχιστον ή χωρητικότητας δέκα λίτρων τουλάχιστον, αριθμού
δε αντιστοίχου προς ένα πυροσβεστήρα ανά δέκα αυτοκίνητα χωρητικότητας σταθμού.
6. Εις ας περιπτώσεις η καθ' εκάστην λειτουργία υπαιθρίου σταθμού αυτοκινήτων
παρατείνεται και πέραν της 18ης ώρας απαραιτήτως προβλέπεται ηλεκτρική εγκατάστασις φωτισμού αυτού, εις τρόπον ώστε να
εξασφαλίζεται ο έλεγχος της κατά την διάρκειαν των
εσπερινών και νυκτερινών ωρών φυλάξεως και διακινήσεως των σταθμευόντων αυτοκινήτων.
7. Έκαστος υπαίθριος σταθμός: α) φέρει περιτοίχισιν ή
περίφραξιν εξ ακαύστου υλικού αποκλειόμενης ούτω της
διενεργείας ελιγμών επί των πεζοδρομίων ή της καταλήψεως τούτων υπό των
αυτοκινήτων, β) έχει επιστρωμένην την ωφέλιμον του επιφάνειαν δΓ ασφαλτικού τάπητος, γ) έχει διαγραμμισθή
επί του δαπέδου η διάταξις των προς στάθμευσιν αυτοκινήτων, δ) διαθέτει είσοδον
- έξοδον πλάτους 3.00 έως 6.00 μ. κατά την κρίσιν της
υπηρεσίας αναλόγως του μεγέθους του σταθμού, προ εκάστης δε σειράς αυτοκινήτων αφίεται διάδρομος πλάτους από 3.00 μ. μέχρις 6.00 μ.
τουλάχιστον αναλόγως της διατάξεως σταθμεύσεως των αυτοκινήτων ως τα κάτωθι
ενδεικτικά σκαριφήματα (1, 2, 3)ε) διαθέτει γραφείον
κινήσεως κατεσκευασμένον εξ ακαύστου υλικού, στ)
φέρει ανηρτημένην πινακίδα εμφαινουσα
τον αριθμόν και την διάταξιν των θέσεων σταθμεύσεως.
8και στο άρθρο 29 που φέρει τον τίτλο «Διαδικασία χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως
και λειτουργίας» ότι: «1. Αι άδειαι ιδρύσεως των
υπαιθρίων σταθμών αυτοκινήτων εξαμήνου ισχύος, χορηγούνται υπό των κατά τόπους
Νομαρχιών τη υποβολή υπό των ενδιαφερομένων των κάτωθι δικαιολογητικών: α)
Αιτήσεως, β) τοπογραφικού σχεδιαγράμματος της περιοχής συντεταγμένου και
υπογεγραμμένου υπό του κατά νόμον υπευθύνου μηχανικού
εις τριπλούν υπό κλίμακα 1:200 και εις ακτίνα 50 μέτρων, εις ο σημειούται η θέσις και η έκτασις του σταθμού και η επ' αυτής ρυμοτομική γραμμή, τα
πλάτη των οδών και η επ' αυτών πορεία των οχημάτων ως και το είδος των
γειτονικών προς τον σταθμόν κτισμάτων και χώρων, γ)
υπευθύνου δηλώσεως του αιτούντος συμφώνως προς τας διατάξεις του Ν.Δ. 105/69
ότι έχει νόμιμον δικαίωμα δια την χρησιμοποίησιν
του ακινήτου ως υπαιθρίου σταθμού, δ) σχεδιαγράμματος εις τριπλούν της
κυκλοφοριακής διατάξεως των χώρων σταθμεύσεως μετά των διαδρόμων προσπελάσεως
υπό κλίμακα 1:100 ΦΑ ή 1:50. 2. Η άδεια λειτουργίας των υπαιθρίων σταθμών
αυτοκινήτων εις ην αναγράφεται ο αριθμός των θέσεων σταθμεύσεως, χορηγείται
μετά διενέργειαν υπό της Επιτροπής του άρθρου 23 του
παρόντος αυτοψίας προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των
εν τω παρόντι όρων και λοιπών αναγκαιουσών προϋποθέσεων και μετά την υποβολήν υπό των ενδιαφερομένων βεβαιώσεως της οικείας
Οικονομικής Εφορίας εμφαινούσης ότι υπεβλήθη υπ' αυτών δήλωσις
περί της εκμεταλλεύσεως του υπ' όψιν σταθμού. 3. Η κατά το παρόν άρθρον
χορηγούμενη άδεια λειτουργίας υπαιθρίου σταθμού αυτοκινήτων είναι ισχύος τριών
(3) ετών, δυναμένη να ανανεούται ανά τριετίαν. 4.
...». Από τις ανωτέρω διατάξεις, και
ιδίως εκείνες του άρθρου 29 του π.δ/τος 455/1976, συνάγεται ότι η παραχώρηση στον ενδιαφερόμενο
από την αρμόδια αρχή άδειας ίδρυσης υπαίθριου σταθμού- αυτοκινήτων προηγείται
και αποτελεί προϋπόθεση για την περαιτέρω χορήγηση της σχετικής άδειας
λειτουργίας (πρβλ. ΣτΕ 3928/1990). Επίσης, από τις
ανωτέρω διατάξεις της παρ. 7 (περ. α' και ε') του άρθρου 28 του ως άνω π.δ/τος, προκύπτει ότι για να
χορηγηθεί, τελικώς, κατ' άρθρο 29 παρ. 2 του εν λόγω π.δ/τος, άδεια λειτουργίας υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων σε
ορισμένο ακάλυπτο χώρο, πρέπει, εκτός των άλλων, ο χώρος αυτός να φέρει
περιτοίχιση ή περίφραξη εξ άκαυστου υλικού, σύμφωνα δε με τις οικείες διατάξεις
των άρθρων 19 παρ. 1 του ν.δ/τος
της 17-7/16-8-1923 (Α' 228) και 18 (παρ. 1) και 22 του Γενικού Οικοδομικού
Κανονισμού (ν. 1577/1985, Α' 210), ενώ για την εκτέλεση επί του ακινήτου των
ανωτέρω κατασκευών (περιτοίχισης ή περίφραξης και γραφείου κινήσεως) πρέπει να
προηγηθεί η χορήγηση σχετικής άδειας από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία
(πρβλ. ΣτΕ, 1555/1997,1070/1981).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας
προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο ενάγον Ίδρυμα ανήκει, κατά πλήρη κυριότητα,
οικόπεδο, έκτασης 2.135 τ.μ. μετά της επ' αυτού παλαιάς οικίας, το οποίο
βρίσκεται στην Αθήνα, στη συνοικία Κολωνός και περικλείεται από τις οδούς Αντιφάντους, Ξανθίππης, Δράμας και Διστόμου. Με το από
28-2-1982 π.δ. «περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού
σχεδίου της Αθήνας» (Δ' 196) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου
της Αθήνας με το χαρακτηρισμό του χώρου που περικλείεται από τις
προαναφερόμενες οδούς ως χώρου κοινόχρηστου πρασίνου και παιδικής χαράς, καθώς
και με τον χαρακτηρισμό της οδού Διστόμου ως πεζόδρομου. Κατόπιν, συντάχθηκε
σχετικά από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών η 21/1988 πράξη
προσκύρωσης, τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας, με την
οποία καθορίσθηκαν οι υποχρεώσεις του Δήμου και των τρίτων έναντι του ενάγοντος
Ιδρύματος. Η πράξη αυτή κυρώθηκε στη συνέχεια με την υπ' αριθ.
22794/713/30-9-1988 απόφαση της Διευθύντριας της ίδιας υπηρεσίας, όμως έμεινε
έκτοτε σε εκκρεμότητα, ενώ, στο μεταξύ, ο εναγόμενος Δήμος κατέλαβε το ένδικο
ακίνητο και το διαμόρφωσε σε πλατεία παραδίδοντας την προς χρήση στους δημότες
του στις 6-10-1988, έκτοτε δε ο εν λόγω χώρος λειτουργεί ως πλατεία. Ακολούθως,
ενόψει του ότι η Διοίκηση δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία για τη συντέλεση της
ανωτέρω απαλλοτρίωσης, το ενάγον Ίδρυμα με αιτήσεις του προς το Υπουργείο
Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, τη Νομαρχία Αθηνών και τον
εναγόμενο Δήμο ζήτησε την άρση της προαναφερόμενης απαλλοτρίωσης, στις οποίες
αιτήσεις ουδεμία απάντηση έλαβε. Η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει την
απαλλοτρίωση ακυρώθηκε με την 1868/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Αθηνών, στο οποίο προσέφυγε το ενάγον Ίδρυμα και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη
Διοίκηση, προκειμένου να προβεί στην άρση της επίδικης απαλλοτρίωσης.
5. Επειδή, ήδη το ενάγον Ίδρυμα με την κρινόμενη αγωγή και το σχετικώς
κατατεθέν υπόμνημα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος Δήμος από τις 6-10-1988
παράνομα αφαίρεσε από αυτό τη νομή και την κατοχή που ασκούσε μέχρι τότε το
ίδιο ως κύριος επί του ανωτέρω ακινήτου, διαμορφώνοντας το σε πλατεία που
παραδόθηκε προς χρήση κατά την ως άνω ημερομηνία στους δημότες του, το οποίο
(ακίνητο) ο προαναφερόμενος Δήμος εξακολουθεί εφεξής να χρησιμοποιεί για τον
ανωτέρω σκοπό και δεν το παραδίδει κενό και ελεύθερο στο ενάγον προσβάλλοντας
με τον τρόπο αυτό την ιδιοκτησία του Ιδρύματος, κατ' άρθρο 17 παρ. 1 του
Συντάγματος. Ειδικότερα, το ενάγον προβάλλει ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του
για εκμετάλλευση του ακινήτου αυτού, που συνίσταται εν προκειμένω είτε στην
μίσθωση θέσεων στάθμευσης σε υπαίθριο σταθμό αυτοκινήτων που θα λειτουργούσε
στο εν λόγω οικόπεδο, είτε στην μίσθωση διαμερισμάτων ιδιοκτησίας του, τα οποία
θα αποκτούσε το ενάγον σε πολυκατοικία που θα αναγειρόταν στο χώρο αυτό με το
σύστημα της αντιπαροχής ύστερα από σχετική συμφωνία με εργολάβο. Από την ως άνω
δε παράνομη στέρηση εκμετάλλευσης του ένδικου ακινήτου του το ενάγον Ίδρυμα
ισχυρίζεται ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (από 1-1-2001 έως 31-12-2005)
υπέστη ζημία από διαφυγόντα κέρδη, η οποία συνίσταται στο συνολικό ποσό των
567.882 ευρώ που μετά βεβαιότητας, άλλως, μετά πιθανότητας θα εισέπραττε, κατά
τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εκμίσθωση διαμερισμάτων, τα οποία θα
είχαν περιέλθει στην κατοχή του από την ανέγερση πολυκατοικίας με το σύστημα
της αντιπαροχής και συγκεκριμένα: α) στο ποσό των 106.422 ευρώ για το χρονικό
διάστημα από 1-1-2001 έως 31-12-2001, β) στο ποσό των 109.714 ευρώ για το
χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12-2002, γ) στο ποσό των 113.576 ευρώ για
το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2003, δ) στο ποσό των 117.210 ευρώ
για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 31-12-2004 και ε) στο ποσό των 120.960
ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-12-2005. Επικουρικά δε, το
ενάγον ισχυρίζεται ότι η ζημία του, σε κάθε περίπτωση ανέρχεται στο συνολικό
ποσό των 415.767 ευρώ που μετά βεβαιότητας, άλλως, μετά πιθανότητας θα
εισέπραττε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από τη λειτουργία στο ένδικο
οικόπεδο χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, άλλως από την εκμίσθωση του οικοπέδου σε
τρίτον γα να το εκμεταλλευθεί ως χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων και συγκεκριμένα:
α) στο ποσό των 77.915 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως
31-12-2001, β) στο ποσό των 80.325 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως
31-12-2002, γ) στο ποσό των 83.153 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003
έως 31-12-2003, δ) στο ποσό των 85.814 ευρώ για το χρονικό διάστημα από
1-1-2004 έως 31-12-2004 και ε) στο ποσό των 88.560 ευρώ για το χρονικό διάστημα
από 1-1-2005 έως 31-12-2005. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του το ενάγον
προσκομίζει την από 7-10-2011 έκθεση
πραγματογνωμοσύνης του
, αρχιτέκτονα - μηχανικού, ο οποίος αναφέρει, μεταξύ
άλλων, ότι « ... η επιφάνεια του επίδικου οικοπέδου ανέρχεται σε 2.055,96 τ.μ.
Αυτό σημαίνει ότι με ΣΔ = 3 που ισχύει στην περιοχή επί του οικοπέδου δύναται
να οικοδομηθεί ακίνητο συνολικής επιφάνειας 6.167,88 τ.μ. ...» και προτείνει
«... Θα ήταν προτιμότερο το Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης να έχει
έτοιμες εναλλακτικές προτάσεις προς το Δήμο, οι οποίες θα διασφαλίσουν την
εκμετάλλευση του χώρου προς όφελος του Ορφανοτροφείου και δεν θα αλλοίωναν την
χρήση του από την σημερινή του μορφή. Μια τέτοια λύση θα ήταν να δοθεί η
πολεοδομική δυνατότητα από το Δήμο προς τον ΕΟΒ να δημιουργήσει κάτω από την
πλατεία ένα υπόγειο parking σε συνδυασμό με άλλες
υπόγειες εμπορικές χρήσεις, συμβατές με τις πολεοδομικές διατάξεις. Την πλήρη
χρήση και εκμετάλλευση ων υπόγειων αυτών λειτουργιών θα την έχει το Ίδρυμα και
ην πλατεία θα την διαχειρίζεται με την υπάρχουσα μορφή ο Δήμος». Αντίθετα, ο
εναγόμενος Δήμος, με το από 13-3-2013 υπόμνημα του, ζητεί την απόρριψη της
κρινόμενης αγωγής προβάλλοντας ότι το ενάγον δεν απέδειξε την ζημία που
επικαλείται, καθώς δεν προβαίνει με την αγωγή του σε εξειδικευμένη και
λεπτομερή μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και των
προπαρασκευαστικών μέτρων που έλαβε και τα οποία καθιστούν πιθανό το
προαναφερόμενο κέρδος του.
6. Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) για τη λειτουργία
υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων στο χώρο όπου βρίσκεται το ακίνητο του ενάγοντος
προβλέπεται, σε κάθε περίπτωση, η προηγούμενη έκδοση άδειας ίδρυσης και,
κατόπιν, άδειας λειτουργίας, για τη χορήγηση δε της τελευταίας απαιτείται,
μεταξύ των άλλων, ο εν λόγω χώρος του Ιδρύματος να φέρει περιτοίχιση ή
περίφραξη από άκαυστο υλικό, να διαθέτει γραφείο κίνησης κατασκευασμένο από
άκαυστο υλικό, ενώ για την εκτέλεση των ανωτέρω κατασκευών (περιτοίχισης ή
περίφραξης και γραφείου κίνησης) πρέπει να προηγηθεί η έκδοση σχετικής άδειας
από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, β) από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν
προκύπτει, ούτε το ενάγον Ίδρυμα ισχυρίζεται ότι προέβη το ίδιο σε καμία
προπαρασκευαστική ενέργεια προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, προκειμένου να
εξασφαλίσει για το χώρο όπου βρισκόταν το ένδικο ακίνητο την απαιτούμενη άδεια
ίδρυσης και λειτουργίας υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων με σκοπό να εκμεταλλευτεί
οικονομικά αυτό με την ανωτέρω χρήση, γ) το ενάγον δεν αποδεικνύει ότι προέβη
σε προπαρασκευαστικές ενέργειες, προκειμένου να εκμεταλλευτεί το ανωτέρω
ακίνητο μισθώνοντας διαμερίσματα που θα περιέρχονταν στην κυριότητα του δια του
συστήματος της αντιπαροχής, καθόσον δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει ούτε
συμφωνητικό μεταξύ του ιδίου και εργολάβου, με το οποίο το Ίδρυμα να δίνει ως αντιπαροχή
το επίδικο ακίνητο, ούτε και οικοδομική άδεια εκδοθείσα από την αρμόδια
Πολεοδομία για την ανέγερση πολυκατοικίας στο οικόπεδο του, ή τουλάχιστον
υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών προς την πολεοδομική Αρχή για την
έκδοση της εν λόγω άδειας, κρίνει ότι, ανεξαρτήτως της παράνομης κατάληψης του
οικοπέδου του ενάγοντος Ιδρύματος, δεν απεδείχθη ότι αυτό υπέστη αποθετική
ζημία, όπως αυτή προβάλλεται με την κρινόμενη αγωγή και το σχετικώς κατατεθέν
υπόμνημα, αυτό την αδυναμία οικονομικής εκμετάλλευσης του ως άνω ακινήτου του,
οφειλόμενη στις ανωτέρω παράνομες ενέργειες του εναγόμενου, καθόσον δεν είναι
δυνατόν, εν προκειμένω, να πιθανολογηθούν ως προσδοκώμενα, κατά τη συνηθισμένη
πορεία των πραγμάτων, τα επικαλούμενα από το ενάγον διαφυγόντα κέρδη,
απορριπτόμενου κάθε αντίθετου ισχυρισμού του ως αβασίμου. Περαιτέρω, αφού δεν
αποδεικνύεται ζημία του ενάγοντος από τις ανωτέρω ενέργειες του εναγομένου, δεν
προκύπτει αδικαιολόγητος πλουτισμός του τελευταίου και, για το λόγο αυτό, η
κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί και κατά την επικουρική αυτή βάση.
7. Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να
απορριφθεί, περαιτέρω δε, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί το ενάγον
Ίδρυμα από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 παρ. 1 εδ.
τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Απορρίπτει
την αγωγή.
- Απαλλάσσει
το ενάγον Φιλανθρωπικό Ίδρυμα με την επωνυμία «Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο
Βουλιαγμένης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών» από τα δικαστικά έξοδα.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2013 και η
απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 10
Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο
ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ
Α. Παπανικολάου 6 αντίγραφα