ΤρΔΠρΠειρ 12/2010

 

Κοινωνική ασφάλιση - Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ. -Επικουρική σύνταξη -.

 

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5, 13 και 17 του Κανονισμού Παροχών του Τ.Ε.Α.Υ.ΕΚ., η απαίτηση ασφαλισμένου του εν λόγω Ταμείου για καταβολή επικουρικής σύνταξης σε αυτόν υπόκειται σε μονοετή παραγραφή από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο αυτή κατέστη απαιτητή, υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώθηκε για τη διαδικασία, τον τρόπο και το χρόνο καταβολής των συνταξιοδοτικών παροχών, ώστε να μην απωλέσει το δικαίωμα του στις παροχές αυτές λόγω ελλιπούς ή εσφαλμένης ενημερώσεως του, όπως υπαγορεύεται από τις αρχές του κοινωνικού κράτους, της χρηστής διοίκησης και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Για το λόγο δε αυτό κρίθηκε ότι δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή απαίτηση της αιτούσας για χορήγηση σε αυτήν επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της, λόγω του ότι η σχετική πράξη απονομής συντάξεως κοινοποιήθηκε δεν κοινοποιήθηκε στη διεύθυνση της κατοικίας της, αλλά σε άλλη διεύθυνση, έστω και εσφαλμένως δηλωθείσα.

 

Αριθμός απόφασης 12/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 1ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2009 με Δικαστές τους: Διαμάντω Γεωργούλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., προεδρεύουσα λόγω αποχωρήσεως από την υπηρεσία της Προέδρου του Τμήματος Μαριάνθης Γεωργακοπούλου και κωλύματος των αρχαιοτέρων αυτής Δικαστών, Βασιλική Μπάλλα και Αικατερίνη Μωυσιάδου (Εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και Γραμματέα την Ασημίνα Μώρου, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία καταθέσεως την 18.07.2003,

 

τ η ς  ..., κατοίκου Αθηνών (...), η οποία παρέστη με δήλωση κατ άρθρον 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. της πληρεξουσίας δικηγόρου Βικτωρίας Νινίκα-Δημητρέλλου, την οποία διόρισε με εξουσιοδότηση,

 

κ α τ ά  του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα» (Τ.Ε.Α.Ι.Τ.), ως καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων» (Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ.), νομίμως εκπροσωπουμένου υπό του Προέδρου του Διοικητικού του Συμβουλίου, ο οποίος παρέστη με δήλωση κατ άρθρον 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέφανου Παπουλίδη, τον οποίο διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.

 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

 

Η   κ ρ ί σ η   του   ε ί ν α ι   η   ε ξ ή ς:

 

 

1. Επειδή, η κρινομένη προσφυγή εισάγεται νομίμως προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως κατά τόπο αρμοδίου Δικαστηρίου μετά την έκδοση της 5604/2007 παραπεμπτικής αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την άσκηση της οποίας κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (436079 και 1057879 Σειράς Α΄ ειδικό έντυπο παραβόλου), η προσφεύγουσα, χήρα ασφαλισμένου του Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ., ζητεί παραδεκτώς να ακυρωθεί η 4029/2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω Ταμείου, δια της οποίας απερρίφθη ένστασή της κατά της 5227/01.11.2002 πράξεως του Διευθυντή του Ταμείου περί επαναχορηγήσεως σε αυτήν συντάξεως λόγω θανάτου ένα έτος αναδρομικώς από της αιτήσεως της.

 

 

3. Επειδή, δια του άρθρου 58 του Ν. Ν. 3655/2008 «Διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 58/03.04.2008), συνεστήθη από 01.10.2008 Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα» (Τ.Ε.Α.Ι.Τ.) (παρ. 1), στο οποίο εντάχθηκε, μεταξύ άλλων, ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του «Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων» ως «Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων» (Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ.) με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, και μεταφέρθηκαν στον Τομέα αυτό τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ταμείου (παρ. 2 και 4), ενώ ορίσθηκε ότι οι δημιουργούμενοι Τομείς διέπονται από τις καταστατικές διατάξεις των αντιστοίχων εντασσομένων Ταμείων και Κλάδων, οι οποίες καθίστανται καταστατικές διατάξεις τους, καθώς και από τις διατάξεις της ισχύουσας γενικής νομοθεσίας (παρ. 3). Περαιτέρω, δια του άρθρου 69 ορίσθηκε ότι το Τ.Ε.Α.Ι.Τ. αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων Ταμείων και Κλάδων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις τους, συνεχίζει δε εκκρεμείς δίκες δίχως να επέρχεται διακοπή αυτών. Ως εκ τούτου νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη το Τ.Ε.Α.Ι.Τ..

 

 

4. Επειδή, περαιτέρω, ο Κανονισμός Παροχών του Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ. (6090/Σ/01.05-06.07.1961 απόφαση Υπουργού Εργασίας, ΦΕΚ Β΄ 221), ο οποίος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα εξακολουθεί ισχύων, έχοντας καταστεί καταστατική διάταξη του Τ.Ε.Α.Ι.Τ., ορίζει στο άρθρο 5 ότι σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου του Ταμείου δικαιούται συντάξεως, μεταξύ άλλων προσώπων και επί τη συνδρομή των ειδικώς οριζομένων στη διάταξη αυτή προϋποθέσεων, η χήρα αυτού, και στο άρθρο 13 ότι η σύνταξη χορηγείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο μετά των οριζομένων δικαιολογητικών. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 του εν λόγω Κανονισμού ορίζεται ότι: «1. Αι πάσης φύσεως παροχαί (συντάξεις) , απονέμονται δι αποφάσεως του διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου εισηγήσει της αρμοδίας υπηρεσίας αυτού εφ όσον πληρούνται αι υπό του παρόντος Κανονισμού και της κειμένης Νομοθεσίας προϋποθέσεις και επισυνάπτονται άπαντα τα κεκανονισμένα δικαιολογητικά επί των υποβαλλομένων αιτήσεων περί απονομής συντάξεως και λοιπών παροχών. 2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον του παρόντος άρθρου εκδιδόμεναι αποφάσεις δέον να είναι ειδικώς ητιολογημέναι και να κοινοποιώνται εν αντιγράφω εις τον ενδιαφερόμενον εντός 2 μηνών το βραδύτερον από της υποβολής της αιτήσεως και εφ όσον αύτη συνοδεύεται υπό των απαραιτήτων πλήρων δικαιολογητικών. 3. » και στο άρθρο 19 ότι: «1. Το δικαίωμα εις σύνταξιν, έξοδα κηδείας και επιστροφήν εισφορών παραγράφεται μετά παρέλευσιν πενταετίας από της γενέσεώς του. 2. Απαιτηταί δόσεις συντάξεως μη εισπραχθείσαι εντός έτους από της ημέρας καθ ην κατέστησαν απαιτηταί παραγράφονται. 3. Ουδέποτε χορηγείται σύνταξις αναδρομικώς δια χρόνον μακρότερον των 12 μηνών από της χρονολογίας καθ ήν υπεβλήθη εις το Ταμείον η αίτησις περί συνταξιοδοτήσεως μετά των απαιτουμένων κατά τον παρόντα Κανονισμόν πλήρων δικαιολογητικών. ... 4. ... 5. ».

 

 

5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η υποχρέωση του Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ. για την καταβολή επικουρικής συντάξεως δεν είναι χρονικώς απεριόριστη, αλλά υπόκειται σε παραγραφή, εφ όσον ο δικαιούχος δεν εισέπραξε τα σχετικά ποσά εντός έτους από τότε που αυτά κατέστησαν απαιτητά (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1608/1999). Η συνέπεια όμως αυτή επέρχεται μόνον στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος ασφαλισμένος ενημερώθηκε σχετικώς με τη διαδικασία, τον τρόπο και το χρόνο καταβολής των συνταξιοδοτικών παροχών, έτσι ώστε να μην απόλλυνται δικαιώματα και αντίστοιχες παροχές λόγω ελλιπούς ή εσφαλμένης ενημερώσεώς του (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1874/01). Τούτο υπαγορεύεται από τις αρχές του κοινωνικού κράτους, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, λαμβανομένου δε υπ όψιν και του ότι η ισχύουσα κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία είναι πολύπλοκη, γεγονός που δυσχεραίνει τους ασφαλισμένους στην άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων τους. Ως εκ τούτου, εφ όσον η μη είσπραξη υπό του δικαιούχου ασφαλισμένου απαιτητών συντάξεων οφείλεται στη μη ενημέρωση αυτού περί του ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές κατέστησαν απαιτητές, η τασσομένη υπό των ανωτέρω διατάξεων παραγραφή δεν μπορεί να αντιταχθεί εις βάρος του (πρβλ. Δ.Ε. Αθ. 1240/2004, Δ.Πρ. Πειραιώς 456/2007).

 

 

6. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας της προκειμένης υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα είναι χήρα του αποβιώσαντος στις 12.12.1997 ασφαλισμένου του Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ. .... Δια της 580/11.01.1999 αιτήσεώς της, την οποία υπέβαλε στο εν λόγω Ταμείο μετά των νομίμων δικαιολογητικών, και επί της οποίας αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας της η οδός ... στην Αθήνα, η προσφεύγουσα ζήτησε να της χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της. Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η 583/03.02.2000 πράξη του Διευθυντή του Ταμείου, δια της οποίας αποφασίσθηκε η χορήγηση στην προσφεύγουσα συντάξεως ένα έτος αναδρομικώς από της αιτήσεώς της, ήτοι από 11.01.1998, σε αυτήν δε αναγράφεται ως διεύθυνσή της η οδός .... Ακολούθως, η προσφεύγουσα, μη έχουσα λάβει γνώση της ανωτέρω αποφάσεως και μη έχουσα εισπράξει τα ποσά της απονεμηθείσας σε αυτήν συντάξεως, υπέβαλε εκ νέου στις 05.09.2002 αίτηση στο Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Κ. προς χορήγηση σε αυτήν συντάξεως λόγω θανάτου του συζύγου της, ισχυριζομένη ότι δεν έλαβε γνώση της ανωτέρω 583/03.02.2000 πράξεως απονομής συντάξεως και δεν εισέπραξε κανένα ποσό συντάξεως. Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η 2557/01.11.2002 πράξη του Διευθυντή του Ταμείου, με την οποία αποφασίσθηκε η επαναχορήγηση των συντάξεων στην προσφεύγουσα αναδρομικώς από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001. Κατά της πράξεως αυτής η προσφεύγουσα άσκησε την 5773/14.02.2003 ένστασή της ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, υποστηρίζοντας ότι η διεύθυνση που ανέγραψε στην αίτησή της τρίτο πρόσωπο, που συμπλήρωσε αυτήν αντί της ιδίας λόγω του ότι δεν γνωρίζει την ελληνική γραφή, ήταν διαφορετική από τη διεύθυνση κατοικίας της (... αντί του ορθού ...), ενώ η ορθή διεύθυνσή της προκύπτει από το απογραφικό δελτίο ασφαλίσεως του συζύγου της, καθώς και ότι λόγω της εσφαλμένης αυτής αναγραφής έγινε εσφαλμένη κοινοποίηση της αρχικής (583/03.02.2000) πράξεως απονομής συντάξεως, με αποτέλεσμα να μη λάβει γνώση αυτής. Η ένσταση αυτή απερρίφθη δια της προσβαλλομένης πράξεως, κατ επίκληση του άρθρου 19 παρ. 2 του Κανονισμού Παροχών. Ήδη, με την κρινομένη προσφυγή, όπως αυτή παραδεκτώς αναπτύσσεται δια των κατατεθέντων υπομνημάτων, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι κατ εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων απερρίφθη η ένστασή της, ζητεί δε την ακύρωση αυτής και τη χορήγηση σε αυτήν συντάξεως από την ημερομηνία υποβολής της αρχικής της αιτήσεως. Αντιθέτως, το καθ ου, δια των νομίμως κατατεθέντων υπομνημάτων του, ζητεί την απόρριψη της κρινομένης προσφυγής.

 

 

7. Επειδή, ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι κατάγεται από τη Ρουμανία και δεν γνωρίζει την ελληνική γραφή, για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στον κλητήρα του καθ ου Ταμείου για τη συμπλήρωση της 580/11.01.1999 αιτήσεώς της, ο οποίος εκ παραδρομής ανέγραψε ως διεύθυνση κατοικίας της την οδό ..., αντί του ορθού ... που του υπαγόρευσε η ίδια. Περαιτέρω, προβάλλει ότι λόγω της εσφαλμένης αυτής αναγραφής έγινε εσφαλμένη κοινοποίηση της αρχικής (583/03.02.2000) πράξεως απονομής συντάξεως, με αποτέλεσμα να μη λάβει γνώση αυτής, καθώς και ότι απευθύνθηκε επανειλημμένως στο καθ ου, από το οποίο έπαιρνε την απάντηση ότι η απόφαση απονομής συντάξεως θα της σταλεί στο σπίτι. Ισχυρίζεται δε ότι το καθ ου δεν εξήντλησε όλα τα μέσα γνωστοποιήσεως της πράξεως απονομής συντάξεως, όπως υπαγορεύει η αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθώς και οι γενικές αρχές του ασφαλιστικού δικαίου, αφού η ορθή διεύθυνσή της προκύπτει από το απογραφικό δελτίο ασφαλίσεως του συζύγου της και το καθ ου μπορούσε να διαπιστώσει αυτήν. Επιπλέον, προβάλλει ότι ουδέποτε κατέστησαν απαιτητές οι καταβληθείσες συντάξεις της και επομένως η σχετική της αξίωση προς λήψη αυτών δεν έχει παραγραφεί, από τη στιγμή που δεν έλαβε γνώση της πράξεως συνταξιοδοτήσεώς της. Αντιθέτως, το καθ ου προβάλλει ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί του ότι η λανθασμένη αναγραφή της διευθύνσεώς της επί της ανωτέρω αιτήσεως οφείλεται σε σφάλμα του συμπληρώσαντος αυτήν τρίτου προσώπου δεν αποδεικνύονται, περαιτέρω δε ότι εκ δικής της αμελείας και υπαιτιότητας αφ ενός ανέγραψε λανθασμένα τη διεύθυνσή της επί της εν λόγω αιτήσεως, αφ ετέρου άφησε να παρέλθει διάστημα τριών και πλέον ετών από την υποβολή της αιτήσεως προκειμένου να ενδιαφερθεί για την πορεία αυτής.

 

 

8. Επειδή, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει η μείζων σκέψη, ειδικότερα ότι η τασσομένη από τον Κανονισμό Παροχών του καθ ου παραγραφή δεν μπορεί να αντιταχθεί εις βάρος του ασφαλισμένου όταν αυτός δεν έχει ενημερωθεί περί του ότι η χορηγηθείσα σε αυτόν συνταξιοδοτική παροχή κατέστη απαιτητή, και δοθέντος ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση της αρχικής (583/03.02.2000) πράξεως απονομής συντάξεως στην προσφεύγουσα, έστω και στην εσφαλμένως δηλωθείσα διεύθυνση αυτής, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω το δικαίωμα της προσφεύγουσας να εισπράξει τα απονεμηθέντα δυνάμει της 583/03.02.2000 πράξεως ποσά συντάξεως δεν υπέκυψε σε παραγραφή, απορριπτομένων ως νόμω αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων υπό του καθ ου. Ως εκ τούτου, συντρέχει νόμιμος λόγος ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

 

 

9. Επειδή, κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση προσφυγή να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να αναγνωρισθεί ότι η προσφεύγουσα δικαιούται σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της, από 11.1.1998. Τέλος πρέπει το καταβληθέν παράβολο να αποδοθεί στην προσφεύγουσα και να καταδικασθεί το καθ ου Ταμείο στη δικαστική δαπάνη αυτής, ανερχομένη σε 264,00 ευρώ (άρθρα 277 παρ. 9 και 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται την προσφυγή.

 

 

Ακυρώνει την 4029/2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ ου Ταμείου.

Αναγνωρίζει ότι η προσφεύγουσα δικαιούται συντάξεως λόγω θανάτου του συζύγου της από 11.1.1998.

 

Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Καταδικάζει το καθ ου Ταμείο στη δικαστική δαπάνη της προσφεύγουσας, ανερχομένη σε 264 (διακόσια εξήντα τέσσερα) ευρώ.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 14 Ιουλίου 2009 και το πρωτότυπο της απόφασης υπογράφεται από την Προεδρεύουσα, λόγω αδείας της εισηγήτριας, κατ΄ άρθρο 194 παρ. 3 εδ. β΄ Κ.Δ.Δικ.

 

 

   Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΙΑΜΑΝΤΩ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ                ΑΣΗΜΙΝΑ ΜΩΡΟΥ

 

Και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 5 Ιανουαρίου 2010, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με άλλη σύνθεση, λόγω αλλαγής της σύνθεσης του Τμήματος.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΥ                 ΑΣΗΜΙΝΑ ΜΩΡΟΥ