ΤρΔΠρΠειρ 1709/2011
Φορολογία εισοδήματος. Υποκείμενο φόρου. Απαλλαγή φόρου
εισοδημάτων. Σύμβαση Ελλάδος-Ιταλίας αποφυγής διπλής φορολογίας. Φορολογικής
κατοικίας. Υπαγωγή φόρου στην Ελλάδα των εισοδημάτων Ιταλίδας υπηκόου.
Διοικητικό
Πρωτοδικείο Πειραιώς
8ο Τριμελές
Αριθμός 1709/2011
... κρίθηκε, σε
δεύτερο βαθμό, ότι το άρθρο 4 της Σύμβασης μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής
Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Ιταλίας για την αποφυγή της διπλής
φορολογίας σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και την αποτροπή
της φοροδιαφυγής, η οποία από την επικύρωσή της με το ν. 1927/1991, αποτελεί
σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού
ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, προσδιορίζει
την έννοια της φορολογικής κατοικίας ενός προσώπου στα πλαίσια της εν λόγω
Σύμβασης, ορίζοντας α) ότι θεωρείται ότι είναι κάτοικος του συμβαλλόμενου
κράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία, ενώ, εάν διαθέτει μόνιμη
οικογενειακή εστία και στα δύο συμβαλλόμενα κράτη, θεωρείται κάτοικος του
συμβαλλόμενου κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και
οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων), β) ότι, εάν το κράτος, στο οποίο έχει το κέντρο των
ζωτικών συμφερόντων του, δεν μπορεί να καθοριστεί ή δεν διαθέτει μόνιμη
οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη, θεωρείται κάτοικος
του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του, (γ) ότι, εάν
έχει τη συνήθη διαμονή και στα δύο συμβαλλόμενα κράτη ή σε κανένα από αυτά,
θεωρείται κάτοικος του συμβαλλόμενου κράτους, του οποίου είναι υπήκοος και (δ)
ότι, εάν είναι υπήκοος και των δύο συμβαλλόμενων κρατών ή κανενός απ΄ αυτά, οι
αρμόδιες αρχές των συμβαλλόμενων κρατών διευθύνουν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία,
από τη διάταξη δε του άρθρου αυτού
συνάγεται ότι ένα πρόσωπο θεωρείται φορολογικός κάτοικος του κράτους εκείνου
στο οποίο δηλώνει για φορολογικούς σκοπούς το παγκόσμιο εισόδημά του, και όχι
μόνο το εισόδημα που προέρχεται από πηγές του κράτους αυτού και, κατά συνέπεια,
η έννοια του όρου φορολογική κατοικία δεν ταυτίζεται πάντοτε με την έννοια του
όρου αστική κατοικία. Κρίθηκε επίσης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 της ίδιας
Σύμβασης, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός συμβαλλόμενου κράτους από
ακίνητη περιουσία, που βρίσκεται στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος, μπορεί να
φορολογείται σ΄ αυτό το άλλο κράτος, ότι σύμφωνα με το άρθρο 18 της Σύμβασης
αυτής, οι ιδιωτικές συντάξεις και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που
καταβάλλονται σε κάτοικο του ενός συμβαλλόμενου κράτους για υπηρεσίες που
προσέφερε στο παρελθόν φορολογούνται μόνο σ΄ αυτό το κράτος (της φορολογικής
κατοικίας), ανεξαρτήτως της υπηκοότητας του και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19,
οποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από το ένα συμβαλλόμενο κράτος ή πολιτική
ή διοικητική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, ή από ταμεία που συστάθηκαν από
αυτό, σ΄ ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που προσέφερε προς το κράτος αυτό ή
υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογείται μόνο στο κράτος αυτό, εν τούτοις,
μια τέτοια σύνταξη φορολογείται μόνο στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος αν το φυσικό
πρόσωπο είναι υπήκοος, και κάτοικος, του κράτους αυτού. Λαμβάνοντας τα ανωτέρω
υπόψη, το ανωτέρω δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα, ελληνικής εθνικότητας
και ιταλικής υπηκοότητας λόγω σύναψης γάμου με Ιταλό υπήκοο, κατά το έτος 1995
είχε την φορολογική κατοικία της στην Ελλάδα, ενόψει του ότι δήλωνε σε αυτήν
την απόκτηση εισοδήματος από εκμίσθωση ακινήτων και ιδιοκατοίκηση κύριας και
δευτερεύουσας κατοικίας, καθώς και εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (συνταξιούχος
Ι.Κ.Α.), ενώ ήταν και κάτοχος αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, και, συνεπώς, για
το εισόδημα, που απέκτησε από ιδιωτική σύνταξη, που της χορήγησε κατά τη χρήση
1994 ιταλικός ασφαλιστικός φορέας με την ιδιότητα της ως χήρας διατελέσαντος
Διευθυντή ιταλικής βιομηχανικής επιχείρησης, έπρεπε να φορολογηθεί στην Ελλάδα.