ΤρΔΠρΒερ 238/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τεχνικά παίγνια - Απαγόρευση παιγνίων -
Δικαίωμα της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας - Αρχή αναλογικότητας -
Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.
Η
απαγόρευση της εγκατάστασης και λειτουργίας όλων των παιγνίων,
συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών παιγνίων ψυχαγωγίας για ηλεκτρονικούς
υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο εκτός των καζίνο, περιορίζει
υπέρμετρα το δικαίωμα της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας και είναι
δυσανάλογα επαχθής προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, κατά παράβαση
των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ η αναπολεσματικότητα
των ελέγχων εφαρμογής των προϊσχυσασών διατάξεων δεν
αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο αυτής. Για την επιβολή των προβλεπόμενων
από το άρθρο 5 του Ν. 3037/2002 διοικητικών κυρώσεων, ενόψει της «ποινικής
φύσεως» αυτών, απαιτείται σαφής και ειδική διάταξη με βάση την οποία να
συγκροτείται η παράβαση που αυτό τιμωρεί. Κατά συνέπεια, λόγω της ως άνω
απαγόρευσης που, καταλαμβάνει αδιακρίτως όλα τα παίγνια, ανεξαρτήτως αν αυτά
είναι τυχηρά ή έχουν μετατραπεί σε τυχηρά ή αν για την διεξαγωγή τους έχει συνομολογηθεί
στοίχημα, ελλείπει το σαφές και ορισμένο νομοθετικό πλαίσιο, που θα καθόριζε τα
κριτήρια με βάση τα οποία κάποια παίγνια θεωρούνται τυχηρά
και, στην συνέχεια, θα προέβλεπε τις επιβαλλόμενες κυρώσεις μόνο γι' αυτά.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός απόφασης 238/2008
TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΒΕΡΟΙΑΣ
Μεταβατική Έδρα Έδεσσας
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του
Πρωτοδικείου Έδεσσας, που ορίστηκε νόμιμα γι' αυτό, στις 10 Ιουνίου 2008, με
δικαστές τους: Καλλιόπη Στέγγου - Πυργελή,
Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Στυλιανή Κανίδου,
Πρωτοδίκη Δ.Δ. -Εισηγήτρια, Μαρία Καραφίδου,
Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τον Θεόδωρο Βαϊνά, δικαστικό υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία
κατάθεσης 27-1 -2006,
του Ν. Κ. του Ι., κατοίκου Σκύδρας Ν.
Πέλλας, που λογίζεται ότι παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Απόστολου Μπανιώτη, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την
από 4-6-2008 σχετική δήλωση,
κατά του Δήμου Σκύδρας, που εκπροσωπείται
νόμιμα από το Δήμαρχο του, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Μετά τη συνεδρίαση του Δικαστήριο συνήλθε σε
διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, την
άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το ειδικό έντυπο του
Δημοσίου με αριθμ. 2406271 Α'), ζητείται παραδεκτώς η
ακύρωση της 140/17-1-2006 απόφασης του Δημάρχου Σκύδρας, με την οποία
διατάχθηκε η οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης
καφετέριας του αιτούντος κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του Ν. 3037/2002 (ΑΙ 74),
περί «απαγόρευσης παιγνίων». Η συζήτηση της προσφυγής χωρεί νόμιμα παρά την
απουσία του καθ' ου Δήμου Σκύδρας προς τον οποίο επιδόθηκε νόμιμα αντίγραφο του
δικογράφου της και κλήση για να παρασταθεί στη συζήτηση της κατά την παρούσα
δικάσιμο (σχετ. το από 30-4-3008 αποδεικτικό επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου
Ν. Κ.).
2. Επειδή, ο Ν. 3037/2002 «Περί Απαγόρευσης
Παιγνίων» (Α' 174) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Κατά την έννοια των διατάξεων του
παρόντος νόμου: α. Μηχανικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία
του οποίου είναι αναγκαία και η συμβολή της μυϊκής δύναμης του παίκτη, β.
Ηλεκτρικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου
απαιτείτο η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών μηχανισμών, γ. Ηλεκτρομηχανικά
διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται τόσο
η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών μηχανισμών όσο και η συμβολή της μυϊκής
δύναμης του παίκτη, δ. Ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη
λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και
άλλων μηχανισμών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισμικού (προγράμματος),
ε. Ψυχαγωγικό τεχνικό παίγνιο είναι εκείνο του οποίου το αποτέλεσμα εξαρτάται
αποκλειστικά από την τεχνική ή πνευματική ικανότητα του παίκτη και η διενέργεια
του έχει αποκλειστικά ψυχαγωγικό σκοπό ...». Στην κατηγορία των ψυχαγωγικών
τεχνικών παιγνίων εντάσσονται και όσα παίγνια με παιγνιόχαρτα χαρακτηρίσθηκαν
ως «τεχνικά παίγνια» με βάση τις διατάξεις του ΒΔ 29/1971 (ΦΕΚ 21 Α).
Περαιτέρω, στο άρθρο 2 ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται η διεξαγωγή των υπό
στοιχεία β, γ και δ του άρθρου 1 παιγνίων περιλαμβανομένων και των υπολογιστών
σε δημόσια γενικά κέντρα, όπως ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισμένων
σωματείων κάθε φύσης, και σε κάθε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Επίσης
απαγορεύεται η εγκατάσταση των παιγνίων αυτών. 2. Στα μηχανικά διεξαγόμενα
παίγνια επιτρέπεται μόνο η διενέργεια ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων όπως
ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο. Στα παίγνια αυτά δεν επιτρέπεται να
συνομολογηθεί στοίχημα μεταξύ οποιονδήποτε προσώπων ή να αποδοθεί οποιασδήποτε
μορφής οικονομικό όφελος στον παίκτη. Η συνομολόγηση στοιχήματος ή η απόδοση
οικονομικού οφέλους στον παίκτη επιφέρει τις συνέπειες των άρθρων 4 και 5». Ακόμη,
στο άρθρο 3 με τίτλο «Επιχειρήσεις προσφοράς διαδικτύου»
ορίζεται ότι: «Δεν εμπίπτει στην απαγόρευση που ορίζεται στο άρθρο 2 η
εγκατάσταση και λειτουργία ηλεκτρονικών υπολογιστών σε καταστήματα που
λειτουργούν ως επιχειρήσεις προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου.
Η διενέργεια όμως παιγνίου με τους υπολογιστές αυτούς, ανεξάρτητα από τον τρόπο
διενέργειας του απαγορεύεται», στο άρθρο 4 ότι: «1. Όσοι εκμεταλλεύονται ή
διευθύνουν κέντρα ή άλλους χώρους της παραγράφου 1 του άρθρου 2 στα οποία
διενεργούνται ή εγκαθίστανται παίγνια απαγορευμένα κατά τις διατάξεις των
προηγούμενων άρθρων τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με
χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής
τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή από
είκοσι πέντε χιλιάδων έως εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ. Το δικαστήριο
διατάσσει και τη δήμευση των μηχανημάτων παιγνίων. 2. Οι διατάξεις της
περίπτωσης γ' της παραγράφου 1, η παράγραφος 3 και η παράγραφος 4 του άρθρου 7
του κωδικοποιημένου Β.Δ.29/1971 εφαρμόζονται ανάλογος, και στο άρθρο 5 ότι: «1.
Πέρα από την επιβολή των προβλεπομένων ποινικών κυρώσεων, αν διαπιστωθεί η
διεξαγωγή ή εγκατάσταση απαγορευμένου, κατά τις διατάξεις των προηγουμένων
άρθρων παιγνίου, επιβάλλεται πρόστιμο δέκα χιλιάδων ευρώ για κάθε μηχάνημα
παιγνίου και οριστική αφαίρεση της αδείας λειτουργίας της επιχείρησης, κατά τις
διατάξεις του άρθρου 7. Κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του νόμου, η
ρύθμιση αυτή στοχεύει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που
δημιουργεί ο εθισμός στα παίγνια και των φαινομένων παρανόμου πλουτισμού και
σημαντικής απώλειας φορολογικών εσόδων από την εγκατάσταση, διενέργεια και
διακίνηση ηλεκτρονικών παιγνίων, δικαιολογείται δε από την οφειλόμενη στην
εξέλιξη της τεχνολογίας αναποτελεσματικότητα των ελέγχων τήρησης των προϊσχυσασών διατάξεων, που επέτρεπαν καταρχήν τη
διενέργεια τεχνικών και όχι τυχηρών παιγνίων (Β.Δ.
29/1971, Α-21,Ν. 2515/1997, Α- 154).
3. Επειδή, με τα προπαρατεθέντα
άρθρα 2 (παρ.1) και 3 (εδαφ. β') του Ν. 3037/2002
θεσπίζεται απαγόρευση της εγκατάστασης και λειτουργίας όλων των παιγνίων,
συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών παιγνίων ψυχαγωγίας για ηλεκτρονικούς
υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο εκτός των καζίνο. Συγκεκριμένα, τα
παίγνια που καταλαμβάνονται από την απαγόρευση δεν είναι εκ φύσεως τυχηρά, καθόσον ο σκοπός τους δεν είναι η προσδοκία του
χρηματικού κέρδους (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-65/2005, σκέψη
36, κατ' αντιδιαστολή, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-124/97, Laara κλπ, Συλλογή 199S, σ.Ι-6067, σκέψη 171), ενώ εξάλλου,
απαγορεύεται η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας η οποία δεν αποδοκιμάζεται
από την έννομη τάξη και δεν παραβιάζει τα χρηστά ήθη. Περαιτέρω, ο περιορισμός
ή και η απαγόρευση των τυχηρών παιγνίων, ως σκοπός
δημοσίου συμφέροντος, είναι καταρχήν θεμιτός, στο βαθμό που αποβλέπει στην
καταπολέμηση της εξάρτησης από αυτά και των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων που
αυτός δημιουργεί και στον περιορισμό του παράνομου "τζόγου" και των
παράνομων εσόδων που αυτός αποφέρει. Σε κάθε όμως περίπτωση, ενόψει της συνταγματικής
αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος), οι επιβαλλόμενοι από το
νόμο και την κανονιστικώς δρώσα
Διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών ελευθεριών, μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγεται και η οικονομική ελευθερία, πρέπει να είναι πρόσφοροι και
απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου ή
κοινωνικού συμφέροντος και να είναι ανάλογοι σε σχέση με αυτόν (βλ. ΣτΕ 2110/2003, 2522/2000, 1014/1999, 4175/1998, 2445/1992,
1424/1990, 2153/1989, 2112/1984). Κατά συνέπεια, η ανωτέρω απαγόρευση, με το
περιεχόμενο που έχει, περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα της οικονομικής και
επιχειρηματικής ελευθερίας και είναι δυσανάλογα επαχθής προς την επίτευξη του
επιδιωκόμενου σκοπού, κατά παράβαση των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος,
ενώ η αναπολεσματικότητα των ελέγχων εφαρμογής των προϊσχυσασών διατάξεων δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό
λόγο αυτής (βλ. ΔΕΚ C-65/2005, ΣτΕ 246/2004,
158/2004, Δ.Εφ.ΑΘ. 2313/2006).
4. Επειδή, περαιτέρω, η προβλεπόμενη με την
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 3037/2002 κυρώσεις της επιβολής
προστίμου δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000) για κάθε μηχάνημα παιγνίου και οριστικής
αφαίρεσης της αδείας λειτουργίας της επιχείρησης έχουν χαρακτηριστικά
προσιδιάζοντα σε ποινή, υπό την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 της Σύμβασης της
Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 «Για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και των θεμελιωδών ελευθεριών», που ορίζει ότι «ουδείς δύναται να καταδικασθεί
δια πράξιν ή παράλειψιν η
οποία, καθ' ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλη αδίκημα
συμφώνως προς το εθνικόν ή
διεθνές δίκαιον. Ούτε επιβάλλεται βαρύτερα ποινή από εκείνην
η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως
του αδικήματος». Και τούτο γιατί 1) η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου
αδικήματος ανήκει στο χώρο του "scripto sensu" ποινικού δικαίου γιατί προβλέπεται ως αξιόποινη
υπό "εν στενή εννοία" ποινική διάταξη (β.δ. 25/1971, Α 21), 2) ο επιδιωκόμενος σκοπός των
διατάξεων που προβλέπουν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος και την
επιβαλλόμενη ποινή είναι προληπτικός και κατασταλτικός και όχι αποκαταστατικός περιουσιακής ζημίας και 3) η προβλεπόμενη
κύρωση επιβάλλεται ως «κακό» σε έννομα αγαθά του διωκόμενου και ενέχει
ιδιαίτερη αποδοκιμασία του παραβάτη ουσιωδώς όμοια με εκείνη της χρηματικής
ποινής του ποινικού κώδικα, επιφέρει δε σε βάρος αυτού συνέπειες που είναι
ισοδύναμες με ποινική καταδίκη. Ειδικότερα ο καταλογισμός του προστίμου έχει ως
συνέπεια την ταμειακή βεβαίωση αυτού «εν στενή εννοία»,
που οδηγεί, περαιτέρω, στην λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης, τα οποία
στρέφονται κατά της προσωπικής ελευθερίας (ποινική δίκη για μη καταβολή
βεβαιωμένων χρεών στο δημόσιο), της περιουσίας (κατασχέσεις, πλειστηριασμός
περιουσιακών στοιχείων) και επάγονται απαγορεύσεις και περιορισμούς, που
άπτονται της οικονομικής ελευθερίας του διωκόμενος (απαγόρευση θεώρησης
φορολογικών στοιχείων, απαγόρευση λήψης φορολογικής ενημερότητας) και, κατά
συνέπεια, de facto
απαγορεύουν ή παρακωλύουν τις επιχειρηματικές και οικονομικές συναλλαγές (βλ.
ως προς την έννοια της "ποινικής φύσεως" υπόθεση για την εφαρμογή των
προστατευτικών διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α., ΣτΕ 981/2006, 3225/2005, 4178/2005, 12C3/2005, 2797/2004,
2210/2003, βλ. επίσης, αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α.: Γαρύφαλλου
ΑΞΒΕ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας της 24ης.9.1997
(υπόθεση 93/1996), της 24.2.1594, Bendenoun V.France, series
No284, σκέψη 47, Lutz κατά Γερμανίας της 25ης
Αυγούστου 1987, Ozturk κατά Γερμανίας της 21η
Φεβρουαρίου 1984 Campeli και Fell
κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 28ης Ιουνίου 1984). Επομένως, η επιβολή των
κυρώσεων αυτών τελεί υπό τις εξασφαλιστικές εγγυήσεις του παραπάνω άρθρου της
Σύμβασης. Εκ τούτων παρέπεται ότι για την επιβολή των
προβλεπόμενων από το προαναφερθέν άρθρο 5 του Ν. 3037/2002 διοικητικών
κυρώσεων, ενόψει της «ποινικής φύσεως» αυτών, απαιτείται σαφής και ειδική
διάταξη με βάση την οποία να συγκροτείται η παράβαση που αυτό τιμωρεί. Κατά
συνέπεια, λόγω της ως άνω τιθέμενης από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 3 εδαφ. β' του Ν. 3037/2002 απαγόρευσης που, όπως έγινε
δεκτό, καταλαμβάνει αδιακρίτως όλα τα παίγνια, ανεξαρτήτως αν αυτά είναι τυχηρά ή έχουν μετατραπεί σε τυχηρά
ή αν για την διεξαγωγή τους έχει συνομολογηθεί στοίχημα, ελλείπει το σαφές και
ορισμένο νομοθετικό πλαίσιο, που θα καθόριζε τα κριτήρια με βάση τα οποία
κάποια παίγνια θεωρούνται τυχηρά και, στην συνέχεια,
θα προέβλεπε τις επιβαλλόμενες κυρώσεις μόνο γι' αυτά.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα
στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων διατηρεί στο
δημοτικό διαμέρισμα Καλυβιών του Δήμου Σκύδρας κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος
(καφετέρια), με την επωνυμία «DESIN». Κατόπιν
αστυνομικού ελέγχου που διενεργήθηκε στο εν λόγω κατάστημα, την 8-12-2005,
διαπιστώθηκε, σύμφωνα με την οικεία από 9-12-2005 έκθεση βεβαίωσης παράβασης
του Τμήματος Ασφαλείας Έδεσσας, η εγκατάσταση και λειτουργία (2) απαγορευμένων,
κατά την εκτίμηση της αρχής, ηλεκτρονικά διεξαγόμενων παιγνίων (φρουτάκια) για τη λειτουργία των οποίων εκτός από τον
υποστηρικτικό ηλεκτρικό, ηλεκτρονικό και άλλο μηχανισμό υπήρχε και η εκτέλεση
λογισμικού προγράμματος, το δε αποτέλεσμα του παιγνίου εξαρτιόταν από τον
παράγοντα τύχη, ενώ η διενέργεια του είχε σκοπό την απόδοση οικονομικού οφέλους
στον παίκτη - πελάτη ή τον καταστηματάρχη, αντίστοιχα. Για το λόγο αυτό, κατ'
εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 του ν. 3037/2002, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη
140/17-1-2006 απόφαση του Δημάρχου Σκύδρας, με την οποία αποφασίστηκε βάσει της
ομοίου περιεχομένου με αριθμό 4/2006 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του
ίδιου Δήμου, η οριστική αφαίρεση της 362/2-3-2004 άδειας ίδρυσης και λειτουργίας
του καταστήματος τους προσφεύγοντος, καθώς και η οριστική σφράγιση του. Με την
κρινόμενη προσφυγή και το παραδεκτώς κατατεθειμένο
υπόμνημα ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης
προβάλλοντας ότι οι διατάξεις του Ν. 3037/2002, κατ
εφαρμογή των οποίων του επιβλήθηκε η οριστική αφαίρεση της άδειας του
καταστήματος του, είναι αντισυνταγματικές, ως αντικείμενες στα άρθρα 25 παρ.1,
5 παρ. 1, 5 Α και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και, για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να
εφαρμοστούν. Περαιτέρω δε, υποστηρίζει, ότι τα παίγνια που διενεργούνταν στους
ηλεκτρονικούς υπολογιστές ήταν ψυχαγωγικά εξαρτώμενα αποκλειστικά από την
τεχνική ή πνευματική ικανότητα των παικτών και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται η
αποδιδόμενη σε βάρος του παράβαση.
6. Επειδή, σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά και
όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 3η και 4η σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο,
κρίνει ότι μη νομίμως διατάχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τη οριστική
αφαίρεση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος καφετέριας του αιτούντος,
κατ' εφαρμογή των προπαρατεθεισών ανίσχυρων ως
αντισυνταγματικών και αντίθετων με την Ε.Σ.Δ.Α
διατάξεων του Ν. 3037/2002.
Επειδή,
κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, να ακυρωθεί η
προσβαλλόμενη απόφαση και να αποδοθεί στον προσφεύγοντα το παράβολο που
κατέθεσε (άρθρο 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, Κ.Δ.Δ. Ν. 2717/1999, Α'97), κατ' εκτίμηση όμως των
περιστάσεων να απαλλαγεί ο καθ' ου Δήμος από τη δικαστική δαπάνη του
προσφεύγοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται
την προσφυγή.
Ακυρώνει την 140/17-1-2006 απόφαση του
Δημάρχου Σκύδρας.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου που
κατατέθηκε στον προσφεύγοντα.
Απαλλάσσει τον καθ' ου Δήμο από τη δικαστική
δαπάνη του προσφεύγοντος.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στη Βέροια
στις 1/7/2008.
Η απόφαση εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στον
ίδιο τόπο, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις
24/10/2008, με τη συμμετοχή του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ.
Αναστάσιου Χασιακού λόγω μετάθεσης της Προέδρου
Πρωτοδικών Δ.Δ Καλλιόπης Στέγγου
- Πυργελή.