ΤρΔΠρΘεσ 820/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εκπαιδευτικοί - Αρχή ισότητας - Επίδομα 176 Ευρώ - Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Δ/τος 26.6/10.7.1944 (Κώδικας Δικών Δημοσίου) - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Παραγραφή διετής - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 Ν. 2362/95 - Παραγραφή πενταετής -.

 

Η με γενικότητα χορήγηση της παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 σε ευρύτατο κύκλο απασχολουμένων στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. και ανεξάρτητα από την οργανική ή υπηρεσιακή τους κατάσταση, αποτελεί στην πραγματικότητα μια γενική αύξηση που αποβλέπει στη βελτίωση της μισθολογικής κατάστασης των υπαλλήλων αυτών. Επομένως, η κατ' εξαίρεση μη χορήγηση της μισθολογικής αυτής παροχής σε ορισμένες μόνο κατηγορίες υπαλλήλων, και ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της (υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 2470/1997 αρχικώς και του ν. 3205/2003 ακολούθως), συνιστά άνιση δυσμενή μεταχείριση αυτών έναντι των υπολοίπων, ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων, κατηγοριών υπαλλήλων, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου συμφέροντος. Η άνιση και αδικαιολόγητα δυσμενής αυτή μεταχείριση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του ν. 3205/2003. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει η παροχή αυτή, που αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων, να καταβληθεί και στους εξαιρεθέντες από την καταβολή της, και μάλιστα από 1-1-2002, οπότε άρχισε η χορήγηση της,  στους λοιπούς υπαλλήλους του δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. Η παροχή όμως αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας, διότι, αυτή αποτελεί μεν προσαύξηση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών των δικαιούχων υπαλλήλων, όχι όμως και του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος, ο οποίος (βασικός μισθός) αποτελεί τη βάση υπολογισμού των επιδομάτων αυτών, τόσο υπό το προισχύσαν καθεστώς του ν. 2470/1977 όσο και υπό την ισχύ του ν. 3205/2003. Η ρύθμιση, βάσει της οποίας θεσπίζεται σε βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερούμενων αποδοχών ή άλλων απολαύων ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιώματα του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά τον υπαλλήλων του δημοσίου, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας και για το λόγο αυτό δεν είναι εφαρμοστέα. Επομένως, ο χρόνος παραγραφής των εν λόγω χρηματικών αξιώσεων είναι αυτός της πενταετίας, κατ' αρχήν, για όλες τις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου αλλά και για τις αξιώσεις του Δημοσίου έναντι των τρίτων.

Ο προσδιορισμός με την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου του επιτοκίου υπερημερίας σε ποσοστό 6% αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

TO ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ Η'

ΤΡΙΜΕΛΕΣ

Αριθμός Αποφάσεως: 820/2007

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Ιουνίου 2006 με δικαστές τους: Χριστίνα Ιωσηφίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ,, Δόμνα Ανετάκη, (εισηγήτρια) Πρωτοδίκη Δ.Δ., Παναγιώτη Μπίντα, Πρωτοδίκη Δ.Δ, και γραμματέα την Ευαγγελία Πλατή, δικαστική υπάλληλο,

   για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία καταθέσεως την 21.11.2005 των: 1) - 53) ..., κατοίκων όλων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Θεσσαλονίκης Παρασκευής Φιριπή,

   κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό των Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε, δυνάμει της με αριθμό 14552/20.6.20Ο6 δήλωσης του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 2915/2001, ο δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτης Δρακόπουλος,

   Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

   Ακολούθως το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

   Η κρίση του είναι η εξής:

 

   1. Επειδή με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, μόνιμοι εν ενεργεία υπάλληλοι του εναγομένου (εκπαιδευτικοί), ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς, νομιμοτόκως και με κήρυξη προσωρινά εκτελεστής της αποφάσεως που θα εκδοθεί, ποσό 9.416,00 (ή 7.392,00 ή 4.484,00) ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στις αποδοχές που έλαβαν και σε αυτές που θα ελάμβαναν αν συνυπολογιζόταν α' αυτές η ειδική μηνιαία παροχή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002. και που κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, δεν τους χορηγήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 (ή διαφορετικά, και αντίστοιχα, από 1.1.2003 ή ατό 1.1.2004) έως 30.10.2005. Επικουρικά, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς τα παραπάνω ποσό ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν, από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγομένου να τους καταβάλουν τα προαναφερόμενα ποσά. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει την αγωγή αυτή, ενόψει δε του ότι οι ενάγοντες ομοδικούν παραδεκτώς, δεδομένου ότι στηρίζουν τις αγωγικές τους αξιώσεις στην ίδια νομική και πραγματική βάση, κατατέθηκε δε το νόμιμο δικαστικό ένσημο (βλ. τα 076667-07669, 076806-07855, 075329-075349, 105081, 265362,180790,183759, 265360,180789,183760, 105082, 265361» 180788, 183761, 075301-075328, 075350,105103 Ί05127, σειράς Α' αγωγόσημα), αυτή (αγωγή), είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω,

   2. Επειδή, η από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος καθιερούμενη αρχή της ισότητας, αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων, που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της ανατεθείσας σ' αυτόν από το Σύνταγμα λειτουργίας, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Η παράβαση δε της ανωτέρω συνταγματικής αρχής ελέγχεται υπό των δικαστηρίων εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται επί ίσοις όροις η πραγμάτωση του κράτους και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των καταρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικός δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, αφού συνδέονται με τις ρυθμιζόμενες καταστάσεις ή σχέσεις, και με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (βλ. ΣτΕ 992/2004 Ολομ., 771/1997, 3587/1997, πρβλ. ΣτΕ 3582/1996Επταμ.). Εάν δε το Δικαστήριο κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας εκ του ότι ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση προέβη σε ειδική ρύθμιση, που αφορά σε ορισμένη κατηγορία προσώπων, αποκλείσθηκαν δε από την ειδική αυτή ρύθμιση ρητώς ή σιωπηρώς πρόσωπα, τα οποία ανήκουν μεν σε άλλη κατηγορία, τελούν όμως υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες προς τα πρόσωπα, τα οποία ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, προς άρση της ούτω διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας απαιτείται όπως το δικαστήριο προβεί στην επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως και στην κατηγορία των προσώπων, τα οποία έχουν αποκλεισθεί της εν λόγω ειδικής ρυθμίσεως. Τούτο δε διότι η παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατ' εφαρμογήν της οποίας το δικαστήριο οφείλει να άρει την διαπιστωθείσα παράβαση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει στις περιπτώσεις αυτές, την ανωτέρω επέκταση (βλ. ΣτΕ 1519/1995).

   3. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 3016/2002 «Για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις (Φ 110 Α'), ορίζει στο άρθρο 14 ότι: «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 (Φ 180 Α') και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού τον εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. . .4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση τους. 5. ... 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1-1-2002».

   4. Επειδή, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως, και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του εναγόμενου Δημοσίου με τους εκάστοτε κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκε πληθώρα κοινών -υπουργικών αποφάσεων (περίπου 60), με τις οποίες χορηγήθηκε η ανωτέρω χρηματική παροχή της διατάξεως του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων Ο.Τ.Α., και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. Ειδικότερα και ενδεικτικά: 1. Με την Κ.Υ.Α. 2/41890/0022/2002 (Φ 1266/7.8.2002 Β), σε όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας (πλην των υπαλλήλων των στρατιωτικών νοσοκομείων), μονίμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 2. Με την Κ.Υ.Α. 2/36962/0022/2002 (Φ 1038/7-8-2002 Β'), σε όλους τους υπαλλήλους των Επιμελητηρίων και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, καθώς και στους υπαλλήλους της Πανελλήνιας Έκθεσης Λαμίας, μονίμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, όπως και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 3, Με την ΚΥΑ. 2/40326/0022/2002 (Φ 1242/23-9-2002 B') σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, στους υπαλλήλους της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, της Εθνικής Πινακοθήκης Μουσείου Αλ. Σούτσου, του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και του Προπαρασκευαστικού Επαγγελματικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. 4. Με την Κ.Υ.Α. 2/41289/0022/25-7-2002 (Φ 1278/1-10-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους των Περιφερειών, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλο. Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. 5. Με την Κ.Υ.Α. 2/39096/0022/12-7-2002 (Φ 930/23-7-2003 Β') σε όλους τους διοικητικούς Υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 6. Με την Κ.Υ.Α. 2/41831/0022/2002 (Φ 1021/5-8-2002 Β') Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης η διαφορά που προέκυπτε μεταξύ του πέραν του κινήτρου απόδοσης ποσού και του ποσού των 176 ευρώ που προβλέπεται από το άρθρο 14 του ν. 3016/17,5,2002. 7. Με την Κ.Υ.Α. 2/3SS35/0022/2002 (Φ 1266/27-9-2002 Β') σε όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας (πλην των υπαλλήλων του ΝΙΜΤΣ), καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ η λοιπά ΝΠΔΔ. 8. Με την Κ.Υ.Α. 2/42357/0022/2002 (Φ 1266/27-9-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ), μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους η τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. 9. Με την ΚΥΑ 2/73012/0022/2002 (Φ 1610/30-12-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και των Λιμενικών Ταμείων της χώρας, (ΝΤΤΛΛ), που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. 10. Με την Κ.Υ.Α. 2/39104/0022/2002 (Φ 1266/27-9-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. II. Με την Κ.Υ.Α. 2/32685/0022/2002 (Φ 1266/27-9-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, 12. Με την Κ.Υ.Α. 2/41490/0022/2002 (Φ 1038/7-8-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ). 13. Με την Κ.Υ.Α. 2/41491/0022/2002 (Φ 1038/7-8-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους της Προεδρίας της Δημοκρατίας, μετακλητούς και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. 14. Με την Κ.Υ.Α. 2/44212/0022/2002 (Φ 1266/27-9-2002 ΒΊ σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σ' όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ τους αποσπασμένους από Νοσηλευτική Ιδρύματα που υπηρετούν στο εν λόγω Υπουργείο ή σε άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η απόσπαση τους, 15. Με την Κ.Υ.Α. 2/48595/0022/2002 (Φ 1240/23-9-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους (μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν, 2470/97) των νπδδ, που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης. 16. Με την ΚΥΑ 2/45797/0022/2002 (Φ 1240/23-9-2002 Β') σε όλους τους Διοικητικούς Υπαλλήλους ίου Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ατούς διοικητικούς υπαλλήλους των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ και του Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (ΕΤΕΠ) των ΑΕΙ και του Ειδικού Τεχνικού Προσωπικού (ΕΤΠ) και Τεχνικών Εργαστηρίων των ΤΕΙ, στους διοικητικούς υπαλλήλους της Ακαδημίας Αθηνών, στους Διοικητικούς υπαλλήλους της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδας και των λοιπών Δημοσίων Βιβλιοθηκών, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, 17. Με την Κ.Υ.Α. 2/45941/0022/2002 (Φ 1315/9-10-2002 Β1 σε όλους τους υπαλλήλους του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚΕΔΑΚ), καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. 18. Με την Κ.Υ.Α. 2/48886/0022/2002 (Φ 1320/10-10-2002 Β0 σε όλους τους λαϊκούς - εκκλησιαστικούς υπαλλήλους. 19. Με την Κ.Υ.Α. 2/2414/0022/2003 (Φ 145/12-2-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (EOT), νπδδ, που εποπτεύεται από την Γενική Γραμματεία Τουρισμού. 20. Με την Κ.Υ.Α. 2/35486/0022/2003 (Φ 1081/4-8-2003 Β'), η οποία συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2/55350/0022 (Φ1731/24.11.2003 Β'), σε όλους τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, μόνιμους και με σύμβαση Εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/97. 21. Με την Κ.Υ.Α. 2/67759/0022/2003 (Φ 1907/22-12-2003 Β') στο μόνιμο προσωπικό των Λιμενικών Ταμείων της χώρας (ΝΠΔΔ), που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. 22. Με την ΚΥΑ 2/56933/0022/2003 (Φ 1550/17-10-2003 Β') σε όλο το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου του Ταμείου Λαϊκών Αγορών. 23. Με την ΚΥΑ 2/50765/0022/2003 (Φ 1550/17-10-2003 Β') σε όλο το μόνιμο προσωπικό του Ταμείου Λαϊκών Αγορών. 24. Με την ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 (Φ 335/20-3-2Ο03 Β') σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, 25. Με την υπ' αριθμ. ΚΥΑ 2/S513/0022/2003 (Φ 205/24-2-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.). 26. Με την ΚΥΑ 2/40196/0022/2002 (Φ 1254/25-9-2002 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 27. Με την ΚΥΑ 2/70691/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Αττικής. 28. Με την ΚΥΑ 2/638/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Μακεδονίας - Θράκης. 29. Με την ΚΥΑ 2/559/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Θεσσαλίας. 30. Με την ΚΥΑ 2/556/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων. 31. Με την υπ' αριθμ. ΚΥΑ 2/637/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. 32. Με την ΚΥΑ 2/639/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ» τα οποία, εποπτεύονται από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, 33. Με την ΚΥΑ 2/635/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. 34. Με την υπ' αριθμ. ΚΥΑ 2/633/0022/2003 (Φ 45/22-1-2003 Β") σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Πελοποννήσου. 35. Με την ΚΥΑ 2/74420/0022/2003 (Φ 9/13-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Κρήτης. 36. Με την ΚΥΑ 2/75900/0022/2003 (Φ 2/9-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία υποπτεύονται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. 3· Με την ΚΥΑ 2/72995/0022/2003 (Φ 2/9-1-2003 Β') σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. 38. Με τις 3831 και 4126/2002 (Φ 768/20.6.2002 Β') αποφάσεις του Προέδρου της Βουλής σε όλους τους υπαλλήλους της Βουλής. 39. Με την Κ.Υ.Α. 2/61184/0022/2002 (Φ 1424/11.11.2002 Β') στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και της Γενικής Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου. 40. Με την Κ.Υ.Α. 2/58319/0022/2002 (Φ 1424/11.13.2002 Β') στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργού Επικρατείας. 41. Με την Κ.Υ.Α. 2/65937/0022/2002 (Φ 1582/18.12.2002 Β') στο ιατρικό προσωπικό του Οίκου Ναύτου που αμείβεται με τις διατάξεις του Ν. 2470/1997. 42. Με την Κ.Υ.Α. 2/66892/0022/2002 (Φ 1534/09.12.2002 Β') στους αποσπασμένους υπαλλήλους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ στην Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης. 43. Mε την Κ.Υ.Α. 2/47883/0022/2002 (Φ 1202/16-9-2002 Β') στους υπαλλήλους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. 44. Με την Κ.Υ.Α. 2/40098/0022/2002 (Φ 1266/27.9.2002 Β') στους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ. 45. Με την Κ.Υ.Α. 2/75901/0022/2003 (Φ 2/9-1-2003 Β') στους υπαλλήλους Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. 46. Με την Κ.Υ.Α. 2/38636/0022 /2002 (Φ 1266/27.09.2002 Β') στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών. 47.Με την Κ.Υ.Α. 2/42529/0022/2002 (Φ 1128/29-8-2002 Β') στους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Δημόσιος Τάξης. 48. Με την Κ.Υ.Α. 2/63384/0022/2002 (Φ 1498/29-11-2002 Β') στους λαϊκούς υπαλλήλους του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. 49. Με την Κ.Υ.Α. 2/4118/0022/2002 (Φ 1498/29-11-2002 Β') στους υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. 50. Με την Κ.Υ.Α. 2/39093/0022/2002 (Φ 1239/23-09-2002 Β') στους υπαλλήλους του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων. 51. Με την Κ.Υ.Α. 2/40101/0022/2002 (Φ 988/31-7-2002 Β') στους υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου. 52, Με την Κ.Υ.Α. 2/31813/0022/2002 (Φ 1266/27.9.2002 Β') στους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας -Θράκης. 53. Με την ΚΥΑ 2/74132/0022/2003 (Φ 185/19.2.2002 Β') σε όλους τους σπουδαστές της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Σε όλες τις ανωτέρω ΚΥΑ , η ισχύς των οποίων αρχίζει από 1.1.2002, ορίζεται ότι η καταβολή της αμοιβής αυτής, το ύψος της οποίας ορίζεται σε 88 ευρώ από 1.1.2002 και σε 176 ευρώ από 1.7.2002, εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κυήσεως κ.λ.π.) ότι υπόκειται σης συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων, συνεντελλομένης αυτής με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων, ενώ κατά το άρθρο 1 του ν. 3029/2002, η εν λόγω παροχή λαμβάνεται υπ4 όψη στη βάση υπολογισμού της σύνταξης.

   5. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 14 του ν. 3016/2002 και όλες οι ΚΥΑ που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση αυτού, καταργήθηκαν, με το άρθρο 28 του ν. 3205/2003 (Φ 297 Α'), από 1.1.2004. Στο άρθρο 24 του τελευταίου νόμου (3205/2003) ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Μέρους Α' του νόμου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά την 31.12.2003, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψη της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων αποδοχών. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της επόμενης παραγράφου και της οικογενειακής παροχής".

   6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 του Ν. 2470/1997 «Ενιαίο Μισθολόγιο προσωπικού Δημόσιας Διοίκησης» (Φ 40 Α'), όπως ίσχυε πριν την κατάργηση τον με το άρθρο 28 του ν. 3205/2003, όριζε ότι: «Ι. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηναίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος μετά του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του επιδόματος εξομάλυνσης. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2.Το επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3.Το Επίδομα Αδείας ορίζεται ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης και χορηγείται στο ακέραιο» εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 4.Τα παραπάνω επιδόματα υπολογίζονται στο μισθό που έχει ο υπάλληλος, κατά τις οριζόμενες στις προηγούμενες παραγράφους ημερομηνίες. 5, Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα σας παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο προς αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του». Ήδη, στο άρθρο 9 του ισχύοντος μισθολογίου (ν. 3205/2003) ορίζεται ότι: «Ι. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηναίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο προς το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3.Το Επίδομα Αδείας ορίζεται ίσο προς το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 4. Τα παραπάνω επιδόματα υπολογίζονται στο βασικό μισθό που έχει ο υπάλληλος, κατά τις οριζόμενες στις προηγούμενες παραγράφους ημερομηνίες».

   7. Επειδή, η παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 χορηγήθηκε, με πληθώρα υπουργικών αποφάσεων, σε σύντομο χρονικό διάστημα (κυρίως εντός του έτους 2002), σε ευρείες και ετερόκλιτες κατηγορίες μισθωτών του δημοσίου, των ν,π.δ.5 και των ο.τ.α. που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 αλλά και στο νυν ισχύον (3205/2003), αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας τους. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η με γενικότητα χορήγηση της εν λόγω παροχής σε ευρύτατο κύκλο απασχολουμένων στο Δημόσιο, ν,π.δ.5 και ο.τ.α. και ανεξάρτητα από την οργανική ή υπηρεσιακή τους κατάσταση, αποτελεί στην πραγματικότητα μια γενική αύξηση που αποβλέπει στη βελτίωση της μισθολογικής κατάστασης των υπαλλήλων αυτών. Έτσι, εξέλιπε, τελικώς, ο αρχικός δικαιολογητικός λόγος χορήγησης της (ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων) και η καταβολή της μετατράπηκε σε γενικό κανόνα, που προσαυξάνει τον καταβαλλόμενο μισθό (πρβλ ΣτΕ 828/2002). Επομένως, η κατ' εξαίρεση μη χορήγηση της μισθολογικής αυτής παροχής σε ορισμένες μόνο κατηγορίες υπαλλήλων, και ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της (υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 2470/1997 αρχικώς και του ν. 3205/2003 ακολούθως), συνιστά άνιση δυσμενή μεταχείριση αυτών έναντι των υπολοίπων,, ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων, κατηγοριών υπαλλήλων, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου συμφέροντος. Η άνιση και αδικαιολόγητα δυσμενής αυτή μεταχείριση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του ν. 3205/2003 διότι, ναι μεν, με την παρ. 1 του άρθρου 28 αυτού καταργήθηκαν από 1-1-2004 και εφεξής όλες οι εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 Κ..Υ.Α., όμως, αφενός η παροχή αυτή διατηρήθηκε, δυνάμει του άρθρου 24 παρ. 2 του ίδιου νόμου, ως προσωπική διαφορά σε όλους τους υπαλλήλους στους οποίους είχε χορηγηθεί με τις Κ.Υ.Α., και συνέχισε να καταβάλλεται σ' αυτούς εξακολουθώντας να προσαυξάνει τις αποδοχές τους, αφετέρου με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3336/2005, η ίδια παροχή χορηγήθηκε και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνταν ήδη η παροχή. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει η παροχή αυτή, που αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων, να καταβληθεί και στους εξαιρεθέντες από την καταβολή της, και μάλιστα από 1-1-2002, οπότε άρχισε η χορήγηση της, βάσει των προαναφερθεισών Κ.Υ.Α. και της διατάξεως του άρθρου 14 ν. 3014/2002, στους λοιπούς υπαλλήλους του δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. Η παροχή όμως αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό ίων επιδομάτων εορτών και αδείας, διότι, αυτή αποτελεί μεν προσαύξηση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών των δικαιούχων υπαλλήλων, όχι όμως και του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος, ο οποίος (βασικός μισθός) αποτελεί τη βάση υπολογισμού των επιδομάτων αυτών, τόσο υπό το προισχύσαν καθεστώς του ν. 2470/1977 όσο και υπό την ισχύ του ν. 3205/2003.

   8. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Φ 247 Α'), ορίζει τα εξής: Αρθρο 86: «1. ... 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. 3. ...». Αρθρο 90: «1.Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2. ... 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της». Αρθρο 91: «Επιφυλασσομένης κάθε ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής.........».Αρθρο 93: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον: α)......γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ...».

   Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές θεσπίζεται σε βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερούμενων αποδοχών ή άλλων απολαύων ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιώματα του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά τον υπαλλήλων του δημοσίου, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας και για το λόγο αυτό δεν είναι εφαρμοστέα. Επομένως, ο χρόνος παραγραφής των εν λόγω χρηματικών αξιώσεων είναι αυτός της πενταετίας, όπως ισχύει, κατά την παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, κατ' αρχήν, για όλες τις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου αλλά και για τις αξιώσεις του Δημοσίου έναντι των τρίτων, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 86 του ίδιου νόμου (πρβλ ΣτΕ 3428/2006).

   9. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα; Οι ενάγοντες , εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι υπηρετούσαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο 3ο TEE Θεσσαλονίκης οι είκοσι επτά πρώτοι και στο 1ο TEE Θεσσαλονίκης οι λοιποί, εκτός της πρώτης ενάγουσας Παναγιώτας Μαμάκου, που υπηρετούσε με απόσπαση στο 3ο TEE, αλλά έχει οργανική θέση στο TEE Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, δεν ελάμβαναν την προβλεπόμενη από το άρθρο 14 του ν. 3016/2002 ειδική παροχή (βλ. τις προσαγόμενες υπηρεσιακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου τους που περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου).

Με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται παραδεκτώς με το υπόμνημα, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς, νομιμοτόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, άλλως με επιτόκιο 6% και με κήρυξη προσωρινά εκτελεστής της αποφάσεως που θα εκδοθεί, ποσό 9.416,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στις μηνιαίες αποδοχές και τα επιδόματα εορτών και αδείας που έλαβαν και σε αυτά που θα ελάμβαναν αν συνυπολογιζόταν σ' αυτά η ως άνω ειδική μηνιαία παροχή, η οποία, χορηγήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλους τους υπαλλήλους του δημοσίου κ.λ.π., αδιακρίτως του φορέα, της φύσης και των συνθηκών εργασίας, αποτελώντας πλέον γενικό κανόνα που προσαυξάνει τις αποδοχές των υπαλλήλων που τη λαμβάνουν και που, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, δεν χορηγήθηκε και σ' αυτούς, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 - ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3014/2002 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών ΚΥΑ - έως 30.10.2005.

   Αλλως ζητούν την καταβολή της ίδιας παροχής, ποσού 7.392,00 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 οπότε και η καταβολή της κατέστη, κατά τα προβαλλόμενα, γενικός κανόνας, έως 30.10.2005, ή τέλος , ποσού 4.484,00 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2004, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 3205/2003, έως 30.10.2005. Επικουρικά, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς τα παραπάνω ποσά ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν, από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγομένου να τους καταβάλουν τα προαναφερόμενα ποσά.

   10. Επειδή, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα του, αρνείται την αγωγή και προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι νομίμως 5ev καταβλήθηκε στους ενάγοντες η ένδικη παροχή, δεδομένου ότι αυτοί λαμβάνουν ήδη από το έτος 1997, πέραν των τακτικών αποδοχών τους, επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 8 του ν. 2470/1997. Όμως, το επικαλούμενο επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος και -ας συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των εκπαιδευτικών, που είναι η διδασκαλία καθώς και η προετοιμασία αυτής, ενώ η επίδικη παροχή αποτελεί, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 7η σκέψη, γενική προσαύξηση μισθού, η οποία απονέμεται συλλήβδην σε όλους τους υπαλλήλους χωρίς διάκριση χαμηλόμισθων και μη. Επομένως, οι δύο παροχές είναι ανεπίδεκτες συμψηφισμού και αλληλοκαλύψεως (πρβλ. ΣτΕ 498/2004), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου ως αβασίμου. Περαιτέρω προβάλλεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 80 του Συντάγματος, μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται άνευ οργανικού ή άλλου νόμου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον με την επέκταση της καταβολής της ένδικης παροχής και στους ενάγοντες που κατά παράβαση της αρχής της ισότητας έχουν αποκλειστεί από αυτή , δεν παραβιάζεται το άρθρο 80 του Συντάγματος, περί απαγορεύσεως χορηγήσεως μισθού κ.λ.π. χωρίς ειδικό νόμο, αφού τέτοιος νόμος είναι το άρθρο 14 του 3016/2001, οι ρυθμίσεις του οποίου καταλαμβάνουν και τους ενάγοντες (πρβλ. ΣτΕ 1184/2001, 2704/1996).

   11. Επειδή με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην έβδομη σκέψη της παρούσας σύμφωνα με τα οποία η εξαίρεση των εναγόντων από τη χορήγηση της ένδικης παροχής, η οποία αποτελεί μια γενική αύξηση που αποβλέπει στη βελτίωση της μισθολογικής κατάστασης των υπαλλήλων, αντίκειται στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1, κρίνει ότι οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν την ειδική αυτή μηνιαία παροχή από 1,1,2002, ημερομηνία χορήγησης της σε όλους τους υπαλλήλους με τις προαναφερόμενες ΚΥΑ, έως 30,10.2005. Το ύψος της παροχής ανέρχεται, όπως οι ΚΥΑ ορίζουν σε 88 ευρώ από 1.1.2002 έως 30.6.2002 και σε 176 ευρώ για το εφεξής διάστημα. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η απαίτηση των εναγόντων χρονικού διαστήματος από 1.1.2002 έως 9.11.2003 έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 8η σκέψη, ο χρόνος παραγραφής των ένδικων αξιώσεων είναι αυτός της πενταετίας. Συνεπώς σε καθένα από τους ενάγοντες πρέπει να καταβληθεί: α. για το χρονικό διάστημα από 1.1. έως 30.6.2002, ποσό 528,00 ευρώ (88 ευρώ Χ 6 μήνες) και β, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2002 έως 30.10.2005, μη συνυπολογιζομένης της παροχής στο επίδομα εορτών και αδείας, κατά τα γενόμενα δεκτά στην 7η σκέψη, ποσό 7.040,00 ευρώ (176,00 ευρώ Χ 40 μήνες), συνολικά δε ποσό 7.568,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στις 23.1.2006 (βλ. οικείο αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας Δικαστηρίων Α Κ, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει προγενέστερη, με επιμέλεια των εναγόντων επίδοση της αγωγής), υπολογιζόμενου του επιτοκίου με βάση το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας (βλ. ΣτΕ 3651/2002, Α.Π. 363/2006), μη εφαρμοζόμενης της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του ΕισΝΑΚ, καθόσον ο προσδιορισμός με τη διάταξη αυτή του επιτοκίου υπερημερίας σε ποσοστό 6% αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ, 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής.

   12. Επειδή κατόπιν όλων αυτών η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες ποσό 7.568,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Το αίτημα όμως για κήρυξη της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που συνηγορούν προς τούτο ή ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στους ενάγοντες (άρθρο 80 παρ. 3 ΚΔΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών(άρθρο 275 παρ. 1 ΚΔΔ).

 

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

   Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

   Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες ποσό επτά χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα οκτώ (7.568,00 ) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και με το βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.

   Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 16.3.2007 στη Θεσσαλονίκη, όπου και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 30-3-2007.

                      Η Πρόεδρος                                                                                                                                             Η Εισηγήτρια

                    Χ. Ιωσηφίδου                                                                                                                                            Δ. Ανετάκη