ΤρΔΠρΑθ 7010/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης -.

 

Το χορηγούμενο από το άρθρο 35 του ν. 3329/2005 μηνιαίο επίδομα στους υπαλλήλους που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, λόγω του αυξημένου φόρτου εργασίας και των αυξημένων ευθυνών που τους αναλογούν μετά τις αλλαγές που επήλθαν στο Ε.Σ.Υ., δεν δικαιούνται να το λάβουν οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε Νοσοκομεία, αφού πρόκειται για δύο ανόμοιες κατηγορίες υπαλλήλων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες (βλ. και ΔΠΑ 3150/2009).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός απόφασης 7010/2009

   ΓΑΚ 28771/2007

   ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

   Τμήμα 19o Τριμελές

 

   συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2009, με δικαστές τους Δημήτριο Χ. Τοπάλογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ευθύμιο Π. Παπαδόπουλο (εισηγητή) και Δήμητρα Ρουβά, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Ευδοκία Λεουτσάκου, δικαστική υπάλληλο,

   για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 26-7-2007,

   των: 1. Λ. Κ., 2. Κ. Σ., 3. Ε. Ν., 4. Γ. Ε., 5,Π. Λ.-Γ., 6 Α. Τ., 7. Σ. Π., 8. Μ. Κ. 9. Α. Κ., 10. Γ. Ο., 11. Β. Π., 12. Α. Κ., 13. Ε. Σ., 14. Α. Β., 15. Α. Ρ., 16. Ι. Λ., 17. Κ. Π., 18. Γ. Χ., 19. Φ. Κ., 20 Α. Μ., 21. Α Π., 22. Γ. Σ., 23. Γ. Λ., 24. Γ. Π., 25. Α. Κ., 26. Μ. Ψ., 27. Μ. Χ., 28. Ε. Π., 20. Α. Α., 30, Κ. Κ., 31. Α. Π., 32, Π. Ζ., 33. Π. Τ., 34. Α. Π., 35. Σ. Χ., 36. Γ. Ζ., 37.Π. Γ., 38. Β. Π., 39. Π. Κ., 40. Ν. Α., 41. Θ. Τ., 42. Ε. Χ., 43. Χ. Κ., 44.Ι. Ρ., 45. Κ. Δ., 46. Σ. Λ. 47. Δ. Κ., 48. Π. Z., 49. Α. Τ., 50. Θ. Σ., 51. Γ. Ρ., 52. Ε. Κ., 53. Λ. Σ., 54. Κ. Τ., 55. Π. Φ., 56. Ι. Γ., 57. Γ. Π., 58. Σ. Μ., 59.Κ. Ζ., 60. Δ. Σ., 61. Κ. Ι., 62. Ε. Φ., 63. Κ. Φ., 64. Μ. Σ., 65. Σ. Κ., 66. Μ. Κ., 67.Α. Κ., 68 .Ό. Κ., 69. Σ.-Ε. Π., 70. Γ. Γ., 71. Δ. Α., 72. Α. Μ., 73. Β. Μ., 74. Σ. Σ., 75. Β. Π., 76. Π. Κ., 77. Δ. Γ., 78. Σ. Κ., 79. Μ. Μ. και 80. Ε. Π., οι οποίοι παραστάθηκαν με το δικηγόρο Βασίλειο Νικολετάκη,

   κατά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε ρ δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Καραγιώργου,

   Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

   Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

   Αφού μελέτησε τη δικογραφία

   Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

   1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, που φέρονται ως μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών-Ο Ευαγγελισμός", ζητούν, μετά την μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος τους σε αναγνωριστικό με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά τους, α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει σε καθένα από αυτούς το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο, ως επίδομα ειδικής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-12-2007, κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης τους με τους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στους οποίους χορηγήθηκε το επίδομα αυτό βάσει των διατάξεων του άρθρου 35 του Ν. 3329/2005 και β)να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλλει και στο μέλλον το επίδομα αυτό.

   2. Επειδή, όπως προκύπτει από το με α.π. 10/02/3011/5769/6-4-2009 έγγραφο του Τμήματος Προσωπικού του εναγομένου, η 19η ενάγουσα (Φ. Κ.) υπηρετεί στο εναγόμενο νοσοκομείο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Κατά το μέρος δε αυτό, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, για την εκδίκαση της οποίας αρμοδία είναι τα πολιτικά δικαστήρια (Α.Ε.Δ. 17/1993 ΕΔΚΑ 1993.768). Συνεπώς, για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, η κρινόμενη αγωγή κρέπα να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από την 19η ενάγουσα.

   3. Επειδή, οι Μ. Κ., Ε..Χ., Λ. Σ., Κ. Ι., Σ. Κ., Μ. Κ. Α. Κ., Σ.-Ε. Π., Β. Μ. Σ. Σ. και Μ. Μ. ενάγοντες δεν προσκόμισαν μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο σχετικά πληρεξούσια έγγραφα νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος την αγωγή δικηγόρου Λουκά Αποστολίδη ή του δικηγόρου Βασίλειου Νικολετάκη, που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ούτε συνυπέγραψαν το οικείο δικόγραφο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ. 1, 2 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από τους παραπάνω ενάγοντες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 5 του ίδιου Κώδικα.

   4. Επειδή, στο άρθρο 1 του Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α') ορίζεται ότι: «1 .Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρί σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : α) ..., θ) (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν, 2721/1999, ΦΕΚ 112 Α') τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου, ι)...». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των όρθρων 71 παρ. 1, 73 παρ. 2 και 80 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, συνάγεται ότι η διαφορά που αναφύεται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές υπαλλήλου που συνδέεται με το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, εισάγεται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο με αγωγή, αίτημα της οποίας είναι η καταψήφιση ή η αναγνώριση της σχετικής αξίωσης. Εξάλλου, ως δεδουλευμένες αποδοχές νοούνται εκείνες που αφορούν χρονικό διάστημα έως την συζήτηση της αγωγής, εφόσον κατά το χρόνο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί τυχόν μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος και της υπηρεσιακής (πραγματικής) καταστάσεως του υπαλλήλου. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αποτελέσει αίτημα αγωγής η καταβολή μισθολογικής παροχής για το μέλλον, δηλαδή παροχής που αφορά χρονικό διάστημα μετά τη συζήτηση της αγωγής Τούτο, διότι το αίτημα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μόνο του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής ουσίας (άρθρα 63 παρ. 1 και 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), σωρευομένης πάντως παραδεκτώς με αγωγή, καθόσον αφορά στη διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου του δικαιώματος του υπαλλήλου να λάβει την εν λόγω παροχή, με τον καθορισμό του ύψους αυτής για το μέλλον (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 4168/1999 ΕΔΚΑ 1999 σελ. 797).

   5. Επειδή, ενόψει τούτων και δεδομένου ότι οι υπόλοιποι εξήντα οχτώ (68) ενάγοντες ήταν μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Νοσοκομείου καθ' όλο (ή μέρος) του χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 31-12-2007 (σχ. η προαναφερόμενη 10/02/3011/5769/6-4-2009 βεβαίωση του Τμήματος Προσωπικού του εναγομένου), προσκόμισαν δε, εντός της νόμιμης προθεσμίας, και πληρεξούσια έγγραφα νομιμοποιήσεως των ως άνω δικηγόρου Βασίλειου Νικολετάκη, η υπό κρίση αγωγή ασκείται παραδεκτώς, κατά το μέρος που ζητείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθένα από αυτούς το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 7.200 ευρώ, ως επίδομα ειδικής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-12-2007 (δηλ. 200 ευρώ μηνιαίως Χ 36 μήνες), Ακόμη, όσον αφορά την αναγνώριση καταβολής του εν λόγω επιδόματος από 1-1-2008 έως την ημερομηνία συζητήσεως της αγωγής (9-4-2009), αν και δεν ζητείται η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού, η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη και ασκείται γενικότερα παραδεκτώς, αφού το ύψος του επιδόματος αυτού προκύπτει ευθέως από τις επικαλούμενες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (άρθρου 35 Ν. 3329/2005), Όμως, κατά το μέρος που ζητείται να αναγνωρίστε! η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει το επίδικο επίδομα και σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα (μη δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διασίματος από 10-4-2009 και εφεξής), η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το αίτημα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μόνο του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής ουσίας, για την παραδεκτή άσκηση του οποίου απαιτείται να προσβάλλεται κάποια διοικητική πράξη ή παράλειψη (άρθρο 63 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), ενώ στην υπό κρίση περίπτωση οι ενάγοντες δεν στρέφονται κατά ρητής ή σιωπηρής αρνήσεως των οργάνων του εναγομένου να τους χορηγήσουν το επίδομα αυτό.

   6. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του ισχύοντος Συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο το κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η παράβαση του δε ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των κατ' αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε υπό τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (ΣτΕ 992/2004 Ολομ., 2495/2000 επταμ., 3587/1997, 1519/1995 κ.α.)

   7. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 35 του Ν. 3329/2005 («Εθνικό Σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λοιπές διατάξεις», ΦΕΚ 81 Α') ορίζεται ότι: «1. Στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους αποσπασμένους σε αυτή και στο μετακλητό προσωπικό, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης που ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2005 και εφεξής. 2. Το επίδομα αυτό δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 24 του Ν. 3205/2003. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης το επίδομα αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται». Κατ' επίκληση της τελευταίας εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε η 2/52281/0022 κοινή υπουργική απόφαση ("Αναπροσαρμογή του επιδόματος ειδικής απασχόλησης", Φ.Ε.Κ. 1722 B'/29-8-2007), με την οποία το επίδομα αυτό, από 1-9-2007 και εφεξής, αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 300 ευρώ. Στη συνέχεια δε, με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 3627/2007 (ΦΕΚ 292 A'/24-12-2007) ορίστηκε ότι: «1. Δικαιούχοι του επιδόματος ειδικής απασχόλησης του άρθρου 35 του ν. 3329/2005, όπως αυτό ισχύει, είναι και όσοι υπηρετούν στις Κεντρικές Υπηρεσίες των Υγειονομικών Περιφερειών». Εξάλλου, σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, σκοπός του Ν. 3329/2005 είναι η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με ουσιαστική αποκέντρωση των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής και βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών, όπου «στην κορυφή της πυραμίδας παραμένει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το οποίο έχει τη γενική ευθύνη για το συντονισμό και τη χάραξη της υγειονομικής πολιτικής της χώρας. Στην επόμενη βαθμίδα του αποκεντρωμένου συστήματος βρίσκονται οι Υγειονομικές περιφέρειες, σε καθεμία από τις οποίες συνιστάται Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Διοικήσεις Υγειονομικής Περιφέρειας". Το νομικό αυτό πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την υγειονομική πολιτική και την πολιτική κοινωνικής αλληλεγγύης στην τοπική περιφέρεια της αρμοδιότητάς του και εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των Νοσοκομείων και των Μονάδων Κοινωνικής  Φροντίδας ... τα Νοσοκομεία και οι Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας δηλαδή η τρίτη βαθμίδα της υγειονομικής πυραμίδας της χώρας, ξαναγίνονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,  με δικά τους όργανα, περιουσία και προϋπολογισμό, ώστε να αποκτήσουν ουσιαστικές αρμοδιότητες και να επιτευχθεί πραγματική αποκέντρωση», ενώ το επίδομα ειδικής απασχόλησης χορηγείται μόνο στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του πιο πάνω Υπουργείου «λόγω του αυξημένου φόρτου εργασίας και των αυξημένων ευθυνών που τους αναλογούν μετά τις αλλαγές που επέρχονται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας με την κατάργηση των Πε.Σ.Υ.Π., τη δημιουργία των Διοικήσεων Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ.) και την αναμόρφωση των Νοσοκομείων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική αυτή έκθεση, «μετά τις ανωτέρω δομικές αλλαγές στο χώρο της Υγείας, οι εργαζόμενοι στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έχουν αναλάβει έναν συντονιστικό και επιτελικό ρόλο, ο οποίος συνίσταται στην παρακολούθηση και στο συντονισμό των δραστηριοτήτων όλων των ανωτέρω εποπτευόμενων φορέων, προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή οργάνωσή τους, σε όφελος του χρήστη των υπηρεσιών υγείας», γεγονός που συνεπάγεται «αυξημένες ευθύνες και υποχρεώσεις, οι οποίες επιβάλλουν τη χορήγηση του επιδόματος ειδικής απασχόλησης», λαμβανομένου υπόψη και ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι «είχαν ήδη επιφορτισθεί με πρόσθετες υποχρεώσεις στα πλαίσια των υπηρεσιακών ιούς καθηκόντων, μετά τις αλλαγές που επήλθαν στο χώρο της υγείας με τους Ν. 2889/2001, 3106/2003, 3204/2003 και 3209/2003 (ίδρυση Ε.ΣΥ.Κ.Φ., εποπτεία του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι», υπαγωγή των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης)», περαιτέρω δε, η αλλαγή του συστήματος προμηθειών των Νοσοκομείων, με τη δημιουργία μιας ενιαίας επιτροπής στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τη σύσταση ενός εθνικού μητρώου προμηθευτών και την κατάρτιση ενιαίου κωδικολογίου για όλα τα προμηθευόμενα είδη, συνεπάγεται επιπρόσθετο φόρτο εργασίας και ευθύνες για τους εργαζόμενους στην Κεντρική Υπηρεσία ...».

   8. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (1-1-2005 έως 9-4-2009 ή μέρος αυτού), οι ενάγοντες, ως προς τους οποίους περιορίστηκε κατά τα ανωτέρω το αντικείμενο της παρούσας δίκης, ήταν μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Ν.Π.Π.Δ , όπου υπηρετούσαν με διάφορες ειδικότητες (κλάδων ΤΕ Διοίκησης Νοσοκομείων, ΤΕ Εποπτών Δημόσιας Υγείας, ΤΕ Νοσηλευτριών, ΤΕ Βρεφονηπιοκόμων, ΤΕ Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, ΤΕ Ηλεκτρονικών, ΤΕ Ραδιολογίας-Ακτινολογίας, ΤΕ Φυσιοθεραπευτών, ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού, ΔΕ Χειριστών-Εμφανιστών, ΔΕ Αδελφών-Νοοοκόμων» ΔΕ Παρασκευαστών, ΔΕ Γραφείων Νοσηλ. Και Επιστ. Τμημάτων, ΔΕ Εποπτών Καθαριότητας, ΥΕ Τραπεζοκόμων, ΥΕ Μεταφορέων Ασθενών και ΥΕ Βοηθών Θαλάμου). Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή νομίμως αναπτύσσεται με το από 8-4-2009 υπόμνημα, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., ευθέως ή βάσει των διατάξεων των άρθρων 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να καταβάλει σε καθένα από αυτούς, νομιμοτόκως, με τον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας, από την πάροδο του κάθε μήνα που γεννήθηκαν οι αντίστοιχες αξιώσεις τους, άλλως αϊτό την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 7.200 ευ ρω (200 ευρώ μηνιαίως χ 36 μήνες), που αντιστοιχεί στο μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Ν. 3329/2005, χρονικής περιόδου από 1-1-2005 έως 31-12-2007. Επίσης ζητούν και την αναγνώριση καταβολής του εν λόγω επιδόματος για το μέλλον (έως 9-4-2009, κατά τα εκτεθέντα στην 5η σκέψη). Επικουρικά, δε, ζητούν την αναγνώριση καταβολής του επιδόματος αυτού κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Αστικού Κώδικα (άρθρα 904 επ.). Ειδικότερα, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι συντρέχει και ως προς αυτούς ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, που λήφθηκε υπόψη για τη χορήγηση του ως άνω επιδόματος στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δηλαδή η άμεση ενεργοποίηση των υπαλλήλων για την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρως αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών που απορρέουν από την υλοποίηση του Ν. 3329/2005, ήτοι των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της υγείας δεδομένου ότι βαρύνεται και το εναγόμενο Νοσοκομείο με την υλοποίηση των σχετικών προγραμμάτων εκσυγχρονισμού και απάλειψης των προβλημάτων δυσλειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κατά παράβαση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος) εξαιρέθηκαν από την λήψη του εν λόγω επιδόματος και μάλιστα χωρίς την επίκληση κάποιου λόγου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι με την μετατροπή των νοσοκομείων σε αυτοτελή Ν.Π.Δ.Δ., δυνάμει του Ν. 3329/2005, αυξήθηκαν τα καθήκοντα των διοικητικών και οικονομικών υπαλλήλων των νοσοκομείων (μισθοδοσία προσωπικού, προϋπολογισμός, τήρηση διαδικασίας προμήθειας εξωσυμβατικών υλικών κ.λ.π.), καθώς και των νοσηλευτών, αφού αυτοί δεν επαρκούν, ούτε διαθέτουν κατάλληλη ειδίκευση. Επικαλούνται, δε, και το γεγονός ότι το εν λόγω επίδομα χορηγήθηκε σε όλους, ανεξαρτήτως κατηγορίας, κλάδου ή ειδικότητας, υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, χωρίς να τίθενται όροι και προϋποθέσεις για την καταβολή του, ενώ η μη καταβολή αυτού και στους ενάγοντες αποτελεί αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, ία καθήκοντα τους δεν υπολείπονται σε σοβαρότητα και σπουδαιότητα εκείνων του προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ασκούνται σε εργασιακές συνθήκες ταυτόσημες ή έστω ανάλογες, σίγουρα δε επαχθέστερες, τόσο λόγω της φύσης της εργασίας τους (νοσηλεία και περίθαλψη ασθενών), όσο και των συνθηκών του εργασιακού περιβάλλοντος (μικρόβια/φάρμακα, ακτινοβολία κ.λ.π.). Αντιθέτως, το εναγόμενο Νοσοκομείο, με την από 6-4-2009 έκθεση των απόψεων του, αρνείται την βασιμότητα της υπό κρίση αγωγής και ζητεί την απόρριψή της.

   9. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των όσων εκτέθηκαν στην 7η σκέψη, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι, σύμφωνα με το Εθνικό Σύστημα Υγείας που θεσπίζεται από το Ν. 3329/2005, κορυφή της υγειονομικής πυραμίδας αποτελεί το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το οποίο έχει τη γενική ευθύνη για το συντονισμό και τη χάραξη της υγειονομικής πολιτικής της χώρας, ενώ τα Νοσοκομεία αποτελούν αποκεντρωμένα Ν.Π.Δ.Δ. (τρίτη βαθμίδα), ότι, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 35 του Ν. 3329/2005, όσο και από την εισηγητική της έκθεση, το ένδικο επίδομα χορηγήθηκε μόνο στους εργαζόμενους στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, λόγω του αυξημένου φόρτου εργασίας και των αυξημένων ευθυνών που τους αναλογούν, μετά τις αλλαγές που επήλθαν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, στα πλαίσια της ασκήσεως των συντονιστικών και επιτελικών τους καθηκόντων, οι οποίες αφορούν την παρακολούθηση και το συντονισμό των δραστηριοτήτων όλων των εποπτευόμενων από το Υπουργείο φορέων, αλλά και τις πρόσθετες υποχρεώσεις τους από τις διαδοχικές νομοθετικές μεταβολές και την αλλαγή του συστήματος προμηθειών των νοσοκομείων, ότι, ακολούθως, με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 3627/2007, επεκτάθηκε η εφαρμογή της διατάξεως αυτής μόνο στους υπαλλήλους των Κεντρικών Υπηρεσιών των Υγειονομικών Περιφερειών, ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι ενάγοντες υπηρετούσαν σε αυτοτελές, σε σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες λειτουργίας πόα επικρατούσαν σ' αυτό, ασκώντας διαφορετικά καθήκοντα, ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι, παρά το διαφορετικό υπηρεσιακό καθεστώς, συνέτρεχε και ως προς τους ενάγοντες ο ως άνω δικαιολογητικός λόγος για τον οποίο χορηγήθηκε το ένδικο επίδομα ειδικής απασχόλησης στους υπαλλήλους που υπηρετούσαν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κρίνει ότι η μη επέκταση του επιδόματος που θεσπίστηκε με το άρθρο 35 του Ν. 3329/2005, και στους υπαλλήλους που υπηρετούσαν στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., όπως οι ενάγοντες, δεν προσκρούει στην συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού πρόκειται για δύο ανόμοιες κατηγορίες υπαλλήλων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, οι οποίες δεν επιτρέπουν την εξομοίωσή τους, αλλά αντιθέτως, δικαιολογούν την διαφορετική μεταχείρισή τους, και συνεπώς, δεν δικαιούνται να λάβουν το ένδικο επίδομα, όλοι δε οι αντίθετοι ισχυρισμοί τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός των εναγόντων ότι το επίδομα ειδικής απασχόλησης χορηγήθηκε στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του ανωτέρω Υπουργείου χωρίς όρους και προϋποθέσεις, αποτελώντας κατ' ουσίαν προσαύξηση του λαμβανόμενου μισθού τους, ενώ οι ίδιοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε επαχθέστερες συνθήκες (νοσηλεία και περίθαλψη ασθενών, έκθεση σε μικρόβια, ακτινοβολία κ.λ.π.), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι επαχθέστερες αυτές συνθήκες ενδεχομένως να δικαιολογούν την χορήγηση άλλων επιδομάτων (νοσοκομειακό, επικινδύνου εργασίας κ.λ.π.), όχι όμως και του ενδίκου επιδόματος, το οποίο χορηγήθηκε μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων και για διαφορετικούς λόγους, που δεν συνδέονται με τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στα νοσοκομεία. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατά την κύρια βάση της. Εξάλλου, η αγωγή και κατά την επικουρική βάση της, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη. Και τούτο, γιατί η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία και όχι όταν υφίσταται η αγωγή αυτή, πλην όμως είναι νόμω ή ουσία αβάσιμη, εκτός αν η αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού θεμελιώνεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΣτΕ 531/2007, ΑΠ 222/2003).

   10. Επειδή, ύστερα από όσα έγιναν πιο πάνω δεκτά, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, δεν πρέπει να καταλογιστούν δικαστικά έξοδα σε βάρος των εναγόντων, ελλείψει προβαλλόμενου σχετικού αιτήματος εκ μέρους του εναγομένου (άρθρο 275 παρ. 7 εδ. α' του Κώδικα Διοικητές Δικονομίας).

 

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

   Απορρίπτει την αγωγή.

   Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα την 14-5-2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 22-5-2009.