ΤρΔΕφΑθ 5/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αστική ευθύνη δημοσίου - Οπλίτες Πενταετούς
Υποχρεώσεως (Ο.Π.Υ.) - Επαγγελματίες Οπλίτες -
Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης -.
Ψυχική
οδύνη στην οικογένεια θανόντος ΕΠ.ΟΠ. (Επαγγελματία
Οπλίτη). Έλεγχος σωματικής ικανότητας και υγείας επιλεγομένων οπλιτών. Μέριμνα
για την προστασία της υγείας των
στρατευμένων. Υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός απόφασης 5/2009
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 11° Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Θεοδώρα Μούγια, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Χάϊδω Χαρμπίλα και Μαριορίτσα Τσομπανίκου -
Εισηγήτρια, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τη Βλασία
Δήμου,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις
19 Σεπτεμβρίου 2008, για να δικάσει την από 13 Μαρτίου 2008 (αριθμός καταχ. Α.Β.Ε.Μ. 240/15-5-2008)
έφεση,
της Μ. Χ., γι' αυτήν ατομικά κατέχουσα την
γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Σεβαστής, Βασιλικής και Δημητρίου Σκοτάδη, κατοίκου Σαλαμίνας Αττικής (2η Στάση Βασιλικών),
για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος της δικηγόρος Νεκτάριος Τσαρουχάς
σύμφωνα με την από 17/9/2008 έγγραφη δήλωση του (άρθρο 133, παρ. 2, ΚΔΔ), την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που
εκπροσωπήθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε η
Δικαστική Αντιπρόσωπος-του Ν.Σ.Κ. Μυρτώ Γερμάνη, σύμφωνα με την από 15-9-2008 έγγραφη δήλωσή της
(άρθρο 133, παρ. 2 Κ.Δ.Δ.), την οποία κατέθεσε στη
γραμματεία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο,
μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
1. Επειδή με την κρινόμενη έφεση, για την
οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. Το με αριθ. 1458545 ειδικό έντυπο),
επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 12113/2007
απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που αποφάνθηκε
οριστικά για την από 23-10-2006 αγωγή της εκκαλούσας,
με την οποία είχε ζητήσει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να της
καταβάλει εντόκως, για την ίδια ατομικά, καθώς και για λογαριασμό των τριών
ανηλίκων τέκνων της Σ., Β. και Δ. Σ., των οποίων ασκεί τη γονική μέριμνα, το συνολικό
ποσό των 900.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω
ψυχικής οδύνης για το θάνατο του συζύγου της και πατέρα των τέκνων της, ο
οποίος επήλθε στις 2-10-2003, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, στο στρατόπεδο
του 501 Μ/Κ Τ.Π. στα
Γιαννιτσά, όπου ο θανών υπηρετούσε ως επαγγελματίας οπλίτης (ΕΠ.ΟΠ). Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο
θάνατος του συζύγου της εκκαλούσας οφείλεται στις
ακόλουθες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις: α) στην παράνομη παράλειψη των
αρμόδιων για την εξέταση και κρίση της σωματικής ικανότητας του Ι. Σ. οργάνων
του Δημοσίου, κατά την κατάταξη του ως επαγγελματία οπλίτη, να τον υποβάλουν
στις προβλεπόμενες ιατρικές εξετάσεις, διαφορετικά στον πλημμελή τρόπο με τον
οποίο τα όργανα αυτά εξέτασαν τη σωματική του ικανότητα, με αποτέλεσμα να μην
διαγνωσθούν αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις των
στεφανιαίων αγγείων της καρδιάς του και να μην υποβληθεί στη δέουσα θεραπεία,
με επακόλουθο το μοιραίο έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο επέφεραν οι ανωτέρω
αλλοιώσεις, β) στην παράνομη παράλειψη του Διοικητή του 501 Μ/Κ
Τάγματος Πεζικού (Τ.Π.), στο οποίο υπηρετούσε ο
θανών, να τον υποβάλει από 4-3-2003, οπότε συμπληρώθηκε ένα έτος από την
κατάταξη του, στην προβλεπόμενη ετήσια υγειονομική εξέταση, η οποία θα απέτρεπε
το θάνατο του, με την έγκαιρη διάγνωση της πάθησης του και την κατάλληλη
θεραπεία, γ) στην παράνομη παράλειψη του Διευθυντή του 424 Γενικού Στρατιωτικού
Νοσοκομείου Εκπαίδευσης (Γ.Σ.Ν.Ε.) Θεσσαλονίκης,
καθώς και του Διευθυντή της ορθοπεδικής κλινικής του ίδιου νοσοκομείου, στην
οποία είχε εισαχθεί στις 13-8-2003 με κάταγμα κεφαλής κερκίδος
(ΔΕ), να τον υποβάλουν στις δέουσες ιατρικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια της
εκεί νοσηλείας του, με αποτέλεσμα να μην διαγνωστούν και πάλι οι αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις των στεφανιαίων αγγείων του,
δ) στην εσφαλμένη διάγνωση του οπλίτη ιατρού άνευ ειδικότητας (ΥΓ), του 501 Μ/Κ Τ.Π., ο οποίος απέδωσε τους πόνους στο στήθος και τη
δύσπνοια που αισθανόταν ο θανών, όταν προσήλθε στο ιατρείο της Μονάδας, περί
ώρα 22.15' της 2-10-2003, σε αγχώδεις εκδηλώσεις, ενώ οφείλονταν σε υπό εξέλιξη
έμφραγμα του μυοκαρδίου και στην παράλειψη του ιδίου οργάνου να μεριμνήσει για
την άμεση μεταφορά του στο νοσοκομείο και ε) στην παράλειψη των αρμοδίων
οργάνων του Δημοσίου να μεριμνήσουν για την επάνδρωση της προαναφερόμενης
Μονάδας (501 Μ/Κ Τ.Π.) με
ειδικευμένους ιατρούς των βασικών τουλάχιστον ειδικοτήτων της παθολογίας και
καρδιολογίας ή με έμπειρους ιατρούς, που να εγγυώνται την κατά το δυνατόν ορθή
αντιμετώπιση (διάγνωση, παροχή πρώτων βοηθειών κ.λ.π.) σοβαρών προβλημάτων
υγείας των στρατευμένων, όπως εκείνο του θανόντος, παράλειψη που συνιστά
παραβίαση του δικαιώματος των πολιτών και της αντίστοιχης υποχρέωσης του
Κράτους για τη λήψη μέτρων προς εξασφάλιση της υγείας του, που απορρέουν από
τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε
σχετική ένσταση που προέβαλε το εφεσίβλητο και έκρινε ότι είναι αναρμόδιο κατά
τόπον όσον αφορά τις προβαλλόμενες υπό στοιχεία β, γ και δ πράξεις ή παραλείψεις,
παραπέμποντας την υπόθεση, κατά το μέρος που αφορά τις υπό στοιχεία β και δ
παραλείψεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας, κατά το μέρος δε που αφορά την
υπό στοιχείο γ παράλειψη στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ενώ για τις
υπό στοιχεία α και ε παραλείψεις, που εξέτασε την αγωγή στην ουσία της, την
απέρριψε ως αβάσιμη.
2.
Επειδή, στο άρθρο 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α'
97) ορίζεται ότι «αρμόδιο στον πρώτο ή πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι το
δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή από πράξη, παράλειψη ή
υλική ενέργεια οργάνου της οποίας δημιουργήθηκε η διαφορά......», στο άρθρο 12
ότι «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και
την αρμοδιότητα του.
2..... 3. Αν η απόφαση
για την παραπομπή είναι του πρωτοδικείου ή εφετείου αυτή δεν υπόκειται
αυτοτελώς σε ένδικο μέσο», στο άρθρο 72 ότι «η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου
ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που είναι υπόχρεο προς ικανοποίησή της
κατά την παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου αξίωσης», στο άρθρο 97 ότι «1. Το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των
αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης.......2. Η έλλειψη
δικαιοδοσίας, η αναρμοδιότητα και η μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετάζεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και
αυτεπαγγέλτως» και στο άρθρο 122 του ίδιου Κώδικα ότι «1. Κοινό ένδικο βοήθημα
μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για συναφείς πράξεις , παραλείψεις ή
υλικές ενέργειες, εφόσον το δικαστήριο είναι ως προς όλες κατά τόπο αρμόδιο.
2........ 3. Συναφείς είναι οι υλικές ενέργειες όταν συνδέονται ουσιωδώς μεταξύ
τους και οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτές στηρίζονται στην ίδια νομική βάση.
4....... 6. Για το χωρισμό του κοινού
δικογράφου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 115. Ο
χωρισμός επιτρέπεται και στην περίπτωση που υπάρχει κατά τόπο αναρμοδιότητα του
δικαστηρίου ως προς ορισμένες από τις συμπροσβαλλόμενες
πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες.».
3. Επειδή, το δικαστήριο, κατά την άποψη που
επικράτησε σ' αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες οι παράνομες παραλείψεις που
εκτίθενται στην αγωγή είναι συναφείς, αφού οδήγησαν στο θάνατο του Ι. Σ. και
αποδίδονται σε όργανα της ίδιας αρχής, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το
Ελληνικό Δημόσιο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν κατά τόπον αρμόδιο να δικάσει
αυτήν ως προς όλες τις ανωτέρω παραλείψεις, κρίνοντας δε ότι αυτό ήταν
αναρμόδιο για τις υπό στοιχεία β, γ και δ παραλείψεις έσφαλε, του λόγου τούτου ερευνωμένου αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2
του άρθρου 97 του Κ.Δ.Δ. Συνεπώς, πρέπει να
εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο
μέρος να εξεταστεί δε από το παρόν δικαστήριο η αγωγή της εκκαλούσας
και για τις υπό στοιχεία β, γ και δ προβαλλόμενες ως παράνομες παραλείψεις.
Κατά τη γνώμη όμως της εισηγήτριας Μαριορίτσας Τσομπανίκου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει
αυτεπαγγέλτως την αναρμοδιότητα μόνον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον
κρίνει ότι στερούνταν αρμοδιότητας να δικάσει την εξεταζόμενη από αυτό υπόθεση
ή μέρος αυτής, προκειμένου να διορθώσει σφάλμα της εκκαλούμενης
απόφασης που διέλαθε της κρίσης του και όχι να εξετάσει την αρμοδιότητα του
γενικά, κρίνοντας ότι ήταν αρμόδιο να δικάσει μέρος της υπόθεσης, παρά την
αντίθετη κρίση της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία
(αρμοδιότητα) μόνο μετά από προβολή σχετικού λόγου, με την έφεση που ασκείται
και για άλλες πλημμέλειες που αποδίδονται σ' αυτήν, θα μπορούσε να εξεταστεί,
σύμφωνα πλέον με τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 97 του Κ.Δ.Δ. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, η έννοια της
«αρχής», από πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων της οποίας
καθορίζεται η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου, δεν ταυτίζεται με την
έννοια του διαδίκου κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή και στην προκειμένη
περίπτωση του Ελληνικού Δημοσίου, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Π.Δ. 130/1984
(Α' 42) «Κύρωση του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό», όπως ισχύει, οι
Μονάδες όπως το 501 Μ/Κ Τ.Π.
των Γιαννιτσών και το 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Εκπαίδευσης
Θεσσαλονίκης, είναι ανεξάρτητες Στρατιωτικές Αρχές, που έχουν διοικητική
αυτοτέλεια και συνεπώς, για τις προβαλλόμενες με την αγωγή παράνομες
παραλείψεις, που αποδίδονται σε όργανα των εν λόγω αρχών, δεν ήταν αρμόδιο κατά
τόπον το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών να δικάσει την υπόθεση, ενόψει της
προαναφερθείσας διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 122 του Κ.Δ.Δ.
4. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού
Κώδικα ορίζει στο άρθρο 105 ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των
οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει
ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη
έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος......». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη προς αποζημίωση
γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από
τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές
ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών
ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με
την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών (βλ. ΑΕΔ
5/1995, ΣτΕ 3042/1992, 2463/1998, 2774/1999,
740/2001, 2727/2003 κ.ά.). Ακολούθως, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης,
ευθύνη του Δημοσίου συντρέχει, όχι μόνον όταν, με σχετική πράξη ή παράλειψη
οργάνου αυτού παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν
παραλείπονται τα εκ της κειμένης εν γένει νομοθεσίας καθώς και τα δεδομένα της
κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης προσιδιάζοντα σε συγκεκριμένη
υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις (ΣτΕ
347, 4776/1997, 3102/1999, 2727/2003). Περαιτέρω, κατά την ίδια διάταξη,
προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης, αποτελεί και η ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής
ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσας ζημιάς (ΣτΕ
2886, 3422-4/1999, 2739, 3400/2000, 1224/2002, 3069/2004). Υπάρχει δε τέτοιος
αιτιώδης σύνδεσμος όταν η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου ήταν, κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή να προκαλέσει αντικειμενικά και κατά τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων και προκάλεσε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση
το ζημιογόνο αποτέλεσμα (Α.Π. 692/1990, 1230/2007). Εξάλλου, η αποζημίωση την
οποία υποχρεούται να καταβάλει το Δημόσιο μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων
και στην κατ' άρθρο 932 του Α.Κ. χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (πρβλ. ΣτΕ
289/1995, 4776/1997, 2463/1998 7μ., 3226, 4913/1998, 2891/1999 7μ., 2727/2003).
Ο προσδιορισμός της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης γίνεται κατ'
εύλογη εκτίμηση των περιστατικών που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου (βαθμός
πταίσματος δημοσίων οργάνων, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών,
τυχόν συντρέχον πταίσμα του θανόντος που προβάλλεται με σχετική ένσταση του
υπόχρεου, συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας κ.λ.π.), με βάση τους κανόνες της
κοινής πείρας και της λογικής και έχει ως αιτιολογία την, με την απόκτηση
περιουσιακών αγαθών, ψυχική ανακούφιση και ηθική παρηγοριά των μελών της
οικογένειας του θανόντος από τη λύπη, τη στενοχώρια και τον πόνο που υπέστησαν
εξαιτίας του θανάτου μέλους αυτής. Η επιδίκαση της χρηματικής αυτής
ικανοποίησης τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα,
της ύπαρξης μεταξύ των δικαιουμένων αυτής προσώπων και του αποβιώσαντος, όσο ρ
τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας
των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς
από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.
Α.Π. 21/2000, Α.Π. 160/2001, 72/2006). Επίσης, κατά την έννοια της διάταξης του
άρθρου 932 του Α.Κ., χρηματική ικανοποίηση μπορεί να
επιδικαστεί και σε νηπιακής ηλικίας τέκνα προσώπου που θανατώθηκε, για τη
μέλλουσα ψυχική τους οδύνη, αφού είναι βέβαιο ότι θα συναισθανθούν στο μέλλον,
όταν ωριμάσουν ψυχοσωματικά, ψυχικό πόνο για το θάνατο του γονέα τους, ώστε να
ικανοποιείται, κατά το δυνατόν, η ψυχική οδύνη που θα δοκιμάσουν μελλοντικά τα ανήλικα
(Δ.Ε.Α. 809/1993, Εφ. Αθην.
1537/1991). Τέλος, από το άρθρο 300 του Α.Κ.,
προκύπτει ότι αν στη γένεση ή την επέλευση της ζημιάς συνετέλεσε και πταίσμα
του ζημιωθέντος, το οποίο τελεί σε αιτιώδη σχέση με το επελθόν ζημιογόνο
αποτέλεσμα, ή την επέλευση ή έκταση της ζημιάς, το δικαστήριο της ουσίας,
μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και
ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιώσαντος και
του συνυπαιτίου, ή να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να
μειώσει το ποσό αυτής, κατά το ποσοστό του πταίσματος του ζημιωθέντος.
Ειδικότερα, όμως, όταν δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία είναι
κατ' εξαίρεση τρίτοι, εμμέσως ζημιωθέντες, όπως τα πρόσωπα που αναφέρονται στο
άρθρο 932 εδ. γ' ΑΚ, τα
οποία ασκούν αξιώσεις εξ ιδίου δικαίου, η συνυπαιτιότητα του θανόντος στην
επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος ή τη γένεση ή την έκταση της ζημιάς,
καταλογίζεται και σ' αυτούς (τρίτους). Στην περίπτωση, όμως, της χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, που επιδικάζεται κατά την ανωτέρω διάταξη στα
μέλη της οικογένειας του θανόντος, για τον προσδιορισμό της οποίας εκτιμάται,
κατά τα ανωτέρω και το τυχόν συντρέχον πταίσμα αυτού (θανόντος), δεν
επιτρέπεται μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού αυτής και περαιτέρω μείωση του,
κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θύματος στην επέλευση του ζημιογόνου
γεγονότος ή τη γένεση και έκταση της ζημιάς (Α.Π. 1230/2007).
5.
Επειδή, με το Ν. 2936/2001 «Επαγγελματίες οπλίτες κ.λ.π.» (Α' 166), όπως ίσχυε
κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονταν τα εξής: με το άρθρο 1 παρ. 1 ότι «Για την
αντιμετώπιση των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.)
σε κατώτερα στελέχη, προκειμένου να καλυφθούν θέσεις επιχειρησιακών και
τεχνικών ειδικοτήτων, οι οποίες απαιτούν σημαντική εκπαίδευση και εξειδίκευση,
κατατάσσονται και υπηρετούν ως Μόνιμοι Επαγγελματίες Οπλίτες (ΕΠ. ΟΠ.) Έλληνες που εκπλήρωσαν
τη στρατεύσιμη υποχρέωση τους ή διανύουν το τελευταίο εξάμηνο εκπλήρωσης της»,
με το άρθρο 2 ότι «1. Οι επαγγελματίες Οπλίτες πρέπει: α......β. Να έχουν
συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας και να μην έχουν υπερβεί το 26ο, ο έτος
κατά το έτος της κατάταξης τους στις Ένοπλες Δυνάμεις, γ....ε. Να είναι ικανοί
κατηγορίας πρώτης (1/1) ή δεύτερης (Ι/2),σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν
για την εξέταση της σωματικής ικανότητας των στρατευσίμων στ....4. Τα παραπάνω
απαιτούμενα προσόντα...πρέπει να συντρέχουν κατά τον χρόνο προκήρυξης των
θέσεων Επαγγελματιών Οπλιτών και κατά τον χρόνο της κατάταξης τους...» με το
άρθρο 3 παρ.1 ότι « Η πρόσληψη Επαγγελματιών Οπλιτών γίνεται ύστερα από προκήρυξη
πλήρωσης θέσεων από τον Υπουργό Εθνικής Αμυνας...Με
την προκήρυξη καθορίζονται οι ειδικότητες, τα υποβλητέα δικαιολογητικά, ο
χρόνος υποβολής τους, ο τρόπος υγειονομικής εξέτασης των υποψηφίων, η
συγκρότηση και λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών...και κάθε άλλη σχετική
λεπτομέρεια» και με το άρθρο 14 παρ.1 ότι « Οι επαγγελματίες Οπλίτες για θέματα
πειθαρχίας, υγειονομικής περίθαλψης των ιδίων και των μελών των οικογενειών
τους, καθώς και υγειονομικής εξέτασης και κρίσης της σωματικής τους ικανότητας διέπονται
από τις διατάξεις που ισχύουν για μόνιμους και εθελοντές υπαξιωματικούς».
Εξάλλου, με το άρθρο 11 του Ν. 1763/1988 «Στρατολογία των Ελλήνων»(Α' 57),
ορίστηκε ότι «Οι στρατεύσιμοι και οι ανυπότακτοι που κατατάσσονται στις Ένοπλες
Δυνάμεις υποβάλλονται σε υγειονομική εξέταση και εφόσον δεν επιβάλλεται η
προσωρινή αναβολή εκπλήρωσης της στρατεύσιμης υποχρέωσης τους, εντάσσονται στις
παρακάτω κατηγορίες σωματικής ικανότητας α) Ικανοί κατηγορίας πρώτης (1/1). β)
Ικανοί κατηγορίας δεύτερης (Ι/2). γ) Ικανοί κατηγορίας τρίτης (Ι/3). δ) Ικανοί
κατηγορίας τέταρτης (Ι/4), ε) Ακατάλληλοι για στράτευση (Ι/5). 2.Με προεδρικό
διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας,
καθορίζονται οι προϋποθέσεις τα νοσήματα, οι παθήσεις και οι βλάβες της υγείας
που πρέπει να έχουν οι στρατεύσιμοι για να ενταχθούν στις κατηγορίες σωματικής
ικανότητας της προηγούμενης παραγράφου ή να τύχουν αναβολής κατάταξης τους για
λόγους υγείας. 3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας, που
εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Αρχηγού Γ.Ε.Ε.Θ.Α. και δημοσιεύεται στην
εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται η συγκρότηση, η σύνθεση, η λειτουργία
και οι αρμοδιότητες των ειδικών στρατολογικών συμβουλίων, η αρμοδιότητα των
υγειονομικών επιτροπών των Ενόπλων Δυνάμεων και η διαδικασία και ο τρόπος
υγειονομικής εξέτασης των στρατευσίμων που παρουσιάζονται για κατάταξη. Κατ'
εξουσιοδότηση της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 11 του Ν.1763/1988,εκδόθηκε το
Π.Δ.430/1988 (ΑΙ98) με το άρθρο 1 παρ.1 του οποίου ορίζεται ότι «Οι διατάξεις
του Π.Δ.426/1984 «Κρίση της σωματικής ικανότητας των στρατευσίμων των
κατατασσόμενων στο στράτευμα καθώς και του στρατιωτικού προσωπικού γενικά» (ΦΕΚ
Α 150/1984), όπως ισχύει σήμερα, εφαρμόζονται για τον
καθορισμό των προϋποθέσεων, των νοσημάτων, των παθήσεων και των βλαβών της
υγείας που πρέπει να έχουν οι στρατεύσιμοι για να ενταχθούν στις κατηγορίες
σωματικής ικανότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του 1763/1988 ή να τύχουν
αναβολής κατάταξης για λόγους υγείας». Με τις διατάξεις του Π. Δ/τος 426/1984, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση (όμοια με
αυτήν της παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 1763/1988) του προϊσχύσαντος
Ν. Δ/τος 720/1970 «περί στρατολογίας» (Α' 253), καθώς
και του άρθρου 20 του Ν. Δ/τος 1327/1973 «περί των
Υγειονομικών Επιτροπών των Ενόπλων Δυνάμεων» (Α
16) ορίζεται, στο άρθρο 1, ότι «1. Οι στρατεύσιμοι που κατατάσσονται με
οποιαδήποτε ιδιότητα στο Στράτευμα, καθώς και το στρατιωτικό προσωπικό γενικά
πρέπει να έχουν σωματική ικανότητα και ψυχική υγεία, αρτιμέλεια και σωματική διάπλαση) που να ανταποκρίνεται πλήρως στις
απαιτήσεις της αποστολής για την οποία προορίζονται. Η ικανότητα αυτή
διαπιστώνεται με υγειονομική εξέταση. 2.Η σωματική ικανότητα του προσωπικού της
παραπάνω παραγράφου: α) Προσδιορίζεται από το αν ο εξεταζόμενος πάσχει ή όχι
από νοσήματα, παθήσεις, βλάβες ή άλλες παθολογικές καταστάσεις, από το βαθμό
της έκτασης ή βαρύτητας αυτών και την επίδραση τους στην αποστολή του, β)
Εξετάζεται από γιατρούς αξιωματικούς του υγειονομικού της γενικής ειδικότητας
των γιατρών κατά τις μεθόδους της ιατρικής επιστήμης...γ) Κρίνεται από τις
υγειονομικές επιτροπές και συμβούλους του Στρατεύματος. 3. Διαταραχές της
σωματικής ικανότητας δεν αποκλείουν την υπηρεσία στο Στράτευμα, εφόσον δεν
επηρεάζουν την αποστολή σ' αυτό ή δεν επηρεάζονται από την αποστολή. 4...», στο
άρθρο 2, ότι « Το προσωπικό του άρθρου 1,παράγραφος 1, εντάσσεται στις παρακάτω
κατηγορίες σωματικής ικανότητας: α. Οι στρατεύσιμοι, οι κληρωτοί...κρίνονται:
1) Ικανοί πρώτης κατηγορίας (1/1)...4) Ικανοί κατηγορίας τέταρτης (Ι/4), 5)
Ακατάλληλοι για στράτευση (Ι/5). β. Οι υποψήφιοι για τα μόνιμα στελέχη
αξιωματικών και οπλιτών, όπως και οι υποψήφιοι εθελοντές του Στρατεύματος
κρίνονται : 1) Κατάλληλοι 2) Ακατάλληλοι γ)...2.Από τις κατηγορίες προσωπικού
της προηγουμένης παραγράφου: α. Αυτοί που δεν παρουσιάζουν καμιά διαταραχή της
σωματικής ικανότητας κρίνονται ικανοί κατηγορίας πρώτης (Ι/1) κατάλληλοι και
ικανοί αντιστοίχως. β. Αυτοί που παρουσιάζουν διαταραχές της σωματικής
ικανότητας κρίνονται ανάλογα με την περίπτωση της κατηγορίας προσωπικού στην
οποία ανήκουν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος. 3
» και
στο άρθρο 4 ότι «1. Με βάση τα νοσήματα, παθήσεις και βλάβες του γενικού Πίνακα
εξετάζεται και κρίνεται η σωματική ικανότητα των α. Στρατευσίμων.,.η.
Υποψηφίων εθελοντών. θ....2.Από τις παραπάνω κατηγορίες προσωπικού όσοι
παρουσιάζουν νοσήματα, παθήσεις ή βλάβες του Γενικού Πίνακα κρίνονται: α. Οι
των υποπαραγράφων 1α μέχρι και 1ζ σύμφωνα με την ένδειξη σωματικής ικανότητας
που αντιστοιχεί σε κάθε νόσημα, πάθηση ή βλάβη...β. Οι των υποπαραγράφων 1η
μέχρι 1ι ακατάλληλοι γ...» Από τον
Γενικό Πίνακα νοσημάτων, παθήσεων και βλαβών, που είναι προσαρτημένος στο εν λόγω Π. Δ/γμα,
προκύπτει ότι, όσον αφορά τις παθήσεις της καρδιάς και των αγγείων, οι
παρουσιάζοντες «ανεπάρκεια στεφανιαίων» έχουν σωματική ικανότητα Ι/5, είναι
δηλαδή ακατάλληλοι για στράτευση. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του
προαναφερθέντος Ν. Δ/τος 1327/1973 ορίστηκε, μεταξύ άλλων, έργο των υγειονομικών επιτροπών
είναι η εξέταση και η γνωμάτευση για την σωματική ικανότητα και την εν γένει
υγειονομική κατάσταση του στρατιωτικού προσωπικού τόσο κατά την κατάταξη αυτού
στο στράτευμα με οποιαδήποτε ιδιότητα όσο και μετά από αυτήν (άρθρο 1 παρ. 1,
ότι σε καθέναν από τους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων συγκροτούνται ή
λειτουργούν Επιτροπές αναρρωτικών αδειών, Επιτροπές απαλλαγών, μία ανωτάτη
υγειονομική επιτροπή και μία αναθεωρητική υγειονομική επιτροπή (άρθρο 2 παρ.
1), ότι τα μέλη των υγειονομικών επιτροπών της παρ.1 του άρθρου 2 μορφώνουν
γνώμη «βάσει ενός ή πλειόνων των ακολούθων στοιχείων : α) Της ιδίας αυτών
αντιλήψεως, δυναμένης να διαμορφωθεί και εξ αυτοπρόσωπου εξετάσεως του
παραπεμπομένου, β) Γνωματεύσεων στρατιωτικών νοσοκομείων ή και πολιτικών
νοσοκομείων, νοσηλευτικών ιδρυμάτων ή κλινικών... γ) Εξετάσεων υπό αρμοδίων προς
τούτο ιατρείων... δ) Γνωματεύσεων ή γνωμών ειδικών επιστημονικών ιατρείων... ε)
Των περιεχομένων του ατομικού βιβλιαρίου υγείας, του βιβλιαρίου υγειονομικής
περιθάλψεως και του αντιγράφου του φύλλου μητρώου του παραπεμπομένου ζ)...»,
καθώς και ότι «αι υγειονομικαί
επιτροπαί, εκ της ελευθέρας και κατά κρίσιν
συνεκτιμήσεως των εν παραγράφοις 2 και 3 του παρόντος
άρθρου στοιχείων, αποφασίζουν και διατυπώνουν την σχετικήν
γνωμάτευσιν αυτών βάσει των ισχυόντων πινάκων
νοσημάτων, παθήσεων και βλαβών... » (άρθρο 15 παρ. 2 και 4). Εξάλλου, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 154/1975 (Α1 185) και του άρθρου 4 του Π. Δ/τος 432/1983 (Α Ί62), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του
άρθρου 7 του Ν. 154/1975, η υγειονομική περίθαλψη στους στρατιωτικούς των Ενόπλων
Δυνάμεων παρέχεται από τους γιατρούς των Μονάδων, τα Στρατιωτικά νοσοκομεία και
εφόσον στην περιοχή του υπηρετούν δεν λειτουργεί Στρατιωτικό Νοσοκομείο, η δε
κατάσταση του ασθενή δεν επιτρέπει τη μετακίνηση του στο πλησιέστερο
Στρατιωτικό Νοσοκομείο δικαιούνται περίθαλψη στα κρατικά Νοσοκομεία,
Νοσηλευτικά Ιδρύματα κ.λ.π. Τέλος, με το άρθρο 13 του Α. Ν. 1565/1939 «περί
κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α
16) ορίζεται ότι «ο ιατρός οφείλει να ασκή
ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται
τόσον εν τη ενασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρέπειας και εμπιστοσύνης τας οποίας
απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα» και με το άρθρο 24
αυτού ότι «ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου,
ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας
θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης
πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί
διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγειών».
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα
στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την 121/2001 προκήρυξη
πλήρωσης θέσεων Επαγγελματιών Οπλιτών του Υπουργείου Εθνικής ʼμυνας ο Ι.
Σ., ο οποίος είχε γεννηθεί το έτος 1977 και είχε συνάψει γάμο με την εκκαλούσα
το έτος 1998, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει δύο τέκνα (γεννηθέντα στις
27-8-1998 το πρώτο και στις 5-9-1999 το δεύτερο, ενώ το τρίτο γεννήθηκε στις
22-2-2002), ζήτησε, με την 23636/1-11-2001 αίτηση, που κατέθεσε στο
Στρατολογικό Γραφείο Πειραιώς να καταταγεί ως ΕΠ.ΟΠ.
στον Στρατό Ξηράς προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, το από 25-10-2001 Πιστοποιητικό
Τύπου Α 'του Στρατολογικού Γραφείου Καλαμάτας, σύμφωνα με το οποίο έλαβε, στις
8-2-1999, Γ' εξάμηνη αναβολή κατάταξης, (οι δύο προηγούμενες είχαν δοθεί λόγω
ενοχλημάτων του από παλαιό τραύμα στην κνήμη), γιατί έπασχε από « αγχώδεις
εκδηλώσεις επί σοβαρών οικογενειακών προβλημάτων», απολύθηκε δε στις 9-2-1999,
από τη 34 ΛΔΒ, για την εν λόγω αιτία. Προκειμένου να
διαπιστωθεί η σωματική του ικανότητα παραπέμφθηκε για υγειονομική εξέταση, με
βάση δε τις μικροβιολογικές εξετάσεις αίματος και ούρων, τον ακτινολογικό
έλεγχο που υποβλήθηκε , καθώς και την κλινική εξέταση από ιατρούς νευρολόγο,
χειρουργό, παθολόγο, οφθαλμίατρο, ωτορινολαρυγγολόγο, δερματολόγο, ορθοπεδικό,
καθώς και καρδιολόγο, ο τελευταίος από τους οποίους (Ρ. Θ.) αποφάνθηκε ότι
είναι «κλινικώς κατά φύσιν»,
κρίθηκε κατάλληλος για στράτευση, με την 708/18-1-2002 γνωμάτευση της Επιτροπής
Απαλλαγών Αθηνών. Κατόπιν τούτου κατατάχθηκε ως ΕΠ.ΟΠ.
Δεκανέας (ΠΖ) στο ΚΕΒΟΠ
Χαϊδαρίου στις 4-3-2002, στο ατομικό του δε δελτίο υγείας που εκδόθηκε την ίδια
ημέρα από τον οικείο Διοικητή σημειώθηκε από τον υπίατρο Κ. Ν., μεταξύ άλλων,
ότι δεν αναφέρθηκε από τον ίδιο οτιδήποτε κληρονομικό και ότι επρόκειτο για
άτομο ηλικίας 25 ετών, με ανάστημα 1,75 μ. και βάρος 70 Kg.
Δεκαεννέα (19) περίπου μήνες αργότερα και ενώ υπηρετούσε στο 501 Μ/Κ Τ.Π. των Γιαννιτσών ,με την
ειδικότητα του χειριστή όλμων 4,2" και συγκεκριμένα στις 2-10-2003 και
περί ώρα 22.15' παρουσιάστηκε στον αξιωματικό Υπηρεσίας και Διανυκτέρευσης του
Τάγματος Γ. Κ. και ζήτησε άδεια να επισκεφθεί τον ιατρό υπηρεσίας,
παραπονούμενος ότι αισθανόταν πόνο στο στήθος και δύσπνοια. Με την συνοδεία του
εν λόγω αξιωματικού προσήλθε στο ιατρείο της Μονάδας, στο οποίο εκτελούσε
καθήκοντα ιατρού υπηρεσίας του στρατοπέδου ο στρατιώτης ιατρός, χωρίς
ειδικότητα (ΥΓ), Α. Κ., ο οποίος προέβη σε κλινική
εξέταση αυτού (ακρόαση καρδιάς και πνευμόνων), χωρίς ευρήματα και του χορήγησε
μισό δισκίο αγχολυτικού παρασκευάσματος , γιατί, σε σχετική ερώτηση του ιατρού
απάντησε ότι κατά την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε σοβαρά οικογενειακά και
οικονομικά προβλήματα, που του δημιουργούσαν αγχώδεις εκδηλώσεις και ακόμα ότι
τα συμπτώματα αυτά παρουσιάστηκαν «πριν λίγη ώρα που πήγε να ξαπλώσει». Μετά
την πάροδο 5-10 λεπτών μέτρησε την πίεση του, που βρέθηκε φυσιολογική (140 mm/Hg για τη συστολική και 90 mm/Hg
για τη διαστολική), καθώς και τους σφυγμούς, που ήταν σχετικά ανεβασμένοι (100 σφύξεις /λεπτό). Τον άφησε να ηρεμήσει άλλα 10 λεπτά
περίπου, μετά την πάροδο των οποίων ο ασθενής δήλωσε ότι αισθάνεται καλύτερα
και αναχώρησε για το θάλαμο του, προκειμένου να αναπαυθεί.(βλ. σχετ. τις από 7
και 10 Οκτωβρίου 2003 εκθέσεις εξετάσεως μαρτύρων, επί ΕΔΕ,
των Α. Κ. και Γ. Κ.). Λίγα λεπτά αργότερα, ο ανωτέρω ιατρός αντιλήφθηκε ένα
άτομο να κινείται με κατεύθυνση από τους θαλάμους προς το ιατρείο και να πέφτει
στο έδαφος. Έσπευσε στο σημείο εκείνο, όπου διαπίστωσε ότι πρόκειται για τον Ι.
Σ., ο οποίος δεν είχε πλέον σφύξεις, προέβη σε
ενέργειες καρδιακής αναζωογόνησης και κάλεσε φορειοφόρο
όχημα της Μονάδας, με το οποίο διακομίστηκε στο γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών,
εξετάστηκε στα έκτακτα εξωτερικά ιατρεία της Καρδιολογικής Κλινικής αυτού, στις
23.05', οπότε διαπιστώθηκε ότι ήταν ήδη νεκρός. Για τη διαπίστωση των αιτίων
του θανάτου του ανωτέρω διενεργήθηκε, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του
Φρουραρχείου Γιαννιτσών νεκροψία - νεκροτομή, από τον ιατροδικαστή Μ. Τ., για
την οποία συντάχθηκε η από 4-10-2003 έκθεση, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ
άλλων, ότι «η καρδία φέρει στεφανιαία αγγεία με βαρύτατες αρτηριοσκληρυντικές
αλλοιώσεις. Παρατηρούμε πλήρη απόφραξη του προσθίου κατιόντος κλάδου της
αριστερής στεφανιαίας αρτηρίας. Κατά τη διατομή του μυοκαρδίου παρατηρούμε
εκτεταμένη εμφραγματική περιοχή του προσθίου
τοιχώματος...καθώς και έμφραγμα του μεσοκοιλιακού τοιχώματος»,
συμπερασματικά δε αναφέρεται ότι « ο θάνατος στην προκειμένη περίπτωση
οφείλεται σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συνεπεία των βαρύτατων αρτηριοσκληρυντικών αλλοιώσεων των στεφανιαίων αγγείων της
καρδίας, επήλθε δε περί την 23.00'ώρα της 2-10-2003». Διενεργήθηκε Ε.Δ.Ε., για την οποία συντάχθηκε η από 30-1-2004 έκθεση του
Σ/χη (ΤΘ) Π. Τ., σύμφωνα με
την οποία ο Ι. Σ. αποβίωσε από αιτία μη δυνάμενη να προβλεφθεί. Ακολούθως,
διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση, στα πλαίσια της οποίας εξετάστηκαν μεταξύ
άλλων : 1) ο προαναφερόμενος ιατροδικαστής Μ. Τ., ο οποίος στην ερώτηση αν ο
ιατρός της μονάδας φρόντιζε αμέσως για τη διακομιδή του Ι. Σ. στο Νοσοκομείο
των Γιαννιτσών, επαρκούσε ο χρόνος για να σωθεί, σε συνδυασμό με τα ευρήματα
της νεκροψίας, απάντησε ότι «επρόκειτο περί ενός εκτεταμένου εμφράγματος...το
οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη από αρκετές ώρες πριν, ιδιαίτερα δε η δημιουργία
εμφράγματος του μεσοκοιλιακού τοιχώματος έχει κατά
πολύ μεγάλο ποσοστό κακή έκβαση... Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο
άτυχος νέος είχε τέτοια επιβάρυνση, που ακόμα και σε εντατική μονάδα να έμπαινε
απ' την πρώτη στιγμή, η πρόγνωση θα ήταν πάρα πολύ βαριά...η εμφάνιση
εμφράγματος σε νεαρά άτομα, που δεν έχει δημιουργηθεί παραπλεύρως κυκλοφορία,
είναι πολύ πιο βαριά απ' ότι σε ηλικιωμένα άτομα...» 2) ο Μ. Τ., διευθυντής
Καρδιολογικής Κλινικής του 424 Γ.Σ.Ν.Θ., ο οποίος
στην ανωτέρω ερώτηση απάντηση ότι «ο χρόνος ενδεχόμενα να επαρκούσε. Η επιβίωση
του ασθενούς, ακόμα και αν βρισκόταν στο νοσοκομείο, δεν είναι βέβαιο ότι θα διασφαλιζόταν,
καθότι η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε βαρύτατες αρτηριοσκληρυντικές
αλλοιώσεις, με απόφραξη της κεντρικής αρτηρίας της καρδιάς, που δυνητικά μπορεί
να επιφέρουν σοβαρές επιπλοκές και να οδηγήσουν στον θάνατο», 3) Α. Φ.,
διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του νοσοκομείου Γιαννιτσών, ο οποίος στην
ίδια ερώτηση απάντησε ότι «ενδεχομένως, εάν ερχόταν στο νοσοκομείο να γινόταν
κάποια διάγνωση σοβαρής νόσου, εφόσον αυτή είχε αντικειμενικές εκδηλώσεις και
να γινόταν η δέουσα θεραπεία» 4) ο Δ. Ψ., καθηγητής ιατροδικαστικής, ο οποίος
παραστάθηκε ως παρατηρητής της οικογενείας του θανόντος στη νεκροψία του Ι. Σ.
και ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι «προσωπικά δεν πιστεύω ότι ο ασθενής θα εσώζετο ακόμη και αν βρισκόταν εντός νοσοκομείου και τούτο
γιατί στα νέα άτομα, σε τέτοιες εμφραγματικές
καταστάσεις και ενώ θεραπεύονται στο νοσοκομείο, θα καταλήξουν τη 2η ή 3η ημέρα
της νοσηλείας τους, ενώ αντίθετα οι μεγαλύτερης ηλικίας έχουν καλύτερη έκβαση.»
5) ο Θ. Β. ΕΠ. ΟΠ. δεκανέας
(ΠΖ), που υπηρετούσε στο 501 Μ/Κ
Τ.Π., ο οποίος σε σχετικές ερωτήσεις απάντησε ότι «
ήταν μαζί με τον θανόντα στις 2-10-2003, από το μεσημέρι και μετά...μέχρι τις
20.00' ή 21.00',που ξάπλωσαν να κοιμηθούν, γιατί κοιμόταν σε διπλανά κρεβάτια.
Ότι του είπε πως είχε πόνο στο στήθος και ότι θα πήγαινε κάποια στιγμή στο
γιατρό. Αυτό του το είπε στις 17.00'.Δεν είπε τίποτε σε κανένα προϊστάμενο γι'
αυτό, τουλάχιστον μπροστά του», 6) Ν. Χ., ΕΠ. ΟΠ. δεκανέας (ΠΖ),που υπηρετούσε
επίσης στην ίδια Μονάδα, ο οποίος σε σχετικές ερωτήσεις απάντησε ότι «γνώρισε
τον θανόντα στο κέντρο νεοσύλλεκτων στο ΚΕΒΟΠ, όπου
παρουσιάστηκαν και οι δύο ως ΕΠ.ΟΠ. ότι έκαναν εκεί
παρέα και ξανασυναντήθηκαν και συνυπηρέτησαν μαζί στο
501 Μ/Κ Τ.Π. από τον Ιούλιο
του 2003,ότι είχε πολύ άγχος, γιατί είχε αρκετά δάνεια, ότι έπινε πολλούς
καφέδες και κάπνιζε πάρα πολύ, ότι στην παρέα που έκαναν του έλεγε αρκετά
προσωπικά του πράγματα, τα οποία κρατούσε μυστικά ακόμη και από τους
προϊσταμένους του». Η δικογραφία που σχηματίστηκε τέθηκε στο αρχείο με την
28/20-2-2006 πράξη του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης με την
αιτιολογία ότι δεν προέκυψε «τέλεση κάποιου αδικήματος από οποιονδήποτε
στρατιωτικό, ενέργεια με την οποία και συμφώνησε και ο Εισαγγελέας του
Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (βλ. το 808/19-7-2006 έγγραφο αυτού),μετά τη
συμπλήρωση της δικογραφίας με καταθέσεις δύο μαρτύρων με ειδικές γνώσεις (των
Η. Μ. και Α. Ζ., αναπλ. καθηγητή καρδιολογίας και
ιατρού-λέκτορα καρδιολογίας του Α.Π.Θ., αντίστοιχα). Η εκκαλούσα με την από
23-10-2006 αγωγή της προέβαλε ότι με τον, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες,
θάνατο του συζύγου της συνδέονται αιτιωδώς οι παράνομες παραλείψεις που
εκτίθενται στη σκέψη 1 της παρούσας, συντρέχουν δηλαδή οι προϋποθέσεις της αδικαιοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου και ζήτησε να
αναγνωριστεί η υποχρέωση του τελευταίου να της καταβάλει εντόκως από 2-10-2003
ή διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής της, το ποσό των 450.000 ευρώ για την ίδια ατομικά και το ποσό των 150.000 ευρώ για καθένα από τα τρία ανήλικα τέκνα της και συνολικά
το ποσό των 900.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση
για τη ψυχική τους οδύνη από το θάνατο του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα.
Για την απόδειξη των προβαλλομένων με την αγωγή προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των Ν. Δ. και Χ. Π., που δόθηκαν
νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών Ε. Β. (αριθ. πράξης 8/7-2-2007) οι
οποίες ως οικογενειακές φίλες της εκκαλούσας
κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, «ότι ο θανών Ι. Σ. δύο μόλις μήνες προ του θανάτου του
είχε υποστεί κάταγμα στο πόδι, για το οποίο νοσηλεύτηκε στο 424 στρατιωτικό
νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Ότι αυτός κάπνιζε, χωρίς να ξέρει πόσο η πρώτη
μάρτυρας και ότι κάπνιζε σπάνια η δεύτερη. Ότι δεν αντιμετώπιζαν οικογενειακά ή
οικονομικά προβλήματα. Ότι η εκκαλούσα είχε δημιουργήσει με τον θανόντα μια
θαυμάσια οικογένεια, στην οποία ο τελευταίος ήταν αφοσιωμένος και η ξαφνική
απώλεια του τους αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό. Έτσι η εκκαλούσα και τα ανήλικα
παιδιά της βιώνουν έντονα τον ψυχικό πόνο της στέρησης του και συναισθήματα
ανασφάλειας, φόβου, απαισιοδοξίας και απελπισίας κυριαρχούν στη ζωή τους. Όλα
αυτά δε γίνονται εντονώτερα εξαιτίας της οικτρής
οικονομικής τους κατάστασης». Εξάλλου, το εφεσίβλητο προέβαλε ότι δεν
συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ. Ν. Α.Κ., ότι είναι αβάσιμος
και αναπόδεικτος ο ισχυρισμός σχετικά με το ότι η εκκαλούσα και τα ανήλικα
τέκνα της υπέστησαν πράγματι ψυχική οδύνη, επικουρικά δε ότι τα επιμέρους
κονδύλια που ζητούνται με την αγωγή είναι υπερβολικά, ενόψει συντρέχοντος
πταίσματος του Ι. Σ., που συνέβαλε στο θάνατό του κατά ποσοστό 98% και
συνίσταται: α) στο ότι κατά τις υγειονομικές εξετάσεις, προκειμένου να
καταταγεί ως ΕΠ.ΟΠ., αλλά και όσο διάστημα υπηρέτησε
με την εν λόγω ιδιότητα, δεν εξέφρασε σε οποιονδήποτε ιατροί ή άλλο αρμόδιο
όργανο παράπονο για την υγεία του ή άλλο ενόχλημα που θα μπορούσε να γεννήσει
υποψία καρδιακής νόσου, β) ότι ακόμα και την ημέρα του θανάτου του (2-10-2003)
και παρά το γεγονός ότι αισθανόταν πόνο στο στήθος από τις 17.00', ζήτησε να
επισκεφθεί το ιατρείο της Μονάδας μόλις στις 22,15 δηλαδή
με καθυστέρηση 5 ωρών, ακόμα δε και τότε δεν διευκρίνισε στον ιατρό που τον
εξέτασε την ώρα έναρξης του πόνου, αναφέροντας ότι τον αισθάνθηκε «πριν από
λίγο», γ) ότι κάπνιζε και μάλιστα πάρα πολύ και δ) ότι βίωνε έντονο άγχος λόγω
οικογενειακών του προβλημάτων, όπως ανέφερε στον ιατρό της Μονάδας λίγη ώρα
πριν εκπνεύσει και επιβεβαιώνεται και από το Πιστοποιητικό Τύπου Α' του
Στρατολογικού Γραφείου Πειραιά, που υπάρχει στο φάκελο, αποτελούν δε όλα αυτά
παράγοντες που επέδρασαν καταλυτικά στην εκδήλωση της στεφανιαίας νόσου και τον
αιφνίδιο θάνατο του από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Για την απόδειξη των
ισχυρισμών του προσκόμισε το εφεσίβλητο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο το τμήμα
εκείνο από το σύγγραμμα «Καρδιολογία» του καθηγητή Π. Τ. (έκδοση Β 1993), όπου
παρατίθεται το Κεφάλαιο 6, που αναφέρεται στη στεφανιαία νόσο και στο οποίο,
μεταξύ των προδιαθεσικών παραγόντων της αθηροσκλήρυνσης των στεφανιαίων αρτηριών αναφέρονται το
κάπνισμα, γιατί διαταράσσεται το ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και απαιτήσεων του
μυοκαρδίου σε οξυγόνο, οπότε συμβαίνει η κλινική εκδήλωση της στεφανιαίας
νόσου, καθώς και το άγχος (stress), το οποίο έχει
ενοχοποιηθεί για θάνατο και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σχετικά με το
συνδυασμό των προδιαθεσικών παραγόντων αθηροσκλήρυνσης, αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα ότι, η
συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων τέτοιων παραγόντων σε ένα άτομο αυξάνει, κατά
γεωμετρική πρόοδο, την πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Ως κλινικές
εικόνες με τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί η νόσος αυτή αναφέρονται, μεταξύ
άλλων, ο αιφνίδιος θάνατος και το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Για το κάπνισμα,
αναφέρεται ότι σχετίζεται περισσότερο με τον αιφνίδιο θάνατο, ιδιαίτερα στα νέα
άτομα, στα μέτρα δε που προτείνονται για την πρόληψη του αιφνίδιου θανάτου
περιλαμβάνεται και η αποφυγή της νικοτίνης. Επίσης προσκόμισε το εφεσίβλητο
αντίγραφα γενικών εξετάσεων αίματος και ούρων, καθώς και βιοχημικές εξετάσεις ζακχάρου, ουρίας και κρεατινίνης
στις οποίες υποβλήθηκε ο Ι.Σ., στις 14-8-2003 ,στο
424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Εκπαίδευσης και το με αριιθ.
πρωτ. Φ.800/33/15862/Σ.3976/20-12-2006 έγγραφο του
τελευταίου, σύμφωνα με το οποίο «ο Σ. Ι. προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία της
Ορθοπεδικής Κλινικής την 13-8-2003,με κάκωση αγκώνας (ΔΕ).Μετά τον γινόμενο
ακτινολογικό έλεγχο διεγνώσθη κάταγμα κεφαλής κερκίδας. Αποφασίστηκε η
συντηρητική θεραπεία(γύψινος νάρθηκας ΒΠΚ για 3
εβδομάδες). Για τη λήψη αναρρωτικής άδειας έγινε εισαγωγή στην ορθοπεδική
κλινική για ένα 24ωρο. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτούνται ηλεκτροκαρδιογραφικός έλεγχος, ούτε εκτεταμένος
αιματολογικός έλεγχος. Οι εξετάσεις αυτές γίνονται σε περιπτώσεις χειρουργικής
θεραπείας (λήψη αναισθησίας). Με την εκκαλουμένη
απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή της εκκαλούσας, κατά το
μέρος που εξετάστηκε στην ουσία της, αφού κρίθηκε ότι δεν ενήργησαν αντίθετα
προς τις αρχές της ιατρικής επιστήμης τα αρμόδια υγειονομικά όργανα του
Στρατεύματος κρίνοντας τον Ι. Σ. κατάλληλο προκειμένου να καταταγεί ως ΕΠ. ΟΠ., εφόσον τόσο από τις
εργαστηριακές εξετάσεις (αίματος και ούρων),στις οποίες υποβλήθηκε, καθώς και
την κλινική εξέταση του από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, μεταξύ των οποίων και
καρδιολόγος, αλλά ούτε και από το ιατρικό ιστορικό του ιδίου και των γονέων
του, που αυτός ανέφερε, προέκυψαν ενδείξεις που θα επέβαλαν περαιτέρω
καρδιολογικό έλεγχο. Επίσης ότι η μη επάνδρωση του 501 Μ/Κ
Τ.Π. με ιατρούς ειδικευμένους στην καρδιολογία ή
παθολογία, με επακόλουθο την ανάθεση και άσκηση καθηκόντων ιατρού υπηρεσίας σε
οπλίτη ιατρό χωρίς ειδικότητα, όπως αυτός που εξέτασε το σύζυγο της εκκαλούσας, στις 2-10-2003, δεν έρχεται σε αντίθεση με τη
διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος, που επιβάλλει στο Κράτος την
υποχρέωση να λάβει θετικά μέτρα για την προστασία της υγείας των πολιτών και
συνεπώς δεν θεμελιώνεται αποζημιωτική ευθύνη του
εφεσίβλητου. Ήδη με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η
ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης απόφασης και ζητείται
η εξαφάνισή της.
7. Επειδή, λαμβάνοντας το δικαστήριο υπόψη:
1) ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 του Π. Δ/τος
426/1984, η οποία προβλέπει ότι το στρατιωτικό προσωπικό γενικά πρέπει να έχει
σωματική ικανότητα που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της αποστολής
για την οποία προορίζεται, δεν ορίζει τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες πρέπει
να υποβληθούν οι υποψήφιοι να καταταγούν στο προσωπικό αυτό, αλλά προβλέπει ότι
η εξέταση της σωματικής τους ικανότητας γίνεται κατά τις μεθόδους της ιατρικής
επιστήμης, 2) ότι για τους ΕΠ.ΟΠ., οι οποίοι
προσλαμβάνονται σε θέσεις κατωτέρων στελεχών των ενόπλων Δυνάμεων και έχουν ως
αποστολή την κάλυψη επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων, οι οποίες απαιτούν
σημαντική εκπαίδευση και εξειδίκευση, χρειάζεται σύμφωνα με το Ν. 2936/2001
αυξημένη σωματική ικανότητα (1/1) ή (1/2), προκειμένου να ανταποκριθούν στην
αποστολή τους, δηλαδή τη συνεχή εκπαίδευση, αλλά και τη σωματική άσκηση στην
οποία υποβάλλονται προκειμένου να είναι σε διαρκή ετοιμότητα για την επίτευξη
της, 3) ότι, κατά την επιστήμη της καρδιολογίας, με την καταβολή σωματικής
προσπάθειας αυξάνεται το καρδιακό έργο και ακόμα, σύμφωνα με αυτήν, υπάρχουν
καρδιακές παθήσεις, όπως η στεφανιαία νόσος (η οποία άλλωστε περιλαμβάνεται
στις παθήσεις του Γενικού Πίνακα που είναι προσαρτημένος στο Π. Δ/γμα 426/1984,καθιστώντας τη σωματική ικανότητα Ι/5), η
οποία σε νεαρά άτομα ενδέχεται να μην έχει κλινικά συμπτώματα, αλλά να
εκδηλωθεί για πρώτη φορά με αιφνίδιο θάνατο ή οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, 4)
ότι, ενόψει αυτών, κατά την εξέταση της σωματικής ικανότητας των υποψηφίων ΕΠ.ΟΠ., ο καρδιολογικός έλεγχος που γίνεται θα πρέπει να
εξασφαλίζει κατά το δυνατόν την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στην αυξημένη
καταβολή σωματικής προσπάθειας, χωρίς αυτό να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην
υγεία τους, 5) ότι, αφού η στεφανιαία νόσος, όπως αναφέρεται στα υπομνήματα του
Δημοσίου, διαγιγνώσκεται με την υποβολή αρχικά σε
δοκιμασία κόπωσης και επί θετικών ενδείξεων με την υποβολή σε στεφανιογραφία και ενόψει των προαναφερομένων πιθανών
τρόπων εκδήλωσής της, στα νεαρά κυρίως άτομα (αιφνίδιος θάνατος, οξύ έμφραγμα
του μυοκαρδίου),καθώς και της νεαρής ηλικίας των κατατασσόμενων ως ΕΠ.ΟΠ., θα πρέπει, κατά την εξέταση της σωματικής τους
ικανότητας να υποβάλλονται αυτοί στα πλαίσια του καρδιολογικού ελέγχου και σε
δοκιμασία κόπωσης και να μην περιορίζεται ο εν λόγω έλεγχος σε κλινική εξέταση
από καρδιολόγο, η οποία ,όπως διευκρινίζει το Δημόσιο, συνίσταται σε απλή
ακρόαση της καρδιάς, λήψη οικογενειακού ιστορικού και υποβολή του υποψηφίου σε
αθλητικές δοκιμασίες, κρίνει ότι ,τα υγειονομικά όργανα του εφεσίβλητου, τα
οποία αποφάνθηκαν για την καταλληλότητα του Ι. Σ., προκειμένου να καταταγεί ως ΕΠ. ΟΠ., χωρίς προηγουμένως να
τον υποβάλουν σε δοκιμασία κόπωσης δεν ενέργησαν σύμφωνα με τις αρχές και τις
μεθόδους της ιατρικής επιστήμης. Περαιτέρω, λαμβάνοντας το δικαστήριο υπόψη: 1)
ότι, ναι μεν δεν είναι συχνό φαινόμενο να πεθαίνει ένα νέο άτομο, το οποίο δεν
είχε προηγουμένως κλινικά συμπτώματα από καρδιά, όπως υποστηρίζει το
εφεσίβλητο, ωστόσο ,όμως, δεν είναι κάτι άγνωστο για την επιστήμη της
καρδιολογίας και 2) ότι, εφόσον ο Ι. Σ. έπασχε από νόσο η οποία τον καθιστούσε
ακατάλληλο για κατάταξη στο Στράτευμα, την οποία δεν διέγνωσαν τα αρμόδια
υγειονομικά όργανα αυτού, λόγω του ελλιπούς καρδιολογικού ελέγχου στον οποίο
υποβλήθηκε, με αποτέλεσμα να μην ενημερωθεί και ο ίδιος για τη σοβαρότητα της
κατάστασης του προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες, η μη σύμφωνη με
τις μεθόδους της ιατρικής επιστήμης συμπεριφορά αυτή των οργάνων του Δημοσίου
,ήταν ικανή και προκάλεσε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση το θάνατο του
ανωτέρω, ανεξάρτητα από το αν συνέβαλαν σ' αυτό και άλλοι παράγοντες και
συνεπώς υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω συμπεριφοράς και του
ζημιογόνου αποτελέσματος του θανάτου του. Τα προβαλλόμενα από το εφεσίβλητο,
σχετικά με το ότι η διενέργεια ιατρικών εξετάσεων για τη διαπίστωση της
καταλληλότητας των κατατασσόμενων στο Στράτευμα, δεν έχουν ως σκοπό τη
διαφώτιση τους σχετικά με την κατάσταση της υγείας τους, αλλά έχουν τεθεί μόνο
για χάρη του γενικού συμφέροντος, που θίγεται σε περίπτωση κατάταξης προσώπων
ακαταλλήλων για την αποστολή τους και έτσι δεν θεμελιώνεται αποζημιωτική
ευθύνη του Δημοσίου, πρέπει να απορριφθούν, αφού η διαδικασία που ακολουθείται
για τη διαπίστωση της ανωτέρω καταλληλότητας αποσκοπούν στο να προστατεύσουν
και το προσωπικό συμφέρον των κατατασσόμενων στο Στράτευμα και συνεπώς δεν
μπορεί να αποκλειστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η ως άνω ευθύνη. Εξάλλου,
ενόψει των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 154/1975 και 4 του Π. Δ/τος 432/1983 κατά τις οποίες η υγειονομική περίθαλψη
στους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι
επαγγελματίες οπλίτες, παρέχεται σε πρώτη βαθμίδα από τους ιατρούς των Μονάδων
στις οποίες υπηρετούν, για την αποτελεσματική προστασία του ατομικού και
κοινωνικού αγαθού της υγείας των ανωτέρω θα πρέπει σε υλοποίηση και της
διάταξης της παρ.3 του άρθρου 21 του Συντάγματος ,σύμφωνα με την οποία «το
Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών» να επανδρώνονται οι Μονάδες με ιατρό
ειδικευμένο, τουλάχιστον, στην ειδικότητα της παθολογίας, προκειμένου να είναι
σε θέση να προβεί σε ορθή κατά το δυνατόν διάγνωση, βάσει των συμπτωμάτων που
αναφέρονται σ' αυτόν από τον ασθενούντα στρατιωτικό,
ώστε σε περίπτωση που υπάρχει υπόνοια, έστω, σοβαρού νοσήματος, για το οποίο
απαιτείται νοσηλεία σε νοσοκομείο, διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων ή παροχή
εντατικής ιατρικής φροντίδας, να διατάσσεται η άμεση μεταφορά του ασθενούς σε
νοσοκομείο, χωρίς να χάνεται χρόνος, ο οποίος μπορεί να παίξει ενδεχομένως
καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της νόσου. Έτσι, η μη επάνδρωση από το εφεσίβλητο
του 501 Μ/Κ Τ.Π. με
ειδικευμένο ιατρό και η εκτέλεση υπηρεσίας ιατρού της εν λόγω Μονάδας, στις
2-10-2003, από οπλίτη ιατρό χωρίς ειδικότητα, ο οποίος, λόγω έλλειψης σχετικής
πείρας, δεν έκανε ορθή διάγνωση ,με αποτέλεσμα να μην μεταφερθεί ο Ι. Σ. στο
πλησιέστερο νοσοκομείο αμέσως μόλις ανέφερε στον ανωτέρω ιατρό πόνο στο στήθος
και δύσπνοια, αλλά όταν πλέον διαπίστωσε ο τελευταίος ότι δεν είχε σφύξεις ,δεν είναι σύμφωνη με τις προαναφερθείσες
διατάξεις. Και η παράλειψη αυτή ήταν ικανή και στη συγκεκριμένη περίπτωση
προκάλεσε το θάνατο του Ι. Σ., ο οποίος εξέπνευσε πριν φθάσει στο νοσοκομείο,
όπου θα του παρέχονταν η ενδεδειγμένη ιατρική βοήθεια και συνεπώς υπάρχει
αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος ανεξάρτητα από
το αν, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες καταθέσεις των Μ. Τ., Μ. Τ. και Δ. Ψ. η
πρόγνωση της νόσου του ανωτέρω ήταν ιδιαίτερα βαριά, αφού αυτοί εκφράζουν την
προσωπική τους επιστημονική άποψη ή πιθανολογούν, χωρίς να προκύπτει με
βεβαιότητα ότι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο και στην περίπτωση ορθής διάγνωσης
και άμεσης μεταφοράς του Ι. Σ. στο νοσοκομείο, ενόψει και της άποψης που
εκφράζει ο Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του νοσοκομείου Γιαννιτσών Α.
Φ., για ενδεχόμενη διενέργεια της δέουσας θεραπείας αν η μεταφορά στο
νοσοκομείο γινόταν
νωρίτερα.
8. Επειδή, για τις αναφερόμενες στην
προηγούμενη σκέψη παράνομες παραλείψεις, συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αποζημιωτικής ευθύνης του εφεσίβλητου και συνεπώς κρίνοντας
διαφορετικά η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε και για τον
λόγο αυτόν πρέπει να εξαφανιστεί και κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας ως αβάσιμη και να εξεταστεί η αγωγή από το παρόν
δικαστήριο στο σύνολο της. Κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί
το εφεσίβλητο από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων του δευτέρου βαθμού.
9. Επειδή, ούτε από την παρ.2 του άρθρου 5
του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας των Στρατευμάτων, που επικαλείται η
εκκαλούσα, σύμφωνα με την οποία «ο
Διοικητής Μονάδας ευθύνεται και μεριμνά ιδιαιτέρως για την υγεία του υπ' αυτόν
προσωπικού» ούτε από άλλη διάταξη, προκύπτει υποχρέωση υποβολής των ΕΠ.ΟΠ. σε υγειονομική εξέταση μετά τη συμπλήρωση έτους από
την κατάταξη τους και συνεπώς, τα προβαλλόμενα με την αγωγή ότι ήταν παράνομη η
παράλειψη του Διοικητή του 501 Μ/Κ Τ.Π. να υποβάλει τον Ι. Σ. σε ετήσια υγειονομική εξέταση,
παρά το ότι είχε παρέλθει διάστημα ενάμισι έτους από την κατάταξη του, είναι
απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το έγγραφο του 424 Γ.Σ.Ν.Ε. Θεσσαλονίκης που προσκόμισε το εφεσίβλητο, ο Ι. Σ.
νοσηλεύτηκε στην Ορθοπεδική Κλινική αυτού για κάταγμα κεφαλής κερκίδας, που
αντιμετωπίστηκε με συντηρητική θεραπεία (τοποθέτηση γύψινου νάρθηκα),οπότε,
αφού δεν υποβλήθηκε σε χειρουργική θεραπεία, δεν ήταν αναγκαίο να υποβληθεί ,
κατά τις αρχές της ιατρικής επιστήμης, σε καρδιολογικό έλεγχο και έτσι δεν
συντρέχει παράνομη παράλειψη του Διευθυντή του εν λόγω νοσοκομείου, καθώς και
του Διευθυντή της Ορθοπεδικής Κλινικής αυτού. Τέλος η εσφαλμένη διάγνωση του
ιατρού του 501 Μ/Κ.Τ.Π. και η συνεπεία αυτής μη άμεση
μεταφορά του Ι. Σ. στο πλησιέστερο νοσοκομείο, οφειλομένη, κατά τα γενόμενα
δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στην εκτέλεση καθηκόντων ιατρού υπηρεσίας της
Μονάδας από οπλίτη ιατρό, χωρίς ειδικότητα, στερούμενο σχετικής πείρας δεν
συνιστά αυτοτελή παράνομη παράλειψη των οργάνων του εφεσίβλητου. Κατ' ακολουθίαν, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται με την
αγωγή, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
10.
Επειδή όσον αφορά την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος που προέβαλε το
εφεσίβλητο, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: 1) ότι, όπως κατέθεσε ο ΕΠ. ΟΠ. Θεόφιλος Βασιλειάδης, ο
οποίος ήταν μαζί με τον θανόντα, στις 2-10-2003, από το μεσημέρι μέχρι τις
20.00'ή 21.00',που ξάπλωσαν να κοιμηθούν, του είπε ότι αισθανόταν πόνο στο
στήθος στις 17.00', πέντε (5) ώρες δηλαδή πριν επισκεφθεί το ιατρείο της
Μονάδας, πράγμα που έπραξε στις 22.15', 45 μόλις λεπτά πριν εκπνεύσει και, όπως
κατέθεσε ο ιατροδικαστής . Τ., το έμφραγμα του μυοκαρδίου που υπέστη ο Ι.Σ. βρισκόταν σε εξέλιξη αρκετές ώρες πριν, 2) ότι τα άτομα
συμβάλλουν ουσιαστικά στην καλή ή κακή κατάσταση της υγείας τους, 3) ότι, παρά
την εκστρατεία που γίνεται από το Υπουργείο Υγείας, για την ενημέρωση των
πολιτών σχετικά με τις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία, η οποία
υλοποιείται ακόμα και με την αναγραφή της επισήμανσης αυτής πάνω στις
συσκευασίες των πωλουμένων σιγαρέττων, ο Ι. Σ. είχε
την βλαπτική συνήθεια του καπνίσματος, αφού, όπως κατέθεσε ο ΕΠ.ΟΠ. Ν. Χ., ο οποίος συναναστρεφόταν καθημερινά "Τον
θανόντα, κάπνιζε πάρα πολύ, των αναφερομένων στις ένορκες καταθέσεις των Χ. Π.
και Ν. Δ., σχετικά με το πόσο κάπνιζε, εκτιμώμενων ελευθέρως, 4) ότι, όπως
δέχεται η επιστήμη της καρδιολογίας, το κάπνισμα αποτελεί προδιαθεσικό
παράγοντα της στεφανιαίας νόσου και συμβάλει στην εκδήλωση της με αιφνίδιο
θάνατο, στα νεαρά κυρίως άτομα και 5) ότι το άγχος που βίωνε ο Ι. Σ., λόγω
οικογενειακών και οικονομικών προβλημάτων, το οποίο επίσης αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα εκδήλωσης της εν λόγω νόσου, δεν
μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του βαθμού της συνυπαιτιότητάς του,
όπως προβάλλει το εφεσίβλητο, αφού δεν πρόκειται για παράνομη ή μη αποδεκτή
υπαίτια συμπεριφορά του, κρίνει ότι ο Ι. Σ. συνετέλεσε στην επέλευση του
ζημιογόνου αποτελέσματος του θανάτου του, κατά ποσοστό 20%.
11. Επειδή, σχετικά με το πραγματικό γεγονός
αν υπέστησαν η εκκαλούσα και τα τέκνα της ψυχική οδύνη, κατά την έννοια της
διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ., από τον θάνατο του
συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, προκειμένου να αναγνωρισθούν δικαιούχοι
σχετικής χρηματικής ικανοποίησης, το εφεσίβλητο προέβαλε ειδικότερα με το
υπόμνημα που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο: Α) ότι η καταβολή αυτής
προϋποθέτει μεταβολή του συναισθηματικού κόσμου προς το χειρότερο και ότι τα
τέκνα, λόγω της μικρής ηλικίας τους κατά τον χρόνο θανάτου του πατέρα τους (5,4
και 2 περίπου ετών) δεν είχαν σχηματισμένο συναισθηματικό κόσμο και έτσι δεν
αποδεικνύεται ότι αντιλήφθηκαν την οριστικότητα της απώλειας του, ώστε να
βιώσουν ανάλογη ψυχική οδύνη ως ψυχική κατάσταση και Β) ότι, ενόψει της
προβληματικής, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οικογενειακής ζωής
της εκκαλούσας με τον θανόντα, από τις αρχές του
γάμου τους μέχρι την ημέρα του θανάτου αυτού, καθώς και ότι από τις μαρτυρικές
καταθέσεις των Χ. Π. και Ν. Δ. συνάγεται ότι, αιτία της λύπης και της
στενοχώριας που νιώθει η εκκαλούσα μετά το θάνατο του συζύγου της είναι,
κυρίως, η άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας της, εξαιτίας της οποίας
αντιμετωπίζει με ανασφάλεια το μέλλον και ότι, με τα δεδομένα αυτά, δεν
αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση ότι βιώνει ψυχικό πόνο εξαιτίας της
έντασης του δεσμού της με τον θανόντα. Το δικαστήριο, σύμφωνα με όσα γίνονται
δεκτά στη σκέψη 4 της παρούσας, κρίνει ομόφωνα ότι δικαιούνται τα ανήλικα τέκνα
της εκκαλούσας χρηματική ικανοποίηση για τον ψυχικό
πόνο που θα δοκιμάσουν στο μέλλον, όταν ωριμάσουν ψυχοσωματικά και σχηματίσουν
συναισθηματικό κόσμο, από την έλλειψη της παρουσίας του πατέρα τους κατά τα
διάφορα στάδια της ζωής τους. Περαιτέρω, λαμβάνοντας το δικαστήριο κατά
πλειοψηφία, υπόψη : 1) τις ένορκες καταθέσεις των Χ. Π. και Ν. Δ., σχετικά με
το ότι η εκκαλούσα είχε δημιουργήσει με τον θανόντα μια θαυμάσια οικογένεια,
στην οποία ο τελευταίος ήταν αφοσιωμένος και ότι έτσι βιώνει έντονα τον ψυχικό
πόνο της στέρησης του και 2) ότι, ο ξαφνικός θάνατος ενός νέου ανθρώπου ηλικίας
μόλις 26 ετών, με τον οποίο η εκκαλούσα ήταν παντρεμένη και ζούσε μαζί του 5
χρόνια και με τον οποίο απέκτησε 3 παιδιά, της προκάλεσε, κατά τα διδάγματα της
κοινής πείρας και της λογικής ψυχικό πόνο, κρίνει ότι δικαιούται για την
ανακούφιση του ανάλογη χρηματική ικανοποίηση. Κατά τη γνώμη όμως της
εισηγήτριας Μ. Τσομπανίκου λαμβανομένου υπόψη :1) ότι
από το απολυτήριο του Στρατού του Ι. Σ., προκύπτει ότι, οκτώ μήνες μετά το γάμο
του με την εκκαλούσα απολύθηκε από την εκπλήρωση της στρατεύσιμης υποχρέωσης
του γιατί παρουσίαζε αγχώδεις εκδηλώσεις λόγω σοβαρών οικογενειακών προβλημάτων
που αντιμετώπιζε, β) λίγη ώρα πριν από τον θάνατο του (όπως κατέθεσαν οι Α. Κ.
και Γ. Κ.) , όταν παραπονέθηκε στον γιατρό της Μονάδας για τους πόνους που
ένιωθε στο στήθος, αναφέρθηκε στα σοβαρά οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα
που αντιμετώπιζε και του προκαλούσαν άγχος και γ)ότι, όπως κατέθεσαν οι Θ. Β.
και Ν. Χ., το απόγευμα της 2ας Οκτωβρίου 2003,στις 19.30', ο Ι. Σ., με την
δικαιολογία ότι δεν θυμάται τον αριθμό κλήσης του κοινού κινητού τηλεφώνου που
μοιραζόταν με τη γυναίκα του και τη συγκεκριμένη ημέρα είχε η τελευταία,
ανέθεσε στον Χ. να της ανακοινώσει ότι η υπηρεσία του είχε εγκρίνει την άδεια
που είχε ζητήσει, ενώ, όπως κατέθεσε η εκκαλούσα, με την από 7-11-2005 κατάθεσή
της, την ίδια ημέρα της τηλεφώνησε ο θανών από ξεχωριστό κινητό τηλέφωνο που
είχε ο ίδιος, μιάμισι ώρα πριν το συμβάν, χωρίς να
αναφέρει στην κατάθεση της το περιεχόμενο της τελευταίας συνομιλίας τους και αν
της είπε για τους πόνους που ένιωθε στο στήθος από το απόγευμα της ίδιας
ημέρας, έπρεπε να κριθεί ότι δεν αποδείχθηκε ,στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει
της ειδικής αμφισβήτησης που προέβαλε το εφεσίβλητο, η ύπαρξη μεταξύ της εκκαλούσας και του Ι. Σ. αισθημάτων αγάπης και στοργής όσο
ο τελευταίος ζούσε και ότι βιώνει ψυχικό πόνο εξαιτίας της στέρησης του και
συνεπώς δεν δικαιούται κατά την μειοψηφούσα γνώμη η εκκαλούσα χρηματική
ικανοποίηση. Τέλος, λαμβάνοντας το δικαστήριο υπόψη τις συνθήκες θανάτου του Ι.
Σ., το βαθμό του πταίσματος των οργάνων του εφεσίβλητου και το ποσοστό
συνυπαιτιότητας του ιδίου για την επέλευση του θανάτου του, καθώς και την
άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογενείας της εκκαλούσας,
κρίνει : 1) κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του
εφεσίβλητου να καταβάλει στην ίδια ατομικά χρηματική ικανοποίηση ποσού 130.000 ευρώ και 2) ομόφωνα, να της καταβάλει για καθένα από τα
ανήλικα τέκνα της Σεβαστή, Βασιλική και Δημήτριο Σκοτάδη
χρηματική ικανοποίηση ποσού 100.000 ευρώ και συνολικά
ποσό 430.000 ευρώ, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής της (Σ.τ.Ε 3141/2006 Ολομ.) , κατά μερική παραδοχή αυτής. Τα δικαστικά έξοδα της
αγωγής πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και
μερικής ήττας αυτών.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την 12113/2007 απόφαση του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στο σύνολο της.
Απαλλάσσει το εφεσίβλητο από την πληρωμή των
δικαστικών εξόδων του δευτέρου βαθμού.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Δικάζοντας δε την αγωγή της εκκαλούσας.
Δέχεται εν μέρει αυτήν.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εφεσίβλητου να
καταβάλει στην εκκαλούσα συνολικό ποσό
τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων (430.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου
βαθμού.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5
Δεκεμβρίου 2008 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 9 Ιανουαρίου 2009.