ΤρΔΕφΑθ 4668/2003
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Συνταξιούχοι
δημοσίου - Κύριος ασφαλιστικός φορέας - Ασφάλιση ΤΝ -
Εμμισθοι ασφαλισμένοι του δημοσίου - Τρίμηνες
αποδοχές - Εναρξη δικαιώματος συνταξιοδότησης
εμμίσθων ασφαλισμένων από το Ταμείο Νομικών -.
Οι τρίμηνες αποδοχές δεν εμπίπτουν στην έννοια των
δικαιουμένων αποδοχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία του Δημοσίου του άρθρου
21 παρ. 1 του ν. 4114/1960, η παραίτηση της οποίας κωλύει την έναρξη
συνταξιοδότησης, αφού ουσιαστικά δεν αποτελούν αποδοχές, παρότι χαρακτηρίζονται
τέτοιες. Την άποψη αυτή ενισχύει και η διάταξη του άρθρου 57 του π.δ.1041/1979,
η οποία παρέχει την δυνατότητα στον συνταξιούχο να μην λάβει τρίμηνες αποδοχές,
αλλά να επιλέξει την συνταξιοδότησή του από την επομένη της εξόδου του από την
υπηρεσία, η οποία (συνταξιοδότηση) δεν είναι λογικό να μην είναι πλήρης, υπό
την έννοια της λήψης από το κύριο ασφαλιστικό φορέα (δημόσιο) της σύνταξης από
την ημερομηνία εξόδου από την υπηρεσία, δίχως ταυτόχρονη λήξη και της σύνταξης
που χορηγεί άλλος ασφαλιστικός φορέας στον οποίο ο υπάλληλος του Δημοσίου είναι
άμεσα ασφαλισμένος, λόγω της επαγγελματικής του ειδικότητας.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 11o
Τριμελές
Αποτελούμενο από τους : Ελευθέριο
Λεκέα, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ.,
Γεώργιο Μπαλατσό
(Εισηγητή) και Ελένη Πετρουλάκη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα
τη Μαρία Κούτρα-Σφυρή, δικαστική υπάλληλο,
συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Νοεμβρίου 2003, για να δικάσει την από 26
Απριλίου 2002 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ
752/23-5-2002) έφεση
του ΝΠΔΔ «Ταμείο Νομικών», που εδρεύει στην Αθήνα
(οδός Σωκράτους, αριθ. 53) και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο
πληρεξούσιος δικηγόρος Ηλίας Γεωργιάδης με δήλωση του
ν. 2915/01 που κατέθεσε στις 13-10-2003
κατά του Φ Κ, κατοίκου Αθήνας (οδός Π. Η., αριθ.
*), ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το
Δικαστήριο,
μελέτησε
τη δικογραφία και
σκέφθηκε
σύμφωνα με το νόμο.
Επειδή, με
την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους
λόγους, παραδεκτώς, ζητείται από το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. Ταμείον Νομικών, η
εξαφάνιση της 746/2001 οριστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών,
με την οποία η από 21-10-1999 προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της τεκμαιρόμενης
απόρριψης από το ΔΣ του ως άνω Ταμείου της υπ'αριθμ. 14374/1999 ένστασης που υπέβαλε ο εφεσίβλητος
κατά της 14072/1998 πράξης του Διευθυντή
του ίδιου Ταμείου, έγινε δεκτή ακυρώθηκε αυτή και κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος
δικαιούται σύνταξης από το εκκαλούν Ταμείο από τις 25-9-1998 ημερομηνία κατά
την οποία συνταξιοδοτήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο λόγω αποχώρησής του από την
υπηρεσία. Η συζήτηση χωρεί και απολειπομένου του εφεσιβλήτου, η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του οποίου
προκύπτει από το σχετικό στο φάκελο της δικογραφίας αποδεικτικό επιδόσεως του Ν
Δ Επιμελητή Δικαστηρίων.
Επειδή στο
άρθρο 21 παρ. 1 του ΝΔ 4114/1960 ορίζονται τα ακόλουθα «Η σύνταξις
άρχεται από της επομένης της λήξεως της ασφαλίσεως, εν περιπτώσει δε θανάτου,
από της επομένης τούτου. Επί έμμισθων
ασφαλισμένων, δικαιουμένων αποδοχών παρά του δημοσίου μετά την εκ της υπηρεσίας
έξοδόν των, η σύνταξις
άρχεται αφ' ης παύωσιν ούτοι λαμβάνοντες αποδοχές, εν
περιπτώσει δε παραιτήσεως από τούτων, δεν δικαιούνται συντάξεως δια τον χρόνον,
καθ' ον δικαιούντο νόμω αποδοχών».
Επειδή,
στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο
εφεσίβλητος, γενικός διευθυντής της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας
αποχώρησε από την υπηρεσία του στις 15-9-1998. Σύμφωνα δε με το οικ. 421/17-12-1998 έγγραφο του γραφείου λογιστικού του ΣτΕ, έλαβε αποδοχές ενεργείας μέχρι τις 24-9-1998, ενώ
με υπεύθυνη δήλωσή του κατά τις
διατάξεις του άρθρου 57 του πδ 1041/1979, δήλωσε ότι
δεν επιθυμεί και δεν έλαβε τρίμηνες αποδοχές, οι οποίες, εάν του είχαν
καταβληθεί, θα έληγαν στις 24-12-1998. Με την 14072/31-12-1998 πράξη του
Διευθυντή του Ταμείου Νομικών, στο οποίο ήταν ασφαλισμένος ως έμμισθος Δημόσιος
Υπάλληλος, του χορηγήθηκε σύνταξη 111.908 δραχμών και ορίσθηκε ως ημερομηνία
έναρξης της καταβολής της η 25-12-1998, δηλαδή η επόμενη ημέρα από τη λήξη των
τριμήνων αποδοχών, τις οποίες εδικαιούτο να λάβει,
αλλά δεν έλαβε μετά από την σχετική δήλωσή του. Κατά της πράξης αυτής, ο
εφεσίβλητος άσκησε την από 24-4-1999 ένστασή του, με την οποία υποστήριξε ότι
μη νόμιμα καθορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησής του η
25-11-1998 και όχι η 25-9-1998, κατά την οποία συνταξιοδοτήθηκε από το Ελληνικό
Δημόσιο. Η ένστασή του αυτή απορρίφθηκε σιωπηρά από το ΔΣ
του Ταμείου, η δε απόρριψή της τεκμαίρεται από την πάροδο τριών μηνών από την
υποβολή της, δίχως να εκδοθεί απόφαση επ' αυτής (άρθρ. 63 παρ. 4 του ΚΔΔ). Με την προσφυγή που άσκησε ο εφεσίβλητος ενώπιον του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της
τεκμαιρόμενης απόρριψης της ένστασής του, ισχυριζόμενος ότι μη νόμιμα το
εκκαλούν Ταμείο έλαβε υπόψη του τον καθορισμό του χρόνου έναρξης της
συνταξιοδοτήσεώς του την ημερομηνία λήξεως των τρίμηνων αποδοχών, τις οποίες
δεν έλαβε, και όχι την ημερομηνία συνταξιοδότησής του από το Ελληνικό Δημόσιο
(25-9-1998). Περαιτέρω υποστήριξε ότι οι τρίμηνες αποδοχές χορηγούνται στους
Δημόσιους Υπαλλήλους που εξέρχονται από την υπηρεσία για την αντιμετώπιση των
αναγκών τους μέχρι του χρόνου κανονισμού της σύνταξης και δεν αποτελούν
αποδοχές. Τέλος προέβαλε ότι δεν παραιτήθηκε από την λήψη νομίμων αποδοχών, αλλά
επέλεξε, όπως είχε δικαίωμα, την άμεση συνταξιοδότησή του για το λόγο αυτό η
περίπτωσή του δεν εμπίπτει στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του
ν.δ.4114/1960 που προεκτέθηκε. Το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση και αφού έκρινε
ότι οι τρίμηνες αποδοχές δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαιουμένων αποδοχών
μετά την έξοδο από την υπηρεσία του Δημοσίου του άρθρου 21 παρ. 2 του ν.
4114/1960, η παραίτηση από τις οποίες κωλύει την έναρξη της συνταξιοδότησης,
αφού αυτές δεν αποτελούν αποδοχές, παρότι χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, έκανε
δεκτή την προσφυγή και όρισε όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη σκέψη της παρούσας.
Ήδη, με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους το εκκαλούν Ταμείο ζητά
για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή την εξαφάνιση της εκκαλούμενης
απόφασης, ως εσφαλμένης. Ειδικότερα προβάλλει ότι νόμιμα του απονεμήθηκε
σύνταξη από 25-12-1998, ημερομηνία λήξης των τρίμηνων αποδοχών, που εδικαιούτο να λάβει, αλλά δεν τις έλαβε, παραιτούμενος από
το αντίστοιχο δικαίωμα. Επομένως, εσφαλμένως έκρινε η εκκαλούμενη
απόφαση ότι οι τρίμηνες αποδοχές δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαιουμένων
αποδοχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 26
παρ. 1 του ΝΔ 4114/1960, αφού η διάταξη αυτή αποκλειστικά και μόνον αναφέρεται
στις τρίμηνες αποδοχές σε σχέση με την έναρξη του δικαιώματος συνταξιοδότησης
των εμμίσθων ασφαλισμένων από το Ταμείο Νομικών, μετά την εκ της υπηρεσίας
εξόδου των, καθόσον οι μόνες αποδοχές που λαμβάνουν οι έμμισθοι ασφαλισμένοι
του Δημοσίου μετά την έξοδο από την υπηρεσία είναι οι τρίμηνες αποδοχές,
διαφορετικά δεν θα είχε έδαφος εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του ΝΔ
4414/1960.
Επειδή,
μετά τα παραπάνω δεδομένα, το Δικαστήριο λαμβάνον υπόψη ότι οι τρίμηνες
αποδοχές χορηγούνται για να παράσχουν σε όσους απομακρύνονται από την υπηρεσία
τα μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών τους μέχρι την ημερομηνία καταβολής
της σύνταξής τους και να τους δώσουν την δυνατότητα να προσαρμοσθούν στις νέες
συνθήκες ζωής και δεν επηρεάζουν την ιδιότητα αυτών ως συνταξιούχων, η οποία
(ιδιότητα) αρχίζει από τη παύση της υπαλληλικής σχέσης και όχι από τη λήψη των
τρίμηνων αποδοχών (πρβλ. ΣτΕ 5028/1988, 260/1984) ότι
οι αποδοχές αυτές δεν εξομοιούνται με τακτικές
αποδοχές, άρνηση λήψης των οποίων δεν είναι νοητή, αλλά αποτελούν βοήθημα προς
τον νέο συνταξιούχο για την προσωρινή αντιμετώπιση της νέας κατάστασης που
δημιουργήθηκε μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, κρίνει ότι τρίμηνες αποδοχές
δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαιουμένων αποδοχών μετά την έξοδο από την
υπηρεσία του Δημοσίου του άρθρου 21 παρ. 1 του ν. 4114/1960, η παραίτηση της
οποίας κωλύει την έναρξη συνταξιοδότησης, αφού ουσιαστικά δεν αποτελούν
αποδοχές, παρότι χαρακτηρίζονται τέτοιες. Την άποψη αυτή ενισχύει και η διάταξη
του άρθρου 57 του π.δ.1041/1979, η οποία παρέχει την δυνατότητα στον
συνταξιούχο να μην λάβει τρίμηνες αποδοχές, αλλά να επιλέξει την συνταξιοδότησή
του από την επομένη της εξόδου του από την υπηρεσία, η οποία (συνταξιοδότηση)
δεν είναι λογικό να μην είναι πλήρης, υπό την έννοια της λήψης από το κύριο
ασφαλιστικό φορέα (δημόσιο) της σύνταξης από την ημερομηνία εξόδου από την
υπηρεσία, δίχως ταυτόχρονη λήξη και της σύνταξης που χορηγεί άλλος ασφαλιστικός
φορέας στον οποίο ο υπάλληλος του Δημοσίου είναι άμεσα ασφαλισμένος, λόγω της
επαγγελματικής του ειδικότητας. Κατά συνέπεια δικαιούται ο εφεσίβλητος να λάβει
από το εκκαλούν Ταμείο σύνταξη από τις 25-9-1998, επομένη ημέρα της εξόδου του
από την υπηρεσία και όχι από τις 25-12-1998, ως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση. Όλα τ' αντίθετα που προβάλλονται με
την κρινόμενη έφεση απορριπτέα είναι, ως αβάσιμα και αλυσιτελή.
Επειδή,
κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση και να απαλλαγεί το
εκκαλούν Ταμείο, ως ηττώμενο διάδικο, των δικαστικών
εξόδων του εφεσιβλήτου (άρθρ. 275 παρ. 1 του ΚΔΔ).
Δια ταύτα
-Απορρίπτει την έφεση. Και
-Απαλλάσσει το εκκαλούν Ταμείο των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου.
Κρίθηκε
και αποφασίστηκε, στην Αθήνα στις 24-11-2003 και δημοσιεύτηκε στην ίδια πόλη σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 25-11-2003.