ΣτΕ Ολ. 1581/2010

 

Αρμοδιότητα ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων -.

 

Ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, μπορεί να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο είναι, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, αρμόδιο για την έκδοσή της.

 

 

 

Αριθμός 1581/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου, που είχε κώλυμα, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ.Γρατσίας, Βαρβάρα Καμπίτση, Αντώνιος Ντέμσιας, Φώτιος Ντζίμας, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.

 

Για να δικάσει την από 24 Μαρτίου 2004 αίτηση:

 

του ..., κατοίκου Αθηνών (...), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους 1) Ηλ. Λάιο (Α.Μ. 5811) και 2) Θ. Τζώνο (Α.Μ. 9862), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής, η οποία δεν παρέστη και 2) Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος παρέστη με τη Βασ. Πανταζή, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 611/2008 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. 2154/474/25-2-2002 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Γ. Παπαγεωργίου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους του αιτούντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (657655, 808504/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της 611/2008 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος αυτού, προς επίλυσιν των παραπεμπομένων με την απόφαση αυτή μείζονος σπουδαιότητος ζητημάτων, ζητείται η ακύρωση της 2154/474/25.2.2002 αποφάσεως του Νομάρχη Δυτικής Αττικής (υπογραφομένης από τη Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής) περί ανακλήσεως της 8830/10.10.1996 αποφάσεως αυτού (υπογραφομένης από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια), με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος.

 

 

3. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει επ΄ ακροατηρίου και άνευ δικογράφου παρεμβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8Α΄), ο Υπουργός Εσωτερικών, ως εποπτεύων τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δυτικής Αττικής, όργανο της οποίας εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.

 

 

4. Επειδή, το άρθρο 7 του ν. 2130/1993 (ΦΕΚ 62Α΄), όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2790/2000 (Φ.Ε.Κ. 24 Α΄), όριζε τα εξής: «1. Παλιννοστούντες ομογενείς για τους οποίους διαπιστώνεται ότι έχουν την ελληνική ιθαγένεια γίνονται δημότες στον δήμο ή την κοινότητα που προτίθενται να εγκατασταθούν. Η διαπίστωση της ελληνικής τους ιθαγένειας γίνεται με απόφαση του αρμόδιου νομάρχη που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, στην οποία αναφέρονται τα περιστατικά και επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που την στηρίζουν. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον οικείο δήμο ή κοινότητα για την εγγραφή του ενδιαφερομένου στο δημοτολόγιο 2. . . .».

5. Επειδή, στο άρθρο 62 του π.δ. 30/1996 με τίτλο «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου με τίτλο «Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης», των ισχυουσών διατάξεων για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση» (Φ.Ε.Κ. 21 Α΄) ορίζονται τα εξής: «1. Ο Νομάρχης εκδίδει όλες τις πράξεις μη κανονιστικού χαρακτήρα. Ο Νομάρχης έχει επίσης τις κατωτέρω αρμοδιότητες: α. . . . ζ. Ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από το νόμο. η. . . . Ο Νομάρχης μεταβιβάζει με απόφασή του μέρος των αρμοδιοτήτων του στους προέδρους των Ν.Ε. Μπορεί επίσης να μεταβιβάζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε . . . και σε προϊσταμένους ή άλλα στελέχη των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. 2. . . .». Εξ άλλου, στο άρθρο 9 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Φ.Ε.Κ. 95 Α΄), ορίζονται τα εξής: «1. Η αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων καθορίζεται από τις σχετικές διατάξεις. 2. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί με κανονιστική πράξη του, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του. . . . 3. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης, με κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του. 4. . . .». Περαιτέρω, προκειμένου περί των κανονιστικών πράξεων των νομαρχών, εις μεν το άρθρον 2 παρ. 1 στοιχ. β του ν. 301/76 προβλέπεται ότι δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο δε άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζεται, ότι : «1. Αι κατά το προηγούμενον άρθρον μη δημοσιευόμεναι δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις των νομαρχών (στοιχ. β΄ της παραγράφου 1) καταχωρούνται εν κεκυρωμένω αντιγράφω εις ειδικόν επί τούτο βιβλίον ή φάκελλον, τηρούμενον παρά τη αρμοδία υπηρεσία και όντα προσιτόν εις το κοινόν, δημοσιεύονται δε εις μίαν τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. . . .». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η πράξη με την οποία ο Νομάρχης μεταβιβάζει σε ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο την εξουσία υπογραφής πράξεων της αρμοδιότητός του, έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, αποκτά νόμιμη υπόσταση με την δημοσίευσή της κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 301/1976 τρόπο, δηλαδή με καταχώριση κεκυρωμένου αντιγράφου της σε ειδικό βιβλίο ή φάκελλο, τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και προσιτό στο κοινό, και με δημοσίευση σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσιεύσεώς της, κατά τον ως άνω τρόπον, η εν λόγω νομαρχιακή πράξη είναι ανυπόστατη και δεν δύναται να προσδώσει αρμοδιότητα υπογραφής στο ως άνω ιεραρχικώς υφιστάμενο όργανο (βλ. Σ.Ε. 716/2001 Ολομ.).

 

 

6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 21 παρ. 1 του ως άνω Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι «αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της». Η διάταξη αυτή, αναθέτουσα την αρμοδιότητα ανακλήσεως ατομικής διοικητικής πράξεως είτε στο όργανο που την εξέδωσε είτε στο όργανο το οποίο, κατά τον χρόνο της ανακλήσεως, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της, δεν συναρτά, κατά το σαφές γράμμα της, την εν λόγω αρμοδιότητα ανακλήσεως ούτε προς την, κατά τον χρόνο εκδόσεως της ανακαλουμένης, αρμοδιότητα του εκδόντος αυτήν οργάνου ούτε προς συγκεκριμένους λόγους ανακλήσεως. Ο περιορισμός, άλλωστε, της δυνατότητος ανακλήσεως των μη νομίμων διοικητικών πράξεων με την καθιέρωση, και μάλιστα παρά την σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, προϋποθέσεων ανακλήσεως αναγομένων είτε στην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα των οργάνων που εξέδωσαν τις πράξεις αυτές είτε στους λόγους ανακλήσεως, αντιστρατεύεται την συνταγματικώς κατωχυρωμένη και θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου αρχή της νομιμότητος, βασική έκφανση της οποίας αποτελεί η ανάκληση των μη νομίμων διοικητικών πράξεων. Εν όψει, λοιπόν, της αδιαστίκτου διατυπώσεως της εν λόγω διατάξεως, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, δύναται να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητος, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο, κατά τον χρόνο της ανακλήσεως, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικώτερη δε περίπτωση της αναρμοδίως εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξεως, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί όχι μόνον κατ΄ επίκλησιν της αναρμοδιότητός του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτήν, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλουμένης πράξεως, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή ενώπιον του οποίου αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξεως, καθιστά νόμιμη εν πάση περιπτώσει την ανάκλησή της (βλ. Σ.Ε. 512/1930 Ολομ.). Τούτο δε, προκειμένου να αποκατασταθεί στον νομικό κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξεως, και να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο. Ο Αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Σ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας και Σ. Χρυσικοπούλου, προς την άποψη των οποίων συνετάχθη και η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου, διετύπωσαν την εξής μειοψηφήσασα γνώμη: Κατά την έννοια της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που είναι ερμηνευτέα σε αρμονία προς τις νομολογιακώς διαπλασθείσες γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων -δοθέντος ότι από την εισηγητική έκθεση του νόμου που κύρωσε τον εν λόγω Κώδικα ουδόλως προκύπτει βούληση του νομοθέτη να θεσπίσει ρύθμιση αποκλίνουσα από αυτές- το όργανο που εξέδωσε διοικητική πράξη, εφ΄ όσον ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι αρμόδιο προς έκδοση τέτοιων πράξεων, είναι κατ΄ αρχήν αρμόδιο για την ανάκλησή της και δύναται να την ανακαλέσει για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Αν μετά την έκδοση διοικητικής πράξεως από αρμόδιο όργανο, η αρμοδιότητα προς έκδοση τέτοιων πράξεων περιέλθει σε άλλο όργανο, τούτο καθίσταται αρμόδιο να προβεί στην ανάκλησή της για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Εξάλλου, αν το εκδόν την διοικητική πράξη όργανο ήταν αναρμόδιο για την έκδοσή της, έχει την εξουσία να την ανακαλέσει, αλλά μόνο για τον λόγο της αναφερομένης στην αρμοδιότητά του παρανομίας της, προς άρση δηλαδή της παρανομίας της εγκειμένης στην οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (ΣΕ 3926/83, 4147/83, 699/93, 1230/93, 1668/95, 5028/95, 5384/95, 1465/99, 1894/2001). Η εξουσία ανακλήσεως αναρμοδίως εκδοθείσης διοικητικής πράξεως για άλλο, εκτός της αναρμοδιότητος, λόγο παρανομίας, ανήκει αποκλειστικώς στο διοικητικό όργανο που είναι αρμόδιο προς έκδοση τέτοιων πράξεων. Τούτο άλλωστε επιβάλλει η αρχή της νομιμότητος που διέπει τη διοικητική δράση, η οποία καθιστά επιτακτική την αποκατάστασή της, μόνο δια της νομίμου οδού, με την τήρηση των περί αρμοδιότητος κανόνων και δεν αποδέχεται να επιχειρείται η αποκατάστασή της με την διάπραξη νέας παραβάσεώς της, με την εκ νέου οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (βλ. ΣΕ 1230/99). Περαιτέρω όμως, ο Αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας και Σ. Χρυσικοπούλου διετύπωσαν την εξής ειδικώτερη γνώμη: Αν η αναρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ανακληθεί από το εκδόν αυτήν όργανο, όχι λόγω της αναρμοδιότητος, αλλά λόγω ελλείψεως ουσιαστικής νομιμότητος, λόγος ακυρώσεως κατά της ανακλητικής πράξεως, που αμφισβητεί την εξουσία του αναρμοδίως εκδόντος την ανακαλούμενη πράξη οργάνου να προβεί στην ανάκλησή της για λόγο άλλο εκτός της αναρμοδιότητος, προβάλλεται αλυσιτελώς. Και τούτο, διότι πάντως σε μία τέτοια περίπτωση ο ακυρωτικός δικαστής έχει την εξουσία να προβεί σε υποκατάσταση του λόγου ανακλήσεως, του οποίου γίνεται επίκληση στην ανακλητική πράξη, με τον λόγο της αναρμοδιότητος, δοθέντος ότι ο λόγος της αναρμοδιότητος συνιστά λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως ληπτέο υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή (ΣΕ 708/53, 4046/99). Αντιθέτως, οι Σύμβουλοι Χ. Ράμμος και Αικ. Σακελλαροπούλου, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου, διετύπωσαν την εξής ειδικώτερη γνώμη: Ο ακυρωτικός δικαστής δεν έχει, ούτε σε μία τέτοια περίπτωση, εξουσία υποκαταστάσεως του λόγου ανακλήσεως για τον οποίο χωρεί η ανάκληση της διοικητικής πράξεως, δοθέντος ότι η ανάκληση διοικητικής πράξεως ως παράνομης, αλλά και ο λόγος για τον οποίο αυτή χωρεί, εναπόκειται στη διακριτική εξουσία της διοικήσεως (βλ. ΣΕ 312/94, 5384/95). Οι Σύμβουλοι Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Ε. Σαρπ και Δ. Γρατσίας, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Δ. Βασιλειάδης, διετύπωσαν την εξής μειοψηφήσασα γνώμη: Επί εκδόσεως πράξεως από αναρμόδιο όργανο, η διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως προς ανάκληση της πράξεως αυτής ανάγεται, αποκλειστικώς και μόνον, στο ζήτημα αν η Διοίκηση θα προχωρήσει ή μη στην έκδοση ανακλητικής πράξεως. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία διοικητικό όργανο, το οποίο εξέδωσε αναρμοδίως ορισμένη πράξη, προχωρεί, κατ΄ ενάσκηση της ως άνω διακριτικής ευχέρειας, στην ανάκληση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξεως, δεν νοείται πλέον διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των λόγων ανακλήσεως, αλλά γεννάται υποχρέωση του ανακαλούντος οργάνου να επικαλεσθεί, προς αιτιολόγηση της ανακλήσεως, την αναρμοδιότητά του προς έκδοση της αρχικής πράξεως. Κατά συνέπεια, εάν διοικητικό όργανο, αναρμόδιο για την έκδοση ορισμένης πράξεως, εκδώσει τέτοια πράξη και προχωρήσει μεταγενεστέρως στην ανάκληση της αρχικής πράξεως κατ΄ επίκληση οιασδήποτε αιτιολογίας, πλην της αναγομένης στην έλλειψη αρμοδιότητος προς έκδοση της αρχικής πράξεως, τότε η ανακλητική πράξη, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της νομιμότητος, πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα την έννοια ότι εκδίδεται κατ΄ επίκληση, αφ΄ ενός μεν της ελλείψεως αρμοδιότητος προς έκδοση της αρχικής πράξεως, αφ΄ ετέρου δε κατ΄ επίκληση της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην ανακλητική πράξη. Υπό τα δεδομένα αυτά, η πρώτη, καθ΄ ερμηνεία συναγόμενη, αιτιολογία της ανακλητικής πράξεως αρκεί για να παράσχει στην πράξη αυτή νόμιμο έρεισμα και καθιστά αλυσιτελή την εξέταση της νομιμότητος της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην εν λόγω ανακλητική πράξη.

 

 

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτουν τα εξής: Με την 8830/10.12.1996 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, η οποία υπογράφεται, με εντολή του, από την Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, διαπιστώθηκε, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 7 του ν. 2130/1993, ότι ο αιτών είχε την ελληνική ιθαγένεια από της γεννήσεώς του, ως τέκνο μητρός, της οποίας ο πατέρας είχε γίνει έλληνας υπήκοος κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 7 της Συνθήκης της Λωζάννης. Για την έκδοση της πράξεως αυτής ο αιτών είχε υποβάλει στην ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, μεταξύ άλλων, και το υπ΄ αρ. 40 Νο 4363696/24.6.1994 διαβατήριο της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. το οποίο έφερε την 1762π/18.12.1996 ειδική θεώρηση παλιννοστήσεως του Ελληνικού Προξενείου στη Μόσχα, την 676029/17.4.1996 άδεια παραμονής του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών και τα 94598, 97572/12.8.1996 πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου. Όμως, με το 1040/2/3/ 67-ΠΔ/17.4.2001 έγγραφό της, η Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής ενημέρωσε την εν λόγω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση α) ότι, όπως προκύπτει από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις που είχαν αποσταλεί από το ανωτέρω Ελληνικό Προξενείο, η 1762π θεώρηση παλιννοστήσεως, που εφέρετο να έχει χορηγηθεί στον αιτούντα στις 18.12.1996, είχε πράγματι χορηγηθεί στις 6.3.1996 σε άλλο άτομο (τον ...), β) ότι το Τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών δεν είχε εκδώσει την ως άνω άδεια παραμονής και γ) ότι τα ως άνω πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου δεν έχουν μεταφρασθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών και, συνεπώς, φέρουν πλαστογραφημένη υπογραφή της μεταφράστριας και πλαστή σφραγίδα του Υπουργείου τούτου. Κατ΄ επίκλησιν των στοιχείων τούτων, ανακλήθηκε η ανωτέρω, από 3.12.1996, νομαρχιακή απόφαση με την ήδη προσβαλλομένη 2154/474/25.2.2002 απόφαση που υπογράφεται, με εντολή του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια.

 

 

8. Επειδή, όπως βεβαιώνεται στο 6326/27.5.2005 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τον χρόνο εκδόσεως της, ανακληθείσης με την προσβαλλομένη πράξη, 8830/10.12.1996 αποφάσεως, δεν είχε εκδοθεί από τον εν λόγω Νομάρχη απόφαση περί μεταβιβάσεως της εξουσίας υπογραφής πράξεων περί διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγενείας στην Προϊσταμένη της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της ανωτέρω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως. Εξ άλλου, σύμφωνα με το αυτό ως άνω έγγραφο, κατά τον χρόνον εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακλητικής αποφάσεως, είχε μεν εκδοθεί η 572/2000 (αρ. πρωτ. 688 Β/15.5.2000) απόφαση του εν λόγω Νομάρχη, με την οποία παρείχετο εξουσιοδότηση στην Προϊσταμένη της ως άνω Διευθύνσεως να υπογράφει με εντολή του, μεταξύ άλλων, «1. . . . 2. Αποφάσεις ανάκλησης . . . των πράξεων απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας. 3. Αποφάσεις ανάκλησης . . . των πράξεων απόκτησης ελληνικής ιθαγενείας. . .», η απόφαση, όμως, αυτή, η οποία έχει καταχωρισθεί στο «ειδικό βιβλίο νομαρχιακών αποφάσεων» και αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων της εν λόγω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, δεν δημοσιεύθηκε σε φύλλο εφημερίδας.

 

 

9. Επειδή, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής αναρμοδίως υπέγραψε την ως άνω (8830/10.12.1996), διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγενείας του αιτούντος, πράξη, εφ΄ όσον δεν είχε εκδοθεί απόφαση του οικείου Νομάρχη περί μεταβιβάσεως προς αυτήν της εξουσίας υπογραφής πράξεων με τον εν λόγω αντικείμενο. Ανεξαρτήτως, όμως, της ως άνω αναρμοδιότητός της, η ρηθείσα Διευθύντρια, εκ μόνου του λόγου ότι υπέγραψε την ανωτέρω πράξη, είχε, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, την αρμοδιότητα να υπογράψει και την, ήδη προσβαλλομένη, ανακλητική αυτής απόφαση, χωρίς να ασκεί σχετικώς επιρροή το γεγονός ότι δεν είχε μεταβιβασθεί σ΄ αυτήν εγκύρως η εξουσία υπογραφής της ανακλητικής αυτής πράξεως λόγω πλημμελούς τηρήσεως των, κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, διατυπώσεων. Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως. Περαιτέρω δε, εν όψει της αναρμοδιότητος της εν λόγω Διευθύντριας ως προς την έκδοση της αρχικής ως άνω (8830/10.12.1996) πράξεως, η ανάκληση αυτής με την ήδη προσβαλλομένη (που υπογράφεται από την ίδια Διευθύντρια) είναι, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, νόμιμη, κατά τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη. Είναι συνεπώς, απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους πλήσσονται οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξεως. Κατά την ειδικώτερη γνώμη του Αντιπροέδρου Μ. Βροντάκη και των Συμβούλων Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Δ. Μαρινάκη, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια και Σ. Χρυσικοπούλου, εφ΄ όσον, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη που εκτέθηκε στην έκτη σκέψη, η αναρμοδιότητα του εκδόντος την ανακαλούμενη πράξη οργάνου είναι ληπτέα υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή, που διαθέτει την εξουσία να προβή σε υποκατάσταση του λόγου ανακλήσεως του οποίου γίνεται επίκληση στην ανακλητική πράξη με τον λόγο της αναρμοδιότητος και λαμβανομένου υπόψη ότι η ανακληθείσα διοικητική πράξη είχε εκδοθεί αναρμοδίως, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι οι λόγοι ακυρώσεως που βάλλουν κατά της ανακλητικής πράξεως. Κατά την ειδικώτερη γνώμη των Συμβούλων Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζου, Ε. Σαρπ και Δ. Γρατσία, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Δ. Βασιλειάδης, η προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη πρέπει, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην έκτη σκέψη, να ερμηνευθεί ως εκδοθείσα κατ΄ επίκληση, όχι μόνον των μνημονευόμενης στην πράξη αυτή αιτιολογίας, αλλά και της αναρμοδιότητος του οργάνου που υπογράφει την εν λόγω ανακλητική πράξη προς έκδοση της αρχικής, ήδη ανακαλουμένης, πράξεως. Δεδομένου δε ότι το όργανο αυτό, ήτοι η Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής, εστερείτο, όντως, αρμοδιότητος προς έκδοση της ανακαλουμένης πράξεως, η αναγόμενη στο ζήτημα τούτο και καθ΄ ερμηνεία συναγόμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξεως αρκεί για να της παράσχει νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα. Κατόπιν τούτου, αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση των λόγων ακυρώσεως που πλήττουν τις αιτιολογίες των οποίων γίνεται ρητή επίκληση στην προσβαλλόμενη πράξη. Τέλος, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη των Συμβούλων Χ. Ράμμου και Αικ. Σακελλαροπούλου, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκε και η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου, η αναρμοδίως εκδοθείσα ανακλητική πράξη, που προέβη σε ανάκληση της ανακληθείσης με αυτήν πράξεως για λόγο άλλον εκτός της αναρμοδιότητος, χωρίς την ύπαρξη εξουσίας προς τούτο, είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα.

 

 

10. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση ανακλήθηκε η απόφαση περί διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγενείας του αιτούντος, χωρίς να αποδίδεται σ΄ αυτόν οποιαδήποτε μορφής υπαιτιότητα, αλλ΄ αποκλειστικά βάσει της αντικειμενικής διαπιστώσεως της ανακριβείας της προξενικής θεωρήσεως παλιννοστήσεως και των λοιπών στοιχείων, επί των οποίων είχε στηριχθεί η ανακληθείσα απόφαση. Έτσι, η έκδοση της προσβαλλομένης ανακλητικής αποφάσεως δεν στηρίχθηκε σε επίμεμπτη υποκειμενική συμπεριφορά του αιτούντος, αλλά μόνο στην αντικειμενική διαπίστωση της ελλείψεως μιάς νομίμου (κατ΄ άρθρον 7 του ν. 2130/1993) προϋποθέσεως εκδόσεως της ανακαλουμένης πράξεως (ήτοι της ιδιότητος του αιτούντος ως «παλλινοστούντος ομογενούς»). Αβασίμως, ως εκ τούτου, προβάλλεται ότι συνέτρεχε εν προκειμένω, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρέωση της Διοικήσεως να καλέσει τον αιτούντα σε ακρόαση πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως.

 

 

11. Επειδή, η ανάκληση της πράξεως, με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2130/1993, λόγω ελλείψεως των αντικειμενικών προϋποθέσεων εφαρμογής τούτων, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγενείας, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, και, επομένως, δεν κωλύεται από την συνταγματική αυτή διάταξη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

 

12. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση.

 

 

Διά ταύτα

 

 

Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση,

 

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου, και

 

Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2009

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος  Η Γραμματέας

 

 

Μ. Βροντάκης  Ε. Κουμεντέρη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Μαΐου 2010.

 

Ο Πρόεδρος          Η Γραμματέας

 

 

Π. Πικραμμένος          Ε. Κουμεντέρη