ΣτΕ.Ολ 953/2011
Παραγραφή αξιώσεων δημοσίων υπαλλήλων - Αρχή ισότητας -
Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 ν. 2362/1995 -
Παραπομπή σε ΑΕΔ -.
Κατά την άποψη της πλειοψηφίας η
διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 με την οποία θεσπίζεται διετής
παραγραφή των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή
ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατ αυτού από καθυστερούμενες
αποδοχές ή άλλης πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις αντιβαίνει στη
συνταγματική αρχή της ισότητας (Αντίθετη μειοψηφία). Αναβολή έκδοσης οριστικής
απόφασης και παραπομπή της υπόθεσης στο ΑΕΔ λόγω των
αντίθετων αποφάσεων του ΑΠ 145/2006 και 560/2007.
Αριθμός 953/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό
του στις 4 Δεκεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης,
Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Χρ.
Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, K. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου,
Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος,
Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος,
Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Κατρά, Πάρεδροι.
Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Σπ. Παραμυθιώτης
και Β. Καλαντζή, καθώς και η Πάρεδρος Κ. Κατρά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο
26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 8 Νοεμβρίου
2007 αίτηση:
του ...., κατοίκου Αθηνών (....),
ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ιωάννη Τάγαρη (Α.Μ.
22266), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Γεώργιο Κανελλόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του
Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε
στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ αριθμ. 1513/2009 αποφάσεως του
ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η
Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 3743/2006
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση
της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή
Σύμβουλο Κ. Ευστρατίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον
πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και
προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η
αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το
δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ
μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά
έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ
θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά
την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (ΦΕΚ Α΄ 214, βλ. Πρακτικό Διασκέψεως
της Ολομελείας του Δικαστηρίου 248/2009. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3500/2009, 169/2010), του Συμβούλου Διονυσίου Μαρινάκη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την
κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνει μέρος αντ αυτού στην
διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Σπυρίδων Παραμυθιώτης,
αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή, με την κρινόμενη
αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ αριθ. 2953957,
2953958/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της υπ αριθ.
3743/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε
δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ αριθ.
9548/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και στην συνέχεια έγινε
εν μέρει δεκτή αγωγή του, με την οποία ζητούσε να του καταβληθεί το ποσό των
29.140 δολαρίων Η.Π.Α. ως διαφορά αποδοχών λόγω μη καταβολής προσαυξήσεως 20%
επί του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή κατά το χρονικό διάστημα από
12.1.1997 έως 26.2.1999, αναγνωρίσθηκε δε υποχρέωση του Δημοσίου να του
καταβάλει ποσό 236 δολαρίων Η.Π.Α. μόνον για το διάστημα από 1.1.1999 έως
26.2.1999.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται
στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της υπ αριθ. 1513/2009
αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε προς
επίλυση το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου
90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, με την οποία θεσπίζεται διετής παραγραφή των
αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
υπαλλήλων του Δημοσίου κατ αυτού από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλης πάσης
φύσεως απολαυές ή αποζημιώσεις.
4. Επειδή, ο προαναφερθείς ν.
2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους και άλλες
διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 245) ορίζει στο άρθρο 86 ότι «1.
2. Η χρηματική απαίτηση
του Δημοσίου
παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους
μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη
αυτή ληξιπρόθεσμη. 3. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου που
ε) αφορά σε
περιοδικές παροχές,
παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού
έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή εννοία βεβαίωση
αυτής». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 90 τα εξής : «1. Οποιαδήποτε
απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική
ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος
παραγραφής αυτής. 2.
3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών,
κατ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαυές
αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του
Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά
διετία από της γενέσεώς της».
5. Επειδή, η θέσπιση με το άρθρο
90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 εις βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδικής
βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμά τους
να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαυών ή αποζημιώσεων λόγω παράνομης πράξεως ή
παραλείψεως της Διοικήσεως ή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται στο άρθρο
4 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, διότι είναι
μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που προβλέπεται (πενταετής) αφενός μεν από
την παράγραφο 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 90 του ν. 2362/1995 για όλες τις άλλες
χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αφετέρου δε από το άρθρο 86 παρ. 2 του
εν λόγω νόμου για τις χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων. Η θέσπιση
δε της ανωτέρω βραχυπρόθεσμης παραγραφής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την
ανάγκη της ταχείας εκκαθαρίσεως των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ
αυτού, που αφορούν αποδοχές ή άλλες απολαυές ή
αποζημιώσεις, και της τηρήσεως της δημοσιονομικής τάξεως, με την αποφυγή
ανατροπής των δεδομένων, κατ εκτίμηση των οποίων έχει καταρτισθεί ο κρατικός
προϋπολογισμός. Και τούτο διότι η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή έχει
θεσπισθεί μόνον για τις απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ αυτού, που
αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαυές
αυτών ή αποζημιώσεις, ενώ για όλες τις άλλες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ο
χρόνος παραγραφής είναι πενταετής, αν και των απαιτήσεων αυτών ενδείκνυται η
ταχεία εκκαθάριση. Εξάλλου, η θέσπιση της ανωτέρω διετούς παραγραφής δεν
δικαιολογείται ούτε από την φύση της εννόμου σχέσεως, που συνδέει το Δημόσιο με
τους υπαλλήλους του, εφόσον οι χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατ αυτών δεν
υπόκεινται στην ίδια βραχεία παραγραφή. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη της
παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως
αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των
υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές
οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της
Διοικήσεως ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από
την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές
αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή. Κατά την γνώμη, όμως, του
Προέδρου και των Συμβούλων Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιά, Ιω.
Γράβαρη, Σπ. Παραμυθιώτη, Ηρ. Τσακόπουλου, Μ. Παπαδοπούλου και Δ. Κυριλλόπουλου,
προς την οποία συνετάχθη και η Πάρεδρος Κ. Φιλοπούλου,
ο θεσπιζόμενος με την παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ειδικός κανόνας, με
τον οποίο καθιερώνεται, κατ εξαίρεση από τον προβλεπόμενο στην παρ. 1 του
ίδιου άρθρου 90 γενικό κανόνα της πενταετούς παραγραφής για τις αξιώσεις κατά
του Δημοσίου, βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή για τις σχετικές με αποδοχές ή
άλλης φύσεως απολαυές ή αποζημιώσεις χρηματικές
αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ αυτού, δικαιολογείται από την φύση της
εννόμου σχέσεως, που συνδέει το Δημόσιο με τους υπαλλήλους του. Και τούτο διότι
η ορθολογική οργάνωση και η εύρυθμη λειτουργία της Διοικήσεως δημιουργούν την
ανάγκη της ταχείας εκκαθαρίσεως των εκκρεμοτήτων περί τις εν λόγω αξιώσεις και
τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του Δημοσίου, που απορρέουν από περιοδικές (κατά
μήνα) παροχές, η επί μακρόν χρόνον διατήρηση των
οποίων εκκρεμοτήτων επιβαρύνει, κατά τρόπο βλαπτικό για την Διοίκηση, την σχέση
που συνδέει το Δημόσιο με τους υπαλλήλους του. Περαιτέρω, η ανάγκη ταχείας
εκκαθαρίσεως εκκρεμοτήτων ως προς την ύπαρξη των εν λόγω αξιώσεων των υπαλλήλων
και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου ενδείκνυται προς αποφυγή
ανατροπής, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, των οικονομικών
δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων το Δημόσιο προβαίνει στον σχεδιασμό της
οργανώσεως και του τρόπου λειτουργίας της δημοσίας διοικήσεως και τα οποία
λαμβάνει υπόψη για την πρόβλεψη των σχετικών δαπανών κατά την κατάρτιση του
κρατικού προϋπολογισμού. Η διετής δε παραγραφή είναι εύλογη από την άποψη ότι
παρέχει επαρκές χρονικό διάστημα στον υπάλληλο για την διεκδίκηση τυχόν
χρηματικών αξιώσεών του κατά του Δημοσίου, σχετικών με αποδοχές ή άλλης πάσης
φύσεως απολαυές ή αποζημιώσεις, ώστε δεν μπορεί να
θεωρηθεί ότι, ως εκ της καθιερώσεως της βραχυπρόθεσμης αυτής παραγραφής,
καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση του δικαιώματος του
υπαλλήλου να διεκδικήσει αποδοχές ή άλλης φύσεως απολαυές
ή αποζημιώσεις, που οφείλονται, κατ αυτόν, συνεπεία της σχέσεως που τον
συνδέει με το Δημόσιο. Εξάλλου, ο ανωτέρω λόγος, ο οποίος δικαιολογεί την
θέσπιση της διετούς παραγραφής για τις αφορώσες
αποδοχές ή άλλης πάσης φύσεως απολαυές ή αποζημιώσεις
αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ αυτού, συντρέχει εξ ίσου και
προκειμένου περί τυχόν χρηματικών αξιώσεων του Δημοσίου κατά των υπαλλήλων του,
που απορρέουν από την έννομη σχέση που τους συνδέει. Τούτο δε έχει ως συνέπεια
ότι είναι αδικαιολόγητη η εξαίρεση των αξιώσεων αυτών του Δημοσίου έναντι των
υπαλλήλων του από την βραχυχρόνια διετή παραγραφή, την οποία προβλέπει η παρ. 3
του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 αναφορικά με τις αξιώσεις των υπαλλήλων που
απορρέουν από την εν λόγω έννομη σχέση και η υπαγωγή των αξιώσεων τούτων του
Δημοσίου στον προβλεπόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 2362/1995 γενικό
κανόνα της πενταετούς παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου. Διότι,
ενόψει της ομοιότητας των συντρεχουσών περιστάσεων,
και οι αξιώσεις αυτές θα έπρεπε να υπαχθούν στον ειδικό κανόνα της διετούς
παραγραφής, ισχύοντα για τις πάσης φύσεως χρηματικές αξιώσεις που απορρέουν από
την σχέση του δημοσίου υπαλλήλου με το Δημόσιο, ανεξαρτήτως δηλαδή αν
δικαιούχος είναι ο υπάλληλος ή το Δημόσιο. Εφόσον δε είναι αδικαιολόγητη η
διάκριση αυτή υπέρ του Δημοσίου, η μη υπαγωγή και η συνακόλουθη εξαίρεση των εν
λόγω αξιώσεων του Δημοσίου έναντι υπαλλήλων του από την βραχυχρόνια διετή
παραγραφή, που αντιβαίνει στην συνταγματική αρχή της ισότητας, δεν μπορεί να
αποτελέσει έγκυρο έρεισμα για την επέκταση της εφαρμογής της πενταετούς
παραγραφής και στις σχετικές με τις αποδοχές και τις πάσης φύσεως απολαυές ή αποζημιώσεις αξιώσεις των υπαλλήλων κατά του
Δημοσίου. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995,
που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του
Δημοσίου κατ αυτού, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος
αρχή της ισότητας.
6. Επειδή, στην προκειμένη
περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο χρόνος παραγραφής των
επιδίκων αξιώσεων του αναιρεσείοντος είναι κατά την
παράγραφο 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 διετής και ότι, συνεπώς, καθόσον
αφορά τις αφορώσες τα έτη 1997 και 1998 αξιώσεις,
αυτές είχαν παραγραφεί, αφού η διετής παραγραφή είχε συμπληρωθεί στις
31.12.1999 και 31.12.2000 αντιστοίχως, η δε αγωγή του αναιρεσείοντος
κατατέθηκε την 29.3.2002. Η κρίση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι
νόμιμη, διότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν είναι
εφαρμοστέα, ως αντικειμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 του
Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω αξιώσεις υπόκεινται στην
προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 90 πενταετή παραγραφή,
η οποία δεν είχε συμπληρωθεί κατά την άσκηση της αγωγής του αναιρεσείοντος.
Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και η
προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά τις
αξιώσεις για τα έτη 1997 και 1998, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την
κρινόμενη αίτηση. Κατά την μειοψηφήσασα, όμως, γνώμη, ο λόγος αναιρέσεως ότι η
ανωτέρω διάταξη αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος θα έπρεπε να απορριφθεί
ως αβάσιμος.
7. Επειδή, ενόψει του ανακύπτοντος
ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ.
3 του ν. 2362/1995 και της υπάρξεως αποφάσεων του Αρείου Πάγου (Α.Π. 588/2007,
145, 250, 363/2006), που δέχονται ως προς το ζήτημα αυτό, γνώμη αντίθετη προς
εκείνη, η οποία έγινε δεκτή στην πέμπτη σκέψη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της
Επικρατείας κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της
κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό
Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο
48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141) Κώδικα
περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.
Δ ι ά τ
α ύ τ α
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής
αποφάσεως.
Παραπέμπει στο Ανώτατο Ειδικό
Δικαστήριο την επίλυση του αναφερομένου στο αιτιολογικό ζητήματος της συμφωνίας
ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4
και 18 Φεβρουαρίου 2010
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Μ. Βροντάκης Δ. Μουζάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε
δημόσια συνεδρίαση της 1ης Απριλίου 2011.
Ο Πρόεδρος
Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Μ. Παπασαράντη