ΣτΕ Ολ.Συμβ.Πρκ 4/2010

Προτάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επιτάχυνση του έργου του Δικαστηρίου και της Διοικητικής Δικαιοσύνης -.

Κατόπιν συζήτησης επί προτάσεων Επιτροπής υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου Φ. Αρναούτογλου, κατέθεσε στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σειρά προτάσεων προς νομοθετική παρέμβαση. Οι προτάσεις στοχεύουν στην επιτάχυνση του έργου του Δικαστηρίου και της Διοικητικής Δικαιοσύνης και παράλληλα στην ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου.

 

…. Με τo Πρακτικό 4/2010 το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, ειδικότερα, διατυπώθηκαν οι εξής προτάσεις:

1) Κατόπιν αποδοχής της σχετικής πρότασης της Επιτροπής και εκτιμώντας ότι θα επιτευχθεί ιδιαίτερη επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης αν, σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, αφορούν πολύ κόσμο και ανήκουν (είτε προτείνεται να υπαχθούν) στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, όπως π.χ. την έκτακτη εισφορά, δοθεί η δυνατότητα τόσο στους διαδίκους, Υπουργό και ιδιώτες, όσο και στα δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε να χαράσσει αυτό σύντομα μια νομολογιακή γραμμή, η Ολομέλεια πρότεινε την εξής ρύθμιση: «1. Οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον πρόεδρο του αρμοδίου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή, που δημοσιεύεται σε δυο εφημερίδες των Αθηνών, συνεπάγεται την αναβολή εκδικάσεως των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το αυτό ζήτημα. Στην δίκη δικαιούται να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη όπου το ζήτημα αυτό τίθεται. Μετά την επίλυσή του το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι δυνατόν να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, περιλαμβανομένων των τυχόν παρεμβάντων. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως στην οποία ανακύπτει ένα τέτοιο ζήτημα δύναται με απόφασή του που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τα εδάφια β και γ της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους τυχόν ενώπιον αυτού παρεμβάντες.» Μειοψήφησαν δύο Αντιπρόεδροι και δύο Σύμβουλοι ως προς το σύνολο της προτεινόμενης ρύθμισης και τρεις Σύμβουλοι ως προς την ρύθμιση της παραγράφου 1.

 

2) Υιοθετώντας την εισήγηση της Επιτροπής ότι, όταν διοικητικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει τυπικό νόμο ως αντίθετο στο Σύνταγμα ή σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη (διεθνή σύμβαση) χωρίς προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το θέμα είναι σοβαρό (πρβλ. άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος) και πρέπει, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως (περί ανεκκλήτου, περί εφέσεως κλπ.), να άγεται απ’ ευθείας ενώπιόν του, ενέκρινε ομόφωνα την σχετική πρόταση, την οποία, προκειμένου να καλυφθεί η περίπτωση που κατά λάθος, χωρίς να συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ασκείται κατ’ επίκληση αυτής αίτηση αναιρέσεως, αναδιατύπωσε ως εξής : «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική ή ως αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται περί διαφοράς ουσίας, ή έφεση, αν πρόκειται περί ακυρωτικής διαφοράς. Αν το Συμβούλιο της Επικρατείας διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, δύναται, εφόσον η απόφαση αυτή υπέκειτο και σε έφεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου, να του παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση.»

 

3) Κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής ότι αντί εισήγησης επί της υπόθεσης, ο εισηγητής πρέπει να καταθέτει έκθεση που να περιλαμβάνει σύντομο ιστορικό και τα ζητήματα που ανακύπτουν, περιλαμβανομένων και των αυτεπάγγελτα εξεταστέων, χωρίς να παίρνει θέση επ’ αυτών, σε περίπτωση όμως που ανακύψει στη διάσκεψη ζήτημα που δεν είχε περιληφθεί στην έκθεση να εκδίδεται υποχρεωτικά αναβλητική απόφαση, η Ολομέλεια δέχθηκε ότι, πράγματι, ο εισηγητής δεν πρέπει να καταθέτει εισήγηση, η δημοσιοποίηση της οποίας τον κάνει να φαίνεται σαν να παίρνει το μέρος του ενός των διαδίκων και να μην έχει στο εξής έναντι αυτών την ουδετερότητα που χρειάζεται (πρβλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποφάσεις της 7.6.2001, υπόθεση Kress κατά Γαλλίας, και της 12.4.2006, υπόθεση Martinie κατά Γαλλίας) με αποτέλεσμα να τον καθιστά στόχο, όταν, μάλιστα, πρόκειται περί Συμβούλου σε πενταμελή σύνθεση, της μιας από τις τρεις αποφασιστικές ψήφους στην σύνθεση που είναι ο κανόνας στο Δικαστήριο. ’λλωστε, και η μέχρι σήμερα πείρα από την μη υποβολή εισήγησης στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και αναστολής είναι απόλυτα ενθαρρυντική. Αποδεχόμενη όμως τη μειοψηφία του Προέδρου της Επιτροπής ότι εφόσον οι διάδικοι γνωρίζουν - ή οφείλουν να γνωρίζουν - τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της δίκης, μεταξύ των οποίων τα αυτεπάγγελτα εξεταστέα, δεν βλάπτει μεν η θέση των ζητημάτων, αλλά ασφαλώς δεν χρειάζεται αναβλητική απόφαση, η Ολομέλεια πρότεινε την αντικατάσταση των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 22 του ΠΔ 18/1989 όπως ισχύουν ως εξής : «1. Εκείνος που ορίσθηκε εισηγητής φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που βεβαιώνονται από τα έγγραφα και τα ζητήματα που ανακύπτουν». «4. Ο εισηγητής, πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του Προέδρου, οφείλει να δηλώσει προς τη Γραμματεία του οικείου σχηματισμού αν η υπόθεση ώριμη για συζήτηση. Η παράλειψη της δήλωσης αυτής επάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης της υπόθεσης και την αυτεπάγγελτη αναβολή της σε μεταγενέστερη ρητώς οριζόμενη δικάσιμο.». Παράλληλα, πρότεινε την αντικατάσταση των-αναφερομένων στην εισήγηση- πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του ΠΔ 18/1989 όπως η τελευταία προστέθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του Ν. 3772/2009 (Α’ 112) ως εξής: «1. Η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση από τον εισηγητή της έκθεσής του………2. Εάν όλοι οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δηλώσουν ότι προτίθενται να αναφερθούν στο δικόγραφο ή σε υπόμνημα που θα καταθέσουν, χωρίς προφορική ανάπτυξη, τότε η υπόθεση αυτή μπορεί να συζητείται κατά προτεραιότητα μετά την προεκφώνηση.». Ένας σύμβουλος διατύπωσε την αποκλίνουσα άποψη ότι στην έκθεση του εισηγητή, αντί των ζητημάτων που ανακύπτουν πρέπει να μνημονεύονται οι ισχυρισμοί που προβάλλονται. Μειοψήφησαν τρεις Αντιπρόεδροι και τρεις Σύμβουλοι, οι οποίοι υποστήριξαν την άποψη ότι η εισήγηση στην οποία διατυπώνεται και η γνώμη του εισηγητή - δικαστή επί των κρισίμων για την επίλυση της διαφοράς ζητημάτων, αποτελεί μακρά παράδοση του Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 38 του ιδρυτικού του Ν. 3713/1928) και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκης, που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του και το καταξίωσαν ως ανώτατο δικαστήριο υψηλού κύρους. Και ευλόγως. Η εισήγηση με το περιεχόμενο αυτό όχι μόνον συμβάλλει στην καλύτερη προετοιμασία των υποθέσεων, ενισχύοντας το αίσθημα ευθύνης του εισηγητή με τη δημόσια διατύπωση της γνώμης του, αλλά προκαλεί και έναν ανοικτό, δημόσιο διάλογο, διευκολύνοντας και τη «συνεργασία» των διαδίκων με το Δικαστήριο, για τα κρίσιμα ζητήματα της διαφοράς. Οι δε διάδικοι, λαμβάνοντας υπ’ όψη την, έως τη συζήτηση της υποθέσεως και εν όψει των κατατεθέντων δικογράφων, γνώμη του εισηγητή επί της υποθέσεως, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τις απόψεις τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, διαφωτίζοντας όλες τις πτυχές της υποθέσεως, τόσο με τις αγορεύσεις των πληρεξουσίων τους, όσο και με τα μετά τη συζήτηση υπομνήματα. Αλλά και τα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου αποκτούν μια πληρέστερη εικόνα της διαφοράς που πρόκειται να επιλύσουν. Επίσης και ο εισηγητής - δικαστής μπορεί, μετά το διάλογο αυτό, να επισημάνει κρίσιμα νομικά και πραγματικά στοιχεία που δεν είχε λάβει υπ’ όψη του, και να μεταβάλει την αρχική του γνώμη. Για να καταργηθεί συνεπώς μία τέτοια θετική παράδοση ογδόντα και πλέον ετών, η οποία μάλιστα έχει και την καθολική αποδοχή του νομικού κόσμου της Χώρας, θα πρέπει να συντρέχει ένας σοβαρός δικαιολογητικός λόγος. Η άποψη, ότι η δημόσια διατύπωση της γνώμης του εισηγητή επί των κρισίμων ζητημάτων της διαφοράς αντιβαίνει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν ευσταθεί. Ούτε νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, με την οποία να κρίνεται ότι η, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 18/1989, εισήγηση προσκρούει στην ΕΣΔΑ, υπάρχει, αλλά ούτε μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η από την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας καθιερωμένη εισήγηση, παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. ’λλωστε, ο εισηγητής δικαστής εκφράζει τη γνώμη του επί της διαφοράς κατά τη δημόσια συζήτηση της υποθέσεως, αφού έχει ήδη λάβει υπ’ όψη του τους περιεχόμενους στα κατατεθέντα δικόγραφα ισχυρισμούς των διαδίκων, που καθορίζουν και τα όρια της διαφοράς. Διατηρεί πάντως την ευχέρεια να μεταβάλει γνώμη, εάν, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις αγορεύσεις των πληρεξουσίων των διαδίκων και τα μετά τη συζήτηση υπομνήματα, που περιορίζονται μόνον στην ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων, καθώς και τις κατά τη διάσκεψη διατυπούμενες γνώμες των λοιπών μελών του Δικαστηρίου, διαπιστώσει ότι δεν είχε συνεκτιμήσει κρίσιμα νομικά και πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι εισήγηση, με τη δημόσια διατύπωση της γνώμης του εισηγητή κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, προβλέπεται και κατά τις ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του Αρείου Πάγου, δίκες. Ουδέποτε δε έως σήμερα έχει, για το λόγο αυτό, τεθεί ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ή του κατοχυρούμενου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εξ άλλου, δεν μπορεί βεβαίως να γίνει λόγος για ελάφρυνση του Δικαστηρίου, ή πάντως για ουσιώδη ελάφρυνση από τη δημόσια διατύπωση της γνώμης του εισηγητή επί της υποθέσεως. Και τούτο διότι ο εισηγητής πρέπει πάντως να έχει ήδη διαμορφωμένη μια γνώμη για τα κρίσιμα ζητήματα με βάση τα δικόγραφα των διαδίκων, προκειμένου να είναι έτοιμος για τη διάσκεψη που συνήθως πραγματοποιείται σε σύντομο, μετά τη συζήτηση, χρόνο. ’λλως είναι αναπόφευκτη η καθυστέρηση στη διενέργεια της διάσκεψης και κατ’ ακολουθία στην απονομή της δικαιοσύνης. Πέραν αυτού, η γνώμη πάντως του εισηγητή θα πρέπει εγκαίρως πριν από τη διάσκεψη να γνωστοποιείται εγγράφως στα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου, όπως άλλωστε συμβαίνει σε άλλα ανώτατα δικαστήρια όπως το ΔΕΚ και το ΕΔΔΑ. Τέλος δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι δεν είναι ασύνηθες οι αιτούντες, γνωρίζοντας την εισήγηση, να παραιτούνται είτε από προβαλλομένους λόγους είτε από το ένδικο βοήθημα ή μέσο, με συνέπεια την ελάφρυνση του Δικαστηρίου. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει, κατά την μειοψηφήσασα αυτή άποψη, ότι δεν υφίσταται κανένας σοβαρός λόγος που θα δικαιολογούσε την κατάργηση της εισήγησης όπως προβλέπεται σήμερα. Αντιθέτως τυχόν διακοπή της μακρόχρονης παράδοσης του Δικαστηρίου θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο για την απονομή της δικαιοσύνης, όσο και για τη φυσιογνωμία του Δικαστηρίου.

 

 

4) Η Ολομέλεια ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής περί νομοθετικού περιορισμού των λόγων παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως και της εφέσεως και, ενόψει του ότι σκοπός του Δικαστηρίου είναι η ενότητα της νομολογίας, πρότεινε την αντικατάσταση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του ΠΔ 18/1989 όπως ισχύουν μετά το άρθρο 35 του Ν. 3772/2009 (Α’ 112) ως εξής: « 3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από το διάδικο διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενο τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως.». Παράλληλα, πρότεινε την διαγραφή από την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 56 του ΠΔ 18/1989 των λέξεων «ή πλημμελής εφαρμογή». Αναλόγως, πρότεινε την προσθήκη, στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του ΠΔ 18/1989, του εξής εδαφίου: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, τέσσερις Αντιπρόεδροι και δέκα τέσσερις Σύμβουλοι, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της πρότασης του Γ’ Τμήματος περί άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως και εφέσεως μόνον κατόπιν χορήγησης σχετικής αδείας και μόνο για σπουδαίο νομικό ζήτημα. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι πρέπει να υιοθετηθούν οι εξής ειδικότερες ρυθμίσεις: Στο άρθρο 53 του Π.Δ. 18/1989 οι παράγραφοι 3 και 4 να καταργηθούν και η παράγραφος 5 να αναριθμηθεί ως παράγραφος 3, να προστεθεί δε άρθρο 53Α ως εξής: «1. Η αίτηση αναιρέσεως εισάγεται για συζήτηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 20 επ. του παρόντος μόνο ύστερα από άδεια, η οποία χορηγείται από τον οικείο δικαστικό σχηματισμό σε συμβούλιο με τη σύνθεση που προβλέπεται στο άρθρο 34Α. 2. Η άδεια χορηγείται εφ’ όσον: α) στην υπόθεση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα. Στην έννοια του σπουδαίου νομικού ζητήματος εμπίπτουν και σοβαρές διαδικαστικές πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν στη δίκη ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, β) υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ως προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Αν δεν συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές το συμβούλιο θέτει την υπόθεση στο αρχείο με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφασή του που δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. 3. Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας υποβάλλεται στο συμβούλιο με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο υπογράφεται από δικηγόρο, κατατίθεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και επισυνάπτεται στην αίτηση αναιρέσεως. Με το δικόγραφο αυτό ο αναιρεσείων προβάλλει σαφείς ισχυρισμούς ως προς τη σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή ως προς την αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλων δικαστηρίων κατά τα ανωτέρω, επικαλούμενος συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις στη δεύτερη περίπτωση. Το συμβούλιο, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς, μπορεί να κάμει εν μέρει δεκτή την αίτηση και να χορηγήσει άδεια για να εισαχθούν προς συζήτηση ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως. 4. Αίτηση αναιρέσεως στην οποία δεν επισυνάπτεται το δικόγραφο της προηγουμένης παραγράφου απορρίπτεται με τη διαδικασία του άρθρου 34Α του παρόντος. 5. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας…». Αναλόγως, κατά την άποψη αυτή, το άρθρο 62 του Π.Δ. 18/1989 πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής: «1. Η έφεση εισάγεται για συζήτηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 20 επ. του παρόντος μόνο ύστερα από άδεια, η οποία χορηγείται από τον οικείο δικαστικό σχηματισμό σε συμβούλιο με τη σύνθεση που προβλέπεται στο άρθρο 34Α. 2. Η άδεια χορηγείται εφ’ όσον: α) στην υπόθεση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα. Στην έννοια του σπουδαίου νομικού ζητήματος εμπίπτουν και σοβαρές διαδικαστικές πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν στη δίκη ενώπιον του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση δικαστηρίου, β) υφίσταται αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ως προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Αν δεν συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές το συμβούλιο θέτει την υπόθεση στο αρχείο με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφασή του που δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. 3. Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας υποβάλλεται στο συμβούλιο με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο υπογράφεται από δικηγόρο, κατατίθεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση και επισυνάπτεται στην έφεση. Με το δικόγραφο αυτό ο εκκαλών προβάλλει σαφείς ισχυρισμούς ως προς τη σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή ως προς την αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλων δικαστηρίων κατά τα ανωτέρω, επικαλούμενος συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις στη δεύτερη περίπτωση. Το συμβούλιο, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς, μπορεί να κάμει εν μέρει δεκτή την αίτηση και να χορηγήσει άδεια για να εισαχθούν προς συζήτηση ορισμένοι λόγοι εφέσεως. 4. Έφεση στην οποία δεν επισυνάπτεται το δικόγραφο της προηγουμένης παραγράφου απορρίπτεται με τη διαδικασία του άρθρου 34Α του παρόντος. 5. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας…». Τέλος, κατά την μειοψηφήσασα αυτή άποψη, στο άρθρο 25 του Π.Δ. 1989 πρέπει να προστεθεί παράγραφος 3 ως εξής: «Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται επί αιτήσεων αναιρέσεως και εφέσεων που έχουν τεθεί στο αρχείο κατά τις διατάξεις των άρθρων 53Α και 62 του παρόντος», το δε άρθρο 5 Α του Ν. 702/1977 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2944/2001 (Α’ 222) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ. 6 του Ν. 3659/2008 (Α’ 77) πρέπει να καταργηθεί. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, τρεις Σύμβουλοι υποστήριξαν την ειδικότερη άποψη ότι πρέπει να θεσπισθεί ειδική ρύθμιση για την άσκηση, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενδίκων μέσων (αιτήσεων αναιρέσεων και εφέσεων) από το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ., και τούτο για τους εξής λόγους: Ουσιώδης επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι απολύτως αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς δραστική μείωση του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Η μείωση αυτή δεν μπορεί, βεβαίως, να επιτευχθεί με νομοθετικά μέτρα που θα απέκλειαν ή θα παρεμπόδιζαν υπέρμετρα το κατοχυρούμενο από το Σύνταγμα (άρθρα 20 παράγραφος 1 και 95) και την Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρα 6 παράγραφος 1 και 13) δικαίωμα των πολιτών να ζητούν την ακύρωση παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων της Διοικήσεως. Για το λόγο αυτό, το μόνο, κατ’ ουσίαν, μέσο που διαθέτει ο κοινός νομοθέτης για να επιτύχει τη δραστική μείωση των εισαγομένων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υποθέσεων, είναι η δραστική μείωση των ενδίκων μέσων που ασκούν ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ., δηλαδή νομικά πρόσωπα, τα οποία, ως φορείς ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, δεν αποτελούν υποκείμενα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας το οποίο κατοχυρώνουν υπέρ των πολιτών οι προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ., ως προς τον κανόνα αυτόν και τις εξαιρέσεις του, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 23.9.2003, Radio France κατά Γαλλίας, επί του παραδεκτού, §26, καθώς και τις αποφάσεις της 9.12.1994, Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, §49 και της 16.7.2009, Εμπορικό, Βιομηχανικό και Αγροτικό Επιμελητήριο της Timişoara κατά Ρουμανίας, §15). Πράγματι, από τα στατιστικά στοιχεία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα ένδικα μέσα που ασκούνται από το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο ποσοστό του συνολικού αριθμού των εκκρεμών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ενδίκων βοηθημάτων. Είναι, εξ άλλου, γνωστό στο Δικαστήριο ότι μεγάλο μέρος των ενδίκων αυτών μέσων στρέφεται κατά δικαστικών αποφάσεων οι οποίες αποδίδουν πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας· τούτο οφείλεται στην επιμονή της Διοικήσεως να εξαντλεί όλα, ανεξαιρέτως, τα προβλεπόμενα στο νόμο ένδικα μέσα κατά των δικαστικών αποφάσεων που δέχονται ένδικα βοηθήματα πολιτών, ακόμη και επί υποθέσεων εντελώς δευτερευούσης σημασίας. Η κατάσταση αυτή επιβάλλει στο νομοθέτη την υποχρέωση να λάβει πάραυτα μέτρα, ώστε να αποκατασταθεί η κατά το Σύνταγμα θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως Δικαστηρίου, το οποίο έχει ιδρυθεί για να παρέχει προστασία στον πολίτη έναντι των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων της Διοικήσεως. Διότι είναι προφανές ότι μόνο αν απαλλαγεί από τον τεράστιο όγκο των ενδίκων μέσων που ασκούν ενώπιόν του, χωρίς διάκριση, το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ., θα μπορέσει το Συμβούλιο της Επικρατείας να αφιερώσει το σύνολο των δυνάμεών του στην προσπάθεια να παράσχει στους πολίτες έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. Είναι δε βέβαιο ότι αν μελετηθούν σοβαρά οι συνέπειες της αλόγιστης ασκήσεως ενδίκων μέσων από το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. (και μάλιστα όχι μόνον από την άποψη της υπέρμετρης επιμηκύνσεως του χρόνου επιλύσεως των διαφορών, αλλά και από την άποψη της προκαλουμένης σπατάλης πόρων), θα διαπιστωθεί ότι οι συνέπειες αυτές είναι κατά πολύ βαρύτερες από τις όποιες συνέπειες θα είχε ο περιορισμός της δυνατότητος της Διοικήσεως να ασκεί αίτηση αναιρέσεως ή έφεση. Πρέπει, επομένως, να εισαχθεί σύστημα ρυθμίσεων, με τις οποίες θα προβλεφθεί: α) Ότι το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. ασκούν αίτηση αναιρέσεως ή έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνον κατόπιν αδείας, την οποία χορηγεί επιτροπή, αποτελουμένη από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και δύο Συμβούλους της Επικρατείας. β) Ότι για τη χορήγηση της αδείας υποβάλλεται στην επιτροπή υπόμνημα, στο οποίο το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η άσκηση του ενδίκου μέσου. γ) Ότι οι λόγοι αυτοί ανάγονται, αποκλειστικά και μόνον, στη μεγάλη σημασία τιθεμένου νομικού ζητήματος ή στην αντίθεση της εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως προς πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και δ) Ότι η απόρριψη του αιτήματος χορηγήσεως της αδείας δεν χρήζει αιτιολογίας. Ως προς την τελευταία αυτή ρύθμιση (η θέσπιση της οποίας είναι αναγκαία για να υπάρξει ουσιώδης ελάφρυνση του Δικαστηρίου), επισημαίνεται ότι η έλλειψη αιτιολογίας της πράξεως απορρίψεως του αιτήματος δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι «κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη», διότι η σχετική πράξη της επιτροπής δεν συνιστά άσκηση δικαιοδοτικού έργου και δεν αποτελεί, επομένως, «δικαστική απόφαση», υπό την έννοια της τελευταίας αυτής συνταγματικής διατάξεως. Δεδομένου δε ότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. δεν αποτελούν, κατ’ αρχήν, υποκείμενα του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η Ε.Σ.Δ.Α., δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η πράξη απορρίψεως του αιτήματος χρήζει αιτιολογίας επειδή συνιστά περιορισμό ατομικού δικαιώματος. Τέλος, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν συνιστούν παράβαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων, προεχόντως διότι ζήτημα ισότητας μεταξύ της διοικητικής αρχής και του αντιδίκου της ιδιώτη δεν μπορεί να τεθεί μετά την περάτωση της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση περί αποδοχής του ασκηθέντος από τον ιδιώτη ενδίκου βοηθήματος.

 

 

5) Προς απλούστευση των διαδικασιών, η Ολομέλεια ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για τον καθορισμό στο εξής των αρμοδιοτήτων των Τμημάτων με απόφαση της Ολομέλειας, χωρίς προεδρικό διάταγμα και την επίλυση των σχετικών διαφωνιών των τμημάτων δεσμευτικά με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου είτε το θέμα ανακύπτει προς της συζήτησης της υπόθεσης λόγω διαφωνίας των Προέδρων των Τμημάτων είτε και μετά, όταν Τμήμα έκρινε εαυτό αναρμόδιο. Ειδικότερα, κατ’ αποδοχή του πρώτου σκέλους της, πρότεινε την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ΠΔ 18/1989 όπως ισχύει ως εξής: «1. Με απόφαση της Ολομέλειας καθορίζονται οι κατηγορίες υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα καθενός από τα Τμήματα.». Μειοψήφησε ένας Σύμβουλος. Περαιτέρω, κατ’ αποδοχή του δευτέρου σκέλους της πρότασης, η Ολομέλεια πρότεινε την κατάργηση του εδαφίου γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ΠΔ 18/1989 και την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου ως εξής: «6. Όταν ένα Τμήμα κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει την υπόθεση στον Πρόεδρο του Συμβουλίου. Αυτός με πράξη του επιλύει το ζήτημα της αρμοδιότητας δεσμευτικά και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο Τμήμα». Παράλληλα, πρότεινε και την αντικατάσταση, στην παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου όπως ισχύει, των λέξεων «στον αρμόδιο σχηματισμό», με τις λέξεις «στον Πρόεδρο του Συμβουλίου κατά την προηγούμενη παράγραφο.» Μειοψήφησαν ένας Αντιπρόεδρος και οκτώ Σύμβουλοι που υπεστήριξαν την άποψη ότι πρέπει να θεσπισθεί ρύθμιση κατά την οποία άπαξ και, μετά τήρηση των σχετικών προβλέψεων του νόμου και του Κανονισμού λειτουργίας, εισήχθη και προσδιορίσθηκε υπόθεση σε Τμήμα και δεν διεγράφη από αυτό, ο σχηματισμός αυτός είναι κατά πάσα περίπτωση αρμόδιος για την εκδίκαση της υποθέσεως.

 

 

6) Η Ολομέλεια ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για την αναδιατύπωση του άρθρου 14 παρ. 2 πδ 18/89, ούτως ώστε η Ολομέλεια να είναι αρμόδια καταρχήν για κάθε ζήτημα ή υπόθεση της παραπέμπει Τμήμα, μόνο δε κατ’ εξαίρεση για υπόθεση που ο Πρόεδρος εισάγει εναντίον της, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο μεγάλος φόρτος που προκαλεί η απευθείας εισαγωγή υποθέσεων στην Ολομέλεια και πρότεινε, ύστερα και από την αμέσως προηγούμενη υπ’ αριθμ. 5 πρότασή της, την αντικατάσταση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 14 του ΠΔ 18/1989 ως εξής: «2. Η Ολομέλεια είναι αρμόδια: α) Για ζήτημα ή υπόθεση που παραπέμπεται ενώπιόν της με απόφαση Τμήματος, πενταμελούς ή επταμελούς σύνθεσης, λόγω μεγαλύτερης σπουδαιότητας, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα γενικότερης σημασίας. Η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση εισήγησης την οποία αναπτύσσει ο Σύμβουλος που ορίζεται εισηγητής με την ίδια απόφαση. β) Για κάθε υπόθεση, την οποία ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εισάγει ενώπιόν της για τους λόγους του προηγούμενου εδαφίου, ακόμη και αν η υπόθεση έχει εισαχθεί σε Τμήμα. Εισηγητής στην Ολομέλεια ορίζεται Σύμβουλος. 3. Η Ολομέλεια μπορεί, αφού επιλύσει τα θέματα γενικότερης σημασίας, να εκδικάσει εξ ολοκλήρου την υπόθεση ή να την παραπέμψει για εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα.». Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, ένας Αντιπρόεδρος και τέσσερις Σύμβουλοι.

 

 

7) Στο πλαίσιο της απλούστευσης των διαδικασιών, η Ολομέλεια πρότεινε ομόφωνα την θέσπιση διάταξης, κατά την οποία «1. Με ΠΔ που εκδίδεται μετά πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι δυνατή η μεταφορά υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητάς του ως διαφορών ακυρωτικών ή ουσίας στα διοικητικά δικαστήρια και αντιστρόφως. Με όμοιο ΠΔ είναι δυνατή η μεταφορά υποθέσεων της αρμοδιότητας ενός βαθμού δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων στον άλλο. 2. Καταργείται το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 702/1977 (Α 268).».

 

 

8) Επειδή πολλές φορές οι λόγοι που υπαγόρευσαν την απευθείας εισαγωγή υπόθεσης στην Ολομέλεια ή στην επταμελή σύνθεση εξέλιπαν, κρίνεται σκόπιμο η υπόθεση να μπορεί με νεότερη πράξη του Προέδρου να εισαχθεί στο αρμόδιο Τμήμα είτε στην πενταμελή σύνθεση και για τους λόγους αυτούς η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την σχετική πρόταση της Επιτροπής και πρότεινε την προσθήκη παραγράφου 8 στο άρθρο 14 του ΠΔ 18/1989 ως εξής: «8. Υπόθεση που εισήχθη λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια ή στην επταμελή σύνθεση Τμήματος δύναται να εισαχθεί με νεότερη πράξη του οικείου Προέδρου στο αρμόδιο Τμήμα, είτε στην πενταμελή σύνθεση, αντιστοίχως.».

 

 

9) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την σχετική πρόταση της Επιτροπής και πρότεινε την προσθήκη εδαφίου στην παράγραφο 5 του άρθρου 21 του ΠΔ 18/1989 ως εξής: «Όταν η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται κατόπιν σχετικής υπουργικής απόφασης λόγω εκτάκτων περιστατικών, οι κατά το παρόν άρθρο κοινοποιήσεις δεν επαναλαμβάνονται».

 

 

10) Καθώς η Επιτροπή Αναστολών επιλύει και νομικά ζητήματα και προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της δημιουργίας, και μάλιστα σε θέματα παραδεκτού αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και αναστολών, αντίθετων νομολογιακών γραμμών που, ελλείψει υπερκείμενου σχηματισμού, δεν επιλύονται, ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής και πρότεινε την προσθήκη εδαφίων στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989 ως εξής: «Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμοδίου Τμήματος μπορεί να εισάγει αίτηση λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανακύπτουν στην Επιτροπή υπό πενταμελή σύνθεση. Σε περίπτωση που Επιτροπή Τμήματος διαπιστώνει αντίθετη νομολογία, παραπέμπει με πρακτικό της την αίτηση στην Επιτροπή της Ολομέλειας υπό πενταμελή σύνθεση, στην οποία, πέραν του Πρόεδρου, συμμετέχουν σύμβουλοι. Ως εισηγητής ενώπιον αυτής παραμένει εκείνος που είχε ορισθεί αρχικά, σύμβουλος ή πάρεδρος. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στις Επιτροπές της διάταξης αυτής με αποφασιστική ψήφο.».

 

 

11) Η Ολομέλεια, εκτιμώντας ότι η κατάργηση της υποχρέωσης προηγούμενης γνωμοδότησης του ΝΣΚ, που έγινε με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 9 Ν. 3790/2009, θα επιβαρύνει το Δικαστήριο με σωρεία αιτήσεων αναιρέσεως υποβαλλομένων χωρίς κανένα έλεγχο του παραδεκτού και του βασίμου τους, ενέκρινε ομόφωνα την σχετική πρόταση της Επιτροπής και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία «Το άρθρο 13 παρ. 9 του Ν. 3790/2009 καταργείται.».

 

 

12) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι, προς απλούστευση της σχετικής διαδικασίας, ο έλεγχος συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις του ΣτΕ πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του κάθε Τμήματος από τριμελή σύνθεση, αποτελούμενη από τον Πρόεδρό του, ένα Σύμβουλο και τον εισηγητή. Όπως προέβλεπε και το άρθρο 3 παρ. 1 του ΠΔ 413/1985, ως εισηγητής ενδείκνυται να ορίζεται ο κατά τεκμήριο καλύτερος γνώστης της υπόθεσης, ο εισηγητής της ακυρωτικής απόφασης, μόνον δε επί αδυναμίας αυτού, άλλος Σύμβουλος ή Πάρεδρος. Επιπλέον, η Ολομέλεια δέχθηκε ότι ήδη τα διοικητικά δικαστήρια είναι ώριμα για να ελέγχουν τα ίδια την συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αποφάσεις τους, απαλλασσομένου του Συμβουλίου της Επικρατείας του σχετικού ελέγχου, τον οποίο, άλλωστε, προσωρινά θεωρούσε σκόπιμο να αναλάβει (βλ. πρακτ. Ολομελ. σε συμβουλ. 5/2002). Κατόπιν αυτού, πρότεινε α) την διαγραφή από το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002 (Α’ 274) των λέξεων «των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων», οι οποίες, συνοδευόμενες από τις λέξεις «αν πρόκειται για αποφάσεις αυτών», θα πρέπει να προστεθούν ως εδάφιο ε’ της ιδίας παραγράφου β) την διαγραφή από την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου 2, των λέξεων «δύο συμβούλους της Επικρατείας» και την προσθήκη εδαφίου κατά το οποίο «Ειδικώς για το Συμβούλιο της Επικρατείας, το τριμελές συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο του αρμοδίου καθ’ ύλην Τμήματος, ένα σύμβουλο και τον εισηγητή. Ο πρόεδρος ορίζει ως εισηγητή τον εισηγητή της ακυρωτικής απόφασης, επί αδυναμίας δε αυτού, άλλο σύμβουλο ή πάρεδρο. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στα συμβούλια της διάταξης αυτής με αποφασιστική ψήφο.» και γ) την παροχή εξουσιοδότησης προς θέσπιση, με ΠΔ, των ρυθμίσεων που ενδείκνυνται προς προσαρμογή της νομοθεσίας στο δεδομένο ότι του λοιπού τα διοικητικά δικαστήρια θα ελέγχουν τα ίδια την συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αποφάσεις τους.

 

 

13) Η Ολομέλεια πρότεινε ομόφωνα, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ένα συχνό φαινόμενο που καταπονεί και φθείρει ιδιαίτερα το Δικαστήριο, να ορισθεί, κατά τροποποίηση του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του ΠΔ 18/1989, ότι το Συμβούλιο «Επί προφανώς απαραδέκτου ή αβασίμου ενδίκου μέσου, μπορεί να απαγγείλει ως και τον εικοσαπλασιασμό του παραβόλου.».

 

 

14) Η Ολομέλεια δέχθηκε την πρόταση του Γ’ Τμήματος για την επέκταση της αρμοδιότητας του σχηματισμού του άρθρου 34Α του ΠΔ 18/1989 και στα προφανώς βάσιμα ένδικα μέσα. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, τρεις Αντιπρόεδροι και επτά Σύμβουλοι, υιοθετώντας τις ανησυχίες της Επιτροπής ως προς το θέμα, δηλαδή μήπως, επί αποδοχής της αιτήσεως α) δεν είναι σαφές στους ενδιαφερόμενους (διαδίκους ή και τρίτους) αν υπάρχει ή όχι η ακυρωθείσα πράξη στο ενδιάμεσο διάστημα κατά το οποίο ο ηττηθείς διάδικος θα μπορεί να ζητήσει συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, β) η εξάρτηση του οριστικού της ακυρωτικής απόφασης από την κοινοποίησή της στον ηττηθέντα διάδικο δημιουργήσει προβλήματα επικίνδυνα για την ασφάλεια του δικαίου σε περίπτωση που η κοινοποίηση αυτή αποκαλυφθεί ελαττωματική, ιδιαίτερα επί κανονιστικών πράξεων και γ) η Διοίκηση, βλέποντας την πράξη της να ακυρώνεται, χωρίς να συγκινείται από την απειλή αποζημίωσης, θα ζητεί πάντοτε, έστω και καταχρηστικά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Παράλληλα, δέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής κατά το μέρος που αναφέρεται στον περιορισμό της σύνθεσης του ως άνω σχηματισμού ούτως ώστε στο εξής να γίνει τριμελής, αποτελούμενος από τον Πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, ένα Σύμβουλο και ένα Πάρεδρο, ο οποίος στην περίπτωση αυτή θα έχει αποφασιστική ψήφο. Μειοψήφησαν τέσσερις Αντιπρόεδροι και δώδεκα Σύμβουλοι. Κατόπιν αυτών, και προκειμένου να αντιμετωπισθούν ανησυχίες των μειοψηφούντων, η Ολομέλεια πρότεινε την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 34Α του ΠΔ 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 33 του Ν. 3772/2009 ως εξής: «1. Δικαστικός σχηματισμός που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του αρμοδίου Τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο μπορεί, με ομόφωνη απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, να απορρίπτει ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα και να παραπέμπει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο υποθέσεις που έχουν εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναρμοδίως. Με την ίδια απόφαση απορρίπτεται ή παραπέμπεται κατά περίπτωση και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στους σχηματισμούς της διάταξης αυτής με αποφασιστική ψήφο.» Επίσης, πρότεινε την θέσπιση ενός άρθρου 34Β με το εξής περιεχόμενο : «1. Μετά τήρηση των διαδικασιών των άρθρων 20, 21 και 23 του παρόντος, ο εισηγητής, εάν κρίνει ότι ένδικο μέσο ή βοήθημα, για το οποίο έχει προσκομισθεί συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς το δικηγόρο που το υπογράφει, έχει ασκηθεί και κατά τα λοιπά παραδεκτώς και είναι προδήλως βάσιμο, μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο την εισαγωγή του στον δικαστικό σχηματισμό σε συμβούλιο του προηγουμένου άρθρου. Εφόσον ο σχηματισμός συμφωνήσει, με ομόφωνη απόφασή του το κάνει δεκτό και επιδικάζει δικαστική δαπάνη για την σύνταξη του δικογράφου. Η απόφαση ισχύει και παράγει τα αποτελέσματά της από την έκδοση της κατά την επομένη παράγραφο διαπιστωτικής πράξης του Προέδρου, υπόκειται δε έκτοτε σε τριτανακοπή, αν είναι ακυρωτική. 2. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους. Η διάδικος αρχή και οι τυχόν παρεμβάντες μπορούν, με αίτησή τους, να ζητήσουν την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου. Εάν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τούτο βεβαιώνεται με πράξη του Προέδρου που ενσωματώνεται στην απόφαση. 3. Εάν και μετά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο το ένδικο μέσο ή βοήθημα γίνει δεκτό, η αρχή ή ο παρεμβάς που την προκάλεσε καταδικάζεται να καταβάλει στον νικήσαντα διάδικο το δεκαπλάσιο της δικαστικής δαπάνης.»

 

 

15) Η Ολομέλεια δεν δέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής για την κατάθεση της νομιμοποίησης μαζί με την αίτηση αναστολής, θεωρώντας την μη σκόπιμη. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, τέσσερις Αντιπρόεδροι και οκτώ Σύμβουλοι.

 

 

16) Ενόψει του ότι το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του πδ 18/89 περί υπογραφής της αιτήσεως ακυρώσεως από μόνο τον αιτούντα ούτως ή άλλως δεν τον απαλλάσσει της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου, η Ολομέλεια πρότεινε την κατάργησή του. Μειοψήφησαν ένας Αντιπρόεδρος και οκτώ Σύμβουλοι.

 

 

17) Η Ολομέλεια ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για τη θέσπιση ρύθμισης κατά την οποία αίτηση ακυρώσεως κατά οικοδομικής άδειας σε εκτός σχεδίου περιοχή είτε εντός οικισμού στερούμενου σχεδίου είτε εκτός συνεπάγεται την αναστολή εκτελέσεώς της, κατόπιν δε αιτήσεως του ενδιαφερομένου η Επιτροπή Αναστολών θα μπορεί να επιτρέψει την εκτέλεση της άδειας σε περίπτωση που κρίνει την αίτηση ακυρώσεως προδήλως αβάσιμη. Πράγματι, συχνά, οι εκσκαφές, θεμελιώσεις και λοιπές οικοδομικές εργασίες αρχίζουν αμέσως μετά της έκδοση της σχετικής οικοδομικής αδείας και μάλιστα επιταχύνονται μετά την δικαστική προσβολή της, ώσπου να κριθεί το αίτημα προσωρινής δικαστικής προστασίας από την Επιτροπή Αναστολών ή από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου με προσωρινή διαταγή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται πραγματική κατάσταση, της οποίας η ανατροπή, μετά την τυχόν ακύρωση της οικοδομικής αδείας από το δικαστήριο, είναι στην πράξη σχεδόν αδύνατη. Έτσι, εμφανίζεται πολύ συχνά το φαινόμενο οικοδομών που παραμένουν ημιτελείς λόγω ακύρωσης της οικοδομικής αδείας, κάτι το βλαπτικό όχι μόνον για την περιοχή και το περιβάλλον, αλλά τελικά και για τον ιδιοκτήτη και τον κατασκευαστή. Οι δυσμενείς αυτές συνέπειες για το περιβάλλον είναι πολύ βαρύτερες για τις μη προορισμένες για δόμηση περιοχές εκτός σχεδίου, δεδομένου ότι σε αυτές είναι πιθανόν να επέλθει πλήρης αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους. Κατόπιν αυτού, η Ολομέλεια πρότεινε την προσθήκη στο ΠΔ 18/1989 άρθρου 52Α με το εξής περιεχόμενο : «1.Όταν ασκείται αίτηση ακυρώσεως κατά αδείας οικοδομής, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή διατάξεων για την εκτός σχεδίου δόμηση, η εκτέλεση της προσβαλλομένης αδείας αναστέλλεται αυτοδικαίως από την κοινοποίηση της αιτήσεως ακυρώσεως στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, η οποία υποχρεούται να μεριμνήσει για τη συμμόρφωση προς το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα. Προς τούτο, αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, από το οποίο προκύπτει η οικεία πράξη καταθέσεως, κοινοποιείται αμελλητί με επιμέλεια του αιτούντος, στην ανωτέρω αρχή και στον δικαιούχο της αδείας. 2. Η Επιτροπή Αναστολών δύναται να διατάξει την άρση του κατά την προηγούμενη παράγραφο ανασταλτικού αποτελέσματος, κατόπιν αιτήσεως εκείνου που δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση ή της αρμόδιας αρχής, εφόσον η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. Προς αποτροπή άμεσου κινδύνου προκαλούμενου από την αυτοδίκαιη αναστολή εκτελέσεως της αδείας οικοδομής ο Πρόεδρος δύναται να διατάξει την εκτέλεση εργασιών αντιστήριξης και κάθε άλλο κατάλληλο μέτρο. 3.Για την κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτηση δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου. Η αίτηση αυτή κοινοποιείται, με μέριμνα του αιτούντος, στον ασκήσαντα την αίτηση ακυρώσεως ή στο δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφό της.». Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, δύο Αντιπρόεδροι και τρεις Σύμβουλοι.

 

 

18) Η Ολομέλεια, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος και του ότι δυνάμει του Ν. 3068/2002 (άρθρο 4) η εκτέλεση κατά του Δημοσίου χωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του όγδοου βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για τη μεταφορά της εκδικάσεως των υποθέσεων του ΚΕΔΕ που υπάγονται στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στα πολιτικά δικαστήρια. Πράγματι, το παρόν σύστημα που έχει ως αποτέλεσμα όταν επιχειρείται εκτέλεση σε βάρος οφειλέτη του Δημοσίου για φορολογικά, αλλά και ιδιωτικά χρέη, να επιλαμβάνονται παράλληλα, με βάση την αρχή της υποκειμένης αιτίας, και τα διοικητικά, και τα πολιτικά δικαστήρια, οδηγεί συχνά σε άτομα αποτελέσματα. ’λλωστε, τέθηκε υπόψη της Ολομέλειας ότι πρόσφατα, ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, καταρτίζοντας σχέδιο νόμου περί δικαστικής προστασίας κατά τη σύναψη συμβάσεων σύμφωνα με την Οδηγία 2007/66, πρότεινε αντίστροφα βάσει της ίδιας συνταγματικής διάταξης, του άρθρου 94 παρ. 3, όλες οι σχετικές διαφορές να περιέλθουν στα διοικητικά δικαστήρια. Κατόπιν αυτού, πρότεινε την θέσπιση διάταξης, κατά την οποία: «Όλες οι διαφορές που αναφύονται κατά τη είσπραξη των δημοσίων εσόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 ( Κ.Ε.Δ.Ε. ), σε οποιαδήποτε απαίτηση και αν αναφέρονται, υπάγονται από …..………. στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.». Μειοψήφησε ένας Αντιπρόεδρος.

 

 

19) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής για τη μεταφορά του μεγαλύτερου όγκου των ασφαλιστικών μέτρων και των αντιστοίχων κύριων υποθέσεων στα διοικητικά εφετεία και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία:« Οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών υπάγονται από ………. στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων που τις κρίνουν ανέκκλητα. Κατ’ εξαίρεση, όταν αφορούν συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό ανώτερο των 15.000.000 ευρώ εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας.»

 

 

20) Ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω στο στοιχείο 1, η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής για την κατάργηση της εξαιρέσεως του άρθρου 15 Ν. 3068/2002, κατά την οποία το Συμβούλιο Επικρατείας, μετά την υπαγωγή των διαφορών που γεννώνται κατ’ εφαρμογή του κοινού δικαίου περί αλλοδαπών στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέμεινε αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών που γεννώνται από την προσβολή πράξεων σχετικών με την είσοδο, έξοδο, κίνηση, διαμονή, εγκατάσταση και απασχόληση στην Ελλάδα αλλοδαπών, όταν οι ανωτέρω πράξεις εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να υπαχθεί το σύνολο των διαφορών της ως άνω κατηγορίας στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων. Ενέκρινε επίσης κατά πλειοψηφία την πρόταση της Επιτροπής περί μεταφοράς των υποθέσεων ασύλου και δικαίου ιθαγένειας στα διοικητικά εφετεία ως ακυρωτικές διαφορές. Μειοψήφησαν τέσσερις Αντιπρόεδροι και επτά Σύμβουλοι ως προς την σκοπιμότητα μεταφοράς των υποθέσεων δικαίου ιθαγενείας, ενόψει μάλιστα του νέου νομοθετικού πλαισίου. Επιπλέον, εξ αυτών τρεις Σύμβουλοι μειοψήφησαν και ως προς την σκοπιμότητα μεταφοράς των υποθέσεων ασύλου. Κατόπιν αυτού, πρότεινε την θέσπιση διάταξης, κατά την οποία το άρθρο 15 του Ν. 3068/2002 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. 2. Για την εκδίκαση των διαφορών της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του Ν. 702/1977. Οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 702/1977. 3. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν: α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 περί του νομικού καθεστώτος των προσφύγων και του συναφούς Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967, β) την κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας. 4. Η διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν καταλαμβάνει τις διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή πράξεων που αφορούν την άρνηση χορηγήσεως σε αλλοδαπό άδειας ασκήσεως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, την άρνηση ανανεώσεως ή την ανάκληση τέτοιας άδειας, όταν οι πράξεις αυτές δεν εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αλλά κατ’ εφαρμογή ειδικής νομοθεσίας, εφαρμοζομένης και επί ημεδαπών, με την οποία η άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας έχει υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης άδειας. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. 6. Αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος άρθρου αλλά δεν έχουν συζητηθεί, διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία με πράξεις του Προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού».

 

 

21) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής να μεταφερθούν οι διαφορές που γεννώνται από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πλην δημοτικών τελών, συμβάσεων και οργανώσεως, ως ακυρωτικές, στα διοικητικά εφετεία λόγω του μειωμένου φόρτου τους και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 702/1977 όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ια’ ως εξής: «ια) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, πλην εκείνων που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες παραμένουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν θίγονται οι διατάξεις, με τις οποίες διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας.»

 

 

22) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής να μεταφερθούν, ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές οι μεν σχετικές με επιδοτήσεις και ενισχύσεις κάθε μορφής στα διοικητικά πρωτοδικεία, οι δε σχετικές με επενδύσεις στα διοικητικά εφετεία και πρότεινε την θέσπιση α) διάταξης κατά την οποία η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 1406/1983 (Α’ 182) αντικαθίσταται ως εξής : «στ) από την έκδοση πράξεων, οι οποίες αφορούν στην καταβολή κοινοτικών ή εθνικών ενισχύσεων, επιδοτήσεων και λοιπών συναφών χρηματικών παροχών, καθώς και στην επιβολή κάθε σχετικού μέτρου ή κυρώσεως», β) διάταξης κατά την οποία στο άρθρο 1 του Ν. 1406/1983 προστίθεται παράγραφος 4Α ως εξής: «4Α. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, εκδικαζόμενες σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται: α) από την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει i) την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, ii) την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικής εγκαταστάσεως και iii) την κυκλοφορία προϊόντων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που οι σχετικές διαφορές έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου β) από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί επενδύσεων», και γ) διάταξης κατά την οποία το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του Ν. 1406/1983, η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 51 του Ν. 3659/2008 (Α’ 77), αντικαθίσταται ως εξής: «5. Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε’, η’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 702/1977 και της παραγράφου 4Α του παρόντος άρθρου, οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν στην επιβολή αποκλειστικά και μόνο προστίμου, εκδικάζονται, ως διαφορές ουσίας, από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία».

 

23) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής να μεταφερθούν οι διαφορές που αφορούν την χορήγηση α) αδείας ασκήσεως επαγγέλματος (συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών με την χορήγηση τίτλων ιατρικών ειδικοτήτων), β) αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας επαγγελματικής εγκαταστάσεως (όπως φαρμακείων, καταστημάτων οπτικών κ.λπ. - στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι μονάδες κοινωνικής πρόνοιας καθώς και οι οίκοι ανοχής) και γ) αδείας κυκλοφορίας προϊόντων (όπως φαρμάκων, συμπληρωμάτων διατροφής κ.α.) στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, ως ακυρωτικές διαφορές, και στα ίδια δικαστήρια (διοικητικά εφετεία) και οι διαφορές που γεννώνται από την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις που συνδέονται με την άσκηση της οικείας επαγγελματικής δραστηριότητας, ως διαφορές ουσίας, καθώς και να διατηρηθεί η αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών που έχουν ήδη υπαχθεί σε αυτά με τους νόμους 2721/1999 και 3659/2008 (καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, πρατήρια υγρών καυσίμων κ.λπ.) και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 702/1977 όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ιβ’ ως εξής: «ιβ) την χορήγηση αδειών i) για την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, ii) για την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικών εγκαταστάσεων και iii) για την κυκλοφορία προϊόντων. Από τις διαφορές των ανωτέρω κατηγοριών εξαιρούνται εκείνες που έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας.»

 

 

24) Η Ολομέλεια έκρινε σκόπιμο να μην ασχοληθεί με την πρόταση της Επιτροπής να υπαχθούν οι διαφορές που αφορούν στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων εν γένει, περιλαμβανομένων των προστίμων, πλην εκείνων που προκύπτουν από πράξεις που εκδίδουν οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και η Τράπεζα της Ελλάδος, στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων ως διαφορές ουσίας, ενόψει εκκρεμούς υπόθεσης στον δικαστικό σχηματισμό.

 

25) Ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής να μεταφερθούν οι διαφορές που γεννώνται από την εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων ως ακυρωτικές διαφορές και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 702/1977 όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ιγ’ ως εξής: « ιγ) την εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας».

 

26) Ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής για την μεταφορά όλων των δασικών ακυρωτικών διαφορών στα διοικητικά εφετεία και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 702/1977 όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ιδ’ ως εξής: «ιδ) τον χαρακτηρισμό εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ Α’ 289) και την κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατά τα άρθρα 38 και 41 του ίδιου νόμου.»

 

27) Η Ολομέλεια ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής για την μεταφορά όλων εν γένει των υπαλληλικών υποθέσεων στα διοικητικά εφετεία πλην εκείνων που αναφύονται από το διορισμό και την παύση των μετακλητών και επί θητεία ανωτάτων υπαλλήλων, των καθηγητών πρώτης βαθμίδας Δ.Ε.Π. των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την προαγωγή στο βαθμό του Πρέσβη, την επιλογή στις θέσεις του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, των Αρχηγών των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, των Αρχηγών των Σωμάτων Ασφαλείας καθώς και την αποστρατεία τους, την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή ή την ανάθεση καθηκόντων για ορισμένο χρόνο κατόπιν επιλογής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων των υπηρεσιών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και από την εκλογή, το διορισμό και την παύση όλων των οργάνων διοίκησης.

 

28) Ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής να υπαχθούν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων απολύσεως μη ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων που είναι συναφείς με προσφυγές κατά πειθαρχικών αποφάσεων που επιβάλλουν σ’ αυτούς την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης.

 

 

29) Προκειμένου να μην παρουσιάζεται το παράδοξο φαινόμενο αποφάσεις πειθαρχικών συμβουλίων στα οποία συμμετέχουν αντιπρόεδροι ή σύμβουλοι της Επικρατείας, όπως εκείνα του Υπουργείου Εξωτερικών, να ελέγχονται, και μάλιστα ανέκκλητα από τα διοικητικά εφετεία, ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για την θέσπιση διάταξης κατά την οποία πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλονται από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μειοψήφησαν δύο Αντιπρόεδροι και οκτώ Σύμβουλοι. Κατόπιν όσων έγιναν αμέσως προηγουμένως δεκτά υπό τους αριθμούς 27, 28 και 29, η Ολομέλεια πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 702/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν: α) το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστικών λειτουργών και του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, β) το διορισμό και την παύση των καθηγητών πρώτης βαθμίδας της ανώτατης εκπαίδευσης (πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα), γ) το διορισμό και την παύση των μετακλητών ή επί θητεία ανωτάτων υπαλλήλων, δ) την προαγωγή στο βαθμό του Πρέσβη, ε) την πλήρωση των θέσεων του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής ’μυνας, των Αρχηγών των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, των Αρχηγών των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και την αποστρατεία τους, στ) την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή ή την ανάθεση καθηκόντων για ορισμένο χρόνο κατόπιν επιλογής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων των υπηρεσιών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ζ) την απόλυση υπαλλήλου, εφόσον η αίτηση ακυρώσεως είναι συναφής με προσφυγή κατ’ αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου που έχει επιβάλει ποινή οριστικής παύσης, η) την επιβολή πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός».

 

 

30) Ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για τη μεταφορά των διαφορών που αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δικηγόρων, συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, δικαστικών επιμελητών, επιμελητών ανηλίκων, ορκωτών ελεγκτών, εκτελωνιστών και χρηματιστών στα διοικητικά εφετεία και πρότεινε την θέσπιση διάταξης κατά την οποία στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 702/1977 όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ιε’ ως εξής: «ιε) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δικηγόρων, συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, δικαστικών επιμελητών, επιμελητών ανηλίκων, ορκωτών ελεγκτών - λογιστών, εκτελωνιστών και χρηματιστών». Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, ένας Αντιπρόεδρος και ένδεκα Σύμβουλοι ειδικά ως προς την μεταφορά των υποθέσεων περί δικηγόρων.

 

 

31) Κατόπιν διευκρινίσεων του Προέδρου του Γ’ Τμήματος Αντιπροέδρου Γ. Σταυρόπουλου, η Ολομέλεια δεν έδωσε συνέχεια στις προτάσεις του Τμήματος αυτού για τη μεταφορά στα διοικητικά εφετεία των διαφορών από την προσβολή ορισμένων κατηγοριών κανονιστικών πράξεων (ΟΤΑ, ΑΕΙ κλπ) και για την αλλαγή του τρόπου ελέγχου των εκλογικών διαφορών των ΟΤΑ εκ μέρους του Δικαστηρίου.

 

 

32) Πέραν αυτών, η Ολομέλεια πρότεινε ομόφωνα τις ακόλουθες τροποποιήσεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), κατά το μέρος που αφορά στην επιθεώρηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων: Η παράγραφος Γ2 του άρθρου 82 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (Α’ 35), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3514/2006 (Α’ 266), αντικαθίσταται ως εξής: «2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης εποπτεύει την επιθεώρηση και αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο συμβούλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωματικός του μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.». Στο τέλος της παραγράφου Γ4 του αυτού άρθρου προστίθεται η εξής πρόταση: «Οι επιθεωρητές προέρχονται από διαφορετικά Τμήματα.». Η παράγραφος Γ5 του αυτού άρθρου αντικαθίσταται ως εξής: «5. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν οι κλήροι στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων και των συμβούλων επικρατείας. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, ο Πρόεδρος εξάγει δύο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων και εννέα (9) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των συμβούλων επικρατείας. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο, ο Πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας, ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας, οι τρεις (3) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, οι δύο (2) πρώτοι τα τακτικά και ο τρίτος το αναπληρωματικό μέλος, οι υπόλοιποι τέσσερεις (4), κατά τη σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της Επιθεώρησης και οι τελευταίοι δύο (2) είναι οι αναπληρωτές των επιθεωρητών. Αν κατά την κλήρωση των τεσσάρων (4) επιθεωρητών εξαχθεί το όνομα δεύτερου ή περισσότερων συμβούλων από το ίδιο Τμήμα, η κλήρωση συνεχίζεται μέχρις ότου εξαχθεί το όνομα συμβούλου από άλλο Τμήμα. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό, που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων». Τέλος, πρότεινε τη μεταβολή των περιφερειών επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για την οποία απαιτείται απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης, κατά το άρθρο 83 παρ. 2 του ΚΟΔΚΔΛ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 του ν. 3514/2006 (Α’ 266). Πρότεινε δε οι περιφέρειες επιθεώρησης να διαμορφωθούν ως εξής: Περιφέρεια Α’: τα Διοικητικά Εφετεία Αθηνών και Χανίων και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία. Περιφέρεια Β’: το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών Περιφέρεια Γ’: τα Διοικητικά Εφετεία Πειραιώς, Πατρών και Τρίπολης και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία. Περιφέρεια Δ’: τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Λάρισας και Κομοτηνής και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία (βλ. και παρατήρηση υπ’ αριθμ. 34).

 

 

33) Κατόπιν των προηγουμένων προτάσεών της για τη μεταφορά ακυρωτικών αρμοδιοτήτων στα διοικητικά εφετεία, η Ολομέλεια πρότεινε ομόφωνα την αντικατάσταση του άρθρου 5 Α του Ν. 702/1977 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2944/2001 (Α’ 222) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ. 6 του Ν. 3659/2008 (Α’ 77) ως εξής: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’, ε’, ια’ και ιγ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν : α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΣΕΠ, τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) τη μονιμοποίηση και την απόταξη των στρατιωτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας, γ) την εισαγωγή και οριστική απομάκρυνση των μαθητών των παραγωγικών σχολών της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, δ) το διορισμό και την παύση των αναπληρωτών καθηγητών, επίκουρων καθηγητών, λεκτόρων και καθηγητών εφαρμογών της ανώτατης εκπαίδευσης και ε) την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής.»

 

 

34) Με το άρθρο 43 παρ. 2 Ν. 3772/1009 (Α’ 112) τροποποιήθηκε η παρ. 11 του κεφαλαίου Γ του άρθρου 82 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών και καταργήθηκε η επιθεώρηση στον βαθμό του Προέδρου Εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις του ν. 3068/2002, στον βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας μπορούν να επιλέγονται και δικαστικοί λειτουργοί με το βαθμό του Προέδρου Εφετών, είναι απαραίτητη η αξιολόγηση των δικαστών που είναι υποψήφιοι να καταλάβουν τη θέση του Συμβούλου Επικρατείας. Για τον λόγο αυτό, η Ολομέλεια πρότεινε την κατάργηση της ως άνω διάταξης και την επαναφορά της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών με το βαθμό του Προέδρου Εφετών. Μειοψήφησε ένας Σύμβουλος.

 

 

35) Η Ολομέλεια εξέφρασε ομόφωνα την ευχή σύντομης κωδικοποίησης των διατάξεων περί αρμοδιοτήτων των διοικητικών δικαστηρίων.