ΣτΕ.Ολ 3578/2010
Αντίθεση στις συνταγματικές αρχές του Κράτους
Δικαίου και της ισότητας διατάξεων, βάσει των οποίων θεωρούνται νομίμως
λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί χωρίς άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας -.
Κατόπιν παραπομπής με την απόφαση
2784/2007 του Δ Τμήματος, κρίθηκε το
ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 1 του ν.
2644/1998 και 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002, κατά τις οποίες θεωρούνται ως νομίμως
λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί, οι οποίοι δεν είναι εφοδιασμένοι με άδεια
ιδρύσεως και λειτουργίας, εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.
ΣτΕ (Ολ.)
3578/2010
.... Ειδικότερα, η Ολομέλεια, αφού έκρινε ότι με το άρθρο 15 του
Συντάγματος δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού και
τηλεοπτικού σταθμού, αλλά η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικαιώματος αφήνεται στον
κοινό νομοθέτη, ο οποίος, κατά την ρύθμιση του εν λόγω θέματος, τελεί υπό τους
όρους και περιορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, εξέθεσε αναλυτικά το
νομοθετικό καθεστώς που διέπει τη λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών
σταθμών και τον τρόπο που αυτό εφαρμόστηκε: Το κρατικό μονοπώλιο ραδιοφωνικών
και τηλεοπτικών εκπομπών καταργήθηκε με τους νόμους 1730/1987 και 1866/1989, με
τους οποίους επετράπη η ίδρυση και λειτουργία τοπικών ραδιοφωνικών και
τηλεοπτικών σταθμών, αντιστοίχως, κατόπιν διοικητικής άδειας χορηγουμένης αυτοτελώς (όχι δηλαδή στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας), βάσει προϋποθέσεων και κατ΄
εκτίμηση κριτηρίων, που έτασσε ο νόμος. Κατ΄ εφαρμογή των νόμων αυτών εκδόθηκαν
περιορισμένος αριθμός αδειών τηλεοπτικών σταθμών και μεγάλος αριθμός αδειών
ραδιοφωνικών σταθμών. Παράλληλα, από το έτος 1989 και έπειτα άρχισαν να
λειτουργούν πολλοί ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί αυθαιρέτως,
χωρίς διοικητική άδεια. Κρίθηκε μάλιστα (Σ.τ.Ε.
3839/1997 Ολομ.) ότι η εν τοις πράγμασι
ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, χωρίς άδεια, δεν αποτελούν νόμιμο
λόγο χορηγήσεως άδειας κατά τον ν. 1866/1989, έστω και αν η Διοίκηση, με την
πρακτική που είχε τηρήσει, είχε ανεχθεί ή και υποβοηθήσει την λειτουργία χωρίς
άδεια του συγκεκριμένου, καθώς και άλλων τηλεοπτικών σταθμών. Την πραγματική
αυτή κατάσταση επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο ν. 2328/1995, που θέσπισε νέο
λεπτομερές σύστημα ρυθμίσεως, προβλέπον την χορήγηση
διοικητικών αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών
σταθμών με απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ [ήδη του Εθνικού Συμβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης], βάσει διαγωνιστικής διαδικασίας που
προέβλεπε την έκδοση προκήρυξης, κάθε Σεπτέμβριο, καθώς και όποτε άλλοτε
υπάρξουν διαθέσιμες συχνότητες, για συγκεκριμένο αριθμό θέσεων αδειών κατά
κατηγορία σταθμών (σταθμοί εθνικής εμβέλειας, περιφερειακής εμβέλειας και
τοπικής εμβέλειας), με απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ [ήδη του Ε.Σ.Ρ.], με υποβολή αίτησης που συνοδεύεται από πλήρη και
άρτια τεχνική μελέτη, κατόπιν εξέτασης, συγκριτικής αξιολόγησης και
βαθμολόγησης με σύστημα μορίων από το Ε.Σ.Ρ.
Προκηρύξεις για την έκδοση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών τοπικής και
περιφερειακής εμβέλειας δημοσιεύθηκαν στις 11.3.1998 και στις 17.7.1998.
Ακολούθως, στις 13.10.1998, δημοσιεύτηκε ο ν. 2644/1998, στο άρθρο 17 του
οποίου ορίστηκε ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας
που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού και έχουν υποβάλει
εμπροθέσμως αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού τηλεοπτικού
σταθμού σύμφωνα με τη διαδικασία των ως άνω υπουργικών αποφάσεων θεωρούνται ως
νομίμως λειτουργούντες εντός της γεωγραφικής περιοχής που αντιστοιχεί στον
αναγραφόμενο στην αίτησή τους Χάρτη Συχνοτήτων, μέχρι την έκδοση της απόφασης
του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ με την οποία θα χορηγηθούν άδειες λειτουργίας
ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για την αντίστοιχη περιοχή ή μέχρι την έκδοση
απορριπτικής απόφασης μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 παρ. 5
περιπτώσεις γ΄ και δ΄ του ν. 2328/1995 ελέγχου συνδρομής των νόμιμων
προϋποθέσεων ή της επάρκειας της τεχνικής μελέτης. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου
ορίστηκε ότι οι ως άνω τηλεοπτικοί σταθμοί οφείλουν να τηρούν τους κανόνες της
νομοθεσίας για την ραδιοτηλεόραση, η δε παραβίασή τους έχει ως συνέπεια την
άμεση διακοπή λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, με απόφαση του Υπουργού
Τύπου και ΜΜΕ. Οι διαγωνιστικές διαδικασίες, στις
οποίες αναφέρεται το άρθρο 17 του ν. 2644/1998, δεν ολοκληρώθηκαν και καταργήθηκαν
με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002, με το οποίο ορίστηκε ότι οι τηλεοπτικοί
σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας οι οποίοι, κατά την έναρξη της
ισχύος του νόμου θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες σύμφωνα με το άρθρο 17
παρ. 1 του ν. 2644/1998, εξακολουθούν να θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες
μέχρι την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2328/1995 με την έκδοση
αδειών λειτουργίας για την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή. Επακολούθησε η, κατ
εξουσιοδότηση της παρ. 4 του ως άνω άρθρου, έκδοση του π.δ.
234/2003, καθώς και προκηρύξεων του Ε.Σ.Ρ. για την
χορήγηση αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής,
περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας. Διατάξεις των εν λόγω διατάγματος και
προκηρύξεων ακυρώθηκαν με τις αποφάσεις 2502, 2504 και 2508/2.8.2005 του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διαδικασίες αδειοδοτήσεως,
που κινήθηκαν με τις παραπάνω προκηρύξεις ήσαν εν εξελίξει κατά τον χρόνον συζητήσεως της κρινομένης υποθέσεως ενώπιον του Δ
Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ήτοι την 17.5.2005, εν τέλει δε δεν
ολοκληρώθηκαν. Επακολούθησε η δημοσίευση του ν. 3444/2006, το άρθρο 15 παρ. 7
περ. β του οποίου όρισε ότι οι προκηρύξεις για τη χορήγηση τηλεοπτικών και
ραδιοφωνικών αδειών θα εκδοθούν μέχρι τις 30.6.2006, το άρθρο 9 παρ. 2 του ν.
3548/2007, με το οποίο παρατάθηκε η παραπάνω προθεσμία μέχρι 30.6.2007.
Επακολούθησε η θέσπιση του ν. 3592/2007, ο οποίος επέφερε σημαντικές
τροποποιήσεις στο σύστημα αδειοδοτήσεως των
τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, όρισε δε ότι ως [νομίμως] λειτουργούντες
τηλεοπτικοί περιφερειακοί σταθμοί νοούνται εκείνοι που θεωρείται ότι
λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 2644/1998, 3051/2002 και
3444/2006 (άρθρο 5 παρ. 7) και ότι η ίδια ως άνω προθεσμία κινήσεως της διαδικασίας
αδειοδοτήσεως παρατείνεται μέχρι την 31.10.2007
(άρθρο 20 παρ. 5). Η ίδια πάντοτε προθεσμία παρατάθηκε μέχρι την 31.10.2008 με
το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 3640/2008, μέχρι την 30.6.2009 με το άρθρο 9 του
ν. 3723/2008 και μέχρι την 31.12.2009 με το άρθρο 37 του ν. 3779/2009. Το
Δικαστήριο έκρινε ότι η η διάταξη του άρθρου 17 παρ.
1 του ν. 2644/1998, σχετικά με την νομιμοποίηση της λειτουργίας ορισμένων
παρανόμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι θεωρούνται υπό
προθεσμία ως «νομίμως λειτουργούντες», θεσπίστηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο
είχαν ήδη κινηθεί, με την έκδοση προκηρύξεων, και ήταν εν εξελίξει διαγωνιστικές διαδικασίες κατά τις πάγιες διατάξεις του ν.
2328/1995, ευλόγως δε αναμενόταν η ολοκλήρωσή τους σε σχετικά βραχύ χρονικό
διάστημα, με την έκδοση των αντιστοίχων αδειών, και η συνακόλουθη λήξη της
ισχύος της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, με τις διατάξεις του άρθρου 19 του
μεταγενέστερου ν. 3051/2002 παρατάθηκε το καθεστώς λειτουργίας των ίδιων
τηλεοπτικών σταθμών επ΄ αόριστον, εφ΄ όσον με αυτές
καταργήθηκαν οι αρξάμενες διαγωνιστικές
διαδικασίες χωρίς να έχουν προκηρυχθεί νέες και χωρίς να τάσσεται στην Διοίκηση
εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών περιφερειακής και
τοπικής εμβάλειας. Όμως, η υπό τις εκτεθείσες
συνθήκες επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών
σταθμών, οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντίκειται προς το
Σύνταγμα. Πρώτον μεν αντιβαίνει προς την θεμελιώδη συνταγματική αρχή του
Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται
υπέρ των πολιτών των πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια
αγαθά. Τούτο επιτυγχάνεται με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών
υπηρεσιών εφαρμογής και επιβολής του νόμου. Έτσι διαφυλάσσεται το κύρος του
νόμου και επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, που πρέπει
να γίνεται από όλους σεβαστή. Δημόσιο δε αγαθό αποτελούν οι αριθμητικά
περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών
αναλογικού σήματος. το δημόσιο αυτό αγαθό προσβάλλεται όταν η χρήση των
ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή
αυθαιρέτως και παρανόμως. Δεύτερον δε, η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει προς την
συνταγματική αρχή της ισότητας. Διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, ενώ
είχαν την πραγματική δυνατότητα και την βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό,
δεν το έπραξαν όμως αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως
μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα, τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη
ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Πράγματι,
τα τελευταία αυτά πρόσωπα νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η
λειτουργία της οποίας μάλιστα συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μία
δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν
και του πληροφορείσθαι. Η ρύθμιση των επίμαχων
διατάξεων θα ήταν, ενδεχομένως, συνταγματική εάν συνέτρεχαν εκ παραλλήλου και σωρευτικώς δυο προϋποθέσεις. Αφ ενός μεν εάν η
διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002 δεν εξαρτούσε την εφαρμογή της
κατά κύριο λόγο από το συμπτωματικό γεγονός της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών
σε δεδομένο χρόνο, αλλά και από κριτήρια συναπτόμενα προς την ύπαρξη
πραγματικών καταστάσεων, οι οποίες, αν και δημιουργήθηκαν αυτογνωμόνως,
χρήζουν, κατά την κρίση του νομοθέτη νομικής προστασίας, ανεκτής πάντως από το
Σύνταγμα. Αφ
ετέρου δε εάν η διάταξη αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, εάν προέβλεπε
δηλαδή έναν οπωσδήποτε οριστό καταληκτικό χρόνο
ανοχής της λειτουργίας των νομιμοποιούμενων τηλεοπτικών σταθμών . ο χρόνος δε
αυτός θα έπρεπε να είναι εύλογος, ως απολύτως αναγκαίος, να αντιστοιχεί δηλαδή
προς τον χρόνο, ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας το ταχύτερον δυνατόν κινουμένης
διαδικασίας αδειοδοτήσεως και, πάντως, να μη
υπερβαίνει ένα όριο, πέρα του οποίου, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, η εξαίρεση,
δηλαδή η προσωρινή ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και
λειτούργησαν παρανόμως με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, καθίσταται
πλέον κανόνας που παραμερίζει το πάγιο και εναρμονιζόμενο προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος νομοθετικό καθεστώς. Η υπέρβαση αυτού
του ορίου δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να γίνει
ανεκτή από την συνταγματική τάξη. Ανεξαρτήτως δε του ζητήματος αν κατά τον
χρόνο θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 3052/2002 συνέτρεχε η
πρώτη από τις παραπάνω προϋποθέσεις, οπωσδήποτε δεν συνέτρεχε η δεύτερη,
δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, δεν όριζε
δηλαδή συγκεκριμένο και εύλογο, κατά τ΄ ανωτέρω, χρόνο λήξεως της ισχύος της.
Επομένως, η επίμαχη διάταξη ήταν ήδη κατά τον χρόνο θεσπίσεώς της
αντισυνταγματική. Σε κάθε δε περίπτωση κατά τον χρόνο της πρώτης συζητήσεως της
κρινομένης υποθέσεως (17.5.2005), ήτοι δέκα (10) περίπου έτη μετά τη θέσπιση
του ν. 2328/1995, επτά (7) έτη μετά την δημοσίευση των πρώτων προκηρύξεων για
την αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών και τρία (3) έτη
μετά την θέση σε ισχύ των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 2 και 3 του ν.
3051/2002, τα χρονικά όρια της συνταγματικής ανοχής είχαν, πλέον, εξαντληθεί
και η επίμαχη διάταξη είχε οπωσδήποτε καταστεί αντισυνταγματική και, ως εκ
τούτου, αντίσχυρη, διότι η περαιτέρω διατήρησή της σε
ισχύ θα ήταν, κατά τα ανωτέρω, αντίθετη προς το Σύνταγμα. Με τις σκέψεις αυτές,
έκρινε ότι η λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης εταιρίας κατά τον
κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως ενώπιον του
Δ΄ Τμήματος δεν μπορούσε να στηριχτεί στην διάταξη του άρθρου 19 παρ. του ν.
3052/2002, ούτε εξ άλλου άλλη διάταξη νόμου ή διοικητική πράξη επέτρεπε την
λειτουργία αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο και, επομένως, η ακύρωση της
προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα η κύρωση της
αμέσου διακοπής λειτουργίας του σταθμού λόγω εκπομπής προγράμματος διαφορετικού
από το δηλωθέν με την αίτησή του για λήψη άδειας λειτουργίας αυτού και, κατά το
ΕΣΡ, μη διαθέτοντος την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει
το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, παρίσταται αλυσιτελής, εφόσον ακόμη και αν
η πράξη αυτή εντοπιστεί από την έννομη τάξη, η λειτουργία του τηλεοπτικού
σταθμού της αιτούσης δεν είναι επιτρεπτή.