ΣτΕ Ολ.
3219/2010
Έγκριση περιβαλλοντικών όρων για έργο μεταφοράς ηλεκτρικής
ενέργειας -.
Απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της
Κοινότητας Κρυονερίου και κατοίκων της περιοχής κατά
της 84658/2002 κοινής αποφάσεως των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.
και Ανάπτυξης και του Υφυπουργού Υγείας περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων για
το έργο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τρεις γραμμές.
... Ειδικότερα, κρίθηκαν, μεταξύ
άλλων, τα εξής: Οι επιστημονικές απόψεις περί των επιπτώσεων των
ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στο φυσικό και ανθρωπογενές
περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία ανάγονται σε ακυρωτικώς
ανέλεγκτα τεχνικά ζητήματα και δεν αποτελούν γεγονότα πασίδηλα, ούτε δεδομένα
κοινής πείρας. Ενόψει τούτων, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προεβλήθη ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στην παρ. 1
του άρθρου 24 του Συντάγματος και στις κατοχυρούμενες
με τη διάταξη αυτή αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, καθώς και στις
διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, δεδομένου ότι με
την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων του συγκεκριμένου έργου υποβαθμίζεται το
φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, αφού οι
επίμαχες γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος διέρχονται πάνω από κατοικίες
στον οικισμό του Κρυονερίου και σε μικρή απόσταση από
σχολεία, ενώ «είναι τοις πάσι γνωστές οι
επιστημονικές απόψεις περί των επιπτώσεων των Η/Μ
πεδίων που αναπτύσσονται από γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος», είναι
απορριπτέος. Τούτο, διότι ο ακυρωτικός δικαστής ελέγχει μεν, ως βασικό μέσο
εφαρμογής της αρχής της πρόληψης και της προφύλαξης, τη μελέτη περιβαλλοντικών
επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) ως προς το αν ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις του νόμου ή αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται
στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα αξιολογήσεως των συνεπειών ορισμένου
έργου και εκτιμήσεως του συννόμου (ή μη) της
πραγματοποιήσεώς του, η ευθεία, όμως, εκ μέρους του ακυρωτικού δικαστή
αξιολόγηση των συνεπειών ορισμένου έργου και η κρίση αν η πραγματοποίησή του
αντίκειται στην ως άνω αρχή εξέρχεται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, εκτός
αν η κρίση αυτή μπορεί να συναχθεί από τα στοιχεία του φακέλου, βάσει των
διδαγμάτων της κοινής πείρας, γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκείμενη
περίπτωση, κατά την οποία, αντιθέτως, με τη σύμπραξη ειδημόνων των επιστημών
υγείας διαπιστώθηκε, στην οικεία Μ.Π.Ε., ρητώς και
άνευ επιφυλάξεων, ότι η λειτουργία των επίμαχων γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού
ρεύματος δεν έχει επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων της αιτούσας Κοινότητας.
Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του
Συντάγματος δεν απαιτεί, για την εκτέλεση κάθε έργου που συνεπάγεται επέμβαση
στο οικιστικό περιβάλλον την προηγούμενη σύνταξη χωροταξικού σχεδίου της
περιοχής· στην προκείμενη, άλλωστε, περίπτωση, προηγήθηκε επιλογή της θέσεως
του επίμαχου έργου με την απόφαση περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως της
αναγκαίας εκτάσεως, η οποία αποτελεί πράξη σημειακής χωροταξίας και
αιτιολογείται προσηκόντως. Με τις σκέψεις δε αυτές απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο
λόγος ακυρώσεως ότι η Διοίκηση παραβίασε την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, διότι
δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη σε ποιον χωροταξικό σχεδιασμό
περιλαμβάνεται η όδευση της επίμαχης, ζωτικής για τη χώρα, ενεργειακής
αρτηρίας. Περαιτέρω, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι είναι απορριπτέος ο
λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν
υπολογίζει, κατά παράβαση των υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ
εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 1650/1986, το άθροισμα της ταυτόχρονης
έκθεσης των υποκειμένων σε Η/Μ πεδία διαφορετικών
συχνοτήτων, όπως εκείνα που δημιουργούνται από ηλεκτρικές συσκευές στα
παρακείμενα κτίσματα, από γερανούς, κεραίες ραδιοφωνίας και κινητής τηλεφωνίας
κλπ. Και τούτο διότι, η επίμαχη Μ.Π.Ε. συνετάγη μετά την ολοκλήρωση, το έτος 1999, της
εγκαταστάσεως του συνόλου των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και, ως εκ
τούτου, οι καταγραφόμενες στη μελέτη αυτή μετρήσεις,
οι οποίες έλαβαν χώρα τον Ιούνιο του 2002 σε έξι διαφορετικά σημεία της
περιφέρειας της αιτούσας Κοινότητας, αναγκαίως
αναφέρονται σε Η/Μ πεδία που παράγονται από το σύνολο
των ανωτέρω πηγών εκπομπής. Όπως, άλλωστε, ρητώς αναφέρεται στη Μ.Π.Ε., ελήφθη υπόψη ότι Η/Μ
πεδία παράγονται όχι μόνο από τις επίμαχες γραμμές μεταφοράς, αλλά και από
άλλες πηγές, ότι η ένταση των πεδίων αυτών εξασθενεί όσο αυξάνεται η απόσταση
από την πηγή που τα δημιουργεί και ότι η μεταφερόμενη από τα πεδία αυτά
ενέργεια είναι πολύ μικρή και δεν προκαλεί θερμικά ή γενετικά φαινόμενα στους
ζώντες οργανισμούς. Εξ άλλου, ο αριθμός και η χρονική διάρκεια των μετρήσεων
δεν προσδιορίζονται στον νόμο, αλλά αποτελούν εξόχως τεχνικά και, ως εκ τούτου,
ακυρωτικώς ανέλεγκτα ζητήματα, και, επομένως, όπως
κρίθηκε εν συνεχεία από το Δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο λόγος
ακυρώσεως, κατά τον οποίο, οι καταγραφόμενες στη Μ.Π.Ε. μετρήσεις είναι ανεπαρκείς και μη αντιπροσωπευτικές,
διότι διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια μίας και μόνης ημέρας για χρονικό διάστημα
1,5 ώρας. Ωσαύτως, κρίθηκε απορριπτέος ως απαράδεκτος και ο ισχυρισμός με τον
οποίο αμφισβητήθηκε η ουσιαστική κρίση των καθηγητών που πραγματοποίησαν τις
επίμαχες μετρήσεις ότι οι τιμές που μετρήθηκαν είναι μικρότερες από τις τιμές
που έχουν μετρηθεί κάτω από γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσεως στη Γερμανία.
Περαιτέρω, με την ανωτέρω απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμος και ο λόγος
ακυρώσεως, με τον οποίο προεβλήθη ότι η προσβαλλόμενη
πράξη είναι ελλιπής, δεδομένου οι μετρήσεις έγιναν με βάση τη βέλτιστη διάταξη
των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία εναπόκειται στην καλή θέληση
του φορέα της ένδικης δραστηριότητας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι,
εφόσον οι επίμαχες γραμμές μεταφοράς είχαν ήδη εγκατασταθεί κατά τα έτη 1969,
1970 και 1998 - 1999, η «βέλτιστη διάταξη» αυτών, στην οποία αναφέρεται η
επίμαχη Μ.Π.Ε. δεν ήταν δυνητική, αλλά είχε ήδη λάβει
χώρα και δεν επαφίετο στην καλή θέληση της ΔΕΗ, ώστε
να τίθεται ζήτημα θέσεως σχετικού όρου στην προσβαλλόμενη πράξη, δοθέντος,
άλλωστε, ότι, σε περίπτωση μελλοντικής μετατοπίσεως των εν λόγω γραμμών
μεταφοράς, υφίσταται ευθεία υποχρέωση εκ του ν. 1650/1986 να κινηθεί εκ νέου η
διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων. Ως αβάσιμος απορρίφθηκε, τέλος, και
ο περαιτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι με την προσβαλλόμενη πράξη δεν
ετέθησαν, κατά παράβαση της διεθνούς πρακτικής, όρια αποστάσεως των εν λόγω
γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος από νομίμως υφιστάμενες κατοικίες, αφού,
κατά τα κριθέντα από το Δικαστήριο, η τυχόν παραβίαση της διεθνούς πρακτικής
δεν συνιστά νομική πλημμέλεια της προσβαλλομένης.