ΣτΕ Ολ. 1583/2010

 

Συνταγματικότητα και συμφωνία προς ΕΣΔΑ παγίου παραβόλου προσφυγής -.

 

Κρίθηκε, αντιθέτως προς την παραπεμπτική απόφαση του Β΄ Τμήματος (Σ.τ.Ε. 193/2009, 7μ.), ότι οι διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄ Συντάγματος).

 

 

 

... Ειδικότερα: οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., κατά το μέρος που προβλέπουν ότι για το παραδεκτό της προσφυγής απαιτείται με την κατάθεσή της η προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής παραβόλου είναι απολύτως σαφείς και δεν είναι αντικειμενικώς ικανές να γεννήσουν αμφιβολίες ούτε ως προς την υποχρέωση προσκόμισης του σχετικού αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου συγχρόνως με την κατάθεση της προσφυγής, ούτε ως προς την επερχόμενη συνέπεια του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη προσκόμισης με την κατάθεσή της του ως άνω αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου. Εξ άλλου, το ποσό των 1500 δραχμών (4,40 ευρώ) που έπρεπε να καταβληθεί στην επίδικη υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 2 στοιχ. α΄ του Κ.Δ.Δ., για το παράβολο, ήταν ιδιαιτέρως μικρό και επομένως δεν μπορούσε από τη φύση του να παρεμποδίσει το δικαίωμα της αναιρεσείουσας και εν γένει ενός διοικουμένου να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Νομίμως, επομένως, το διοικητικό εφετείο επικύρωσε την κρίση της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη λόγω μη καταβολής παραβόλου. Κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., κατά το μέρος που συνδέουν το παραδεκτό της προσφυγής με την καταβολή παραβόλου ασήμαντου ύψους σε σχέση με τα έξοδα για τη σύνταξη του δικογράφου της προσφυγής, την παράσταση κατά τη συζήτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου κ.λπ., ανερχόμενα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε πολλαπλάσιο αυτού ποσό, αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπως και στην αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος τους αυτό, είναι ανίσχυρες. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, το διοικητικό πρωτοδικείο θα έπρεπε να είχε προχωρήσει στην εκδίκαση της προσφυγής κατά τα λοιπά και, αν συνέτρεχε περίπτωση, να καταλογίσει το ελλείπον παράβολο με την οριστική του απόφαση.