ΣτΕ.Ολ 431/2018
Γιατροί
Ε.Σ.Υ. - Αντισυνταγματικότητα αναδρομικών μειώσεων αποδοχών - Ακύρωση
μισθοδοτικών καταστάσεων - Χρόνος έναρξης ισχύος των αποτελεσμάτων της απόφασης
-.
Αντισυνταγματικότητα
διατάξεων με τις οποίες θεσπίστηκαν αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών των
ιατρών του ΕΣΥ. Αντίθεση προς το άρθρο 21 παρ. 3 Συντ. και την αρχή της
ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του ΕΣΥ καθώς και προς τις
αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Ακύρωση των
επίδικων μισθοδοτικών καταστάσεων (Αντίθετη μειοψηφία). Κρίθηκε ότι οι
συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη
δημοσίευση της αποφάσεως επί της κρινόμενης προσφυγής.
Αριθμός 431/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2016 με την εξής σύνθεση: Νικ.
Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Χρ. Ράμμος,
Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι. Μαντζουράνης, Μ.-Ε.
Κωνσταντινίδου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Α.
Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Θ.
Αραβάνης, Αντ. Χλαμπέα, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου,
Β. Κίντζιου, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Ε. Σταυρουλάκη, Ο. Νικολαράκου, Τ. Βαρουφάκη,
Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηλ. Μάζος και Β. Πλαπούτα, καθώς και
η Πάρεδρος Τ. Βαρουφάκη μετέχουν ως αναπληρωματικά
μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από
13ης Νοεμβρίου 2014 προσφυγή:
των: 1) ... και 5) σωματείου με την επωνυμία «Ένωσις Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών - Πειραιώς», που εδρεύει
στην Αθήνα, οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Μιχαήλ Μιχαήλ (Α.Μ. 21826) και β) Παναγιώτη Ζαμπίτη
(Α.Μ. 6607 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τους διόρισαν με πληρεξούσια,
κατά των: 1) Υπουργού
Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Καστανά, Νομική Σύμβουλο του
Κράτους, και 2) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Γενικό
Νοσοκομείο Αθηνών "Ο Ευαγγελισμός - Οφθαλμιατρείο Αθηνών -
Πολυκλινική"», που εδρεύει στην Αθήνα (Υψηλάντου
45 - 47), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη - Φωτεινή Μπουρνάζου (Α.Μ.
11512), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.
Στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ
των προσφευγόντων οι:
1) δευτεροβάθμια
συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΩΣΕΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΩΝ
ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ» (Ο.Ε.Ν.Γ.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Λαμίας 2), 2) νομικό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ»
(Π.Ι.Σ.), οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Μιχαήλ Μιχαήλ (Α.Μ. 21826) και β) Παναγιώτη Ζαμπίτη
(Α.Μ. 6607 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τους διόρισαν με πληρεξούσια, και 3) ...,
κάτοικος, ως εκ της υπηρεσίας της, Κηφισιάς (...), η οποία παρέστη με τη
δικηγόρο Σταματία Παπαδάκου (Α.Μ. 20174), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση
εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 23ης Μαρτίου 2015
πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 30ής
Μαρτίου 2015 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς
της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α´, 20
και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι
προσφεύγοντες επιδιώκουν να ακυρωθούν οι μισθοδοτικές καταστάσεις του μηνός
Σεπτεμβρίου 2014 των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων, με τις οποίες τους
καταβλήθηκαν μειωμένες αποδοχές, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων της
υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222)
και της 2/83408/0022/14.11.2012 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών
(Β΄ 3017) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Θ. Αραβάνη.
Κατόπιν το δικαστήριο
άκουσε τους πληρεξουσίους των προσφευγόντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά
τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησαν να γίνει δεκτή η προσφυγή,
τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις
και την πληρεξουσία του καθ' ου νοσοκομείου καθώς και
την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση
το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ
α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά
τ ο ν Ν
ό μ ο
1. Επειδή, με την
κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο
(βλ. 3910839 - 40/2014 και 1328960 1328963/2015 ειδικά έντυπα παραβόλου), οι
τέσσερις πρώτοι προσφεύγοντες ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.),
υπηρετούντες στο ν.π.δ.δ. «Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Ο
Ευαγγελισμός Οφθαλμιατρείο Αθηνών - Πολυκλινική», ο πρώτος με βαθμό Συντονιστή
Διευθυντή Γαστρεντερολογίας, η δεύτερη με βαθμό Συντονιστή Διευθυντή
Αναισθησιολογίας, ο τρίτος με βαθμό Διευθυντή ΠνευμονολογίαςΦυματιολογίας
και ο τέταρτος με βαθμό Επιμελητή Β΄ Πνευμονολογίας, και το πέμπτο προσφεύγον
σωματείο, με την επωνυμία «Ένωσις Ιατρών Νοσοκομείων
Αθηνών-Πειραιώς», ζητούν την ακύρωση ή μεταρρύθμιση των από 25.9.2014
μισθοδοτικών καταστάσεων («βεβαιώσεων αποδοχών») των τεσσάρων πρώτων
προσφευγόντων, για τον λόγο ότι οι αποδοχές αυτές μειώθηκαν δραστικά από
1.8.2012 κατ' εφαρμογή των διατάξεων της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ1
της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και της αποφάσεως
οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 του Αναπλ. Υπουργού
Οικονομικών (Β΄ 3017), οι οποίες, κατά τους αιτούντες, αντίκειται στο Σύνταγμα,
την Ε.Σ.Δ.Α. και το Διεθνές Σύμφωνο του Ο.Η.Ε. για τα οικονομικά, κοινωνικά και
μορφωτικά δικαιώματα, προκειμένου οι αποδοχές τους να επανέλθουν στο προ της
1.8.2012 ύψος.
2. Επειδή, η κρινόμενη
προσφυγή ασκήθηκε στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, εισήχθη δε στο
Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν της αιτήσεως των προσφευγόντων, η οποία έγινε
δεκτή με την πράξη 5/23.3.2015 της κατ' άρθρο 1 παράγρ.
1 του ν. 3900/2010 Τριμελούς Επιτροπής, για να κριθεί το γενικότερου
ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας (προσβολή των άρθρων 2, 4, 5, 21,
22, 25 και 106 του Συντάγματος), και της συμφωνίας με το άρθρο 1ο του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου του
Ο.Η.Ε. για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, των ανωτέρω
διατάξεων του ν. 4093/2012, με τις οποίες επήλθαν περικοπές στον μηνιαίο μισθό
των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων. Η πράξη αυτή της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε
δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 2.4.2015 και «ΕΣΤΙΑ»,
φύλλο της 2.4.2015), όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, με
την από 30.3.2015 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση
εισήχθη, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
3. Επειδή, στην παράγρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ορίζονται τα
εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού
διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με
πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο
Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα
ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με
αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο
κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου,
από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου.
Η πράξη της Επιτροπής
δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την
αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα.
Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση
του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο
ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου
της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν
του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.
Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε
διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα, και να προβάλει
τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν
καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα
ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφ
όσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή
μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι
τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο
προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή
Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων, βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών
και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε
Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την
πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 και κατά τα
λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις
ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣΕ Ολομ. 3170/2014, 1118/2014, 694/2013, 1971, 1619,
601/2012).
4. Επειδή, στην παρούσα
δίκη παρεμβαίνει παραδεκτώς υπέρ των προσφευγόντων,
κατ άρθρο 1 παράγρ. 1 του ν. 3900/2010, με το
211/20.5.2016 δικόγραφο, η Ευγενία Παπαδάκου, Επιμελήτρια Α΄ του κλάδου ιατρών
ΕΣΥ στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών ΚΑΤ, η οποία είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη
(βλ. αγωγή της με ΓΑΚ 762/2015 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά
του νοσοκομείου ΚΑΤ), στην οποία τίθεται το αυτό θέμα της συνταγματικότητας των
ως άνω διατάξεων του ν. 4092/2012. Εξ άλλου, εν όψει του αντικειμένου της
παρούσας δίκης και του τιθεμένου ζητήματος γενικώτερου
ενδιαφέροντος, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ των
προσφευγόντων με το 534/26.10.2015 δικόγραφο, κατ άρθρο 113 του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας [«Κ.Δ.Δ.», ν. 2717/1999 (Α΄ 97)], η δευτεροβάθμια
συνδικαλιστική οργάνωση «Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας
(Ο.Ε.Ν.Γ.Ε.)», η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων (βλ. άρθρο 2 του από
29.9.1987 καταστατικού της), την προαγωγή και διαφύλαξη των εργασιακών,
οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των
νοσοκομειακών ιατρών καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών και των όρων εργασίας
αυτών (πρβλ. ΣΕ 690/2013 7μ.). Τέλος, παραδεκτώς, για τον ίδιο λόγο, παρεμβαίνει με το
577/10.11.2015 δικόγραφο παρεμβάσεως το ν.π.δ.δ.
«Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (Π.Ι.Σ.)», ο οποίος, όπως προβάλλει, είναι
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και όχι αμιγώς επαγγελματικό σωματείο (ΣΕ
3208/2014 Ολομ. σκ. 2), αποτελεί το κεντρικό
συντονιστικό όργανο και την εποπτεύουσα αρχή όλων των ιατρών της χώρας [άρθρο 1
παράγρ. 1 του ν. 727/1977 (Α΄ 308)], έχει δε ως σκοπό
την διαχείριση των «γενικής φύσεως ζητημάτων» (παράγρ.
2 του αυτού άρθρου), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αφορώντα τον καθορισμό της αμοιβής των ιατρών του Ε.Σ.Υ.,
δεδομένου ότι συνδέονται ευθέως με τις συνθήκες ασκήσεως του ιατρικού
επαγγέλματος, ήτοι με ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος για τους ιατρούς (πρβλ. ΣΕ 3962/2014, 284/1961 Ολομ.,
βλ. Επίσης 3803/2014 Ολομ.).
5. Επειδή, οι πληττόμενες
μισθοδοτικές καταστάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν από το καθ ου νοσοκομείο που
αποτελεί ν.π.δ.δ. [βλ. άρθρα 2 παρ. 1 του ν.
4052/2012 (Α΄ 41) και 1 της κ.υ.α. Υ4α/οικ.123908/
31.12.2012 (Β΄ 3515)] και αφορούν την ενεστώσα
μισθολογική κατάσταση των προσφευγόντων ιατρών, είναι εκτελεστές ατομικές
διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται παραδεκτώς με
προσφυγή ουσίας (βλ. ΣΕ 3402/2014 Ολομ., σκ. 8,
612/2012 Ολομ., σκ. 28). Περαιτέρω η προσφυγή
ασκείται με έννομο συμφέρον από τους τέσσερις πρώτους προσφεύγοντες ιατρούς που
υπηρετούν στο καθ ου νοσοκομείο και οι οποίοι παραδεκτώς
ομοδικούν [άρθρο 115 παράγρ.
3 του Κ.Δ.Δ., όπως η παράγρ. αυτή προστέθηκε με το
άρθρο 11 παράγρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222) και
τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παράγρ. 2 του ν.
3226/2004 (Α΄ 24)], δεδομένου ότι οι ένδικες απαιτήσεις είναι ομοειδείς και
ερείδονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση, για όλες δε τις
προσβαλλόμενες πράξεις αρμόδιο κατά τόπο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο
Αθηνών. Αντιθέτως, η προσφυγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη καθ ο μέρος
ασκείται από το πέμπτο προσφεύγον σωματείο («Ένωσις
Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών - Πειραιώς»), δεδομένου ότι οι πληττόμενες
μισθοδοτικές καταστάσεις αφορούν αποκλειστικά τους προσφεύγοντες ιατρούς και
δεν θίγουν αμέσως την λειτουργία του (πρβλ. ΣΕ
1094/2008). Κατά τα λοιπά, η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη εφ όσον δεν προκύπτει
κοινοποίηση ή γνώση των προσβαλλομένων μισθοδοτικών καταστάσεων από τους
προσφεύγοντες σε χρόνο πέραν των 60 ημερών από την κατάθεσή της, ενώ εξ άλλου
μόνη η είσπραξη του μισθού εκ μέρους του ενδιαφερομένου δεν αποδεικνύει άνευ
ετέρου πλήρη γνώση του περιεχομένου της αντίστοιχης μισθοδοτικής καταστάσεως,
δεδομένου ότι το περιεχόμενο των καταστάσεων αυτών δεν είναι πάντοτε ευχερώς
κατανοητό λόγω του τεχνικού χαρακτήρα των (βλ. ΣΕ 1895/1994 7μ.).
6. Επειδή, το Σύνταγμα
ορίζει στο άρθρο 5 παράγρ. 5, η οποία προστέθηκε κατά
την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής
(Α΄ 84), ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας
», στο άρθρο 21 παράγρ. 3 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών
» και στο άρθρο 22 παράγρ. 5, όπως η παράγρ. αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ότι
«Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος
ορίζει». Όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται
ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής
ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και
συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού
επιπέδου (ΣΕ 3802/2014 Ολομ. σκ. 15, 9/2016 7μ. σκ.
4, 2381/2016 σκ. 7, πρβλ. ΣΕ 1187-8/2009, 400/2016 Ολομ., 3485/2010, 1634/2009), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν
πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις
χειρουργικές επεμβάσεις, εφ' όσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες
νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς,
υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος
στην προστασία της υγείας (βλ. ΣΕ 3962/2014 Ολομ.,
1812/2013, 2033/2009, 1187-8/2009 Ολομ., 9/2016 7μ.,
2381/2016 κ.ά.). Εν όψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε
επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών
σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα
προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η
παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (βλ. ΣΕ 1634/2009,
2267/2005).
7. Επειδή, περαιτέρω, το
Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 5 ορίζει ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς
διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 25 παρ. 1
και 4 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού
συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του
Κράτους. ... Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να
επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το
Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται
την αρχή της αναλογικότητας. ... 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους
τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης»,
στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει
τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος ...»
και στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την
προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την
οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική
ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας ...». Όπως έχει κριθεί (βλ. ΣΕ Ολομ. 4741/2014 σκ. 12, 2193/2014 σκ. 18), από το συνδυασμό
των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής
κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων
δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του
πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο,
λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος
τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως,
αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας,
της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής
κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο
και στον ιδιωτικό τομέα, ως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα,
δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος
όλων. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης
στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι
πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η
επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και
παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες
κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη
και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της
ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών
μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των
οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών (βλ. ΣΕ Ολομ.
3372-3373/2015, 2193/2014 σκ.18, 668/2012 σκ. 37). Επί πλέον όριο στην εξουσία
του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων
λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με
τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού.
8. Επειδή, προς εκπλήρωση
της συνταγματικής επιταγής για την λήψη μέτρων προστασίας της υγείας εκδόθηκε ο
ν. 1397/1983 «Εθνικό σύστημα υγείας» (Α΄ 143). Με το νόμο αυτόν οργανώθηκε η
παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα
υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως
και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του κλάδου Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, ο
νόμος αυτός, όπως ισχύει, ορίζει στο άρθρο 1 ότι «Το κράτος έχει την ευθύνη για
την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών» (παρ. 1) και ότι «Οι
υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την
οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και
αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας .., » (παρ. 2), στο άρθρο 5, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2071/1992 (Α΄ 123), ότι «Η περίθαλψη
διακρίνεται σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, παρέχεται δε από
δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς» (παρ. 1), στο άρθρο 24 ότι: «1. Οι θέσεις του
ιατρικού προσωπικού των νοσοκομείων οποιασδήποτε νομικής μορφής και των κατά
τις διατάξεις του νόμου αυτού κέντρων υγείας, εκτός από τα νοσοκομεία των
ενόπλων δυνάμεων και των Α.Ε.Ι., συνιστώνται ως θέσεις γιατρών πλήρους και
αποκλειστικής απασχόλησης. 2. Οι γιατροί αυτοί είναι μόνιμοι δημόσιοι
λειτουργοί και απαγορεύεται ν ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα ή
οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα εκτός από αυτά που έχουν σχέση με συγγραφική ή
καλλιτεχνική δραστηριότητα και να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή ιδιωτική
θέση. Επίσης απαγορεύεται να είναι ιδιοκτήτες ιδιωτικής κλινικής ή
φαρμακευτικής επιχείρησης ή να μετέχουν σε εταιρείες με αντίστοιχα αντικείμενα
[όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 29
του ν. 1579/1985 (Α΄ 217)], στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Στο Υπουργείο Υγείας
και Πρόνοιας συνιστάται κλάδος γιατρών Ε.Σ.Υ.». Περαιτέρω, ο ν. 2071/1992
«Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» (Α΄ 123, διόρθ.
σφαλμ. Α΄ 148) ορίζει στο άρθρο 63 ότι «Οι θέσεις του
ιατρικού προσωπικού των νοσοκομείων ν.π.δ.δ. και των
κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού κέντρων υγείας, εκτός από τα νοσοκομεία των
Ενόπλων Δυνάμεων και των Α.Ε.Ι., συνιστώνται εφεξής ως θέσεις ιατρών πλήρους
και αποκλειστικής ή μερικής απασχόλησης» (παρ. 1), ότι οι υπηρετούντες μέχρι τη
δημοσίευση του νόμου αυτού ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς
και οι ιατροί, οι οποίοι έχουν κριθεί επιτυχώς να καταλάβουν θέση, πριν τη
δημοσίευση του ίδιου νόμου «είναι μόνιμοι
δημόσιοι λειτουργοί» (παρ. 2),
ότι οι «Οι παραπάνω μόνιμοι ιατροί είτε υπηρετούν σε οργανικές θέσεις είτε σε
προσωποπαγείς θέσεις απαγορεύεται να ασκούν την ιατρική
ως ελεύθερο επάγγελμα
ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα εκτός από αυτά που έχουν σχέση με συγγραφική, καλλιτεχνική ή διδακτική
δραστηριότητα, και να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή ιδιωτική θέση, πλην
εκείνων, που προβλέπονται κατ εξαίρεση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου»
(παρ. 3), ότι οι ιατροί που διορίζονται για πρώτη φορά σε θέσεις του κλάδου
ιατρών Ε.Σ.Υ. πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που προκηρύσσονται μετά τη
δημοσίευση του εν λόγω νόμου «είναι δημόσιοι λειτουργοί επί θητεία και ισχύουν
γι αυτούς οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού μόνο σε ό,τι αφορά
την άσκηση ελεύθερου ή άλλου επαγγέλματος» (παρ. 4), ότι «Οι ιατροί, που
διορίζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης ασκούν δημόσιο λειτούργημα επί θητεία
και διατηρούν το δικαίωμα ετεροαπασχόλησης στον
ιδιωτικό τομέα της ιατρικής ή το δικαίωμα διατηρήσεως ιδιωτικού ιατρείου ή
οδοντιατρείου.» (παρ. 5) και ότι «Οι ιατροί πλήρους και αποκλειστικής ή μερικής
απασχόλησης
απαγορεύεται να είναι ιδιοκτήτες ιδιωτικής κλινικής ή
φαρμακευτικής επιχείρησης ή να μετέχουν σε προσωπική εταιρεία ή Ε.Π.Ε. ή στη
διοίκηση Α.Ε. με αντίστοιχα αντικείμενα» (παρ. 7). Περαιτέρω, στο άρθρο 64 του
ίδιου νόμου ορίζεται ότι «
3. Οι θέσεις
ιατρών του κλάδου Ε.Σ.Υ., πλήρους και αποκλειστικής ή μερικής απασχόλησης,
διαβαθμίζονται σε θέσεις: α) διευθυντών, β) επιμελητών Α΄, γ) επιμελητών Β΄
Οι πιο πάνω θέσεις συνιστώνται κατά ειδικότητα
4. Σε όλα τα νοσοκομεία ν.π.δ.δ., υπηρετούν ιατροί πλήρους και αποκλειστικής ή
μερικής απασχόλησης ή σύμβουλοι ιατροί, οι οποίοι προσλαμβάνονται σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καθώς οι ειδικευόμενοι ιατροί.
». Στο άρθρο
65 ορίζονται ως τυπικά προσόντα για την πρόσληψη σε θέση του κλάδου ιατρών
Ε.Σ.Υ. όλων των κατηγοριών και βαθμίδων η Ελληνική ιθαγένεια ή ιθαγένεια
κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, άδεια ασκήσεως ιατρικού
επαγγέλματος, τίτλος ειδικότητας αντίστοιχος με τη θέση (παράγρ.
1, περιπτ. α - γ αντιστοίχως) καθώς και ορισμένη
ηλικία ανάλογα με την προς κατάληψη θέση [περίπτ. δ΄ της παραγρ. 1 και παράγρ. 2 του άρθρου 65, όπως η παράγρ.
2 ίσχυε κατά την κατάθεση της κρινόμενης προσφυγής τροποποιηθείσα με το άρθρο
18 του ν. 3580/2007 (Α΄ 134), βλ. ήδη περίπτ. δ΄ της παραγρ. 1 όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 3 του ν. 4368/2016 (Α΄ 21/21.2.2016)], και
ότι «Πρόσληψη ιατρών ή παροχή υπηρεσιών σε ν.π.δ.δ.
από ιατρούς, που κατέχουν άλλη θέση στο Δημόσιο απαγορεύεται.» (παράγρ. 4). Στο άρθρο 69 ορίζονται τα της πληρώσεως θέσεων
του κλάδου ιατρών Ε.Σ.Υ. μετά από προκήρυξη των θέσεων από το αρμόδιο όργανο
(παρ. 1, βλ. ήδη άρθ. 35 παρ. 1 του ν. 4368/2016 περί αντικαταστάσεως της παρ.
1), ότι κάθε ιατρός μπορεί να υποβάλει αίτηση και να κριθεί για περισσότερες
της μιας θέσεων και ότι οι υποψήφιοι κρίνονται από ειδικά συμβούλια επιλογής
ιατρικού προσωπικού (παρ. 2), στην δε παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζονται τα της
κατατάξεως των υποψηφίων και του διορισμού των επιτυχόντων. Στο άρθρο 70 καθορίζεται
η θητεία για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. όλων των κατηγοριών και βαθμίδων (παρ. 1),
καθώς και ανώτατος χρόνος παραμονής στην θέση, μετά την εξάντληση του οποίου η
θέση επαναπροκηρύσσεται (παρ. 2). Στο άρθρο 72
ορίζονται τα της βαθμολογικής εξελίξεως των ιατρών με την κατάληψη κενής θέσεως
ανωτέρου βαθμού μετά από προκήρυξη της θέσεως και σχετική κρίση (παρ. 1), αν
όμως ο ιατρός δεν καταλάβει ανώτερη θέση μετά τη συμπλήρωση και τρίτης θητείας
δεν μπορεί να διεκδικήσει εκ νέου τη θέση του, η οποία προκηρύσσεται εντός δύο
μηνών, ο δε ιατρός τίθεται στη διάθεση του Υπουργείου Υγείας και τοποθετείται
με τον ίδιο βαθμό στην ίδια υγειονομική περιφέρεια σύμφωνα με τις ανάγκες της
υπηρεσίας (παρ. 4). Στο άρθρο 73 ορίζεται ότι
«Οι ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης εργάζονται πέντε (5)
ημέρες την εβδομάδα σε συνεχές πρωινό οκτάωρο ημερησίως (παρ. 1). Στο άρθρο 77
παρ. 1 ορίζονται τα πειθαρχικά αδικήματα, μεταξύ των οποίων και η άσκηση
ελεύθερου ή άλλου επαγγέλματος από ιατρούς πλήρους και αποκλειστικής
απασχόλησης (περ. α), η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή
οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής
υπηρεσίας (περ. β), η συνεργασία με ιατρούς που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή με
ιδιωτικές κλινικές (περ. γ), και η αδικαιολόγητη απουσία ή εγκατάλειψη θέσεως,
για την οποία, μετά την δεύτερη υποτροπή, μπορεί να επιβληθεί η ποινή της
οριστικής παύσεως [περ. ζ, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 6 του ν.
3329/2005 (Α΄ 81)]. Περαιτέρω, στην παράγρ. 5 του ίδιου
άρθρου 77, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 98 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167),
ορίζεται ότι για τα αδικήματα, μεταξύ άλλων, των ανωτέρω περιπτ.
α΄ και β΄ της παραγρ. 1 του
άρθρου αυτού, «ο ιατρός τιμωρείται υποχρεωτικώς με ποινή οριστικής παύσης και
σωρευτικά με ποινή προστίμου, από 5.000 μέχρι 30.000 ευρώ για την περίπτωση α`
και το ποσό του ανταλλάγματος προσαυξημένο επί 50 φορές για την περίπτωση β΄», στην δε παράγρ. 7 ότι «Η
ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί για
. τα αδικήματα της παρ. 1
περ. β΄, γ΄, δ΄ του νόμου αυτού, για τα αδικήματα της χρησιμοποίησης θέσης για
εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων ή τρίτων, της ατελούς ή μη έγκαιρης εκπλήρωσης
των καθηκόντων τους
». Στη συνέχεια, με το άρθρο 11 του ν. 2889/2001 «Βελτίωση
και εκσυγχρονισμός του Εθνικού Συστήματος Υγείας ...» (Α΄ 37), ορίσθηκε, μεταξύ
άλλων, ότι οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και
ότι η λειτουργία ιδιωτικού ιατρείου εντός του νοσοκομείου ή του κέντρου υγείας
και η απασχόλησή τους στον ιδιωτικό τομέα αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα που
συνεπάγεται την άμεση αναστολή καθηκόντων και την παραπομπή του υπαιτίου με το
ερώτημα της οριστικής παύσης [παράγρ. 1, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4272/2014 (Α΄ 145)], ότι, κατ εξαίρεση,
πανεπιστημιακοί ιατροί πλήρους απασχόλησης σε πανεπιστημιακές κλινικές,
εργαστήρια ή μονάδες εντός νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις
να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο (παράγρ. 2, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 4025/2011), ότι οι προσλαμβανόμενοι
το πρώτον ως Επιμελητές Α, Β, Γ και ως Διευθυντές διορίζονται με πενταετή
θητεία, στο τέλος της οποίας η θέση των τριών πρώτων βαθμών επαναπροκηρύσσεται
και εφ όσον καταληφθεί από τον ίδιο ιατρό αυτός διορίζεται ως μόνιμος, ενώ οι
Διευθυντές μονιμοποιούνται μετά από θετική αξιολόγηση από το αρμόδιο συμβούλιο
[παρ. 5, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3204/2003 (Α΄ 296)].
Ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3754/2009 «Ρύθμιση όρων
απασχόλησης των νοσοκομειακών ιατρών του ΕΣΥ ...» (Α΄ 43), όπως προκύπτει και
από την εισηγητική έκθεση του νόμου, καθιερώθηκε ένα νέο σύστημα (πολυδιευθυντικό) για την ένταξη και εξέλιξη των ιατρών στο
σύστημα Ε.Σ.Υ., οι οργανικές θέσεις των οποίων μετονομάσθηκαν σε θέσεις
ειδικευμένων ιατρών, και παρασχέθηκε σε κάθε άξιο επιστήμονα η δυνατότητα να
εξαντλήσει την ιεραρχία των βαθμίδων από τον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β΄
μέχρι τον βαθμό του Διευθυντή (περιπτ. Α - Γ), ήδη δε
μέχρι τον βαθμό του Συντονιστή Διευθυντή [περίπτ. Δ,
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 παρ. 1 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31)],
καθορίσθηκαν λεπτομερώς τα όργανα και η διαδικασία αξιολόγησης της
επιστημονικής επάρκειας των ιατρών από ειδικά συμβούλια αξιολόγησης (περιπτ. Δ και επόμ., όπως
ισχύουν), προβλέφθηκε δε η δημιουργία θέσεως Συντονιστή Διευθυντή σε κάθε Τμήμα
νοσοκομείου του Ε.Σ.Υ. στο οποίο υπηρετούν περισσότεροι Διευθυντές και
καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία πληρώσεώς της [περίπτ. Ζ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν.
3868/2010 (Α΄ 129)].
9. Επειδή, περαιτέρω, για
την απόκτηση του πτυχίου ιατρικής των Τμημάτων Ιατρικής των ημεδαπών ΑΕΙ
απαιτείται εξαετής φοίτηση (δώδεκα εξάμηνα) σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ. 1 του
π.δ. 327/1985 (Α΄ 115), το οποίο εξακολουθεί να
ισχύει μέχρι τη ρύθμιση του θέματος με τον Οργανισμό κάθε ιδρύματος [βλ. άρθρα
81 περίπτ. 43 και 80 παράγρ.
22 περίπτ. α του ν. 4009/2011 (Α΄ 195)]. Εξ άλλου,
για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται
κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, εφ όσον ο αιτών είναι πτυχιούχος Ιατρικής
Σχολής ημεδαπού Πανεπιστημίου [άρθρα 1-3 του Κώδικα Ασκήσεως Ιατρικού
Επαγγέλματος, α.ν. 1565/1939 (Α΄ 16)], ενώ οι
πτυχιούχοι ξένων σχολών «ίνα τύχωσιν αδείας, δέον να έχωσιν υποστή επιτυχώς την υπό
των κειμένων Νόμων προβλεπομένην δοκιμασίαν»
[βλ. άρθρο 2 του ν.δ. 67/1968 (Α΄ 303) που αφορά την
αναγνώριση αλλοδαπών πτυχίων ιατρικής κατόπιν εξετάσεως, βλ. ΣΕ 4719/2012]. Η
άδεια ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την
εγγραφή ιατρού σε Ιατρικό Σύλλογο (άρθρο 6 του β.δ.
της 11.10 - 7.11.1957 (Α΄ 225), συνιστά δε, όπως ήδη εκτέθηκε, τυπικό προσόν
για την πρόσληψη σε θέση του κλάδου ιατρών Ε.Σ.Υ. Τέλος, για την απόκτηση
τίτλου ιατρικής ειδικότητας, η οποία κατά τα εκτεθέντα συνιστά επίσης τυπικό
προσόν για την πρόσληψη σε θέση του κλάδου ιατρών Ε.Σ.Υ., απαιτείται άδεια
χορηγούμενη από τον αρμόδιο για Υπουργό μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου
Ιατρικών Ειδικοτήτων [άρθρο 5 του ν.δ. 3366/1955 (Α΄
258)], οι αρμοδιότητες του οποίου περιήλθαν ακολούθως στο Κεντρικό Συμβούλιο
Υγείας [άρθρα 110 παρ. 2 του π.δ. 544/1977 (Α΄ 178)
και 3 παρ. 2 του ν. 1278/1982 (Α΄ 105), όπως ισχύει]. Για την απόκτηση της εν
λόγω άδειας απαιτείται άδεια ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος, μετεκπαίδευση σε
αναγνωρισμένη κλινική η εργαστήριο, επιτυχής δοκιμασία ενώπιον εξεταστικής
επιτροπής και βεβαίωση εκπληρώσεως υπηρεσίας υπαίθρου [άρθρο 8 παρ. 1 περιπτ. α - δ του ν.δ. 3366/1955,
όπως η περίπτ. δ προστέθηκε με το άρθ. 22 παρ. 1 του
ν. 4208/2013 (Α΄ 252)]. Τέλος, με το άρθρο 1 του π.δ.
415/1994 (Α΄ 236), όπως ισχύει, καθορίσθηκε ο αναγκαίος χρόνος ειδικεύσεως για
την απόκτηση της ιατρικής ειδικότητας (βλ. ιδίως περιπτ.
6.Αναισθησιολογία-5 έτη, 7. Γαστρεντερολογία 6 έτη,
31.Πνευμονολογία -
Φυματιολογία - 5 έτη).
10. Επειδή, εξ άλλου, η
μισθολογική εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ. είχε μέχρι τη δημοσίευση του ν.
4093/2012 ως εξής: Με το άρθρο 30 του ν. 1397/1983 καθορίσθηκε ειδικό
μισθολόγιο για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., αποτελούμενο από τον βασικό μισθό,
κλιμακούμενο ανάλογα με τον βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας (0 - 3 χρόνια, 3 - 6
χρόνια και 6 - 9 χρόνια, Βοηθός: 35.000, 40.000 και 45.000 δρχ., Επιμελητής Β΄:
60.000, 65.000 και 70.000 δρχ., Επιμελητής Α΄: 75.000, 80.000 και 85.000 δρχ.
και Διευθυντής: 95.000, 110.000 και 130.000 δρχ. Αντιστοίχως, βλ. παράγρ. 1), και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και
προσαυξήσεις, όπως τα επιδόματα για δαπάνες βιβλιοθήκης και κίνησης λόγω των
ειδικών συνθηκών του επαγγέλματος και για την ετοιμότητα κάλυψης έκτακτων
αναγκών και η αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε συνέδρια και εκπαιδευτικό έργο (παράγρ. 2). Προβλέφθηκε επίσης αυτόματη τιμαριθμική
προσαρμογή των αμοιβών (παράγρ. 5) και προσαύξηση για
κάθε πέντε χρόνια ασκήσεως της ιατρικής ειδικότητας [παράγρ.
6, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παράγρ. 5 του
ν. 1759/88 (Α΄ 50)], ενώ με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου 30 προβλέφθηκε για τους
ιατρούς του Ε.Σ.Υ. η κατάργηση όλων των άλλων επιδομάτων εκτός των
οικογενειακών. Επιπλέον, με το άρθρο 29 του ίδιου νόμου, πριν την κατάργηση του
άρθρου αυτού με το άρθρο 132 του ν. 2071/1992, προβλέφθηκε η χορήγηση στους
γιατρούς του Ε.Σ.Υ. αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση (ενεργού εφημερίας,
εφημερίας ετοιμότητας κ.λπ.). Όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ν.
1397/1983, ο θεσμός του ιατρού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του Ε.Σ.Υ.
αποτελεί βασικό άξονα στήριξης του Ε.Σ.Υ., κύριο δε χαρακτηριστικό του είναι «η
καθιέρωση ειδικού μισθολογίου που εξασφαλίζει στο γιατρό αποδοχές που
ανταποκρίνονται στο έργο που προσφέρει, στις συνθήκες που ασκεί το έργο του,
τις ευθύνες που του δημιουργεί η αποστολή του, στην πολύχρονη πανεπιστημιακή
και μεταπανεπιστημιακή (ειδίκευση) εκπαίδευση και στη
διαρκή εκπαίδευσή του για να μην αποκόβεται από τις προόδους και τις εξελίξεις
της επιστήμης» (σελ. 8). Κατά την ίδια εισηγητική έκθεση (σελ. 29), η θέσπιση
του ειδικού μισθολογίου υπαγορεύθηκε «από την ανάγκη να εξασφαλισθεί στο γιατρό
του Ε.Σ.Υ. ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες ...
(ώστε) να αφήνεται απερίσπαστος στην επιτέλεση του έργου του», ως κριτήρια δε
για τη διαμόρφωση των συνολικών αποδοχών των ιατρών ελήφθησαν υπόψη «α) οι
ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, β) οι ιδιαίτερες ευθύνες που
δημιουργεί στο γιατρό η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου
του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την
υγεία του, την ίδια του τη ζωή, γ) η ανάγκη και υποχρέωση του γιατρού για
διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του, δ) η συνεχής ενημέρωση, συμπλήρωση και
ανανέωση των γνώσεων του γιατρού πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης
αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και η ευθύνη του για την αξιοποίηση των
επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, ε) τα
περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, στ) η πολύχρονη μεταπανεπιστημιακή
μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας (κατά μέσο όρο πέντε
(5) χρόνια σήμερα), ζ) ο περισσότερος συγκριτικά με άλλους κλάδους της δημόσιας
διοίκησης, χρόνος εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Νόμου, αλλά
κύρια η υποχρέωση του γιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο
εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή
δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του γιατρού, η) οι πάγιες ανάγκες του γιατρού για
απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την
ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα, θ) η
δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε
έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ι) η απαγόρευση του
γιατρού ν ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση
στο εθνικό σύστημα, περιορισμός που δεν ισχύει για κανένα κλάδο». Ακολούθως, με
το ν. 2606/1998 «Μισθολογικές ρυθμίσεις διπλωματικών υπαλλήλων ..., καθώς και
των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας ...» (Α΄ 89) θεσπίσθηκε από 1.1.1998
νέο μισθολόγιο για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. (βλ. άρθρο 21), προκειμένου, όπως
αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι αμοιβές, τα επιδόματα και οι
αποζημιώσεις που λαμβάνουν αυτοί να αποκατασταθούν σε επίπεδα που
ανταποκρίνονται στο ρόλο τους ως δημοσίων λειτουργών και στις ιδιόμορφες
συνθήκες εργασίας τους. Ειδικότερα, στο Β΄ Κεφάλαιο του ανωτέρω νόμου, υπό τον
τίτλο «Μισθολόγιο κλάδου γιατρών Εθνικού Συστήματος Υγείας», προβλέφθηκαν τα
εξής: «’ρθρο 4. Βασικός μισθός. 1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών
της ιεραρχίας του κλάδου των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.)
καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Επιμελητή Β΄, με τους
παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη εκατοντάδα: α.
Διευθυντής 1,40, β. Επιμελητής Α΄ 1.20, γ. Επιμελητής Β΄ 1.00, δ. Επιμελητής Γ΄
και ειδικευόμενος 0,70. 2. Για τη διαμόρφωση των βασικών μισθών της
προηγούμενης παραγράφου, ο μηνιαίος βασικός μισθός του Επιμελητή Β΄ ορίζεται σε
διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές [αυξηθείς σε 260.000 δρχ. από
1.1.1999 με το άρθρο 15 παρ. 1 περ. ιγ΄ του ν.
2702/1999 (Α΄ 70)].
. ’ρθρο 5. Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις. Πέρα από
το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα,
παροχές και αποζημιώσεις: 1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, κατ εφαρμογή των
διατάξεων της παραγρ. 1 του άρθρου 8 και του άρθρου
17 του ν. 2470/1997, υπολογιζόμενου και του χρόνου απόκτησης ειδικότητας. 2.
Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του
άρθρου 8 του ν. 2470/1997. 3. Επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και
ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό ως εξής: α.
Διευθυντής: 170.000 δραχμές το μήνα, β. Επιμελητής Α΄: 150.000 δραχμές το μήνα,
γ. Επιμελητής Β΄: 130.000 δραχμές το μήνα, δ. Επιμελητής Γ΄: 110.000 δραχμές το
μήνα. 4. Πάγια μηνιαία αποζημίωση, για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση
βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: α. Διευθυντής: 110.000 δραχμές το
μήνα, β. Επιμελητής Α΄: 95.000 δραχμές το μήνα, γ. Επιμελητής Β΄: 80.000
δραχμές το μήνα, δ. Επιμελητής Γ΄: 60.000 δραχμές το μήνα. 5. Οικογενειακή
παροχή, στο ίδιο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους
μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου. 6. Επιδόματα εορτών και άδειας, κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 9 του ν. 2470/1997. 7. Επίδομα θέσεως - ευθύνης στους
Διευθυντές, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού τους, οριζόμενο στις
ογδόντα χιλιάδες (80.000) δραχμές το μήνα. Στους Επιμελητές Α΄, που απονέμεται
ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή, καταβάλλεται επίδομα θέσεως - ευθύνης ίσο με
τα σαράντα εκατοστά (40/100) του αντίστοιχου επιδόματος του Διευθυντή, για όσο
χρονικό διάστημα φέρουν τον τίτλο αυτόν. Το ίδιο επίδομα και στο αυτό ύψος με
τους Αναπληρωτές Διευθυντές καταβάλλεται και σε γιατρούς που υπηρετούν σε
προσωποπαγείς θέσεις διευθυντών. Το επίδομα θέσεως ευθύνης καταβάλλεται και
στην περίπτωση απουσίας του δικαιούχου από τα καθήκοντά του, για οποιαδήποτε
αιτία, αλλά όχι πέρα των δύο (2) μηνών συνολικά κατ έτος
». Στη συνέχεια, με το
άρθρο 55 παρ. 2 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και
υπαλλήλων του Δημοσίου ... κ.λπ. » (Α΄ 297) [Ενιαίο μισθολόγιο],
καταργήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ανωτέρω άρθρα 4 και 5 του ν. 2606/1998, οι
ρυθμίσεις των οποίων επανελήφθησαν στα άρθρα 43 και 44 του νεότερου αυτού
νόμου. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, κρίθηκε
επιβεβλημένη η αναδιάρθρωση και ο εξορθολογισμός της
δομής των ειδικών μισθολογίων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκεκριμένων
κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ειδικώς δε ως προς τις
αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. διαπιστώθηκε η ανάγκη αναπροσαρμογής του πλαισίου
των αμοιβών που είχε θεσπισθεί με το ν. 2606/1998, με σκοπό τη βελτίωση των
αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του
Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Γ΄ του εν λόγω νόμου, με τίτλο «ΙΑΤΡΟΙ ΕΘΝΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ», ορίσθηκαν τα εξής: «’ρθρο 43. Βασικός μισθός. 1. Ο μηνιαίος
βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του ...
(Ε.Σ.Υ.) καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Επιμελητή Β΄, ο
οποίος πολλαπλασιάζεται με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην
πλησιέστερη μονάδα ευρώ: α. Διευθυντής 1,40, β. Επιμελητής Α΄ 1,20, γ.
Επιμελητής Β΄ 1,00, δ. Επιμελητής Γ΄ και ειδικευόμενος 0,70. 2. Για τη
διαμόρφωση των βασικών μισθών της προηγούμενης παραγράφου, ο μηνιαίος βασικός μισθός
του Επιμελητή Β΄ ορίζεται σε χίλια σαράντα δύο ευρώ (1.042 ευρώ). ’ρθρο 44.
Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις. Α. Πέρα από το βασικό μισθό του
προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις
κατά μήνα: 1. Χρόνου υπηρεσίας, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου Α. 1. του
άρθρου 30 του νόμου αυτού. Ως υπηρεσία για τη χορήγηση του επιδόματος αυτού
λαμβάνεται υπόψη εκείνη που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 15 του
παρόντος νόμου, υπολογιζομένου και του χρόνου
απόκτησης ειδικότητας. 2. Μεταπτυχιακών σπουδών, για τη χορήγηση του οποίου
εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου Α. 1. του άρθρου 8 του νόμου αυτού. 3.
Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου
οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: α. Διευθυντής 450 , β. Επιμελητής Α΄ 389 , γ.
Επιμελητής Β΄ 327 , δ. Επιμελητής Γ΄ και ειδικευόμενος 265 . 4. Πάγια
αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά
βαθμό, ως εξής: α. Διευθυντής 339 , β. Επιμελητής Α΄ 293 , γ. Επιμελητής Β΄
247 , δ. Επιμελητής Γ΄ και
ειδικευόμενος 185 . 5. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 11 του παρόντος νόμου. 6. Θέσεως ευθύνης στους Διευθυντές, για όσο χρόνο
ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού τους, οριζόμενο σε διακόσια τριάντα πέντε ευρώ
(235 ). Στους Επιμελητές Α΄, που απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή,
καταβάλλεται επίδομα θέσεως ευθύνης ίσο με τα σαράντα εκατοστά (40/100) του
αντίστοιχου επιδόματος του Διευθυντή, για όσο χρονικό διάστημα φέρουν τον τίτλο
αυτόν. Το ίδιο επίδομα και στο αυτό ύψος με τους Αναπληρωτές Διευθυντές
καταβάλλεται και σε ιατρούς που υπηρετούν σε προσωποπαγείς θέσεις Διευθυντών.
Το επίδομα θέσεως ευθύνης καταβάλλεται και στην περίπτωση απουσίας του
δικαιούχου από τα καθήκοντά του, για οποιαδήποτε αιτία, αλλά όχι πέραν των δύο
(2) μηνών συνολικά κατ έτος. Β. 1. Εορτών και αδείας, χορηγούμενα σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 31 του νόμου αυτού. 2.
». Στη συνέχεια, ο μηνιαίος
βασικός μισθός του Επιμελητή Β΄ ιατρού του Ε.Σ.Υ. αναπροσαρμόσθηκε από 1.1.2005
σε 1.080 ευρώ με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν.
3336/2005 (Α΄ 96), από 1.1.2006 σε 1.112 ευρώ με το άρθρο 11 περ. ιδ΄ του ν. 3453/2006 (Α΄ 74), από 1.1.2007 σε 1.151 ευρώ με
το άρθρο 1 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν. 3554/2007 (Α΄ 80)
και από 1.1.2008 και 1.10.2008 σε 1.180 και 1.203 ευρώ αντίστοιχα με το άρθρο 5
περ. ιδ΄ του ν. 3670/2008 (Α΄ 117). Ακολούθως, με τον
προαναφερθέντα ν. 3754/2009 ρυθμίσθηκε, όπως προκύπτει από τη σχετική
αιτιολογική έκθεση, σειρά σημαντικών ζητημάτων για τους νοσοκομειακούς ιατρούς
με σκοπό την εξασφάλιση συνθηκών απασχόλησης και απολαβών «που ανταποκρίνονται
στην επιστημοσύνη τους και την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια», τονίζεται δε
ότι οι θεσπιζόμενες μισθολογικές ενισχύσεις «αποτελούν τη βάση του νέου
μισθολογίου των γιατρών, που θα ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα και τη
σπουδαιότητα του λειτουργήματός τους». Ειδικότερα, στο άρθρο 6 του εν λόγω
νόμου, με τίτλο «Μισθολόγιο», ορίσθηκαν τα εξής: «1. Το άρθρο 43 του ν.
3205/2003 ... αντικαθίσταται ως κάτωθι: «1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των
βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ)
ορίζονται από 1ης Ιανουαρίου 2009, στα παρακάτω ποσά: α. Διευθυντής 2.054 , β.
Επιμελητής Α΄ 1.759 , γ. Επιμελητής Β΄ 1.468 , δ. Ειδικευόμενος 1.027 . 2.
». 2. Το εδάφιο δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003
αντικαθίσταται ως εξής: «δ. Ειδικευόμενος 355 ». Εξ άλλου, με το άρθρο 55 παρ.
2 του μνημονευθέντος ν. 3918/2011 αντικαταστάθηκε εκ νέου το ανωτέρω άρθρο 43 του
ν. 3205/2003, εν όψει της θεσπίσεως με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου του βαθμού
του Συντονιστή Διευθυντή, και ορίσθηκε ότι: «1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί
όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος
Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται από 1ης Ιανουαρίου 2011, στα παρακάτω ποσά: α.
Συντονιστής Διευθυντής 2.055 ευρώ. β. Διευθυντής 2.054 ευρώ. γ. Επιμελητής Α`
1.759 ευρώ. δ. Επιμελητής Β` 1.468 ευρώ. ε. Ειδικευόμενος 1.027 ευρώ», ενώ με
το άρθρο 66 παρ. 33 του ν. 3984/2011 (Α΄ 150) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο
της περίπτωσης 6 της πρώτης παραγράφου του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 και
προβλέφθηκε η χορήγηση επιδόματος «Θέσεως - Ευθύνης στους Συντονιστές
Διευθυντές, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού τους, οριζόμενο σε
διακόσια τριανταπέντε (235) ευρώ».
11. Επειδή, περαιτέρω, για
την αποτελεσματικότερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. ο νόμος καθιέρωσε
πρόγραμμα υποχρεωτικών εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, με την
μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 1397/1983 ορίσθηκε ότι οι
ιατροί του Ε.Σ.Υ. όλων των βαθμών, πέρα από το τακτικό ωράριο εργασίας,
υποχρεούνται σε ενεργό εφημερία μέσα στο νοσοκομείο ή το κέντρο υγείας, καθώς
και σε εφημερία ετοιμότητας, για την οποία καταβάλλεται αποζημίωση κατά τις
διατάξεις περί υπερωριακής απασχόλησης. Ακολούθως, ο ν. 1892/1990 (Α΄ 101) στο
άρθρο 54 με τίτλο Διασφάλιση της ετοιμότητας της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ.
όρισε, μεταξύ άλλων, το ύψος της μηνιαίας αποζημίωσης για την πραγματοποίηση
εφημεριών ετοιμότητας των ιατρών του ΕΣΥ ανάλογα με τον βαθμό και τα χρόνια
υπηρεσίας [παράγρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 86 του ν. 2071/1992] και τον αριθμό των υποχρεωτικών εφημεριών
ετοιμότητας για τους ιατρούς που λαμβάνουν την πάγια αποζημίωση εφημεριών
ετοιμότητας σε τέσσερις (4) ολοήμερες εφημερίες ετοιμότητας δεκαέξι (16) ωρών
κάθε μιας (παράγρ. 3). Με το ίδιο άρθρο ορίσθηκε
περαιτέρω ότι .. οι γιατροί, οι οποίοι λαμβάνουν την πάγια αποζημίωση
εφημεριών ετοιμότητας, εφόσον κληθούν στο νοσοκομείο ή κέντρο υγείας κατά το
χρονικό διάστημα της ετοιμότητάς τους, δεν δικαιούνται πρόσθετης αποζημίωσης,
υπό μορφή ενεργού εφημερίας, τροποποιουμένης αναλόγως
της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 1397/1983 (παράγρ.
7), με την δε παράγρ. 8 παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για
τον καθορισμό, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων, των υποχρεώσεων των ιατρών κατά τη διάρκεια της εφημερίας
ετοιμότητας και των συνεπειών της μη τηρήσεως αυτών [βλ. συναφώς υπουργικές
αποφάσεις Α2β/10241/27.3.1991 (Β΄ 229) για το έτος 1991, Δγ/οικ.1000/ 24.2.1992
(Β΄ 139) για το έτος 1992, ΔΥ1γ/1010/3.2.1993 (Β΄ 89) για το έτος 1993,
ΔΥ13/α/70.000/28.12.1993 (Β΄ 64) για το έτος 1994, ΔΥ13α/330/18.1.1995 (Β΄ 93)
για το έτος 1995, ΔΥ13α/31700/ 24.1.1996 (Β΄ 33, αναδημ.
Β΄ 426) για το έτος 1996 και κ.υ.α.
ΔΥ13α/4325/31.1.1997 (Β΄ 101) για το έτος 1997]. Περαιτέρω, με το άρθρο 88 παράγρ. 1 του ν. 2071/1992, όπως η παράγρ.
αυτή αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 3204/2003 (Α΄ 296),
ορίσθηκε ότι οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. όλων των βαθμών υποχρεούνται σε εφημερία
ετοιμότητας ανάλογα με τις ανάγκες των τμημάτων, εργαστηρίων και ειδικών
μονάδων στα οποία υπηρετούν, για την οποία καταβάλλεται αποζημίωση για
υπερωριακή απασχόληση κατά τις κείμενες διατάξεις, και ότι οι σχετικές
λεπτομέρειες θα καθορισθούν με υπουργική απόφαση (παράγρ.
2). Στη συνέχεια, με το άρθρο 7 του ν. 2606/1998 αρχικώς και στη συνέχεια με το
άρθρο 45 του μνημονευθέντος ν. 3205/2003 (Ενιαίο μισθολόγιο) ρυθμίσθηκαν τα των
εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, με το άρθρο αυτό ορίσθηκε ότι η
συμμετοχή όλων των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στο πρόγραμμα εφημεριών είναι υποχρεωτική
για όλους τους βαθμούς και βαθμίδες, σύμφωνα με τις εκάστοτε υπηρεσιακές
ανάγκες (παράγρ. 1). Περαιτέρω, για την οργάνωση των
εν λόγω εφημεριών, τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας όλης της χώρας
κατετάγησαν σε τρεις ζώνες Α, Β και Γ, ανάλογα με την έδρα τους [παράγρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν.
3896/2010 (Α΄ 207) και τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως], περαιτέρω δε ορίσθηκε
ανώτατο όριο συμμετοχής των ιατρών σε εφημεριακή
απασχόληση, ενεργό και ετοιμότητας, κατά νοσοκομείο για κάθε ζώνη (παράγρ. 3), η συνολική αμοιβή (ωρομίσθιο) για κάθε ενεργό
εφημερία ανάλογα με το βαθμό και τις συνθήκες απασχόλησης (παράγρ.
4), η αμοιβή για κάθε εφημερία ετοιμότητας (παράγρ.
5), οι υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στις εφημερίες ιατρών (παράγρ.
6) και η έννοια της μικτής εφημερίας, αποτελουμένης
από ενεργό 6ωρη εφημερία, μετά το πέρας του τακτικού ωραρίου, που συνεχίζεται
με εφημερία ετοιμότητας μέχρι τη συμπλήρωση του 16ώρου (παράγρ.
7). Στο ίδιο άρθρο ορίσθηκε επίσης ότι το σύνολο των πρόσθετων αμοιβών και
απολαβών των ιατρών, περιλαμβανομένων και των αποζημιώσεων από εφημερίες, δεν
επιτρέπεται να υπερβεί κατά μήνα τις αποδοχές της οργανικής τους θέσεως, χωρίς
συνυπολογισμό της οικογενειακής παροχής και των επιδομάτων εορτών και αδείας,
και ότι το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών της οργανικής θέσεως και των πρόσθετων
αμοιβών δεν μπορεί να υπερβεί τις μηνιαίες αποδοχές Εφέτη με 19 χρόνια
υπηρεσίας, χωρίς την οικογενειακή παροχή, όπως καθορίζονται στο άρθρο 57 του ν.
3691/2008 (Α΄ 166) [παράγρ. 9, όπως διαμορφώθηκε με
το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3808/2009 (Α΄ 227)]. Περαιτέρω, με την παράγρ. 11 προβλέφθηκε η καταβολή μηνιαίας αποζημιώσεως
στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., αντιστοιχούσης σε ορισμένο αριθμό εφημεριών κατά μήνα
ανάλογα με τον βαθμό και τη ζώνη (παράγρ. 11, όπως
προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3868/2010 και τροποποιήθηκε στη
συνέχεια). Τέλος, με τον μνημονευθέντα ν. 3754/2009 ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι
οι νοσοκομειακοί ιατροί του Ε.Σ.Υ., οι πανεπιστημιακοί ιατροί και οι
ειδικευόμενοι πραγματοποιούν τις απαραίτητες εφημερίες για την ασφαλή
λειτουργία των Νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας, το πρόγραμμα των οποίων
(εφημεριών) καταρτίζεται κατά τις κείμενες διατάξεις και σχετική κλαδική
σύμβαση (άρθρο 1), ότι το επίσημο ωράριο των νοσοκομειακών ιατρών είναι
επτάωρο, συνεχές, πρωινό και πενθήμερο από Δευτέρα έως Παρασκευή και ότι μετά
από κάθε ενεργό εφημερία παρέχεται στον ιατρό, σε εργάσιμη ημέρα, εικοσιτετράωρη
ανάπαυση [άρθρο 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 4208/2013
(Α΄ 252)]. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, με τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 2 περί θεσπίσεως
επταώρου τακτικού πρωινού ωραρίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και χορηγήσεως ημερανάπαυσης μετά από κάθε ενεργό εφημερία «κατοχυρώνονται
ικανά αντισταθμιστικά οφέλη για την ανάπαυση των γιατρών, στο μέτρο που
υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπτά όρια εργασίας για τις ανάγκες εκτέλεσης του
προγράμματος των εφημεριών. Με τη βελτίωση των όρων εργασίας των γιατρών και
την εξασφάλιση χρόνου ανάπαυσής τους, βελτιστοποιούνται και η προοπτική παροχής
αποδοτικότερων υπηρεσιών υγείας, επ ωφελεία του ΕΣΥ και του κοινωνικού
συνόλου».
12. Επειδή, τέλος, με το
άρθρο 9 του προαναφερθέντος ν. 2889/2001 και την κ.υ.α.
Υ4α/ΓΠ οικ. 40620/6.12.2001 (Β΄ 1643) είχε επιτραπεί από 1.1.2002 στα
νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., μετά το τακτικό ωράριο, η λειτουργία απογευματινών
ιατρείων και η διενέργεια διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Το ανωτέρω
άρθρο 9, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του μνημονευθέντος ν. 3868/2010,
ορίζει μεταξύ άλλων ότι καθιερώνεται η ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων που
ανήκουν στο Ε.Σ.Υ. με την επέκταση των εξωτερικών ιατρείων και τη διενέργεια
διαγνωστικών, θεραπευτικών και επεμβατικών πράξεων πέραν του τακτικού ωραρίου
(παρ. 1), ότι το ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό των μονάδων του
Ε.Σ.Υ. «μπορεί» να προσφέρει τις υπηρεσίες του πέραν του τακτικού ωραρίου υπό
ορισμένες προϋποθέσεις (παρ. 2), ότι η δαπάνη για την ιατρική επίσκεψη και τις
διαγνωστικές κλπ πράξεις, που πραγματοποιούνται πέραν του τακτικού ωραρίου,
βαρύνει κατά περίπτωση τον ασφαλιστικό φορέα του ασθενούς, την ασφαλιστική του
εταιρία ή τον ίδιο τον ασθενή (παρ. 5), και ότι τα έσοδα από την πέραν του
τακτικού ωραρίου λειτουργία κατατίθενται στο ταμείο του νοσοκομείου και
διατίθενται κατά προτεραιότητα για την κάλυψη των αναγκών του νοσηλευτικού
ιδρύματος (παρ. 7) - βλ. και εκδοθείσα κατ εξουσιοδότηση του άρθ. 9 παρ. 6 του
ν. 2889/2001, όπως ισχύει, κ.υ.α. Υ4α/147881/
25.11.2010 (Β΄ 1851), με την οποία ρυθμίζονται λεπτομερώς τα παραπάνω θέματα.
13. Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή
εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (σκέψεις 8 - 9), σε αντιπαραβολή προς τις
αντίστοιχες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, συνάγεται ότι οι μόνιμοι ιατροί
του Ε.Σ.Υ τελούν υπό ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς εν σχέσει
προς τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Ειδικότερα, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ.
εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία όχι μόνο στον εισαγωγικό βαθμό του κλάδου
τους, όπως προβλέπεται, κατ' αρχήν, για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους [βλ.
Υ.Κ., ν. 2683/1999 (Α΄ 19) άρθ. 79, ν. 3528/2007 (Α΄ 26) άρθ. 80, βλ. και άρθ.
6 ν. 4024/2011 (Α΄ 226) [Ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο]), αλλά και σε βαθμό
ανώτερο αυτού, ακόμη και απευθείας στο βαθμό του Διευθυντή του Ε.Σ.Υ., ανάλογα
με τα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα, μετά από προκήρυξη της οικείας θέσης
και απόφαση των αρμοδίων συμβουλίων. Τα ανώτατα όρια ηλικίας διορισμού τους
(45ο έτος για Επιμελητή Β΄, 50ο για Επιμελητή Α΄ και 55ο για Διευθυντή σύμφωνα
με το άρθ. 26 ν. 1397/1983, όπως είχε αρχικά, τα οποία αυξήθηκαν στο 50ο, 55ο
και 60ο έτος, αντιστοίχως, με το άρθρο 65 παρ. 1 εδ.
δ΄ του ν. 2071/1992) ορίζονται πολύ μεγαλύτερα από αυτά των δημοσίων υπαλλήλων
(35ο και 30ο για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, ΥΕ αντιστοίχως, άρθρο 6 ν.
2683/1999, άλλως ήδη κατ άρθ. 6 παρ. 2 ν. 3528/2007), κατά δε την πρώτη
εφαρμογή του ν. 1397/1983 ορίσθηκε ότι σε κάθε νοσοκομείο αρκούσε για όλες τις
θέσεις οι υποψήφιοι να μην έχουν υπερβεί το 63ο έτος της ηλικίας (άρθρο 26 παρ.
3 του ν. 1397/1983, πριν καταργηθεί με άρθ. 132 ν. 2071/1992). Περαιτέρω, για
τον διορισμό τους στο Ε.Σ.Υ. λαμβάνεται υπόψη όλη η προηγούμενη ιατρική
υπηρεσία τους, ποσοτική και ποιοτική, σε νοσοκομεία, δημόσια ή ιδιωτικά, σε
ασφαλιστικούς οργανισμούς, ελεύθερο επάγγελμα κ.λπ., η δε εμπειρία που
αποκτήθηκε κατά την προϋπηρεσία αυτή και το ιατρικό και επιστημονικό έργο που
παρήγαγαν κατά τη διάρκειά της, αξιολογούνται κατά την κρίση και την επιλογή
τους για την κατάληψη της θέσεως για την οποία είναι υποψήφιοι [βλ. αποφάσεις
Υπ. Υγείας Πρόνοιας 17653/1984 (Β΄ 849) και 13α/οικ. 39832/1997 (Β΄ 1088)].
Τέλος, για την βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο
χρόνος υπηρεσίας τους στο Ε.Σ.Υ. και ο βαθμός της θέσης τον οποίο κατέχουν. Από
τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι μόνιμοι γιατροί του Ε.Σ.Υ. τελούν υπό ειδικές
συνθήκες από άποψη εισόδου και εξελίξεως στη δημόσια υπηρεσία σε σχέση προς
τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, αφού εισέρχονται σ αυτήν σε μεγαλύτερη
ηλικία, αξιολογείται δε κατά τον διορισμό τους, από τα αρμόδια όργανα επιλογής,
όλη η μέχρι τότε ιατρική προϋπηρεσία τους, ανεξαρτήτως αν έχει προσφερθεί σε
δημόσια ή ιδιωτικά νοσοκομεία, στα οποία είναι δυνατόν να έχουν διανύσει μεγάλο
μέρος ή και το σύνολο της ιατρικής προϋπηρεσίας τους (ΣΕ 1292/2003, βλ. και
4519/2011). Περαιτέρω, από τις παρατεθείσες διατάξεις
που αφορούν τη μισθολογική εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (σκ. 10, βλ. και σκ.
11 - 12), προκύπτει ότι ο νομοθέτης επεφύλαξε διαχρονικώς στους ιατρούς του
Ε.Σ.Υ. ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση, με αποδοχές προβλεπόμενες ειδικώς στο
νόμο και ύψους αναλόγου προς την σημασία του λειτουργήματός τους, κατ εκτίμηση
των ειδικών συνθηκών ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, των ιδιαίτερων
απαιτήσεων του ιατρικού επαγγέλματος, όσον αφορά το χρόνο απασχόλησης, την
ένταση και την ποιότητα της εργασίας, των ιδιαιτέρων ευθυνών που απορρέουν από
την άσκησή του, του καθεστώτος πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο
παρέχουν τις υπηρεσίες τους, του μεγαλύτερου χρόνου γενικής εκπαίδευσης εν σχέσει με άλλους επιστήμονες, της πολυετούς μεταπανεπιστημιακής μετεκπαίδευσής τους για ειδίκευση αλλά
και της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους (βλ. ΣΕ 78/2003, 3115/2002,
3901, 2215/2001, 2440/2000, 2/1998, 5624/1996, 3613, 3582/1996 7μ., βλ. επίσης
ΣΕ 2398/2013, 1594/2009 κ.ά.). H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν ταυτίζεται με
εκείνη των άμεσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο
άρθρο 26 του Συντάγματος και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δικαστικούς
λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, το οποίο
επιτάσσει ευθέως την χορήγηση σ αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς
το λειτούργημά τους. Η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των
ιατρών του Ε.Σ.Υ. απορρέει εμμέσως από την κατά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3)
υποχρέωση του Κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς
όλους τους πολίτες, την οποία υλοποιούν κατ εξοχήν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., και εγγυάται
τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια συναπτόμενα όχι μόνο προς
τον βαθμό και τα καθήκοντα της θέσεώς τους, αλλά και προς τις ιδιαίτερες
συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους (κίνδυνοι
εκθέσεως σε μολυσματικούς παράγοντες κλπ), ώστε οι αποδοχές τους να είναι
επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους,
συγχρόνως δε για να αποτρέπεται η εξωϋπηρεσιακή τους
απασχόληση, και δη σε τομείς της ιδιωτικής οικονομίας που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται
από την ιατρική τους ιδιότητα (προμήθειες υλικών, χορήγηση σκευασμάτων,
συνεργασία με ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας κλπ),
καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους αυξημένοι κίνδυνοι
διαφθοράς (πρβλ. ΣΕ 2192 2194/2014 Ολομ., βλ. και αιτιολογική έκθεση του ν. 1397/1983 σελ. 8).
Η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νομοθέτη της εν λόγω αρχής αποτελεί μία
πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της
αποστολής του Ε.Σ.Υ. μέσω της ενισχύσεως του ηθικού του ιατρικού προσωπικού
του, αλλά και δικαίωμα των ιατρών, λόγω των απαγορεύσεων και περιορισμών, στους
οποίους υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους. Και ναι μεν στο
πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ εκτίμηση των εκάστοτε
κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να
προβεί σε μείωση του βασικού μισθού και των επιδομάτων των ιατρών του Ε.Σ.Υ.,
δεδομένου μάλιστα ότι από καμία αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη ή αρχή δεν
κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους (ΣΕ Ολομ.
3177/2014 σκ. 8, 2192/2014 σκ. 12, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 7.5.2013, Κουφάκη και
ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος σκ. 33 κ.ά.), όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος
των εν λόγω δημοσίων λειτουργών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των
αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού
καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το
δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να
έχει στην λειτουργία του Ε.Σ.Υ., καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα
μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο
κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει,
κατ αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά
συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται
εντονότερη στην περίπτωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ., υπέρ των οποίων ο νομοθέτης,
κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρεούται κατά τον προσδιορισμό του ύψους των
αποδοχών τους να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις
ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του λειτουργήματός τους,
καθώς και την κατ αρχήν αποκλειστική αφιέρωση στο λειτούργημα αυτό, ώστε οι
αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της
σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος
της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων από την άποψη της λήψεως υπόψη από
τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι
άλλων προδήλως απροσφόρων, έλεγχος πάντως που είναι
οριακός (πρβλ. ΣΕ 2192 - 2194/2014 Ολομ., πρβλ. ΣΕ 3443/1998 Ολομ., 119, 545/2001, 1333/2000).
14. Επειδή, οι ιατροί του
Ε.Σ.Υ., μέχρι την αναδρομική από 1.8.2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε
με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγρ. Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.
4093/2012, υπέστησαν, διαδοχικώς, τις ακόλουθες μειώσεις στις αποδοχές τους: Με
το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40/15.3.2010, έναρξη ισχύος από 1.1.2010,
σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου) ορίσθηκαν τα εξής: «1.
2. Τα
πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με
οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη
προβλεπόμενα, των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων
Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)
. μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό
(12%)
τα επιδόματα των Χριστουγέννων,
Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα
3. [όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 90 του
ν. 3842/2010 (Α΄ 58)] Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα
επιδόματα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά: α)
οικογενειακής παροχής [άρθρο
44 παρ. Α5
του ν. 3205/2003
], β) χρόνου
υπηρεσίας (άρθρα
44 παρ. Α.1
του ν. 3205/2003), γ) εφημεριών (άρθρο 45 του
ν. 3205/2003), δ)
ι) μεταπτυχιακών σπουδών [
άρθρο 44 παρ. 2
του ν.
3205/2003
]
9. Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο
άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι την
εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της
ψήφισης του νόμου αυτού μηνών ως εξής:
». Ακολούθως, με το άρθρο τρίτο του ν.
3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής
οικονομίας από τα κράτη - μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010, έναρξη ισχύος άρθρου τρίτου από 1.6.2010, βλ. άρθρο
έβδομο παρ. 1 του νόμου) [Μνημόνιο Ι] ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα πάσης φύσεως
επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη
ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των
λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.
3833/2010 ... μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2. Από τη μείωση
της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην
παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 3.
6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από
οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας,
διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς,
υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως
και 4,
καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια
(500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το
επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου
εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και
αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγουμένου εδαφίου, δεν
υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000)
ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου
αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το
ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται
μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους. 7.
8.
9.
». Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν.
3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής
Στρατηγικής 2012 - 2015» (Α΄ 152/1.7.2011) ορίσθηκε ότι: «Αναστέλλονται από
1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις
της
παραγράφου Α.1. του άρθρου 44
του ν.
του ν. 3205/2003 [που προβλέπουν το
επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.]
β)
», οι διατάξεις δε του
ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν.
4024/2011 (Α΄ 226), στην οποία προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση
των διατάξεων του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις
στα ειδικά μισθολόγια» με το εδάφιο β΄ της περιπτώσεως 38 της αναφερομένης
κατωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.
Με το άρθρο 55 παρ. 23 περ. δ΄ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της
συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου - Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη
δημοσιονομική εξυγίανση - κ.λπ.» (Α΄ 180/22.8.2011) μειώθηκε από 1.7.2011 εκ
νέου κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν.
3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών
άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την
αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας «κρίνεται αναγκαία η μείωση των
επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή
ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο
της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του
μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών». Εξ άλλου, με το άρθρο 6 παρ. 9 του
μνημονευθέντος ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 1.1.2012, ο συντελεστής βάσει του
οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του
βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 1.1.2012, και το μηνιαίο
ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε
Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού
του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.
Παραλλήλως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν και στο σύνολο των γενικής φύσεως
οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του
δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η
σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η
αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, άρθρο
1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.α.), η
επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική
αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους
αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα
και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ.
του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.α.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου
θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και η σταδιακή αύξηση
των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων [άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν.
4021/2011 (Α΄ 218) κ.ά.].
15. Επειδή, με τον ν.
4046/2012 [Μνημόνιο ΙΙ] (Α΄ 28/14.2.2008) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου
Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως
προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής
Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
(Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, τα σχέδια
των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σ αυτόν ως
Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τα ακόλουθα
μέρη: α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic
and Financial Policies), β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες
Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Εconomic
Policy Conditionality) και
γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding).
Στο πρώτο από τα ανωτέρω τρία επί μέρους Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο
Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στον ν.
4046/2012 ως Παράρτημα V_1, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής στο κεφάλαιο με
τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική»: «
7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις,
συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό
του 2012, περιλαμβάνουν:
Μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου
τομέα. Μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012, θα μεταρρυθμίσουμε τα ειδικά μισθολόγια του
δημοσίου (που αφορούν το ένα τρίτο της μισθολογικής δαπάνης του δημόσιου
τομέα). Σε συμφωνία με τις αρχές της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 2011, θα
προσαρμόσουμε τις αποδοχές για τα ειδικά μισθολόγια (συμπεριλαμβανομένων των
δικαστών, των διπλωματών, των μετακλητών, των ιατρών, των καθηγητών, της
αστυνομίας και των ένοπλων δυνάμεων), ενώ θα προστατεύσουμε όσους είναι στις
χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες με στόχο την πραγματοποίηση μόνιμων καθαρών
εξοικονομήσεων ύψους περίπου 0,2 τοις εκατό του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Θα
αναθεωρήσουμε επίσης το νέο σύστημα προαγωγών για να διασφαλίσουμε ότι υπάρχουν
οι κατάλληλοι έλεγχοι κατά της αύξησης του μισθολογικού κόστους μέσω των προαγωγών
8. Δεδομένης της χαμηλής είσπραξης φόρων σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές
χώρες, η στρατηγική προσαρμογής μας βασίζεται στην εισαγωγή εκτενών
μεταρρυθμίσεων στη φορολογική διοίκηση ... 9. Έχουμε δεσμευθεί να πετύχουμε τον
δημοσιονομικό μας στόχο και είμαστε έτοιμοι να λάβουμε διορθωτικά μέτρα στην
περίπτωση υποαπόδοσης. Τα διορθωτικά μέτρα, εάν
κριθούν αναγκαία, θα περιλαμβάνουν πρόσθετες στοχευμένες
μειώσεις στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα και στις κοινωνικές δαπάνες,
Παρομοίως, στην περίπτωση μιας διαρκούς υπέρ απόδοσης, η οποία θεωρηθεί
μόνιμη, θα θέσουμε αυστηρότερους στόχους για το έλλειμμα, αλλά μπορεί επίσης να
εξετάσουμε μια μείωση εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Πρόθεσή μας είναι να
διατηρήσουμε το σχετικό φορολογικό βάρος από τους έμμεσους φόρους.». Στο
δεύτερο από τα ανωτέρω δύο Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις
Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στον ν.
4046/2012 ως Παράρτημα V_2, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο κεφάλαιο 1 με τίτλο
«Δημοσιονομική εξυγίανση» τα εξής: «
Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση
προβαίνει επίσης στις ακόλουθες εκκρεμείς ενέργειες:
Μέχρι τον Ιούνιο του
2012 η Κυβέρνηση θα θεσπίσει νομοθετικά μία μείωση κατά μέσο όρο 10% στα
αποκαλούμενα «ειδικά μισθολόγια» του δημοσίου τομέα, στα οποία το νέο
μισθολόγιο δεν ισχύει. Τούτο θα εφαρμοσθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και
εντεύθεν και θα επιφέρει εξοικονομήσεις της τάξεως των 114 εκατομμυρίων Ευρώ
τουλάχιστον (με αντίκτυπο μεταφοράς 226 εκατομμυρίων Ευρώ το 2013) (καθαρό
ποσόν αφού ληφθεί υπόψη η επίπτωση επί των φόρων και των εισφορών κοινωνικής
ασφάλισης)
Η Κυβέρνηση δηλώνει την ετοιμότητά της να ορίσει και να θεσπίσει
πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί
στόχοι». Στη συνέχεια, με τον ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) εισήχθησαν
επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του, κατά τα ανωτέρω, εγκριθέντος
Μνημονίου Συνεννόησης και επήλθαν οι αναγκαίες προσαρμογές στον εγκριθέντα με
τον ν. 4032/2011 (Α΄ 257) προϋπολογισμό του 2012. Στην αιτιολογική έκθεση επί
του άρθρου 2 του νόμου αυτού αναφέρεται ότι: «... η μεγαλύτερη από την
αναμενόμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση
αποκλίσεων μεταξύ των αρχικών εκτιμήσεων και των τελικών αποτελεσμάτων του οικονομικού
έτους 2011. Συνέπεια της απόκλισης αυτής είναι η ανάγκη επανακαθορισμού των
μεγεθών του προϋπολογισμού του 2012 έτσι ώστε να είναι εφικτή η σύγκλιση με
τους στόχους που έχουν τεθεί με το αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο
Δημοσιονομικής Στρατηγικής που έχει εγκριθεί από τη Βουλή. Οι παρεμβάσεις αυτές
που γίνονται για την αντιστάθμιση των εκτιμώμενων αποκλίσεων αποτυπώνονται στον
κατωτέρω πίνακα ...». Στον πίνακα αυτό με τίτλο «Νέες Δημοσιονομικές
παρεμβάσεις: α. Κρατικός Προϋπολογισμός» προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων,
εξοικονόμηση της τάξης των 205 εκατομμυρίων ευρώ από τη μείωση των ειδικών
μισθολογίων. Ακολούθως, στις 9 Μαρτίου 2012, ολοκληρώθηκε επιτυχώς, η
διαδικασία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI) με την ανταλλαγή
ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής ονομαστικής αξίας 198,045
δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι νέων ομολόγων, ονομαστικής αξίας 92,072
δισεκατομμυρίων ευρώ, γεγονός που οδήγησε σε άμεση μείωση του δημοσίου χρέους
της χώρας κατά 105,973 δισεκατομμύρια ευρώ και σε περιορισμό των μελλοντικών
δαπανών για τόκους. Εν όψει της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του
ελληνικού χρέους και της ανακοίνωσης από την ελληνική κυβέρνηση, το Φεβρουάριο
του 2012, μέτρων με στόχο τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά το 2012,
συμπεριλαμβανομένης και της έγκρισης συμπληρωματικού προϋπολογισμού, εκδόθηκε η
2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της 13-3-2012 (L 113), με την οποία,
αναθεωρήθηκε η 2011/734/ΕΕ προηγούμενη απόφασή του. Στην εν λόγω απόφαση
γίνεται μνεία της λήψης μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής από την Ελλάδα για
την μείωση του υπερβολικού ελλείμματος, μεταξύ δε των μέτρων αυτών
περιλαμβάνεται και «η μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των "ειδικών
μισθών" του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο»,
η οποία θα ισχύει από την 1η Ιουλίου 2012, με συνολική ετήσια εξοικονόμηση της
τάξεως των 205 εκατομμυρίων ευρώ». Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση
Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016 - Επείγοντα Μέτρα
Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής
Στρατηγικής 2013 - 2016» (Α΄ 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α
(με τίτλο ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016)
του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Στην
αιτιολογική έκθεση του μεσοπροθέσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών Οκτωβρίου 2012)
και ιδίως στην ενότητα 1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου
3 του μεσοπροθέσμου, υποενότητα 1.4 «Η νέα δημοσιονομική
προσπάθεια στην περίοδο 2013 - 2016», καθώς και στους συνοδεύοντες αυτό
πίνακες, οι οποίοι προσαρτήθηκαν ως παράρτημα στον ν. 4093/2012 αναφέρεται ότι:
«οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα των
διαρθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή ή/και χαμηλότερη αποδοτικότητα
κάποιων μέτρων, που οδήγησαν σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού
πακέτου των μέτρων της προηγούμενης περιόδου σε σχέση με τους αρχικούς
υπολογισμούς, σε συνδυασμό και με την βαθύτερη, από ότι προβλεπόταν, ύφεση,
δημιούργησαν μεγάλες αποκλίσεις ακόμη και από τους χαμηλότερους (μετά την
επιμήκυνση) στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος Γενικής Κυβέρνησης της περιόδου
2013-2016. Προκειμένου να επανέλθει το πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις,
κρίθηκε απαραίτητο να συνεχισθεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή
».
Προβλέπεται δε, ότι το δημοσιονομικό όφελος από τον εξορθολογισμό
των ειδικών μισθολογίων θα υπερβεί τα 257 εκατομμύρια ευρώ, για την περίοδο
2013-2016. Τέλος, στην ενότητα 5 «Δαπάνες Κρατικού Προϋπολογισμού» του ίδιου
Κεφαλαίου 3 υπό ενότητα 5.3.1 αναφέρεται ότι: «Οι δαπάνες για μισθούς
εμφανίζονται μειωμένες κατά 2.490 εκατ. ευρώ, το 2016 σε σύγκριση με την
σχετική εκτίμηση για το 2012 προ της λήψεως των μέτρων. Συγκεκριμένα, εκτιμάται
ότι θα ανέλθουν σε 13.112 εκατ. ευρώ ή 6,76% του ΑΕΠ το 2012, σε 11.811 εκατ.
ευρώ ή 6,45% του ΑΕΠ το 2013, σε 11.248 εκατ. ευρώ ή 6,16% του ΑΕΠ το 2014, σε
10.942 εκατ. ευρώ ή 5,83% του ΑΕΠ το 2015 και σε 10.630 εκατ. ευρώ ή 5,41% του
ΑΕΠ το 2016. Η διαμόρφωση των εξοικονομήσεων στο ύψος των ανωτέρω δαπανών,
εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των εξής σχεδιαζομένων
παρεμβάσεων: εξορθολογισμός των ειδικών
μισθολογίων...». Εξ άλλου, σύμφωνα με τον πίνακα 3.12 («Τακτικός Προϋπολογισμός
Δαπανών κατά κατηγορία») της ίδιας ενότητας 5 (βλ. και τον ομοίου περιεχομένου
Πίνακα Β΄, της ενότητας IV «Δαπάνες Τακτικού Προϋπολογισμού και Μεταβιβάσεις»,
του Κεφαλαίου Α΄ του Παραρτήματος Ι του ν. 4093/2012) οι μισθοί του προσωπικού
των νοσηλευτικών ιδρυμάτων εκτιμώνται σε 2.198 εκατ. ευρώ για το 2012, σε 1.939
εκατ. ευρώ για το 2013, σε 1.900 εκατ. ευρώ για το 2014, σε 1.885 εκατ. ευρώ
για το 2015 και σε 1.881 εκατ. ευρώ για το 2016, ενώ οι εφημερίες των ιατρών
του Ε.Σ.Υ. υπολογίζονται σε 323 εκατ. ευρώ για το 2012, σε 285 εκατ. ευρώ για
το 2013, σε 280 εκατ. ευρώ για το 2014, σε 277 εκατ. ευρώ για το 2015 και σε
272 εκατ. ευρώ για το 2016. Περαιτέρω, με τις κρίσιμες διατάξεις των
περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ»), της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»), του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου
επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά
μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και
υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1)
ορίσθηκε ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που
προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη,
για λειτουργούς,
καταργούνται
από 1.1.2013», ενώ με την περίπτωση 27 τροποποιήθηκε το άρθρο 43 του ν.
3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ.,
με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του
κλάδου (περίπτ. 27.α.), τη μείωση των προβλεπομένων
στις παραγράφους 3, 4 και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και
αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών
άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση
βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτ.
27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το
ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που
καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού
εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που
καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α΄ Ζώνης και
στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, την, συνεπεία των ανωτέρω
ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.).
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίζονται τα εξής: «α. Η παράγραφος 1
του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 1.8.2012 ως εξής: «1. Οι
μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του
Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής
Διευθυντής 1.665 β. Διευθυντής 1.580 γ. Επιμελητής Α΄ 1.513 δ. Επιμελητής
Β΄ 1.321 ε. Ειδικευόμενος 1.007 .» β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44
του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 1.8.2012 ως εξής: «3. Νοσοκομειακής
απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο
κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 β. Επιμελητής
Α΄ 205 γ. Επιμελητής Β΄ 174 δ. Ειδικευόμενος 190 4. Πάγια αποζημίωση για
συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής:
α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 β. Επιμελητής Α΄ 195 γ.
Επιμελητής Β΄ 164 δ. Ειδικευόμενος 123 .» γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του
άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται, από 1.8.2012, ως εξής: «6. Θέσης
− Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν
χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο
σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ.» δ. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της
περίπτωσης δ΄ της παρ. 4 του άρθρου 45 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται, από
1.8.2012, ως εξής: «Τα ανωτέρω προκύπτοντα συνολικά ποσά αμοιβής δεκαεπτάωρης ή εικοσιτετράωρης ενεργού εφημερίας, κατά
περίπτωση, προσαυξάνονται κατά τριάντα ευρώ (30 ). Το ωρομίσθιο των εφημεριών
υπολογίζεται με συντελεστή 0,0042 επί του βασικού μισθού που κατέχει ο
δικαιούχος.» ε. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παρ. 4 του άρθρου 45 του
ν. 3205/2003 αντικαθίσταται από 1.8.2012 ως εξής: «ε. Στους ιατρούς που
υπηρετούν με βαθμό Συντονιστή Διευθυντή σε Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης και στους
Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων, ως αποζημίωση
εφημεριών καταβάλλεται μηνιαίο ποσό, ίσο με το τριάντα τοις εκατό (30%) του
εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Συντονιστή Διευθυντή Ε.Σ.Υ,
στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.» στ. Το πρώτο και δεύτερο
εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 45 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται από 1.8.2012
ως εξής: «Οι ιατροί και οδοντίατροι των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας του
Ε.Σ.Υ., όπως αναφέρονται στο άρθρο 43 του παρόντος, συμμετέχουν σε μικτή
εφημερία, αποτελούμενη από ενεργό 6ωρη εφημερία, μετά το πέρας του τακτικού
ωραρίου, που συνεχίζεται με εφημερία ετοιμότητας μέχρι τη συμπλήρωση του
17ώρου. Η αμοιβή της εφημερίας αυτής καθορίζεται συνολικά σε εβδομήντα εκατοστά
(70/100) της αντίστοιχης συνολικής αμοιβής της 17ωρης ενεργού εφημερίας.». Εξ
άλλου, στην περίπτωση 37 της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 ορίσθηκε ότι: «Ο χρόνος
και ο τρόπος επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών
αποδοχών ή συντάξεων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της
παρούσας υποπαραγράφου, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών». Κατ
εξουσιοδότηση της τελευταίας διατάξεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη οικ.
2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο
«Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και
συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1
του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012
» (Β΄ 3017/14.11.2012), στην οποία
ορίζονται τα εξής: «1. Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση των αποδοχών και
συντάξεων κατ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων 13 έως 36 της
υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ
222/Α/12-112012) και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι την
εφαρμογή του νόμου αυτού, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μισθοδοσία ή
σύνταξη του μηνός Ιανουαρίου 2013, παρακρατούνται από τη μισθοδοσία ή σύνταξη
των μηνών Ιανουαρίου έως Δεκεμβρίου 2013, ως εξής: (α) για ποσά μέχρι εκατό
ευρώ (100) εφάπαξ, (β) για ποσά μέχρι διακόσια πενήντα ευρώ (250) σε δύο
ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (γ) για ποσά μέχρι πεντακόσια ευρώ (500) σε τρεις
ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (δ) για ποσά μέχρι επτακόσια πενήντα ευρώ (750) σε
τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ε) για ποσά μέχρι χίλια ευρώ (1.000) σε
πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (στ) για ποσά μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ
(1.500) σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ζ) για ποσά μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ
(2.000) σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (η) για ποσά μέχρι δύο χιλιάδες
πεντακόσια ευρώ (2.500) σε οκτώ ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (θ) για ποσά μέχρι
τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) σε εννιά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ι) για ποσά
μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ (4.000) σε δέκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ια)
για ποσά μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) σε έντεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις,
(ιβ) για ποσά άνω των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000) σε δώδεκα ισόποσες μηνιαίες
δόσεις. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις καταληκτική ημερομηνία για την
παρακράτηση των οφειλόμενων ποσών είναι η 31-12-2013. 2. Επισημαίνεται ότι τα
ανωτέρω ποσά αναφέρονται σε αυτά που προκύπτουν από τις μεικτές αποδοχές ή τη
μεικτή σύνταξη του υπαλλήλου, λειτουργού, στρατιωτικού ή συνταξιούχου,
αφαιρουμένων των προβλεπομένων κρατήσεων. Τα οφειλόμενα ποσά που προκύπτουν από
την ανωτέρω μείωση θα παρακρατούνται αναλογικά από τους οικείους κωδικούς που
εκταμιεύθηκαν. 3. Στην περίπτωση που λειτουργός, υπάλληλος ή στρατιωτικός
αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης και έχει εισπράξει αποδοχές,
στις οποίες δεν έχει εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του
κοινοποιούμενου νόμου μείωση, τα σχετικά αχρεωστήτως
καταβληθέντα ποσά θα παρακρατηθούν συμψηφιστικά από τη σύνταξη του ή σε
περίπτωση μεταβίβασης αυτής, από τη σύνταξη των μελών της οικογένειας του. Η
παρακράτηση γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων, ύστερα από
σχετική βεβαίωση του εκκαθαριστή αποδοχών, για το ποσό που καταβλήθηκε. 4. Στην
περίπτωση που λειτουργός, υπάλληλος ή στρατιωτικός αποχώρησε από την υπηρεσία
για οποιοδήποτε λόγο, πλην της περίπτωσης της συνταξιοδότησης, και έχει
εισπράξει αποδοχές, στις οποίες δεν έχει εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από τις
διατάξεις του κοινοποιούμενου νόμου μείωση, τα σχετικά αχρεωστήτως
καταβληθέντα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν εφάπαξ. Σε περίπτωση που οι ανωτέρω
αρνηθούν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων,
γίνεται σε αυτούς καταλογισμός σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν.
2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α)». Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω ν. 4093/2012
αναφέρονται, ως προς την υποπαράγραφο Γ.1, τα εξής: «Γ. Ρυθμίσεις θεμάτων
Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής. Υποπαράγραφος Γ1. Μισθολογικές
διατάξεις του Δημοσίου Τομέα. Με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα
μισθολογικού περιεχομένου, τα οποία προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής του
Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Ειδικότερα:
Με τις
διατάξεις των περιπτώσεων 13 έως 36 προβλέπονται, από 1.8.2012 οι μειώσεις επί
των αποδοχών όλων των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια. Με τις διατάξεις της
περίπτωσης 37 προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών θα καθορισθεί
ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των αχρεωστήτως
καταβληθεισών αποδοχών λόγω της εφαρμογής των διατάξεων που προβλέπουν την
περικοπή των αποδοχών των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια. Με τις διατάξεις
της περίπτωσης 38 καθορίζονται θέματα που αναφέρονται στη χορήγηση
χρονοεπιδόματος σε όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου που
αμείβονται με ειδικά μισθολόγια». Επ ευκαιρία δε της διατάξεως της
υποπεριπτώσεως β΄ της περιπτώσεως 38 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του
άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 ορίσθηκε, με την 2/85127/0022/22.11.2012 πράξη
του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις
της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 στα αρμόδια για την εφαρμογή τους όργανα, ότι
επαναφέρονται μεν σε ισχύ, από 1.8.2012, οι ανασταλείσες με την παρ. 5 του
άρθρου 38 του ν. 3986/2011 διατάξεις για τη χορήγηση επί πλέον ποσοστού στο
επίδομα χρόνου υπηρεσίας και για τη χορήγηση ή αύξηση του επιδόματος αυτού
στους αμειβομένους με βάση ειδικά μισθολόγια και ότι, κατόπιν τούτου, είναι
δυνατή πλέον η αναδρομική χορήγηση επιπλέον ποσοστού στο επίδομα χρόνου
υπηρεσίας με τη συμπλήρωση του απαιτουμένου χρόνου υπηρεσίας από 1.7.2011 και
εντεύθεν, αλλά ότι τα οικονομικά αποτελέσματα από την κατά τα ανωτέρω χορήγηση
επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και μισθολογικών προαγωγών δεν δύνανται να
ανατρέχουν σε ημερομηνία προγενέστερη της 1-8-2012 και ότι ο προσδιορισμός των
σχετικών ποσών του εν λόγω επιδόματος και των μισθολογικών προαγωγών θα γίνει
επί των νέων (μειωμένων) αποδοχών που ισχύουν από 1.8.2012 και εντεύθεν και δεν
δύνανται να ανατρέχουν σε ημερομηνία προγενέστερη αυτής. Περαιτέρω, στην έκθεση
του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω νόμου
4093/2012 κατά την υποβολή του προς ψήφιση στη Βουλή, αναφέρονται, μεταξύ
άλλων, τα εξής: «Παράγραφος Γ. Τροποποιούνται οι μισθολογικές διατάξεις που
διέπουν τους φορείς του δημόσιου τομέα ως ακολούθως: - Καταργούνται, από
1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και άδειας υπέρ των υπαλλήλων και λειτουργών του
Δημοσίου, των ο.τ.α. και των άλλων ν.π.δ.δ., καθώς και υπέρ των μισθωτών των ν.π.ι.δ
- Επανακαθορίζονται, αναδρομικά από 1.8.2012, οι
μηνιαίες αποδοχές των υπαλλήλων και λειτουργών, που αμείβονται με ειδικά
μισθολόγια. Στις κυριότερες από τις κατηγορίες αυτές, οι οποίες καλύπτουν
σχεδόν το 99% του συνόλου των μισθοδοτούμενων, επέρχονται μεταβολές: α) στο
βασικό μισθό του βαθμού βάσης, β) στους συντελεστές που προσδιορίζουν το ύψος
του βασικού μισθού των λοιπών βαθμών της κατηγορίας και γ) στο ύψος επιμέρους
επιδομάτων και παροχών. Έτσι, ανά κατηγορία, οι μεταβολές συνοψίζονται ως
ακολούθως:
ΙΙΙ. Μισθολόγιο γιατρών Ε.Σ.Υ. α) Βασικός ΅ισθός
● Συντονιστής Διευθυντής 1.665 (σή΅ερα 2.055
) ● Διευθυντής 1.580 (σή΅ερα 2.054 )
● Επι΅ελητής Α΄ 1.513 (σή΅ερα
1.759 ) ● Επι΅ελητής Β΄ 1.321 (σή΅ερα 1.468 ) ● Ειδικευό΅ενος
1.007 (σή΅ερα 1.027 ) β) Επίδο΅α
νοσοκο΅ειακής απασχόλησης ● Διευθυντής -
Συντονιστής 238 (σή΅ερα 291,46 ) ● Επι΅ελητής Α΄ 205 (σή΅ερα
251,94 ) ● Επι΅ελητής Β΄ 174 (σή΅ερα 211,79 ) ● Ειδικευό΅ενος
190 (σή΅ερα 229,93 ) γ) Πάγια αποζη΅ίωση
για ενη΅έρωση βιβλιοθήκης κ.λπ. ● Διευθυντής -
Συντονιστής 225 (σή΅ερα 274,45 ) ● Επι΅ελητής Α΄ 195 (σή΅ερα
237,21 ) ● Επι΅ελητής Β΄ 164 (σή΅ερα 199,97 ) ● Ειδικευό΅ενος
123 (σή΅ερα 149,78 ) δ) Επίδο΅α
θέσης ευθύνης. Ορίζεται σε 156 για τους Συντονιστές Διευθυντές και όσους
Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή (σή΅ερα 190,26 ).
ε) Ωρο΅ίσθιο εφη΅εριών.
Υπολογίζεται ΅ε συντελεστή 0,0042 (αντί 0,0059) επί του βασικού ΅ισθού που κατέχει ο δικαιούχος. στ) Αποζη΅ίωση
εφη΅εριών Διευθυντών νοσοκο΅είων
Α΄ Ζώνης. Η ΅ηνιαία αποζη΅ίωση
των Συντονιστών Διευθυντών νοσοκο΅είων Α΄ Ζώνης και
των Διευθυντών των πανεπιστη΅ιακών κλινικών
εργαστηρίων και ΅ονάδων είναι ίση ΅ε το 30%, του
βασικού ΅ισθού του Συντονιστή, αντί το[υ] 49% του
βασικού ΅ισθού του Διευθυντή που ισχύει». Τέλος, στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες
Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής του Δεκεμβρίου 2012 αναφέρονται, μεταξύ
άλλων, τα εξής : «10.6 Πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για το 2012 και
Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική για 2013-2016. Τα δημοσιονομικά μέτρα στη
Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική (ΜΔΣ) ως το 2016 περιλαμβάνουν τα
ακόλουθα: 1. Εξορθολογισμός του μισθολογικού κόστους
κατά 1.110 εκατομμύρια Ευρώ το 2013 και επιπρόσθετα 259 εκατομμύρια Ευρώ το
2014, μέσω:.. εξορθολογισμού της μισθολογικής δαπάνης
της κεντρικής κυβέρνησης
● προοδευτικές μειώσεις στις μηνιαίες αμοιβές
των υπαλλήλων των ειδικών μισθολογίων (δικαστές, διπλωμάτες, γιατροί, διδακτικό
προσωπικό ΑΕΙ και ΤΕΙ, ένοπλες δυνάμεις και αστυνομία, υπάλληλοι αεροδρομίων,
και γενικοί γραμματείς) με εφαρμογή από 1η Αυγούστου 2012, ως ακολούθως: 2 τοις
εκατό κάτω από 1.000 ευρώ, 10 τοις εκατό για 1000-1500 Ευρώ, 30 τοις εκατό για
2.500-4.000 Ευρώ και 35 τοις εκατό από 4000 Ευρώ».
16. Επειδή, στην
προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι τέσσερις
πρώτοι προσφεύγοντες, ιατροί του Ε.Σ.Υ. (ο πρώτος ιατρός γαστρεντερολόγος με
βαθμό Συντονιστή Διευθυντή, η δεύτερη ιατρός αναισθησιολόγος με βαθμό
Συντονιστή Διευθυντή, ο τρίτος ιατρός πνευμονολόγος με βαθμό Διευθυντή και ο
τέταρτος ιατρός πνευμονολόγος με βαθμό Επιμελητή Α΄), υπηρετούν στο ενιαίο ν.π.δ.δ. «Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Ο Ευαγγελισμός
Οφθαλμιατρείο Αθηνών - Πολυκλινική», ζητούν δε, με την κρινόμενη προσφυγή, την
ακύρωση, άλλως μεταρρύθμιση, των μισθοδοτικών καταστάσεων, που εκδόθηκαν για
καθέναν από αυτούς κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014, με τις οποίες
μειώθηκαν οι συνολικές αποδοχές τους κατ εφαρμογή της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ1 της
παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου, του ν. 4093/2012, και την επαναφορά των
συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους στο προ της 1.8.2012 ύψος τους. Ειδικότερα,
υποστηρίζουν ότι υπέστησαν διαδοχικώς τις ακόλουθες μειώσεις: (α) με το ν. 3833/2010
μείωση κατά ποσοστό 12% των επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών τους
(επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης
ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση
βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), (β) με το ν. 3845/2010 μείωση κατά
ποσοστό 8% των ως άνω επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών τους, (γ)
μείωση των επιδομάτων εορτών και αδείας κατά 30% (άρθρο 1 παρ. 2 του ν.
3833/2010), τα οποία στη συνέχεια καθορίσθηκαν στο ενιαίο ποσό των 1.000 ευρώ
κατ έτος και, για όσους εξ αυτών ελάμβαναν μηνιαίες μεικτές αποδοχές ανώτερες
των 3.000 ευρώ, καταργήθηκαν πλήρως (άρθρο τρίτο παρ. 6 του ν. 3845/2010), (δ)
μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών
συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου (άρθρο 55 παρ. 23 περ. δ΄ του ν. 4002/2011).
Προβάλλουν επίσης ότι οι αποδοχές τους μειώθηκαν περαιτέρω και με άλλες
διατάξεις (μείωση του αφορολόγητου ορίου από 12.000 ευρώ σε 5.000 ευρώ με το
άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 4024/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το
άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την
καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011,
επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του ΤΠΔΥ με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β΄ του ν.
3986/2011) και, τελικά, μειώθηκαν δραστικά με τις διατάξεις του ν. 4093/2012,
σε επίπεδο που αυτές δεν τους επιτρέπουν πλέον να ανταποκριθούν στα έξοδα
διαβίωσης και στα ιατρικά τους καθήκοντα. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι, ως αποτέλεσμα
των μειώσεων που επήλθαν με τις διατάξεις του τελευταίου νόμου στον βασικό
μισθό, στο επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, στην πάγια αποζημίωση, στο
επίδομα θέσεως ευθύνης, και, συνεπεία των ανωτέρω, και στο χρονοεπίδομα, οι
ακαθάριστες αποδοχές του πρώτου προσφεύγοντος μειώθηκαν κατά 759,57 ευρώ το
μήνα, της δεύτερης προσφεύγουσας κατά 759,57 ευρώ το μήνα, του τρίτου
προσφεύγοντος κατά 710,69 ευρώ το μήνα και του τέταρτου προσφεύγοντος κατά
343,52 ευρώ το μήνα και ότι οι αποδοχές τους κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2014
διαμορφώθηκαν ως εξής: α) για τον πρώτο προσφεύγοντα, ακαθάριστες αποδοχές
3.358 και καθαρές 1.833,48 ευρώ, β) για την δεύτερη προσφεύγουσα, ακαθάριστες
αποδοχές 3.358 και καθαρές 1.947,70 ευρώ, γ) για τον τρίτο προσφεύγοντα
ακαθάριστες αποδοχές 3.103,40 και καθαρές 1.835,85 ευρώ και δ) για τον τέταρτο
προσφεύγοντα ακαθάριστες αποδοχές 2.472,16 και καθαρές 1.520,47 ευρώ. Με τα
δεδομένα αυτά, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του
ν. 4093/2012 και της αποφάσεως οικ.2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή
Υπουργού Οικονομικών αντίκεινται α) στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 5 παρ. 1, 21
παρ. 3, 22, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, β) στο άρθρο 1ο του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., γ) στο άρθρο 7 του κυρωθέντος με το
άρθρο πρώτο του ν. 1532/1985 (Α΄ 45) Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα
οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, με το οποίο κατοχυρώνεται το
δικαίωμα επί του μισθού και το δικαίωμα ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας και
δ) στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, κατά τα προβαλλόμενα
με την προσφυγή, η ως άνω πληττόμενη ρύθμιση, εν όψει i) του πάγιου και όχι
προσωρινού χαρακτήρα της, ii) της ελλείψεως μέτρων αντιστάθμισης των απωλειών
και iii) του σωρευτικού αποτελέσματος ένεκα των προηγούμενων δυσμενών μέτρων,
επιφέρει δραστική μείωση των αποδοχών τους, η οποία δεν δικαιολογείται από τους
δημοσιονομικούς λόγους που επικαλείται ο νομοθέτης, είναι δυσανάλογη με την
παρεχόμενη από τους προσφεύγοντες ιατρούς εργασία και δεν εξασφαλίζει ανεκτό
επίπεδο διαβίωσης και, ως εκ τούτου, αντίκειται στις προαναφερθείσες υπέρτερης
τυπικής ισχύος διατάξεις και στις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και
της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
17. Επειδή, από τα
εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι με τις διατάξεις των
περιπτώσεων 13 - 37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του
ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣΕ Ολομ. 668/2012,
1116, 2192 - 96/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση
συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη
φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και
την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι,
μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής
και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων»
υπαλλήλων και λειτουργών. Εξ άλλου, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά
μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως
διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά
προσόντα, για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της
εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε
συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως
σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του
δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό
κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο
εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια
στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικά μαθηματικώς
υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου
μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και
ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. ΣΕ Ολομ.
4174/2014, 2192 - 2196/2014). Κατ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού
κριτηρίου, με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της
υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012
επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του
μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου, τη μείωση των
χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής
απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια
αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα
θέσεως ευθύνης), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το
ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται
στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30
ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, τη μείωση της αποζημίωσης
εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α΄
Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων
και τέλος την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής
εφημερίας. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων ιατρών του
Ε.Σ.Υ., μειώσεις (άνω του 10%) στον μηνιαίο βασικό μισθό των Συντονιστών
Διευθυντών, των Διευθυντών και των Επιμελητών Α΄, ενώ οι μειώσεις επί των
προαναφερθέντων επιδομάτων κυμάνθηκαν άνω του 10% για όλους τους βαθμούς της
ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών. ’νω του 10% ήταν και η μείωση του συντελεστή
βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, της προσαύξησης
ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ., καθώς και του
μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Συντονιστές
Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης, με συνέπεια την δραστική
μείωση των αποδοχών των προσφευγόντων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν τον
χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και
αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους (πρβλ. ΣΕ 2192 - 96/2014 Ολομ.).
Όπως δε εκτέθηκε ήδη, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την
εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των
αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς
να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το
αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των
ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος,
καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της
υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η
τεκμηρίωση αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια
μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην
εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης,
στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του
Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους,
λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις
ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο
απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες
που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής
απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο
γενικής εκπαίδευσης των ιατρών εν σχέσει προς άλλους
επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή
μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην
επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, εισέρχονται στη
δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και
λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί
της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος
υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας
εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο
εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ
ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές,
συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ). Όμως, ούτε από τις
προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του
εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, ούτε τέλος από το κείμενο
του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά
τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ.
με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς
αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης
δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του
μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα
ανωτέρω στοιχεία, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν
λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.).
Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τις εν λόγω
μειώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ των μειώσεων επιπτώσεις είναι
μικρότερες ή μεγαλύτερες από το προκύπτον οικονομικό όφελος, ούτε αν θα
μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για
το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.).
Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν και μετά
τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς
διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο
δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012, οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του
Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με τον νόμο αυτό, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση
των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα
ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων
και αμοιβών τους (ν. 3833/2010 μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010 μείωση κατά 8%
του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή
σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011 μείωση κατά 20%
του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012 μείωση του συντελεστή
βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052
επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως
αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης
από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς
και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των προσφευγόντων ιατρών με παράπλευρα
νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με
το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την
καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011,
επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β΄ του ν.
3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του
σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι
συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη,
δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν,
κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους
οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις
αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.).
Εν όψει τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27
της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με
τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ.,
καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή
Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς
από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την
απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών
του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα
δημόσια βάρη (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Η
πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ.
στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις
διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφ ενός η
συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι
προαιρετική, αφ ετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των
εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υγείας προς
τους πολίτες, εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική
δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την
εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού
ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων, και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο
σύστημα των γενικών εφημεριών τους (βλ. ΣΕ 2113/2014 Ολομ.,
σκ. 7 και 11). Τέλος, η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο
των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο
μισθολόγιο», δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη,
κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως
των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων
συνταγματικών διατάξεων και αρχών (ΣΕ 4741/2014 Ολομ.
σκ. 23, 2192/2014 Ολομ. σκ. 21 κ.ά.). Για τους λόγους
αυτούς, που προβάλλονται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή
και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις, μηνός Σεπτεμβρίου
2014, των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων ιατρών, οι οποίες εκδόθηκαν κατ
εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων που είναι ανίσχυρες καθ ο μέρος προβλέπουν νέα
μείωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., η δε υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί
στη Διοίκηση προς διενέργεια των δεόντων σύμφωνα με τα κριθέντα με την παρούσα
απόφαση.
18. Επειδή, μειοψήφησε ο
Αντιπρόεδρος Αθ. Ράντος ο οποίος, αναφερόμενος στην
μειοψηφία της αποφάσεως ΣτΕ 4741/2014 Ολομ. (σκ. 24), διατύπωσε την εξής γνώμη: Τα επίδικα μέτρα
αποβλέπουν στην άμεση περιστολή των δημοσίων δαπανών προς αντιμετώπιση της σοβούσας οικονομικής κρίσεως, ήτοι σε σκοπό δημοσίου
συμφέροντος, αφορούν κατηγορία λειτουργών αμειβομένων με «ειδικό μισθολόγιο»,
ήδη ευνοϊκότερο από αυτό των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων, με τη θέσπιση του
οποίου πληρούται κατ αρχήν η υποχρέωση για «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή»
τους, και δεν θίγουν υπέρμετρα τους προσφεύγοντες ούτε θέτουν σε κίνδυνο την
αξιοπρεπή τους διαβίωση, εν όψει και των προβλεπομένων από το νόμο επιδομάτων
και προσαυξήσεων αποδοχών για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών ασκήσεως
του επαγγέλματός των και της δυνατότητας πρόσθετης, πέραν του νομίμου ωραρίου,
απασχολήσεως των ιατρών, έναντι αμοιβής, στις μονάδες υγείας του Ε.Σ.Υ. Με τα
δεδομένα δε αυτά δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη του
επιδιωκόμενου σκοπού, κατά την εκφεύγουσα του οριακού
δικαστικού ελέγχου ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, και συνεπώς οι κρίσιμες
διατάξεις του ν. 4093/2012 και της υπουργικής αποφάσεως 2/83408/022/14.11.2012
δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη ή αρχή του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.
Μειοψήφησε επίσης ο Αντιπρόεδρος Χρ. Ράμμος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη
γνώμη: Από καμία συνταγματική διάταξη (ούτε και από την διάταξη του άρθρου 21
παρ. 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι το κράτος οφείλει να μεριμνά για την
υγεία των πολιτών) ή συνταγματική αρχή, δεν κωλύεται, κατ αρχήν, ο νομοθέτης,
εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική
κατάσταση του κράτους, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων
λειτουργών ή υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται μόνο σε
δικαστικό έλεγχο ορίων (πρβλ. Ολομ.
ΣτΕ 3177/2014, Ολομ. 2192 -
2196/2014, Ολομ. 668/2012, ΣτΕ
1372 - 1373/2012 7μ. σκ. 5, 2672/2009 σκ. 3). Και ναι μεν στην περίπτωση των
ιατρών του Ε.Σ.Υ. η φύση των ως άνω καθηκόντων και της αποστολής τους επιτάσσει
την υποχρέωση εξασφάλισης των απαραιτήτων προϋποθέσεων απρόσκοπτης άσκησης του
λειτουργήματός τους, ως εγγύηση για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού
επιπέδου, που περιλαμβάνει και την υποχρέωση για «ιδιαίτερη μισθολογική
μεταχείρισή τους». Η υποχρέωση όμως, του νομοθέτη για «ιδιαίτερη μισθολογική
μεταχείρισή τους» δεν επιβάλλει την εξομοίωσή τους με άλλες κατηγορίες
λειτουργών ή υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ
574, 575/2014). Κατά συνέπεια, οι εξαιρούμενοι από το ενιαίο μισθολόγιο
δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, για τους οποίους καθιερώνονται με νόμο
«ειδικά μισθολόγια» αποτελούν διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες, με απολύτως
διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή. Ειδικότερα, για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ.,
με την πρόβλεψη «ειδικού μισθολογίου», ευνοϊκότερου έναντι του ενιαίου
μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών άσκησης
του λειτουργήματός τους (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και
ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε
σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), καθώς και με
την πρόβλεψη αμοιβής για την πραγματοποίηση των απαραιτήτων για την λειτουργία
του Ε.Σ.Υ. εφημεριών, πληρούται η υποχρέωση της «ιδιαίτερης μισθολογικής
μεταχείρισής» τους, ο δε νομοθέτης δεν δεσμεύεται να καταργεί ή να μεταβάλλει
το νομοθετικό καθεστώς που αφορά στις αποδοχές τους, δεδομένου ότι, όπως ήδη
εξετέθη, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή, αλλά ούτε από το Πρώτο Πρόσθετο
Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου
ύψους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372/2015, 2192 - 2196/2014, 668/2012 σκ.34, Ε.Δ.Δ.Α.
Vilho Eskelinen και λοιποί
κατά Φινλανδίας της 19.4.2007 σκ. 94). Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης για
λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ ουσίαν εκτίμηση
των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των
δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων
κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το
δημόσιο ταμείο, μεταξύ των οποίων και κατηγοριών για τις οποίες προβλέπονται
«ειδικά μισθολόγια», λόγω της ανάγκης άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας
των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου
ελλείμματος. Στις περιπτώσεις αυτές το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν
προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας
δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες
συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων
λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και του πληθυσμού της χώρας εν γένει. Ενόψει
τούτου και δεδομένου ότι, στην κρινόμενη περίπτωση, με τις προπαρατεθείσες
διατάξεις του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την περαιτέρω
μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών
μισθολογίων» λειτουργών και υπαλλήλων ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της,
κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, το
μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο συνολικώς εφαρμοζόμενο,
αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης
ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της Χώρας, όσο και στην βελτίωση της
μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην
εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ ΣτΕ Ολομ.
3372/2015 σκ. 17, 3177/2014 Ολομ σκ. 8, 668/2012 Ολομ. σκ. 35) δυναμένους να δικαιολογήσουν την λήψη μέτρων
περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της
υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που
προβλέπουν περαιτέρω μείωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., δεν
αντίκεινται, κατά την μειοψηφήσασα αυτή άποψη, στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, διότι και μετά τη
νέα αυτή, αναγκαία κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, μείωση των αποδοχών τους,
πληρούται η υποχρέωση της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, εφόσον
οι αποδοχές τους προβλέπονται από «ειδικό μισθολόγιο», ευνοϊκότερο έναντι του
ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, και χορηγούνται επιπλέον σε αυτούς
ειδικά επιδόματα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους και αμοιβές για τις
πραγματοποιούμενες από αυτούς εφημερίες. ’λλωστε, η επίμαχη μείωση αποδοχών,
που έγινε στο πλαίσιο της αναρρύθμισης του βασικού μισθού όλων των λειτουργών
που αμείβονται με «ειδικά μισθολόγια», ήταν η πρώτη που αφορούσε τον βασικό
μηνιαίο μισθό της συγκεκριμένης κατηγορίας δημοσίων λειτουργών, ενώ οι λοιπές
προσφάτως προηγηθείσες μειώσεις αφορούσαν περικοπή μόνο επιδομάτων, αποζημιώσεων
και αμοιβών εφημεριών. Το δε προκύπτον μετά την επιχειρηθείσα
τελευταία μείωση (μείωση στις ακαθάριστες αποδοχές εκάστου προσφεύγοντος ιατρού
μηνιαίως κατά 759,57 , 759,57 , 710,69 και 343,52 αντίστοιχα) τελικό ύψος
των συνολικών καθαρών αποδοχών των προσφευγόντων ιατρών (μηνιαίως 1833,48 ,
1947,70 , 1835,85 και 1520,47 αντίστοιχα), αν και όντως διαμορφώνεται σε
μη ικανοποιητικά επίπεδα, δεν εξικνείται, πάντως, σε σημείο που να διακυβεύεται
το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης αυτών (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α.
Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος της 7.5.2013), εν όψει των σημερινών εν γένει
οικονομικών συνθηκών της χώρας, ή να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η άσκηση
των σημαντικών καθηκόντων του λειτουργήματός τους. Περαιτέρω, η μείωση των
αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν.
4093/2012, η οποία, κατά τα ανωτέρω, ευρίσκεται εντός των πλαισίων της
ελευθερίας του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιό τους, εκτιμώντας τις
εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους, ενόψει του επιδιωκόμενου ως άνω
σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν στερείται προδήλως εύλογης βάσης, δεδομένου
ότι λόγω της φύσης του το μέτρο αυτό συμβάλλει αμέσως στην περιστολή των
δημοσίων δαπανών. Εν όψει τούτων, εφόσον η επίμαχη μείωση αποδοχών των ιατρών
του Ε.Σ.Υ. δεν είναι απρόσφορη ή μη
αναγκαία για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ
ΣτΕ Ολομ. 668/2012 σκ. 35, ΣτΕ 1210/2010 σκ. 24), και ότι η ως άνω μείωση αποδοχών δεν
είναι τέτοιου ύψους, ώστε να θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των
προσφευγόντων, επιπλέον δε και ότι η αναδρομική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου
αφορά σε περιορισμένο χρονικό διάστημα διάρκειας τριών (3) περίπου μηνών πριν
από τη δημοσίευση του νόμου (12.11.2012), ενώ η παρακράτηση αποδοχών για το
χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012, σύμφωνα με την υπ αριθ.
οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, δεν
λαμβάνει χώρα εφ άπαξ αλλά τμηματικώς, σε μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από
τις αποδοχές του μηνός Ιανουαρίου 2013, δεν παραβιάστηκε η δίκαιη ισορροπία
μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των
δικαιωμάτων των προσφευγόντων και, κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης
27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ
του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καθώς και της υπ αριθ.
οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν
αντίκεινται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της
αναλογικότητας, ούτε στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ.
668/2012 σκ. 34). Τέλος, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 4
παρ. 5 του Συντάγματος (που ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς
διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με
τις δυνάμεις τους), αλλά ούτε και στο άρθρο 25 παρ. 4 αυτού (που ορίζει ότι το
κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους
της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης), διότι ο νομοθέτης αποφάσισε με αυτές,
μεταξύ άλλων, την περαιτέρω μείωση και των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που
μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, για τον προαναφερθέντα σκοπό δημοσίου
συμφέροντος, καθώς και όλων των κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων που
αμείβονται με «ειδικά μισθολόγια» καθώς και άλλων κατηγοριών λειτουργών και
υπαλλήλων. Αποτελούν, εξ άλλου, οι περικοπές αυτές αποδοχών ένα από περισσότερα
μέτρα, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων είναι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη,
αναγκαία, εν όψει των συντρεχουσών περιστάσεων, για την άμεση αντιμετώπιση της
κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας περί των οποίων αναλυτικά οι
διάφορες περιπτώσεις της παραγράφου Γ, υποπαραγράφου Γ1, του άρθρου πρώτου του
ν. 4093/2012. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, σύμφωνα
με την γνώμη αυτή, οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ1 της
παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.
4093/2012 καθώς και της υπ αριθ. οικ.2/83408/022/ 14.11.2012 απόφαση του
Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν προσκρούουν σε καμία διάταξη του
Συντάγματος, αλλά ούτε και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α., και,
κατά συνέπεια, νομίμως εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις, η
δε κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
19. Επειδή, στο άρθρο 95
του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της
Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων
των διοικητικών αρχών ... β) ... γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας
που υποβάλλονται σ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ) ...». 2.
... 3. ... 4. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και
ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει. 5. ...». Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.
3900/2010 προβλέφθηκε και ρυθμίσθηκε ο θεσμός της πρότυπης η «πιλοτικής» δίκης,
η οποία αφορά πάσης φύσεως διαφορές, ακυρωτικές η ουσίας. Εξ άλλου, η δικονομία
του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμιζόταν παγίως με ειδικά νομοθετήματα,
περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιας ευέλικτης
νομολογίας. Ειδικώς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως απετέλεσε αντικείμενο
του άρθρου 50 του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄
273), το οποίο όριζε στην παρ. 1: «Η δεχομένη την
αίτησιν απόφασις απαγγέλλει την ακύρωσιν
της προσβαλλομένης πράξεως, επαγομένη νόμιμον αυτής κατάργησιν έναντι πάντων
». Με όμοιο περιεχόμενο και σε
ταυτάριθμο άρθρο επαναλαμβάνεται η ρύθμιση στο ν.δ.
170/1973 και εν συνεχεία και στο ισχύον άρθρο 50 του π.δ.
18/1989, το οποίο ορίζει στην παρ. 1: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση
ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται
νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται
για ατομική πράξη». Την παρατεθείσα διάταξη του
άρθρου αυτού, την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφήρμοζε με την
έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της,
τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε
παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά
διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις
που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των
καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα
αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του
χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου
δημοσίευσης της απόφασης ...». Με την νέα διάταξη εδόθη η δυνατότητα στο
Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να
αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής
ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της
ακυρώσεως (βλ. ΣΕ Ολομ. 4446/2015). Τα αυτά και για
τους ίδιους λόγους δέον αναλογικώς να ισχύσουν και επί αγωγών και άλλων διαφορών
ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου
δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (βλ. ΣΕ Ολομ.
4741/2014 σκ. 25, 2288/2015 σκ. 25, πρβλ. ΔΕΚ C-43/75
της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena
και C-262/78 της 17.5.1990 Barber).
20. Επειδή, στην
προκειμένη περίπτωση, η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της
περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.
4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., και των
διατάξεων της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού
Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικά από
1.8.2012, θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να
συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των αποδοχών που περιεκόπησαν,
βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνο στους προσφεύγοντες (για
το χρονικό διάστημα από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και εντεύθεν),
αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη
(βλ. έγγραφα Α2α/Γ.Π.οικ/23.11.2015 του Υπουργείου Υγείας και 2/70311/ΔΠΓΚ/
20.11.2015 του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δικαστήριο, κατά τα οποία στο
τέλος του έτους 2014 υπηρετούσαν στο Ε.Σ.Υ. συνολικά 21.300 ιατροί, βλ. και
όμοιο έγγραφο ΓΠΒ1β/87044/17.11.2015 του Υπουργείου Υγείας, κατά το οποίο το
σύνολο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην επικράτεια, χωρίς την 4η και 5η Υ.Πε, για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία, ανερχόταν τον
Σεπτέμβριο του 2015 σε 18.019). Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο,
μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμμένη
δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού
Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων
διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της αποφάσεώς του επί της κρινόμενης
προσφυγής. Οίκοθεν νοείται ότι για τους τέσσερις πρώτους εκ των προσφευγόντων
και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο
δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει
αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της
αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αξιώσεων άλλων
ιατρών του Ε.Σ.Υ. που αφορούν περικοπείσες, βάσει των
εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, ή για τη θεμελίωση αιτημάτων επιστροφής των περικοπεισών αυτών αποδοχών, για χρονικά διαστήματα
προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της εκδοθησόμενης
επί της κρινόμενης προσφυγής αποφάσεως. Η άποψη αυτή δεν συγκρούεται ούτε με το
άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, ούτε
με τα άρθρα 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής,
διότι αφ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου
της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ
ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη
ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των
δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφ όσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων
τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους
επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 4741/2014 Ολομ. σκ. 26, 2288/2015 σκ. 25). Κατά την γνώμη, όμως, του
Συμβούλου Ηλία Μάζου, το Δικαστήριο δεν έχει την
εξουσία προσδιορισμού των έναντι των τρίτων αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης επί της κρινομένης προσφυγής αποφάσεώς του.
Και τούτο διότι για τον περιορισμό των δικαιωμάτων των διοικουμένων, τον οποίο
συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας αυτής, όπως δέχεται η πλειοψηφήσασα
άποψη, απαιτείται σχετική πρόβλεψη στον νόμο, η δε διάταξη του άρθρου 50 παρ.
3β του π.δ/τος 18/1989, η
οποία επιτρέπει τον περιορισμό της αναδρομικότητας των συνεπειών αποφάσεως επί
αιτήσεως ακυρώσεως, δεν είναι δεκτική αναλογικής εφαρμογής και στην περίπτωση
άλλου ενδίκου βοηθήματος, όπως εν προκειμένω, και μάλιστα εις βάρος των
συμφερόντων τρίτων.
21. Επειδή, κατ
ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και οι ασκηθείσες
παρεμβάσεις, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις και να
παραπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προς διενέργεια των νομίμων, περαιτέρω δε
πρέπει να ορισθεί ως χρονικό σημείο επελεύσεως των αποτελεσμάτων της
διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων ο χρόνος
δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.
22. Επειδή, εν όψει της εν
μέρει αποδοχής και της εν μέρει απορρίψεως της προσφυγής, το Δικαστήριο κρίνει
ότι πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται τις παρεμβάσεις,
Επιλύει το παραπεμφθέν γενικότερης φύσεως θέμα, Απορρίπτει την προσφυγή
καθ ο μέρος ασκείται από το σωματείο «Ένωσις Ιατρών
Νοσοκομείων Αθηνών - Πειραιώς»,
Εκδικάζει και δέχεται την
προσφυγή κατά τα λοιπά,
Ακυρώνει τις από 25.9.2014
μισθοδοτικές καταστάσεις («βεβαιώσεις αποδοχών») των τεσσάρων πρώτων
προσφευγόντων,
Ορίζει ως χρονικό σημείο
επελεύσεως των αποτελεσμάτων της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητος
της περιπτώσεως 17 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του
ν. 4093/2012 τον χρόνο δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως,
Διατάσσει την κατάπτωση
του κατατεθέντος παραβόλου από την Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών - Πειραιώς
και την επιστροφή των κατατεθέντων παραβόλων από τους τέσσερις πρώτους
προσφεύγοντες, και
Συμψηφίζει την δικαστική
δαπάνη των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην
Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2017
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας και μετά την
αποχώρησή της
Νικ.
Σακελλαρίου
Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 2018.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Νικ.
Σακελλαρίου
Ελ. Γκίκα