ΣτΕ Ολ. 3488/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ομοδικία -.

 

Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 120 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (η οποία έχει ενταχθεί σε άρθρο που ρυθμίζει την άσκηση ενδίκων μέσων στην περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας) έχει εφαρμογή μόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, δηλαδή σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου από αναγκαστικώς ομοδίκους στη δίκη ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της δυνητικής ομοδικίας, η οποία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων και οι διαδικαστικές πράξεις ενός ομοδίκου δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 3488/2008

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Σεπτεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου, που είχε κώλυμα, Δ. Κωστόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Αικ. Συγγούνα, Αν. Γκότσης, Δ. Μπριόλας, Ελ. Δανδουλάκη, Ειρ. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Αρ.-Γ. Βώρος, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σπ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Σύμβουλοι, Δ. Μακρής, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

   Για να δικάσει την από 20 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση:

   του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Πατησίων, αρ. 54, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ολυμπία Παναγιωτοπούλου (A.M. 12848), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

   κατά των: 1) Χ. Β., 2) Α. Γ., 3) Α. Γ., 4) Ι. Μ., 5) Γ. Ν., 6) Β. Π., 7) Π. Ρ., 8) Α. Τ., 9) Π. Τ., 10) Χ. Φ., οι οποίοι δεν παρέστησαν.

   Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 1736/2008 αποφάσεως του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 1382/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Σπ. Μαρκάτη.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Ταμείου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

   1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά τον νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 - Α' 31), καταβολή παραβόλου.

   2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1382/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή κοινή έφεση των ήδη αναιρεσιβλήτων, εν μέρει ως προς τον πρώτο και εν όλω ως προς τους λοιπούς, κατά της 8286/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και εξαφανίστηκε η απόφαση αυτή εν μέρει ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο και εν όλω ως προς τους λοιπούς. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή των αναιρεσιβλήτων, τροποποιήθηκαν οι 2674/3/1997, 2705/3/1998, 2689/2/1998, 2705/3/1998, 2636/3/1996, 2689/2/1998, 2673/2/1997, 2615/3/1996, 2703/3/1998 και 2703/3/1998 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου, με τις οποίες τους είχε χορηγηθεί εφ'άπαξ βοήθημα και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Ταμείο να υπολογίσει το εφ'άπαξ βοήθημα των αναιρεσιβλήτων χωρίς τον κατά 10% περιορισμό της βάσεως υπολογισμού του και να τους καταβάλει νομιμοτόκως τη διαφορά που θα προέκυπτε. Με την πρωτόδικη απόφαση η προσφυγή των αναιρεσιβλήτων είχε απορριφθεί.

   3. Επειδή, με την απόφαση 1736/2007 του Α Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε προς επίλυση ενώπιον της Ολομελείας το ζήτημα αν η διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 120 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έχει εφαρμογή μόνο σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, όχι δε και σε περίπτωση δυνητικής ομοδικίας.

   4. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο παρά την μη παράσταση των αναιρεσιβλήτων, καθ' όσον, όπως προκύπτει από τις από 7.8.2007 εκθέσεις επιδόσεως της επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας Ε. Γ., αντίγραφα της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως και της πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου κοινοποιήθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως σ' αυτούς.

   5. Επειδή, η αίτηση ασκήθηκε εν γένει παραδεκτώς.

   6. Επειδή, στο άρθρο 115 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α' 97), ρυθμίζεται η δυνητική ομοδικία. Στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α1 24/4.2.2004) ορίζεται ότι: «Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, ή κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματα τους στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 115 του ΚΔΔ, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν, 2944/2001 (Α1 222) και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, ορίζονται τα εξής: «Προκειμένου περί απαιτήσεων για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού  γενικώς  του  Δημοσίου,  των  οργανισμών  τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο προηγούμενων παραγράφων και όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς, έστω και μη ισόποσες, απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση. Ομοδικία συντρέχει και όταν για τους προσφεύγοντες ή ενάγοντες έχει εκδοθεί μία πράξη με ξεχωριστά για τον καθένα κεφάλαια ή περισσότερες αυτοτελείς για τον καθένα πράξεις. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συνδρομή και των προϋποθέσεων της συνάφειας, εκτός από την προϋπόθεση της κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου ως προς όλες τις πράξεις.Σε περίπτωση ομοδικίας κατά την παρούσα παράγραφο ο αριθμός των ομοδίκων σε κάθε δικόγραφο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους εκατό (100)». Τέλος στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 115 του ΚΔΔ, όπως αναριθμήθηκε η παράγραφος αυτή με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 2944/2001, προβλέπεται ότι: «Η δυνητική ομοδικία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων, ενώ οι διαδικαστικές πράξεις του ενός δεν ωφελούν, ούτε βλάπτουν τους άλλους». Περαιτέρω, τα άρθρα 116-120 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ρυθμίζουν την αναγκαστική ομοδικία. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 116 ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Περισσότεροι ομοδικούν αναγκαστικώς, εφόσον: α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση, ή β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται, σύμφωνα με το νόμο, σε όλους τους ομοδίκους ή γ) κατά το νόμο, συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα μόνο από κοινού μπορεί να ασκηθεί από αυτούς ή κατ1 αυτών ή δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις. 2. Οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, δεσμεύουν και τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους. Για το κύρος όμως των πράξεων συμβιβασμού, αναγνώρισης, παραίτησης και συμφωνίας για διαιτησία, απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαστικώς ομοδίκων». Ακολούθως, στις διατάξεις των άρθρων 117 έως 119 προβλέπεται η προσεπίκληση των αναγκαστικώς ομοδίκων, η συμμετοχή τους στη δίκη και οι συνέπειες από τη μη συμμετοχή τους στη δίκη. Περαιτέρω, στο άρθρο 120 του Κώδικα αυτού, με τίτλο του άρθρου «Ασκηση ενδίκων μέσων σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας», ορίζεται ότι: «Αν ασκηθεί ένδικο μέσο από κάποιον ή κατά κάποιου από τους αναγκαστικώς ομοδίκους, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 117-119». Εξ άλλου, με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο πιο πάνω άρθρο 120, το οποίο ορίζει ότι: «Οι πρωτοδίκως ομόδικοι μπορούν να ασκήσουν από κοινού ένδικο μέσο χωρίς να απαιτείται να προβάλλονται κοινοί λόγοι». Περαιτέρω, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 121 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, ορίζονται τα εξής: «2. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομοδίκους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπολοίπους. 3. Με την απόφαση που διατάσσει το χωρισμό προσδιορίζονται, κατά προτίμηση, σε συγκεκριμένη δικάσιμο, για να δικαστούν οι χωριζόμενες υποθέσεις». Τέλος, στο άρθρο 123 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις για την ομοδικία εφαρμόζονται και όταν το κοινό δικόγραφο αναφέρεται σε συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες». Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 4 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 - με τις οποίες, αντιστοίχως, αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 115 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 120 του εν λόγω Κώδικα και αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 121 αυτού - καταλαμβάνουν, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, και τις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου (4-2-2004). Επομένως, οι διατάξεις αυτές ήσαν εφαρμοστέες και κατά την ενώπιον του δικάσαντος εφετείου δίκη, αφού η έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε ασκηθεί στις 6.11.2001, συζητήθηκε στις 17.5.2004.

   7. Επειδή, η διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 120 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (η οποία έχει ενταχθεί σε άρθρο που ρυθμίζει την άσκηση ενδίκων μέσων στην περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας) έχει εφαρμογή μόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, δηλαδή σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου από αναγκαστικώς ομοδίκους στη δίκη ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής μόνο στην πιο πάνω περίπτωση δικαιολογείται από την φύση, τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της αναγκαστικής ομοδικίας που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 116 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της δυνητικής ομοδικίας, η οποία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων και οι διαδικαστικές πράξεις ενός ομοδίκου δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους. Αλλωστε, κοινές διατάξεις για την δυνητική και την αναγκαστική ομοδικία περιέχονται μόνο στο άρθρο 121 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

   8. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσίβλητοι υπηρέτησαν στον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.) και ασφαλίσθηκαν στο ΤΑ.Π.Π.Ο.Σ.Ε., από την ημερομηνία προσλήψεως τους μέχρι την αποχώρηση τους από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδοτήσεως τους. Μετά την έξοδο τους από την υπηρεσία, με τις αναφερόμενες στη δεύτερη σκέψη αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου τους χορηγήθηκε εφ' άπαξ βοήθημα κατ' εφαρμογή της Φ.269/1100/1991 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Συγκεκριμένα, για τον υπολογισμό του βοηθήματος αυτού λήφθηκε υπ' όψη το 90% του μέσου όρου των αποδοχών που λάμβαναν οι αναιρεσίβλητοι κατά την τελευταία διετία πριν από την αποχώρηση τους από την υπηρεσία, χωρίς τον υπολογισμό επιδομάτων (δώρων εορτών, αδείας, θέσεως, επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, οικογενειακών βαρών). Με κοινή προσφυγή τους κατά των πιο πάνω πράξεων οι αναιρεσίβλητοι προέβαλαν α) ότι δεν έγινε νόμιμα ο υπολογισμός του εφ' άπαξ βοηθήματος με την περικοπή του 10% του μέσου όρου των αποδοχών της τελευταίας διετίας από την έξοδο τους από την υπηρεσία, αφού η επίμαχη υπουργική απόφαση ήταν ανίσχυρη και β) ότι για τον καθορισμό του εφάπαξ έπρεπε να συνυπολογισθούν και όλα τα επιδόματα που λάμβαναν (επιδόματα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, ευθύνης θέσεως, αδείας, και επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα) και ζήτησαν να υποχρεωθεί το αναιρεσείον Ταμείο να τους καταβάλει νομιμοτόκως τις οφειλόμενες διαφορές του βοηθήματος που δικαιούντο. Το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο (και πρώτο αναιρεσίβλητο στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως) Χ. Β. ως αβάσιμη και ως προς τους λοιπούς ως απαράδεκτη κρίνοντας ότι, κατά την διάταξη του άρθρου 8 του π.δ. 341/1978 (Α1 71) - η οποία ήταν εφαρμοστέα κατά την ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δίκη εν όψει του χρόνου ασκήσεως της προσφυγής (27.8.1998) - οι προσφεύγοντες αυτοί δεν ομοδικούσαν παραδεκτώς με τον προτασσόμενο στο δικόγραφο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου όλοι οι πιο πάνω αναιρεσίβλητοι άσκησαν κοινή έφεση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, κατ' αρχάς, δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο εκκαλούντα. Ακολούθως, έκρινε, δεχόμενο σχετικό λόγο εφέσεως, ότι, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 115 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι ήδη αναιρεσίβλητοι ομοδικούσαν ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Ειδικότερα, το δικαστήριο δέχθηκε ότι με την ένδικη προσφυγή τους οι προσφεύγοντες επιδίωκαν την ακύρωση των παραπάνω αποφάσεων του Δ.Σ. του αναιρεσείοντος Ταμείου με τις οποίες τους καταβλήθηκαν τα μειωμένα ποσά εφ' άπαξ βοηθήματος, κατ' εφαρμογή των ίδιων για όλους διατάξεων του Καταστατικού του Ταμείου, ζήτησαν δε να τους καταβληθούν και οι αντίστοιχες χρηματικές διαφορές. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι «οι ένδικες απαιτήσεις των προσφευγόντων εξαρτώμενες και συνυφασμένες γενικώς με την έννοια των κάθε είδους "αποδοχών" τους, στηρίζονταν σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση και παρεμφερή ιστορική βάση, συνέτρεχαν δε γΓ αυτούς οι παραπάνω προϋποθέσεις της ομοδικίας, ανεξαρτήτως και των επουσιωδών διαφοροποιήσεων στους χρόνους προσλήψεως ή αποχωρήσεως τους από την υπηρεσία». Επομένως, κατά το διοικητικό εφετείο, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένως είχε κρίνει αντιθέτως.

   9. Επειδή, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ο μεν προτασσόμενος στο δικόγραφο της εφέσεως Χ. Β. προέβαλε λόγους αναγόμενους στο βάσιμο της προσφυγής, οι δε υπόλοιποι προέβαλαν λόγους με τους οποίους αμφισβητούσαν την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με την έλλειψη των προϋποθέσεων ομοδικίας. Με τα δεδομένα αυτά, οι λοιποί πλην του Χ. Β.  εκκαλούντες δεν ομοδικούσαν με αυτόν (πρβ. ΣτΕ 4424/1996) και, συνεπώς, απαραδέκτως είχαν ασκήσει την πιο πάνω κοινή έφεση μη προβάλλοντας κοινούς λόγους εφέσεως με τον προτασσόμενο στο δικόγραφο, του οποίου η προσφυγή είχε απορριφθεί κατ' ουσίαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Την έλλειψη δε ομοδικίας (απλής, στην επίδικη υπόθεση, και όχι αναγκαστικής) - πλημμέλεια που αναφέρεται στην ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης (πρβ. ΣτΕ 2019/1999, 2308/1991) - όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το διοικητικό εφετείο. Επομένως, το διοικητικό εφετείο εσφαλμένως δίκασε και, στην συνέχεια, δέχθηκε την έφεση κατά το μέρος που αυτή είχε ασκηθεί από τους λοιπούς εκκαλούντες, πλην του προτασσομένου στο δικόγραφο (και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου) Χ. Β., και εξαφάνισε κατά το ίδιο μέρος την πρωτόδικη απόφαση, όπως βασίμως προβάλλεται. Όφειλε δε το διοικητικό εφετείο να αναβάλει σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υποθέσεως ως προς τους πιο πάνω εκκαλούντες και να διατάξει χωρισμό του αρχικού (ενιαίου) δικογράφου, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου από τους εκκαλούντες αυτούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 121 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

   9. Επειδή, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Α' Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω κρίση.

 

   Δια ταύτα

 

   Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα

   Αναπέμπει την υπόθεση στο Α' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27 Νοεμβρίου 2008.