ΣτΕΟλ. 3457/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Τ.Π.Δ.Υ. - Εφάπαξ βοήθημα - Ανώτατο όριο εφάπαξ -.

 

Τρόπος υπολογισμού εφάπαξ βοηθήματος που χορηγεί το Τ.Π.Δ.Υ. Κατά την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, για τον υπολογισμό του εφ' άπαξ βοηθήματος, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν στις 31.12.1996, λαμβάνονται υπ' όψιν οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές - δηλαδή το άθροισμα του βασικού μισθού του οικείου μισθολογικού κλιμακίου, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του ποσού της Α.Τ.Α., ή των ποσοστιαίων αυξήσεων που χορηγούνται κατ' εφαρμογή νόμων για την εισοδηματική πολιτική - χωρίς να προστίθενται και άλλες παροχές, επιδόματα και οποιασδήποτε μορφής αποζημιώσεως, που χορηγούνται στους ασφαλισμένους του Τ.Π.Δ.Υ. ως συμπλήρωμα των αποδοχών τους, έστω και αν οι παροχές αυτές χαρακτηρίζονται τακτικές αποδοχές. Το ποσό, όμως, που υπολογίζεται με τον ως άνω τρόπο δεν τελεί υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου των 700.000 δραχμών, αλλά λαμβάνεται υπ' όψιν ολόκληρο. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997 έχει, ως εκ της φύσεώς της, μεταβατικό χαρακτήρα, ισχύουσα για μία πενταετία από 1.1.1997, όπως συνάγεται εκ του συνδυασμού της διατάξεως αυτής, και δη του τελευταίου εδαφίου της, προς την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, με την οποία ως βάση υπολογισμού του βοηθήματος λαμβάνεται πλέον υπ' όψιν ο μέσος όρος των αποδοχών της τελευταίας προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως πενταετίας. (Αντίθετη μειοψηφία). Αναπομπή στο Α’ Τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 3457/2004

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2004, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Ι. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλος, .Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Π. Κοτσώνης, Μ. Καραμανώφ, Ι Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Κ. Βιολάρης, Μ. Κωνσταντινίδου, Α. Καραμιχαλέλης, Α. Βώρος, Σύμβουλοι, Β. Αραβαντινός, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.

   Για να δικάσει την από 17 Ιουνίου 2002, αίτηση:

   του Κ.Σ., κατοίκου Νέας Σμύρνης (Δ. …), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Β. Παπαδημητρίου (Α.Μ. 16908), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

   κατά του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, που εδρεύει στην Αθήνα (Σταδίου 31), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Ι. Κατρά (Α.Μ, 7818), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

   Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 3547/2003 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

   Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 480/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως από τον εισηγητή Σύμβουλο Ι. Μαντζουράνη η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του Ταμείου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (143641, 163508/2002 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 480/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις των και νυν διαδίκων κατά της 3401/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η έφεση του αιτούντος, έγινε δεκτή εν μέρει η έφεση του αναιρεσιβλήτου Ταμείου και μεταρρυθμίσθηκε η ως άνω πρωτόδικη απόφαση. Με την προσβαλλομένη κρίθηκε ότι το Ταμείο οφείλει να επαναπροσδιορίσει το εφ' άπαξ βοήθημα του αιτούντος, συνυπολογίζοντας στις λαμβανόμενες υπ' όψιν για τον καθορισμό της παροχής αποδοχές του, τα ποσά που του καταβλήθηκαν βάσει της 2054561/6279/0022/1995 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β' 760), αλλά μέχρι του ορίου των 700.000 δραχμών που θεσπίζει το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 2512/1997, και να καταβάλει στον αιτούντα τη διαφορά του εφ' άπαξ βοηθήματος, αφού παρακρατήσει τις αναλογούσες εισφορές.

   2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια κατόπιν της 3547/2003 αποφάσεως του Α' Τμήματος, με την οποία παραπέμφθηκε προς επίλυση το ζήτημα της εννοίας των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 2512/1997 (Α' 138), λόγω μείζονος σπουδαιότητας.

   3. Επειδή, στο άρθρο 9 του ν. 2512/1997 (Α' 138) ορίζονται τα εξής: "1. Η προβλεπόμενη από τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) εισφορά υπολογίζεται επί των τακτικών μηνιαίων αποδοχών και μέχρι του ποσού των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) δραχμών. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύστερα από απόφαση του Δ. Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. 2. Ως αποδοχές για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του β.δ/τος της 3/13.7.1936, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 243/1984 (ΦΕΚ 96 Α'), που χορηγείται από το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, νοούνται το πηλίκον της διαιρέσεως του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο/η ασφαλισμένος/η κατά τα πέντε (5) ημερολογιακά έτη που προηγούνται του έτους υποβολής της αίτησης για την παροχή το βοηθήματος δια του αριθμού των εξήντα (60) μηνών ασφάλισης της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές για τον υπολογισμό της εισφοράς και του εφάπαξ βοηθήματος θεωρούνται το σύνολο του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του ποσού της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) ή των ποσοστιαίων αυξήσεων που χορηγούνται σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής με τον περιορισμό της παραγράφου 1 του παρόντος. Στην έννοια των ανωτέρω αποδοχών δεν περιλαμβάνονται άλλες παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής που χορηγούνται σε ασφαλισμένους του Ταμείου ως συμπλήρωμα αποδοχών, έστω και αν αυτές χαρακτηρίζονται ως τακτικές αποδοχές. 3. Κατ' εξαίρεση για τους ασφαλισμένους του Τ.Π.Δ.Υ. που εξέρχονται της υπηρεσίας μετά την 1.1.1997, το υπολογιζόμενο κατά τον ανωτέρω τρόπο εφάπαξ βοήθημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που διαμορφώθηκε στις 31.12.1996 με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, όπως παραπάνω περιγράφονται για την ίδια κατηγορία υπαλλήλων προσαυξημένο με το ποσοστό αυξήσεως της εισοδηματικής πολιτικής για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων του τρέχοντος έτους, υπολογιζόμενου αθροιστικά σε ετήσια βάση. Για κάθε δε έτος της επόμενης (από 1.1.1997) πενταετίας το ανωτέρω εκάστοτε ποσό του εφάπαξ βοηθήματος προσαυξάνεται με το ποσοστό αυξήσεως της εισοδηματικής πολιτικής για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων του αντίστοιχου έτους. 4. ... 5. Κάθε διάταξη της νομοθεσίας του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων που ρυθμίζει διαφορετικά τα παραπάνω θέματα καταργείται. 6. ... 7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.1997".

   4. Επειδή, με την διάταξη που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη μεταβλήθηκε, μεταξύ άλλων, ο τρόπος υπολογισμού του εφ' άπαξ βοηθήματος, το οποίο χορηγεί το Τ.Π.Δ.Υ. Ειδικότερα, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, για τον υπολογισμό του βοηθήματος αυτού λαμβάνονται υπ' όψιν οι αποδοχές του μηνός εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία που νομίμως είχαν υπαχθεί σε κρατήσεις υπέρ του Ταμείου. Ως αποδοχές νοούνταν ο βασικός μισθός, καθώς και οι προσαυξήσεις του χρονοεπιδόματος και της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.), όπως το ύψος των ποσών αυτών προέκυπτε από την οικεία συνταξιοδοτική πράξη ή δικαστική απόφαση Ήδη, από την έναρξη της ισχύος του άρθρου 9 του ν. 2517/1997, για τον υπολογισμό του εφ' άπαξ βοηθήματος λαμβάνεται υπ' όψιν το ποσόν που προκύπτει από τη διαίρεση του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τα πέντε ημερολογιακά έτη τα προηγούμενα της υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση του εφ' άπαξ βοηθήματος με τον αριθμό 60, ο οποίος αντιστοιχεί στους μήνες ασφάλισης στο Τ.Π.Δ.Υ. κατά την ως άνω χρονική περίοδο. Για τη διαίρεση δε αυτή ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές, που λαμβάνονται υπ' όψιν για τον υπολογισμό του βοηθήματος, και για τις οποίες καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά, νοείται το μέχρις 700.000 δραχμών συνολικό ποσό του βασικού μισθού του οικείου μισθολογικού κλιμακίου, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του ποσού της Α.Τ.Α. ή των χορηγουμένων, κατ' εφαρμογήν των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής, ποσοστιαίων αυξήσεων. Αντιθέτως, κατά ρητή πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, δεν θεωρούνται τακτικές μηνιαίες αποδοχές και, συνεπώς, δεν λαμβάνονται υπ' όψιν για τον υπολογισμό του βοηθήματος, άλλες παροχές, επιδόματα και οποιασδήποτε μορφής αποζημιώσεως που χορηγούνται σε ασφαλισμένους του Ταμείου ως συμπλήρωμα των αποδοχών τους, έστω και αν τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται τακτικές αποδοχές.

   5. Επειδή, λόγω της επελθούσης νομοθετικής μεταβολής κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, θεσπίσθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997 εξαιρετική ρύθμιση για όσους εξέρχονται από την ενεργό υπηρεσία μετά την 1.1.1997. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, το ποσό του εφ' άπαξ βοηθήματος, το οποίο δικαιούνται οι ως άνω ασφαλισμένοι με βάση το νέο τρόπο υπολογισμού του, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το εφ' άπαξ βοήθημα που διαμορφώθηκε στις 31.12.1996 - με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές για την ίδια κατηγορία υπαλλήλων - προσαυξημένο με το ποσοστό αυξήσεως των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων με βάση την εισοδηματική πολιτική του έτους 1997, ποσοστό που υπολογίζεται αθροιστικώς σε ετήσια βάση. Ακολούθως, για κάθε έτος της επόμενης πενταετίας το ποσό του βοηθήματος προσαυξάνεται με το ποσοστό αυξήσεως των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων με βάση την εισοδηματική πολιτική του αντίστοιχου έτους. Όπως δε συνάγεται από την εξαιρετική, και συνεπώς στενώς ερμηνευτέα παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, αλλά και από τη διατύπωση της διάταξης αυτής και ειδικότερα από την αντιπαραβολή της διατυπώσεως της προς τη διατύπωση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ρήτρα "όπως παραπάνω περιγράφονται", η οποία έχει τεθεί στην παρ. 3 του άρθρου 9 για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, δεν αφορά τον ποσοτικό, μέχρις 700.000 δρχ., προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών που προβλέπεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην οποία ρητώς παραπέμπει η παρ. 2 του άρθρου αυτού, αλλά αναφέρεται αποκλειστικώς στον κατ' είδος, θετικό και αρνητικό, προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, ο οποίος καθορίζεται στην τελευταία αυτή διάταξη. Τούτο δε διότι, σε όσες περιπτώσεις ο νομοθέτης θέλησε την εφαρμογή του οριζόμενου στην παρ. 1 ποσοτικού, μέχρις 700.000 δραχμών, προσδιορισμού των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, εκφράσθηκε ρητώς, με την πρόβλεψη στην παρ. 2 ότι, για τον υπολογισμό του εφ' άπαξ βοηθήματος, λαμβάνονται υπ' όψιν οι ειδικώς στη διάταξη αυτή προσδιοριζόμενες τακτικές μηνιαίες αποδοχές "με τον περιορισμό της παρ. 1 του παρόντος". Κατ' ακολουθίαν, κατά την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, για τον υπολογισμό του εφ' άπαξ βοηθήματος, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν στις 31.12.1996, λαμβάνονται υπ' όψιν οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές - δηλαδή το άθροισμα του βασικού μισθού του οικείου μισθολογικού κλιμακίου, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του ποσού της Α.Τ.Α., ή των ποσοστιαίων αυξήσεων που χορηγούνται κατ' εφαρμογήν νόμων για την εισοδηματική πολιτική - χωρίς να προστίθενται και άλλες παροχές, επιδόματα και οποιασδήποτε μορφής αποζημιώσεως, που χορηγούνται στους ασφαλισμένους του Τ.Π.Δ.Υ. ως συμπλήρωμα των αποδοχών τους, έστω και αν οι παροχές αυτές χαρακτηρίζονται τακτικές αποδοχές. Το ποσό, όμως, που υπολογίζεται με τον ως άνω τρόπο δεν τελεί υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου των 700.000 δραχμών, αλλά λαμβάνεται υπ' όψιν ολόκληρο. Εξ άλλου η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997 έχει, ως εκ της φύσεώς της, μεταβατικό χαρακτήρα, ισχύουσα για μία πενταετία από 1.1.1997, όπως συνάγεται εκ του συνδυασμού της διατάξεως αυτής, και δη του τελευταίου εδαφίου της, προς την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, με την οποία ως βάση υπολογισμού του βοηθήματος λαμβάνεται πλέον υπ' όψιν ο μέσος όρος των αποδοχών της τελευταίας προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως πενταετίας Κατά τη γνώμη, όμως των Συμβούλων Δημοσθένη Πετρούλια, Νικολάου Ρόζου, Χρίστου Ράμμου, Παύλου Κότσων η, Ιωάννη Μαντζουράνη και Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι ο αναφερόμενος στην παρ. 1 του άρθρου 9 περιορισμός, για τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών έως το ποσό των 700.000 δραχμών, αφορά και τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές με βάση τις οποίες  υπολογίζεται το εφ' άπαξ βοήθημα που θα είχε διαμορφωθεί στις 31.12.1996 και τούτο γιατί η έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών "όπως παραπάνω περιγράφονται", κατά τη ρητή διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 9, δεν συνδέεται μόνο με τον κατ' είδος θετικό και αρνητικό προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, όπως δέχεται η γνώμη που πλειοψήφησε, αλλά είναι αρρήκτως συνδεδεμένη και με τον αναφερόμενο στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου περιορισμό, όπως σαφώς προκύπτει τούτο από την παρ. 2 το άρθρου αυτού. Η ερμηνεία αυτή της διάταξης (παρ. 3 το άρθρου 9) συνάδει και προς το σκοπό του νομοθέτη, όπως αυτός εξαγγέλλεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο διατάξεως του άρθρου 9, το οποίο είχε κατατεθεί ως "τροπολογία - προσθήκη" και ψηφίστηκε από τη Βουλή με την ίδια ακριβώς διατύπωση που είχε και η τροπολογία. Από την αιτιολογική αυτή έκθεση προκύπτει ότι με την θέσπιση της επίμαχης ρήτρας ο νομοθέτης θέλησε να μη μειωθεί το εφ' άπαξ βοήθημα των υπαλλήλων που αποχωρούν μετά την 1.1.1997, εφ' όσον, όμως, οι υπάλληλοι αυτοί είχαν συνήθη μισθολογική εξέλιξη κατά τα κρίσιμα πέντε έτη πριν από την έξοδο τους από την υπηρεσία. Τέτοια δε μισθολογική εξέλιξη θεωρήθηκε ότι είχαν οι ασφαλισμένοι των οποίων οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές έφθαναν έως το ποσόν των 700.000 δραχμών. Αντίθετα, αν ορισμένοι ασφαλισμένοι είχαν απότομη αύξηση του μισθού τους κατά τα τελευταία έτη της υπηρεσίας τους, - πράγμα που συνέβη, μεταξύ άλλων, με τους δικαστικούς λειτουργούς, των οποίων οι αποδοχές αυξήθηκαν την τελευταία πριν από την 1.1.1997 πενταετία (βλ. τις κοινές αποφάσεις Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 2054561/6279/0022/1995, Β' 760 και 2/45984/0022/2000, Β' 830), χωρίς μάλιστα να έχουν καταβληθεί για τις αυξήσεις αυτές οι αντίστοιχες εισφορές, - ο νομοθέτης θέλησε - ως κανόνα γενικό που ισχύει για όλους τους ασφαλισμένους - να εφαρμόζεται η ως άνω ρήτρα μόνο για το τμήμα των τακτικών μηνιαίων αποδοχών τους έως το ποσόν των 700.000 δραχμών και να μη λαμβάνεται υπ' όψιν, για τον υπολογισμό του εφ' άπαξ βοηθήματος, το πέραν του ποσού αυτού τμήμα των αποδοχών τους.

   Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στη μη εφαρμογή του νέου παγίου συστήματος υπολογισμού της εφ' άπαξ παροχής για μεγάλο χρονικό διάστημα και πέραν της πενταετίας, αφού δεν ορίζεται στην επίμαχη διάταξη χρονικό σημείο λήξεως της ισχύος της. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή της μειοψηφίας, ο υπολογισμός του εφ' άπαξ βοηθήματος των αποχωρούντων ασφαλισμένων του αναιρεσιβλήτου Ταμείου, οι οποίοι στις 31.12.1996 ελάμβαναν αποδοχές άνω των 700.000 δραχμών, γίνεται σύμφωνα με την πάγια διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, η οποία όμως διάταξη, κατά το μέρος που στην τελευταία προ της υποβολής της αιτήσεως πενταετία περιλαμβάνει και χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν υπήρχε αντιστοίχως ανώτατο όριο και στη βάση υπολογισμού της εισφοράς, προκαλεί θέμα συνταγματικότητας (άρθρο 4 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος) εφ' όσον ήθελε κριθεί ότι η παροχή του βοηθήματος αυτού έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα (πρβλ. ΑΕΔ 9/1980, Σ.Ε. 540/1999 Ολ. κ.ά.).

   6. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος, το οποίο παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Α' Τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση κατ' άρθρο 14 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989.

   Δια ταύτα

   Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.

   Αναπέμπει την υπόθεση στο Α' Τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2004 και η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2004.