ΣτΕ Ολ.
2396/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πρόσληψη με διαγωνισμό στο δημόσιο - ΑΣΕΠ - Εκπαιδευτικοί -Αρχή ισότητας - Αρχή αξιοκρατίας -
Παρέμβαση - Εννομο συμφέρον - Αντισυνταγματικότητα
διατάξεων παρ. 5 και 6 άρθρου 16 ν. 2190/1994 - Αντισυνταγματικότητα παρ. 13 άρθρου
17 ν. 1586/1986 -.
Σε δίκη
ενώπιον της Ολομελείας ΣτΕ, ΑΠ ή ΕΣ, στην οποία
τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου, έχουν δικαίωμα να
ασκήσουν παρέμβαση, πλην άλλων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα
οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού,
εφόσον το ίδιο ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού
σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Οι
διατάξεις των παρ. 5 και 6 άρθρου 16 ν. 2190/1994, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο
διενέργειας του επίδικου διαγωνισμού, οι οποίες περιόριζαν τους υποψήφιους να
εκφράσουν προτίμηση για μια μόνο νομαρχία, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή
της αξιοκρατίας και την απορρέουσα από τη συνταγματική αρχή της ισότητας
δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του
αξίας διότι, ενώ οι συνταγματικές αυτές αρχές επιβάλλουν, σε περίπτωση
διενέργειας γραπτού διαγωνισμού σε πανελλήνια επίπεδα επί των ιδίων θεμάτων για
όλους τους υποψηφίους, να διορίζονται στις προκηρυχθείσες
θέσεις οι υποψήφιοι που έχουν πραγματοποιήσει την καλύτερη επίδοση στις
εξετάσεις συγκεντρώνοντας την υψηλότερη βαθμολογία, με την επίμαχη ρύθμιση
επιτρέπεται ο διορισμός υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν
άλλοι συνυποψήφιοι τους, οι οποίοι αν και διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα και
επιτυγχάνουν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι, εξαιτίας του τυχαίου και
συμπτωματικού γεγονότος ότι επέλεξαν νομαρχία για την οποία εκ του
αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία. Η ρύθμιση δε
αυτή δεν δικαιολογείται από λόγους προδήλου συμφέροντος, ενώ επιπλέον, ωθεί
πολλούς υποψηφίους να υποβάλλουν αιτήσεις στις νομαρχίες εκείνες στις οποίες
προκηρύσσονται περισσότερες θέσεις, διότι σ'αυτές έχουν
περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, οι οποίες βρίσκονται κατά τεκμήριο στα
μεγάλα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να παραμένουν κενές οι θέσεις των άλλων
νομαρχιών της χώρας, αφού οι υποψήφιοι αν και πρόκειται για πανελλήνιο
διαγωνισμό, δεν έχουν τη δυνατότητα περισσοτέρων επιλογών.
Η διάταξη
της παρ. 5 άρθρου 16 ν. 2190/1994, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της
ισότητας και της αξιοκρατίας και κατά το μέρος που περιορίζει τους υποψήφιους
να δηλώνουν προτίμηση για μέχρι δέκα φορείς στο πλαίσιο της μιας νομαρχίας που
έχουν επιλέξει για διορισμό. Η διάταξη της παρ. 13 άρθρου 17 ν. 1586/1986, όπως
ίσχυε κατά τον χρόνο διενέργειας του επίδικου διαγωνισμού, αντίκειται στις
συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, διότι, ενώ οι απόφοιτοι
τεχνικού λυκείου και οι απόφοιτοι γενικού λυκείου εξετάζονται στον ίδιο γραπτό
διαγωνισμό σε κοινά θέματα, η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη ποσόστωση, η
οποία άλλωστε, αναιτιολόγητα προσδιορίσθηκε στο 50%, επιτρέπει το διορισμό
υποψηφίων ενός τύπου λυκείου που λαμβάνουν χαμηλότερη βαθμολογία έναντι
υποψηφίων του άλλου τύπου λυκείου, παρά το γεγονός ότι διαγωνίζονται στα ίδια
μαθήματα. Με τον τρόπο, όμως, αυτό δεν μπορούν να εκτιμηθούν οι ιδιαίτερες
γνώσεις και δεξιότητες των αποφοίτων των δύο τύπων λυκείου, που θα επέτρεπαν το
διορισμό των καλύτερων σε επίδοση υποψηφίων από κάθε τύπο λυκείου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 2396/2004
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6
Φεβρουαρίου 2004, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής,
Πρόεδρος, Ι. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλος,
Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος,
Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου,
Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα,
Α. Τάτσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σάρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης,
Κ. Βιολάρης, Σύμβουλοι, Σ. Χρυσικοπούλου,
Θ. Αραβάνης, Πάρεδροι, Γραμματέας ο Ν. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 15 Ιουνίου 2001
έφεση:
Της Γ.Ν.Α., η
οποία παρέστη με τον δικηγόρο Φωτ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12572), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος
παρέστη με τον Νικ. Δασκαλαντωνάκη,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινουσών:
1) Κ.Ν.Β., κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής (Φ.
) και 2) Μ.Α.Ψ., κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής (Α.
), οι οποίες
παρέστησαν με τον δικηγόρο Ηλ. Θεοδωράτο
(Α.Μ. 12285), που τον διόρισαν στο ακροατήριο,
και κατά της υπ' αριθμ. 2860/2000 απόφασης
του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην
Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 2717/2003 παραπεμπτικής
απόφασης του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να
επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της
παραπεμπτικής αποφάσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ν. Μαρκουλάκη,
η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους
πληρεξούσιους της εκκαλούσας και των παρεμβαινουσών, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους
προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η έφεση και τον
αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης
εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1982571, 1796527/2001 ειδικά έντυπα
παραβόλου).
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η
εξαφάνιση της υπ'αριθμ. 2860/2000 απόφασης του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας, η οποία έλαβε μέρος σε γραπτό διαγωνισμό που
προκηρύχθηκε με την 8/1997 πράξη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) για την πλήρωση Θέσεων της κατηγορίας
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) φορέων δημοσίων υπηρεσιών και νομικών προσώπων
του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΦΕΚ τ. Προκηρύξεων ΑΣΕΠ 45/1997): Με την ως άνω αίτηση η εκκαλούσα ζητούσε την
ακύρωση α) των από 1.4.1999 οριστικών πινάκων διοριστέων
του ανωτέρου διαγωνισμού, της κατηγορίας ΔΕ, καθ' ό
μέρος δεν περιελήφθη και η ίδια στους πίνακες αυτούς, και β) της υπ'αριθμ. 33/1999 αποφάσεως της Ελάσσονος Ολομελείας του Α.Σ.Ε.Π. (ΦΕΚ τ. Προκηρύξεων ΑΣΕΠ 34/1.4.1999), καθ' ό μέρος
με την απόφαση αυτή κυρώθηκαν οι ανωτέρω πίνακες, ως προς την άνω παράλειψη της
εκκαλούσας.
3. Επειδή, με την υπ' αριθμ. 2717/2003
απόφαση του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, στην
Ολομέλεια προς επίλυση το ζήτημα που ανέκυψε ως προς την τυχόν αντίθεση προς το
Σύνταγμα των διατάξεων των άρθρων 16 παρ. 5 και 6 του ν. 2190/1994 και 17 παρ.
13 του ν. 1586/1986, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο
διενεργείας του επιδίκου διαγωνισμού.
4. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2479/1997 (Α' 67), σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της
Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή της
Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία τίθεται ζήτημα
συνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν
παρέμβαση, πλην άλλων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία
δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον
το ίδιο ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού
σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Με την
ιδιότυπη αυτή παρέμβαση προβάλλονται ερμηνευτικές απόψεις και επιχειρήματα
αναφερόμενα αποκλειστικά στα τιθέμενα ζητήματα συνταγματικότητας, η δε
εκδιδόμενη απόφαση δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τον παρεμβαίνοντα. Εν
προκειμένω, στην παρούσα δίκη ενώπιον της Ολομελείας παρεμβαίνουν με το από
28.1.2004 κοινό δικόγραφο οι Κ. Β. και Μ. Ψ., διάδικοι σε εκκρεμείς δίκες
ενώπιον του Γ' Τμήματος του Δικαστηρίου, στις οποίες, όπως και στην παρούσα
δίκη, τίθεται το ζήτημα της τυχόν αντιθέσεως προς το Σύνταγμα της
προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 13 του ν. 1586/1986, όπως ίσχυε
κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο. Με την εν λόγω παρέμβαση υποστηρίζεται
ότι η τελευταία αυτή διάταξη είναι αντισυνταγματική. Η παρέμβαση αυτή ασκείται
με έννομο συμφέρον, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του
2479/1997, ενώ, εξ άλλου, είναι και κατά τα λοιπά παραδεκτή.
5. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία
καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει
την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες
συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και
ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής
λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση
κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα
δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η
ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό
αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών
επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ'εξουσιοδότηση
θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο
τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις λαμβάνοντας υπόψη
της υφιστάμενες, οικονομικές επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με
κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά
κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει
όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την
αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως
άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη
συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης
επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την
ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως
τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε.
Ολομ. 1252, 1253/2003). Εξ άλλου, η αρχή της
αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος υπαγορεύει όπως η
πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με
την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους.
6. Επειδή, στις παρ. 5 και 6 του άρθρου 16
του ν. 2190/1994 (Α' 28), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο
διενεργείας του επιδίκου διαγωνισμού (μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 2
παρ. 4 του ν. 2527/1997, Α' 206, και πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο
6 παρ. 2 και 3 του ν. 3051/2002, Α' 220), οριζόταν ότι:"5. Κάθε υποψήφιος,
για θέσεις της ίδιας προκήρυξης, δικαιούται να υποβάλει αίτηση σε μία μόνο
νομαρχία και για θέσεις μιας μόνο κατηγορίας προσωπικού που είναι κατανεμημένες
στη νομαρχία αυτή. Στην αίτησή του ο υποψήφιος δηλώνει και τη σειρά προτίμηση
των υπηρεσιών και νομικών προσώπων που επιθυμεί να διορισθεί. Οι προτιμήσεις
περιορίζονται μέχρι δέκα. Οι πέρα των δέκα προτιμήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη.
Αν ο υποψήφιος δεν δηλώσει προτιμήσεις, θεωρείται ότι έχει δηλώσει τους δέκα
πρώτους φορείς (υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα) που έχουν θέσεις των κλάδων ή των
ειδικοτήτων που δηλώνει στην αίτησή του, με τη σειρά που αναγράφονται οι φορείς
αυτοί στην προκήρυξη. 6. Η αίτηση υποβάλλεται σε μια μόνο νομαρχία. Η υποβολή
αίτησης σε περισσότερες από μια νομαρχίες, είτε αυτή γίνεται αυτοτελώς είτε με
σώρευση, σε αίτηση που υποβλήθηκε σε ορισμένη νομαρχία, φορέων και άλλης
νομαρχίας, καθώς και η σώρευση θέσεων διαφορετικών κατηγοριών προσωπικού σε μια
ή περισσότερες αιτήσεις συνεπάγεται αυτοδικαίως σε κάθε περίπτωση ακύρωση όλων
των αιτήσεων και αποκλεισμό του υποψηφίου από την περαιτέρω
διαδικασία...".
Επίσης, στο κεφάλαιο IV
της 8/1997 προκήρυξης του επιδίκου διαγωνισμού ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για
την προκήρυξη αυτή επιτρέπεται η υποβολή μιας μόνον αίτησης από τους
υποψήφιους, ότι δεν επιτρέπεται στην αίτηση η σώρευση θέσεων διαφόρων
νομαρχιών, άλλως ο υποψήφιος αποβάλλεται από τη διαδικασία, καθώς και ότι ο
υποψήφιος δηλώνει και τη σειρά προτίμησης των φορέων (υπηρεσιών και νομικών
προσώπων) στους οποίους επιθυμεί να διοριστεί, ότι οι προτιμήσεις περιορίζονται
για μέχρι και δέκα φορείς και οι πέραν των δέκα δεν λαμβάνονται υπόψη, και,
τέλος, ότι αν ο υποψήφιος δεν δηλώσει προτιμήσεις, θεωρείται ότι έχει δηλώσει
τους 10 πρώτους φορείς που αναγράφονται στην προκήρυξη. Εξ άλλου, στην παρ. 13
του άρθρου 17 του ν. 1586/1986 (Α' 37), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν
προκειμένω χρόνο διενεργείας του επιδίκου διαγωνισμού (μετά την αντικαταστασή της από το άρθρο 18 παρ. 9 του ν. 2593/1997,
Α' 107 και πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 20 παρ. 18 του ν. 2738/1999,
Α' 180), οριζόταν ότι: Οι θέσεις κλάδων διοικητικού ή οικονομικού ή λογιστικού
ή δακτυλογράφων της κατηγορίας ΔΕ καλύπτονται από δυο κατηγορίες υποψηφίων: α)
κατά το ήμισυ από κατόχους απολυτηρίου τίτλου κλάδων διοικητικών υπηρεσιών -
γραμματέων ή οικονομίας ή τμημάτων υπαλλήλων διοίκησης ή υπαλλήλων λογιστηρίου
οποιουδήποτε τύπου Λυκείου ή άλλου ισότιμου τίτλου σχολικής μονάδας της
ημεδαπής ή αλλοδαπής και β) κατά το ήμισυ από κατόχους απολυτηρίου τίτλου
οποιουδήποτε τύπου Λυκείου ή άλλου ισοτίμου τίτλου σχολικής μονάδας της
ημεδαπής ή αλλοδαπής. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων
μιας κατηγορίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται η
κάλυψη των θέσεων που υπολείπονται από υποψηφίους της άλλης κατηγορίας. Όταν ο
αριθμός των προς πλήρωση θέσεων ανά νομό είναι περιττός, η απομένουσα
θέση δίδεται στην πρώτη κατηγορία υποψηφίων. Η πλήρωση των θέσεων των ανωτέρω
κλάδων πραγματοποιείται με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2190/1994 και
καταρτίζονται χωριστοί πίνακες κατά νομό επιτυχόντων για καθεμία από τις
ανωτέρω δύο κατηγορίες. Οι προτιμήσεις ως προς το φορέα διορισμού των
περιλαμβανομένων στον πρώτο πίνακα προηγούνται έναντι των επιτυχόντων του
δεύτερου πίνακα...". Περαιτέρω, στο κεφάλαιο ΙΙ
παρ. Γ της ανωτέρω 8/1997 προκήρυξης ορίζεται ότι για την κατηγορία ΔΕ των
κλάδων Διοικητικού - Λογιστικού, Οικονομικού ΔΕ1 Διοικητικού ΔΕ14 Ελεγκτών
Εσόδων - Εξόδων, ΔΕ15 Εισπρακτόρων και ΔΕ23 Ειδικής Υπηρεσίας (Δημοτική
Αστυνομία), ο αριθμός των διοριστέων από καθεμία από
τις ανωτέρω κατηγορίες είναι ίσος με το 50% των προκηρυχθεισών
θέσεων.
7. Επειδή, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 16
παρ. 5 και 6 του ν. 2190/1994, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω
χρόνο, οι οποίες περιόριζαν τους υποψήφιους να εκφράσουν προτίμηση για μια μόνο
νομαρχία, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας και την απορρέουσα
από τη συνταγματική αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας
εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας διότι οι συνταγματικές αυτές
αρχές επιβάλλουν, σε περίπτωση διενεργείας γραπτού διαγωνισμού σε πανελλήνια
επίπεδα επί των ιδίων θεμάτων για όλους τους υποψηφίους, να διορίζονται στις προκηρυχθείσες θέσεις οι υποψήφιοι που έχουν
πραγματοποιήσει την καλύτερη επίδοση στις εξετάσεις συγκεντρώνοντας την
υψηλότερη βαθμολογία. Ειδικότερα, με την επίμαχη ρύθμιση επιτρέπεται ο διορισμός
υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν άλλου συνυποψήφιοι
τους, οι οποίοι αν και διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα και επιτυγχάνουν
καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι, εξαιτίας του τυχαίου και συμπτωματικού
γεγονότος ότι επέλεξαν νομαρχία για την οποία εκ του αποτελέσματος
αποδεικνύεται ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία. Η ρύθμιση δε αυτή δεν
δικαιολογείται από λόγους προδήλου συμφέροντος, που να προκύπτουν από τις
προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του νόμου ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι
συνιστά τέτοιο λόγο η αόριστη αναφορά της εισηγητικής έκθεσης στα προβλήματα
"ορθολογικής κατανομής του προσωπικού στις περιφερειακές υπηρεσίες".
Εξ άλλου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο περιορισμός της υποβολής
της αίτησης συμμετοχής στο διαγωνισμό σε μια μόνο νομαρχία ωθεί πολλούς
υποψηφίους να υποβάλλουν αιτήσεις στις νομαρχίες εκείνες στις οποίες
προκηρύσσονται περισσότερες θέσεις, διότι σ'αυτές
έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι θέσεις, δε, αυτές βρίσκονται κατά
τεκμήριο στα μεγάλα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να παραμένουν κενές οι θέσεις
των άλλων νομαρχιών της χώρας, αφού οι υποψήφιοι αν και πρόκειται για
πανελλήνιο διαγωνισμό, δεν έχουν τη δυνατότητα περισσοτέρων επιλογών.
8. Επειδή, περαιτέρω, η ως άνω διάταξη του
άρθρου 16 παρ. 5 του ν. 2190/1994, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω
χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με το ν. 2527/1997, αντίκειται στις
συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και κατά το μέρος που
περιορίζει τους υποψήφιους να δηλώνουν προτίμηση για μέχρι δέκα φορείς στο
πλαίσιο της μιας νομαρχίας που έχουν επιλέξει για διορισμό. Και τούτο διότι ο
περιορισμός αυτός στη δήλωση προτίμησης των υποψηφίων επιτρέπει το διορισμό
υποψηφίων που λαμβάνουν χαμηλότερη βαθμολογία, σε γραπτό πανελλήνιο διαγωνισμό
επί των ιδίων θεμάτων, έναντι άλλων, οι οποίοι παρά το ότι επιτυγχάνουν καλύτερη επίδοση,
παραμένουν τελικά αδιόριστοι εξαιτίας του τυχαίου γεγονότος ότι επέλεξαν δέκα
φορείς, για τους οποίους, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, απαιτείται
υψηλότερη βαθμολογία. Η ρύθμιση δε αυτή δεν δικαιολογείται από λόγους προδήλου
γενικότερη δημοσίου συμφέροντος που να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές
εργασίες ψήφισης του ν. 2527/1997 ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο
λόγο η αναφορά της εισηγητικής έκθεσης στην "απλούστερη και επιτάχυνση της
διαδικασίας εξαγωγής των αποτελεσμάτων", η οποία έχει την έννοια της
ταχύτερης διεκπεραίωσης της σχετικής διαδικασίας από γραφειοκρατική και μόνον
άποψη και δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον κατ'απόκλιση
από τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και σε
βλάβη του συμφέροντος της δημόσιας υπηρεσίας διορισμό υποψηφίων με κατώτερη
επίδοση έναντι άλλων υποψηφίων που επέτυχαν καλύτερη επίδοση.
9. Επειδή, η ως άνω διάταξη του άρθρου 17
παρ. 13 του ν. 1586/1986, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την
αντικατάστασή της με το ν. 2503/1997, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της
αξιοκρατίας και της ισότητας, διότι, ενώ οι απόφοιτοι τεχνικού λυκείου και οι
απόφοιτοι γενικού λυκείου εξετάζονται στον ίδιο γραπτό διαγωνισμό σε κοινά
θέματα, η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη ποσόστωση, η οποία άλλωστε,
αναιτιολόγητα προσδιορίσθηκε στο 50%, επιτρέπει το διορισμό υποψηφίων ενός
τύπου λυκείου που λαμβάνουν χαμηλότερη βαθμολογία έναντι υποψηφίων του άλλου
τύπου λυκείου, παρά το γεγονός ότι διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα. Με τον
τρόπο, όμως, αυτό δεν μπορούν να εκτιμηθούν οι ιδιαίτερες γνώσεις και
δεξιότητες των αποφοίτων των δύο τύπων λυκείου, που θα επέτρεπαν το διορισμό των
καλύτερων σε επίδοση υποψηφίων από κάθε τύπο λυκείου.
10. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος
της αντιθέσεως προς το Σύνταγμα της ως άνω διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 13 του
ν. 1586/1986 υπέρ της απόψεως των παρεμβαινουσών, η
ασκηθείσα ενώπιον της Ολομελείας παρέμβαση πρέπει να γίνει δεκτή δεδομένου ότι,
σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997,
το έννομο συμφέρον των παρεμβαινουσών εξαντλείται
στην κατά τα ως άνω επίλυση του εν λόγω ζητήματος. Εξ άλλου, κατά το εδάφιο δ'
το ίδιου άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, επί ασκήσεως παρεμβάσεως με βάση την
εν λόγω παρ. 1, για τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που
αφορούν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Εν προκειμένω,
το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος
18/1989 (Α' 8), εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι το Δημόσιο, το οποίο
ηττήθηκε ως προς την έκβαση του ανωτέρω ζητήματος πρέπει να απαλλαγεί από τη
δικαστική δαπάνη των παρεμβαινουσών.
11. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος
το οποίο παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γ' Τμήμα προς
περαιτέρω εκδίκαση κατ'άρθρο 14 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989.
Δια ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν
ζήτημα.
Δέχεται την ασκηθείσα ενώπιον της Ολομελείας
παρέμβαση.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική
δαπάνη των παρεμβαινουσών.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Γ' Τμήμα προς
περαιτέρω εκδίκαση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19
Φεβρουαρίου και 4 Μαρτίου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση
της 17 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.