Σ.τ.Ε. 1249/2010 (Α Τμήμα)
Αρχή αναλογικότητας - Χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης - Αναιρετικός έλεγχος -.
Παραπέμπεται
στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος το ζήτημα της δυνατότητας ή μη αναιρετικού
ελέγχου του καθορισθέντος ποσού χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή
ψυχικής οδύνης για παραβίαση από το δικαστήριο της ουσίας της αρχής της
αναλογικότητας μέσω του προβλεπόμενου από το άρθρο 56 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 18/1989 λόγου αναιρέσεως.
Αριθμός
1249/2010
ΤΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ
Α΄
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ι. Ζόμπολας, Σ. Χρυσικοπούλου,
Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Χ. Σιταρά,
Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του
Α΄ Τμήματος.
Για
να δικάσει την από 30 Μαρτίου 2007 αίτηση:
του
Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και
Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους,
κατά
των: 1) ... κατοίκων Ηλιούπολης Αττικής (...), οι οποίοι παρέστησαν με το
δικηγόρο Αντώνιο Φούσα (Α.Μ. 6280), που τον διόρισαν
με πληρεξούσιο.
Με
την αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπαριθμ. 3538/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η
εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Σ. Χρυσικοπούλου.
Κατόπιν
το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Δημοσίου, ο οποίος ανέπτυξε και
προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η
αίτηση, και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων, ο
οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά
τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου κ α ι
Α
φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ
χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ
κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν
ό μ ο
1.
Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου.
2.
Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η
αναίρεση της 3538/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση
αυτή απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου, έγινε εν μέρει δεκτή έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της 7775/2005 απόφασης του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών και μεταρρυθμίστηκε η τελευταία αυτή απόφαση. Περαιτέρω, με
την προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του αναιρεσείοντος
Δημοσίου να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους νομιμοτόκως τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή χρηματικά
ποσά, συνολικού ύψους 910.000 ευρώ, ως χρηματική
ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θανάσιμο τραυματισμό του ..., τέκνου του
πρώτου και της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και
αδελφού της τρίτης, ήτοι 380.000 ευρώ σε καθέναν από
τους δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους και 150.000 ευρώ στην τρίτη των αναιρεσιβλήτων.
Με την πρωτόδικη απόφαση, μεταξύ άλλων, έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή κατά το
μέρος που είχε ασκηθεί από τους τρεις πρώτους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Δημοσίου
να τους καταβάλει ατόκως τα αναφερόμενα πιο πάνω χρηματικά ποσά.
3.
Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ. Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164)
στο άρθρο 105 ορίζει ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του
δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το
δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος
.». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ευθύνη του Δημοσίου προς
αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής
πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη
νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων
νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις
συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου,
υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου,
όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη
διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις
που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη
εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής
πίστης (βλ. Σ.τ.Ε. 2796/2006 7μελούς, 2741/2007,
1019/2008). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης,
παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του
Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. Σ.τ.Ε. 1413/2006 7μελούς). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση
για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου
μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής
ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος
υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι
επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη
ζημία (Σ.τ.Ε. 1024/2005). Και η μεν κρίση περί του
εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς
διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η
πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο,
αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την
υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια
του αιτιώδους συνδέσμου. Ενώ, αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη
αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι
δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε
σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων,
δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. Σ.τ.Ε. 3128,
3696/2006, 334/2008 7μελούς, 1019/2008). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων
διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το
δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης, κατ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ.γ΄ του Αστικού Κώδικα. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου,
η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος
λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο
η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπόψη του οι
διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υποχρέου, είδος
προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.), και με βάση
τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση
και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα
ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε ηθική
βλάβη ή ψυχική οδύνη καθώς και ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του
ποσού της χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού
σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του
πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του
νόμου. (βλ. Σ.τ.Ε. 1042/2007 και Α.Π. 1586/2002,
777/2003, 674/2004, 1194/2005, 11/2005 Ολομ., 122,
319, 1644, 1670/2006, 163, 634/2007). Ελέγχεται, όμως, κατ αναίρεση η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αν, κατά τον προσδιορισμό
του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που δεν ήταν
επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσης αυτής ή αν το
δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να συνεκτιμήσει γεγονότα που είχαν τεθεί υπόψη
του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης,
όπως λ.χ. το συντρέχον πταίσμα του παθόντος (βλ. Σ.τ.Ε.
2100/2006 7μελούς, 2796/2006 7μελούς, Α.Π. 13/2002 Ολομ.).
4.
Επειδή, με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του
Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001,
τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορεί να επιβληθούν στα
ατομικά δικαιώματα «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε
από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας». Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε
και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα
αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει
να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι
για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν
μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα μέτρα που μπορεί να ληφθούν, επάγεται τον
ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον
επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης
που προκαλούν (Α.Π. 43/2005 Ολομ.). Η αρχή της
αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του
ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ
αρχήν στο νομοθέτη. Επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο
κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο
υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί,
ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ.
4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του
υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται
επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών
σχέσεων (άρθρο 914 επ. Α.Κ.) και ειδικότερα στο
ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής
ικανοποίησης ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 Α.Κ. ότι
το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική
ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της
συγκεκριμένης περίπτωσης. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του
την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα
του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, σύμφωνα με
τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ.
1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον
προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης στερείται σημασίας, αφού δεν
θα οδηγούσε σε διαφορετικά αποτελέσματα σε σχέση με τον κατ εφαρμογή του άρθρου 932 Α.Κ. προσδιορισμό
αυτής (βλ. Α.Π. 6/2009 Ολομ., βλ. επίσης και Α.Π.
1670/2006, 163, 634/2007, 27/2008 Ολομ., 76, 1404/2008).
Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Ιωάννης Ζόμπολας, ο οποίος
υποστήριξε την εξής γνώμη: το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως
νομικό κανόνα την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα,
συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των
εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε
αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού.
Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω
ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου), το δικαστήριο της ουσίας
δεν πρέπει ούτε να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας υπερβολικά
χαμηλό ποσό ούτε να καταλήγει, με ακραίες εκτιμήσεις, στον υπέρμετρο πλουτισμό
του ενός μέρους, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη, που απέβλεψε
στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης η οποία διαταράχθηκε από την παράνομη
πράξη ή παράλειψη (βλ. Σ.τ.Ε. 3256/2006, 1915/2007,
2559/2007 7μελούς).
5.
Επειδή, ο Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος, ο οποίος
κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 210/1992 (Α΄
99), ορίζει στο άρθρο 17, με τίτλο του άρθρου αυτού «Καθήκοντα Διοικητή
Πυροσβεστικής Υπηρεσίας», τα εξής: «1. Ο Διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας
έχει όλα τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται
από την νομοθεσία που ισχύει, το Διάταγμα αυτό και τις διαταγές των
προϊσταμένων αρχών. 2
. 3. Ευθύνεται απέναντι στους προϊσταμένους του για
την ετοιμότητα και την εκπαίδευση των ανδρών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, την
πειθαρχία και επαγγελματική κατάρτισή τους, έτσι ώστε το πυροσβεστικό έργο να
διεξάγεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 4. Φροντίζει οι πυροσβεστικοί
υπάλληλοι να εκτελούν σωστά τα καθήκοντά τους, προσπαθεί να επιτυγχάνει ίση
μεταχείριση στους υπαλλήλους του κατά την άσκηση της διοίκησης και παρακολουθεί
την εκπαίδευση των υπαλλήλων, συμμετέχοντας και ο ίδιος σ αυτή εκπαιδεύοντάς τους σε θέματα επαγγελματικά ή γενικότερου
ενδιαφέροντος όταν το κρίνει χρήσιμο και αναγκαίο. 5. Εξασφαλίζει στους άνδρες
και τα οχήματα των εξόδων πυρκαγιάς της Υπηρεσίας όλα τα εφόδια που
προβλέπονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους και μπορεί κατά την κρίση του
να σημαίνει συναγερμό πυρκαγιάς για να διαπιστώνει την ετοιμότητα των υπαλλήλων
του Σταθμού σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος Διατάγματος. 6
10. Ορίζει τους υπαλλήλους σε βάρδιες και καθημερινά σε υπηρεσίες
εξόδων πυρκαγιάς και άλλες εσωτερικές υπηρεσίες του Σταθμού. Επιθεωρεί τακτικά
και έκτακτα τους άνδρες, τα οχήματα, τον πυροσβεστικό εξοπλισμό και γενικά τις
εγκαταστάσεις του Σταθμού σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικά για τις επιθεωρήσεις.
11
.12. Ο Διοικητής αναλαμβάνει κάθε πρωτοβουλία κατά
την άσκηση των καθηκόντων του, εφόσον δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις που
ισχύουν. 13. Είναι υπεύθυνος για τη σωστή τήρηση και ενημέρωση των βιβλίων της
Υπηρεσίας που ορίζονται με απόφαση του Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος. Φροντίζει
για την προμήθεια και ανάρτηση σε κατάλληλους χώρους χαρτών και άλλων
βοηθητικών πινάκων όλων των πόλεων και οικισμών τη περιοχής ευθύνης του, για τη
γνώση της περιοχής. 14
16. Το Διοικητή όταν απουσιάζει ή κωλύεται
αναπληρώνει ο Υποδιοικητής και αν δεν υπάρχει Υποδιοικητής ο αρχαιότερος
αξιωματικός της Υπηρεσίας». Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του πιο πάνω Κανονισμού, με
τίτλο του άρθρου αυτού «Καθήκοντα Υποδιοικητών Υπηρεσιών», ορίζονται τα εξής:
«1. Οι υποδιοικητές των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών γενικά είναι άμεσοι βοηθοί των
Διοικητών και λαμβάνουν γνώση όλων των υπηρεσιακών ζητημάτων. 2.΄Εχουν όλα τα
δικαιώματα, υποχρεώσεις και αρμοδιότητες που προβλέπονται από τη νομοθεσία για
το Πυροσβεστικό Σώμα, το διάταγμα αυτό και τις διαταγές των προϊσταμένων αρχών,
για τη θέση τους. 3. Είναι άμεσα υπεύθυνοι απέναντι στο Διοικητή για τη συνεχή
εκπαίδευση των υπαλλήλων των Υπηρεσιών, τη συνεχή ετοιμότητα προσωπικού, την
καλή κατάσταση και λειτουργία των οχημάτων, μηχανημάτων και λοιπών υλικών και
μέσων, την κανονική εμφάνιση των υπαλλήλων και γενικά για την επιχειρησιακή
ετοιμότητα της Υπηρεσίας. 4. Φροντίζουν για την εφαρμογή των προγραμμάτων
εκπαίδευσης και ενεργούν οι ίδιοι εκπαίδευση του προσωπικού σε επαγγελματικά ή
εγκυκλοπαιδικά θέματα. 5
.6. Σε σοβαρά συμβάντα με εντολή του Διοικητή ή
όταν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται μεταβαίνουν επιτόπου και διευθύνουν προσωπικά
το πυροσβεστικό έργο. 7. Αναπληρώνουν τους Διοικητές όταν αυτοί απουσιάζουν ή
κωλύονται και εκτελούν όλα τα καθήκοντα του Διοικητή εκτός από τη σύνταξη
εκθέσεων ικανότητας». Στο άρθρο 28 του ίδιου Κανονισμού, με τίτλο του άρθρου
«Καθήκοντα προϊσταμένου κίνησης οχημάτων», ορίζονται τα εξής: «1. Προϊστάμενος
κίνησης οχημάτων ορίζεται αξιωματικός ή Πυρονόμος που
ακολουθεί το ωράριο του Διοικητή του Σταθμού. Ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με
τη Νομοθεσία που ισχύει, το παρόν Διάταγμα και τις διαταγές που υπάρχουν. 2.
Είναι υπεύθυνος απέναντι στο Διοικητή για την καλή κατάσταση των οχημάτων και
μηχανημάτων, την εκπαίδευση και καταλληλότητα των οδηγών, την επάρκεια σε
πυροσβεστικά εργαλεία, κατασβεστικά υλικά και μέσα. 3. Τηρεί τα βιβλία που
προβλέπονται για το γραφείο κίνησης, φροντίζει για την επάρκεια καυσίμων και
λιπαντικών και διεξάγει την αλληλογραφία που έχει σχέση με το αντικείμενο του
γραφείου του. 4
.». Τέλος, στο άρθρο 31 του Κανονισμού αυτού, με
τίτλο του άρθρου «Καθήκοντα οδηγού», ορίζονται τα εξής: «1. Ως οδηγοί
πυροσβεστικών οχημάτων και μηχανημάτων ορίζονται πυροσβεστικοί υπάλληλοι στο
βαθμό του πυρονόμου και κάτω. 2. Ο οδηγός είναι
υπεύθυνος για την καλή κατάσταση, συντήρηση και καθαριότητα του οχήματός του
και οφείλει όταν αναλαμβάνει υπηρεσία να ελέγχει το όχημα σύμφωνα με τις διαταγές
που υπάρχουν για τη διαπίστωση της καλής λειτουργίας του. 3. Αναφέρει στον αρχιοδηγό υπηρεσίας τυχόν βλάβη ή φθορά του οχήματος και
των εργαλείων που βρίσκονται σ αυτό και προσπαθεί για
την αποκατάστασή τους, αν αυτή είναι δυνατή. 4. Ελέγχει αν το όχημα είναι
εφοδιασμένο, σύμφωνα με τις διαταγές που υπάρχουν, με όλα τα πυροσβεστικά
εργαλεία, συσκευές, υλικά κατάσβεσης και λοιπό εξοπλισμό, που είναι απαραίτητα
για την αντιμετώπιση πυρκαγιών και άλλων συμβάντων και φροντίζει αυτά να
διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. 5. Οφείλει να εξασφαλίζει την άμεση εκκίνηση
του οχήματός του όταν σημαίνει συναγερμός, να γνωρίζει την περιοχή ευθύνης του
Σταθμού του και να ακολουθεί το συντομότερο δρομολόγιο για τη μετάβαση στον
τόπο του συμβάντος, παίρνοντας όλα τα μέτρα και προφυλάξεις για την ασφαλή
μετάβαση και αποφυγή δυστυχήματος. 6. Ο οδηγός κατά την ενάσκηση των καθηκόντων
του, έχει την υποχρέωση να γνωρίζει καλά τους δρόμους, τις τοποθεσίες των υδροστομίων ή άλλων πηγών νερού, τα νοσοκομεία και τους
Σταθμούς Α΄ Βοηθειών της περιοχής ευθύνης του Σταθμού του, καθώς και τον κώδικα
οδικής κυκλοφορίας. 7
.10. Είναι υποχρεωμένος να εκτελεί με ακρίβεια τις
διαταγές των προϊσταμένων του στον τόπο του συμβάντος και να συμβάλει στην όλη
πυροσβεστική προσπάθεια, ως Πυροσβέστης Γενικών Υπηρεσιών όταν υπάρχει ανάγκη».
6.
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την από 16.7.2001 ένδικη αγωγή τους, όπως
προκύπτει από αυτήν και αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι τρεις πρώτοι
ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο ..., ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1972,
υπηρετούσε ως πυροσβέστης στον 8ο Πυροσβεστικό Σταθμό Αθηνών. Από το έτος 1999
είχε προστεθεί στη δύναμη των οχημάτων του Σταθμού το με αρ. κυκλ. Π.Σ. ... πυροσβεστικό όχημα RENAULT, το οποίο ήταν ένα από τα δεκαπέντε οχήματα που
είχαν δωρηθεί στο Δημόσιο από το Ίδρυμα «Σταύρος
Νιάρχος». Σύμφωνα με σχετική εγγραφή στο δελτίο κίνησης και στο βιβλίο βλαβών
του Σταθμού, στις 10.7.1999 το ανωτέρω όχημα παρουσίασε πρόβλημα, κατά την
οδήγησή του από τον πυροσβέστη ..., συνιστάμενο στο ότι, κατά το φρενάρισμα, το
τιμόνι του τραβούσε έντονα δεξιά. Στις 15.7.1999 ο ... ανέλαβε από 08:00 έως
14:00 υπηρεσία οδηγού του ανωτέρω οχήματος, με πλήρωμα τους πυροσβέστες ...,
για την εκτέλεση περιπολίας και περί ώρα 11:00 με 11:15 της ίδιας ημέρας το
πλήρωμα του εν λόγω οχήματος έλαβε σήμα να μεταβεί από το βουνό Υμηττός, όπου
εκτελούσε περιπολία, στη Βάρη για κατάσβεση πυρκαγιάς. Το ανωτέρω όχημα,
κινούμενο με ταχύτητα περίπου 30-35 χιλιομέτρων την ώρα σε ασφαλτοστρωμένη οδό
και φθάνοντας τη θέση «Κρεμασμένος Λαγός» ʼνω
Βούλας Αττικής, εξετράπη της πορείας του αριστερά και
κατέπεσε σε σπηλαιοβάραθρο βάθους 30 μέτρων, με
αποτέλεσμα να τραυματιστούν θανάσιμα κα να αποβιώσουν οι ... και να
τραυματιστεί η .... Η εκτροπή του οχήματος προκλήθηκε από το κατασκευαστικό
ελάττωμα του συστήματος πέδησης, το οποίο επέφερε παρέκκλιση της πορείας του
προς τα δεξιά, καθώς και από τη θραύση του πίσω δεξιού ελαστικού. Το ανωτέρω
ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια των ..., οι οποίοι, με την ιδιότητα
του Διοικητή, Υποδιοικητή και Προϊσταμένου Κίνησης του 8ου Πυροσβεστικού
Σταθμού Αθηνών αντιστοίχως, αν και γνώριζαν, από τις 12.7.1999 ο πρώτος και από
τις 11.7.1999 οι δεύτερος και τρίτος, το ανωτέρω πρόβλημα του συστήματος
πέδησης του συγκεκριμένου οχήματος, δεν φρόντισαν για τον έγκαιρο έλεγχο αυτού
και την αποκατάσταση του ελαττώματος, αλλά το έθεσαν σε κυκλοφορία και το
παρέδωσαν στις 15.7.1999 στον προαναφερόμενο οδηγό για εκτέλεση διατεταγμένης
υπηρεσίας, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του π.δ.
210/1992. Οι προαναφερόμενες παράνομες παραλείψεις των ανωτέρω οργάνων του
Δημοσίου συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, ήτοι το
θανάσιμο τραυματισμό του ..., αφού αυτός κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων
δεν θα επακολουθούσε, εάν το ανωτέρω όχημα είχε τεθεί εκτός κυκλοφορίας πριν
από τις 15.7.1999, με σκοπό τον έλεγχό του και την αποκατάσταση της βλάβης του,
και δεν είχε παραδοθεί στον ανωτέρω οδηγό για εκτέλεση υπηρεσίας κατά την πιο
πάνω ημερομηνία. Με βάση τα παραπάνω ιστορούμενα, οι αναιρεσίβλητοι
που ήταν συγγενείς του θανόντος ...(γονείς ο πρώτος και η δεύτερη και αδελφή η
τρίτη) ζήτησαν να υποχρεωθεί το αναιρεσείον Δημόσιο
(εναγόμενο) να καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως
την εξόφληση σε καθέναν από αυτούς τα εξής ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω
ψυχικής οδύνης: α) σε κάθε γονέα το ποσό των 350.000.000 δρχ. και β) στην
αδελφή το ποσό των 300.000.000 δρχ. Όπως αναφέρεται περαιτέρω στην
προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσίβλητοι, για να
αποδείξουν τη βασιμότητα της αγωγής τους, προσκόμισαν στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία: 1) το από 10.7.1999 δελτίο κίνησης
του 8ου Πυροσβεστικού Σταθμού Αθηνών, στο οποίο αναγραφόταν η παρατήρηση του
πυροσβέστη ... ότι «κατά το φρενάρισμα το όχημα τραβάει έντονα δεξιά», 2)
αντίγραφο της σελίδας του βιβλίου βλαβών του ανωτέρω Σταθμού με την από
10.7.1999 καταχώριση του ίδιου πυροσβέστη ότι «κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας
παρατηρήθηκε ότι κατά το φρενάρισμα το όχημα 2222 τραβάει έντονα δεξιά», 3) τις
67328, 68137 και 68958α/2003 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών,
με τις οποίες οι ... κρίθηκαν ένοχοι ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και
σωματικής βλάβης από αμέλεια και καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 3 ετών και
10 μηνών ο καθένας, 4) την 3628/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με
την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις κατά των πιο πάνω αποφάσεων του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών και, συνεπώς, αυτές κατέστησαν τελεσίδικες, 5) την από
15.7.1999 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος με τα συνημμένα σ αυτήν δύο σχεδιαγράμματα του Τμήματος Τροχαίας Γλυφάδας σύμφωνα με
αυτήν δεν εξακριβώθηκε η ταχύτητα του Π.Σ. ... οχήματος κατά το χρόνο του
συμβάντος, 6) την από 14.10.1999 έκθεση ένορκης εξέτασης της Ιουλίας Πόταρη, η οποία είχε καταθέσει, μεταξύ άλλων, ότι το Π.Σ.
... όχημα, αμέσως πριν από το ατύχημα, κινούνταν με ταχύτητα περίπου 30-35
χιλιόμετρα την ώρα. Προσκόμισαν επίσης 7) την πραγματογνωμοσύνη των
πραγματογνωμόνων ..., που είχε διενεργηθεί σε εκτέλεση της 428/2001 διάταξης
του 8ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών ? σύμφωνα με
αυτήν «
από την μακροσκοπική εξέταση του συστήματος πέδης
διαπιστώθηκε κατ αρχήν η μεγάλη έκταση των ζημιών που υπέστη αυτό
αντιθέτως ένα σημαντικό στοιχείο που αναφέρεται στο σύστημα πέδης του
εν λόγω οχήματος και έχει σχέση με το δυστύχημα είναι
η εγγραφή από το αρχείο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και οι ένορκες εξετάσεις
των πυροσβεστών οδηγών του εν λόγω οχήματος, κατά τις οποίες το
. όχημα κατά την πέδησή του έτεινε να παρεκκλίνει της πορείας του προς
τα δεξιά
στο φάκελο της δικογραφίας δεν βρέθηκε στοιχείο
της αποκατάστασης της ελαττωματικότητας αυτής (π.χ. αντίστοιχη εγγραφή
)
θα πρέπει να θεωρηθεί το στοιχείο τούτο σαν
δεδομένο που συμμετέσχε στα αίτια του υπόψη δυστυχήματος ως κατωτέρω. γ)
Ιδιαίτερη σημασία κατά την εξέταση των ελαστικών του αυτοκινήτου δόθηκε στο
πίσω δεξιά ελαστικό για τους εξής λόγους: 1) βρέθηκε στην εσωτερική πλευρά
αυτού τομή σχήματος «Λ» καθώς και πλάγια λουρίδα, που είχαν σαν αποτέλεσμα το
σχηματισμό οπής αποσυμπίεσης του ελαστικού αυτού
δ) Επί του συστήματος διεύθυνσης
δε βρέθηκαν στοιχεία επιβαρυντικά για το σύστημα αυτό και
ως εκ της όλης εικόνας δεν συμμετέσχε αυτό στο υπόψη δυστύχημα. ε) Με
βάση τα ανωτέρω στοιχεία και κατά τη σχετική εμπειρία των πραγματογνωμόνων το
εν λόγω δυστύχημα πιθανότατα έλαβε χώρα ως ακολούθως: το υπόψη πυροσβεστικό
όχημα κατερχόμενο στην αμέσως προ της εξόδου του εκ της οδού προς τον γκρεμό
στροφή, τροχοπεδήθηκε με αποτέλεσμα να παρεκκλίνει
της πορείας του προς τα δεξιά. Ο οδηγός έστριψε το τιμόνι προς τα αριστερά για
να κάνει διόρθωση πορείας, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί ιδιαίτερα ο πίσω δεξιός
τροχός από την αναπτυχθείσα φυγόκεντρο δύναμη, από την κλίση της οδού, καθώς
και από την ταλάντωση ως εκ της σχετικά υψηλά ευρισκόμενης δεξαμενής ύδατος.
Στο σημείο αυτό περίπου (λίγο προ του αποτυπώματος επί της ασφάλτου) συνέβη
διάρρηξη, σκάσιμο του ελαστικού αυτού και πορεία του οχήματος προς τον γκρεμό.
Από τα στοιχεία του φακέλου προέκυψε ότι, κατά τη χρήση της πέδης του Π.Σ. ..
οχήματος, αυτό έτεινε να παρεκκλίνει της πορείας του προς τα δεξιά, τούτο δε
αποτελεί ελάττωμα συστήματος πέδης αυτού δυνάμενο να προκαλέσει ατύχημα
Το ελαστικό του πίσω δεξιού τροχού κομμένο. Το κόψιμο αυτό, συμβάν
στην αμέσως προ κατακρημνίσεως του οχήματος στροφή, συμμετέσχε στα αίτια του
ατυχήματος, λόγω αλλαγής της οδικής συμπεριφοράς του οχήματος. Τέλος, το
σύστημα διεύθυνσης του οχήματος, ενόψει της μη ύπαρξης στο φάκελο επιβαρυντικών
στοιχείων, δεν συμμετέσχε στο εν λόγω ατύχημα», και 10) την από 30.6.2000
προκαταρκτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων ..., σύμφωνα με
την οποία «Βάσει τεκμηριωμένων τεχνικών δεδομένων η ταχύτητα του Π.Σ. ...
οχήματος κατά τη διέλευσή του από τη στροφή ήταν πολύ μικρότερη της υπολογιζομένης, κατά το χρόνο της εκτροπής, σε 37 χλμ./ώρα
Ως αιτίες εκτροπής του
οχήματος εκτιμώνται
α) η βλάβη και η δυσλειτουργία του συστήματος
τροχοπέδησης, η οποία διαπιστώθηκε πριν από το ατύχημα και για την αποκατάσταση
της οποίας δεν έγινε καμία ενέργεια, και β) η βλάβη στο δεξιό οπίσθιο ελαστικό
οφειλόμενη προφανώς σε πιθανή απώλεια αέρα ή κλατάρισμα, λόγω πιθανού προϋφιστάμενου ελαττώματός του, αποτέλεσμα της οποίας είναι
η αποτύπωση του πέλματος επί του ασφαλτοτάπητος της
οδού («τακουνάρισμα»). Τα γεγονότα αυτά στέρησαν από
τον οδηγό κάθε δυνατότητα αποφευκτικού ελιγμού και
ακινητοποίησης του οχήματος, με αποτέλεσμα την εκτροπή του από το οδόστρωμα και
την κατακρήμνισή τους στο βάραθρο». Εξάλλου, όπως αναφέρεται περαιτέρω στην
προσβαλλόμενη απόφαση, το αναιρεσείον Δημόσιο, για να
υποστηρίξει του ισχυρισμούς του για αποκλειστική υπαιτιότητα της
κατασκευάστριας εταιρίας του πυροσβεστικού οχήματος RENAULT και της κατασκευάστριας εταιρίας των ελαστικών MICHELΙΝ και για πιθανή συνυπαιτιότητα του οδηγού του
πυροσβεστικού οχήματος, επικαλέστηκε και προσκόμισε στο διοικητικό πρωτοδικείο
τα εξής στοιχεία: 1) την από 14.3.2000 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του
πραγματογνώμονα Παντελή Λιακόπουλου ? σύμφωνα με
αυτήν «το συμβάν δεν μπορεί ν αποδοθεί σε τεχνικό
πρόβλημα, αναξιοπιστία ή ανυπακοή του ίδιου του οχήματος, διότι δεν προέκυψαν
στοιχεία ή ενδείξεις
Το όχημα πριν από το συμβάν ευρίσκετο
σε καλή και αξιόπιστη κατάσταση
. Η εκτροπή του οχήματος
από την πορεία του δεν μπορεί ν αποδοθεί σε ουσιώδεις
τοπογραφικές δυσκολίες ή περιορισμούς του τόπου του συμβάντος σε σχέση με τις
τεχνικές προδιαγραφές και ιδιότητες του συγκεκριμένου οχήματος. Το συμβάν
αποδίδεται σε λανθασμένο χειρισμό του οδηγού κύρια υπό τη μορφή: α) της υψηλής
ταχύτητας σε σχέση με τα τοπογραφικά δεδομένα του τόπου του συμβάντος και τις
ιδιότητες του οχήματος με πλήρες φορτίο, β) της καθυστέρησης επαναφοράς ή
διατήρησης του οχήματος πάνω στο οδόστρωμα μετά το τέλος του τόξου της δεξιάς
στροφής, γ) της μη χρήσης της πέδης. Το όχημα συνέχισε την πορεία του πάνω στο
τόξο της δεξιάς στροφής, λόγω καθυστέρησης διόρθωσης της πορείας από τον οδηγό
με κίνδυνο εξόδου δεξιά και κρούση του στο βραχώδες υπερυψωμένο έδαφος. Ο
οδηγός αντελήφθη τον κίνδυνο και αντέδρασε διορθωτικά (στροφή του τιμονιού προς
τα αριστερά), όμως πέραν του αναγκαίου. Αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού ήταν η
έξοδος του οχήματος από το οδόστρωμα προς τα αριστερά και πτώση αυτού στο
βραχώδες πρανές
ο οδηγός δεν έκανε χρήση της πέδης. Ο υπολογισμός
της ταχύτητας του οχήματος κατά το χρόνο του συμβάντος δεν είναι δυνατός
Η ταχύτητα του οχήματος κατά το χρόνο συμβάντος εκτιμάται σε 60 70 χλμ. την ώρα περίπου», 2) την από 19.4.2000 έκθεση ένορκης
διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), του Πυράρχου του Πυροσβεστικού Σώματος ..., στην οποία
περιέχονται οι καταθέσεις των αναφερόμενων σ
αυτή μαρτύρων, όπως το περιεχόμενο των καταθέσεων αυτών παρατίθεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση στην πιο πάνω έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης
διατυπώνεται το εξής συμπέρασμα: «ο θάνατος των πυροσβεστών ... και ο
τραυματισμός της πυροσβέστριας ...,
προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας
της υπηρεσίας τους στο Πυροσβεστικό Σώμα, οφείλεται δε στο υπηρεσιακό τους
καθήκον. Ειδικότερα, το προαναφερόμενο όχημα, κινούμενο σε ανώνυμη
ασφαλτοστρωμένη οδό, πλάτους 5 μέτρων, με κατεύθυνση από βουνό Υμηττό προς
Βούλα, 500 περίπου μέτρα πριν από το νεκροταφείο Βούλας και σε υπάρχουσα εκεί
στροφή με κατωφέρεια, ο οδηγός του, εξαιτίας προφανώς της φόρτισης που υπήρχε
την περίοδο αυτή, του υπερβάλλοντος ζήλου και της επαγγελματικής ευσυνειδησίας
που διέκρινε τόσο τον ίδιο όσο και το λοιπό πλήρωμα του οχήματος, με απώτερο
σκοπό να φθάσουν έγκαιρα στον τόπο της πυρκαγιάς και να φέρουν σε πέρας την
αποστολή τους, δεν εκτίμησε σωστά τη συγκεκριμένη στροφή και δεν ρύθμισε την
ταχύτητα του υδροφόρου αυτοκινήτου, σύμφωνα με το είδος αυτού, την κατάσταση
και τις λοιπές περιστάσεις της οδού, με αποτέλεσμα το όχημα να εκτραπεί της
οδού, να ανατραπεί στο αριστερό της πορείας του και να κατακρημνισθεί σε σπηλαιοπηγάδα βάθους 30 μέτρων» και 3) την από 27.3.2003
έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) του
Υποστρατήγου του Πυροσβεστικού Σώματος ..., σύμφωνα με την οποία: «1. Η
παντελής καταστροφή του ζημιογόνου οχήματος Π.Σ. 2222 δεν επιτρέπει να εξαχθούν
ασφαλή συμπεράσματα ως προς τα αίτια του θανατηφόρου ατυχήματος. 2. Τα οχήματα
μάρκας RENAULT M. 210 4x4,
όμοια με το ζημιογόνο Π.Σ. 2222, παρά τα μειονεκτήματα που παρουσιάζουν, λόγω
της εξειδικευμένης κατασκευής των, δεν καθιστούν αυτά ακατάλληλα για καθημερινή
χρήση από έναν εξοικειωμένο με το όχημα οδηγό». Το διοικητικό πρωτοδικείο,
κρίνοντας επί της ένδικης αγωγής, όπως το αίτημά της περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του
πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσιβλήτων κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, με την πρωτόδικη απόφαση, μεταξύ άλλων,
δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους αναιρεσιβλήτους
(τρεις πρώτους ενάγοντες) και αναγνώρισε ότι το Δημόσιο ήταν υποχρεωμένο να
καταβάλει ατόκως σε καθέναν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης
τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή χρηματικά ποσά, ήτοι από 380.000 ευρώ σε καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους
και 150.000 ευρώ στην τρίτη.
7.
Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι το διοικητικό εφετείο, συνεκδικάζοντας αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος
Δημοσίου και των αναιρεσιβλήτων, έλαβε υπόψη τα
ακόλουθα:1) ότι στις 15 Ιουλίου 1999 το πυροσβεστικό όχημα με αρ. κυκλ. Π.Σ. ..., μάρκας RENAULT, με πλήρωμα τους πυροσβέστες ... και οδηγό τον ..,
κινούμενο σε ασφαλτοστρωμένη οδό με κατεύθυνση από το βουνό Υμηττός προς Βάρη
και φθάνοντας στη θέση «Κρεμασμένος Λαγός», ʼνω
Βούλας Αττικής, εξετράπη της πορείας του αριστερά και
κατέπεσε σε σπηλαιοβάραθρο βάθους 30 μέτρων, με
αποτέλεσμα να τραυματιστούν θανάσιμα και να αποβιώσουν οι ... και να
τραυματιστεί η ..., 2) ότι με βάση τις προαναφερόμενες εκθέσεις
πραγματογνωμοσύνης και την πλειοψηφία των μαρτυρικών καταθέσεων, αποδείχτηκε
ότι το εν λόγω όχημα παρουσίαζε κατασκευαστικό ελάττωμα του συστήματος πέδησης
και ότι η εκτροπή του ανωτέρω οχήματος οφειλόταν στο ελάττωμα αυτό, το οποίο
επέφερε παρέκκλιση της πορείας του προς τα δεξιά, καθώς και στο γεγονός της
θραύσης του πίσω δεξιού ελαστικού κατά την ώρα του ατυχήματος, 3) ότι το
ανωτέρω πρόβλημα του οχήματος (ήτοι η παρέκκλιση προς τα δεξιά του τιμονιού του
κατά την πέδηση) είχε καταγραφεί στις 10-7-1999 από τον πυροσβέστη ... στο
δελτίο κίνησης και στο δελτίο βλαβών των οχημάτων που τηρούνταν στον 8ο
Πυροσβεστικό Σταθμό Αθηνών, όπου υπηρετούσαν οι προαναφερόμενοι πυροσβέστες και
στη δύναμη του οποίου ανήκε από 22-6-1999 το παραπάνω όχημα, 4) ότι τα αρμόδια
όργανα του 8ου Πυροσβεστικού Σταθμού Αθηνών ... (Διοικητής), .. (Υποδιοικητής)
και ... (Προϊστάμενος) είχαν λάβει γνώση της ανωτέρω καταγραφής, στις 12-7-1999
ο πρώτος και στις 11-7-1999 οι δεύτερος και τρίτος, 5) ότι, παρά το γεγονός
αυτό, οι μεν Διοικητής και Υποδιοικητής του Σταθμού δεν έδωσαν εντολή έως τις
15-7-1999 (ημέρα του ατυχήματος) στον Προϊστάμενο του γραφείου Κίνησης να προβεί
σε έλεγχο του οχήματος, καταγραφή του ελαττώματος και εισαγωγή του στο
συνεργείο για περαιτέρω έλεγχο και αποκατάσταση της βλάβης του, ενώ ο
Προϊστάμενος του γραφείου Κίνησης δεν προέβη σε έλεγχο του οχήματος, βάσει της
ανωτέρω εγγραφής στο βιβλίο βλαβών οχημάτων, ούτε φρόντισε για την άμεση
εισαγωγή του στο οικείο συνεργείο έως τις 15-7-1999, αλλά το έθεσαν σε
κυκλοφορία για εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας, 6) ότι τα ανωτέρω θεωρήθηκαν
παραλείψεις των ανωτέρω οργάνων του Δημοσίου, για τις οποίες κρίθηκε ότι υπήρχε
υπαιτιότητα (αμέλεια) αυτών με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι οποίες κατέστησαν τελεσίδικες με την 3628/2005
απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, 7) ότι ο θανάσιμος τραυματισμός του ...
έγινε στα πλαίσια διατεταγμένης υπηρεσίας και δεν οφειλόταν σε ηθελημένη
ενέργεια αυτού ή σε ενέργεια άλλου προσώπου και 8) ότι το ατύχημα δεν οφειλόταν
σε κακό χειρισμό του οδηγού του πυροσβεστικού οχήματος κατά την ώρα του
συμβάντος ή σε τυχόν υψηλή ταχύτητα του οχήματος, καθόσον από κανένα στοιχείο
της δικογραφίας δεν προέκυψαν τα αντίθετα ή έστω η ακριβής ταχύτητα του
οχήματος, παρά μόνον από τη μαρτυρία της συνεπιβαίνουσας
στο όχημα ... ότι η ταχύτητα αυτού ήταν χαμηλή, 30-35 περίπου χλμ. την ώρα.
Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο έκρινε ότι τα ανωτέρω όργανα του Δημοσίου, τα
οποία, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής
Υπηρεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος, ήταν υπεύθυνα, μεταξύ άλλων, και για την
καλή κατάσταση και συντήρηση των ανηκόντων στη δύναμη του Πυροσβεστικού Σταθμού
οχημάτων και άλλων μηχανικών μέσων, παρά το γεγονός ότι είχαν λάβει γνώση της
σχετικής επίσημης εγγραφής στο βιβλίο βλαβών και στο δελτίο κίνησης περί βλάβης
στο σύστημα πέδησης του οχήματος, εξ αμελείας επέτρεψαν την κυκλοφορία και τη
χρησιμοποίησή του, χωρίς να το έχουν στείλει σε συνεργείο για έλεγχο και
πιθανώς επισκευή, με αποτέλεσμα να προκληθεί το ζημιογόνο γεγονός του θανάσιμου
τραυματισμού και στη συνέχεια του θανάτου του ..., αφού το γεγονός αυτό
μπορούσε να αποφευχθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αν το πυροσβεστικό
αυτό όχημα είχε τεθεί εκτός κυκλοφορίας πριν από τις 15-7-1999 και δεν είχε
παραδοθεί στο θανόντα για εκτέλεση υπηρεσίας κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία.
Επομένως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι θεμελιωνόταν ευθύνη του Δημοσίου,
βάσει των άρθρων 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του
Αστικού Κώδικα, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων. Απέρριψε δε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δημοσίου για αποκλειστική υπαιτιότητα των
κατασκευαστικών εταιριών του ζημιογόνου πυροσβεστικού οχήματος RENAULT και MICHELIN,
με τη σκέψη ότι «η ευθύνη του Δημοσίου για την άριστη λειτουργία των
πυροσβεστικών οχημάτων είναι σε κάθε περίπτωση κατ
άρθρο 105 του Εισ. Ν.Α.Κ.
αντικειμενική και δεν επηρεάζεται από συντρέχουσα ευθύνη κατ άρθρο 926 του Α.Κ. των κατασκευαστικών
εταιριών του οχήματος». Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο, όπως ρητώς βεβαιώνει
στην προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε
ο θάνατος του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, το νεαρό της ηλικίας του, το
βαθμό της υπαιτιότητας των οργάνων του Δημοσίου, την εν γένει οικονομική και
κοινωνική κατάσταση των αναιρεσιβλήτων, το μη
δυνάμενο να επιμετρηθεί μέγεθος της ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας
του οδηγού από τη θανάτωσή του, την ευσυνειδησία και την επιμέλεια με την οποία
αυτός εκτελούσε τα καθήκοντά του, όπως ιδιαιτέρως είχαν τονίσει όλοι οι
μάρτυρες που είχαν καταθέσει. Με βάση αυτά το διοικητικό εφετείο στη συνέχεια
έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί ότι το αναιρεσείον
Δημόσιο όφειλε να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε
καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους, γονείς
του αποβιώσαντος, ποσό 380.000 ευρώ και στην τρίτη αναιρεσίβλητη, αδελφή του, ποσό 150.000 ευρώ
και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, απορρίπτοντας έτσι το σχετικό
δεύτερο λόγο της από 13.9.2005 έφεσης των αναιρεσιβλήτων
ως αβάσιμο. Τέλος, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ως βάσιμο το σχετικό λόγο της
έφεσης των αναιρεσιβλήτων και επιδίκασε τα πιο πάνω
χρηματικά ποσά «εντόκως από την επίδοση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής
καθόσον δε συντρέχει ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να
δικαιολογεί τη σχετική ρύθμιση της ειδικής διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα
των νόμων περί δικών του Δημοσίου, ώστε η καταβαλλόμενη αποζημίωση να μην είναι
πλήρης, ενώ εξάλλου οι ρυθμίσεις αυτές, κατά το μέρος που με αυτές
διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου το ποσό της αποζημιώσεως, είναι
ανίσχυρες ως αντικείμενες στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αλλά και της
δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1, 2
παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και από τα άρθρα 6, 13 και 14 του
Συντάγματος».
8.
Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 6 και 7, από την
προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το διοικητικό εφετείο, ύστερα από εκτίμηση
των αποδείξεων, σχημάτισε πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση και εξέφερε την
κρίση ότι θεμελιώνεται ευθύνη του αναιρεσείοντος
Δημοσίου έναντι των αναιρεσιβλήτων με βάση τις διατάξεις
του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ.
Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο εξέφερε την πιο πάνω κρίση του, αφού έλαβε
υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν
οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων είναι και οι μνημονευμένες στην προσβαλλόμενη
απόφαση εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των ... και καταθέσεις των μαρτύρων οι
οποίοι εξετάστηκαν στα πλαίσια της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενήργησε
ο Πύραρχος του Πυροσβεστικού Σώματος .... Και ναι μεν
το Δημόσιο, επικαλούμενο παράβαση του άρθρου 56 παρ. 1 περ. γ΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), προβάλλει ότι το διοικητικό εφετείο
δεν έλαβε υπόψη τις -αναφερόμενες στις σελίδες 5 και 6 (και όχι στις σελίδες 2
και 3, όπως προφανώς από παραδρομή αναγράφεται στο αναιρετήριο)
του δικογράφου της από 27.10.2005 έφεσής του
από 12.10.1999 και 4.6.2001 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των μηχανολόγων ηλεκτρολόγων ... και του μηχανολόγου
μηχανικού ..., αντιστοίχως. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως
αόριστος, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν και
με ποιο νόμιμο τρόπο το Δημόσιο είχε προσκομίσει στο διοικητικό εφετείο τις
εκθέσεις αυτές. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το
διοικητικό εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα για τις αιτίες του
ατυχήματος (κατασκευαστικό ελάττωμα του συστήματος πέδησης, θραύση του
ελαστικού του οχήματος) στις πιο πάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και την
πλειοψηφία των μαρτυρικών καταθέσεων. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι
νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί ως αβάσιμος ο
λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ο ίδιος λόγος
αναιρέσεως κατά το μέρος που πλήττει ευθέως την ανέλεγκτη κατ αναίρεση κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των
αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
9.
Επειδή, εξάλλου, το δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ούτε τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την
υπαγωγή των πιο πάνω πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της
αιτιώδους συνάφειας, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκή και σαφή
αιτιολογία σε σχέση με την ύπαρξη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της
προηγηθείσας του ατυχήματος συμπεριφοράς των οργάνων του 8ου Πυροσβεστικού
Σταθμού Αθηνών και του επιζήμιου αποτελέσματος και του επελθόντος εκ τούτου
θανάτου του οδηγού του πυροσβεστικού οχήματος. Κατά συνέπεια, ο λόγος
αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλεται ότι το
διοικητικό εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 56 παρ.
1 περ. δ΄ του π.δ. 18/1989, πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμος κατά το μέρος δε που ο ίδιος λόγος πλήττει ευθέως την κρίση του
διοικητικού εφετείου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο θανάσιμος τραυματισμός
του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούσε
να αποφευχθεί, αν το όχημα αυτό είχε τεθεί εκτός κυκλοφορίας πριν από τις
15.7.1999 και δεν είχε παραδοθεί σ αυτόν για εκτέλεση
υπηρεσίας κατά την ίδια ημερομηνία, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η κρίση αυτή, ως αναγόμενη σε εκτίμηση
πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
10.
Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση πλήττεται ως εσφαλμένη η πιο πάνω
κρίση του διοικητικού εφετείου σχετικά με τον καθορισμό της χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στο ποσό των 380.000 ευρώ
για καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους,
γονείς του θανόντος, και στο ποσό των 150.000 ευρώ
για την τρίτη αναιρεσίβλητη, αδελφή του. Προβάλλεται
δε ότι το διοικητικό εφετείο με το να αναγνωρίσει υπέρ των αναιρεσιβλήτων
τα πιο πάνω χρηματικά ποσά παραβίασε ευθέως την αρχή της αναλογικότητας που
καθιερώνεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και υπέπεσε έτσι στην
πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 56 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 18/1989 και τούτο, διότι, όπως προβάλλεται, ενόψει α)
των ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι πιο πάνω πράξεις των
οργάνων Δημοσίου (κατασκευαστικό - σχεδιαστικό ελάττωμα του οχήματος μη διαγνωστό ακόμη και αν τα όργανα του 8ου Πυροσβεστικού Σταθμού
Αθηνών επεδείκνυαν άκρα επιμέλεια), β) της μεγαλύτερης ευθύνης της
κατασκευάστριας εταιρίας, γ) του γεγονότος ότι με την 3570/2006 τελεσίδικη
απόφαση του Εφετείου Αθηνών η κατασκευάστρια εταιρία «RENAULT VEHICULES INDUSTRIELS S.A.»
αναγνωρίστηκε υπόχρεη για την πληρωμή αντίστοιχων ποσών χρηματικής ικανοποίησης
λόγω ψυχικής οδύνης σε καθέναν από τους αναιρεσιβλήτους
και δ) του ότι το όχημα ήταν κατασκευασμένο σύμφωνα με τα πρότυπα ασφαλείας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, το διοικητικό εφετείο στην ουσία θεωρεί ότι για το ίδιο
ατύχημα την ίδια έκταση ευθύνης έχουν τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου και η
κατασκευάστρια εταιρία. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί στη σκέψη 4, η
διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται ευθέως στην
προκείμενη περίπτωση και, συνεπώς, η πληττόμενη κρίση του διοικητικού εφετείου
δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς με βάση το άρθρο
56 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 18/1989 για παραβίαση της
διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατ
ακολουθίαν, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι
αβάσιμος και θα έπρεπε να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Ιωάννη Ζόμπολα, ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί
ως αβάσιμος, γιατί τα πιο πάνω ποσά που καθορίστηκαν με την προσβαλλόμενη
απόφαση ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τη θανάτωση του οδηγού
του πυροσβεστικού οχήματος, που ήταν τέκνο του πρώτου και της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και αδελφός της τρίτης, είναι εύλογα και
ανάλογα για την ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφισή τους και δεν παραβιάζουν
την καθιερούμενη με το άρθρο 25 παρ. 1 του
Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, αν θεωρηθεί ότι με τον πιο πάνω
λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση νόμου κατά τον καθορισμό των ποσών της
εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ο εξεταζόμενος λόγος, κατά
την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί το
διοικητικό εφετείο που έκρινε με το μνημονευμένο πιο πάνω τρόπο ορθώς ερμήνευσε
και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ., για
τη θέσπιση της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη την
αρχή της αναλογικότητας εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα
του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης.
11.
Επειδή, ενόψει της σπουδαιότητας του ζητήματος της δυνατότητας ή μη αναιρετικού
ελέγχου του καθορισθέντος ποσού χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή
ψυχικής οδύνης για παραβίαση από το δικαστήριο της ουσίας της αρχής της
αναλογικότητας μέσω του προβλεπόμενου από το άρθρο 56 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 18/1989 λόγου αναιρέσεως και αντίθετης νομολογίας του
Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό, το Τμήμα κρίνει ότι το πιο πάνω ζήτημα και
η υπόθεση κατά τα λοιπά πρέπει να παραπεμφθούν στην επταμελή σύνθεσή του
σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 και
ορίζει εισηγήτρια τη Σύμβουλο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου.
Δ
ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει
όσα κρίθηκαν απορριπτέα.
Παραπέμπει
την υπόθεση κατά τα λοιπά στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.
Ορίζει
εισηγήτρια τη Σύμβουλο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου.
Η
διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009
Ο
Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας
του Α΄ Τμήματος
Γ.
Ανεμογιάννης
Μ. Παπασαράντη
και
η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 2010.
Ο
Αναπληρωτής Πρόεδρος Η Γραμματέας
Α.
Ράντος Μ. Ιωαννίδου