ΣτΕ 985/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Δημόσιοι υπάλληλοι - Πειθαρχική διαδικασία - Ελεγχος "πόθεν έσχες" δημοσίων υπαλλήλων - Προσωπικό μητρώο δημοσίου υπαλλήλου - Πειθαρχικό παράπτωμα υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης - Πειθαρχική ποινή υποβιβασμού - Πειθαρχική ποινή προστίμου - Προσφυγή -.

 

Η υποχρέωση δηλώσεως οποιασδήποτε μεταβολής της περιουσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων εκτείνεται επί των πάσης φύσεως περιουσιακών τους στοιχείων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τα ακίνητα αλλά και τις κάθε είδους κινητές αξίες που έχουν αυτοί στην κατοχή τους (όπως πχ. καταθέσεις, μετοχές, έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, ομόλογα κλπ.). Η υποχρέωση αυτή δεν εξαρτάται από την έκδοση ή μη σχετικών εγκυκλίων εκ μέρους της Διοικήσεως, ούτε αίρεται σε περίπτωση κατά την οποία τα μη αναφερόμενα στην σχετική δήλωση περιουσιακής καταστάσεως στοιχεία είχαν τυχόν περιληφθεί στις ετήσιες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ή άλλες δηλώσεις των υπαλλήλων. Το ΣτΕ, δικάζοντας επί προσφυγής ουσίας, ερευνά την υπόθεση κατά το νόμο και την ουσία και προβαίνει σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στην ορθή υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου και αποφαίνεται, μετά από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού και αφού εκτιμήσει όλες τις συνθήκες υπό τις οποίες ετελέσθη το πειθαρχικό αδίκημα, με δική του κρίση, τόσο ως προς την διάπραξη αυτού, την στοιχειοθέτηση δηλαδή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του, όσο και ως προς την επιμέτρηση της προσήκουσας για τον κολασμό του πειθαρχικής ποινής. Κρίνεται ότι η ήδη προσφεύγουσα υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, αλλά δεν αποδεικνύεται, αντιθέτως προς όσα εδέχθη το πειθαρχικό συμβούλιο, η, καθ' οιοδήποτε τρόπο, συμμετοχή της σε παράνομες ενέργειες του συζύγου της, ούτε η πρόθεσή της να συγκαλύψει αυτές με την υποβολή προς εξαπάτηση της υπηρεσίας της, της πιο πάνω ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης. Επιβάλλεται σ' αυτήν, αντί της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού η πειθαρχική ποινή του προστίμου. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 985/2005

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ Γ'

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 29 Απριλίου 2004. με την εξής σύνθεση. Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ Τμήματος, Ν, Σακελλαρίου, Μ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Τσούκας, Πάρεδροι, Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ Τμήματος.

   Για να δικάσει την από 5 Δεκεμβρίου 2000 προσφυγή:

   της Μ. Π. Τ., κατοίκου Ν. Μουδανιών, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Γρ. Σκουλά (Α.Μ. 7791), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

   κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ευγ. Βελώνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

   και κατά του από 21-6-2000 πρακτικού του Β' Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο περιέχεται η υπ' αριθμ, 61/2000 πειθαρχική απόφαση του ιδίου Συμβουλίου, με την οποία της επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά ένα βαθμό.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ν. Σακελλαρίου,

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της προσφεύγουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

   Αφού μελέτησε τα σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής κατεβλήθησαν τα απαιτούμενα από τον νόμο τέλη και το παράβολο. {Διπλότυπο εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών 1054261, έτους 2000 και ειδικό έντυπο παραβόλου του Δημοσίου 2289818).

   2. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η εξαφάνιση του από 21,6.2000 πρακτικού του Β' Πρωτοβαθμίου Υπηρεσιακού (πειθαρχικού) συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών και της εμπεριεχόμενης σ' αυτό υπ' αριθμ. 61/2000 αποφάσεως, καθ' ο μέρος απεφασίσθη, με τις πράξεις αυτές, η επιβολή στην ήδη προσφεύγουσα, υπάλληλο με βαθμό Α του κλάδου Δ.Ε, εφοριακών του Υπ. Οικονομικών, της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού για τα αναφερόμενα σ1 αυτή πειθαρχικά παραπτώματα, στα οποία φέρεται ότι αυτή υπέπεσε.

   3. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 205 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (ΥΚ) [βλ. Π.Δ. 611/1977, ΦΕΚ Α 198], η οποία είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα ως εκ του χρόνου τελέσεως των αποδιδόμενων στην ήδη προσφεύγουσα πειθαρχικών παραπτωμάτων, ορίζεται ότι: "1. Πάσα δι' υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις υπαλληλικού καθήκοντος δυναμένη να καταλογισθή αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα. 2. Το υπαλληλικόν καθήκον προσδιορίζεται τόσον εκ των υπό των κειμένων διατάξεων, εγκυκλίων, οδηγιών κα» διαταγών επιβαλλομένων εις τον υπάλληλο υποχρεώσεων, όσον και εκ της καθόλου εντός και εκτός υπηρεσίας εκάστοτε τηρητέας εν γένει διαγωγής του" (βλ. και την συναφή διάταξη του άρθρου 106 παράγραφοι 1 και 2 του ισχύοντος ήδη νέου ΥΚ, ν. 2683/1999, ΦΕΚ Α 19/9-2.1999).

   4. Επειδή, περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του άρθρου 75 του προϊσχύσαντος ΥΚ, η οποία είναι, επίσης, εν προκειμένω, εφαρμοστέα, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ορίζεται ότι: "ο υπάλληλος οφείλει άμα τη εισόδω αυτού εις την υπηρεσίαν να δηλώσει εγγράφως εις την προϊσταμένην αρχήν την περιουσιακήν του κατάστασιν, Την αυτήν υποχρέωσιν υπέχουν δια την περιουσιακήν των κατάστασιν οι μετά του υπαλλήλου σύνοικοι και τα τέκνα αυτού. Εάν ο γάμος συνήφθη μετά την εις την υπηρεσίαν είσοδο, ο σύζυγος οφείλει να δηλώσει την περιουσιακήν του κατάστασιν εντός τριμήνου από της τελέσεως του γάμου. Επίσης οφείλουν ο υπάλληλος και οι μετ' αυτού συνοικούντες σύζυγος και τέκνα να δηλούν και πάσαν ουσιώδη μεταβολήν της περιουσιακής των καταστάσεως κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του υπαλλήλου".

   5. Επειδή, η προαναφερθείσα διάταξη (της παρ. 3 του άρθρου 75 του π.δ. 611/1977) καταργήθηκε μεν, εν συνεχεία, με την διάταξη του άρθρου 18 παράγραφος 8 του νόμου 1400/1983, (ΦΕΚ Α 156), πλην η σχετική ως άνω υποχρέωση δηλώσεως της μεταβολής της περιουσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου διατηρήθηκε με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του πιο πάνω νόμου και μάλιστα επί το αυστηρότερον, αφού με την τελευταία αυτή διάταξη στην οποία ορίζεται ότι: "2. Καταργείται ο "ατομικός φάκελος" ή άλλο ισχύον σύστημα στοιχείων προσωπικού στις δημόσιες υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και καθιερώνεται με το άρθρο αυτό το "προσωπικό μητρώο", που περιλαμβάνει: α) τα στοιχεία ταυτότητος του υπαλλήλου, τα στοιχεία συζύγου και των παιδιών του. Όλα τα στοιχεία αυτά υποβάλλονται από τον υπάλληλο με υπεύθυνη δήλωση στην υπηρεσία του. Με τον ίδιο τρόπο δηλώνεται υποχρεωτικά κάθε μεταβολή των στοιχείων αυτών, β) επιβάλλεται, πλέον, η υποχρέωση δηλώσεως όχι μόνο της ουσιώδους μεταβολής της περιουσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων αλλά οποιαδήποτε μεταβολή της." (βλ. ΣτΕ: 2712/1990, 488/1990, 5028/1987 κ.ά.),

   6. Επειδή, εξ άλλου, όπως έχει ήδη κριθεί, από την αδιάστικτο διατύπωση των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η επιβαλλομένη από αυτές υποχρέωση δηλώσεως οποιασδήποτε μεταβολής της περιουσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων εκτείνεται επί των πάσης φύσεως περιουσιακών τους στοιχείων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τα ακίνητα αλλά και τις κάθε είδους κινητές αξίες που έχουν αυτοί στην κατοχή τους (όπως πχ. καταθέσεις, μετοχές, έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, ομόλογα κλπ.). Περαιτέρω, όπως έχει επίσης ήδη κριθεί, η υποχρέωση αυτή πηγάζει ευθέως από τις προαναφερθείσες διατάξεις και δεν εξαρτάται από την έκδοση ή μη σχετικών εγκυκλίων εκ μέρους της Διοικήσεως (βλ. ΣτΕ: 5028/87, 488/1990 κά.) ούτε αίρεται σε περίπτωση κατά την οποία τα μη αναφερόμενα στην σχετική δήλωση περιουσιακής καταστάσεως στοιχεία είχαν τυχόν περιληφθεί στις ετήσιες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ή άλλες δηλώσεις των υπαλλήλων {βλ. ΣτΕ 5028/1987 κ,ά).

   7. Επειδή, σκοπός των προαναφερθεισών διατάξεων, με τις οποίες επιβάλλεται κατά τα ήδη εκτεθέντα, στους δημοσίους υπαλλήλους η υποχρέωση δηλώσεως οποιασδήποτε μεταβολής των πάσης φύσεως περιουσιακών τους στοιχείων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ' αυτές, είναι ο έλεγχος εκ μέρους της Διοικήσεως του "πόθεν έσχες" των δημοσίων υπαλλήλων. Ο έλεγχος αυτός διενεργείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους τόσο στην προάσπιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς κατά τις συναλλαγές των πολιτών με τις δημόσιες υπηρεσίες, με την παροχή στην Διοίκηση, δια της υποβολής εκ μέρους των υπόχρεων προς τούτο των σχετικών δηλώσεων περιουσιακών στοιχείων, της δυνατότητας διενεργείας αποτελεσματικότερου ελέγχου οποιασδήποτε μεταβολής των πάσης φύσεως περιουσιακών τους στοιχείων, ώστε δια του τρόπου αυτού να καθίσταται ευχερέστερη όχι μόνον η πρόληψη αλλά και η δραστικότερη καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων χρηματισμού των υπαλλήλων, όσο και στην ενίσχυση του κύρους του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον του αλλά και στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων υπαλλήλων.

   8. Επειδή, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζοντας επί προσφυγής ουσίας, ερευνά την υπόθεση κατά το νόμο και την ουσία και προβαίνει σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στην ορθή υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου και αποφαίνεται, μετά από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού και αφού εκτιμήσει όλες τις συνθήκες υπό τις οποίες ετελέσθη το πειθαρχικό αδίκημα, με δική του κρίση, τόσο ως προς την διάπραξη αυτού, την στοιχειοθέτηση δηλαδή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του, όσο και ως προς την επιμέτρηση της προσήκουσας για τον κολασμό του πειθαρχικής ποινής (βλ. ΣτΕ 2163/2004, 2841/1999, 4253, 3923, 3216/98, 3091/98, 4760/87, 1357/87, 2828/1987, 1092/1987 κ.ά.).

   9. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως (βλ. τα διαβιβασθέντα με τα υπ' αριθμ. πρ. 1088698/1140/002Γ και 1088899/1141/002Γ από 6.11.2002 έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δικαστήριο στοιχεία), την 25.Β.1996 συνελήφθη από αστυνομικά όργανα με την κατηγορία της δωροληψίας, μετά από σχετική καταγγελία φορολογουμένου, ο σύζυγος της ήδη προσφεύγουσας, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως προϊστάμενος στην ΔΟΥ Κασσάνδρας Ν. Χαλκιδικής, πράξη για την οποία κατεδικάσθη, εν συνεχεία, από τα ποινικά δικαστήρια (με την υπ' αριθμ. 1060/1996 απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής και την υπ' αριθμ. 2064/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης) σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή, με αποτέλεσμα την έκδοση πράξεως περί αυτοδικαίας εκπτώσεως του από την Υπηρεσία. Μετά την διενεργηθείσα ανάκριση, η οποία διετάχθη από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, για τη διερεύνηση των πειθαρχικών ευθυνών, απεδόθησαν (βλ. το διαβιβασθέν στο Υπουργείο Οικονομικών, με τα υπ' αριθμ. πρ. 1197/18.12.96 και 325/26.3.1997 έγγραφα, πόρισμα) πειθαρχικές ευθύνες τόσο στον προαναφερθέντα υπάλληλο όσο και στην σύζυγο του και ήδη προσφεύγουσα. Ειδικότερα, εκτός από το προαναφερθέν πειθαρχικό παράπτωμα της δωροληψίας, το οποίο απεδόθη μόνο στον σύζυγο της ήδη προσφεύγουσας, κατελογίσθησαν τόσο σ' αυτόν όσο και στην σύζυγο του και ήδη προσφεύγουσα πειθαρχικές ευθύνες α) για την υποβολή ανακριβούς (ανακεφαλαιωτικής) δηλώσεως της περιουσιακής τους καταστάσεως μέχρι το έτος 1995, γιατί είχαν παραλείψει να δηλώσουν σ' αυτήν την απόκτηση, από κοινού, εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, η αξία των οποίων την 30.12.1994 έφθανε το ποσό των 86.216.985 δραχμών, με σκοπό να εξαπατήσουν την υπηρεσία σχετικά με την αληθινή εικόνα των περιουσιακών τους στοιχείων και β) γιατί, από το έτος 1990 και μετά, είχαν αποκτήσει από κοινού περιουσιακά στοιχεία, υπό μορφή τραπεζικών καταθέσεων και λογαριασμών, εντόκων γραμματίων του Δημοσίου ποσού 64.586,805 δραχμών, η προέλευση των οποίων δεν εδικαιολογείτο από εμφανή και δηλωθέντα εισοδήματα των ιδίων και των λοιπών μελών της οικογενείας τους. Για τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα η ήδη προσφεύγουσα και ο σύζυγος της παρεπέμφθησαν ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο, αφού έλαβε υπ' όψιν του όλα τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, τις απολογίες τους και όσα ανέφεραν σ' αυτό κατά την αυτοπρόσωπη παράσταση τους ενώπιον του, έκρινε, τελικά, ότι η ήδη προσφεύγουσα και ο σύζυγος της υπέπεσαν στα αποδοθέντα σ' αυτούς πειθαρχικά παραπτώματα. Ειδικότερα, το πειθαρχικό συμβούλιο εδέχθη ότι η ήδη προσφεύγουσα και ο σύζυγος της "απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία η προέλευση των οποίων δεν δικαιολογείται από εμφανή και δηλωθέντα εισοδήματα, απέκρυψαν δε αυτά στην υποβληθείσα ανακεφαλαιωτική δήλωση με σκοπό να εξαπατήσουν την υπηρεσία σχετικά με την αληθινή εικόνα των περιουσιακών τους στοιχείων", επιπλέον δε ο σύζυγος της ήδη προσφεύγουσας υπέπεσε και στο προαναφερθέν πειθαρχικό παράπτωμα της δωροληψίας. Εν όψει αυτών, το πειθαρχικό συμβούλιο επέβαλε στον μεν σύζυγο της ήδη προσφεύγουσας την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως, στην δε ήδη προσφεύγουσα την πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά ένα βαθμό, θεωρώντας - όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις προσβαλλόμενες πράξεις - ότι, η ήδη προσφεύγουσα "συμμετείχε παθητικά στις έκνομες πράξεις του συζύγου της". Κατά των πιο πάνω προσβαλλόμενων πράξεων ασκήθηκαν, ενώπιον του Δικαστηρίου, από μεν την ήδη προσφεύγουσα η κρινόμενη προσφυγή, από δε τον σύζυγο της χωριστή προσφυγή από την οποία όμως αυτός εν συνεχεία παραιτήθηκε (βλ. το υπ' αριθ. 3279/2002 σχετικό πρακτικό παραιτήσεως του Δικαστηρίου).

   10. Επειδή, το Δικαστήριο, έλαβε υπ' όψιν του και εξετίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, μεταξύ των οποίων, ιδιαιτέρως 1) την υπ' αριθμ. 1162/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (βλ. και το υπ' αριθμ. 63/2003 πιστοποιητικό της Γραμματείας του πιο πάνω δικαστηρίου περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της πιο πάνω αποφάσεως) από την οποία προκύπτει ότι η ήδη προσφεύγουσα εκηρύχθη αθώα της αποδοθείσας σ' αυτήν κατηγορίας περί νομιμοποιήσεως εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα άλλου προσώπου (του συζύγου της) κατ' εξακολούθηση, διότι εκρίθη ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η ήδη προσφεύγουσα είχε δεχθεί να είναι δικαιούχος χρηματικού ποσού 58.128.770 δραχμών, τουλάχιστον, το οποίο είχε καταθέσει σε διάφορα πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικούς και κοινούς λογαριασμούς, με μέλη της οικογενείας της είτε με μορφή καταθέσεων είτε με μορφή εντόκων γραμματίων και ομολόγων του Δημοσίου, το οποίο προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα του συζύγου της και το οποίο αυτός είχε αποκομίσει παρανόμως, 2) την περιεχόμενη στην πιο πάνω απόφαση κατάθεση του διενεργήσαντος την πειθαρχική ανάκριση οικονομικού επιθεωρητή του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία αυτός αναφέρει, εκτός άλλων, ότι δεν γνωρίζει από πού προέρχονται τα εισοδήματα και ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί η πηγή τους, 3) την από 19.8.1996 κατάθεση της ήδη προσφεύγουσας. 4) την από 13.9.1995 ανακεφαλαιωτική δήλωση περιουσιακής κατάστασης της ήδη προσφεύγουσας και 5) την απολογία της ήδη προσφεύγουσας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και όσα ανέφερε σ' αυτό κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του.

   11. Επειδή, το Δικαστήριο, από την εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, μεταξύ των οποίων ιδιαιτέρως των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη, δεν πείθεται για την συμμετοχή της ήδη προσφεύγουσας στις πιο πάνω παράνομες ενέργειες του συζύγου της, ούτε για την πρόθεση της να συγκαλύψει αυτές με την υποβολή προς εξαπάτηση της υπηρεσίας της της πιο πάνω ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης, κρίνει, όμως αντιθέτως, ότι η ήδη προσφεύγουσα υπέχει πειθαρχική ευθύνη για το αποδοθέν σ' αυτήν πειθαρχικό παράπτωμα της υποβολής ανακριβούς (ανακεφαλαιωτικής) δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για τα μέχρι του έτους 1995 περιουσιακά της στοιχεία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την σχετική δήλωση της (από 13.9.1995), η ήδη προσφεύγουσα είχε παραλείψει - όπως άλλωστε και η ίδια παραδέχεται σύμφωνα με όσα αυτή αναφέρει στην απολογία της, τα υποβληθέντα από αυτήν υπομνήματα και την κρινόμενη προσφυγή - να περιλάβει στην δήλωση της αυτή όλες τις πάσης φύσεως καταθέσεις της σε πιστωτικά ιδρύματα με οποιαδήποτε μορφή (περιλαμβανομένων και των ομολόγων και των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου) που είχε σε ατομικούς και κοινούς λογαριασμούς με τον σύζυγο της και τα άλλα μέλη της οικογενείας της.

   Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της ήδη προσφεύγουσας, ενώ οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται αναιτιολόγητο των προσβαλλόμενων αποφάσεων είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι όταν το Δικαστήριο κρίνει επί προσφυγής ουσίας εξετάζει εκ νέου την υπόθεση κατά το νόμο και την ουσία.

   12. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να εξαφανισθούν διότι ουχί νομίμως το πειθαρχικό συμβούλιο δεν διέταξε την διενέργεια συμπληρωματικής ανακρίσεως από άλλο ανακριτή και απέρριψε, σιωπηρά, σχετικό αίτημα, με το οποίο η ήδη προσφεύγουσα αμφισβητούσε την αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία του διενεργήσαντος την ανάκριση ανακριτού.    Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, δοθέντος ότι η τέλεση του πιο πάνω πειθαρχικού παραπτώματος (της υποβολής δηλαδή ανακριβούς ανακεφαλαιωτικής δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων), για το οποίο το Δικαστήριο εδέχθη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ότι η προσφεύγουσα πρέπει να ελεγχθεί πειθαρχικά, εκτός του ότι προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως και ειδικότερα από αυτό τούτο το κείμενο της πιο πάνω υποβληθείσας από αυτή δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων (στο οποίο δεν περιλαμβάνονται οι περιουσιακές κινητές της αξίες), ομολογείται και από την ίδια την προσφεύγουσα, υπό την έννοια ότι αυτή δέχεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ότι δεν περιέλαβε στην εν λόγω δήλωση της και τις περιουσιακές κινητές της αξίες, με αποτέλεσμα να παρέλκει εν προκειμένω, σύμφωνα με το νόμο (βλ, άρθρο 128 παρ. 1 ν, 2683/1999, άρθρο 227 παρ, 4 του Π.Δ. 611/1977 και ΣτΕ 1352/2002 κ.ά.) η διενέργεια ανακρίσεως.

   13. Επειδή, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 141 παρ. 2 του Υ.Κ. (ν.2683/1999) το πειθαρχικό συμβούλιο δεν έλαβε υπ' όψιν του τους ισχυρισμούς τους οποίους είχε προβάλλει με την απολογία της η ήδη προσφεύγουσα μαζί με τα συνοδεύοντα αυτή στοιχεία είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από τα κείμενα των προσβαλλόμενων πράξεων, το πειθαρχικό συμβούλιο προκειμένου να εκφέρει την κρίση του έλαβε υπ' όψιν του και εξετίμησε όλα τα στοιχεία αυτά.

   14. Επειδή με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ήδη προσφεύγουσα υπέπεσε στο προαναφερθέν πειθαρχικό παράπτωμα της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως και ότι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της με τους οποίους αυτή παραπονείται ότι το πειθαρχικό αυτό παράπτωμα δεν έπρεπε να καταλογισθεί σ' αυτή λόγω συγγνωστής πραγματικής και νομικής της πλάνης, ότι δεν συνεκροτείτο εν προκειμένω η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδοθέντος σε αυτή πειθαρχικού παραπτώματος, το πειθαρχικό συμβούλιο δεν είχε προβεί σε αυτοτελή εκτίμηση σε ό,τι αφορά την προσφεύγουσα των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων έκρινε ότι στοιχειοθετείτα εις βάρος της το αποδοθέν σ' αυτήν παράπτωμα όπως και ότι δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο αυτή το ετέλεσε. Περαιτέρω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ειδικότερος λόγος, με τον οποίο η ήδη προσφεύγουσα παραπονείται ότι επειδή είχε στο παρελθόν περιλάβει στις κατά καιρούς υποβληθείσες από αυτή δηλώσεις περιουσιακής της καταστάσεως μόνο τα ακίνητα, όπως συνέβη και με άλλους υπαλλήλους, είχε δημιουργηθεί σ' αυτήν η πεποίθηση ότι δεν είχε υποχρέωση να συμπεριλάβει στην επίδικη δήλωση και τις κινητές περιουσιακές της αξίες, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα (βλ. την έκτη σκέψη της παρούσας αποφάσεως), η ήδη προσφεύγουσα είχε εκ του νόμου υποχρέωση να δηλώσει όλα ανεξαιρέτως τα πάσης φύσεως περιουσιακά της στοιχεία (κινητά και ακίνητα).

   15. Επειδή, περαιτέρω, η πειθαρχική ευθύνη της ήδη προσφεύγουσας, η οποία αφορά την υποβολή ανακριβούς (ανακεφαλαιωτικής) δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων για το έτος 1995 δεν δύναται, κατά τα ήδη εκτεθέντα (βλ. την έκτη σκέψη της παρούσας αποφάσεως), να αρθεί ούτε εκ του γεγονότος ότι στην δήλωση περιουσιακής της καταστάσεως, την οποία υπέβαλε μεταγενέστερα, για το έτος 1997, και πριν από την κίνηση κατ' αυτής της πειθαρχικής διαδικασίας, είχε περιλάβει και τις κινητές περιουσιακές της αξίες ούτε εκ του ότι είχε δηλώσει τις εν λόγω αξίες στις φορολογικές δηλώσεις, τις οποίες είχε αυτή κατά καιρούς υποβάλει, και ως εκ τούτου όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

   16. Επειδή, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπ' όψιν του τις ελαφρυντικές περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η ήδη προσφεύγουσα και συνεκτίμησε την βαρύτητα αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες ετελέσθη το πιο πάνω αποδοθέν σ' αυτή πειθαρχικό παράπτωμα, στο οποίο αυτή υπέπεσε κατά τα ήδη εκτεθέντα, και ιδίως το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται, εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα εδέχθη το πειθαρχικό συμβούλιο, ότι η ήδη προσφεύγουσα συμμετείχε, καθ' οιοδήποτε τρόπο, στις παράνομες ενέργειες του συζύγου της, κρίνει ότι, η προσφεύγουσα υπέπεσε στο προαναφερθέν πειθαρχικό παράπτωμα, πλην οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να μεταρρυθμισθούν, κατά μερική αποδοχή της προσφυγής της ήδη προσφεύγουσας, και να επιβληθεί σ' αυτήν, αντί της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού κατά ένα βαθμό, η πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές τριών (3) μηνών. Αν και κατά την γνώμη του Προέδρου του Τμήματος Αντιπροέδρου Γ. Σταυρόπουλου προς την οποίαν συνετάχθησαν οι δύο Πάρεδροι, προσήκουσα πειθαρχική ποινή για τον κολασμό του πειθαρχικού παραπτώματος στο οποίο υπέπεσε η ήδη προσφεύγουσα είναι, εν όψει της βαρύτητας αυτού, η επιβληθείσα σ' αυτή ποινή του υποβιβασμού.

   17. Επειδή, το Δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.

   Δια ταύτα

   Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση προσφυγή.

   Μεταρρυθμίζει τις προσβαλλόμενες πράξεις [το από 21.6.2000 πρακτικό του Β' Πρωτοβαθμίου υπηρεσιακού (πειθαρχικού) συμβουλίου του Υπ. Οικονομικών και την εμπεριεχόμενη σ' αυτό υπ' αριθμ. 61/2000 πειθαρχική απόφαση] καθ' ό μέρος αυτές αφορούν την ήδη προσφεύγουσα, κατά τα οριζόμενα στο αιτιολογικό.

   Επιβάλλει στην ήδη προσφεύγουσα την πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές τριών (3) μηνών.

   Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, και

   Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατά τα εις το αιτιολογικό.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11, 12 Μαΐου και 16 Σεπτεμβρίου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2005.