ΣτΕ
5460/2012
Αρχαιολογική
κληρονομιά - Εγκατάσταση διαχείρισης αποβλήτων - Έγκριση περιβαλλοντικών όρων -
Εντοπισμός αρχαιοτήτων - Αίτηση ακύρωσης -.
Εντοπισμός αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια εκσκαφικών εργασιών για την κατασκευή εγκαταστάσεων
διαχείρισης αποβλήτων. Διακοπή εκσκαφών και διενέργεια σωστικής ανασκαφικής
έρευνας. Πλήρης περιγραφή των αποκαλυφθεισών
αρχαιοτήτων της κατάστασης και της θέσης τους. Πρόταση από τις συναρμόδιες
εφορείες αρχαιοτήτων η αποδόμησή τους. Η επίμαχη περιοχή δεν εμπίπτει σε
προστατευτικό καθεστώς για τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομίας. Οι
κατασκευές που βρέθηκαν δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές λόγω του αποσπασματικού
χαρακτήρα τους και της κακής κατάστασή τους. Αίτηση ακύρωσης κατά της
υπουργικής απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η αποδόμηση των εν λόγω αρχαίων
καταλοίπων. Η αμφισβήτηση της σχετικής τεχνικής κρίσεως εκφεύγει
των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου.
Αριθμός 5460/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 4 Μαίου
2011, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος,
Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Ν. Ρόζος, Ιω.
Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντ. Ντέμσιας,
Σύμβουλοι, Όλ. Παπαδοπούλου, Χρ. Λιάκουρας,
Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη.
Για να δικάσει την από 6 Δεκεμβρίου 2010 αίτηση:
της Κοινότητας Γραμματικού και ήδη Δήμου Μαραθώνα, ο οποίος παρέστη με
τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (A.M. 25704), που τον διόρισε με απόφαση
της Δημαρχιακής του Επιτροπής,
κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ο οποίος παρέστη με την
Αγγελική Καστανά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ.
ΥΠΠΟ/Τ./ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ02/100770/4801/21.10.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού
και Τουρισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας,
Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Δήμου, ο
οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε
να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την
απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα
του δικαστηρίου κ α ι
Αφού
μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε
κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν οφείλεται
κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟ/Τ./
ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ02/100770/4801/21.10.2010 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και
Τουρισμού, με την οποία εγκρίθηκε η αποδόμηση αρχαίων καταλοίπων που
αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο του έργου «Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Διαχείρισης
Αποβλήτων (Ο.Ε.Δ.Α.) Βορειοανατολικής Αττικής» στη θέση «Μαύρο Βουνό»
Γραμματικού.
3. Επειδή, νομίμως συνεχίζεται η δίκη από το Δήμο Μαραθώνα, ο οποίος,
δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1, 283 και 286 του ν. 3852/ 2010 (Α' 87),
υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις και συνεχίζει αυτοδικαίως τις
εκκρεμείς δίκες της ήδη καταργηθείσης με το νόμο αυτό αιτούσας Κοινότητας.
4. Επειδή, περαιτέρω, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτούς
ασκείται η κρινόμενη αίτηση από τον πιο πάνω Δήμο, στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται η θέση της επίμαχης Ο.Ε.Δ.Α., στην περιοχή της οποίας εντοπίσθηκαν τα
επίμαχα αρχαιολογικά ευρήματα.
5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος,
το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς
προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλιστεί στα όρια της Χώρας αφενός η
οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των
επόμενων γενεών και αφετέρου η διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων
στοιχείων προερχόμενων από την ανθρώπινη δραστηριότητα που συνθέτουν την
ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομιά της
Χώρας και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Όπως προκύπτει,
μάλιστα, από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο συντακτικός νομοθέτης δεν
αρκέστηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του
περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική
αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του
προστατευόμενου αγαθού και, ειδικότερα να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά
και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα. Κατά τη λήψη, εξάλλου, των
μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά
την έννοια των παραπάνω διατάξεων, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες,
αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που
σχετίζονται με την αποτελούσα πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας προστασία της
υγείας και της ανθρώπινης ζωής και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων
διαβιώσεως των κατοίκων των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, δηλαδή
σκοπούς, για τους οποίους λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα,
στην παρ. 3 του άρθρου 21 αυτού. Η επιδίωξη όμως της εξασφαλίσεως των όρων
διαβιώσεως αυτών, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη βασικών έργων υποδομής, πρέπει
να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία
του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη,
στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός νομοθέτης (πρβλ. και ΣτΕ
Ολομ. 2755/1994 και 3478/2000, 2537/1996 κ.ά.).
Ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τις
συνταγματικές αυτές διατάξεις συνάγεται ότι δεν επιτρέπονται επεμβάσεις, οι
οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιοδήποτε τρόπο
υποβάθμιση τους, και ότι καταρχήν επιβάλλεται να διατηρούνται τα στοιχεία αυτά,
αναλόγως και προς το είδος και το χαρακτήρα τους, στον τόπο, στον οποίο
βρίσκονται. Τέλος, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, κάθε
επέμβαση επί και πλησίον αρχαίου ή μνημείου πρέπει κατ' αρχήν να αποβλέπει στην
προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων
χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων
στοιχείων και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων
επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του αρχαίου ή
του μνημείου, για το οποίο πρόκειται (ΣτΕ 2224/2008
σκ. 3, πρβλ. ΣτΕ 1100/2005, 2175/2004 Ολ., 3279/2003). Σε εξαιρετικές, όμως, περιπτώσεις κατά τις
οποίες επιβάλλεται η επίτευξη της ασφαλούς λειτουργίας έργου υποδομής, που
ικανοποιεί ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να επιτρέπονται
τέτοιες επεμβάσεις στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους
παραπάνω σκοπούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της
πολιτιστικής κληρονομιάς, της σημασίας του επιδιωκόμενου σκοπού και της
αναγκαιότητας να εκτελεστεί το έργο, εφόσον διαπιστωθεί, με βάση
εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, με την οποία θα ήταν
δυνατό να αποτραπεί η βλάβη του μνημείου (πρβλ. ΣτΕ
3851/2006 σκ., 15, 965/2007 σκ. 19, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2300/1997 και 3478/2000).
6. Επειδή, περαιτέρω, όπως συνάγεται από τα άρθρα 1 και 5 της σύμβασης
της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς στη Ευρώπη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α'
61), δεν είναι καταρχήν επιτρεπτή η μετακίνηση και, κατά μείζονα λόγο, η
καταστροφή κάθε κατασκευής, η οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τη διατήρηση
της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού,
καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού ενδιαφέροντος τους, εκτός
αν επιτακτικοί λόγοι προστασίας του ίδιου του μνημείου επιβάλλουν την
μετακίνηση του. Ωστόσο, δεν αποκλείονται, κατά την έννοια των άρθρων αυτών της
Σύμβασης, επεμβάσεις και στα προστατευόμενα μνημεία, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, προκειμένου να πραγματοποιηθούν μείζονα έργα, ιδιαιτέρως σημαντικά
και αναγκαία για την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου,
δεδομένου ότι η παρεμπόδιση τέτοιων έργων προδήλως δεν περιλαμβάνεται στη
βούληση των συμβαλλόμενων μερών. Με το περιεχόμενο δε αυτό, οι ορισμοί της
παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης συμπορεύονται προς τις προεκτεθείσες
επιταγές τους Ελληνικού Συντάγματος. Περαιτέρω, στον εθνικό νομοθέτη απόκειται
να εξειδικεύσει τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό κατασκευής ως ιδιαιτέρως
σημαντικής, με γνώμονα το σκοπό, στον οποίο απέβλεψε η κατάρτιση της Διεθνούς
Σύμβασης, όπως αυτός προκύπτει από το προοίμιο της, δηλαδή τη διατήρηση της
μαρτυρίας για την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης και τη μετάδοση της στις
επόμενες γενεές, αφού λάβει υπόψη και τις συνθήκες και τα ιδιαίτερα πολιτιστικά
χαρακτηριστικά και δεδομένα του ελληνικού χώρου, καθώς και την πολιτιστική
παράδοση και τις πολιτισμικές αναφορές της Χώρας. Αν όμως δεν έχει θεσπιστεί
σχετική ρύθμιση, ο χαρακτηρισμός κατασκευής ως ιδιαιτέρως σημαντικής, κατά την
έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης, απόκειται στην κρίση των οργάνων της
Διοίκησης, τα οποία είναι αρμόδια να εγκρίνουν την πραγματοποίηση εργασιών που
συνιστούν επέμβαση στην κατασκευή. Η κρίση αυτή του διοικητικού οργάνου ως προς
το χαρακτήρα της κατασκευής πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη (ΣτΕ 3851, 3852/2006).
7. Επειδή, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασίας της αρχαιολογικής
κληρονομιάς, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3378/2005 (Α' 203), προβλέπει τα εξής:
«1. Σκοπός της παρούσας (αναθεωρημένης) Συμβάσεως είναι η προστασία της
αρχαιολογικής κληρονομιάς ως πηγής της ευρωπαϊκής συλλογικής μνήμης και ως
μέσου για την ιστορική και επιστημονική μελέτη. 2. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται
ως στοιχεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς όλα τα κατάλοιπα και αντικείμενα
καθώς και τα άλλα ίχνη ανθρώπινης πράξεως από το παρελθόν, των οποίων
συγχρόνως: ί) η διαφύλαξη και η μελέτη επιτρέπει την ανάπλαση της ιστορίας των
ανθρώπου και της σχέσεως του με το φυσικό περιβάλλον, ii) οι κύριες πηγές
πληροφορίας είναι οι ανασκαφές, οι ανακαλύψεις αλλά και κάθε άλλη μέθοδος
έρευνας του ανθρώπινου γένους και τους περιβάλλοντος του, και iii) η θέση εντοπίζεται
σε οποιαδήποτε περιοχή εμπίπτει στην δικαιοδοσία των Συμβαλλομένων. 3. Στην
αρχαιολογική κληρονομιά περιλαμβάνονται κατασκευές, οικοδομήματα, αρχιτεκτονικά
σύνολα, οργανωμένοι χώροι και τόποι, κινητά αντικείμενα, μνημεία πάσης φύσεως
μαζί με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, είτε αυτά βρίσκονται στη γη είτε μέσα
στο νερό (Αρθρο 1). Κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει
την υποχρέωση να θεσμοθετήσει, με τα κατάλληλα για κάθε κράτος μέσα, ένα νομικό
καθεστώς προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, το οποίο να προβλέπει: ί)
... ϋ) τη δημιουργία εφεδρικών αρχαιολογικών ζωνών, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν
ορατά λείψανα στην επιφάνεια του εδάφους ή μέσα στο νερό, για τη διατήρηση των
υλικών μαρτυριών, που θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για τις μεταγενέστερες
γενεές, iii) ... (ʼρθρο 2). Με σκοπό τη
διαφύλαξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς καθώς και τη διασφάλιση της
επιστημονικής σημασίας της αρχαιολογικής έρευνας, κάθε Συμβαλλόμενος
αναλαμβάνει την υποχρέωση ί) να θέσει σε εφαρμογή διαδικασίες εγκρίσεως και
ελέγχου των ανασκαφικών ερευνών και των άλλων αρχαιολογικών δραστηριοτήτων,
ούτως ώστε: α) να αποτρέπεται κάθε παράνομη ανασκαφή ή μετακίνηση στοιχείων της
αρχαιολογικής κληρονομιάς, β) να διασφαλίζει ότι οι ανασκαφές και οι
αρχαιολογικές έρευνες διεξάγονται με τρόπο επιστημονικό και με την επιφύλαξη
ότι: θα εφαρμόζονται μη καταστρεπτικές ερευνητικές μέθοδοι οπουδήποτε αυτό
είναι δυνατό, τα στοιχεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς δεν θα αποκαλύπτονται
ούτε θα αφήνονται εκτεθειμένα, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της ανασκαφής,
χωρίς να έχουν ληφθεί τα κατάλληλα για την προφύλαξη, συντήρηση και διαχείριση
τους μέτρα, ϋ) να διασφαλίσει ότι οι ανασκαφές και οι άλλες εν δυνάμει
καταστρεπτικές μέθοδοι θα διεξάγονται και θα εφαρμόζονται αποκλειστικά από
εξειδικευμένο και ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό ... (ʼρθρο 3). Κάθε
Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να λάβει μέτρα για τη φυσική προστασία
της αρχαιολογικής κληρονομιάς προβλέποντας, ανάλογα με τις περιστάσεις: ί)...
ϋ) τη συντήρηση και τη διατήρηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς κατά προτίμηση
στη θέση εύρεσης, iii) την οργάνωση κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων για τα
αρχαιολογικά ευρήματα που μετακινούνται από την αρχική τους θέση ... (ʼρθρο 4)». Εξ άλλου, η
προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται, σε
εναρμόνιση προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις του
Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών, με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 «Για
την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» (Α'
153). Ειδικότερα, στο άρθρο 3 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «1. Η προστασία της
πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως α) στον εντοπισμό, την
έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της β) στη
διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε
άμεσης ή έμμεσης βλάβης της γ) ... δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση
αναγκαία αποκατάσταση της ε) στη διευκόλυνση της πρόσβασης και στις επικοινωνίας
του κοινού με αυτήν στ) στην ανάδειξη και την ένταξη της στη σύγχρονη κοινωνική
ζωή ...». Εξ άλλου, στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Για τη
διατήρηση ή μη ακινήτου αρχαίου αποφαίνεται η Υπηρεσία με αιτιολογημένη έκθεση
μετά τη διενέργεια διερευνητικής ανασκαφής, εάν αυτό είναι αναγκαίο. Εάν το
θέμα κρίνεται ως μείζονος σημασίας είναι δυνατόν το αργότερο σε δύο (2) μήνες
από την εύρεση ή ανακάλυψη του αρχαίου να παραπέμπεται στο Συμβούλιο, το οποίο
γνωμοδοτεί το αργότερο σε δύο (2) μήνες από την παραπομπή. Στην περίπτωση αυτή
για την διατήρηση αποφαίνεται ο Υπουργός. 2. Σε κάθε περίπτωση που αποφασίζεται
να καταχωθεί ή να μη διατηρηθεί στον τόπο όπου βρίσκεται το αρχαίο απαιτείται η
προηγούμενη φωτογράφηση, αποτύπωση και τεκμηρίωση του, καθώς και η κατάθεση
εκτενούς επιστημονικής έκθεσης συνοδευόμενης από λεπτομερή κατάλογο ευρημάτων.
3. ..». Τέλος, στο άρθρο 10 του νόμου αυτού και υπό τον τίτλο «Ενέργειες σε
ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον του», [όπως αυτό ισχύει μετά την προσθήκη
εδαφίου στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 10 με την παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν.
3851/2010 (Α' 85/4.6.2010)] ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε
ακίνητο μνημείο η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο
καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 2. .. 3. Η επιχείρηση
οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική
δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού
Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση
χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια
ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα
του έργου ή της επιχείρησης της εργασίας. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού
και των κατά περίπτωση συναρμοδίων Υπουργών μπορεί να καθορίζονται κριτήρια,
διαδικασίες ελέγχου και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας. 4.
Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμα και αν δεν
επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά (καταστροφή, βλάβη,
ρύπανση ή αλλοίωση), απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού
Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου ...». Από τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το φως του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του
Συντάγματος, που επιβάλλει στην Πολιτεία, κατά τα προαναφερόμενα, της εις το
διηνεκές διατήρηση των μνημείων και λοιπών στοιχείων του πολιτιστικού
περιβάλλοντος και τη λήψη μέτρων όχι μόνον για την αποφυγή καταστροφής ή βλάβης
αυτών, αλλά και για την ανάδειξη τους, προκύπτει ότι τα αποκαλυπτόμενα με την
αρχαιολογική έρευνα μνημεία πρέπει κατ' αρχήν να διατηρούνται ορατά και
επισκέψιμα και να αναδεικνύονται, εντασσόμενα στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, με τη
λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας τους (ΣτΕ
3912/2007 σκ. 4, πρβλ. ΣτΕ 3487/2003). Κατ' εξαίρεση,
όμως, είναι επιτρεπτές επεμβάσεις επί και πλησίον ακινήτου μνημείου, υπό τις
προϋποθέσεις που ορίζουν οι ανωτέρω διατάξεις, ύστερα από γνώμη του
αρχαιολογικού συμβουλίου, κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε
για τις οικοδομικές εργασίες ή έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται εάν η
απόσταση από το ακίνητο μνημείο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον
ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην
κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι προκειμένου να εγκριθεί η εκτέλεση έργου επί
ή πλησίον αρχαίων απαιτείται να αξιολογούνται τα χαρακτηριστικά του έργου και
να εκτιμώνται οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του στα
ακίνητα μνημεία, η χορήγηση δε της σχετικής εγκρίσεως πρέπει να στηρίζεται σε
ειδική αιτιολογία που να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων
αρχαίων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση του έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση
των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων (βλ. ΣτΕ
2175/2004 Ολ. σκ. 12, 3454/2004 Ολ.
σκ. 8, 676/2005 Ολ. σκ. 11).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα
στοιχεία του φακέλου, με την 48442/28.9.2001 απόφαση του Περιφερειακού
Συμβουλίου Αττικής (συνεδρίαση 44η) ολοκληρώθηκε το Α' στάδιο του Περιφερειακού
Σχεδιασμού Διαχείρισης Στερών Αποβλήτων Αττικής. Στη συνέχεια, κατά το Β'
στάδιο σχεδιασμού, διερευνήθηκε από τον επιλεγέντα τεχνικό σύμβουλο ολόκληρη η
περιφέρεια Αττικής για τον προσδιορισμό των «ευρύτερων κατάλληλων περιοχών»,
εντός των ορίων των οποίων έγινε και ο εντοπισμός των κατάλληλων θέσεων και με
το άρθρο 33 του Ν. 3164/2003 (Α' 176/2-7-2003), εγκρίθηκε η Β' φάση του
σχεδιασμού διαχείρισης των στερεών αποβλήτων της περιφέρειας Αττικής και
καθορίσθηκαν ως κατάλληλες για την Βορειοανατολική Αττικής οι θέσεις «Μαύρο
Βουνό» Γραμματικού και «Τρύπες - Πολυδένδρι». Μετά
την εκπόνηση μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εκδόθηκε η Α.Π. 139645/5.
12.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων
(ήδη Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής), Εσωτερικών, Δημ.
Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ήδη Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης),
Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και
Πολιτισμού (ήδη Πολιτισμού και Τουρισμού), με την οποία εγκρίθηκαν οι
περιβαλλοντικοί όροι του έργου «Ολοκληρωμένη εγκατάσταση διαχείρισης αποβλήτων»
(Ο.Ε.Δ.Α.) Βορειανατολικής Αττικής στη θέση «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού, και,
ακολούθως, με την 27081/7.7.2009 κοινή απόφαση των ιδίων Υπουργών παρατάθηκε
μέχρι 30.10.2013, η χρονική διάρκεια ισχύος των περιβαλλοντικών όρων του έργου
αυτού. Στην πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων συμπεριλήφθηκε όρος, σύμφωνα
με τον οποίο οι εργασίες για την κατασκευή του έργου θα γίνονται υπό την
εποπτεία εντεταλμένου προσωπικού των καθ' ύλην
αρμοδίων Εφορειών Αρχαιοτήτων (Β' ΕΚΠΑ - 1η ΕΒΑ) και σύμφωνα με τις υποδείξεις
τους. Η δαπάνη για την παρακολούθηση των εργασιών για τις απαιτούμενες
ανασκαφικές εργασίες και για την πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού, θα βαρύνει
τον προϋπολογισμό του έργου, σύμφωνα με το άρθρο 37, παραγρ. 6 του Ν. 3028/02.
Σε περίπτωση εντοπισμού αρχαιοτήτων οι εργασίες θα διακοπούν και θα ακολουθήσει
ανασκαφική έρευνα από τα αποτελέσματα της οποίας θα εξαρτηθεί η περαιτέρω
συνέχιση των εργασιών, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου Συμβουλίου του
ΥΠ.ΠΟ.» (βλ. όρο Δ, αρ. 22 της Α.Ε.Π.Ο.)] Η χωροθέτηση του Ο.Ε.Δ.Α. Β.Α. Αττικής έγινε σε θέση που
βρίσκεται εκτός ορίων αρχαιολογικού χώρου και σε περιοχή, για την οποία στη
βιβλιογραφία δεν υπάρχουν πληροφορίες για ύπαρξη αρχαιοτήτων (βλ. το υπ' αρ. πρωτ. 1059/4. 3.2011 έγγραφο απόψεως της Διοικήσεως). Κατά
τη διάρκεια, όμως, των εκσκαφικών εργασιών για την
κατασκευή των εγκαταστάσεων εντοπίστηκαν αρχαιότητες, δυνάμει δε του πιο πάνω
σχετικού όροι της Α.Ε.Π.Ο., οι εκσκαφές διακόπηκαν και διενεργήθηκε σωστική
ανασκαφική έρευνα, η οποία άρχισε στις 20.10.2003, από τις συναρμόδιες Β'
Ε.Π.Κ.Α. και 1η Ε.Β.Α. με δαπάνη του φορέα του έργου, κατά τις διατάξεις του άρθρου
37 του Ν. 3028/2002. στις σχετικές γνωμοδοτήσεις των αρμόδιων Εφορειών
Αρχαιοτήτων γίνεται πλήρης περιγραφή των αποκαλυφθεισών
αρχαιοτήτων, της κατάστασης και της θέσης τους και προτείνεται, και από τις δύο
εφορείες, η αποδόμηση αυτών με παράθεση των ειδικότερων λόγων που τεκμηριώνουν
την κρίση τους αυτή. Ακολούθως, το Κ.Α.Σ., αφού έλαβε υπ' όψιν τα ως άνω
στοιχεία και το γεγονός ότι η έρευνα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί πλην ορισμένων
μικρών σημείων, με την υπ' αριθμ. 38/21.9. 2010 πράξη του, γνωμοδότησε ομόφωνα
υπέρ τη χειρωνακτικής αποδόμησης όλων των αρχαίων καταλοίπων λόγω της
αποσπασματικής και κακής κατάστασης διατήρησης τους, με συγκεκριμένους όρους
που έθεσε με την γνωμοδότηση αυτή για τον τρόπο αποδόμησης και φύλαξης του
αρχαιολογικού υλικού. Στα πρακτικά δε της γνωμοδοτήσεως αποτυπώνεται η ευρεία
συζήτηση που έγινε τόσο μεταξύ των μελών του Συμβουλίου σε σχέση με την
επιστημονική αξία των ευρημάτων από αρχαιολογική άποψη και την ανάγκη ή μη
διατηρήσεως τους όσο και μεταξύ των μελών και των ενδιαφερομένων που παρέστησαν
στη συζήτηση σε σχέση με την ανάγκη κατασκευής του επίμαχου έργου. Ακολούθησε,
η έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την οποία σε συνέχεια της ως άνω
γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., αποφασίσθηκε η χειρωνακτική αποδόμηση των αρχαίων καταλοίπων
που αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο του Ο.Ε.Δ.Α. Βορειοανατολικής Αττικής και
συγκεκριμένα: 1) στον βόρειο ανασκαφικό τομέα: ί) την λίθινης ελλειπτικού
σχήματος κατασκευής (λιθοσωρού) προϊστορικών χρόνων,
που αποκαλύφθηκε στην κορυφή του λόγου, ϋ) των οικοδομικών λειψάνων αγροικίας
βυζαντινών χρόνων, που αποκαλύφθηκε στη νότια κλιτύ
του λόφου και Hi) των τάφων της ίδιας περιόδου που
αποκαλύφθηκαν στη βόρεια κλιτύ, 2) στο νότιο
ανασκαφικό τομέα, των τοιχαρίων, που δεν διαμορφώνουν
κατασκευές και χρονολογούνται στους υστεροκλασικούς
-ελληνιστικούς χρόνους, με τον όρο να προηγηθεί της αποδόμησης λεπτομερής
σχεδιαστική και φωτογραφική αποτύπωση του αρχαιολογικού υλικού υπό την εποπτεία
των συναρμόδιων Εφορειών (Β' ΕΚΠΑ και 1η ΕΒΑ), τυχόν αρχαία θραύσματα που θα προκύψουν
κατά τις εργασίες αποδόμησης να περισυλλέγουν από τις συναρμόδιες ως άνω
Εφορείες και ο κύριος του έργου να μεριμνήσει γα την διάθεση χώρου (container) για τη μόνιμη φύλαξη του αρχαιολογικού υλικού
από την ανασκαφή του έργου, το οποίο να εγκατασταθεί σε ασφαλές μέρος εντός του
πλησιέστερου αρχαιολογικού χώρου που θα υποδείξει η αρμόδια Β' ΕΠΚΑ. Από τα πιο
πάνω στοιχεία, και ιδίως από τη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ., προκύπτει ότι η
αρχαιολογική ανασκαφή του επίμαχου χώρου, η οποία διήρκησε πέραν του έτους,
έγινε με την απαιτούμενη επιμέλεια, ότι η έρευνα ολοκληρώθηκε, ότι έγινε πλήρης
έρευνα στην κορυφή του λόφου εκτάσεως 800 τ.μ., ότι η επιφάνεια είναι εντελώς
αποσαθρωμένη και διαβρωμένη και ότι, όπως επισημαίνει η εισηγήτρια κ.
,
«πρόκειται για αρχαιότητες παρά πολύ αποσπασματικής διατήρησης στο βόρειο λόφο, ο οποίος είναι
αποσαθρωμένος από τη διάβρωση δεν βρέθηκαν αρχαιότητες, εκτός από την κορυφή
του όπου βρέθηκε ένας ημικυκλικός τοίχος, κάτι σαν περίβολος, ουσιαστικά ένας λιθοσωρός, ο οποίος, με βάση την κεραμεική,
χρονολογείται στην πρωτοελλαδική εποχή ... δεν έχουν βρεθεί καθόλου οικοδομικά
κατάλοιπα, ούτε τοίχοι, παρά μόνο έξι λάκκοι που προφανώς είναι τάφοι που
ανήκουν κυρίως στη βυζαντινή εποχή, γιατί στα νότια πρανή του βόρειου λόφου
έχει εντοπισθεί μια βυζαντινή εγκατάσταση. Αναφορικά με τον ημικυκλικό τοίχο
... πρόκειται για μια στρώση ακατέργαστων λίθων ... μόνο ένας λάκκος περιέχει
κάποια όστρακα πρωτοελλαδικής κεραμικής ... στο νότιο λόφο δεν βρέθηκαν καθόλου
οικοδομικά κατάλοιπα, παρά μόνο κινητά ευρήματα που υποδηλώνουν τη
δραστηριότητα κάποιας μελισσοκομικής εγκατάστασης των κλασικών ή των
ελληνιστικών χρόνων ...».
9. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η Διοίκηση προέβη στην έκδοση της
προσβαλλομένης πράξεως μετά από αιτιολογημένη στάθμιση αφενός της επιτακτικής
ανάγκης κατασκευής του επίμαχου έργου διαχείρισης απορριμμάτων για λόγους
προστασίας της δημόσιας υγείας και αφετέρου της σημασίας των αρχαιολογικών
ευρημάτων και της ανάγκης προστασίας και διατηρήσεως τους. Περαιτέρω, όπως
προκύπτει, τα αρχαιολογικά ευρήματα φωτογραφήθηκαν, αποτυπώθηκαν και
αξιολογήθηκαν, συντάχθηκαν σχετικές εκθέσεις των οικείων Εφορειών Αρχαιοτήτων,
στις οποίες παρατίθενται αναλυτικά στοιχεία τόσο ως προς την αξία των
ευρημάτων, όσο και ως προς την ανάγκη προστασίας ή διατηρήσεως τους, στο δε
σχετικό πρακτικό του Κ.Α.Σ. γίνεται λεπτομερής καταγραφή των ευρημάτων και
εκτίμηση τόσο της αξίας αυτών ως στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο
και της κατάστασης τους. Τέλος, δεδομένου, και ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η
επίμαχη περιοχή δεν εμπίπτει σε προστατευτικό καθεστώς που θεσπίζεται από την
εθνική νομοθεσία για τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, νομίμως η
Διοίκηση προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, εφόσον κατά την
αιτιολογημένη, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, κρίση της, οι κατασκευές που
βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές στο χώρο του επίμαχου Ο.Ε.Δ.Α., δεν ήταν ιδιαιτέρως
σημαντικές λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρος τους
και της κακής καταστάσεως τους, η περαιτέρω δε αμφισβήτηση της σχετικής
τεχνικής κρίσεως εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού
ελέγχου. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως είναι
απορριπτέοι, όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση και
Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος Δήμου τη
δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Μαίου 2011
Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Κ. Μενουδάκος Ειρ. Δασκαλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια
συνεδρίαση την 31η Δεκεμβρίου 2012.
Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Αγγ. Θεοφιλοπούλου Π. Νικολοπούλου